Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Στην Αρχαία Ελλάδα Μαντεία και προφητείες

Μαντείον του Τροφωνίου
Μαντεία και προφητείες στην Αρχαία Ελλάδα
Από την αρχαιότητα είναι γνωστή η επιθυμία του ανθρώπου να γνωρίσει το μέλλον, συνυφασμένη με μία εσωτερική του ανάγκη να προσεγγίσει την αιωνιότητα, σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, το τεκμήριο της πεπερασμένης ύπαρξής του


Η επιθυμία αυτή ήταν συνυφασμένη με την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων και αυτό το διαπιστώνουμε από τα πολυάριθμα μαντεία που εμφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο, καθώς και από ιστορίες που καταμαρτυρούν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για τις προφητείες. Οι αρχαίοι Έλληνες στηριζόντουσαν στην διαφόρων μορφών μαντεία, ώστε να πάρουν συμβουλές για δημόσια πράγματα και ιδιωτικές τους υποθέσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τουλάχιστον 18 ιερά που περιείχαν μαντεία και 96 αποστολές με σκοπό την αίτηση συμβουλής από κάποιο μαντείο, εκ των οποίων οι 53 απευθυνόντουσαν στο μαντείο των Δελφών.

Η προφητεία και η μαντική τέχνη εμφανίζονται να είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, η μαντική ήταν η επιστήμη των οιωνών (συχνά αναφέρεται αυτή η όψη της μαντικής τέχνης ως οιωνοσκοπία) και εφαρμοζόταν με ποικίλους τρόπους, όπως για παράδειγμα η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών.

Η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε το όνομα του πουλιού «όρνις» σήμαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες» παίζει με τη διπλή σημασία της λέξης όρνις – οιωνός. Σημασία δινόταν για την κατεύθυνση που πετούσαν τα πουλιά, για το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγματός τους και σημαντικοί μάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όμηρο, όπως ο Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφημοι για την ικανότητά τους στην ερμηνεία αυτών των οιωνών.

Άλλοι τρόποι οιωνοσκοπίας ήταν η μελέτη των ουράνιων σημείων, των κεραυνών και των σεισμών. Ακόμα μπορούσαν να μελετήσουν και μία σταγόνα της βροχής, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στα όνειρα, που θεωρούνταν ως τρόποι για να λάβει κανείς συμβουλές από τους θεούς, όπως γινόταν στα ιερά του Ασκληπιού


 Πολλοί μάντεις της αρχαιότητας εξέταζαν τα εντόσθια των ζώων που είχαν θυσιαστεί (κυρίως το συκώτι), ή την φλόγα που έκαιγε στο βωμό του θυσιαστήριου. Γενικά, έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στους οιωνούς, πολλές φορές μάλιστα σε τόσο υπερβολικό ίσως βαθμό, που ακόμα και ένα φτέρνισμα, μπορούσε να αποτελέσει σημάδι για κάποιο σημαντικό γεγονός, ή συμβουλή για να παρθεί μία δύσκολη απόφαση. Στη ραψωδία ζ’ της Οδύσσειας, ένα φτέρνισμα του Τηλέμαχου κάνει την Πηνελόπη να αποφασίσει να φωνάξει το ζητιάνο, που είναι ο Οδυσσέας ντυμένος με κουρέλια.

             ΔΕΙΤΕ            
Τειρεσίας, ο μάντης




Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή με εξαιρετικό τρόπο δηλώνεται η σχέση του μάντη Τειρεσία με τον θεό της μαντικής και τοξοβόλο Απόλλωνα, τον τιμωρό των Αχαιών με τα βέλη του στο στρατόπεδό τους στην Τροία και της Νιόβης για την υπεροψία της απέναντι στη μητέρα του Λητώ. Ο Τειρεσίας με το προσωπείο του τοξότη αφήνει τοξεύματα-προφητείες εναντίον του Κρέοντα:

Ὦ πρέσβυ, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ
τοξεύετ᾽ ἀνδρὸς τοῦδε, κοὐδὲ μαντικῆς
ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι…
[Άκουσε, γέρο, εσείς όλοι απάνω σ' ένανε,
εμένα σημαδεύετε.
σαν σκοπευτές και δε μου λείψανε
από πάνω μου οι προφητείες.]

Τοιαῦτά σου, λυπεῖς γάρ, ὥστε τοξότης
ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα
βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμῇ.
[σαν τοξότης σούριξα σαϊτιές στην καρδιά,
που δε θα παν χαμένες, γιατί δε θα ξεφύγης τη φλόγα τους.]
(Σοφ., Αντ. 1033-35, 1084-86, μετ. Κ. Χρηστομάνος)

Ωστόσο, τη μαντική του ικανότητα την έχει από την Αθηνά ή από τον ίδιο τον Δία.


Καταγωγή, περιπέτειες του βίου, θάνατος
Ο Τειρεσίας αντικρίζει γυμνή την Αθηνά μετά το μπάνιο της στην πηγή Ιπποκρήνη.



Μάντης στους Θηβαίους ήταν ο Τειρεσίας, γιος του Εύρη και της νύμφης Χαρικλώς, από τη γενιά του Οιδαίου του Σπαρτού, που είχε χάσει το φως του. Για την τύφλωση και τη μαντική του ικανότητα λέγονται διάφορα. Άλλοι ότι οι θεοί τον τύφλωσαν, επειδή αποκάλυπτε στους ανθρώπους όσα εκείνοι ήθελαν να κρατήσουν κρυφά· ο Φερεκύδης, πάλι, ότι τυφλώθηκε από την
Αθηνά· την είδε ολόγυμνη, κι εκείνη, αφού κάλυψε με τα χέρια της τα μάτια του, τον τύφλωσε κι όταν η Χαρικλώ, που ήταν αγαπημένη της Αθηνάς, την παρακάλεσε να του δώσει πίσω την όρασή του, επειδή δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, του καθάρισε τα αυτιά και τον κατέστησε ικανό να ακούει όλες τις φωνές των πουλιών, και του χάρισε και ένα ραβδί από κρανιά, με το οποίο βάδιζε όπως αυτοί που έβλεπαν.


 
Ο Τειρεσίας αντικρίζει γυμνή την Αθηνά μετά το μπάνιο της στην πηγή Ιπποκρήνη. Houasse, René-Antoine, 1698, ελαιογραφία σε μουσαμά. Παρίσι, Château de Versailles



Ο Ησίοδος από τη μεριά του ισχυρίζεται ότι, όταν κάποτε είδε στο όρος Κυλλήνη δύο φίδια να ζευγαρώνουν, τα χτύπησε και αμέσως άλλαξε από άνδρας σε γυναίκα· αλλά όταν ξαναείδε τα ίδια αυτά φίδια να ερωτοτροπούν ξαναέγινε άνδρας.
  
Η Αθηνά δίνει στον Τειρεσία το χάρισμα της μαντικής κι ένα ραβδί
.

 
Ο Τειρεσίας διαχωρίζει τα φίδια και μεταμορφώνεται σε γυναίκα.


 Γι' αυτό τον λόγο, όταν κάποτε η Ήρα και ο Δίας διαφωνούσαν αν οι γυναίκες ή οι άνδρες αισθάνονται μεγαλύτερη ηδονή στον έρωτα, ρώτησαν εκείνον.  Και εκείνος απάντησε ότι αν η ηδονή του έρωτα αποτελείται από δέκα μέρη, ο άνδρας απολαμβάνει το ένα, ενώ η γυναίκα τα εννέα, με αποτέλεσμα η Ήρα να τον τυφλώσει, ο Δίας όμως να του χαρίσει τη μαντική τέχνη. [Η απάντηση του Τειρεσία στον Δία και την Ήρα ήταν· από τα δέκα της ηδονής μερίδια το ένα μόνο χαίρεται ο άνδρας, ενώ τα δέκα τα χορταίνει η γυναίκα και αναγαλλιάζει η ψυχή της.] Έζησε επίσης μέχρι τα βαθιά γεράματα. (Απολλόδ. 3.69-72).
 
Ο Δίας και η Ήρα καταφεύγουν στον Τειρεσία. Goltzius, Hendrick, 1615. Στην απορία τους ποιος απολαμβάνει περισσότερο τον έρωτα, ο άνδρας ή γυναίκα, ο Δίας και η Ήρα καταφεύγουν στον Τειρεσία, αφού είχε ζήσει και ως άνδρας και ως γυναίκα. Amsterdam, Rijksmuseum


Η ιστορία της τύφλωσης του Τειρεσία φανερώνει και τη ζωή του νεαρού, προτού αποκτήσει τις ξεχωριστές ικανότητες που τον έκαναν διάσημο. Ήταν κυνηγός που κυνηγούσε στον Ελικώνα και, σταματώντας να πιει νερό από την πηγή Ιπποκρήνη, αντίκρισε, άθελά του, γυμνή την Αθηνά να δροσίζεται στα νερά της.
Η ιστορία με τα φίδια, η διασημότερη παραλλαγή του μύθου του Τειρεσία, παραδίδεται με διαφόρους τρόπους. Άλλοι λένε ότι ο Τειρεσίας χώρισε τα φίδια, άλλοι πως τα πλήγωσε και άλλοι πως σκότωσε το θηλυκό. Σε κάθε περίπτωση, ο Τειρεσίας έγινε γυναίκα. Επτά χρόνια αργότερα, στον ίδιο τόπο, ξαναείδε τα φίδια να ζευγαρώνουν. Για μια ακόμη φορά επεμβαίνει, με αποτέλεσμα να ξαναπάρει το αρχικό του φύλο. Η αποκάλυψη της αλήθειας για το γυναικείο φύλο έκανε την Ήρα να τυφλώσει τον Τειρεσία και τον Δία να του χαρίσει το προνόμιο της μαντείας αλλά και να ζήσει πολύ, επτά ανθρώπινες ζωές λεγόταν.
Φυσικά, η ιστορία αυτής της μεταμόρφωσης δεν άφησε αδιάφορο τον Οβίδιο, ενώ, αργότερα, η ιστορία αμφισβητήθηκε και διακωμωδήθηκε (Λουκιανός). Στον 20ό αι. υπήρξε αφορμή για προβληματισμούς σχετικά με το φύλο αλλά και για άλλα ζητήματα



Ο Τειρεσίας διαχωρίζει τα φίδια.Goltzius, Hendrick, 1589, χαλκογραφία. Σε πρώτο πλάνο ο Τειρεσίας-άνδρας διαχωρίζει τα φίδια. Στο βάθος ο Τειρεσίας-γυναίκα διαχωρίζει και πάλι τα φίδια.
Harvard Art Museums/Fogg Museum, R2055


Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Οι μαστοί του Τειρεσία, 1917
Οι μαστοί του Τειρεσία είναι ένα δίπρακτο σουρεαλιστικό δράμα του θεμελιωτή του μοντερνισμού Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Στόχος των Μαστών του Τειρεσία ήταν να διασκεδάσει το κοινό του και να προκαλέσει το ενδιαφέρον του για μια πληθώρα θεμάτων, όπως η καταπίεση που υφίσταται το γυναικείο φύλο (άμεση σχέση με την αλλαγή φύλου του Τειρεσία), ο φεμινισμός, η χειραφέτησή του, ο ενστερνισμός ενός ανοίκειου ρόλου από τα δύο φύλα, η υπογεννητικότητα και οι συνέπειές της, η κοντόφθαλμη εξουσία των αστυνομικών δυνάμεων, ο πόλεμος, η σκανδαλοθηρία της δημοσιογραφίας, η απουσία κοινωνικής μέριμνας, και η άνιση κατανομή του πλούτου. Το έργο αφήνει χώρο για μια αληθινή αισιοδοξία, που παρηγορεί στη στιγμή και αφήνει να ανθίσει η ελπίδα.



Οι μεταμορφώσεις του Τειρεσία
Ο λόγος για τον Δία. Μια φορά, από γλυκό κρασί χαλαρωμένος
δεν έβαζε μαράζι στην καρδιά, και στο ραχάτι απάνω με την Ηρα
καλαμπουρίζαν, όταν ξαφνικά γύρισε κι είπε: "Βέβαια οι γυναίκες
το φχαριστιούνται πάντα πιο πολύ από τους άντρες πάνω στο κρεβάτι".
"Διαφωνώ" επέμενε αυτή. Στον Τειρεσία, τον σοφό, αποταθήκαν
που τα 'χε δοκιμάσει και τα δυο, καθότι υπήρξε και άρρενας και θήλυ.
Αυτός ο Τειρεσίας μια φορά συνάντησε δυο φίδια μες στο δάσος
που ζευγαρώναν, και με το ραβδί τα χτύπησε χαλνώντας τη δουλειά τους.
Το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό: από άντρας που ήταν έγινε γυναίκα,
κι έμεινε θηλυκός χρόνους εφτά· και ύστερα, στον όγδοο χρόνο απάνω
έτυχε να τα δει ξανά· "λοιπόν, αν είναι μαγικό το χτύπημά σας
και δύναται το φυσικό εκεινού που έδωσε το χτύπημα ν' αλλάζει,
θα σας χτυπήσω άλλη μια φορά". Τα έκρουσε και πάλι με τη ράβδο
και γύρισε στην πρώτη του μορφή, την αντρική, ως ήταν γεννημένος.
Γι' αυτό λοιπόν ορίστηκε κριτής, και ως κριτής στη δίκη-καλαμπούρι
πήρε σαφώς το μέρος του Διός. Χολώθηκε βαρύτατα η Ηρα -
ασήμαντος, που λεν, η αφορμή, μα κάκιωσε αυτή υπέρ το δέον.
Βαρύτατη και του κριτή η ποινή: του στέρησε τα μάτια διά βίου.
Σύμφωνα με την τάξη τ' ουρανού, κανείς θεός θεού τα πεπραγμένα
δεν ακυρώνει. Για το λόγο αυτό τον τυφλωμένο Τειρεσία ο Δίας
ευλόγησε με γνώση μαντική - διάκριση που αλάφρυνε τον πόνο.
Απ' τον καιρό εκείνο ξακουστός στης Βοιωτίας γύριζε τα μέρη
και μοίραζε αλάθευτους χρησμούς σε όσους υποβάλλουν ερωτήσεις.
(Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 318-340, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)





Προφητείες και καθαρμοί

Ο Τειρεσίας είναι συνδεδεμένος με τον Θηβαϊκό κύκλο, κυρίως με τους Λαβδακίδες, όπως ο Κάλχας με τον Τρωικό κύκλο και τους Ατρείδες. Στη Θήβα υπήρχε οιωνοσκοπείο του, ενώ μαντείο του βρισκόταν στον γειτονικό Ορχομενό.
1. Ο Τειρεσίας παρήγγειλε να καούν τα φίδια που ο Ηρακλής είχε πνίξει στην κούνια του, να πεταχτεί η στάχτη τους στον ποταμό και η κάμαρη να πλυθεί με αλμυρό νερό (Θεόκρ. Ειδύλλια, 24, 97-98). Θαλασσινό νερό χρησιμοποιούνταν κυρίως σε περιπτώσεις θανάτου και λοιμού, οπότε τα αποπλύματα πετιούνταν στη θάλασσα, για να μην υπάρχει περίπτωση κανείς να τα πατήσει.
2. Όταν ο Αμφιτρύωνας, ο σύζυγος της Αλκμήνης, επέστρεψε στη Θήβα, δεν βρήκε τη γυναίκα του διαχυτική απέναντί του, γιατί ακριβώς την προηγούμενη της είχε εμφανιστεί ο Δίας με τη μορφή του συζύγου της και κοιμήθηκαν μαζί. Ο Τειρεσίας του αποκάλυψε την ένωσή της με τον Δία. 

Η Αλκμήνη στην πυρά. Ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας του Ζωγράφου του Δαρείου, περίπου 340-330 π.Χ. Στο αριστερό πάνω μέρος διακρίνεται ο Τειρεσίας, προλέγοντας το μεγαλείο του Ηρακλή. Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών, 1989.100


 3. Κατά τον πόλεμο των Επτά επί Θήβαις, ο Τειρεσίας προφήτευσε ότι οι Θηβαίοι θα νικήσουν, αν ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, προσφερθεί σφάγιο στον Άρη, όπως και έγινε.
4. Αργότερα, όταν οι Επίγονοι των Επτά εξεστράτευσαν εναντίον των Θηβών, ο Τειρεσίας συμβούλευσε τους Θηβαίους να στείλουν κήρυκα για διαπραγματεύσεις, αλλά οι ίδιοι να πάρουν γυναίκες και παιδιά και κρυφά να εγκαταλείψουν την πόλη.

 
Η Λειριόπη ζητά από τον Τειρεσία να προφητεύσει για τον Νάρκισσο. Δαχτυλίδι. Utah, Museum of Fine Arts




Τειρεσίας και Λειριόπη
Τη σιγουριά του στα προγνωστικά δοκίμασε εν πρώτοις η Λειριόπη,
νύμφη αυτή γλαυκή του ποταμού, που ο Κηφισός μια μέρα φουσκωμένος
την πλάκωσε με τα πολλά νερά, και στανικά μες στο βαθύ του ράμα
την έκανε δικιά του. Στους εννιά τους μήνες η πανώρια εκείνη νύμφη
γέννησε τέκνο σπάνιας ομορφιάς - βρέφος ακόμα και το λαχταρούσες!
Νάρκισσο είπε η μάνα το παιδί· κι όταν γι' αυτό ρωτήθηκε ο μάντης
αν του 'λαχε πολύχρονη ζωή ως τα βαθιά γεράματα φτασμένη,
η απόκριση που δόθηκε ήταν "Ναι, όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι".
Ο λόγος τούτος για καιρόν πολύ φάνταζε κούφιος, κι όμως βγήκε αλήθεια:
βρήκε ανήκουστη μανία το παιδί κι αλλόκοτος χαμός το καρτερούσε.
(Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 341-350, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)




6. Ακόμη, προσπάθησε, μάταια όμως, να πείσει τον Πενθέα να αποδεχτεί τη λατρεία του Διόνυσου. 

 
Ο Πενθέας περιφρονεί τις προφητείες του Τειρεσία. Baur, Johann Wilhelm, 1639, χαλκογραφία. Harvard Art Museums/Fogg Museum, S11.36.1

 Στις τραγωδίες Οιδίπους τύραννος και Αντιγόνη του Σοφοκλή με έξοχο τρόπο ο ποιητής δείχνει τον Τειρεσία να ταλαιπωρείται ως μάντης κακών και να προκαλεί την οργή του Οιδίποδα και του Κρέοντα, γιατί δεν αποκαλύπτει την αλήθεια στον πρώτο, για τις προφητείες του στον δεύτερο

 
Ο Τειρεσίας, ο Οιδίποδας και η Σφίγγα. Μελανόμορφη λήκυθος, περίπου 480-460 π.Χ. Δεξιά ο Οιδίποδας αντιμετωπίζει τη Σφίγγα. Αριστερά ο Τειρεσίας ή ο Κρέων. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1836,0224.162 © The Trustees of the British Museum

 Θάνατος του Τειρεσία - Η τύχη της κόρης του

Και καθώς ο Τειρεσίας τους συμβούλευσε [τους Θηβαίους] να στείλουν κήρυκα στους Αργείους για συνθηκολόγηση και οι ίδιοι να φύγουν, πράγματι έστειλαν στους εχθρούς τους απεσταλμένο, εκείνοι όμως επιβίβασαν σε άμαξες παιδιά και γυναίκες και έφευγαν από την πόλη. Όταν νύχτα έφτασαν στην κρήνη που επονομάζεται Τιλφούσσα, ο Τειρεσίας ήπιε νερό από αυτήν και τελείωσε τη ζωή του. Και οι Θηβαίοι, αφού περιπλανήθηκαν πολύ, ίδρυσαν την πόλη Εστιαία και εγκαταστάθηκαν εκεί. Όταν αργότερα οι Αργείοι πληροφορήθηκαν την απόδραση των Θηβαίων, μπήκαν στην πόλη, μάζεψαν λάφυρα και γκρέμισαν τα τείχη. Μέρος από τα λάφυρα τα έστειλαν στους Δελφούς, στον Απόλλωνα, μαζί και την κόρη Τειρεσία, τη Μαντώ· γιατί του είχαν τάξει, αν κυριεύσουν την πόλη των Θηβών, να του αφιερώσουν το καλύτερο από τα λάφυρα. (Απολλόδ. 3.7.2)



Ο Τειρεσίας και ο Αίαντας στον Κάτω Κόσμο.Τοιχογραφία από τον τάφο του Orcus II, Ταρκινία, Ιταλία


Το όρος Τιλφούσιο και η λεγόμενη Τιλφούσα πηγή απέχουν από την Αλίαρτο κάπου πενήντα στάδια. Υπάρχει μεταξύ των Ελλήνων η παράδοση ότι οι Αργείοι μαζί με τους γιους του Πολυνείκη, μετά την άλωση των Θηβών, μεταξύ των άλλων λαφύρων έφεραν στον θεό των Δελφών και τον Τειρεσία, ο οποίος στον δρόμο, διψασμένος ήπιε νερό από την Τιλφούσα και ξεψύχησε. Δίπλα στην πηγή είναι ο τάφος του. […] την υπόλοιπη ισορία του Τειρεσία, πόσα χρόνια έγραψαν ότι έζησε, πώς άλλαξε από γυναίκα σε άντρα και ότι ο Όμηρος στην Οδύσσεία δείχνει τον Τειρεσία, μόνος αυτός, να διατηρεί στον Άδη τον πνεύμα του, αυτά τα γνωρίζουν όλοι από την παράδοση. (Παυσ. 9.33.1-2)
Ο τάφος του Τειρεσία υποτίθεται ότι υπήρχε στο Τιλφούσιο Όρος, κοντά στην πηγή Τιλφούσα, ενώ στη Θήβα βρισκόταν απλώς ένα κενοτάφιό του.

Ο Τειρεσίας εμφανίζεται στον Οδυσσέα. Ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας του Ζωγράφου του Δόλονα, περίπου 390 π.Χ.


Μάντης και μετά τον θάνατο

Ο θάνατος του Τειρεσία, σε βαθύτατο γήρας, τοποθετείται χρονικά μετά την κατάληψη των Θηβών από τους Επιγόνους. Όμως, ακόμη και μετά τον θάνατό του ασκούσε τη μαντική του τέχνη. Η Κίρκη συμβούλευσε τον Οδυσσέα τι να κάνει, προκειμένου να μιλήσει, ζωντανός αυτός, με τον νεκρό Τειρεσία, και εκείνος να του αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο θα κατάφερνε να επιστρέψει στο σπίτι του.


Ο Τειρεσίας εμφανίζεται στον Οδυσσέα. Fuseli, Henry, περίπου 1780-1785


Επιπλέον, ο μάντης συμβούλευσε τον Οδυσσέα σε ποιες ενέργειες έπρεπε να προβεί μετά τον φόνο των μνηστήρων, ώστε να εξευμενίσει τους θεούς: να προσφέρει θυσίες στον Ποσειδώνα σε μέρος μακριά από τη θάλασσα, εκεί όπου κανένας δεν θα αναγνώριζε το κουπί σαν κουπί, να ιδρύσει ιερό του και στη συνέχεια να γυρίσει στο παλάτι και να θυσιάσει σε όλους τους θεούς.

 
Ο Τειρεσίας στον Κάτω Κόσμο πίνει αίμα, για να μιλήσει με τον Οδυσσέα. - Theodor van Thulden



Ο Διόνυσος και η μαντική τέχνη & λατρεία-Τα νομίσματα της Αφύτου

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ (ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)


    Την Άφυτο πολλοί αρχαίοι συγγραφείς τη θεωρούν σπουδαία για το μαντείο του Άμμωνα Δία και το ναό του Διονύσου. Το Ιερό του Διονύσου, που συνδέεται χρονικά με την εγκατάσταση των Ευβοέων και την ανάπτυξη της Αφύτιος, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ξενοφώντα στα «Ελληνικά» του.


    Στις μέρες μας έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο ιερό, ως
ιερό του Άμμωνα Δία, παραλείποντας λανθασμένα και για λόγους συντομίας, τη δεύτερη θεότητα που λατρευόταν στη θέση αυτή. Η λατρεία, όμως, του Διονύσου στην Άφυτο, όπως παρατέθηκε στην παραπάνω πηγή, αποτελούσε τουλάχιστον μέχρι και το πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, την κυρίαρχη λατρεία του ιερού. Το κέντρο της λατρείας εντοπίστηκε σε μικρή απόσταση νότια του, κατά πολύ μεταγενέστερου, ναού του Άμμωνα, σε ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο ονομάσθηκε από τον ανασκαφέα του «σπήλαιο των νυμφών και του Διονύσου».


ΑΜΦΟΡΕΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΑΦΥΤΟΥ

    Η επιλογή ενός τέτοιου τοπίου, ως χώρου λατρείας του Διονύσου, σίγουρα δεν είναι τυχαία. Η πλούσια βλάστηση, καθώς και το υδάτινο στοιχείο, μπορούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να συνδεθούν με τη φύση του Διονύσου. Ο Διόνυσος με το προσωνύμιο «Δενδρίτης» λατρευόταν ως θεός της βλάστησης, των δένδρων και των ανθέων. Το νερό από την άλλη, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο στη λατρεία του Διονύσου και σχετίζεται περισσότερο με την επιφάνεια του θεού. Ο Διόνυσος συναντάται συχνά κατά τη μυθολογία, είτε να εμφανίζεται μέσα από το νερό, είτε να εξαφανίζεται μέσα σε αυτό. Το ίδιο το σπήλαιο, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενοι σταλαγμίτες, καθώς και ένα τεχνητό, ήδη από την αρχαία εποχή, κανάλι υδρομάστευσης, ήταν πλούσιο σε νερό, μέχρι και πρόσφατα . Τα σπήλαια, τέλος, με το μυστικισμό και την εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι ταιριάζουν απόλυτα στο μαινόμενο θεό. Άλλωστε, ο Διόνυσος απεικονιζόταν συχνά μέσα σε κάποιο σπήλαιο, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη μαρτυρία του Παυσανία ότι στη βόρεια Εύβοια, νησί το οποίο στην ουσία αποίκησε την Άφυτο, υπήρχε σπήλαιο, μέσα στο οποίο λατρευόταν ο Διόνυσος.



ΑΜΦΟΡΕΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΑΦΥΤΟΥ

    Τα πρωιμότερα ευρήματα από το χώρο αυτό ανάγονται στο δεύτερο μισό του 8ου π.Χ αιώνα , χρονικά παράλληλα δηλαδή με την άφιξη των Ευβοαίων στην περιοχή της Αφύτου. 
Μεταξύ των σημαντικότερων ευρημάτων που ανασύρθηκαν πλησίον της εισόδου του σπηλαίου, ήταν δύο εγχάρακτες αναθηματικές επιγραφές πάνω σε χείλη αγγείων, εκ των οποίων η πρώτη, χαραγμένη σε χείλος αττικού ερυθρόμορφου κωδωνόσχημου κρατήρα φέρει την επιγραφή «ΗΓΙΑΣ ΔΙ[ονύσωι]»,  ενώ η δεύτερη, πάνω στο χείλος αττικού μελανόμορφου ελικωτού κρατήρα, φέρει την επιγραφή [..]ΣΙ ΚΡΑΤΑΙΟΣ.
ΚΑΛΛΙΘΕΑ - ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

 Στο ίδιο σημείο βρέθηκε και ένα ειδώλιο Παπποσειληνού. Από την ευρύτερη περιοχή του ιερού έχουμε επίσης μία αφιερωματική επιγραφή στο Διόνυσο, χαραγμένη πάνω σε χείλος μελαμβαφούς κύλικας του 5ου π.Χ. αιώνα, στην οποία αναγράφεται το όνομα του θεού στη γενική [ΔΙ]ΟΝΥΣΟ. 

Τέλος, αξίζει ξεχωριστή μνεία η ανεύρεση μίας μαρμάρινης κεφαλής, μικρού μεγέθους, αγάλματος που από το σύνολο σχεδόν των ερευνητών αποδίδεται στο θεό του οίνου, και τοποθετείται στιλιστικά στον 4ο π.Χ. αιώνα .


Αρχαία ελληνική αναθηματική πλάξ του 4ου αι. π. Χ. στο ιερό της Ολυμπίας με προσφορά από την Άφυτο για να τιμηθεί νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες


Χωριστά πρέπει να αναφέρουμε ένα ενεπίγραφο τμήμα επίστεψης ενός μαρμάρινου αναθηματικού μνημείου, του δεύτερου μισού του 4ου πΧ αιώνα , το οποίο παρόλο που δεν βρέθηκε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του ιερού, εντούτοις η προέλευσή του από τη θέση αυτή είναι σίγουρη. Το μνημείο αυτό βρίσκεται σήμερα στην Ι.Μ Παντελεήμονος του Αγίου Όρους και μεταφέρθηκε εκεί, από το μετόχι που διατηρούσε η μονή στην Καλλιθέα . Διακρίνεται η επιγραφή : [.... υπέρ το]ϋ πατρός ίερητεύσαντος Διονύσωι.

    Η επιγραφή αυτή αποτελεί σημαντικότατο τεκμήριο της ύπαρξης ιερέως του Διονύσου, κάτι που είναι βέβαια, εν πολλοίς, αναμενόμενο. Από όλα αυτά τα προκείμενα ευρήματα που παρουσιάσθηκαν, επαληθεύτηκε και ανασκαφικά η κατά τα άλλα γνωστή και από τις πηγές, λατρεία του Διονύσου στην Άφυτο.

    Ο Διόνυσος είναι ο κρίκος που συνδέει τους χθόνιους θεούς, θεματοφύλακες των φυσικών μυστικών, με τον Απόλλωνα, ερμηνευτή των αποφάσεων των θεών… Το απολλώνειο ιερατείο ενθάρρυνε τη λατρεία του Διόνυσου ως "γιατρού" ή ως "παράγοντα υγείας", φροντίζοντας, όμως πάντα να υπονοείται πως μ'αυτά σύσταινε απλώς τη χρήση του κρασιού. 

Σύμφωνα με την αληθινή παράδοση, που η Πυθία προσποιούταν πως αγνοούσε, ο Διόνυσος είναι πραγματικά γιατρός όχι για το λόγο πως το κρασί έχει υγιεινές ιδιότητες, αλλά επειδή συμβολίζει τις χθόνιες δυνάμεις, επειδή σαν άγιος,συνεταίρος, και κληρονόμος της Γης γνωρίζει τις μυστικές πηγές της ζωής και του θανάτου. Σαν τέτοιος, διαθέτει επίσης τρόπους αποκαλυπτικούς, που προσιδιάζουν στη χθόνια μαντική: την έμπνευση και τα όνειρα…

Ανάγλυφο γλυπτό με τον Στάφυλο και τη θεά Δήμητρα (γλυπτοθήκη της Κοπεγχάγης)

Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως μαντείο του Διόνυσου είχαν και οι Σάτρες, λαός της Θράκης που πολλοί συγγραφείς τη θεωρούν πρωταρχική πατρίδα του θεού του κρασιού. "Οι Σάτρες έχουν ένα μαντείο του Διόνυσου, πάνω στο ψηλότερο βουνό της χώρας τους. Το ναό τον εξυπηρετούν οι Βησσοί και μια Πυθία δίνει τους χρησμούς, όπως στους Δελφούς και όχι λιγότερο διφορούμενους". 

Επίσηςο Αριστοτέλης αναφέρει "ένα άδυτο αφιερωμένο στο Διόνυσο στη χώρα των Λιγύρων της Θράκης, ιερό που έδινε και χρησμούς. Μόνο, πως αυτοί, που πρόκειται να προφητέψουν, πίνουν πολύ κρασί, όπως πίνουν νερό στην Κλάρο". Στην αρχαιότητα θεωρούσαν τους Θράκες ιδρυτές της λατρείας του Διόνυσου, που στη χώρα τους ονομαζόταν Βασσαρέας, Γίγωνας, Δύαλος, Σαβάζιος, Σάβος. 

Αυτή η λατρεία είχε ήδη οργιαστικό χαρακτήρα, οι τελετές διεξάγονταν μέσα σε θόρυβο και αταξία και κυρίως έπαιρναν μέρος σ' αυτές γυναίκες. Αυτές οι θορυβώδεις τελετές γίνονταν πάνω στα βουνά, τη νύχτα, στο φως των πυρσών. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως οι πιστοί, για να φτάσουν στον απαιτούμενο βαθμό εξάρσεως, δεν έπιναν μόνο κρασί, αλλά και όπιο. Κάτω από την επήρεια της μέθης, οι οπαδοί του θεού πίστευαν πως τον πλησίαζαν καιπως εξομοιώνονταν μ' αυτόν.


  •     Από τη Θράκη, η λατρεία του Διόνυσου είχε εισδύσει από παλαιότατα χρόνια στην Ελλάδα. Πώς έγινε αυτή η διείσδυση; Από την ξηρά, δια μέσου της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας, ή από τη θάλασσα, δια μέσου των νησιών του Αιγαίου. Στη Βοιωτία, η διονυσιακή θρησκεία αναπτύχθηκε καταπληκτικά γρήγορα. Ο θεός δεν είχε ναό μέσα στην ίδια την πόλη.

 Στις πλαγιές του Κιθαιρώνα γιορτάζονταν κάθε τρία χρόνια οι Τριετηρίδες. Αυτές οι τελετές γίνονταν τη νύχτα, στο φως των πυρσών. "Μόνο γυναίκες έπαιρναν μέρος σ' αυτές. Στεφανωμένες με κισσό, φορώντας προβιές μικρού ελαφιού, με ξέπλεκα μαλλιά, κραδαίνοντας θύρσους και χτυπώντας τύμπανα, παραδίνονταν πάνω στο βουνό σε χορούς και σε φρενιασμένα τρεξίματα, καλώντας το θεό με δυνατές κραυγές"... Μια άλλη γιορτή, που αναφερόταν στο θάνατο του θεού, διεξαγόταν κάθε δυο χρόνια. Τέλος, στους Δελφούς, μέσα στο ναό του Διόνυσου, οι Όσιοι τελούσαν μια μυστική γιορτή, που όμως δεν έχομε ακριβείς πληροφορίες γι αυτή.

    Ο χώρος ταυτίστηκε με το ιερό του Άμμωνος Διός, σύμφωνα με επιγραφή από μια μαρμάρινη λεκάνη που βρέθηκε κοντά στη γωνία του ναού και αναφέρεται σε λατρεία του Διός, από επιγραφή σε όστρακο που διασώζει τη λέξη δρον και το όνομα του θεού Άμμωνος. Επίσης, έξω από τη δυτική πλευρά του ναού, βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή αετού του 4ου αι. π.Χ.. Εκτός από τα παραπάνω, η λατρεία του θεού αποτυπώνεται και στα νομίσματα της Αφύτου.


  • Ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. η Άφυτις κόβει νόμισμα με κεφαλή Άρη στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο αετό που πετάει μέσα σε έγκοιλο τετράγωνο. Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αι. π. Χ. ξεκινούν τα νομίσματα με εμπροσθότυπο την κεφαλή του Άμμωνος Διός και οπισθότυπο έναν κάνθαρο με την επιγραφή ΑΦΥΤΑΙΩΝ. 

Σε έναν δεύτερο νομισματικό τύπο της ίδιας περιόδου, εμφανίζεται στον εμπροσθότυπο πάλι ο Άμμων Ζευς, στον οπισθότυπο όμως δυο αντωπά πτηνά, με αστράγαλο ανάμεσά τους και την επιγραφή ΑΦΥ. Ο οπισθότυπος αυτός με τα δυο αντωπά πτηνά, ίσως αετούς, παραλλάσσεται σε ένα άλλο νόμισμα, με κλαδιά όμως ανάμεσά τους και την επιγραφή ΑΦΥ. Μια τρίτη παραλλαγή αυτού του οπισθοτύπου, παριστάνει έναν αετό με την επιγραφή ΑΦΥ. Μετά το 187 π.Χ. η Άφυτος ξανακόβει νομίσματα με το γνωστό τύπο του Άμμωνος Διός στον εμπροσθότυπο και του αετού στον οπισθότυπο. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αφύτου υπάρχει μια πλήρης ενσωμάτωση της λατρείας στη νομισματοκοπία, καθώς η απεικόνιση του Άμμωνος στα νομίσματα συμπίπτει με την εισαγωγή της λατρείας του στην περιοχή, τη στιγμή που σε παλιότερες κοπές της πόλης των μέσων του 5ου αι. π. Χ., εμφανίζεται στον εμπροσθότυπο κεφαλή Άρη με κράνος και στον οπισθότυπο τέσσερα τσαμπιά σταφύλια σε έγκοιλο τετράγωνο, με την η επιγραφή ΑΦΥΤΑΙΟΝ. 

Μέσω των νομισματικών μαρτυριών τεκμηριώνεται η πορεία της λατρείας του Διονύσου στην περιοχή της Αφύτου. Ο Διόνυσος αποτελούσε την κυριότερη λατρεία της πόλης  μέχρι την εισαγωγή της λατρείας του Άμμωνα. Η λατρεία του Διονύσου συνυπήρξε για ένα διάστημα με τη νέα λατρεία, αλλά δεν μπόρεσε να την ανταγωνιστεί, με αποτέλεσμα να περιπέσει σε ελάσσονα λατρεία μέσα στο ίδιο της το ιερό.





Διονυσιακές παραστάσεις στα νομίσματα της Αφύτου

Στον οπισθότυπο των αργυρών τετρωβόλων που κόπηκαν μετά το 460 π.Χ, έχουμε, την απεικόνιση κλήματος, που φέρει τέσσερεις βότρυες εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμετρικά του τετραγώνου, διακρίνεται το εθνικό «ΑΦΥΤΑΙΟΝ». Το μοτίβο του οπισθότυπου βρίσκει σημαντικά παράλληλα στον οπισθότυπο των χρονικά παράλληλων τετραδράχμων της γειτονικής Μένδης, μοτίβο το οποίο και πιθανότατα δανείστηκαν οι Αφυταίοι για το νόμισμά τους . Παρόλα αυτά, η επιλογή ενός τέτοιου θέματος, σαφώς και δεν είναι τυχαία. Θεωρείται απίθανο να υιοθετήθηκε το μοτίβο αυτό, εάν η Άφυτος δεν παρήγαγε οίνο, κάτι που υποδηλώνεται εμμέσως από τις πηγές. Πιο συγκεκριμένα, ο Θεόφραστος  τον τέταρτο π.Χ αιώνα, μας πληροφορεί ότι στην Άφυτο επιχωρίαζε μία ιδιαίτερη ποικιλία αμπέλου, γνωστή με το όνομα «_φυτα_ος», της οποίας χαρακτηριστικό ήταν το ότι δεν κλαδευόταν πολύ με σκοπό να βλαστήσει περισσότερο.

ΝΟΜΙΣΜΑ ΜΕΝΔΗΣ

Η δεύτερη διονυσιακή παράσταση που έχουμε πάνω σε νομίσματα της Αφύτου εντοπίζεται στον οπισθότυπο πάλι, της μεγαλύτερης χάλκινης υποδιαίρεσης του πρώτου μισού του 4ου π.Χ αιώνα. Στον εμπροσθότυπο παριστάνεται όπως είδαμε η κεφαλή του κερασφόρου Άμμωνα Δία κατενώπιον, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε την παράσταση κανθάρου πλαισιωμένου από το εθνικό. Στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα είναι σαφώς πολύ πιο ξεκάθαρα.

Στο νόμισμα αυτό, στην ουσία απεικονίζεται τόσο γραφικά η συλλατρεία του Άμμωνα Δία με το Διόνυσο στο ιερό του Διονύσου στην Άφυτο. Χρονολογικά, τα υπό εξέταση νομίσματα έχουν κοπεί στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, λίγες μόνο δεκαετίες μετά την εισαγωγή στην Άφυτο της λατρείας του Άμμωνα, η οποία τοποθετείται στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, ενώ είναι τα πρώτα που φέρουν στον εμπροσθότυπό τους την κεφαλή του Άμμωνα Δία. 

Το συγκεκριμένο νόμισμα, συνεπώς, αποτελεί σταθμό στη νομισματοκοπία της πόλης, καθώς απεικονίζεται για πρώτη φορά ο Άμμωνας Δίας. Μετά την κοπή του εν λόγω νομίσματος, το Διονυσιακό στοιχείο εξαλείφεται σταδιακά από τα νομίσματα της Αφύτου και επικρατούν πλήρως τα σχετιζόμενα με τον Άμμωνα στοιχεία. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι κατά την πρόσκαιρη αναβίωση του νομίσματος της Αφύτου επί Φιλίππου Ε', απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στο Διόνυσο.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ

Η Άφυτις εξέδωσε για πρώτη φορά νομίσματα κατά τα μέσα του 5ου αιώνος π.Χ. Κυκλοφόρησαν χάλκινα κέρματα ως το 348 π.Χ., όταν η πόλη καταλήφθηκε από το Φίλιππο Β’. Οι εικονογραφικοί τύποι συνδέονται με την τοπική παράδοση και το φυσικό περιβάλλον. Απεικονίζεται ο Άμμων Ζευς, ο αετός, το σύμβολο του θεού, και κάνθαρος, που σχετίζεται με τη λατρεία του Διονύσου, αλλά και με την καλλιέργεια αμπέλου στην περιοχή. Σε μερικά από τα νομίσματα απεικονίζονται οι Ολύμπιοι θεοί,  Απόλλων και Άρης.


Βέβαια, δεν μπορεί να διευκρινιστεί με ακρίβεια η θέση του θεού Άρη στον εμπροσθότυπο των πρώιμων νομισμάτων, γεγονός που περιπλέκει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση. Ο Άρης σπάνια εικονίζεται στη νομισματική θεματολογία και η παρουσία του γεννά ερωτηματικά, καθώς δεν έχουμε στη διάθεσή μας κάποια πηγή, ή κάποιο άλλο στοιχείο πέραν των νομισματικών ενδείξεων, που να συσχετίζουν τη θεότητα με την Άφυτο. Βέβαια, με λίγη δόση ρίσκου θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι στα εν λόγω νομίσματα δεν απεικονίζεται ο θεός, αλλά ο μυθικός ιδρυτής της πόλης, ένα φαινόμενο που απαντάται συχνά στις πόλεις της Χαλκιδικής, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά της Αινείας και της Σκιώνης.


Χάλκινη υποδιαίρεση Αφύτου 1ο μισό 4ου π.Χ. Έμπροσθεν κερασφόρος κεφαλή Άμμωνος Διός, σε τρία τέταρτα προς τα αριστερά. Όπισθεν κάνθαρος περιστοιχισμένος από την επιγραφή «ΑΦΥΤΑΙΩΝ».



Αργυρό τετρώβολο Αφύτου (Περίπου 450 π.Χ.) Έμπροσθεν κεφαλή γενειοφόρου Άρεως που φοράει κράνος, προς τα δεξιά. Όπισθεν κλήμα με τέσσερα τσαμπιά σταφυλιού μέσα σε γραμμικό τετράγωνο. Φέρει επιγραφή ΑΦΥ|ΤΑ|ΙΟ|Ν. Όλος ο οπισθότυπος βρίσκεται σε έγκοιλο τετράγωνο.



Χάλκινο νομισμα Αφύτου (400-358 π.Χ.) Έμπροσθεν κεφαλή Απόλλωνος Καρνείου. Όπισθεν αετός με φίδι. Φέρει επιγραφή ΑΦΥ.


Χάλκινο νομισμα Αφύτου (Περίπου 187 π.Χ.) Έμπροσθεν κεφαλή Άμμωνος Διός. Όπισθεν δύο αετοί αντικρυστά. Φέρει επιγραφή ΑΦΥ



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΑ :

Ιουλία Βοκοτοπούλου - Αρχαιολόγος
Ιωακείμ Παπάγγελος - Αρχαιολόγος
Κωνσταντίνος Σισμανίδης - Αρχαιολόγος
Μπετίνα Τσιγαρίδα - Αρχαιολόγος
Βάσω Μισαηλίδου-Δεσποτίδου - Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ
Δημήτριος Γεροθανάσης - Αρχαιολόγος (Διατριβή)

ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Βαγγέλης Κατσαρίνης - Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου

Ο Θηβαίος μάντης Μόψος και ο Θεσσαλός Μόψος



Ο Μόψος, που πιστεύεται πως είναι εκείνος που νίκησε σε μαντικό αγώνα τον Κάλχα, ταξίδεψε στη Μικρά Ασία, ίδρυσε το μαντείο της Κλάρου και έφτασε ως την Κιλικία. Θεωρείται ιδρυτής της πόλης Μοψουεστία, αναφέρεται σε χεττιτική επιγραφή του 8ου αιώνα π.X. και σχετίζεται με την καταγωγή των βασιλέων-μάντεων της Πάφου στην Κύπρο. Μαζί με το Μόψο αναφέρονται συχνά ο Αμφίλοχος και ο Αμφιάραος, που τιμούνται ως ήρωες και συνιδρυτές του μαντείου στη Μόλλο της Κιλικίας.





Καταγωγή Ο Μόψος θεωρείται γιος της Θηβαίας ιέρειας Μαντώς, που είχε προφητικές ικανότητες, κόρης του μάντη Τειρεσία (Στρ. 9.522). Και στον Μόψο, όπως και σε άλλους ήρωες, αποδίδονται δύο πατεράδες, ένας θεϊκός και ένας θνητός. Οι αρχαιότεροι συγγραφείς αναφέρουν τον Απόλλωνα ως θεϊκό πατέρα, με τον οποίο και το μαντείο του στους Δελφούς ούτως ή άλλως σχετίζεται μυθολογικά η μητέρα του Μαντώ, είτε γιατί κατέφυγε στους Δελφούς πριν οι Επίγονοι κυριεύσουν τη γενέθλια πόλη της ή γιατί αφιερώθηκε στον θεό από τους ίδιους τους κατακτητές. Η καταγωγή αυτή εντάσσει τον Μόψο στη μεγάλη οικογένεια των μάντεων, μάντης ο ίδιος από μητέρα, πατέρα και παππού.

Θνητός πατέρας του είναι ο Μυκηναίος Ράκιος τον οποίο η Μαντώ γνώρισε στους Δελφούς και με τον οποίο έφυγε για την Κλάρο· ή ο κρητικός Ράκιος που η Μαντώ συνάντησε στην περιοχή της Κλάρου και στον οποίο την οδήγησαν Κρήτες πειρατές που την απήγαγαν στον δρόμο για την Κλάρο. Λεγόταν ότι ο Μόψος απέκτησε τρεις κόρες, τη Ρόδο, τη Μηλιάδα και την Παμφυλία, η οποία ενίοτε αναφέρεται και ως αδελφή του. Δεν είναι γνωστό το όνομα της μητέρας των παιδιών του.

ΜΑΝΤΩ

Η Μαντώ

Η Μαντώ ήταν κόρη του περίφημου μάντη της Θήβας Τειρεσία, αδελφή της Ιστορίδος. Το όνομα της μητέρας τους δεν είναι γνωστό. Παιδιά της από τον Αλκμαίωνα θεωρούνταν ο Αμφίλοχος ο νεότερος και η Τισιφόνη, ο μάντης Μόψος από τον κρητικό Ράκιο ή από τον ίδιο τον θεό της μαντικής Απόλλωνα, και η Παμφυλία.
Η Μαντώ ήταν, όπως μαρτυρεί και το όνομά της, προικισμένη με το χάρισμα της μαντικής τέχνης που είχε και ο πατέρας της. Αρχικά ζούσε στη Θήβα, ιέρεια του Απόλλωνα Ισμηνίου, στο ιερό του οποίου στη

Θήβα σωζόταν την εποχή του Παυσανία ο λίθινος δίφρος της Μαντώς, ακριβώς μπροστά από τον ναό (Παυσ. 9.10.3. ). Ήταν συνοδός του τυφλού πατέρα της, ρόλο που τον κράτησε μέχρι τον θάνατο του μάντη στην Αλίαρτο μετά την άλωση της Θήβας από τους Επιγόνους, τους μυθικούς γιους των Επτά επί Θήβας, οι οποίοι δέκα χρόνια μετά την ήττα των πατέρων τους, επιτέθηκαν στη Θήβα για να εκδικηθούν τοn θάνατό τους.
 Πρόκειται για τους Αιγιαλέα, Θέρσανδρο, Διομήδη, Σθένελο, Πρόμαχο, Ευρύαλο, Αμφίλοχο και Αλκμέωνα. Νίκησαν τους Θηβαίους και λεηλάτησαν την πόλη. Πριν ακόμη οι Αργείοι καταλάβουν την πόλη, είχαν υποσχεθεί στον Απόλλωνα να του αφιερώσουν τα καλύτερα λάφυρα.

Η Μαντώ, μαζί με άλλους Θηβαίους αιχμαλώτους, θεωρήθηκε κάτι το ξεχωριστό, γι' αυτό και την οδήγησαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου υπηρέτησε ως ιέρεια και μάντισσα. Ο Διόδωρος Σικελιώτης την αναφέρει ως Δάφνη και Σίβυλλα, χαρακτηρίζοντάς την εξαίρετη μάντισσα. Προσθέτει επίσης ότι πολλούς από τους χρησμούς της χρησιμοποίησε στην ποίησή του ο Όμηρος -παρ᾽ ἧς φασι καὶ τὸν ποιητὴν Ὅμηρον πολλὰ τῶν ἐπῶν σφετερισάμενον κοσμῆσαι τὴν ἰδίαν ποίησιν (Διόδ. Σ. 4.66.5-6.).
Οι παραδόσεις θέλουν τη Μαντώ να αναχωρεί για την Κολοφώνα της Μ. Ασίας είτε ύστερα από γάμο είτε οδηγώντας Θηβαίους αιχμαλώτους. Και στις δύο περιπτώσεις στον μύθο της εμπλέκεται και το κρητικό στοιχείο. Πιο συγκεκριμένα οι δύο παραδόσεις αφηγούνται τα εξής:

  • 1. Η Μαντώ πήρε χρησμό να νυμφευτεί τον πρώτο άντρα που θα συναντούσε βγαίνοντας από τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αυτός ήταν ο Μυκηναίος ή Κρητικός Ράκιος, τον οποίο και ακολούθησε στην Κολοφώνα.6
  • 2. Η Μαντώ πήρε χρησμό να οδηγήσει τους Θηβαίους αιχμαλώτους από τους Δελφούς στα μικρασιατικά παράλια, στην περιοχή της Κολοφώνας. Όταν έφθασαν κοντά στην Κλάρο, τους συνέλαβαν Κρήτες που είχαν ιδρύσει εκεί δική τους αποικία και τους οδήγησαν στον αρχηγό τους, τον Ράκιο. Ο τελευταίος δέχτηκε να εγκαταστήσει στην περιοχή τους εξόριστους Θηβαίους και νυμφεύτηκε τη Μαντώ. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο μάντης Μόψος, αν και σύμφωνα με άλλους αρχαίους συγγραφείς πατέρας του Μόψου ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας, και η Παμφυλία - για την κόρη αυτή μαρτυρεί ο Στέφανος Βυζάντιος αιτιολογώντας το όνομα της ομώνυμης χώρας στα σύνορα με την Ισαυρία (Εθνικά, λ. Παμφυλία). Ο μύθος θέλει τη Μαντώ να ιδρύει το περίφημο μαντικό ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο.



Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στην Κλάρο


Κολοφώνιοι δὲ τὸ μὲν ἱερὸν τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ μαντεῖον ἐκ παλαιοτάτου γενέσθαι νομίζουσιν· ἐχόντων δὲ ἔτι τὴν γῆν Καρῶν ἀφικέσθαι φασὶν ἐς αὐτὴν πρώτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κρῆτας, Ῥάκιον καὶ ὅσον εἵπετο ἄλλο τῷ Ῥακίῳ [καὶ ὅσον τι] πλῆθος, ἔχον τὰ ἐπὶ θαλάσσῃ καὶ ναυσὶν ἰσχῦον· τῆς δὲ χώρας τὴν πολλὴν ἐνέμοντο ἔτι οἱ Κᾶρες. Θερσάνδρου δὲ τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἀργείων ἑλόντων Θήβας [καὶ] ἄλλοι τε αἰχμάλωτοι καὶ ἡ Μαντὼ τῷ Ἀπόλλωνι ἐκομίσθησαν ἐς Δελφούς· Τειρεσίαν δὲ κατὰ τὴν πορείαν τὸ χρεὼν ἐπέλαβεν ἐν τῇ Ἁλιαρτίᾳ. ἐκπέμψαντος δὲ σφᾶς ἐς ἀποικίαν τοῦ θεοῦ, περαιοῦνται ναυσὶν ἐς τὴν Ἀσίαν, καὶ ὡς κατὰ τὴν Κλάρον ἐγένοντο, ἐπεξίασιν αὐτοῖς οἱ Κρῆτες μετὰ ὅπλων καὶ ἀνάγουσιν ὡς τὸν Ῥάκιον· ὁ δὲ-μανθάνει γὰρ παρὰ τῆς Μαντοῦς οἵτινές τε ἀνθρώπων ὄντες καὶ κατὰ αἰτίαν ἥντινα ἥκουσι- λαμβάνει μὲν γυναῖκα τὴν Μαντώ, ποιεῖται δὲ καὶ τοὺς σὺν αὐτῇ συνοίκους. (Παυσ. 7.3.1.1 -7.3.2.8)

[Οι Κολοφώνιοι πιστεύουν ότι το ιερό και το μαντείο στην Κλάρο ιδρύθηκαν στα πολύ παλιά χρόνια. Ισχυρίζονται ότι, όταν ακόμη είχαν έρθει στη χώρα οι Κάρες, οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν εκεί ήταν Κρήτες με αρχηγό τον Ράκιο που τον ακολουθούσε και άλλο μεγάλο πλήθος. Αυτοί κατέλαβαν τα παραθαλάσσια και είχαν ισχυρό στόλο. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εξακολουθούσαν να το κατέχουν οι Κάρες. Όταν ο Θέρσανδρος, ο γιος του Πολυνείκη, και οι Αργείοι κατέλαβαν τη Θήβα, μεταξύ των άλλων αιχμαλώτων που έφεραν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ήταν και η Μαντώ. Τον Τειρεσία τον βρήκε ο θάνατος κατά την πορεία στην Αλιαρτία. Και όταν ο θεός τους έστειλε μακριά να ιδρύσουν αποικία, διαπεραιώθηκαν με τα πλοία στην Ασία, αλλά όταν ήρθαν στην Κλάρο, οι Κρήτες τους επιτέθηκαν με όπλα και τους οδήγησαν στον Ράκιο. Αυτός, μαθαίνοντας από τη Μαντώ ποιοι είναι και γιατί είχαν έρθει, πήρε για γυναίκα του τη Μαντώ και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη χώρα του και να συγκατοικήσουν.]


Λεγόταν μάλιστα ότι η Κλάρος πήρε το όνομά της από το κλάμα της Μαντώς για τη χαμένη της πατρίδα Θήβα ή από τα κλαριά, μια και η έδρα του Απόλλωνα λεγόταν ἀμπελόσεσσα Κλάρος παραπέμποντας έτσι σε δενδρολατρεία. Υπήρχε και κρήνη, για την οποία διηγούνταν ότι είχε δημιουργηθεί από τα δάκρυά της και η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μαντεία. Μια πιο ρεαλιστική αφήγηση θέλει το νερό της κρήνης να σχηματίζεται από σταλακτίτες που έσταζαν, μια και ο χώρος άσκησης της μαντικής ήταν υπόγειος θόλος. Από αυτό όποιος έπινε γινόταν ένθεος και θεσπιωδός, αποκτούσε δηλαδή μαντικές ικανότητες και έδινε έμμετρους χρησμούς· όμως πλήρωνε βαρύ τίμημα, γιατί η ζωή του γινόταν πιο σύντομη (Πλ., Nat. Hist. 2.232, Τάκ., Ann. 54).

Κορινθιακή παραλλαγή του μύθου της, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αποικιακής πολιτικής της Κορίνθου, θέλει τη Μαντώ μετά την άλωση της Θήβας να νυμφεύεται τον ηγέτη των Επιγόνων Αλκμαίωνα, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Αμφίλοχο (άλλος από τον ομώνυμο ομηρικό ήρωα) και την εξαιρετικής ομορφιάς Τισιφόνη. Ο Αλκμαίων εμπιστεύτηκε την ανατροφή των παιδιών του στο βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα.

Ο Βιργίλιος πάλι θέλει τη Μαντώ να καταφεύγει μετά την άλωση της Θήβας στην Ιταλία. Εκεί απέκτησε από τον ποταμό Τίβερη ένα γιο, τον Άοκνο ή Όκνο (λατιν. Aucnus ή Ocnus), ο οποίος ίδρυσε στην Ιταλία την πόλη Μάντουα, προς τιμή της μητέρας του (Αιν. 198 κ.ε.). Είναι όμως αβέβαιο αν η Μαντώ που έδρασε στην Ιταλία ταυτίζεται με την κόρη του Τειρεσία, αν τελικά πρόκειται για μία ή για δύο διαφορετικές μορφές της μυθολογίας.


Μόψος και Κάλχας: Η διαμάχη για τη μαντική

Σύμφωνα με μια προφητεία, ίσως από τον Έλενο, ο Κάλχας θα πέθαινε αν θα συναντούσε μάντη ανώτερό του. Ο Κάλχας βρέθηκε στην Κλάρο, ή στην Κολοφώνα, μετά την καταστροφή της Τροίας. Εκεί συνάντησε τον Μόψο, και σύμφωνα με τον Ησίοδο, τον ρώτησε πόσα σύκα είχε μια αγριοσυκιά που φύτρωνε εκεί. Εκείνος απάντησε «δέκα χιλιάδες», δίνοντας και το βάρος τους σε μεδίμνους παρά ένα σύκο που διευκρίνισε ότι δεν το συνυπολόγισε για να βγει ακριβής η μέτρηση.

Ο Φερεκύδης παραδίδει ότι η ερώτηση δεν αφορούσε αγριοσυκιά αλλά μια έγκυο γουρούνα, για την οποία ο Κάλχας είπε ότι κυοφορούσε οκτώ μικρά, όλα αρσενικά και ότι θα γεννούσε την έκτη ώρα της επόμενης μέρας. Ο Μόψος ήταν εκείνος που έδωσε τη σωστή απάντηση λέγοντας ότι το ζώο κυοφορούσε εννέα γουρουνάκια, από τα οποία το ένα ήταν θηλυκό. Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, άλλοι συγγραφείς συνδέουν τις δύο αυτές παραδόσεις.

Ο Απολλόδωρος, για παράδειγμα, αναφέρει ότι ο Κάλχας ρώτησε το Μόψο για τα σύκα και ο Μόψος τον Κάλχαντα για τη γουρούνα. Ο Μόψος πέτυχε τη σωστή απάντηση, ενώ ο Κάλχας έχασε και πέθανε από θλίψη. Ο Κόνων συμφωνεί ότι η διαφωνία ξεκίνησε στην Κολοφώνα, αλλά προτείνει ένα διαφορετικό τέλος, το οποίο έγινε στη Λυκία. Λέει λοιπόν ότι ο τοπικός βασιλιάς Αμφίμαχος της Λυκίας ρώτησε τους δύο μάντεις για την έκβαση της στρατιωτικής εκστρατείας που σχεδίαζε. Ο Κάλχας πρόβλεψε μια λαμπρή νίκη, ενώ ο Μόψος προσπάθησε να αποτρέψει το βασιλιά από το εγχείρημα αυτό. Ο Αμφίμαχος νικήθηκε, η φήμη του Μόψου εξαπλώθηκε, ενώ ο Κάλχας αυτοκτόνησε από απελπισία. Τέλος, ο Στράβων μαρτυρεί ότι ο Σοφοκλής στη διεκδίκηση της Ελένης τοποθετούσε τη μονομαχία στην Κιλικία.

Νόμισμα από την πόλη Μαλλό της Κιλικίας, περίπου 425-385 π.Χ. Στη μια όψη εικονίζεται ανδρική μορφή με φτερά κρατώντας ηλιακό δίσκο και στην άλλη κύκνος, σύμβολο της Αστάρτης-Αφροδίτης


Μόψος ο οικιστής: Η διαμάχη για την εξουσία


Ο Μόψος αναφέρεται ως οικιστής πόλεων κυρίως στη νότια Μικρά Ασία. Της Κολοφώνας πρωτίστως, απ' όπου εκδίωξε καταρχάς τους ντόπιους Κάρες. Μετά τη νίκη του επί του Κάλχαντα και τον θάνατο του μάντη, ο Μόψος οδήγησε στην Παμφυλία αυτούς που είχαν αποχωρήσει μαζί με τον Κάλχαντα από την Τροία μετά την άλωσή της και τον ακολουθούσαν. Κάποιοι έμειναν εκεί, άλλοι, ακολουθώντας τον Μόψο, διέσχισαν το όρος Ταύρος και εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία, τη Συρία και τη Φοινίκη. 




Στην περιοχή της Κιλικίας, ο Μόψος ίδρυσε τη Μαλλό από κοινού με τον Αμφίλοχο, γιο του Αμφιάραου, που προηγουμένως είχε ακολουθήσει τον Κάλχαντα.

Νόμισμα από την πόλη Μαλλό της Κιλικίας, περίπου 385-333 π.Χ. Στη μια όψη εικονίζεται η Αθηνά και στην άλλη κύκνος, σύμβολο της Αστάρτης-Αφροδίτης.

Σε αυτόν έμεινε η εξουσία όταν ο Αμφίλοχος έφυγε για να επιστρέψει στην πατρίδα του και αρνήθηκε να τη μοιραστεί όταν ο Αμφίλοχος επέστρεψε στη Μαλλό. Ακολούθησε μονομαχία στην οποία πέθαναν και οι δύο. Πηγές αναφέρουν ότι ο τάφος του Μόψου βρισκόταν κοντά στην κιλικική πόλη Μάγαρσο, κοντά στον ποταμό Πύραμο. Όχι μακριά από εκεί, ούτε όμως και σε άμεση θέα, βρίσκεται ο τάφος του Αμφιλόχου.

Νόμισμα από την πόλη Μόψο της Κιλικίας περίπου 2ος-1ος αι. π.Χ. Στην πρόσθια όψη εικονίζεται ο Δίας και στην άλλη κυκλικός βωμός στηριγμένος σε πόδια.

Όπως για πολλούς περιπλανώμενους ήρωες, οι αρχαίοι πίστευαν ότι και ο Μόψος, στον δρόμο προς τη Μαλλό, είχε ιδρύσει πολλές πόλεις. Ο Στράβωνας και ο Θεόπομπος αναφέρουν την κιλικική πόλη Μοψουεστία (=σπίτι ή ναός του Μόψου), από την οποία νομίσματα του 1ου αι. π.Χ. έφεραν παράσταση του Μόψου και ενός ναού. Ο Πλίνιος λέει ότι ολόκληρη η Παμφυλία (ίσως από την κόρη του Μόψου Παμφυλία) είχε ονομαστεί κάποτε Μοψοπία. Ο Θεόπομπος παραδίδει ότι η πόλη της Ρόδου πήρε το όνομα της μίας από τις τρεις κόρες του. Οι ιστορικοί Αθήναιος και Πομπώνιος Μέλας αναφέρουν τον διάσημο μάντη ως οικιστή της Φασήλιδος.
Ίδμων και Μόψος.Cantagallina, Remigio, 1608, χαλκογραφία. Οι δύο μάντεις καθοδηγούνται από τον Απόλλωνα κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1861,0713.1480 © The Trustees of the British Museum


Μόψος και Μόψος
Συχνά ο Θηβαίος Μόψος συγχέεται με τον Θεσσαλό μάντη Μόψο που πήρε μέρος στα άθλα επί Πελία, στην Αργοναυτική εκστρατεία, στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, αν και ο τελευταίος θεωρείται γιος του Άμπυκου και συνήθως αναφέρεται ως Λαπίθης. 


Ο Μόψος, τρίτος από αριστερά, στο κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου. Μελανόμορφη κύλικα των αγγειοπλαστών Αρχικλή και Γλαυκύτη, περίπου 540 π.Χ. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen

Ίδμων και Μόψος. Μετά τον Cantagallina, Remigio, χαλκογραφία περίπου 1664. Οι δύο μάντεις καθοδηγούνται από τον Απόλλωνα κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, 2012.136.527.18

Ο αργοναύτης Μόψος παραδίδεται ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Λιβύη από τσίμπημα φιδιού. Είναι ο επώνυμος ήρωας της πόλης Μόψιον στους δυτικούς πρόποδες της Όσσας. Ρωμαϊκές πηγές επεσήμαιναν τις εθνικές, γενεαλογικές και χρονολογικές διαφορές μεταξύ των δύο ομώνυμων ηρώων και μάντεων, ωστόσο δεν είναι απίθανο να μην ήταν σαφώς διαχωρισμένοι πριν από τον 5ο αι. π.Χ. Πάντως, η σύγχυση οφείλεται στις παράλληλες δράσεις των δύο ανδρών: και οι δυο μάντεις, και οι δυο ήρωες συμμέτοχοι σε εκστρατείες, και οι δυο οικιστές.


Νόμισμα από το Μόψιον, Θεσσαλία Πρόσθια όψη: Κεφαλὴ Διός. Οπίσθια όψη: Ο Μόψος ο Λαπίθης, ετοιμάζεται να χτυπήσει Κένταυρο που ετοιμάζεται να τον πλήξει με έναν βράχο. περίπου 350 π.Χ

Τρόποι μαντείας στο ιερό της Δωδώνης

...Το Ιερό της Δωδώνης ανεδείχθη, εκτός από πανελλήνιο θρησκευτικό Ιερό, και ως το πολιτικό κέντρο των Ηπειρωτικών φύλων. Όπως απέδειξαν οι ανασκαφές, τα δυο σύγχρονα αυτά κτίρια, του τέλους του 4ου αι. π.Χ., συμπλήρωναν το ένα τις λειτουργίες του άλλου. Στο Βουλευτήριο συνεδρίαζαν οι εκπρόσωποι του Κοινού των Ηπειρωτών. Στο Πρυτανείο γίνονταν οι επίσημες τελετές και διέμεναν οι επικεφαλείς των Ηπειρωτικών φύλων (πρυτάνεις και επώνυμοι άρχοντες)...


μη του κόσμου» τα ερωτήματα των χρησμών της Δωδώνης



Ερωτήματα που ζητούσαν την απάντηση-χρησμό του Μαντείου της Δωδώνης, για θέματα πολιτικά ή θρησκευτικά, οικογενειακά, υγείας, επαγγελματικά, μετακίνησης, ιδιοκτησίας, αναγράφονται στα μολύβδινα ελάσματα, τις μικρές πινακίδες που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα στο χώρο του Μαντείου της Δωδώνης και αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων.

Το μεγαλύτερο μέρος των μοναδικών αυθεντικών ελασμάτων της Δωδώνης φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων Κωνσταντίνος Σουέρεφ, ο οποίος επισημαίνει πως γίνονται οι απαραίτητες διαδικασίες, προκειμένου αυτή η κληρονομιά να ενταχθεί στη λίστα της UNESCO, στη «μνήμη του κόσμου».

 Μολύβδινη πινακίδα.-Βρέθηκε στη Δωδώνη, στο μαντείο του Διός. Περί το 525-500 π.Χ.-Έκδ. Δ. Ευαγγελίδης, ΠΑΕ 1931, 89, 1. M. Guarducci, Lʼ Epigrafia Greca dalle origini al tardo impero, Roma 1987, 295-296.

hέρμõν τίνα

κα θεõν ποτθέμ-

ενος γενεά ϝ-

οι γένοιτο ἐκ Κ-

ρεταίας ὀνά- [5]

σιμος πὸτ τᾶι ἐ-

άσσαι;


(Φιλ. μεταγρ.) Ἕρμων τίνα | κα θεῶν ποτθέμ|ενος γενεά | οἱ γένοιτο ἐκ Κ|ρηταίας ὀνά|σιμος πὸτ τᾷ ἐ|άσᾳ;
Ο Έρμων (ερωτά)· ποιόν θεό εάν έχει ως προστάτη θα αποκτήσει από την Κρηταία τέκνο χρήσιμο, εκτός απʼ αυτό που ήδη έχει;
 ποτθέμενος = (Αττ.) προσθέμενος. | ἐάσσαι (δοτική) = (Αττ.) οὔσῃ. | ὀνάσιμος = ὀνήσιμος.

Τα ελάσματα των χρησμών, πάνω στα οποία διαβάζονται συνολικά 4.216 επιγραφές, χρονολογούνται με βάση τη γραφή από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Είναι συνήθως μικρά τμήματα λίγων εκατοστών από μόλυβδο, τα οποία κατά κανόνα χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές


Το μέγεθος των γραμμάτων δεν ξεπερνά το 1-1,5 χιλιοστό, ενώ τα ερωτήματα είναι γραμμένα σε ποικίλες αλφαβήτους και διαλέκτους, καθώς στο Μαντείο έφταναν άνθρωποι από πολλές περιοχές, από τις Συρακούσες και τον Τάραντα, τη Βοιωτία, την Αθήνα, την Κόρινθο.

Οι προσκυνητές του Μαντείου έγραφαν στη μία όψη του μολύβδινου ελάσματος και στη συνέχεια το δίπλωναν ή το τύλιγαν, κλείνοντας το ερώτημα στο εσωτερικό του. Ως προς το θέμα τους, τα ερωτήματα διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά.
Τα δημόσια ερωτήματα είναι σχετικά λίγα, τίθενται κυρίως από πόλεις και αφορούν συνήθως πολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα.
Τα περισσότερα ιδιωτικά ερωτήματα τίθενται κυρίως από άνδρες, σπανιότερα από γυναίκες ή ζευγάρια, και αφορούν ζητήματα που σε όλες τις εποχές απασχολούν τους ανθρώπους και προκαλούν άγχος, όπως θέματα οικογενειακά, υγείας, επαγγελματικά, μετακίνησης, ιδιοκτησίας.
Για παράδειγμα, στις ερωτήσεις αναφορικά με το γυναικείο φύλο, ο ερωτών ζητά να μάθει εάν θα ωφεληθεί με το γάμο ή εάν θα πάρει την απαιτούμενη προίκα.
Η αποκατάσταση των θυγατέρων ήταν βασικό μέλημα ενός πατέρα. Συχνές είναι και οι ερωτήσεις που ο ενδιαφερόμενος αναρωτιέται εάν θα έχει παιδιά από μία συγκεκριμένη γυναίκα ή σε ποιον θεό θα πρέπει να προσευχηθεί για να αποκτήσει.


 Στον κύκλο των επαγγελματικών ενασχολήσεων, περιγράφονται δραστηριότητες, όπως η καλλιέργεια της γης, η αλιεία, η κτηνοτροφία, το εμπόριο, καθώς και η αλλαγή επαγγέλματος.

Μολύβδινο ενεπίγραφο πινάκιον 350-300 π.Χ. Δωδώνη 


Μία από τις παλαιότερες ερωτήσεις του Μαντείου, γραμμένη σε κορινθιακό αλφάβητο, που τοποθετείται στο τέλος του 6ου αι. π.Χ., είναι εκείνη που κάνει ο Έρμων. Ερωτά σε ποιον Θεό πρέπει να προσευχηθεί, προκειμένου να αποκτήσει χρήσιμα τέκνα από τη σύζυγό του, Κρηταία.
 Σε ένα άλλο μολύβδινο πινάκιο, κατά τους 4ο-3ο αι. π.Χ., οι κάτοικοι της Δωδώνης ρωτούν εάν η βαρυχειμωνιά οφείλεται σε κάποιο παράπτωμα.

Αναπαράσταση Ιεράς Οικίας στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. 



Μία Χαλκή πινακίδα που χρονολογείται  περί το 375 π.Χ. Βρέθηκε στη Δωδώνη, στο μαντείο του Διός και αναφέρει -(K. Karapanos, Dodone et ses ruines, Paris 1878, 80, 21· πίν. 38,1. Syll.3 1165. M. Guarducci, Lʼ Epigrafia Greca dalle origini al tardo impero, Roma 1987, 296-297.)

όψη Α· αριστερά: πὲρ προβα- δεξιά: Κ(λεού)τ(ας) τείας.



όψη Β: ἐρουτᾶι Κλεούτα‹ς› τὸν Δία καὶ τὰν Διώναν αἴ ἐστι αὐτοῖ προβατεύοντι ὄναιον καὶ ὠφέλιμον.

όψη Α· αριστερά: περί εκτροφής προβάτων δεξιά: Κλεώτας
όψη Β: Ερωτά ο Κλεώτας τον Δία και τη Διώνη εάν θα είναι καλό και ωφέλιμο γιʼαυτόν να έχει πρόβατα.
πὲρ = περί. | ἐρουτᾶι = ἐρωτᾷ. | αὐτοῖ = αὐτῶι.


Οι ειδικοί επισημαίνουν πως η αξία των ελασμάτων έγκειται στη μοναδικότητα του αυθεντικού, πρωτογενούς υλικού, το οποίο αποτελεί πολύ σημαντική συμβολή στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, η οποία υποφέρει από την έλλειψη γραπτών πηγών.

Μάλιστα, ο κ. Σουέρεφ δηλώνει: «Πιστεύω ότι έφτασε η ώρα, με την υποστήριξη και της επιστημονικής κοινότητας, να κινηθεί η δέουσα διαδικασία, ώστε να ενταχθεί το σύνολο των ενεπίγραφων χρησμοδοτικών ελασμάτων της Δωδώνης, στην πολιτιστική κληρονομιά της Οικούμενης, στην UNESCO, στη «μνήμη του κόσμου»».


Το Μαντείο της Δωδώνης 

Τα πρώτα πινάκια των χρησμών βρέθηκαν από τον Αρτινό αρχαιολόγο και πολιτικό Κωνσταντίνο Καραπάνο την περίοδο 1876-77.
Πολλά από τα ελάσματα που ήρθαν στο φως δημοσιεύτηκαν από τον ίδιο στο Παρίσι, το 1878, στο έργο του με τίτλο Dodone et ses ruines – Η Δωδώνη και τα ερείπιά της.


Ο κύριος όγκος των ελασμάτων, τα οποία σώζονται σήμερα, ήρθε στο φως κατά τις συστηματικές ανασκαφές του Δημήτριου Ευαγγελίδη τα έτη 1929-1935 και 1952-1959, ανασκαφές που μετά το θάνατό του συνεχίστηκαν από τον συνεργάτη του, Σωτήρη Δάκαρη.

Αναπαράσταση της Δωδώνης κατά τον 3ο  αιώνα  π.Χ.


Το 2006, ο Eric Lhôte δημοσίευσε σημαντικό αριθμό ελασμάτων στο βιβλίο με τίτλο Les lamelles oraculaires de Dodone – Τα ελάσματα των χρησμών στη Δωδώνη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Σ. Δάκαρης σχεδίασε την έκδοση του συνόλου των ελασμάτων που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Ευαγγελίδη και τις δικές του. Η έκδοση κυκλοφόρησε το 2013 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία σε δύο τόμους υπό τον τίτλο Τα χρηστήρια ελάσματα της Δωδώνης των ανασκαφών Δ. Ευαγγελίδη και περιλαμβάνει τα ελάσματα που αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές των ετών 1929-1932 και 1935. -ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ /www.archaiologia.gr

Μυστήρια που περιβάλλουν το μαντείο της Δωδώνης



Μυστήρια που περιβάλλουν το μαντείο της Δωδώνης. Είναι αλήθεια ότι το ιερό μαντείο της Δωδώνης κρύβει πολλά μυστικά. Άλλα εξ αυτών έχουν αποκαλυφθεί και άλλα όχι. Γιατί, όμως, οι θνητοί που πήγαιναν να ζητήσουν χρησμό έπρεπε να είχαν κάνει νηστεία επί  τρεις μέρες, να είχαν καθαριστεί στην πηγή της Δωδώνης και να είχαν χαράξει την παράκλησή τους σε μια πλάκα από μόλυβδο.Ταξιδεύοντας κανείς στην ιστορική Ήπειρο, δεκαοκτώ χιλιόμετρα απ’ τα Ιωάννινα, στους πρόποδες του βουνού Τόμαρος, θα δει ότι βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλεως Δωδώνης.
  
Μέχρι το 1876 θεωρείται ότι  η τοποθεσία της Δωδώνης, της περίφημης για το μαντείο της, δεν ήταν ίσως σε όλους γνωστή, γιατί οι Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι και ιστοριογράφοι την τοποθετούσαν σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Στη σημερινή θέση της νόμιζαν ότι βρισκόταν η αρχαία πόλη της Πασσαρώνας, η πρωτεύουσα τη Μολοσσίας.

Ναός στον χώρο του ιερού της Δωδώνης. Η ιερή δρυς γύρω από την οποία αναπτύχθηκε το μαντείο της Δωδώνης. Τυπογραφική έκδοση του  1661 δείχνει  φανταστική θεώρηση βασισμένη σε αρχαίους συγγραφείς 


Ωστόσο, από τις ανασκαφές όμως που έγιναν εκεί, για πρώτη φορά στα 1878 από τον Κ. Καραπάνο, διαπιστώθηκε ότι σε εκείνη την τοποθεσία βρισκόταν η περίφημη Δωδώνη με το μαντείο της που ο Ηρόδοτος το θεωρεί το αρχαιότερο μαντείο της Ελλάδας!
  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές
γνώμες και υποθέσεις υπάρχουν για την προέλευση του ιστορικού ονόματος «Δωδώνη». Άλλοι νομίζουν ότι προέρχεται από το Δία, άλλοι από τη Δωδώνη, μια νύμφη του Ωκεανού, άλλοι από τον ποταμό Δώδωνα της Ηπείρου, άλλοι απ’ τη λέξη “Δωδώ” που σημαίνει “μπουμπουνητό” και άλλοι από το ρήμα δίδωμι, επειδή η πεδιάδα της Δωδώνης ήταν πλούσια και εύφορη.
 Αναμφισβήτητο, όμως, είναι το γεγονός ότι η Δωδώνη έγινε γνωστή για το αρχαιότατο μαντείο της που αναφέρεται στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο και είχε τεράστια φήμη και τιμόταν πολύ. Τόση ήταν η δόξα του ώστε και όταν ακόμα εμφανίστηκε το Μαντείο των Δελφών, το μαντείο της Δωδώνης δεν έχασε τίποτα απ’ τη φήμη του.


 Βεβαίως, το ερώτημα για την έναρξη και την πρώιμη φάση της λατρείας στη Δωδώνη δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά, όμως, τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης πιστοποιούν τη συνεχή λατρεία στο χώρο ήδη από την εποχή του χαλκού!


Ένας χάλκινος τροχίσκος από την Δωδώνη. Η  ίυγξ ο λέβης  και η μουσική των θεών

 Ελλοί Ή Σελλοί

Σύμφωνα με διάφορες γνώμες, το μαντείο χτίστηκε από τους Ελλούς ή Σελλούς, που απ’ αυτούς προήρθε το όνομα Ελλάδα. Πώς ιδρύθηκε, όμως, το μαντείο;

Για την ίδρυση του μαντείου υπάρχουν διάφορες παραδόσεις. Δυο τρυγόνια έφυγαν από την Αίγυπτο. Το ένα από αυτά στάθηκε στην έρημο της Λιβύης, όπου χτίστηκε το μαντείο του Δία Άμμωνα, ενώ το άλλο ήρθε και κάθισε στη γέρικη βελανιδιά της Δωδώνης όπου ιδρύθηκε το Μαντείο της Δωδώνης κι εκεί όπου λατρευόταν ο Δίας και η γυναίκα του Διώνη.


Οι θνητοί που πήγαιναν να ζητήσουν χρησμό έπρεπε να είχαν νηστέψει τρεις μέρες, να είχαν καθαριστεί στην πηγή της Δωδώνης και να είχαν χαράξει την παράκλησή τους σε μια πλάκα από μόλυβδο.
 
Γιατί, όμως, όλα αυτά;

 Είναι γνωστόν, ότι η Πυθία, καθισμένη κάτω από την ιερή βαλανιδιά, έδινε το χρησμό. Οι ιερείς, για να μαντέψουν το θέλημα του Δία, παρακολουθούσαν το πέταγμα των περιστεριών, το θρόϊσμα των φύλλων της “φηγού δρυός” καθώς και το χαλκείο. Το χαλκείο ήταν μια χάλκινη καμπάνα που χτυπούσε όταν από τον αέρα, κουνιόταν το μαστίγιο που κρατούσε ένα μικρό άγαλμα παιδιού.



Φως Στο Σκοτάδι;

Η Δωδώνη, όπως είπαμε, ανήκει στα αρχαιότερα και σεβαστότερα μαντεία του αρχαιοελληνικού κόσμου. Στον Όμηρο αναφέρεται δύο φορές: α) όταν ο Αχιλλεύς απευθύνεται στον Δωδωναίο Δία υπέρ του φίλου του Πατρόκλου {Ιλιάδα, Β 233) και β) όταν ο Οδυσσέας επισκέπτεται το μαντείο {Οδύσσεια, Ξ 327).

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο οποίος παραδίδει τον ιδρυτικό μύθο, η λατρεία έφθασε στη Δωδώνη από την Αίγυπτο, γιατί όπως πληροφορήθηκε από τους ιερείς του ναού του Άμμωνα Δία στις Θήβες της Αιγύπτου, οι Φοίνικες άρπαξαν από το ναό δύο ιέρειες και τη μία την πούλησαν στη Λιβύη, όπου ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνα Δία, και την άλλη στην Ελλάδα, όπου ίδρυσε το ιερό του Δωδωναίου Δία στη Θεσπρωτία. Προσθέτει, όμως, ότι κατά την επίσκεψη του στη Δωδώνη, οι ιερείς και οι ιέρειες του ιερού, του αφηγήθηκαν ότι από τις Θήβες της Αιγύπτου έφυγαν δύο μαύρα περιστέρια και όχι ιέρειες. Εκείνο που ήρθε στην Ήπειρο κάθισε πάνω στη φηγό (βαλανιδιά) και με ανθρώπινη φωνή είπε ότι εκεί έπρεπε να ιδρύσουν μαντείο στον Δία!



Ναι, αλλά της τοπικής παράδοσης υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Κατά τον ίδιο τον Ηρόδοτο, η ιέρεια των Θηβών, όταν ήλθε στη Δωδώνη, ίδρυσε το μαντείο και μόλις έμαθε ελληνικά, εξήγησε στους Δωδωναίους τη λειτουργία του. Οι Δωδωναίοι τότε αποκάλεσαν τη γυναίκα «περιστέρα» (πελειάδα), γιατί μιλούσε ακατανόητα και έμοιαζε με πουλί, και «μέλαινα», γιατί ήταν Αιγύπτια.

Ο Στράβων. όμως, δίδει τελείως διαφορετική ερμηνεία. Κατ’ αυτόν, οι Μολοσσοί ονόμαζαν τις γριές γυναίκες πελίες και τους γέρους πελίους, όπως τα περιστέρια. Από την ομωνυμία αυτήν, προέκυψε η σύγχυση της τοπικής παράδοσης.


Κάτοψη του ιερού της Δωδώνης.


Αλλά και τα περιστέρια του Ηροδότου δεν είναι άσχετα, γιατί είναι το ιερό σύμβολο της Μεγάλης Θεάς, της θεάς Γης, που πρωτολατρεύτηκε στη Δωδώνη. Ήδη σε νόμισμα από τη Δωδώνη, που χρονολογείται στο 300 π.Χ., παριστάνεται η ιερή φηγός με τρία περιστέρια, σύμβολο της θεάς Γης. Είναι η επιφάνεια της θεάς σε μορφή περιστεριού.

Άλλοι πάλι πιστεύουν, ότι η λατρεία του Δωδωναίου Δία και η ίδρυση του ιερού, προήλθε από πρωτόγονους που απέδωσαν θεία δύναμη στη φηγό. Σύμφωνα με ερμηνεία του Kern, για να αναφέρουμε μιαν από τις νεότερες ερμηνείες, θα λατρευόταν εδώ κατά την αρχαιότητα τοπικός θεός, που ταυτίστηκε με τον Πανελλήνιο Δία και ονομάστηκε Νάϊος.



Μήπως, λοιπόν, είχε δίκιο η γνωστή Ελληνίδα χορογράφος Μαρία Χορς, που είπε σε τηλεοπτική εκπομπή του Κώστα Χαρδαβέλλα (Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2006) ότι οι «λαλούσες βελανδιές» είναι μία πραγματικότητα διότι το σφύριγμα του αέρα ανάμεσα στα φυλλώματα σου δημιουργούν μία αίσθηση γλωσσολαλιάς;
 Μήπως, λοιπόν, στο ιερό της Δωδώνης είχαμε μία προλείανση του εδάφους για την Έλευση του Ενός και Αληθινού Θεού στην ανθρωπότητα;
Ρωτάμε: Μήπως;



Τόμουροι Και Υποφήτες .

Χάριν της ιστορίας να πούμε, ότι, σύμφωνα με τον Όμηρο, στο μαντείο της Δωδώνης υπηρετούσαν από τους αρχαιότατους χρόνους, οι Τόμουροι ή Υποφήτες (Οδύσσεια, Β 403), που καλούνταν και Σελλοί ή Ελλοί, χωρίς το όνομα αυτό να σημαίνει μόνο τους ιερείς, αλλά και τους κατοίκους.
Βεβαίως όλα αυτά τα αναφέρουμε στον πρώτο τόμο της τριλογίας μας «Οι Προφητείες του Ελληνισμού» («Λάλον Ύδωρ»). Ωστόσο, όταν κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., καθιερώθηκε στο ιερό και η λατρεία της Διώνης, τότε προστέθηκαν και οι γυναίκες ιέρειες, που ονομάζονταν «πελείαι, ή πελειάδες, ή προφήτιδες» και οι οποίες αριθμητικά ήταν τρεις: 1) Προμένεια, 2) Τιμαρέτη και 3) Νικάνδρη. Έργο των ιερέων και ιερειών ήταν η εξήγηση των προφητικών σημείων της φηγού ή των προφητικών μέσων και η σύνταξη των σχετικών απαντήσεων.



Μη λησμονήσουμε να πούμε, ότι οι χρησμοί, στους παλαιότερους χρόνους, δίνονταν (Οδύσσεια, Ξ 327 και Τ 296 κ.ε.) από τον ψίθυρο των φύλλων της ιερής βαλανιδιάς!

Άλλος τρόπος μαντείας ήταν το πέταγμα και οι κρωγμοί των περιστεριών, που φώλιαζαν στη φηγό, ενώ στη μεθομηρική παράδοση, αναφέρεται και ο ήχος των λεβήτων με τους τρίποδες που περιστοίχιζαν το ιερό δέντρο, τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ.

Αργότερα, όπως αναφέρει ο Στράβων (C, 329), ήταν το χαλκείο που αποτελείτο από δύο κιονίσκους. Στον έναν υπήρχε χάλκινος λέβητας και στον άλλο χάλκινο άγαλμα παιδιού, που κρατούσε μαστίγιο με τρεις αλυσίδες, αναθημάτων Κερκυραίων. Το μαστίγιο αυτό εκινείτο από τον άνεμο, χτυπούσε στο λέβητα και προξενούσε ήχο, από τον οποίο χρησμοδοτούσαν οι ιερείς. Από δω προήλθαν και οι παροιμίες «Δωδωναίο χαλκείο» και «Κερκυραίων μάστιγξ», που λέγονται για τους φλύαρους ανθρώπους.

Οι ερωτήσεις χαράσσονταν στη μαλακή επιφάνεια των μολύβδινων ελασμάτων, που είχαν σχήμα ορθογώνιο ή ταινίας. Οι απαντήσεις δίνονταν συνήθως προφορικά και σπανιότερα ήταν γραμμένες στην άλλη πλευρά του ελάσματος, συνήθως με ένα ναι ή ένα όχι.

Ο Έλλην αρχαιολόγος Κ. Καραπάνος είχε βρει 86 τέτοιες χρηστήριες επιγραφές, αλλά μετά τις ανασκαφές στην περιοχή ο αριθμός ανήλθε σε αρκετές εκατοντάδες.

Χαρακτηριστικό της λατρείας στη Δωδώνη είναι ότι ο Δίας είχε εδώ την επίγεια κατοικία του- ήταν ο Νάϊος θεός που κατοικούσε στη φηγό και στην ιερή οικία. Γύρω του κατοικούσαν οι προφήτες, οι Σελλοί, οι οποίοι κατά παλαιά θρησκευτική συνήθεια, δεν έπλεναν τα πόδια τους (ανιπτόποδες) και κοιμούνταν καταγής (χαμαιεύναι), για να βρίσκονται σε επαφή με τη γη, απ’ όπου αντλούσαν τη μαντική τους δύναμη.

Κάποια στιγμή, βεβαίως ήρθε και η παρακμή της Δωδώνης, που άρχισε στα 221 π.Χ., όταν ο στρατηγός Δωρίμαχος την κατάστρεψε, επειδή οι Ηπειρώτες είχαν συμμαχήσει με τους Μακεδόνες και τους Αχαιούς. Δεύτερη καταστροφή έπαθε η Δωδώνη στα 168 π.Χ. από το Ρωμαίο Αιμίλιο Παύλο και τελειωτικά πια καταστράφηκε στα χρόνια του μιθριδατικού πολέμου από τους στρατιώτες του Μιθριδάτη, του βασιλιά του Πόντου.



Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων



Αντί Εισαγωγής



Ο Προμηθεύς Δεσμώτης[1]

 «Μύθος λόγου τινος έμφασις εστιν, ανα­κλώντος επ’ άλλα την διάνοιαν» (Πλούταρ­χος). Ο μύθος, κάθε μύθος, είναι συμβολισμός. Πίσω από τις εικόνες του πρέπει να αναζητήσει κανείς τον βαθύτερο «λόγον», αυτόν πού οδήγησε στην πλάση του. Τούτο είναι συχνά δυσχερέστατο για την πρόσθετη αιτία, ότι οι μύθοι ήσαν παμπάλαιες εικονικές περιγραφές, μεταδιδόμενες προ­φορικώς από γενεάς εις γενεάν, κάθε μία των οποίων προσέθετε ή αφαιρούσε κάποιο ακόμη στοιχείο της περιγραφής τους,
έτσι ώστε να ανακλώνται και άλλοι «λόγοι» - πέραν του αρχικού. Μπορεί επομένως ένας μύθος να υποκρύπτει ενίοτε δύο ή και τρεις «λόγους», και μάλιστα διαφορετικού βαθ­μού βαθύτητος ή μυήσεως.
Ένας τέτοιος πανάρχαιος μύθος είναι αυτός του Προμηθέως Δεσμώτου. Οι προσ­θήκες, που κατά καιρούς τού έγιναν, δημιούργησαν πολλές παραλλαγές, από τις ο­ποίες όμως εμείς θα σταθούμε στην πιο επίσημη, αυτήν πού διεσώθη από το κορυφαίο πνεύμα της αρχαιότητος, τον Αισχύλο. Ο μέγιστος αυτός Τραγικός δεν ήταν δυνα­τόν πράγματι να διάλεξε άλλη, από την πιο αυθεντική εκδοχή του μύθου, από εκείνην πού δεν θα ήταν απλώς ένα τερπνό σενάριο θεατρικής παραστάσεως, αλλά μια διδα­σκαλία οδηγούσα στο άδυτο του βαθύτερου «λόγου».
Ξαναβλέπουμε σήμερα τον μύθο αυτόν ερμηνευτικά -μολονότι έχει υποστεί πληθώρα αναλύσεων από τους διαπρεπέστερους των φιλολόγων-, διότι στην γνώση μας έχει προστεθεί μια αποκάλυψη για τον προϊστορικό Ελληνισμό, η οποία φαίνεται ότι δεν ήταν άγνωστη στους μυημένους σοφούς της αρχαιότητος: ότι δηλαδή ο Ελληνισμός εκείνος της προκατακλυσμιαίας χρυσής εποχής είχε απλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο και τον είχε εκπολιτίσει τεχνικά και πνευ­ματικά.[2]

Ο Προμηθέας ήταν Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ουσιαστικό «μῆτις» (=σκέψη)

Η περιγραφή πράγματι της προ­σφοράς του Προμηθέως στον κόσμο, η οποία εκτίθεται στους στίχους 450 έως 506 της τραγωδίας (που δεν ήταν η κλοπή απλώς της φωτιάς από τους θεούς), μας ανάγει κατ’ ανάγκην σ’ εκείνο το κολοσσιαίο εκπολιτιστικό έργο των μακρινών προγόνων μας. Η ελληνική εκείνη φωτοδότηση του κόσμου είχε χαθεί από την μνήμη της νεώτερης εποχής, επικαλυμμένη από την λάσπη και την παχυλή άγνοια των αιώνων, έτσι που να θεωρείται το άλμα ενανθρωπίσεως της ανθρωπότητος μάλλον ως θεία ενέργεια και να ερμηνεύεται ο μύθος σαν παραμύθι, σαν προσφορά ενός «θεού Προμηθέως» στον κόσμο.

Στους προαναφερθέντες στίχους της τραγωδίας περιγράφεται ολόκληρη η εκ­πολιτιστική προσφορά στην ανθρωπότητα, μια προσφορά που απετέλεσε τον καρπό του ελληνικού θαύματος: Ξεκινώντας από την ξυλουργία, την οικοδομική τέχνη και την γεωργία (τα γνωρίσματα της λεγομένης «νεολιθικής εποχής»), φθάνει ως την ναυτι­λία, την αστρονομία, την αριθμητική, την ανακάλυψη της φθογγικής γραφής («των γραμμάτων τας συνθέσεις»), την ιατρική και την φαρμακολογία, κι ως ακόμη την νέα «εποχή του μετάλλου», την εξόρυξη δηλ. και την κατεργασία των μετάλλων. Η ιδιαίτερη τέλος αναφορά που γίνεται στην Μαντική τέχνη, γέννημα και θρέμμα του ελληνισμού, αποτελεί επιβεβαίωση ότι όλος αυτός ο περιγραφόμενος πολιτισμός αφορούσε στο Ελληνικό Πνεύμα. «Πάσαι τέχναι βροτοίσιν εκ Προμηθέως» (506). Άλλωστε ο στίχος 503 (ποιος θα ισχυρισθεί ότι όλ’ αυτά τα εξεύρε άλλος πριν από εμένα;) δείχνει ότι επρόκειτο περί «εξευρέσεων», για τις οποίες ο Προμηθεύς-Ελληνισμός εκαυχάτο.

Ο Προμηθεύς δεν ήταν ένας θεός του Ολύμπου, για να μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι ο περιγραφόμενος εκπολιτισμός υπήρξε προσφορά χάριτι αυθεντικής θεότητος, αλλ’ ένα είδος ημιθέου. Ήταν Τιτάν. Υιός του Ιαπετού[3], ανεγνωρισμένου πατριάρχου του Ελληνισμού, υπήρξε πατέρας του Δευκαλίωνος, του γενάρχου του μετακατακλυσμιαίου ελληνισμού. Ο Προμηθεύς δηλαδή συμβολίζει τον ένδοξο Προκατακλυσμιαίο Ελληνισμό, εκείνον πού απλώθηκε στις προ της -5ης χιλιετίες σ’ ολόκλη­ρο τον κόσμο, ριζώνοντας το πνεύμα του στον τότε ζωώδη σχεδόν νου των άλλων ανθρωπίνων γενών. Η σχέση του Προμηθέως με τους Ολύμπιους θεούς είναι σαφής στους στίχους 439-440 της τραγωδίας, όπου τονίζεται «... θεοίσι τοις νέοις τούτοις γέρα, τις άλλος ή ’γώ παντελώς διώρισεν;» (ποιος άλλος από εμένα κανόνισε όλες τις τιμές γι’ αυτούς τους νέους θεούς;). Οι α­ποκαλυπτικοί αυτοί στίχοι μάς υποδεικνύ­ουν ότι ο Προμηθεύς αποτελεί την προσωποποίηση του ίδιου του Ελληνικού Γένους.

Στον Ελληνισμό οφείλεται η ονομάτιση των Ολυμπίων θεών και η θεσμοθέτηση των τιμών τους. Γέννημα του μεγάλου ελληνικού πνεύματος υπήρξε η σύλληψη των ιδεών των Ολυμπίων, των «νέων αυτών θεών», όπου ο Προμηθεύς, καίτοι παλαιότερος, δεν ήταν όμως ισότιμός τους. Εντεύθεν διαφαίνεται και η έμμεση απειλή του Προμηθέως κατά του Διός, ότι δηλαδή η μακροημέρευση και επιβίωση των Ολυμπίων εξαρτάται από την επιβίωση του ίδιου του Προμηθέως. Εάν ο Προμηθεύς καταστραφεί, και η τύχη των Ολυμπίων δεν θα είναι διάφορη!

Η τιμωρία του Προμηθέως από τον Δία ωφείλετο, όπως λέγει ο μύθος, σ’ αυτήν ακριβώς την εξανθρωπιστική αποστολή του. Ήταν η τιμωρία αλληλένδετη με την προ­σφορά του: Ο Ελληνισμός, εξαπλούμενος στα πέρατα του κόσμου, έμενε εκεί άποικος, αλλά και δέσμιος των ξένων τόπων. Αυτός είναι ο συμβολισμός του «δεσμώτου» Προμηθέως, του σταυρωμένου εκεί από τον Ήφαιστο, τον θεό της Ύλης και της Α­νάγκης. Χωρίς την εξάπλωσή του ο Ελλη­νισμός και την αποξένωσή του από την μητρόπολη, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να προκόψει ούτε και να φωτοδοτήσει τον κό­σμο. Η αποστολή του λοιπόν στην γη είχε ως συνέπεια την «δέσμευσή» του στα ξένα, το σταύρωμά του επάνω στα αφιλόξενα όρη της ξενιτιάς. Κάθε προσπάθειά του να με­γαλώσει εκεί και να ανδρωθεί προσέκρουε στην αριθμητική του ευαριθμία, στην βαθμιαία ανάμειξή του με τους εντοπίους πληθυ­σμούς και, άρα, στην απορρόφησή του. Συμβολισμός στον μύθο το όρνεο, που κατά­τρωγε το συκώτι του Προμηθέως, καθώς αυτό έτεινε να ξαναμεγαλώσει.
Έχει άλλωστε ήδη επισημανθεί ότι το όρος, όπου τοποθετεί η αισχύλεια τραγωδία τον τόπο μαρτυρίου του Προμηθέως, δεν ήταν ο Καύκασος, όπως μεταγενέστερα ε­πεκράτησε. Από τους στίχους 707-719 φαίνεται ότι ο Αισχύλος φαντάζεται τον Προμηθέα σε κάποιο όρος της Ευρώπης: Οδηγώντας ο Προμηθεύς την Ιώ, τής λέγει να κινηθεί προς ανατολάς, για να συναντήσει τους Σκύθες (και όχι προς δυσμάς) και περαιτέρω να ακολουθήσει τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου («με θαλασσόβρεχτα πόδια»), μέχρι να φθάσει στον Καύκασο. Επομένως το όρος, όπου ο Προμηθεύς είχε σταυρωθεί, πρέπει να ήταν τα Καρπάθια, που ήσαν και τα ευρωπαϊκά όρια της Σκυθίας: Από εκεί κινούμενος κανείς ανατολικά θα συναντούσε τους Σκύθες και τελικά τον Καύκασο.

 Τα Καρ­πάθια όρη αποτελούσαν όντως στην προϊστορική περίοδο τα φυσικά όρια του ελληνισμού, πού τότε μητρόπολή του ήταν ολόκληρες οι χερσόνησοι του Αίμου και της Μικρασίας. Η υπέρβασή των Καρπαθίων υπήρξε η αφετηρία της ελληνικής παγκόσμιας εξαπλώσεως και ήταν φυσικό να τοποθετήσει ο Αισχύλος στα Καρπάθια τον συμβολικό τόπο της σταυρώσεως στην ξενητιά του Προμηθέως.

Ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» αποτελούσε την πρώτη τραγωδία της αισχύλειας Τρι­λογίας, την μόνη διασωθείσα. Για τις ε­πόμενες δύο, «Προμηθεύς Λυόμενος» και «Προμηθεύς Πυρφόρος», ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τα λίγα πού προλέγονται στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ο Προμηθεύς θα υπέκειτο και σε δεύτερη βαρύτερη τιμωρία, την κατακρήμνισίν του στα τάρταρα, πριν έλθει κάποτε ο Ηρακλής, ο οποίος θα εφόνευε το όρνεο πού του κατάτρωγε το συκώτι και θα μεσολαβούσε στον Δία για την απονομή χάριτος και την αποκατάσταση του Προμηθέως. Η κατακρήμνισή του Προμηθέως στα τάρταρα συμβόλιζε ασφα­λώς μια φυσική καταστροφή του μητροπο­λιτικού ελληνισμού, πιθανόν την γνωστή ως «κατακλυσμό του Ωγύγου».

Η μεταγενέ­στερη δε παρέμβαση του Ηρακλέους, του νέου αυτού λαμπρού γόνου του ελληνισμού (που ανήλθε στον Όλυμπο, μετουσιωθείς σε σύμβολο της Φυλετικής Ψυχής), αποδίδει μια νέα ιστορική ακμή του γένους, μια νέα περίοδο παγκόσμιας κυριαρχίας του - αυ­τήν ίσως του ελληνοατλαντικού πολέμου. Ο Ζευς θα συγχωρούσε τον Προμηθέα, τον «μεγαλόδοξο γυιο του, που τον συναγωνιζόταν στο μυαλό» (Θεογονία 534)
Το μυστικό του Προμηθέως, η αποκάλυψη του οποίου στάθηκε το διαπραγμα­τευτικό όπλο για την απελευθέρωσή του, συνδεόταν με κάποιον απρεπή γάμο πού θα έκανε στο μέλλον ο Ζευς, ο γιος του ο­ποίου θα εξεθρόνιζε τον πατέρα των Ολυ­μπίων και θα γινόταν ο νέος Θεός.
 Μ’ αυτόν τον γάμο φαίνεται να υπονοούσε ο Αισχύλος κάποια ανάμειξή των ελληνικών με ξένα ιερά. Ο συγκρητισμός αποτελούσε κατά τον αρχαίο Τραγικό τον μέγιστο κίνδυνο για την ελληνική θρησκεία, όπως άλλωστε απεδείχθη τελικώς στην ρωμαϊκή εποχή: Ο «γάμος» του Διός με τους πλη­θυσμούς της Μέσης Ανατολής και τα θέσμιά τους υπήρξε η βαθύτερη αιτία της εκθρονίσεώς του. Ένας νέος θεός, ο Ιη­σούς, επέπρωτο έτσι να τον διαδεχθεί. και ο ελληνισμός «που είδε δυο θεούς στο παρελθόν ήδη να γκρεμίζονται, θα δει και τον τρίτο να πέφτει σύντομα» (958), αλλά ο ίδιος ο Προμηθεύς, όσα δεινά κι αν περάσει, δεν είναι πεπρωμένο ποτέ να πεθάνει. Την πεποίθησίν του για το αθάνατο του ελληνισμού ο Αισχύλος την επαναλαμβάνει τρις (στίχοι 753, 933, 1053), αλλά την δια­βλέπουμε κι από τους τίτλους των τριών τραγωδιών του («Προμηθεύς Δεσμώτης-Λυόμενος-Πυρφόρος»).[4][…]



Το λυκόφως των θεών

Είχε δίκιο ο Πλούταρχος. Η δυσπιστία των σοφιστών κι η ευπιστία των δεισιδαιμόνων συμβαδίζουν. «Η μεν αθεΐα, μη κα­τανοούσα το Αγαθόν, είναι απάθεια για το Θείον, η δε δεισιδαιμονία είναι πολυπάθεια, αντιλαμβανόμενη το Αγαθόν σαν κακό».[5] Και προσέθετε: «Ο μεν άθεος δεν πιστεύει στους θεούς, ο δε δεισιδαίμων τους πιστεύ­ει μη θέλοντας, διότι φοβάται να είναι ά­πιστος!».[6] Όταν δε αναπτύσσεται η δυσπιστία κι η αμφισβήτηση, δεν θ’ αργήσει και η ώρα της δεισιδαιμονίας. Και αντιστρό­φως. Την εξέλιξιν αυτή την έζησε η Ελλάς στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και στους μετέπειτα καιρούς.
Η βαθμιαία υποβάθμιση της αξιοπιστίας των Μαντείων είχε από καιρό προετοιμασθεί από τους σοφιστές, που αξιοποίησαν την αλληλοφαγωμάρα των Ελλήνων. Όταν ένα Μαντείο π.χ. προέβλεπε την νίκη μιας πόλε­ως, η άλλη δυσανασχετούσε (όπως είχε γίνει στον Πελοποννησιακό πόλεμο με την Αθήνα, που θεώρησε ότι το Δελφικό Μαντείο «λα­κωνίζει» ή, αργότερα, ότι «φιλιππίζει»).

«Α­ναμφίβολα, η πολιτική χρησιμοποίηση των Μαντείων και η υποψία ότι πολλοί χρησμοί ευνοούσαν την μία ή την άλλη δύναμη, είναι από τις κυριότερες αιτίες της προοδευτικής δυσαρέσκειας και δυσπιστίας των Ελλήνων στην Μαντική».[7]
Γενικότερα άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, ο Έλλην δυσπιστεί προς τις αυθεντίες και από χαρακτήρος τείνει να τις αμφισβητεί.
Η δυσπιστία του δε έτεινε αυξη­τικά, όσο οι σοφισταί μεγάλωναν την επιρροή τους στον λαό.

Ο αλληλοκτόνος φανατισμός οδήγησε παράλληλα στο κατάντημα, να πιστεύεται ότι θα μπορούσε να «εξαγορασθή» το Θεί­ον με βαρύτιμα αναθήματα στο Δελφικό Μαντείο (είχε λησμονηθή ο χρησμός, ότι ο θεός προτιμά, «αντί των βαρυτίμων θυσιών, αυτήν του Αγακλύτου, που έριξε στον βωμό λίγο ζυμαρικό με τα τρία του δάκτυλα»!). Εθεωρείτο μάλιστα «παρασπονδία» του θεού, όταν ο χρησμός δεν ήταν ευνοϊ­κός!

Αλλά και τα ίδια τα αναθήματα, με επιγραφές εντροπής (της μιας πόλεως εναντίον της άλλης), ευτέλιζαν τον ιερό δελφικό χώρο[8], ενώ είχε ατονήσει ο παλαιός άγραφος νόμος, να μην χρηστηριάζονται κα­θόλου οι Έλληνες ενόσω πολεμούν μεταξύ τους[9] - ο νόμος δηλαδή εκείνος, που τε­λικώς επιβίωσε μόνον για την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων.

Παρ’ όλα αυτά, άλλη υπήρξε η βασική αιτία της υποβαθμίσεως των Μαντείων στην ελληνική ζωή. Αυτή πρέπει να αναζητηθεί οπωσδήποτε στα δίσεκτα χρόνια που ακο­λούθησαν, όταν όλος ο τότε γνωστός κόσμος ενώθηκε υποταγμένος στην Ρώμη και η Ελλάς βρέθηκε για πρώτη φορά υπό κατοχήν. Τότε ήταν που άρχισε η φθορά του ελληνικού πολιτισμού και, μαζί μ’ αυτόν, και της Μαντικής. Για πρώτη φορά, αλλ’ ίσως και για τελευταία, η ανθρωπότης δοκίμαζε το «μοντέλο» του κοσμοπολιτι­σμού, ενός κόσμου ενωμένου χωρίς εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και ηθικές διακρί­σεις. Ο «συγκρητισμός», η αλληλεπίδρασή δηλαδή και η ανάμειξη των ηθών και των θρησκειών, ήταν βαρύς:
Αμφισβήτηση των πατρογονικών δοξασιών είτε ανταγωνισμός για ελκυστικώτερη παρουσίασή τους - που είχε αποτέλεσμα, πάλι, την παραφθορά τους. «Μοντερνισμός» και ξενομανία για νέες, εισαγόμενες αντιλήψεις και σοφιστική αυτοκαταφρόνησι της ελληνικής θρησκείας.
Λόγω του ρωμαϊκού βαρβαρισμού (θεοποίηση αυτοκρατόρων κλπ), ακόμη και γελοιοποίηση των πανάρχαιων ελληνικών Ιερών.
Δίον Μακεδονία -Ιερόν του Διός -Φωτ Λουκάς Χαψής 


Οι Έλληνες είχαν χάσει τον αυτοσεβασμό τους. Έσβηναν τις επιγραφές από τους ανδριάντες των ηρώων, τροποποιώντας συχνά και τις προτομές τους, για να τους αφιερώσουν σε Ρωμαίους πολιτικούς, οι δε Πολιούχοι Θεοί υποβαθμίσθηκαν κι ανα­κατεύθηκαν με θεούς βαρβάρων. «Με ονό­ματα άτοπα και λέξεις βαρβαρικές καταντροπιάζουν το θείο και παρανομούν ένα­ντι της πατρώας αξίας της Ευσεβείας».[10] Η Αθήνα κατάντησε να ανεγείρει ανδριά­ντα του Βηρωσσού, κάποιου ιερέα του Βάαλ, και η ιερά Δήλος εβραϊκή Συναγωγή! Οι Έλληνες ασέβησαν έτσι, όχι μόνον προς τους πλατωνικούς «Νόμους», που εδίδασκαν να τιμώνται αποκλειστικά οι θεοί του γένους[11], αλλά και προς το δελφικό ρητό «γνώθι σαυτόν», το οποίο στην ευρύτερη, ομόκεντρη σημασία του, όπως γράφει ο Νίτσε, όριζε να διατηρείται η ψυχή τους κι η σκέψη τους ελληνικές, χωρίς να «καταντή­σει συνονθύλευμα με ξένες».[12]Κι έτσι στρώθηκε το χαλί της δεισιδαιμο­νίας.

 Η διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή έφερε και την αντι διείσδυση της Ανατολής εδώ. (Η περίπτωση του εκ Συρίας Λουκιανού, ενός βαρβάρου που ειρω­νευόταν ελληνιστί τα όσια και τα ιερά του ελληνισμού, είναι χαρακτηριστική[13]). Και η Μαντική τέχνη δέχθηκε αυτήν την εισβολή με πληθώρα συστημάτων «έντεχνης μαντι­κής» (οιωνοσκόπων, ορνιθοσκόπων, αστρο­λόγων, κυβομαντών κλπ) και «μαγείας» πά­σης μορφής.[ Σ.Σ.  όμως τέτοιοι Μάντεις στην ελληνική παράδοση υπήρξαν ...Κάλχας, ο Τειρεσίας Αμφίλοχος κ.ά.  ]

Τα επίσημα Μαντεία της χώρας, δεχόμενα αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, προσπάθησαν να αμυνθούν, είτε με ευχάριστους έμμετρους χρησμούς[14] είτε προσπαθώ­ντας να τους κάνουν σαφείς[15] (έπαψαν πια οι «αγέλαστοι, ακαλλώπιστοι και αμύριστοι» λόγοι των Σιβυλλών), ενίοτε και με χρησμούς κατά παραγγελίαν (δηλ. υπεισήλθε και η δια­φθορά). Ο Πλούταρχος αναφέρει την περίπτωση Πυθίας, που έφθασε να αντιδράσει με σπασμούς μέχρι θανάτου, όταν την υποχρέω­σαν να απαντήσει σε αλλοδαπούς - «τούτων ένεκα και συνουσίας αγνόν το σώμα και τον βίον όλως ανεπίμικτον αλλοδαπαίς και άθικτον ομιλίαις φυλάττουσι της Πυθίας».[16]
Η αρχαία ιέρεια, όπως ελέχθη, έπρεπε πράγματι να είναι αγνή, απλή και ευσεβής. Κι όχι μόνον η ιέρεια, αλλά και οι χρηστηριαζόμενοι έπρεπε να είναι ευλαβείς, για να επιτευχθεί πραγματική «θεοληψία». Εάν τα Μαντεία είχαν καταστεί  στην Ελλάδα τόποι ιεροί, τούτο οφειλόταν στο γενικό θρησκευτικό πνεύμα που διείπε τον ελληνικό λαό. Οι θεοί ήσαν κοντά στον άνθρωπο. Όταν αντιθέτως κατόπιν η αμφισβήτηση και η απιστία διογκώθηκε, απομακρύνθηκαν και οι θεοί: τα Μαντεία άρχισαν βαθμιαία να μη λειτουργούν - συχνά τότε η Πυθία αισθανόταν ανέτοιμη και ηρνείτο να ανέλθει στον τρίποδα είτε, αν ανέβαινε, δεν περιερχόταν σε κατάσταση μαν­ίας. Αντιθέτως τα Νεκυομαντεία συνέχισαν να λειτουργούν, αφού εκεί δεν απαιτείτο η παρουσία ανωτέρου (θείου) πνεύματος.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: Εφ’ όσον η θρησκευτική ευλάβεια έχει μεταπέσει σε επάγγελμα, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια των φαινομένων αυτοϋπνωτισμού, με τα οποία επιτυγχάνονται κάποιες τηλεπαθητικές αποκα­λύψεις. Οπωσδήποτε δε, αν κάποιοι «μάν­τεις» μπορούν ίσως να έλθουν σε επαφή με κατώτερα πνεύματα, δεν μπορούν όμως σί­γουρα να έλθουν σε κατάσταση θεοληψίας -οπότε και οι προβλέψεις τους είναι αντι­στοίχως αμφιβόλου εμπνεύσεως.
Ο κοσμοπολιτισμός που επέβαλε τότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξηφάνισε εκ των πραγμάτων τα συμφέροντα των πόλεων και των εθνών. Αντιστοίχως γιγαντώθηκε η ση­μασία του ατόμου. Οι χρηστηριαζόμενοι στα Μαντεία δεν ήσαν πλέον άρχοντες και εκπρόσωποι πόλεων ούτε τα ερωτώμενα θέ­ματα αφορούσαν στο γενικό καλό. «Αυτό άρμοζε σ’ αυτούς τους χρόνους που, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, ήταν λιγότερο μια εποχή κοινωνικών δραστηριο­τήτων και περισσότερο περίοδος, όπου το άτομο μετρούσε σαν άτομο».[17]

Ο δελφικός Θόλος κατακερματισμένος  Φωτ Λουκάς Χαψής 


Τα ατομικά όμως ενδιαφέροντα δεν μπορούσαν παρά να είναι χρησιμοθηρικά, ποιότητος συνήθως χαμηλής και ενίοτε μικρόψυχης. «Πάντα φύρειν», θα πει ο Πλούταρχος, «άμα και ταράττειν αναγκάζουσιν ημάς τοις ανθρωπίνοις πάθεσι και πράγμασι τον θεόν εμβιβάζοντας και κατασπώντας επί τας χρείας, ώοπερ αι Θετταλαί λέγονται την σελήνην».[18]
Έτσι η Μαντική περιέπεσε βαθμηδόν σε ανυποληψία, όπως και ολόκληρη η ελληνική θρησκεία. Η μακρά ωρίμανση της Φιλοσο­φίας, που είχε φθάσει τότε στον Νεοπλατωνισμό, βρέθηκε έτσι σε αναντιστοιχία με το θρησκευτικό αίσθημα του λαού - για πρώτη φορά η Φιλοσοφία είχε αποκοπή από τον λαό.
 Το ελληνικό γένος είχε απολησμονήσει τον Επιχθόνιο Φύλακά του και τότε αυτός αποστασιοποιήθηκε από την ζωή και τον τόπο μας. Οι θεοί έκρυψαν το πρόσωπό τους από το ασεβές γένος των Ελλήνων. «Πρόνοια θεών συσκευασαμένη τα χρηστήρια πανταχόθεν οίχεται» (η Πρόνοια των θεών, παραλαβούσα τα μαντεία με τις αποσκευές της, αποχώρησε από παντού)! Μαζί δε με την αποχώρησι των δαιμόνων, σαν θεία τιμωρία, εξέλιπε και η θεία Ομφή, τα δε Μαντεία και τα Ασκληπιεία έχασαν την δύναμή τους. «Όταν οι τεταγμένοι στα Μαντεία και Χρηστήρια δαίμονες εξαφα­νίζονται, και αυτά αφανίζονται, και όταν φεύγουν ή μετοικούν αυτοί, και αυτά χάνουν την δύναμή τους, για να ξαναφανούν πάλι μετά χρόνον πολύν, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μουσικά όργανα και αυτούς, που μόνον όταν είναι παρό­ντες, τα λειτουργούν».[19] Οπότε, «μόλις οι δαίμονες απομακρυνθούν και εγκαταλεί­ψουν τα χρηστήρια, αυτά μένουν, σαν ανε­νεργά όργανα, άφωνα».

Ένα τέτοιο παρά­δειγμα αναφέρει η αρχαία γραμματεία με το Μαντείο των Διδύμων, το οποίο λόγω της ασεβείας των Μιλησίων[20], όχι μόνον είχε γίνει ανενεργό στον καιρό του Ξέρξη, αλλά και κατεστράφη απ’ αυτόν - για να ξαναβρεί την δύναμή του διακόσια χρόνια αργότερα.
Στην διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας τα Μαντεία έκλειναν το ένα μετά το άλλο (μολονότι οι Ρωμαίοι, ως «νεοφώτιστοι», τα είχαν περί πολλού και ίδρυσαν και δικά τους στην Νότιο Ιταλία). Λίγα επιβίωσαν μέχρι την Χριστιανική εποχή (οι Δελφοί, η Δωδώνη, το Τροφώνιο και των Διδύμων), κι αυτά συνήθως ήσαν ανενεργά. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει την περίπτωση δελφικού χρησμού (γύρω στο +300), στον όποιο ελέγετο ότι μολονότι «δεν είναι δυνατόν να αναρρώσει η χρησμική λαλιά της Πυθίας, που έχει περικλεισθή σε αμάντευτη σιωπή», οι θυσίες στον Απόλλωνα πρέπει να συνεχίζονται.
Αρχαιολογικός  χώρος Ελευσίνας

Στην μακρά περίοδο της αμφισβητήσεως των Ελλήνων θεών και της γοητείας που ασκούσαν στον τόπο οι ξένοι, υπήρξαν και ελάχιστα διαλείμματα ή απέλπιδες προσπά­θειες επανασυνειδητοποιήσεως - αυτές των αυτοκρατόρων Αδριανού και Ιουλιανού, που είχαν παιδεία ελληνική. Αλλ’ εις μάτην. Η Ιστορία δεν μπορούσε να αναστραφεί. Σ’ αυτόν τον τελευταίο Έλληνα αυτοκράτορα ήταν που είχε δοθεί  ο γνωστός μελαγχολι­κός δελφικός χρησμός: «Είπατε τω βασιλεί: Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Αν δε οι θεοί προστάτευαν παλαιότερα την χώρα, όταν στην επιδρομή π.χ. των Περ­σών το -480 και των Γαλατών το -279 ισχυ­ρός σεισμός έριξε επάνω τους ογκόλιθους των Δελφών και τους έτρεψε σε φυγή[21], δεν έστερξαν πια σε προστασία στην νέα εποχή της απιστίας, όταν ο Αλάριχος το +397 κα­τέστρεψε τους Δελφούς, την Ελευσίνα, την Ολυμπία... Κι όταν η ασέβεια του λαού για την πατρώα θρησκεία είχε γενικευθεί, μια σειρά φοβερών σεισμών συνεκλόνισε τον +6ον αιώνα την χώρα, κρημνίζοντας μέχρι θεμελίων όσους ναούς δεν είχαν ισοπεδώσει ο Αλάριχος κι ο Θεοδόσιος.
Οι δομικοί τους λίθοι θα εχρησιμοποιούντο έκτοτε για την κατασκευή άλλων οικημάτων και τα αγάλ­ματα για παραγωγή ασβέστη...
Η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Μπορεί η νέα θρησκεία να επεδόθη σε βανδαλισμούς κατά των αρχαίων Ιερών, δεν ήσαν όμως αυτοί οι βανδαλισμοί η αιτία της επικρατήσεώς της. Η βία είναι δυνατόν να κατα­στρέφει ναούς και βιβλία, αλλά όχι συνειδή­σεις - αυτές είχαν διαβρωθεί πολύ ενωρίτερα. Καταστροφές Μαντείων είχαν λάβει χώραν και άλλοτε από βαρβάρους (όπως των Αβών στην Βοιωτία και της Κλάρου και των Δι­δύμων στην Ιωνία από τους Πέρσες), χωρίς να κλονισθεί η ελληνική πίστη σ’ αυτά.
Στο μαντείο μάλιστα της Κλάρου εμυθολογείτο ότι η υπόγεια μαντική πηγή προήλθε ακρι­βώς από τα δάκρυα της Σίβυλλας Μαντώς, που έκλαψε μέχρι θανάτου για την κατάληψη της Ιωνίας. Ο δε νέος ναός των Διδύμων, λαμπρός και πελώριος σε διαστάσεις, ανοικοδομείτο, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, επί 700 χρόνια.
Οι Έλληνες έφταιξαν τότε, στην Ρωμαι­οκρατία, που είχαν περιφρονήσει την πα­τρογονική τους θρησκεία και άφησαν χώρο σε νεωτερισμούς. Η βαθύτερη αιτία γι’ αυ­τό, όπως ελέχθη, υπήρξε ο συγχρωτισμός με τους ξένους, που έπαψαν να θεωρούνται βάρβαροι, και η ανάπτυξη αισθήματος ξενολαγνείας, που ευκόλυνε τον προσηλυτισμό σε ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες. Όπως μεταξύ των Εβραίων είχαν δημιουργηθεί τότε οι «ελληνισταί», οι θαυμασταί δηλ. της ελ­ληνικής παιδείας, έτσι και μεταξύ των Ελλήνων πλείστοι ήσαν οι προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό, οι αποκληθέντες «σεβόμενοι».[22] Η συνεργασία «ελληνιστών» και «σεβομένων» επέφερε την βαθμιαία εισαγωγή στην Ελλάδα της νέας Χριστιανικής θρησκείας.
Η φοβερή προφητεία του Προμηθέως, για την πτώση του Διός και την ανάρρηση στον θρόνο ενός νέου θεού, που θα αποτε­λούσε κράση του ελληνικού με ξένους, είχε έτσι επαληθευθεί.
Αδιαφορώντας η νέα θρησκεία για την διαιώνιση των Γενών στην ζωή (η εποχή είχε θρυμματίσει, όπως ελέχθη, τις εθνικές συ­νειδήσεις και είχε διογκώσει τις ατομικές), εκήρυξε την σωτηρία της ψυχής του Ατόμου και την δική του διαιώνιση.

 Η ομορφιά της ζωής, αυτή που έκανε τον Έλληνα να νιώθει την πατρίδα του «χώρα του φωτός»[23]  και το Σύμπαν «διακοσμημένο» (Κόσμον), υποτιμήθηκε[24] και μια μέλλουσα μετά θάνατον ζωή προβλήθηκε σαν στόχος και όραμα. «Η πεποίθηση πως αποτελούμε μέρη τον Κόσμου και πρέπει να ζούμε μ’ αυτόν ενωμένοι, αντικαταστάθηκε με την άλλη, ότι ο Κόσμος είναι πλήρης πονηρών δυνάμεων και πρέπει να ξεφύγουμε απ αυτόν».[25] Η Ζωή, το μέγιστον αγαθό για τον ελληνικό πολιτισμό, θεωρήθηκε μόνον σαν μια πικρή δοκιμασία, μέχρι να έλθει η ώρα της μεταστάσεως της ψυχής στην «αληθινή ζωή», στους ουρανούς.
Έναντι της Μαντικής τέχνης η χριστιανική θρησκεία ετήρησε αμφιλεγόμενη στάση. Ενώ εδέχθη ότι το Άγιο Πνεύμα δίνει σ’ ορισμένους ανθρώπους το ταλέντο του μάντεως[26] και ότι αυτό «ελάλησε δια των Προφητών» της Ιουδαίας, εθεώρησε ότι τα Ελληνικά Μαντεία ήσαν υποχείρια πονη­ρών δαιμόνων και οι χρησμοί τους κατά κα­νόνα παραπλανητικοί.[27] «Τα μεν υπό της Πυθίας ή Δωδωνιτών ή Κλαρίου ή εν Βραγχίδαις ή εν Άμμωνος υπό μυρίων τε άλλων θεοπρόπων προειρημένα, ταύτα μεν έπ’ ουδενί λόγω τίθενται. Τα δε υπό των εν Ιουδαία τω εκείνων τρόπω λεχθέντα ή μη λεχθέντα ταύτα γε θαυμαστά και απαράλ­λακτα ηγούνται».[28]

 Και ενώ έγιναν δεκτοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας[29] μερι­κοί παλαιοί χρησμοί προλέγοντες την έλευση του Ιησού (μεταξύ των οποίων και αυτός του Προμηθέως), πολλοί δε χριστιανικοί να­οί, για να πάρουν την δύναμη των Μαν­τείων, εχτίστηκαν επάνω τους, άλλα Μαν­τεία κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Παράλ­ληλα, δέσμη ολόκληρη συκοφαντιών εξυφάνθηκε κατά της αρχαίας Μαντικής, που μπόρεσε σιγά σιγά να κατακαλύψει το πα­ρελθόν και να γίνει πιστευτή.
Ο Μεσαίωνας αποσκέπασε την χώρα. Πα­ντού σκοτάδι κι έρεβος. Πού να ’βρει θέση πια εδώ ο Φοίβος Απόλλων;
«Για ιδές, η Ελλάδα σου! Ναός. Ναός, και είναι όλα του άδεια,
βουβά, σβυσμένα, θησαυροί, βωμοί, Πυθίες,λατρείες.
Και σκύλες του Άδη μέσα του και του χαμού κοπάδια
στα μάρμαρά του θρονιαστές ουρλιάζουν οι Ερινύες».[30]


Αντί Επιλόγου


Στην εποχή του Ηφαίστου

Οι θρησκείες δεν ερίζουν. Οι άνθρωποι ερίζουν για τις θρησκείες. Κάθε θρησκεία αντιστοιχεί κι εκφράζει, όχι μόνον κάποιο συγκεκριμένο λαό, αλλά και κάποιο βαθμό ωριμότητός του. Η κατάφορτη με μύθους Ολυμπιακή θρησκεία θαρρείς κι είχε γείρει, από έλλειψη φροντίδας, σαν κληματαριά από το βάρος των τσαμπιών της... Η νέα θρησκεία, απλοϊκή και παρηγορητική για τα άτομα, βλάστησε φυσιολογικά κι ελπιδοφόρα δίπλα στην καταπεσούσα παλαιά.
Αν λοιπόν έσβησε η Ολυμπιακή θρησκεία, είναι διότι άλλαξε το πνευματικό μας επί­πεδο. Ο Θεός είναι πάντα εδώ, όπως κι αν ονομάζεται και όπως κι αν Τον προσεγγίζουμε. Και ο Χριστιανισμός εξέφραζε άριστα το νέο επίπεδο ωριμότητός μας όλους αυτούς τους τελευταίους αιώνες. Η Παναγία και οι Άγιοι της Χριστιανοσύνης υπήρξαν σ’ αυτούς τους αιώνες οι «νέοι» Πολιούχοι και επιχθόνιοι φύλακες του Γένους.
Η χριστιανική θρησκεία άλλωστε δεν υιοθετήθηκε στον ελληνικό κόσμο με την αρχική της μορφή. Χρειάσθηκε κυοφορία πολλών αιώνων, επώδυνη συχνά, για να συγκλίνει αυτή βραδέως προς το ελληνικό πνεύμα.

Πλείστες ανατολίτικες ακρότητες, μη συμβατές με αυτό, ήδη απ’ την αρχή απαλείφθηκαν, ενώ προστέθηκαν πολλά στοιχεία απ’ την αρχαία ορφική πίστη («τα του παλαιού λόγου παρακούσματα συμπλάττοντες» θα πει, βέβαια, ο Κέλσος).
 Ιδιαίτερα η χριστιανική λατρεία αντέγραψε σε πλείστα σημεία αυτήν των αρχαίων Μυστηρίων. Τα εκκλησιαστικά μας μέλη, με αλλαγή μόνον της στιχουργικής, είναι απαράλλαχτα τα αρχαία. Εδώ-εκεί μάλιστα επεβίωσαν στα τροπάριά μας και αρχαίοι στίχοι.[31]
 Εάν μάλιστα δεν είχαν φροντίσει τότε οι Πα­τέρες της Εκκλησίας με την «δογματοποίησι» της Πίστεως να ανακόψουν την σύγκλιση, αυτή θα είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, με πλήρη κατάργηση π.χ. της «Πα­λαιάς Διαθήκης».
Αν γράφουμε ότι ο Χριστιανισμός «εξέφραζε» το επίπεδο ωριμότητος του λαού μας, είναι διότι δεν νομίζουμε να το εκ­φράζει ακόμη. Ένα νέο σύγχρονο κύμα ξενομανίας, αυτήν τη φορά προερχόμενο από την Δύση, έχει ταπεινώσει πολύ περισσότερο το θρησκευτικό αισθητήριο του ελ­ληνικού λαού - ακόμη κι ο Χριστιανισμός μας πέφτει σήμερα πολύς.

Μιμούμενοι την Δύση στο οικονομοκρατικό «ιδεώδες» της, έχουμε υποκαταστήσει την Αρετή με την Ευτέλεια και το Πνεύμα με το Κέρδος. (Ο Ησίοδος θα γνώριζε στην εποχή μας το νέο, Πλαστικό Γένος!) Έχουμε παύσει να σεβόμαστε την Φύση, να την νιώθουμε ζωντανή και ένθεη, να αφουγκραζόμαστε τις φωνές του υπεραισθητού κόσμου των πνευμάτων πού μας περιζώνουν.
Το κακό ξεκίνησε από την Ευρώπη, που ο Χριστιανισμός την είχε βρει πνευματικώς ανέτοιμη, στην κυριολεξία άξεστη. Γι’ αυτό εκεί ο Μεσαίων υπήρξε πολύ βαρύς και η θρησκοληψία έφθασε τα όρια του παροξυσμού. Έτσι, εκεί το ένα άκρο έφερε ανα­πόδραστα στο άλλο. «Ένιοι φεύγοντες την δεισιδαιμονίαν εμπίπτουσιν εις αθεότητα τραχείαν και αντίτυπον, υπερπηδήσαντες εν μέσω κειμένην την ευσέβειαν», θα σχολίαζε ο Πλούταρχος.[32]
Η αντίληψη άλλωστε, ότι δεν υπάρχει άλλο έμψυχο ον στην Φύση, πλην του ανθρώπου, γειτόνευε επικίνδυνα με την ιδέα, ότι αυτός είναι ένα τυχαίο παραπροϊόν της...
Τώρα τελευταία λοιπόν, μια καινούργια εποχή έχει ανατείλει. Η τεχνική και ο καταναλωτισμός των τελευταίων αιώνων έστρεψαν την ανθρωπότητα ορμητικά πάλι προς την γη. «Αντί να επιδιώκεται ο Παράδεισος, επιδιώκεται ο επίγειος παράδεισος», θα πει ο Γιάσπερς. Είναι η εποχή της μηχανιστικής αντιλήψεως του Κόσμου, της αποστραγγίσεώς του από κάθε τι μεταφυσικό και θρησκευτικό. Στην εποχή μας ζούμε, φαίνεται, μια νέα ανατροπή στον θρόνο των θεών...
Αν οι Ορφικοί ζούσαν μέχρι των ημερών μας, θα είχαν ίσως συνεχίσει τον μύθο τους της Θεογονίας. Θα μας εδιηγούντο ότι ο Δίας-Ζευς ελθών σε γάμο με μια κοινή θνητή στα ξένα, την Μαριάμ, απέκτησε ένα νέο γιο, τον Ιησού. Αυτός ανέτρεψε από τον θεϊκό θρόνο, όχι μόνον τον Δία, αλλά και την Ήρα. Το γένος των θνητών δεν ένιωθε πια την Γη ως μητέρα, αλλά σαν μητριά...
Και τότε η ζηλότυπη Ήρα ζήτησε την βοήθεια του Ηφαίστου, θεού της ύλης και της τεχνικής (μήπως δεν ήταν δικό της αποκλειστικά τέκνο;), για να εκδικηθεί τον παραγκωνισμό της. Και ανέτρεψαν μαζί τον Όλυμπο, για να διαφεντεύει αυτή μόνη της τώρα πια τον Κόσμο!
Άλλοτε η «φίλοιστρος» θεά βοηθούσε με την τέχνη της Μαντικής τον άνθρωπο να έρχεται σε επαφή με τον Ολύμπιο σύζυγό της. Τώρα, τι χρειάζεται πια η Μαντική;
Και το χειρότερο είναι, πώς και ο Προμηθέας έχει αποσβολωθεί, απορροφημένος από τα τεχνάσματα του Ηφαίστου...

 Δημήτριος Π. Δημόπουλος, 
«Στο Αδυτο των Ελληνικών Μαντείων», εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις», 2000 





ΑΝΑΦΟΡΕΣ 

[1] Σημ. Φ.Μ.: Πρωτοδημοσιεύτηκε ως αυτοτελές άρθρο, με τίτλο «Προμηθεύς Δεσμώτης Ελληνισμός», στο περιοδικό «Δαυλός» (τ. 192, Δεκ. 1997).
[2] Δημ. Δημόπουλος, «Η καταγωγή των Ελλήνων», 1994.
[3] Ήταν και εγγονός του Ωκεανού, ο οποίος στην πανάρχαια σημασία του δεν ήταν ο «πόντος», η θάλασσα, αλλ’ η προσωποποίησι της ευφυΐας (ωκύς νους).
[4] Μέχρις εκεί αφικνούται η προφητική δύναμη της φοβερής αισχύλειας τραγωδίας. («Δαυλός», τ. 192).
[5] Πλούταρχος, «Περί δεισιδαιμονίας», 167 Ε.
[6] όπ. α. 170 F.
[7] R. Flaceliere, «Μάντεις και Μαντεία στην Αρχαία Ελλάδα», 1968.
[8] Πλουτάρχου «Περί του μη χράν...», 401 C.
[9] Ξενοφώντος «Ελληνικά», Γ 2, 22.
[10] Πλούταρχος, όπ. α., 166 B.
[11] 729 C. Πρβλ. και Πίνδαρο (Πυθ. Γ, 22): «έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον, όστις αι­σχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω»!
[12] Φρ. Νίτσε «Ιστορία και Ζωή», 1993.
[13] Στην εποχή του η ασέβεια προς τους θεούς και η δεισιδαιμονία (αισθήματα αλληλένδετα) είχαν εξαφθή στο έπακρον. Πρβλ. το έργο του «Αλέ­ξανδρος ή Ψευδομάντις».
[14] «Ποιητικοί τινες άνδρες εκδεχόμενοι τας φωνάς και υπολαμβάνοντες επικάθηνται περί το χρηστήριον, έπη και μέτρα και ρυθμούς οίον αγγεία τοις χρησμοίς εκ του προστυχόντος περιπλέκοντες» (Πλουτάρχου «Περί του μη χραν νυν έμμετρα την Πυθίαν», 408 C).
[15] «Η προϊούσα θρησκευτική απιστία και αμφισβήτησι επέβαλε να είναι οι χρησμοί σαφείς, κι όχι αυθεντικοί και πηγαίοι», (οπ. α. 407 A).
[16] «Περί εκλελοιπότων χρηστηρίων», 438 C. Πρβλ. Ηρόδοτο IV, 155.
[17] H.W. Parke «Τα Ελληνικά Μαντεία», 1979.
[18] Όπ. α. 416 Ρ. Ασεβείς Θεσσαλές ιέρειες, γνω­ρίζοντας τίς εκλείψεις της σελήνης, έπαιξαν με την άγνοια του κόσμου.
[19] Πλούταρχος, όπ. α. 418 C.
[20] Ένας δελφικός χρησμός το είχε προβλέψει: «Μίλητε, εφευρέτρια κακών έργων, θα γίνης δείπνο σε πολλούς ευχάριστο, οι γυναίκες σου θα πλύνουν τα πόδια ανδρών μακρυκόμων και τον ναό μου στα Δίδυμα θα επιμεληθούν άλλοι».
[21] Ηρόδοτος Η 37 και Παυσανίας 1.23. Τα λεχθέντα τότε στους αμυνόμενους Έλληνες από τον προ­φήτη Ακήρατο, ότι μπροστά στον Ναό παρουσιάσθηκαν κρυφά όπλα, σκοπό είχαν μόνον να τους ενθαρρύνουν - ουδείς άλλωστε ποτέ τα είδε. Αυτή η φράσι του Ακηράτου έδωσε πάντως λαβή σε συγχρόνους, να προτιμούν την ύπαρξι μυστικών όπλων φοβερών και τρομερών, παρά την θεία επέμβασι!
[22] Πράξ. Αποστ. Ιγ' 43, ιζ' 17 κλπ.
[23] Το ελ εσήμαινε φέγγος (εξ ου ήλιος, σελήνη, σέλας, Σελλοί, hell κ.ά.), το δε λαδ την χώρα (εξ ου λας, λαός, λατομείο, land κ.ά.).
[24] «Ουκ οίδατε, ότι η φιλία του Κόσμου έχθρα του θεού εστίν; Ος αν βουληθή φίλος είναι του Κό­σμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιακώβ. δ' 4)
[25] E.R. Dodds, όπ.α.
[26] Κορινθ. Α. ιδ' 6. Πρβλ. για ονειρομαντεία Πράξ. β' 17, για κληρομαντεία Πράξ. α' 24, για «σημεία και τέρατα» Πράξ. β' 19, κλπ.
[27] Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, μάλιστα, ζητώντας συγγνώμην από τους ακροατές του, ισχυρίσθηκε ότι «πονηρό πνεύμα» εισερχόταν από τα γεν­νητικά όργανα της Πυθίας και της προκαλούσε οργασμό (Ομιλ. XX προς Κορ. 22. Πρβλ. και Ωριγένη «Κατά Κέλσου», VII, 3).
[28] Κέλσου «Αληθής Λόγος».
[29] Ευσεβίου «Ευαγγελική Προπαρασκευή».
[30] Κ. Παλαμάς «Το χαίρε της Τραγωδίας».
[31] Παράδειγμα το «Φως ιλαρόν», που ψαλλόταν κατά την άφιξι της πομπής των Ελευσινίων στην ώρα του δειλινού («ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν…»), ή ακόμη ο αθηναϊκός θούριος «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» για την «νικηφόρον» Αθηνά, την «νύμφην ανύμφευτον».
[32] Πλούταρχος, «Περί δεισιδαιμονίας», 171 Ε.





Ποιος ήταν ο Αισχύλος. 

Ο Αισχύλος,  (525-456 ή 455 π.Χ.) υπήρξε ο πρώτος από τους μεγάλους δημιουργούς της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Ήταν γιος του Ευφορίωνα και γεννήθηκε στην Ελευσίνα, όπου γίνονταν τα ιερά μυστήρια της θεάς Δήμητρας. Η αριστοκρατική του καταγωγή, η μεγαλοφυΐα του, η θρησκευτική ατμόσφαιρα της Ελευσίνας και τα ηρωικά χρόνια των ελληνικών αγώνων κατά των Περσών μέστωσαν τη μεγάλη ψυχή του από υψηλά φρονήματα. Υπήρχε θρύλος, κατά τον οποίο ο θεός Διόνυσος παρουσιάστηκε στο νεαρό Αισχύλο και τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την τραγωδία.
Ο Αισχύλος αγωνίστηκε ηρωικά εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα (490 π.Χ.), στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479 π.Χ.) μαζί με τους αδελφούς του Κυναίγειρο και Αμεινία. Άρχισε να γράφει τραγωδίες στα 500 π.Χ., αλλά είχε την πρώτη του νίκη το 484 π.Χ. Από τότε πρώτευε συνήθως στους αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι παλιότεροί του τραγικοί Πρατίνας και Φρύνιχος. Για πρώτη φορά νικήθηκε από το νεότερό του Σοφοκλή στα 468 π.Χ.
Έγραψε περίπου 90 τραγωδίες, από τις οποίες σώθηκαν μόνο επτά. Έπαιρνε τα θέματά του από τους μυθικούς κύκλους των επικών ποιητών και προπάντων από τον Όμηρο. Στεφανώθηκε σε δεκατρείς δραματικούς αγώνες με 52 έργα του.
Κατά το 480-470 π.Χ., ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρων Α’ τον κάλεσε στην αυλή του μαζί με τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη. Εκεί έγραψε και το δράμα «Αιτναίοι», για να τιμήσει τη νέα πολιτεία που ιδρύθηκε από τον Ιέρωνα. Ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου παρέστησε την τετραλογία του με τους «Επτά επί Θήβας» και νίκησε (467 π.Χ.). Στα 458 π.Χ. νίκησε πάλι με την περίφημη τριλογία του «Ορέστεια». Έπειτα έφυγε πάλι για τη Σικελία, όπου και πέθανε ξαφνικά στη Γέλα το 456 (ή το 455) π.Χ. Μυθολογείται ότι ένας αετός κρατώντας στα νύχια του μια χελώνα την έριξε από ψηλά πάνω στο φαλακρό του κεφάλι και τον σκότωσε. Ο ίδιος είχε γράψει και το επιτάφιό του επίγραμμα. Προτομή του Αισχύλου σώζεται στο μουσείο του Καπιτωλίου της Ρώμης.

Οι υποθέσεις των επτά τραγωδιών του Αισχύλου που σώζονται είναι:
1. Ικέτιδες: Οι 50 κόρες του Δαναού φεύγουν με τον πατέρα τους από την Αίγυπτο, για να μην παντρευτούν τους γιους του βασιλιά Αιγύπτου, αδερφού του Δαναού. Έρχονται ικέτιδες στο Άργος, όπου τις δέχεται ο βασιλιάς Πελασγός, παρόλο που ο Αίγυπτος τον είχε απειλήσει με πόλεμο. Ο Αισχύλος υμνεί τον πολιτισμό και τη φιλοξενία των Ελλήνων σε αντίθεση με τη βία των βαρβάρων.
2. Επτά επί Θήβας: Αναφέρεται στον πόλεμο του Πολυνείκη και των συμμάχων του στρατηγών από το Άργος εναντίον του Ετεοκλή, του αδερφού του, που ήταν βασιλιάς της Θήβας. Σχετικός με το δράμα είναι και ο μύθος της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή και των «Φοινισσών» του Ευριπίδη.
3. Πέρσαι: Η σκηνή του δράματος στα Σούσα, όπου αγγελιαφόρος περιγράφει στη μητέρα του Ξέρξη Άτοσσα τη φοβερή καταστροφή των Περσών από τους Έλληνες στη Σαλαμίνα. Είναι ένας ύμνος στη γενναιότητα των Ελλήνων.
4. Προμηθεύς δεσμώτης: Η τιμωρία του Προμηθέα από το Δία, επειδή έκλεψε τη φωτιά από τον ουρανό και την έφερε στους ανθρώπους. Τραγωδία συμβολική και μεγαλοπρεπέστατη η παράσταση του νικημένου ήρωα.
5. Αγαμέμνων: Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί το βασιλιά Αγαμέμνονα, μόλις φτάνει νικητής από την Τροία στο Άργος.
6. Χοηφόροι: Η Ηλέκτρα οδηγεί τις σκλάβες του παλατιού με χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Ο Ορέστης γυρίζει στον τόπο του και σκοτώνει τη φόνισσα μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον άνδρα της Αίγισθο. Την ίδια υπόθεση έχει η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
7. Ευμενίδες: Ο Ορέστης μετά το φόνο της μητέρας του καταφεύγει στους Δελφούς κυνηγημένος από τις Ερινύες. Ο Απόλλωνας τον στέλνει να δικαστεί στον Άρειο Πάγο, όπου αθωώνεται με την ψήφο της Αθηνάς. Οι Ερινύες αγανακτούν, αλλά τις εξευμενίζει η Αθηνά και γίνονται Ευμενίδες. Οι τρεις τελευταίες τραγωδίες αποτελούν την αθάνατη τριλογία «Ορέστεια», αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.  - Σακκέτος Άγγελος

       
Ιερό και Μαντείο των Δελφών -Τα μάτια της Ελλάδος και ο σωτήρας της

  • Αναπαράσταση των Δελφών

    1ον
    Ψηλά, πάνω από τον Κορινθιακό κόλπο, στο ιερό βουνό του Παρνασσού, περικυκλωμένο από έλατα, βρίσκονταν το ιερό του θεού Απόλλωνα, Δελφοί.
    Για πολλούς αιώνες η φωνή των Δελφών, του πιο σπουδαίου ιερού, ήταν η απόλυτη οδηγήτρια δύναμη στους Έλληνες.  Απλοί άνθρωποι καθώς και απεσταλμένοι πόλεων το επισκέπτονταν, για να λάβουν απάντηση και οδηγίες για το μέλλον και πεπρωμένο τους. Οι χρησμοί υπακούονταν και η πειστική δύναμη τους ήταν τέτοια, που πόλεμοι κερδήθηκαν ή χάθηκαν, από λίγες λέξεις της Πυθίας.

    Κατά την διάρκεια του 7ου αιώνος π.Χ., όταν η βαρβαρική λατρεία του Διονύσου είχε εισέλθει στην Ελλάδα, κινδυνεύοντας να εξαλείψει τις αξίες και παραδόσεις και να στείλει τους Έλληνες σε βαρβαρικά στάδια,(αναφορά, Ελένη Παπακυριάκου/Αναγνώστου- www.sikyon.com ) οι Δελφοί έσωσαν την Ελλάδα εισάγοντας ευφυώς τον Διόνυσο, με τις αρετές του Απόλλωνα.


    Το μαντείο των Δελφών, ένα θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, επέβαλε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία διεθνή νόμο,  απαγορεύοντας


    την εκτέλεση αιχμαλώτων πολέμου ή την μόλυνση των νερών των πηγαδιών και την καταστροφή  υδραγωγείων.

    Οι Δελφοί επηρέασαν την Ελλάδα, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά στην εκπαίδευση και λογοτεχνία, στην τέχνη και το εμπόριο και κυρίως στον αποικισμό. Οι προσφορές ατόμων και πόλεων στο μαντείο του Πυθίου Απόλλωνα ήταν μεγάλες. Περισσότερα από πέντε χιλιάδες έργα τέχνης υπήρχαν στους Δελφούς, πριν την καταστροφή του.

    2ον
     ΔΕΛΦΟΙ, Η ΓΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ 

    Συγγραφέας: Ράνια Ιωάννου

    Ο θρύλος λέει ότι οι Δελφοί ήταν το σημείο που συναντήθηκαν οι δύο αετοί. όταν ο Δίας τους έστειλε να πετάξουν από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' αυτό το σημείο ο Δίας έριξε τον ιερό βράχο και οι Δελφοί έγιναν γνωστοί στα πέρατα του τότε κόσμου ως ο ομφαλός της Γης, το κέντρο του κόσμου. Σε αυτό το ανάγλυφο του τελευταίου τετάρτου του 5ου αι, π.Χ. που βρέθηκε στην Σπάρτη και έχει όμως χαρακτηριστικά αττικής γλυπτικής παριστά την Αρτέμιδα  να τείνει προχόο στον αδελφό της Κιθαρωδό εν προκειμένω Απόλλωνα που κρατά φιάλη σπονδής πάνω από τον ομφαλό των Δελφών 

    Οι Δελφοί το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου ελληνισμού παραμένει ακόμα και σήμερα ένας ισχυρός τόπος δύναμης, ένας τόπος όπου το φανταστικό και το πραγματικό συναντιούνται κάτω από το προστατευτικό φως του θεού Απόλλωνα. Ο «ομφαλός της γης», όπως είναι γνωστός ο τόπος μέχρι τις μέρες μας, βρίσκεται σε υψόμετρο 500-700 μ. χαρίζοντας στον επισκέπτη μια μοναδική θέα που συνδυάζει όλες τις φυσικές ομορφιές. Στην όμορφη αυτή περιοχή της αρχαίας Φωκίδας, ανάμεσα σε δύο πελώριους βράχους, τις Φαιδριάδες πέτρες, ήταν χτισμένο το Μαντείο των Δελφών, η δημιουργία του οποίου χάνεται μέσα στην αρχαιότητα.

    Το πώς και από ποιον δημιουργήθηκε αρχικά το Μαντείο δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αφού πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η δράση του ανάγεται στην προκατακλυσμιαία εποχή, γεγονός που ενισχύεται και από τις διάφορες θεότητες που το προστάτευαν στο διάβα της ιστορίας: η Γη, στη συνέχεια η Θέμιδα, έπειτα ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος.
    Δελφοί  François Pouqueville 1836,διακρίνονται οι  Φαιδριάδες πέτρες

     Καθώς η ιστορία άπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω από το Μαντείο των Δελφών, δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που εξιστορούσαν τις απαρχές του. Επομένως, είναι ιδιαίτερα δύσκολο έως και ακατόρθωτο για τον ιστορικό ερευνητή να διαπιστώσει αν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας σε αυτές τις διηγήσεις, καθώς και να τις αποκωδικοποιήσει.

    Ένας από τους πιο γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ο οποίος διασώθηκε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει για έναν βοσκό, ο οποίος καθώς έβοσκε το κοπάδι του στην περιοχή διαπίστωσε ότι από ένα άνοιγμα, δίπλα στις Φαιδριάδες πέτρες, έβγαιναν διάφορες αναθυμιάσεις. Παρατήρησε μάλιστα ότι τα ζώα που πλησίαζαν στο άνοιγμα αποκτούσαν μια πολύ περίεργη συμπεριφορά.Πλησιάζοντας, λοιπόν, και ο ίδιος στο χάσμα για να δει τι συμβαίνει άρχισε να λέει διάφορα ακατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε έκσταση, λόγια τα οποία εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι προέλεγαν τα μελλούμενα. Από τότε εγκαταστάθηκε στο σημείο εκείνο μια ιέρεια, η Πυθία και άρχισε να λειτουργεί το Μαντείο.

    Ένας άλλος μύθος θέλει τον ήρωα Παρνασσό, το όνομά του οποίου δόθηκε στο ομώνυμο βουνό, ν’ ανακαλύπτει σ’ εκείνη την περιοχή την οιωνοσκοπία, μαντεύοντας από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά της περιοχής.

    Στην Ομηρική Οδύσσεια, στην Ραψωδία Θ’ γίνεται αναφορά στο Μαντείο των Δελφών, χωρίς όμως να δίνονται επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ίδρυσής του. Επιπλέον πληροφορίες παίρνουμε από άλλα τρία κείμενα: τον Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα και τις τραγωδίες Ευμενίδες του Αισχύλου και Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη.
    Ο Απόλλων σκοτώνει τον Πύθωνα / Παράσταση σε ανάγλυφο

    Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο εις Απόλλωνα Πύθιον, ο Απόλλων έχτισε τον πρώτο του ναό στους Δελφούς, αφού σκότωσε πρώτα τον δράκοντα με μορφή φιδιού Πύθωνα, από το όνομα του οποίου φαίνεται να προήρθαν μετέπειτα και τα ονόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ. Θέλοντας ο θεός να εξαγνίσει τον χώρο από τη παρουσία του θηρίου έφερε εκεί το ιερό του δέντρο, τη δάφνη, με την οποία έχτισε μάλιστα και τον πρώτο του ναό. Στο μέρος αυτό χρησμοδοτούσε ο Απόλλων διά στόματος της Πυθίας, η οποία καθόταν πάνω σ’ ένα γήινο χάσμα από το οποίο έβγαιναν αναθυμιάσεις.

     Μάλιστα σύμφωνα με τον ύμνο, οι πρώτοι ιερείς του ναού ήταν Κρήτες, τους οποίους έσωσε ο ίδιος ο θεός με τη μορφή δελφινιού μεταφέροντάς τους στην πλάτη του σ’ εκείνη την περιοχή. Σε ερώτησή τους προς το θεό πως θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτό τον τόπο, εκείνοι που ήταν συνηθισμένοι να ζουν κοντά στη θάλασσα, ο θεός τους απάντησε ότι θα ζήσουν από τις προσφορές των πιστών. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι οι Κρήτες έφεραν στον τόπο τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφίνιου και μάλλον από αυτούς ονομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ο μύθος αυτός επιβίωσε σε διάφορες εορταστικές αναπαραστάσεις που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς με αποκορύφωμα τα Πύθια, τα οποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι αθλητικούς αγώνες και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.
    Δελφοί -Στάδιον του 4ου αι π.Χ.

    Στην τραγωδία Ευμενίδες ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στους Δελφούς ήταν η θεά Γη την οποία διαδέχθηκε η κόρη της Θέμις. Στη συνέχεια ήρθε η Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη επίσης της Γης και έπειτα ήρθε ο Απόλλων, ο οποίος προφανώς και ονομάστηκε Φοίβος από τη Φοίβη. Στο μύθο του Αισχύλου, ο Απόλλων φαίνεται να ήρθε από τη Δήλο και να εγκαταστάθηκε στον τόπο χωρίς να χρειαστεί να φονεύσει τον Πύθωνα.
    Αγάλματα αθλητών από ευρήματα στους Δελφούς

    Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, αναφέρεται ότι ο Απόλλων ενώ ήταν ακόμα βρέφος έφτασε μαζί με τη μητέρα του Λητώ από τη Δήλο στον Παρνασσό κι εκεί κατέλαβε το μαντείο, αφού πρώτα σκότωσε το τεράστιο τέρας που το φύλαγε. Η Γη όμως θύμωσε γιατί με αυτό τον τρόπο εκδιώχθηκε βίαια από το μαντείο η κόρη της η Θέμις κι άρχισε να στέλνει προφητικά όνειρα στους ανθρώπους, με σκοπό ν’ αποδυναμώσει τη δύναμη του θεού Απόλλωνα. Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά με παρέμβαση του Δία, ο οποίος πήρε το μέρος του Απόλλωνα δίνοντάς του την εξουσία.
    Ανάγλυφο από την Αίγινα του ναού του θεού  που παριστά τον Πύθιο Απόλλωνα να κρατά φιάλη και κιθάρα πάνω στον Δελφικό ομφαλό .350 π.Χ.


    Ακριβώς το ίδιο δρώμενο σε νομίσματα από τα Μέγαρα της εποχής του Σέπτιμου Σεβίρου. Ο Πύθιος Απόλλων διαχρονικά αγαπητός στον ελληνικό κόσμο

    Διαπιστώνουμε μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ότι υπήρχαν διάφοροι μύθοι σχετικά με το από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε να λειτουργεί το Δελφικό Μαντείο, το όποιο με τον καιρό εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας.

    Η πρακτική της χρησμοδοσίας

    Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη μαντικής τα οποία χρησιμοποιούνταν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή, όπως η οιωνοσκοπία, η σπλαγχνοσκοπία, η ονειρομαντεία, η κληρομαντεία, η αστρολογία κλπ. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν μοιρολάτρες. Αντιθέτως μελετούσαν τη φύση και προσπαθούσαν να διαβάσουν τα μηνύματά της ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος και να μπορέσουν να πορευτούν σωστά και στο μέλλον. Δεν θα πρέπει επομένως να τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιας και ζούμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς.
    Πυθία -Από επιτοίχια ζωγραφική ρωμαϊκής εποχής.

    Επίσης, πριν προχωρήσουμε παρακάτω κι αρχίσουμε να μιλάμε για τη μαντική τέχνη όπως αυτή χρησιμοποιούνταν στο Δελφικό Μαντείο, καλό θα ήταν να επισημάνουμε τον πολύ χρήσιμο διαχωρισμό που επιχείρησε ο Δ. Δημόπουλος στο βιβλίο Στο άδυτο των ελληνικών μαντείων.

    Χωρίζει, λοιπόν, τη μαντική σε δύο είδη: την «έντεχνο μαντική» και την «ένθεο μαντική». Με τον όρο «έντεχνο μαντική» εννοεί κάθε μορφή μαντικής, η οποία γίνεται μέσω «προφητών», οι οποίοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια.

    Η μορφή αυτή δεν είναι όμως αξιόπιστη μιας και το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία αλλά και την ερμηνευτική ικανότητα των λειτουργών του. Ενώ, η «ένθεος μαντική» αναφέρεται στις προφητείες που δίνονταν στους πιστούς από τον ίδιο τον θεό μέσω των αντιπροσώπων του. Τέτοια είναι κι η περίπτωση του Δελφικού Μαντείου, όπου η Πυθία χρησμοδοτούσε διά στόματος του θεού.
    Αυτό είναι και το είδος της μαντικής τέχνης που εξυψώνει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να υποβιβάζεται στο επίπεδο της «εντέχνου μαντικής». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το μόνο είδος μαντικής που έχει επιβιώσει και χρησιμοποιείται μαζικά από εκατομμύρια ανθρώπους είναι η «έντεχνος μαντική», ενώ η «ένθεος μαντική» χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.
     Του Ευγένιου Ντελακρουά -Ο Λυκούργος συμβουλεύεται την Πυθία.

    Όπως ήταν φυσικό, οι πιστοί είχαν σε πολύ υψηλή εκτίμηση τους χρησμούς που έδινε το Μαντείο καθώς θεωρούσαν ότι τους μιλάει ο ίδιος ο Απόλλων. Η Πυθία και οι ιερείς του Μαντείου ήταν απλά τα φερέφωνα του θείου λόγου.

    Η πρόσβαση στο Μαντείο ήταν ελεύθερη σε κάθε πιστό που ήθελε να συμβουλευτεί τον θεό, όχι όμως και σε οποιοδήποτε ήθελε να παρίσταται στην τελετή από περιέργεια. Η είσοδος στο ιερό απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες. Μπορούσαν όμως να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο για να θέσει στην Πυθία αντί γι’ αυτές τα ερωτήματά τους.
    Ο Πλούταρχος στα Ηθικά αναφέρει ότι η Πυθία αρχικά χρησμοδοτούσε μια φορά τον χρόνο, στις 7 του μήνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), μέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος.
    Ο ερχομός του Διονύσου στους Δελφούς -παράσταση από ζωγραφική σε αγγείο

    Η διαδικασία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι ζητούσαν χρησμό ήταν η εξής: κατ’ αρχήν πριν μπουν στο άδυτο, έπρεπε να πληρώσουν στους ιερείς τον «πέλανο», ένα είδος γλυκού, και να φέρουν κάποια ζώα για τις θυσίες που γίνονταν πριν τη χρησμοδοσία. Επίσης, έπρεπε να γνωστοποιήσουν στους ιερείς εκ των προτέρων τα ερωτήματά τους. Στη συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση η σειρά με την οποία θα έμπαιναν στο ιερό για να πάρουν τον χρησμό τους. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί απολάμβαναν για τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», έπαιρναν δηλαδή χρησμό πριν από τους υπόλοιπους.

     Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία έπαιζε ο εξαγνισμός στην Κασταλία πηγή, που αφορούσε τόσο την Πυθία όσο και τους ιερείς και αυτούς που ζητούσαν χρησμό. Αφού, λοιπόν, εξαγνίζονταν έμπαιναν μέσα στο άδυτο κι οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στη Πυθία, χωρίς όμως να μπορούν να τη δουν. Τους χώριζε ένα παραπέτασμα. Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε. Οι χρησμοί ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο αν και καθοριστικό ρόλο για το ποιο ακριβώς θα ήταν το μέτρο του χρησμού έπαιζε πάντα το είδος του, σε ποιον δινόταν αλλά και ο βαθμός του προβλήματος. Κάποιες φορές η Πυθία κατέφευγε και σε κληρομαντεία, ειδικά όταν τα ερωτήματα αφορούσαν διαζευκτικές ερωτήσεις κι όταν δεν υπήρχε πολύς χρόνος για χάσιμο. Επειδή ο λόγος της Πυθίας ήταν συνήθως δυσκολονόητος και γεμάτος γρίφους, οι ιερείς του ναού καλούνταν ν’ αποκωδικοποιήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμα του θεού στους χρηστηριαζόμενους.

    Είπαμε όμως λίγο πιο πάνω ότι υπήρχαν κάποιες μέρες που η Πυθία δεν μπορούσε να χρησμοδοτήσει. Οι ιερείς του Μαντείου για να διαπιστώσουν αν ο θεός επιθυμούσε να απαντήσει μέσω της Πυθίας στις ερωτήσεις των πιστών κατέβρεχαν με κρύο νερό μια κατσίκα. Αν το ζωντανό έτρεμε, τότε εκείνη τη μέρα μπορούσε να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αν δεν έτρεμε, τότε όλοι οι πιστοί καλούνταν να έρθουν μια άλλη μέρα. Ο Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε κι ο ίδιος ιερέας του Δελφικού Μαντείου, κάνει λόγο για μια περίπτωση όπου ενώ η κατσίκα δεν άρχισε να τρέμει, οι ιερείς της έριξαν παγωμένο νερό ώστε να εκβιάσουν τη διαδικασία. Η Πυθία άρχισε να χρησμοδοτεί εκείνη τη μέρα παρά τη θέληση τη δική της αλλά και του θεού. Από το στόμα της όμως άρχισαν να βγαίνουν κάποιες άναρθρες κραυγές λες και είχε καταληφθεί από δαίμονα και ουρλιάζοντας πετάχτηκε έξω από το ιερό, τρομάζοντας όλους όσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Σε λίγες μέρες η Πυθία πέθανε.



    Πυθία, η εκπρόσωπος του Απόλλωνα

    Η Πυθία για να αποσαφηνίσουμε μια συχνή παρανόηση δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλος που δινόταν στις προφήτισσες του Απόλλωνα που επιλέγονταν για να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του. Αρχικά, οι πρώτες Πυθίες ήταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά από ένα συμβάν όμως όπου ένας άνδρας που είχε έρθει να ζητήσει χρησμό, ερωτεύτηκε μια Πυθία και την έκλεψε, οι Πυθίες ήταν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, γύρω στα 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά. Από τη στιγμή όμως που μια γυναίκα με οικογένεια καλούνταν να υπηρετήσει τον Απόλλωνα, εγκατέλειπε το σπίτι και την οικογένειά της κι έμενε σ’ ένα συγκεκριμένο οίκημα εντός του ναού για να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε με βάσει τους κανονισμούς που της είχαν θέσει εξ αρχής οι ιερείς. Δεν χρειαζόταν να έχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, ούτε και κάποιες ικανότητες ενόρασης ή διορατικότητας. Στην αρχή ήταν μία η Πυθία. Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν κι η φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις.
    Το ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι γυναίκες, με ποια κριτήρια επιλέγονταν αλλά και πως ακριβώς έρχονταν σε επαφή με το θείο και χρησμοδοτούσαν, είναι ερωτήσεις που δύσκολα μπορούν να βρουν απάντηση. Παρ’ όλο που έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είτε διετέλεσαν ιερείς του ναού, είτε έφτασαν στους Δελφούς για να ζητήσουν τη συμβολή του θεού, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως κάποια ευρήματα που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας. Μάλιστα, η έρευνα των αρχαιολόγων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχε κάποιο χάσμα γης απ’ το οποίο να εκλύονταν αναθυμιάσεις. Όπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γεννώντας νέα ερωτήματα.
    Πυθία σε αφιερωματική στάση σε δελφικό τρίποδα μαζί με Νεωκόρο .Παράσταση από ανάγλυφο.

    Το Μαντείο κι ο ρόλος του στην αρχαία ελληνική ιστορία

    Όσο παράξενη και να μας φαίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν προβλημάτιζε καθόλου τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έσπευδαν σωρηδόν για να συμβουλευτούν το Μαντείο. Η εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του Μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για πλείστα θέματα, τόσο για πολιτικά όσο και για προσωπικά ζητήματα. Όχι μόνο φτωχοί άνθρωποι αλλά και βασιλιάδες κατέφευγαν στο Μαντείο ή έστελναν τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό. Πολλές φορές κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση. Σε περιόδους κρίσης το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες πριν αναλάβουν δράση ήταν να συμβουλευτούν το Μαντείο. Ο πιο σημαντικός ρόλος όμως που έπαιξε το Μαντείο των Δελφών έχει να κάνει με τη στάση που κράτησε και τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους αποικισμούς που έλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αιώνα π.Χ.

    Ο έντρομος Ορέστης κρατά τον ομφαλό, δεξιά η αδελφή του Απόλλωνα Άρτεμης κοιτά το δρώμενο και αριστερά ο Απόλλων διώχνει τις Ερινύες Αριστερά τρομαγμένη η Πυθία αφού της πέφτει το κλειδί του Μαντείου και σύμβολο της θέσης .Ο Ορέστης κατέφυγε στο Μαντείο για να ζητήσει εξιλέωση από τον Απόλλωνα για το δολοφονία της μητέρας του. Για να εκδικηθεί αναγκάστηκε να γίνει "μητραλοίας", να σκοτώσει δηλ. την ίδια του τη μητέρα. Αυτό ξεσηκώνει εναντίον του τις Ερινύες (προσωποποίηση των τύψεων), οι οποίες τον καταδιώκουν και δεν τον αφήνουν ούτε στιγμή ήσυχο. Σύμφωνα με την εκδοχή που αναπτύσσει ο Αισχύλος στην τραγωδία του "Ευμενίδες", ο Ο. κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών και ο Απόλλωνας τον παρέπεμψε στον Άρειο Πάγο της Αθήνας. Εκεί δικάστηκε και αθωώθηκε με την ψήφο της Αθηνάς, η οποία ως εκπρόσωπος της αιώνιας συνείδησης του ηθικού κόσμου, όταν οι δικαστές ισοψήφησαν, κηρύχτηκε υπέρ του κατηγορούμενου. Ο Ευριπίδης όμως στην "Ιφιγένεια εν Ταύροις" πραγματεύεται με άλλο τρόπο την κάθαρση του Ο. Σύμφωνα μ` αυτόν, η Πυθία τον διέταξε να πάει στη χώρα των Ταύρων και να μεταφέρει το ξόανο της Άρτεμης. Πήγε λοιπόν με το φίλο του Πυλάδη και εκεί έγινε η αναγνώριση με την αδερφή του Ιφιγένεια, που ήταν ιέρεια του ναού της θεάς, όπου βρισκόταν και το άγαλμα. Οι τρεις νέοι κατέστρωσαν ένα σχέδιο δράσης, άρπαξαν το ξόανο, το μετέφεραν στη Βραυρώνα της Αττικής και το αφιέρωσαν στον εκεί ναό της Άρτεμης. Ο Ευριπίδης πραγματεύεται το μύθο αυτό και στην τραγωδία του "Ορέστης", όπου ο ήρωας κατά διαταγή του Απόλλωνα παντρεύεται την Ερμιόνη, την κόρη του θείου του Μενέλαου.

    Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι Έλληνες αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία και έφτασαν μέχρι και τα παράλια της Αφρικής, ιδρύοντας εκατοντάδες αποικίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επρόκειτο να σημειώσουν μια λαμπρή πορεία που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον ελληνισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας θα πρέπει ν’ αποδοθεί και στο Μαντείο των Δελφών ο ρόλος του οποίου, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήταν μείζονος σημασίας.

    Οι άποικοι ξεκινώντας να καταλάβουν μια ξένη περιοχή, πολύ μακριά από τη γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ότι θα καλούνταν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αυτό και είχαν ανάγκη από τη βοήθεια και την ευλογία των θεών, την οποία επιδίωκαν να ζητήσουν από τον θεό Απόλλωνα, μιας και το Μαντείο αποτελούσε εκείνη την εποχή το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ελλαδικού χώρου. Ο Απόλλωνας, όπως φαίνεται από τους χρησμούς που έχουν σωθεί, άλλες φορές έδινε απλά τη συγκατάθεση και την ευλογία του κι άλλες φορές τους υποδείκνυε ακόμα και σε ποια ακριβώς περιοχή να πάνε ή όριζε ο ίδιος τον επικεφαλής του αποικισμού.
    Ενδεικτικά παραθέτουμε έναν μεταφρασμένο χρησμό που δόθηκε από το Μαντείο στον Περδίκκα τον Α’ σχετικά με τον αποικισμό των Αιγών (όπου αίγα=κατσίκα), της πρώτης πρωτεύουσας των Μακεδόνων. Του είπε λοιπόν ο θεός:
    Υπάρχει βασιλική δύναμη γης πλουτοφόρας
    για τους ευλαβείς γιους του Τημένου, γιατί τη
    δίνει ο Δίας που κρατά αιγίδα. Όμως πήγαινε
    γρήγορα στη Βοττιαία γη με τα πολλά κοπάδια.
    Κι εκεί, όπου θα συναντήσεις ασημοκέρατες
    γίδες άσπρες σαν το χιόνι να κοιμούνται, στο
    έδαφος εκείνης της γης θυσίασε στους
    μακάριους θεούς και χτίσε την ακρόπολη της
    πόλης.
    Το Μαντείο των Δελφών κατάφερνε επί αιώνες να συσπειρώνει θρησκευτικά τους απανταχού Έλληνες συνδυάζοντας αρμονικά τη λογική και τη μεταφυσική, κάτι που στις μέρες μας θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολο, έως κι ακατόρθωτο. Το Μαντείο κατόρθωσε να παραμείνει ζωντανό όλους αυτούς τους αιώνες της ακμής του ελληνικού πολιτισμού. Ακόμα κι όταν εκείνος παρήκμασε προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να κρατηθεί και να συνεχίσει το έργο του. Μόνο όταν η παλιά θρησκεία πέθανε οριστικά μέσα στις καρδιές των ανθρώπων κι αντικαταστάθηκε από τον χριστιανισμό, μόνο τότε το Μαντείο έπαψε να λειτουργεί κι η Πυθία σταμάτησε να χρησμοδοτεί στο όνομά του Απόλλωνα. Γνωστός είναι άλλωστε ο χρησμός που δόθηκε από το Μαντείο στον αυτοκράτορα Ιουλιανό που προσπαθώντας ν’ αναβιώσει την αρχαία ελληνική πίστη επιχείρησε ν’ αναβιώσει και πάλι το Μαντείο:
    Να πείτε στον βασιλιά ότι σωριάστηκε κάτω η
    πλουμιστή αυλή. Ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία
    ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που μιλά. Και
    το φλύαρο νερό έχει στερέψει.

    3ον
    Φανταστική αναπαράσταση με λανθάνοντα στοιχεία ,η Πυθία γνωρίζουμε ότι βρίσκετε πίσω από παραβάν στην χρησμοδοσία ,οι γυναίκες δεν αναφέρεται πουθενά ότι φόραγαν κάλυμμα κεφαλής και ο ρουχισμός των αρρένων  παραπέμπει σε χριστιανικούς βίους. Λέων δεν υπάρχει πάνω σε στύλο όπως και η  δωρική κολώνα ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα












    4ον



     Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ
    Ο Ξέρξης κατά την εισβολή του στην Ελλάδα, κατέστρεψε όσα ιερά συνάντησε στο πέρασμα του. ενώ το 480 π.Χ., κατευθύνθηκε προς το μαντείο των Δελφών, με σκοπό να το συλήσει.
    Οι κάτοικοι των Δελφών, βλέποντας τους Πέρσες να πλησιάζουν, ρώτησαν στο μαντείο τον Απόλλωνος, αν θα έπρεπε να κρύψουν ή να μεταφέρουν τα ιερά αντικείμενα του ναού.
    Ο θεός δεν άφησε να τα μετακινήσουν τους είπε ότι ήταν ικανός να προστατεύσει ότι τον ανήκει.... Όταν οι βάρβαροι έφθασαν κοντά, βλέποντας από την θέση τους το ιερό, ο προφήτης που λεγόταν Ακήρατος βλέπει να μετακινούνται έμπροσθεν τον ναού όπλα ιερά που εξήλθαν από το άδυτον αυτά που δεν επιτρεπόταν να τα αγγίζει κανείς.
    Τρέχει να αναφέρει το σημείο (δρώμενο) εις τους κατοίκους που είχαν μείνει. Και οι βάρβαροι όμως, όταν έφθασαν τρέχοντας εις το ιερόν της Αθηνάς Προνοίας, είδαν σημεία (δρώμενα) μεγαλύτερα από το πρώτο.
    Βέβαια είναι μεγάλο θαύμα να φανερωθούν από μόνα τους αυτόματα πολεμικά όπλα, έμπροσθεν τον ναού. Τα δεύτερα όμως (σημεία) που ακολούθησαν, αξίζει να τα θαυμάσεις περισσότερο απ' όλα τα φαινόμενα.

    Όταν οι βάρβαροι έφθασαν βιαστικοί εις τον ναόν της Αθηνάς Προνοίας, πέφτουν επάνω τους κεραυνοί από τον ουρανό, δυο κορυφές από τον Παρνασσό κόβονται και κατρακυλούν επάνω τους με πολύ πάταγο και καταπλακώνουν πολλούς απ' αυτούς.... Όσοι εσώθησαν κατευθύνθηκαν εις την Βοιωτίαν.
    Αυτοί οι βάρβαροι που επέστρεψαν, όπως μου είπαν, εκτός απ' αυτά είδαν και άλλα θεία σημεία.
    Δυο οπλίτες με ανάστημα μεγαλύτερο από άνθρωπο τους ακολουθούσαν σκοτώνοντας και διώκοντας τους. Οι κάτοικοι λένε ότι αυτοί οι δυο είναι οι ντόπιοι ήρωες Φύλακος και Αυτόνοος.
    (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 8,36)

    Ανάλογη τύχη με τους Πέρσες είχαν και οι Γαλάτες οι οποίοι επίσης προσπάθησαν να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, το 279 π.Χ.

    Μόλις λοιπόν συνεπλάκησαν, αμέσως κεραυνοί κατευθύνονταν εναντίων των Γαλατών και πέτρες που αποκόπηκαν από τον Παρνασσό, και άνδρες οπλισμένοι πρόξενοι, τρόμου ορθώθηκαν εναντίον των βαρβάρων.
    Απ' αυτούς λέγεται ότι άλλοι μεν ήλθαν από τους Υπερβόρειους. Ο Υπέροχος και ο Αμάδοκος και τρίτος, ο Πυρρός του Αχιλλέως.
    (Παυσανίας, Αττικά, 4,4)



    5ον



    Απόλλων Δελφίνιος

    Φαίνεται ευρέως αποδεκτό ότι το όνομα του Δελφινίου Απόλλωνα προέρχεται από τo "δελφίνι" και όχι από το τοπωνύμιο των Δελφών, αν και πιθανότατα όλες αυτές οι λέξεις προέρχονται τελικά από την ίδια ρίζα.[1]Γνωρίζουμε από τον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα ότι ο θεός εμφανίστηκε με τη μορφή ενός δελφινιού, για να οδηγήσει κάποιους Κρήτες στους Δελφούς, ώστε να γίνουν οι πρώτοι ιερείς του εκεί, ενώ υπάρχει και ο μύθος του Ικάδιου, γιου του Απόλλωνα, ο οποίος φτάνει από την Κρήτη στη δελφική ακτή στην πλάτη ενός δελφινιού. 

    Ο ομηρικός ύμνος μάς λέει επίσης ότι ο Απόλλωνας, αφού αποκάλυψε τον εαυτό του στους Κρήτες, κατά την προσέγγισή τους στην ακτή της Κρίσας τους έδωσε ειδικές οδηγίες για τη δημιουργία ενός βωμού. Τους διέταξε να προσφέρουν θυσίες και προσευχές σ’ αυτόν ως Δελφίνιο. Μόνο μετά από την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος ανέβηκαν στο λόφο για την Πυθώ, για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους εκεί. 

    Η λατρεία του Απόλλωνα Δελφινίου ήταν διαδεδομένη σε όλη την περιοχή του Αιγαίου, αλλά ιδιαίτερα στην Κρήτη, και υπάρχει μια γενική πεποίθηση ότι η λατρεία συνδεόταν με τη θάλασσα και την προστασία των ναυτικών. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι μια σειρά από λατρείες του Απόλλωνα Δελφινίου εκτός Κρήτης βρίσκονταν σε μέρη με ισχυρούς δεσμούς με τη μεγαλόνησο. Μια τέτοια λατρεία υπήρχε στη Μίλητο της Ιωνίας, της οποίας ο επώνυμος ιδρυτής, σύμφωνα με έναν μύθο ίδρυσης, ήταν γιος του Απόλλωνα και εγγονός του Μίνωα. Λίγο αργότερα από τη Μίλητο έγινε ο αποικισμός της Χίου, όπου ένα διπλό λιμάνι, το οποίο ονομάζεται Δελφίνιο και αναφέρεται από τον Θουκυδίδη, πρέπει να συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφινίου εκεί. 


    Η Χίος ιδρύθηκε από τον Ραδάμανθη, ο οποίος την ανέθεσε στον Οινοπίωνα, γιο της κόρης του Μίνωα Αριάδνης και του Διόνυσου. Ο Παυσανίας, επίσης, καταγράφει ότι ο Οινοπίων ήρθε στη Χίο από την Κρήτη και έγινε βασιλιάς και ότι μπορούσε κανείς να δει εκεί τον τάφο του. Η Θήρα, νησί με έντονες μινωικές συνδέσεις, είχε μήνα Δελφίνιο, ενώ στη Μασσαλία και την Αίγινα, εκτός από τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφινίου, υπάρχουν ενδείξεις για τη λατρεία της κρητικής θεάς Δίκτυννας -ονομάζεται Αφαία στην Αίγινα- την οποία ο Πλούταρχος συνδέει με τον Απόλλωνα Δελφίνιο ως δέκτη λατρείας.
    Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό στην Αίγινα, όπου η Αφαία είχε ναό και υπήρχε μήνας και γιορτή του Δελφινίου. Τέλος, υπάρχει το Δελφίνιο στην Αθήνα, όπου η λατρεία συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Θησέα και τις κρητικές του περιπέτειες. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται πιθανό, όπως πολλοί μελετητές πιστεύουν, ότι ο Δελφίνιος ήταν κρητική θεότητα, ότι χρονολογείται τουλάχιστον από την προδωρική, αν όχι από τη μινωική εποχή, και ότι συγχωνεύθηκε με τον Απόλλωνα, όταν η λατρεία του έφτασε στους Δελφούς.
    Θεωρείται επίσης ότι η λατρεία του Απόλλωνα Δελφινίου ήταν σημαντική στη Δρήρο, επειδή το ιερό του εκεί αποτελεί παράδειγμα ιερού του Απόλλωνα Δελφινίου που χρησιμοποιείται ως αρχείο του κράτους. Ο όρκος των εφήβων στη Δρήρο, που είναι ουσιαστικά μια συνθήκη μεταξύ της Δρήρου και της Κνωσού εναντίον της Λύττου, αναφέρει ότι ένα αντίγραφο θα πρέπει να στηθεί στο ιερό του Απόλλωνα Δελφινίου στη Δρήρο. 

    Στην Κνωσό προξενικά ψηφίσματα και συμφωνίες με άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών μεταξύ άλλων κρατών όπου η Κνωσός ήταν ο εγγυητής, στήθηκαν στο ντόπιο Δελφίνιο. Το ότι μερικά Δελφίνια στην Κρήτη χρησιμοποιούνταν ως δημόσια κτίρια, πριν από την εμφάνιση των πρυτανείων, υποδεικνύεται από μια επιγραφή του δεύτερου αιώνα, που αναφέρεται στην ψυχαγωγία των πρεσβευτών της Τήνου στο Δελφίνιο στην Υρτακίνα. Σίγουρα και εκτός Κρήτης ένα Δελφίνιο είχε συχνά κάποια σχέση με την διακυβέρνηση της πόλης. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Μιλήτου, όπου το Δελφίνιο ήταν το κύριο ιερό του σώματος των Μολπών, εμπλεκόταν στην πολιτειακή ζωή και τους νόμους της πόλης και ήταν, και στην περίπτωση αυτή, επίσης το αρχείο για το ιερούς νόμους, τα διατάγματα και τις εξωτερικές συνθήκες. Στην Αθήνα, επίσης, υπήρχε σχέση μεταξύ Δελφινίου Απόλλωνα και του δικαίου της πόλης.



     Ο όρκος που επιβεβαίωνε την επιλεξιμότητα ενός αγοριού για την ιδιότητα του πολίτη δινόταν από τον πατέρα του στο Δελφίνιο. Ο Θησέας και το Δελφίνιο στην Αθήνα συνδέονταν με την Κρήτη μέσω του εξαγνιστικού ρόλου του Απόλλωνα Δελφινίου. Το Δελφίνιο στην Αθήνα ήταν ο τόπος διεξαγωγής της δίκης και του καθαρμού από το μίασμα των δικαιολογημένων ανθρωποκτονιών, ενώ εδώ ο Θησέας έκανε μια προσφορά πριν από την αναχώρησή του για την Κρήτη, για να εξιλεωθεί για τον θάνατο του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, για τον φόνο του οποίου κατηγορούνταν ο πατέρας του Θησέα, ο Αιγέας. Ήταν ως εκδίκηση γι 'αυτό το φόνο του γιου του, που ο Μίνωας απαίτησε την ετήσια εισφορά νεαρών Αθηναίων ανδρών και γυναικών για να πεθάνουν στην Κνωσό. Ο Θησέας ο ίδιος είχε προηγουμένως απαλλαγεί στο Δελφίνιο από το αίμα που σχετιζόταν με τη σφαγή των Παλλαντιδών, ανταγωνιστών του για το θρόνο της Αθήνας.

    Η Κρήτη και οι Δελφοί σχετίζονται συχνά με τελετές καθαρμών, οι οποίες πιθανότατα ήταν κρητικές στην προέλευση. Υπάρχει μια παράδοση στον Παυσανία ότι ο Απόλλων πήγε στην Κρήτη, μετά τη δολοφονία του Πύθωνα, για να καθαριστεί από τον Καρμάνορα. Αν ο ίδιος ο θεός είχε υποβληθεί σε τελετή εξαγνισμού στην Κρήτη, φαίνεται εύλογο ότι θα πρέπει να θέσπισε τις ίδιες εξαγνιστικές τελετουργίες στο νέο ιερό του στους Δελφούς. Έχουμε ήδη επισημάνει το λατρευτικό σύνδεσμο μεταξύ Δελφινίου Απόλλωνα και της κρητικής θεάς Δίκτυννας, που, σύμφωνα με τον Διόδωρο, ήταν κόρη του Δία και της Κάρμης, κόρης του Εύβουλου. Αυτό το οικογενειακό δέντρο επιβεβαιώνεται από τον Παυσανία, που προσθέτει επίσης ότι ο Εύβουλος ήταν ο γιος του εξαγνιστή του Απόλλωνα, του Καρμάνορος. Φαίνεται ως εκ τούτου ότι οι ίδιες εξαγνιστικές τελετουργίες εισήχθησαν στους Δελφούς από τους Κρήτες που οδηγήθηκαν εκεί για να γίνουν ιερείς του θεού. [2]

    [1] Η λέξη δελφύς δήλωνε την "μήτρα" και πιθανότατα το αρχικό όνομα των Δελφών ήταν ακριβώς αυτό (Δελφύς), ενώ η λέξη Δελφοί δήλωνε του κατοίκους της χώρας και μετά χρησιμοποιήθηκε ως τοπωνύμιο. Η λέξη δελφίς (ή δελφίν), γενική δελφῖνος προέρχεται μάλλον από την ίδια ρίζα και πρέπει να σχετιστεί με το δέλφαξ που δήλωνε τη νεαρή σκρόφα (κυριολεκτικά η γουρούνα που έχει μωρό στην κοιλιά) ή το γουρουνάκι της. Το όνομα του δελφινιού θα μπορούσε να έχει προκύψει ως ένα είδος μεταφοράς (δελφίς = το γουρουνάκι της θάλασσας). Η ίδια ρίζα δίνει βέβαια και τη λέξη ἀδελφοί (αυτοί που βγήκαν από την ίδια κοιλιά, μήτρα). Το αρχικό γράμμα της ρίζας μοιάζει να προκύπτει από κάποιο αρχαιότερο χειλοϋπερωικό φθόγγο (*gwelph-), όπως φαίνεται από τους αιολικούς τύπους Βελφοί (=Δελφοί), βέλφιν (=δελφίς ή δελφίν).

    [2] Ο Απόλλων, πάντως, δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με την ποιότητα των εισηγμένων τελετών στους Δελφούς, δεδομένου ότι το μαντείο των Δελφών εξακολούθησε να καλεί Κρήτες για να βοηθήσουν σε μεταγενέστερες περιπτώσεις καθαρμού, συμπεριλαμβανομένου του καθαρμού της Αθήνας από το αίμα της ενοχής που συνδέθηκε από τον Επιμενίδη με το Κυλώνειο Άγος.


Οι περιγραφές του θρύλου για το Μαντείο των Δελφών που αφορούν την Πυθία και την επικοινωνία της με τον Απόλλωνα μέσω αναθυμιάσεων ανήκαν στην σφαίρα του εξωπραγματικού και ίσως του μύθου, κατά την άποψη ορισμένων αρχαιολόγων. Το 1892 Γάλλοι αρχαιολόγοι άρχισαν ανασκαφές στην περιοχή του ιερού των Δελφών με σκοπό να βρουν κάτι που να αποδεικνύει ότι πράγματι υπήρχε το χάσμα που επέτρεπε στα αέρια ν΄ αναδυθούν και να δημιουργήσουν το κανάλι «επικοινωνίας” μεταξύ Πυθίας και Απόλλωνα. Δεν κατόρθωσαν όμως να βρουν κάτι που να το αποδεικνύει, και έτσι ο θρύλος παρέμεινε στην σφαίρα του μύθου.

Δεν ήταν παρά τα τέλη του 1990 που μια ομάδα αποτελούμενη από ένα αρχαιολόγο, έναν τοξικολόγο, ένα χημικό, και έναν γεωλόγο οι οποίοι υποστήριξαν το αντίθετο. Σύμφωνα με την θεωρία τους, ο ομφαλός βράχος, πάνω στον οποίο καθόταν η Πυθία και ανάμεσα στις αναθυμιάσεις έλεγε στους χρησμούς της, βρισκόταν ακριβώς πάνω από ένα χάσμα που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της ολισθηρότητας των υπογείων πλακών, αφήνοντας μία δίοδο ώστε οι αναθυμιάσεις αέριων όπως αιθάνιο + μεθάνιο, να ανεβαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους και να εισπνέονται από την Πυθία.

Είναι γνωστό ότι άν κάποιος εισπνεύσει μικρή ποσότητα αιθυλένιου έρχεται σε κατάσταση ευφορίας, και δημιουργούνται παραισθησιακά οράματα. Όταν η Πυθία ήταν στην «κατάσταση» επικοινωνίας με τον Απόλλωνα και ζητούνταν οι ερωτήσεις και συμβουλές, οι απαντήσεις της Πυθίας δίνονταν ασυνάρτητα, εκείνη παραληρούσε και έλεγε ασυναρτησίες. Οι ιερείς του ιερού ήταν εκείνοι που «μετάφραζαν» και έδιναν κάποιο νόημα στα όσα εκείνη έλεγε.

Οι Απαντήσεις του Μαντείου ήταν πάντα σοφές και προνοητικές και γι’αυτό το Μαντείο ήταν αξιοσέβαστο και τόσο φημισμένο, και αναπόσπαστο στοιχείο του Ελληνικού τρόπου ζωής. Αυτό που όμως δεν είναι ευρέως γνωστό είναι πως ο αείμνηστος καθηγητής της αρχαιολογίας και Πρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπυρίδων Μαρινάτος το 1958-59, συνέγραψε μια ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο, «ΔΕΛΦΙΚΟ ΧΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΥΘΙΑΣ», η οποία απετέλεσε το κύριο θέμα του πρυτανικού του λόγου , στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσία του τότε βασιλικού ζεύγους Παύλου και Φρειδερίκης, έχοντας στα χέρια του απτές αποδείξεις για την ύπαρξη του χάσματος που αποτελούσε το κανάλι επικοινωνίας μεταξύ Πυθίας και του «πνεύματος» του Θεού.

Επομένως προηγήθηκε στις διαπιστώσεις του κατά τριάντα έτη, από τους αλλοδαπούς επιστήμονες. Αναφέρει ότι η νεώτερη επιστήμη απέκλεισε την περίπτωση του χάσματος επειδή δεν ανακαλύφθηκε από τις ανασκαφές. Σύμφωνα όμως με τις αρχαίες μαρτυρίες , το χάσμα υπήρχε. Πρώτος το αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης . Κατ΄αυτόν αίγες που έβοσκαν κοντά ανακάλυψαν τις ιδιότητες του χάσματος διότι μόλις επλησίαζον προς αυτό σκιρτούσαν και άφηναν ιδιαίτερη φωνή. Ο ποιμένας τους όταν πλησίασε και έσκυψε από περιέργεια στο χάσμα, έπαθε τον αυτό ενθουσιασμό και άρχισε να προλέγει τα μέλλοντα. Το ίδιο έπαθαν και άλλοι, οι οποίοι πηδούσαν στο χάσμα και χάνοντο. ΄Ετσι έγινε γνωστό το μαντείο και ενομίσθη ότι ανήκε στη Γή.

Η Κασσωτίδα πηγή στους Δελφούς. Σεπτέμβριος 1810.-[HAYGARTH, William. Collection of 120 original sketches of Greek landscape made in 1810-1811.]Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε.

Ο Διόδωρος έλεγε ότι το χάσμα έκειτο εκεί όπου είναι το άδυτο του σημερινού ιερού. Τα ίδια λέει και ο Στράβων προσθέτοντας όμως ότι από το άντρο που δεν ήταν ευρύστομο ανεφέρετο «πνεύμα ενθουσιαστικόν».Μεταγενέστεροι συγγραφείς μιλούν για ένθεο ατμό, αναθυμιάσεως, πνεύματος λεπτού και πυρώδους (Ιάμβλιχος), πνεύματος ψυχρού ( Ιουστίνος) και τέλος βεβαιώνουν ότι το ρεύμα αέρος ήταν άλλοτε ισχυρότερο και άλλοτε ασθενέστερο.

 Ο Πλίνιος προσθέτει, ότι η αναθυμίασις ήταν μεταξύ των πρωτίστων ομοίων, οι οποίες δημιουργούσαν μαντική κατάσταση εμπνεύσεως.  Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η μαρτυρία του Πλουτάρχου, ο οποίος ήταν και άνω των 20 ετών ιερεύς στους Δελφούς.
Σε δύο πραγματίες του  Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων και Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν, μιλά για τα δελφικά προβλήματα. Το χάσμα και τον εξ΄αυτού αναδιδόμενο αέρο το αναφέρει πολλές φορές. Ουδέποτε όμως είπε ότι το χάσμα ήταν στο άδυτο του ναού.

Αναφέρει επίσης ότι η αναθυμίασις δεν ήταν σταθερή, αλλά άλλοτε ήταν ασθενής και άλλοτε σφοδρή. Επικαλείται και μάρτυρες ότι το αναδιδόμενο πνεύμα είναι κατά άτακτα διαστήματα πλήρες ευωδίας.

 Χαρακτηριστικά βεβαιώνει ότι με την ευωδιά αυτή γέμιζε ο οίκος εντός του οποίο κάθονταν αυτοί που περίμεναν τους χρησμούς και προερχόταν από το άδυτο. Ο τρόπος με τον οποίο μιλά για τον αναδιδόμενο αέρα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για το άδυτο του ναού.

Συγκεκριμένα μεταχειρίζεται την εξής φράση σχετικά με το γεγονός ότι η Πυθία δεν δίδει πλέον έμμετρους χρησμούς ΄Εν εκ των δύο πρέπει να συμβαίνει, ή η Πυθία δεν πλησιάζει την τοποθεσίαν όπου ευρίσκεται το θείον ή η αναθυμίασις έχει σβήσει τελείως και εξέλιπεν η δύναμίς της. «ως δυοίν θάτερον, ή της Πυθίας τω χωρίω μη πελαζούσης, εν ω το θείον εστιν, ή του πνεύματος απεσβεσμένου και της δυνάμεως εκλελοιπυίας». Κατά τα άλλα επιβεβαιώνει την παράδοση του Διοδώρου, περί της ανακαλύψεως του χάσματος από τις αίγες και αναφέρει και το όνομα του ποιμένος, Κορήτας.

Μας δίνει επίσης άλλη μια συγκαλυμμένη νύξη για το χάσμα, χρησιμοποιώντας μια σκηνογραφία. Παριστάνει τους ήρωες του διαλόγου, να έρχονται στο ναό, για να καθίσουν στο μεσημβρινό κρηπίδωμα και να συνομιλήσουν έχοντας ενώπιόν του το ιερό της Γής. Τότε ο Βόηθος, λέει ότι « και ο τόπος της απορίας συνεπιλαμβάνεται τω ξένω»,ήτοι βοηθά και ο τόπος να γίνει συζήτηση για την σημερινή έλλειψη εμπνεύσεως της Πυθίας.

Δεν γίνεται όμως λόγος για αναθυμιάσεις, αλλά περί Μουσών και νάματος. Εμείς όμως γνωρίζουμε ήδη ότι με το ιερό και το αρχικό μαντείο της Γής, συνεδέοντο οι αναθυμιάσεις του χάσματος. Το ιερό της Γής ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές εκεί ακριβώς ότι το αναφέρει ο Πλούταρχος, προ της μεσημβρινής πλευράς του ναού.




Ο Α. Κεραμόπούλλος, στον οδηγό των Δελφών (1935) αναφέρει « Είναι το παμπάλαιο ιερό της Γής. Ενταύθα ήτο το χάσμα το αναδίδον πνοήν…». Λίγο μετά την ανέγερση του τότε νέου ξενοδοχείου στην άκρη της πόλης των Δελφών, άκουσε ο Μαρινάτος κατά τη μετάβασή του εκεί το Μάρτη του 1955 να μιλούν για την «ανεμότρυπα» την οποία απέκοψε εν μέρει η χάραξις του δρόμου. O Κεραμόπουλλος, μιλούσε περί «ρωγμής κατά το δυτικόν άκρον του χωρίου». Επισκέφθηκε το σημείο.
Βρήκε το χάσμα ,έβαλε εντός το κεφάλι του και αμέσως έγινε αισθητή η πνοή του εξερχομένου ανέμου.Φωτογράφισε το σημείο και έγραψε άρθρο στον ημερήσιο τύπο, με το οποίο συνιστούσε στην υπηρεσία Τουρισμού να φροντίσει να μην καταστραφεί περαιτέρω το χάσμα. Τον Ιανουάριο του 1959, ξαναπήγε στους Δελφούς, αλλά το χάσμα είχε εξαφανισθεί.

Κατά την νέα διαπλάτυνση της οδού ο βράχος ανατιχάνθηκε και το τμήμα της οπής που είχε μείνει γέμισε πέτρες και χώματα. Βρήκε ωστόσο το μικρό εναπομείνον ίχνος του χάσματος με τη βοήθεια της παλιάς φωτογραφίας . αλλά και πάλι αμφέβαλλε διότι το τοπίο είχε μεταμορφωθεί δραματικά.
 ΄Όπως χαρακτηριστικά γράφει «την τελειωτικήν απόδειξιν παρέσχεν η αναθυμίασις. Το πνεύμα υπήρχε πάντοτε εκεί, εξερχόμενον δια μέσου των λίθων και χωμάτων. Την φοράν αυτήν ανεδίδετο θερμόν, την δε θερμότητά του καθίστα εντονωτέρα η παγερά ημέρα».

Ο Μαρινάτος πίστευε ότι η σχισμή είναι μία και μόνη, η οποία με κατέυθυνση από ανατολικά προς δυτικά, διέρχεται από το ιερό και εξέπεμπε άλλοτε την αναθυμίαση εντός αυτού, πιθανότατα στο ιερό της Γής.
Λόγω των συνεχών και σφοδρών σεισμών, πιθανώς να υπέστησαν τα πετρώματα ελαφρά μετακίνηση , από την οποία εφράχθη το ένα στόμιο και ανοίχτηκε άλλα στην Ανεμότρυπα. Το νερό της Κασταλίας μετακινήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν και το 1870 , λόγω σεισμών.


Επίσης θεωρούσε πιθανό η Ανεμότρυπα να είναι διακλάδωσις του Δελφικού χάσματος ή ακόμη και τελείως ανεξάρτητο χάσμα. Το γεγονός πάντως παραμένει ότι κοντά στο ιερό υπάρχει αυτό το φαινόμενο, για το οποίο έχει μιλήσει η αρχαιότητα και καλύπτει τους διάφορους τρόπους με τους οποίους περιγράφεται το «πνεύμα». ΄Οσον αφορά τις αρχαίες πηγές για το χάσμα επισημαίνει ο Μαρινάτος ότι αυτές δεν είναι παλιότερες του 1ου π.Χ αιώνος. Ο Διόδωρος, οποίος είναι ο πάλαιότερος, έδωσε συγχρόνως αφορμή στην αμφισβήτηση του όλου ζητήματος περί χάσματος και αναθυμιάσεως, διότι μνημονεύει ότι έκειντο εις το «άδυτον» του «ιερού».

Επί πλέον, η συχνή έκφρασις ότι η Πυθία «κατέβαινε» εις το άδυτο , οδήγησε σε σειρά παρεξηγήσεων. ΄Αδυτο, θεωρήθηκε το μέρος του ναού, πίσω από το σηκό, που σε μερικούς αρχαίους ναούς υπήρχε χωριστό διαμέρισμα, στο οποίο δινόταν το όνομα άδυτο. Ο ναός του Απόλλωνος, στο τμήμα εκείνο ανεσκάφη εσωτερικώς μέχρι του φυσικού βράχου, ο οποίος συνέβη ν΄ανακαλυφθή συμπαγής και απολύτως αρραγής. Αναμφίβολα λοιπόν εκεί ουδέποτε υπήρξε χάσμα. Επειδή η Πυθία «κατέβαινε» εδέχθησαν λόγω ιχνών βαθμίδων, δύο πατώματα στο άδυτο του ναού. ΄Ηταν όμως πράγματι αυτό το άδυτο του χάσματος; O Kεραμόπουλλος έκανε ήδη την ορθή παρατήρηση, ότι εσωτερικά οι τοίχοι του ναού δεν φέρουν πρόσωπο στο ανασκαφέν τμήμα, επομένως ουδέποτε αυτό προορίσθηκε να είναι ορατό.

Οι παλαιότερες μαρτυρίες , οι οποίες είναι όλες ποιητικές, είναι ασαφείς και επιδεχόμενες ελαστική ερμηνεία. Η σχετικά σαφέστερη έκραση είναι Πινδ Ολ. Χρυσοκόμας ευώδεος εξ΄αδύτου ναών πλόον είπε. Σκοτεινότερος είναι ο λόγος εν Πυθ ΧΙ 4-5 , χρυσέων ες άδυτον τριπόδων θησαυρόν. Στο χορικό Ιφ.Τ 1257 αδύτων ύπο, Κασταλίας ρεέθρων γείτων, είναι αδύνατο να συμπεράνη κανείς ποιο άδυτο εννοεί ο Ευριπίδης.

Επίσης στις Ευμενίδες ή τον ΄Ιωνα ο αναγνώστης θ΄αποκομίσει τα εξής: Στο ναό υπήρχε «μυχός» , εκεί ευρίσκετο ο ομφαλός (Ευμ.37-40), υπήρχον πέριξ θρόνοι, εφ΄ων η Πυθιάς είδε κοιμωμένας τας Ευμενίδας (47), πάντα δε ταύτα ευρίσκονται εις τον χώρον, ένθα και το άγαλμα του θεού (155).Στον Ίωνα, επαναλαμβάνονται τα περί ομφαλού, όπου καθίζων ο Φοίβος υμνωδεί (5-6) , εκεί δε μνημονεύεται ο τρίπους, γύρω από τον οποίο ίστανται οι αριστείς των Δελφών «έσω» του ναού, χωρίς άλλες λεπτομέρειες.

Παντού αναφέρεται είσοδος και έξοδος στο ναό και πουθενά «κατάβασις» , ούτε καν ρητώς το άδυτο. Εφόσον λοιπόν και το άδυτο του ναού δεν παρουσίασε ίχνη χρησιμοποιήσεως στα βαθύτερα στρώματα, πρέπει να σκεφθούμε μήπως η κατάβασις, η οποία μαρτυρείται σε μεταγενέστερες πηγές εννοεί άλλο άδυτο, έξω από τον ναό.

Ο Διόδωρος χρησιμοποιεί την φράση, ότι το χάσμα βρισκόταν « εν τούτω τω τόπω, καθ΄όν έστι νυν του ιερού το καλούμενον άδυτον».  Παρατηρούμε λοιπόν, πρώτον ότι ιερό δεν σημαίνει μόνο ναός, αλλά και το όλον ιερόν, ακριβώς σε αντιδιαστολή προς τον ναόν. Δεύτερον ότι αν επρόκειτο περί ναού, δεν θα ήταν ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η φράσις «το καλούμενον άδυτον», αφού άδυτο ήταν κανονική ονομασία του σχετικού διαμερίσματος των ναών. ΄

Όταν συνδυάσουμε και την είδηση ότι η Πυθία κατήρχετο στο άδυτο τούτο, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ήταν εκτός του ναού, σε βαθύτερο σημείο, πιθανόν στα πέριξ του ιερού της Γής. Τέτοια άδυτα εντός των ναών στα οποία κατήρχοντο, υπήρχαν και αλλού στην Ελλάδα, όπως στο ιερό του Ισθμού, όπου εντός του περιβόλου του Παλαίμονος περγράφεται από τον Παυσανία «εν αριστερά ναός…έστι δε και άλλο ΄Αδυτον καλούμενον, κάθοδος δε εις αυτό υπόγειος, ένθα δη τον Παλαίμονα κεκρύφθαι φασίν».

Η αναλογία μεταξύ των αδύτων των δύο ιερών είναι σπουδαία, αφού και στις δύο περιγραφές χρησιμοποιείται η φράσις « το καλούμενον άδυτον». Επί πλέον στις παραδόσεις εις το άδυτο των Δελφών ήταν θαμένος ο Πύθων και στον Ισθμό ο Παλάιμων. Υπάρχει και η μαρτυρία του Ηροδότου. Είναι γνωστό ότι τα χάσματα αυτά της γής καθώς και οι σχετικοί υπόγειοι χώροι καλούντο άδυτα και μέγαρα. Αναφέρει λοιπόν ο Ηρόδοτος για τον χρησμό που έλαβαν οι Αθηναίοι επικειμένης της εισβολής του Ξέρξη. Οι θεοπρόποι , αφού έκαναν τις σχετικές τελετές «ες ο μέγαρον εσελθόντες ίζοντο». Η Πυθία Αριστονίκη τότε χρά τα περί της απελπιστικής καταστροφής , η οποία επικρέμαται των Αθηνών και καταλήγει « αλλ΄ίτον εξ΄αδύτοιο». ΑΠΟ ΤΟ «ΔΕΛΦΙΚΟ ΧΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΥΘΙΑΣ» Σπ.Μαρινάτου



ΕΚ.ΤΟΥ.ΣΥΝΕΡΓΆΤΗ ΜΑΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot    


Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only