Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Μια ελληνική πόλη στην Σικελία Άκραι



Οι Άκραι ή Άκρες  ήταν ελληνική αποικία στην Σικελία . Ιδρύθηκε το 664 π.Χ. από τους Συρακούσιους ,  με σκοπό μαζί με τις αποικίες τους Καμάρινα και Κασμένες να ελέγχουν τους Σικελούς και να περιορίσουν τις επεκτατικές βλέψεις των ανταγωνιστών τους της Γέλας (βλ. χάρτης αποικιών Σικελίας).

 Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρξε ολοκληρωμένη πόλη όπως η Καμαρίνα, αλλά παραμεθόριο οχυρό είχε ωστόσο τη δική της πολιτική ζωή με διοικητική και στρατιωτική αυτονομία και έκοβε δικό της νόμισμα. Συγκεκριμένα, ο στρατός του παρεμπόδισε τη δύναμη εισβολής του Αθηναίου Νικία στην περιοχή το 421 π.Χ., συμβάλλοντας στην ήττα του. Ταυτίζονται με την σημερινή περιοχή Παλάτσολο Ακρέιντε

Η ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 415-413 π.X.

OI ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ


ΝΙΚΙΑΣ (περίπου 469-413 π.X.)

O Νικίας ήταν γιος του Νικήρατου και ανήκε σε αριστοκρατική και πλούσια αθηναϊκή οικογένεια. Αναδείχθηκε μετριοπαθής πολιτικός ηγέτης και με εξαίρεση σύντομες περιόδους υποσκελισμού του από αντιπάλους του η σταδιοδρομία του υπήρξε από τις επιφανέστερες στην πολιτική ιστορία της Αθήνας. Είχε πράο και διαλλακτικό χαρακτήρα και διακρινόταν για την εντιμότητα και τη γενναιότητά του. Παράλληλα όμως του έλειπαν η αποφασιστικότητα και τα προσόντα του πραγματικού ηγέτη. Μεγάλο επίσης εμπόδιο στάθηκε γι' αυτόν το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά δεισιδαίμων, τόσο που είχε πάντοτε στο σπίτι του έναν μάντη.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Νικίας, αν και σε πολλές περιπτώσεις φάνηκαν οι φιλειρηνικές διαθέσεις του, διετέλεσε για μεγάλα διαστήματα στρατηγός και απέδειξε τις ικανότητές του σε αυτόν τον τομέα με τις επιτυχίες του σε διάφορες επιχειρήσεις. Σημαντική ωστόσο υποχώρηση στη σταδιοδρομία του σημειώθηκε το 425 π.X., όταν, αποβλέποντας στη σύναψη ειρήνης, ο Νικίας στέρησε από τον εαυτό του μια ευκαιρία για διάκριση παραχωρώντας την στον αντίπαλό του, τον δημαγωγό Κλέωνα. Οι Αθηναίοι πολιορκούσαν τότε τη σπαρτιατική φρουρά της νήσου Σφακτηρίας, στην Πύλο, και ο Κλέων πρότεινε να σταλούν ενισχύσεις με επικεφαλής τον Νικία. Αυτός όμως αποποιήθηκε τη στρατηγία και την αντιπρότεινε στον Κλέωνα, ο οποίος, με τη βοήθεια του ικανού Δημοσθένη, επίσης στρατηγού, αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες και τους οδήγησε θριαμβευτικά στην Αθήνα. Σύντομα όμως το γόητρό του αποκαταστάθηκε χάρη στην επιτυχημένη δράση που ανέπτυξε ο Νικίας σε όλον τον ελληνικό χώρο όπου διεξάγονταν επιχειρήσεις, από την Πελοπόννησο ως τη Χαλκιδική.



H μεγάλη στιγμή για τον Νικία ήρθε το 422 π.X., όταν στη μάχη της Αμφίπολης σκοτώθηκαν οι δύο κυριότεροι εκπρόσωποι της φιλοπόλεμης πολιτικής των αντίπαλων στρατοπέδων, ο Αθηναίος Κλέων και ο Σπαρτιάτης Βρασίδας. H εξέλιξη αυτή άνοιξε τον δρόμο για την προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών Αθήνας και Σπάρτης, την οποία υποστήριζε ένθερμα ο Νικίας. Η προσπάθεια οδήγησε, το 421 π.X., στην επίτευξη συμφωνίας η οποία «πήρε» το όνομα του Αθηναίου πολιτικού: «Νικίειος ειρήνη».
H συμφωνία όμως
δεν είχε τη λαμπρή τύχη που προσδοκούσε ο πρωτεργάτης της Νικίας. Οι σύμμαχοι της Σπάρτης βρήκαν τους όρους της ασύμφορους για τους ίδιους και αρνήθηκαν να την προσυπογράψουν. Στην Αθήνα την υπονόμευε ο Αλκιβιάδης με τη φιλοπόλεμη πολιτική του. Έτσι, αντί για τα πενήντα χρόνια που προέβλεπε η ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της, η Νικίειος ειρήνη έζησε μόνο έξι, και αυτά διόλου γαλήνια.
Το 415 π.X. ο Νικίας αντιτάχθηκε στην ιδέα της σικελικής εκστρατείας την οποία υποστήριζε ο Αλκιβιάδης. Τελικά όμως αναγκάστηκε να υποταχθεί στην απόφαση του δήμου για την πραγματοποίησή της, και μάλιστα να συμμετάσχει στην εκστρατεία ως στρατηγός μαζί με τον Αλκιβιάδη και τον Λάμαχο.


Το φθινόπωρο του 414 π.X., μόνος πλέον ηγέτης του εκστρατευτικού σώματος μετά την ανάκληση του Αλκιβιάδη και τον θάνατο του Λαμάχου και βασανιζόμενος από πάθηση των νεφρών, ο Νικίας ζήτησε να ανακληθεί από τη Σικελία. Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, και αντ' αυτού η Αθήνα τού έστειλε ενισχύσεις για να συνεχίσει τον πόλεμο.
Παρά τη γενναιότητά του ο Νικίας, με την αναποφασιστικότητα, την αναβλητικότητα και την αδράνειά του σε κρίσιμες στιγμές, συνέβαλε καίρια στην ήττα των Αθηναίων στη Σικελία, που είχε ως αποτέλεσμα και τη δική του αιχμαλωσία και δημόσια εκτέλεση.


Το όνομα του Νικία απουσίαζε από τη στήλη με τα ονόματα των στρατηγών που είχαν πολεμήσει στη Σικελία. Αυτή ήταν η μεταθανάτια τιμωρία που του επέβαλαν οι Αθηναίοι για τις ευθύνες του στο οικτρό τέλος μιας επιχείρησης την οποία ο Νικίας έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει.



ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (457-413 π.X.)

O Δημοσθένης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της Αθήνας κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ήταν γενναίος, ευφάνταστος και αποφασιστικός, και ως την καταστρεπτική για τους Αθηναίους κατάληξη της σικελικής εκστρατείας οι θετικές εκβάσεις των εγχειρημάτων του εξουδετέρωναν με το παραπάνω τις λιγοστές αποτυχίες του.
Το 426 π.X. ο Δημοσθένης δεν κατόρθωσε να φέρει σε αίσιο πέρας την πολιορκία της Λευκάδας, κορινθιακής αποικίας, και ηττήθηκε κατά την απόπειρά του να εισβάλει στην Αιτωλία. Γρήγορα όμως αντιστάθμισε αυτές τις αποτυχίες του όταν υπερασπίστηκε αποτελεσματικά την αθηναϊκή ναυτική βάση της Ναυπάκτου απέναντι σε χερσαία επίθεση των Σπαρτιατών και όταν τους νίκησε στις Ολπες και στην Ιδομένη.


Τον επόμενο χρόνο, 425 π.X., ο Δημοσθένης σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία της σταδιοδρομίας του με την αποφασιστική συμβολή του στην αιχμαλωσία της σπαρτιατικής φρουράς της νήσου Σφακτηρίας στην Πύλο, νίκη στην οποία ο δημαγωγός Κλέων έλαβε επίσης μέρος για να τη μετατρέψει σε προσωπικό του θρίαμβο.
Ο Δημοσθένης ήταν μέλος της αθηναϊκής αντιπροσωπείας η οποία, με επικεφαλής τον Νικία, πήγε το 421π.X. στη Σπάρτη, όπου επικυρώθηκε η Νικίειος ειρήνη.



Το 413 π.X. οι Αθηναίοι εμπιστεύθηκαν στον Δημοσθένη μεγάλη στρατιωτική δύναμη και του ανέθεσαν να την οδηγήσει με τα πλοία στη Σικελία για να ενισχύσει το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα που πολεμούσε εκεί με στρατηγό τον Νικία. Κατά το ταξίδι του προς τη Σικελία ο Δημοσθένης στάθμευσε σε πολλά σημεία τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στο Ιόνιο, άλλοτε για να πραγματοποιήσει επιδρομές εναντίον εχθρικών θέσεων και άλλοτε για να συμπληρώσει τη δύναμή του με νέες ενισχύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι καθυστέρησε πολύ να φθάσει στη Σικελία, και όταν αυτό έγινε, η κατάσταση εκεί είχε οδηγηθεί σε απελπιστικό σημείο για το εκστρατευτικό σώμα.
Παρ' όλα αυτά η άφιξη τόσο μεγάλων ενισχύσεων αφενός αναπτέρωσε το ηθικό των Αθηναίων και των συμμάχων τους και αφετέρου ανάγκασε τους Συρακουσίους να συγκρατηθούν. Αλλά το πρώτο μεγάλο πολεμικό εγχείρημα του Δημοσθένη στη Σικελία, η νυχτερινή επίθεση κατά των Επιπολών, λόγω προχειρότητας στην οργάνωση της επιχείρησης και ανεπαρκούς προετοιμασίας, κατέληξε σε πανωλεθρία για τους Αθηναίους.



Ακολούθησαν και άλλες ήττες, και το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα βρέθηκε σε ακόμη πιο απελπιστική θέση από ό,τι πριν. Αποφασιστικός ο Δημοσθένης πρότεινε την άμεση αποχώρηση του αθηναϊκού στρατού από τη Σικελία. H πρότασή του προσέκρουσε στις αντιρρήσεις του Νικία, οι οποίες, αν και ξεπεράστηκαν, συνέβαλαν, μαζί με άλλους παράγοντες, στην καθυστέρηση της απόφασης. Όταν η αποχώρηση αποφασίστηκε, ήταν πλέον αργά. Ο εχθρός είχε βρει τον χρόνο να προετοιμαστεί για να αποκόψει τους δρόμους διαφυγής των Αθηναίων. Ο Δημοσθένης με το τμήμα που διοικούσε παραδόθηκε για να οδηγηθεί στις Συρακούσες, όπου εκτελέστηκε δημοσία.


 ΕΡΜΟΚΡΑΤΗΣ (;-407 π.X.)

O Ερμοκράτης ήταν γόνος παλαιής αριστοκρατικής οικογενείας των Συρακουσών και αρχηγός της πολιτικής παράταξης των αριστοκρατικών. Ως στρατηγός και πολιτικός διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στην άμυνα της πόλης του κατά των αθηναίων πολιορκητών της αλλά και στη μετέπειτα καταδίωξή τους. Πρόσφερε επίσης στην πόλη του τις υπηρεσίες του κατά τη σύγκρουση των Συρακουσών με την Καρχηδόνα. Ακόμη ο Ερμοκράτης επιτέλεσε έργο ωφέλιμο για το σύνολο της Σικελίας κατά την πρώτη εκστρατεία των Αθηναίων, το 427-424 π.X., όταν σε ομιλία του αναφέρθηκε στις επεκτατικές προθέσεις της Αθήνας και έπεισε τις ελληνικές πόλεις του νησιού για την ανάγκη να αποκαταστήσουν μεταξύ τους ειρηνικές σχέσεις.
Όταν το 415 π.X. η στρατιά των Αθηναίων και των συμμάχων τους ξεκινούσε για την εισβολή της στη Σικελία και ιδιαιτέρως στις Συρακούσες, ο Ερμοκράτης αγωνίστηκε για να αφυπνίσει τους συμπολίτες του απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο. Αυτοί όμως εκώφευσαν στις εκκλήσεις και στις συμβουλές του και καταψήφισαν τις προτάσεις του προτιμώντας την καθησυχαστική στάση των αντιπάλων του δημοκρατικών.

Ελληνική πανοπλία των Δυτικών  Ελλήνων 

Λίγο αργότερα όμως, όταν έφθασαν τα εχθρικά στρατεύματα, έγινε φανερό ότι ο Ερμοκράτης έλεγε την αλήθεια. Τότε οι συμπολίτες του τού ανέθεσαν τη διακυβέρνηση της πόλης και την άμυνά της. Με την έγκριση του δήμου ο Ερμοκράτης έθεσε σε εφαρμογή σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως η επιβολή πειθαρχίας στο στράτευμα, ο περιορισμός των ηγετών του στρατού σε τρεις στρατηγούς με ουσιαστικές εξουσίες αντί για τους δεκαπέντε που ήταν πριν, η αύξηση του αριθμού των οπλιτών, η βελτίωση των οχυρωματικών έργων και η κατασκευή νέων. Παράλληλα ο Ερμοκράτης έστειλε στη Σπάρτη και στην Κόρινθο αντιπροσωπεία για να ζητήσει βοήθεια.
Παρ' όλα αυτά ο εχθρός που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Συρακούσιοι υπερτερούσε σε δύναμη και ο κίνδυνος εξακολουθούσε να είναι μεγάλος. Τον Μάιο του 414 π.X. άρχισε η πολιορκία, και τότε φάνηκαν οι αμυντικές αδυναμίες της πόλης. Οι Συρακούσιοι, ή τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς, οι οποίοι πιθανώς επιθυμούσαν και να συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους, τις απέδωσαν στην ανεπάρκεια του Ερμοκράτη και των στρατηγών, και τους αντικατέστησαν.


H κατάσταση όμως μεταβλήθηκε πάλι όταν έφθασε στις Συρακούσες ο σπαρτιάτης στρατηγός Γύλιππος με ενισχύσεις. Ο Γύλιππος βοήθησε να έρθει πάλι στα πράγματα ο Ερμοκράτης, ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλε αξιοσημείωτα στην περαιτέρω πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων και στην τελική κατανίκηση των Αθηναίων.
Λέγεται ότι μετά την ήττα των Αθηναίων ο Ερμοκράτης προσπάθησε να σώσει τη ζωή των αιχμαλώτων στρατηγών τους Νικία και Δημοσθένη αλλά δεν εισακούστηκε και οι στρατηγοί εκτελέστηκαν.
Ύστερα από λίγα χρόνια, και ενώ ο Ερμοκράτης απουσίαζε, άλλαξε πάλι η πολιτική κατάσταση στις Συρακούσες και ήρθαν στα πράγματα οι δημοκρατικοί, οι οποίοι τον καταδίκασαν σε εξορία. Παρ' όλα αυτά, όταν οι Καρχηδόνιοι εισέβαλαν στη Σικελία το 409 π.X., ο Ερμοκράτης με πέντε πλοία πήγε στο νησί για να προσφέρει τη βοήθειά του. H επιθυμία του να επιστρέψει στην πόλη του ήταν μεγάλη, αλλά δεν του επέτρεπαν την είσοδο. Όταν κάποια νύχτα επιχείρησε να μπει κρυφά στις Συρακούσες μαζί με μια μικρή ομάδα οπαδών του, οι αντίπαλοί του τον αντιλήφθηκαν και πήγαν ένοπλοι να τον εμποδίσουν. Ακολούθησε συμπλοκή στη διάρκεια της οποίας ο Ερμοκράτης σκοτώθηκε.


Οι Συρακούσες- Αεροφωτογραφία .


 ΓΥΛΙΠΠΟΣ (5ος αι. π.X.)

Ενώ για τη μεσαία περίοδο της σταδιοδρομίας του σπαρτιάτη στρατηγού Γύλιππου διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, καθ' ότι αυτή συμπίπτει με τη δράση του κατά των Αθηναίων στη Σικελία, για την προηγούμενη γνωρίζουμε ελάχιστα και για την επόμενη τίποτε.
Ο Γύλιππος ήταν γιος του Κλεανδρίδα ή Κλεάρχου, σημαίνουσας προσωπικότητας της Σπάρτης, ο οποίος όμως σπιλώθηκε από σοβαρό οικονομικό σκάνδαλο, το οποίο τον ανάγκασε να στερηθεί την πατρίδα του τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Λέγεται ότι ο Κλεανδρίδας ή Κλέαρχος δέχθηκε δωροδοκία από τον αθηναίο πολιτικό Περικλή με αντάλλαγμα να εμποδίσει σπαρτιατική εισβολή στην Αττική. Το αδίκημα αποκαλύφθηκε και ο Κλεανδρίδας ή Κλέαρχος καταδικάστηκε σε θάνατο, κατόρθωσε όμως να διαφύγει στην Κάτω Ιταλία, όπου και πέθανε.


Λέγεται επίσης ότι η μητέρα του Γύλιππου ήταν δούλη, και αν αυτό αληθεύει, ο Γύλιππος θα πρέπει να συνάντησε αρκετά εμπόδια στην κοινωνική του ανέλιξη.
Γεγονός είναι πάντως ότι το 414 π.X. οι Σπαρτιάτες ανέθεσαν στον Γύλιππο να μεταβεί στις Συρακούσες για να βοηθήσει την πόλη στον αγώνα της εναντίον των αθηναϊκών στρατευμάτων που την πολιορκούσαν.



Ο Γύλιππος ξεκίνησε από τη Σπάρτη επικεφαλής αμελητέας στρατιωτικής δύναμης και με το καθήκον να την αυξήσει μόνος του καθ' οδό. Πράγματι ο Γύλιππος ανταποκρίθηκε σε αυτό το καθήκον. Αποβιβάστηκε στη βόρεια ακτή της Σικελίας και κατά την πορεία του προς Νότον, προς τις Συρακούσες, κατόρθωσε να στρατολογήσει αρκετούς κατοίκους του νησιού ώστε φθάνοντας στον προορισμό του να διαθέτει ένα μικρό στρατιωτικό σώμα.
Όταν ο Γύλιππος έφθασε στις Συρακούσες, βρήκε την πόλη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, στα πρόθυρα της παράδοσής της στους Αθηναίους. H πρώτη του δουλειά ήταν να στείλει κήρυκες στο στρατόπεδο των εχθρών και να τους ειδοποιήσει ότι αν ήθελαν μπορούσαν να αποχωρήσουν δίχως αυτός να τους ενοχλήσει. Τους έδινε προθεσμία πέντε ημερών. Οι Αθηναίοι δεν καταδέχθηκαν καν να του απαντήσουν.
Στις επιχειρήσεις που ανέλαβε κατόπιν κατά των Αθηναίων, αναπτύσσοντας δράση κυρίως στην ξηρά και λιγότερο στη θάλασσα, ο Γύλιππος δεν σημείωνε πάντοτε επιτυχία. Ήταν όμως πείσμων, τολμηρός και ακαταπόνητος, και χάρη σε αυτές του τις ιδιότητες συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η κατάσταση να μεταστραφεί υπέρ των Συρακούσιων.
Μετά την ήττα και την παράδοση των Αθηναίων λέγεται ότι και ο Γύλιππος, όπως και ο συρακούσιος συμπολεμιστής του Ερμοκράτης, προσπάθησε να σώσει τη ζωή των αιχμαλώτων στρατηγών Νικία και Δημοσθένη. Το κίνητρό του όμως φαίνεται ότι δεν ήταν η μεγαλοψυχία, όπως ήταν πιθανώς του Ερμοκράτη, αλλά η επιθυμία του να οδηγήσει τους αθηναίους στρατηγούς σιδηροδέσμιους στη Σπάρτη για να κοσμήσουν τον προσωπικό του θρίαμβο. Πάντως ούτε αυτός κατόρθωσε να αποτρέψει την εκτέλεσή τους.


Μετά τη δράση του στη Σικελία δεν γνωρίζουμε να ανέλαβε ο Γύλιππος άλλη άξια λόγου αποστολή. Το μόνο αξιοσημείωτο που μαθαίνουμε γι' αυτόν είναι ότι μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου επιφορτίστηκε να μεταφέρει από τη Μικρά Ασία στη Σπάρτη, στο δημόσιο ταμείο, 1.000 τάλαντα, λεία του πολέμου. Ο Γύλιππος ενεθυλάκωσε μερικά από αυτά, η λαθροχειρία αποκαλύφθηκε και ο στρατηγός αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει την τιμωρία.





Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ

Σκοπός Η υποδούλωση των Συρακουσών και επιβολή της αθηναϊκής ισχύος σε Σικελία και Κάτω Ιταλία.Οι δυνάμεις των αντιπάλων ήταν : Οι αρχικές - 5.100 οπλίτες, 480 τοξότες, 700 σφενδονιστές, 120 ψιλοί, 30 ιππείς, 134 τριήρεις, 30 μεταγωγικά, 100 επιτεταγμένα πλοία . Οι Ενισχύσεις: 5.000 οπλίτες, μεγάλος αριθμός βοηθητικών σωμάτων, 73 τριήρεις από την άλλη οι αρχικές δυνάμεις είναι άγνωστες όμως οι Συρακούσες είχαν αρκετό πληθυσμό και συνεπώς αρκετά μεγάλο δυναμικό μαχητών , είχαν όμως κατόπιν  Ενισχύσεις: 700 ναύτες και πεζοναύτες, 1.000 οπλίτες και ψιλοί, 100 ιππείς, 1.000 Σικελούς , 80 τριήρεις των Συρακουσών και 12 τριήρεις συμμάχων.

Με τον όρο Εκστρατεία στη Σικελία λοιπόν εννοούμε την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, η οποία ξεκίνησε το 415 π.Χ και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 413 π.Χ, στα πλαίσια του Πελοποννησιακού Πολέμου ή του Μεγάλου Πολέμου . Στόχος της εκστρατείας ήταν η κατάλυση της ηγεμονίας των Συρακουσών στη Σικελία, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να καταστήσουν ορμητήριο κατά των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας.

Παρά τη μεγάλη εκστρατευτική δύναμη, καθώς και τις ενισχύσεις που έλαβαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους υπέστησαν καταστροφική ήττα από τα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους. Κύριος λόγος της αποτυχίας ίσως ήταν η προδοσία του Αλκιβιάδη, ο οποίος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν τον Γύλιππο από την Λακεδαίμονα να ηγηθεί των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και πέτυχε σημαντικές νίκες στη ξηρά και στη θάλασσα, αναγκάζοντας τους Αθηναίους να παραδοθούν.
Η εκστρατεία στη Σικελία υπήρξε η σημαντικότερη απ' όλες τις ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις του Μεγάλου Πολέμου και απέφερε δόξα στους νικητές, ενώ οι ηττημένοι υπέστησαν ολοκληρωτική πανωλεθρία.

Προηγούμενες συγκρούσεις

Η πρώτη εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Σικελίας ξεκίνησε το 427 π.Χ, όταν οι Αθηναίοι έστειλαν στόλο με 20 πλοία υπό τις διαταγές του Λάχητος και του Χαροιάδη για να βοηθήσει τους Λεοντίνους που βρίσκονταν σε διαμάχη με τις Συρακούσες. Στο πλευρό των Λεοντίνων βρίσκονταν οι Χαλκιδείς, η Καμάρινα και το Ρήγιο, ενώ οι δωρικές πόλεις της Σικελίας είχαν συμμαχήσει με τις Συρακούσες.
 Οι Λεοντίνοι είχαν στείλει πρέσβεις στην Αθήνα για να ζητήσουν βοήθεια, λόγω της κοινής ιωνικής καταγωγής. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν, αν και τους ενδιέφερε πρωτίστως να εμποδίσουν την παροχή σιτηρών από τις Συρακούσες στην Πελοπόννησο και να επεκτείνουν την ηγεμονία τους στη Σικελία. Βάση των επιχειρήσεων έγινε το Ρήγιο της Ιταλίας . Η πρώτη σύγκρουση σημειώθηκε τον χειμώνα, όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν με τη βία να αποσπάσουν την Λιπάρα από τους Συρακουσίους. Παρά την καταστροφή των κτημάτων τους, οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν να συμμαχήσουν με τους Αθηναίους και οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Ρήγιο. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους είχαν σημειωθεί αρκετές συγκρούσεις, με πιο σημαντική τη μάχη που διεξήχθη στις Μύλες μεταξύ Αθηναίων και Μεσσηνίων.(Σικελίας)

Ο στρατηγός Χαροιάδης είχε σκοτωθεί σε μάχη κατά των Συρακουσίων και ο Λάχης έγινε ο μόνος αρχηγός του αθηναϊκού στόλου. Οι Μύλες ήταν ένα φρούριο, όπου οι Μεσσήνιοι είχαν παρατάξει δύο τάγματα για να στήσουν ενέδρα στους Αθηναίους, αλλά οι τελευταίοι επιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή τους Μεσσηνίους, φονεύοντας πολλούς από τους ενεδρεύοντες και αναγκάζοντας τη φρουρά να παραδώσει την ακρόπολη και να τους ακολουθήσει στη Μεσσήνη. 'Όταν οι Μεσσήνιοι είδαν την προσέγγιση των Αθηναίων, αποφάσισαν να παραδοθούν.

Επίσης, οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στη Λοκρίδα και νίκησαν τους Λοκρούς, με αποτέλεσμα να καταλάβουν ένα τείχος κοντά στον ποταμό Άληκα. Τον χειμώνα, ωστόσο, οι Αθηναίοι υπέστησαν ήττα στην Ίνησσα από τους Συρακουσίους, αν και μετά επιχείρησαν νέα απόβαση στη Λοκρίδα, όπου συγκρούστηκαν με 300 Λοκρούς υπό τις διαταγές του Προξένου, τους οποίους φόνευσαν.  Επίσης, οι Αθηναίοι επιχείρησαν απόβαση στο έδαφος της Ιμέρας, ενώ οι Σικελιώτες εισέβαλαν από το εσωτερικό στο μεσογειακό τμήμα της πόλης - παράλληλα, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αιολίδων Νήσων. Όταν επέστρεψαν στο Ρήγιο, οι Αθηναίοι έμαθαν πως αρχηγός του στόλου - στη θέση του Λάχητος - είχε διοριστεί ο Πυθόδωρος, ενώ αργότερα έπρεπε να φθάσουν οι στρατηγοί Σοφοκλής και Ευρυμέδοντας με σοβαρές ενισχύσεις (σαράντα πλοία) μετά από αντίστοιχο αίτημα των συμμάχων. Ο Πυθόδωρος επιτέθηκε στη Λοκρίδα, αλλά αυτή τη φορά επικράτησαν οι Λοκροί. 

Το επόμενο καλοκαίρι, οι Αθηναίοι υπέστησαν νέα ήττα στη Μεσσήνη - η οποία είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για τις δύο πλευρές - από μοίρα 20 πλοίων των Συρακουσίων και των Λοκρών.
Παράλληλα, ο Σοφοκλής και ο Ευρυμέδοντας έλαβαν διαταγή να βοηθήσουν την Κέρκυρα, η οποία απειλείτο από ένα πελοποννησιακό στόλο με 60 πλοία, αλλά ο Δημοσθένης έπεισε τις αρχές της Αθήνας να στείλουν τις δυνάμεις των δύο στρατηγών στην Πελοπόννησο. Ο Δημοσθένης οδήγησε τους Αθηναίους στην Πύλο και προσπάθησε μάταια να πείσει τους άλλους δύο στρατηγούς για τη στρατηγική θέση που είχε η περιοχή.  Προς καλή του τύχη, ο καιρός ήταν άστατος και οι δύο στρατηγοί αναγκάστηκαν να μείνουν στην Πύλο, ενώ οι Αθηναίοι οχύρωναν τα αδύναμα σημεία της περιοχής . Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν επίσης τη βραδύτητα των Σπαρτιατών, οι οποίοι τελούσαν γιορτές και είχαν αφήσει στην Αττική μεγάλο στράτευμα, για να ολοκληρώσουν την οχύρωση της Πύλου και να αφήσουν τον Σοφοκλή και τον Ευρυμέδοντα να συνεχίσουν τον πλου προς την Κέρκυρα και τη Σικελία . Ενώ στην περιοχή της Ελλάδας, οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες στην Πύλο και στη Σφακτηρία, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους επιχείρησαν ναυτική επίθεση στο Ρήγιο, έχοντας στη διάθεση τους 70 πλοία.


Προμετωπίδιον από ελληνική πανοπλία του 480 π.Χ. Της Ν. Ιταλικής


Από την άλλη, οι Αθηναίοι και οι Ρηγίνοι είχαν στη διάθεση τους συνολικά 24 πλοία, αλλά κατάφεραν να νικήσουν τους Συρακούσιους και να τους τρέψουν σε φυγή Αργότερα, οι Αθηναίοι έπλευσαν στην Καμάρινα, καθώς έμαθαν πως κάποιος Αρχίας και οι οπαδοί του είχαν σκοπό να αποσπάσουν την πόλη από τους Αθηναίους και να την παραδώσουν στις Συρακούσες.
 Παράλληλα, οι Μεσσήνιοι επιχείρησαν να καταλάβουν τη Νάξο στην Σικελία , αλλά υπέστησαν σοβαρή ήττα. Οι Λεοντίνοι και οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν την ήττα των Μεσσηνίων στη Νάξο και επιτέθηκαν στη Μεσσήνη - αρχικά, οι Μεσσήνιοι είχαν νικήσει τους Λεοντίνους, αλλά η επέμβαση των Αθηναίων ανάγκασε τους Μεσσήνιους να κλειστούν πίσω από τα τείχη . Το καλοκαίρι του 424 π.Χ, οι πόλεις της Σικελίας έστειλαν εκπροσώπους στη Γέλα για να συζητήσουν το ενδεχόμενο λήξης των εχθροπραξιών μεταξύ των πόλεων τους . Στο συμβούλιο πρωτοστάτησε ο Ερμοκράτης, εκπρόσωπος των Συρακουσίων, ο οποίος έπεισε τους υπόλοιπους πως οι εμφύλιες συγκρούσεις στη Σικελία θα ωφελούσαν τους Αθηναίους, γιατί θα τους δινόταν η ευκαιρία να στείλουν περισσότερες δυνάμεις , γι' αυτό και πρότεινε την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους . Οι Σικελοί έλυσαν ειρηνικά τις διαφορές τους και οι συμμαχικές πόλεις της Αθήνας ανακοίνωσαν στους αρχηγούς του αθηναϊκού στόλου πως συμφωνήθηκε ο τερματισμός του πολέμου.
 Κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα, ο Πυθόδωρος και ο Σοφοκλής εξορίστηκαν, ενώ ο Ευρυμέδοντας πλήρωσε πρόστιμο εξαιτίας της αποτυχίας στη Σικελία . Το καλοκαίρι του 422 π.Χ, οι Αθηναίοι έστειλαν μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Φαίακα με σκοπό να συνάψει συμμαχίες με τις πόλεις της Σικελίας - η Καμάρινα και ο Ακράγαντας δέχτηκαν, ενώ η Γέλα αρνήθηκε. Επίσης, ο Φαίακας σύναψε συμμαχίες με πόλεις της Ιταλίας, ακόμα και με τους Λοκρούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μεδμαίους και τους συμμάχους τους.

Η απόφαση για νέα εκστρατεία


Προτομή του Αλκιβιάδη (ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΚΛΙΝΙΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΣ), ο οποίος υποστήριξε θερμά την αποστολή των αθηναϊκών στρατευμάτων στη Σικελία


Το 415 π.Χ, η Αθήνα και η Σπάρτη υπέγραψαν ειρήνη και έβαλαν τέλος στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, γνωστός ως Αρχιδάμειος πόλεμος. Ωστόσο, η ειρήνη δεν ικανοποιούσε πλήρως τις δύο πόλεις, καθώς η Σπάρτη αρνήθηκε να παραχωρήσει την Αμφίπολη στην Αθήνα, ενώ η Αθήνα είχε τον έλεγχο της Πύλου. 

Νωρίτερα, το 418 π.Χ, στη μάχη της Μαντινείας, οι πόλεις του Άργους και της Μαντινείας - μαζί με άλλες πελοποννησιακές πόλεις - συμμάχησαν με την Αθήνα σε μια προσπάθεια να απελευθερωθούν από τον σπαρτιατικό ζυγό. Στη μάχη πρωτοστάτησε ο Αθηναίος αριστοκράτης Αλκιβιάδης, ο οποίος κατάφερε να βάλει προσωρινό τέλος στον έλεγχο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας από τη Σπάρτη.

Μετά την  μάχη της Μαντινείας, ο Αλκιβιάδης κατάφερε να επικρατήσει στην πολιτική σκηνή και να εκλεγεί στρατηγός το 417 π.Χ . Ο έλεγχος της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας παρέμεινε μοιρασμένος μεταξύ του «κόμματος της ειρήνης » (αρχηγός ο Νικίας) και του «κόμματος του πολέμου» (αρχηγός ο Αλκιβιάδης). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αλκιβιάδης δεν ήταν ευχαριστημένος με την υπογραφή της ειρήνης και ειδικά με το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υπογράψει την ειρήνη με τον Νικία χωρίς να συνεννοηθούν μαζί του, καθώς ήταν πρόξενος της Σπάρτης.
Τον χειμώνα του 416-415 π.Χ, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εκ νέου στη Σικελία με περισσότερες δυνάμεις απ' ότι την προηγούμενη φορά. Προέβαλαν ως αφορμή, την καταπίεση που δεχόταν η Έγεστα από τους Σελινουντίους από ξηρά και θάλασσα. Στην Αθήνα είχαν παρουσιαστεί πρέσβεις από την Έγεστα που ζήτησαν βοήθεια από τους Αθηναίους λόγω κοινής καταγωγής, ενώ δήλωσαν πως είχαν στη διάθεση τους αρκετά χρήματα για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία. Oι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν πρώτα μια αντιπροσωπεία στην Έγεστα για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα των Εγεσταίων .


Η Εγέστα στην Σικελία

 Η αντιπροσωπεία επιβεβαίωσε την ύπαρξη μεγάλου χρηματικού ποσού στην Έγεστα (εξήντα τάλαντα αργυρού), το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως μηνιαίος μισθός για πληρώματα 60 πλοίων που ζητούσαν οι Εγεσταίοι.

Οι συζητήσεις στην Εκκλησία του Δήμου

Οι πρέσβεις της Εγέστας ανέπτυξαν τις απόψεις τους στην Εκκλησία του Δήμου και, παρά την αντίδραση του επί κεφαλής των συντηρητικών Νικία, αποφασίστηκε η εκστρατεία με αρχηγούς τον Αλκιβιάδη, τον Νικία και τον Λάμαχο, στους οποίους έδωσαν εντολή να βοηθήσουν την Έγεστα και να αποκαταστήσει τους Λεοντίνους στην εστία τους (σε περίπτωση που οι κάτοικοι της πόλης έφευγαν μαζικά για να γλιτώσουν τον πόλεμο). Ο Νικίας εξελέγη παρά την θέλησή του.
Πέντε μέρες μετά την πιο πάνω συνέλευση, πραγματοποιήθηκε δεύτερη, για ν' αποφασιστεί το μέγεθος των δυνάμεων που θα αποστελλόταν. Ο Νικίας προσπάθησε και πάλι να μεταπείσει την Εκκλησία, υποστηρίζοντας πως η πόλη έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ειρήνη με τους Πελοποννήσιους για να αναπληρώσει τις απώλειες σε άνδρες και χρήμα , ενώ εξέφρασε την άποψη πως η πόλη δεν ήταν έτοιμη για τέτοια εκστρατεία και προειδοποίησε πως σε περίπτωση ήττας, οι Πελοποννήσιοι με τις δυνάμεις τους ακέραιες θα προχωρούσαν σε επίθεση κατά των Αθηνών , αλλά και σε περίπτωση νίκης, οι Αθηναίοι θα αδυνατούσαν να ελέγξουν τη Σικελία εξαιτίας της μεγάλης απόστασης . Αμφισβήτησε επίσης την αξιοπιστία του Αλκιβιάδη υποστηρίζοντας ότι νεαρός και αλαζών, επιθυμεί την εκστρατεία από ματαιοδοξία και για προσωπικά οφέλη.

Μετά τον Νικία, τον λόγο έλαβε ο Αλκιβιάδης, ο οποίος απέκρουσε τις κατηγορίες του Νικία περί προσωπικής φιλοδοξίας και θύμισε στους Αθηναίους πως οι Σπαρτιάτες είχαν διακινδυνεύσει τα πάντα στη μάχη της Μαντινείας εξαιτίας της δράσης του.  Ο Αλκιβιάδης καθησύχασε τους Αθηναίους, λέγοντας πως στην πόλη θα παρέμενε ένας ισχυρός στόλος που θα ήταν ικανός να αποκρούσει μια πιθανή επίθεση των Σπαρτιατών, , ενώ τόνισε πως έπρεπε να εκμεταλλευτούν τις εμφύλιες συρράξεις στη Σικελία και να επεκτείνουν την ηγεμονία τους στην περιοχή, ενώ θύμισε πως ήταν υποχρεωμένοι να τηρήσουν τους όρκους που έδωσαν στους συμμάχους τους . Μετά τον Αλκιβιάδη μίλησαν οι Εγεσταίοι και οι Λεοντίνοι που θύμισαν τους όρκους συμμαχίας που έδωσαν οι Αθηναίοι, κάτι που αύξησε τον ενθουσιασμό των Αθηναίων .

Ο Νικίας κατάλαβε ότι η απόφαση της Εκκλησίας ήταν αμετάκλητη και αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Πήρε πάλι τον λόγο και δήλωσε πως μονάχα η Νάξος και η Κατάνη θα βοηθούσαν τους Αθηναίους, ενώ οι υπόλοιπες πόλεις θα βοηθούσαν τους Συρακούσιους. Επίσης, κατά τον Νικία, οι Συρακούσιοι διέθεταν πολυάριθμο ιππικό και πολλά χρήματα για τον επικείμενο πόλεμο, ενώ τόνισε το γεγονός ότι οι Συρακούσιοι μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τον στρατό τους με εγχώρια προϊόντα ενώ οι Αθηναίοι θα στηρίζονταν μονάχα σε εισαγόμενα προϊόντα . Ο Νικίας έδωσε έμφαση στο γεγονός πως οι Αθηναίοι χρειάζονταν μεγάλο στόλο και πολλούς οπλίτες, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το ιππικό του αντιπάλου , καθώς επίσης μεγάλο αριθμό τοξοτών και βοηθητικών στρατευμάτων. Τέλος, ο Νικίας εξέφρασε τις ανησυχίες του για την εκστρατεία και ζήτησε να απαλλαγεί από την αρχηγία αν οι προτάσεις του δεν γίνονταν δεκτές .

Ο ελιγμός του Νικία -που ζήτησε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις απ' όσες είχαν αποφασιστεί αρχικά- είχε σκοπό να αποθαρρύνει τους Αθηναίους, αλλά πέτυχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι Αθηναίοι έδειξαν μεγαλύτερο ενθουσιασμό και αποφάσισαν να διατηρήσουν τον Νικία στη θέση του αρχηγού , ενώ ζήτησαν απ' αυτόν να παρουσιάσει το απαραίτητο μέγεθος της αποστολής. Ο Νικίας δήλωσε πως χρειάζονταν τουλάχιστον 100 τριήρεις από την Αθήνα και όσο το δυνατόν περισσότερες από τις συμμαχικές πόλεις, ενώ επίσης χρειάζονταν τουλάχιστον 5.000 οπλίτες. Τέλος, ο Νικίας δήλωσε πως χρειάζονταν ένα στράτευμα που να είναι ανάλογο προς τους οπλίτες και να περιλαμβάνει Αθηναίους και Κρήτες τοξότες και σφενδονιστές . Οι Αθηναίοι δέχτηκαν τις προτάσεις του Νικία, έδωσαν πλήρη εξουσία στους στρατηγούς για τα θέματα που αφορούσαν την εκστρατεία και έστειλαν πρέσβεις στις συμμαχικές πόλεις για να συντάξουν καταλόγους στρατευσίμων..


Ο ακρωτηριασμός των Ερμών

Πριν ξεκινήσει ο στόλος, μια ομάδα αγνώστων ακρωτηρίασε τις Ερμές, αγάλματα αφιερωμένα στον Ερμή που πίστευαν ότι έφερναν καλή τύχη, τοποθετημένα σε διάφορα σημεία της πόλης. Το γεγονός θεωρήθηκε κακός οιωνός για την εκστρατεία καθώς επίσης και προπαρασκευαστικό της ανατροπής του πολιτεύματος. Κανένας δεν γνώριζε την ταυτότητα των ενόχων, ωστόσο, Αθηναίοι και ξένοι έσπευσαν στα δικαστήρια για να δώσουν μαρτυρίες, αν και οι περισσότερες δεν είχαν σχέση με το θέμα, αλλά με την πρόσφατη παρωδία των Μυστηρίων από μεθυσμένους νεαρούς.

Ερμαϊκή στήλη αρχαϊκών χρόνων από τη Σίφνο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο θεός εμφανίζεται μακρύκομος, σφηνοπώγων και φαλλοφόρος.


Πολλοί κατηγόρησαν τον Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν γνωστός για την ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στα Μυστήρια, και οι εχθροί του επωφελήθηκαν για να του αφαιρέσουν την εξουσία. Ο Αλκιβιάδης ζήτησε να δικαστεί πριν από την αναχώρηση του στόλου, αλλά οι εχθροί του - φοβούμενοι την επιρροή του στον στρατό και στο πλήθος - μίσθωσαν ρήτορες για να πείσουν τον λαό να επιτρέψει την αποστολή του στόλου πριν να γίνει η δίκη.

Πρώτο στάδιο της εκστρατείας

Η πορεία του αθηναϊκού στόλου προς τη Σικελία

Η εκστρατεία στη Σικελία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 415 π.Χ, μετά από επίδειξη ισχύος στο λιμάνι του Πειραιά για τους Αθηναίους και τους ξένους της πόλης . Οι Αθηναίοι απέπλευσαν για την Αίγινα και μετά έφθασαν στην Κέρκυρα, όπου ενώθηκαν με τους συμμάχους τους. Οι φήμες για την επικείμενη εκστρατεία είχαν φθάσει στις Συρακούσες, αλλά κανένας δεν τις πίστεψε. Κατά τη διάρκεια λαϊκής συνέλευσης, ο Ερμοκράτης, ο οποίος είχε ακριβείς πληροφορίες για το θέμα, ζήτησε τον λόγο και τόνισε πως οι Αθηναίοι δεν είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους Εγεσταίους και τους Λεοντίνους, αλλά να επεκτείνουν την ηγεμονία τους. Ο Ερμοκράτης θύμισε πως οι υπερπόντιες εκστρατείες που διεξήχθησαν στο παρελθόν είχαν αποτύχει και έφερε το παράδειγμα των Περσών, οι οποίοι απέτυχαν να καταλάβουν την Αθήνα το 490 π.Χ και το 480 π.Χ, λόγω της απόστασης και της έλλειψης πολεμοφοδίων .

Τέλος, ο Ερμοκράτης ζήτησε από τους Συρακούσιους να συνάψουν συμμαχίες με τις άλλες πόλεις της Σικελίας, τις πόλεις της Ιταλίας, καθώς και με την Καρχηδόνα, ενώ απαίτησε την αποστολή στόλου στον Τάραντα και στο ακρωτήριο της Ιαπυγίας με διαταγή να επιτεθεί στους Αθηναίους .
Μετά τον Ερμοκράτη μίλησε ο Αθηναγόρας, ο οποίος αμφισβήτησε την ακρίβεια της είδησης για την επικείμενη αθηναϊκή εκστρατεία, καθώς ήταν σίγουρος πως οι Αθηναίοι δεν θα επιχειρούσαν εκστρατεία στη Σικελία ενώ δεν είχε λήξει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος,  και έδωσε έμφαση στην αμυντική ικανότητα της Σικελίας, στην αριθμητική υπεροχή του στρατού και του ιππικού των Συρακουσίων και στην έλλειψη εφοδίων που θα αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι. Μετά τον Αθηναγόρα μίλησε ένας εκ των Συρακουσίων στρατηγών και δήλωσε πως θα συγκέντρωναν ιππικό και άλλα εφόδια και θα ετοίμαζαν την πόλη για άμυνα. Παράλληλα, αποφασίστηκε να σταλούν πράκτορες στις άλλες πόλεις της Σικελίας για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την εκστρατεία.



Στην Κέρκυρα, εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους και χώρισαν τον στόλο σε τρεις μοίρες, κάθε μια από τις οποίες θα είχε ως αρχηγό ένα από τους στρατηγούς, ενώ έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας για να μάθουν ποιες ήταν πρόθυμες να τους υποδεχτούν.

 Στην Κέρκυρα, οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρώσει την εξής δύναμη: 134 τριήρεις (100 από την Αθήνα και 34 από τη Χίο και άλλες περιοχές), 2 πεντηκοντόρους, 5.100 οπλίτες (1.500 Αθηναίοι πολίτες, 700 θήτες πεζοναύτες, 500 Αργείοι, 250 Μαντινείς και άλλοι μισθοφόροι και 2.150 οπλίτες από συμμαχικές πόλεις), 480 τοξότες (80 Κρήτες και 100 από άλλες περιοχές), 700 σφενδονιστές (Ρόδιοι), 120 ψιλοί (Μεγαρείς) και 30 ιππείς, τους οποίους μετέφερε ένα ιππαγωγό πλοίο . Αυτή τη δύναμη συνόδευαν 30 μεταγωγικά πλοία με τρόφιμα, προσωπικά και διάφορα εργαλεία, ενώ τους είχαν ακολουθήσει και αρκετά εμπορικά πλοία.

Ο στόλος διέσχισε αθρόος τον Ιόνιο κόλπο και προσέγγισε στο ακρωτήριο της Ιαπυγίας - Των ιταλιωτών Ελλήνων οι  πόλεις είχαν αρνηθεί να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αν και μερικές τους έδωσαν την άδεια να αγκυροβολήσουν. Στο τέλος, η αθηναϊκή δύναμη έφθασε στο Ρήγιο, οι κάτοικοι του οποίου αποφάσισαν να μείνουν ουδέτεροι και να συμμορφωθούν με την απόφαση του συνεδρίου των ελληνικών πόλεων της Ιταλικής. Τότε, οι Αθηναίοι άρχισαν να μελετούν τρόπους βελτίωσης της κατάστασης και περίμεναν πλοία από την Έγεστα για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του θησαυρού, για τον οποίο έκαναν λόγο οι Εγεσταίοι.

Ωστόσο, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: οι Εγεσταίοι είχαν στη διάθεση τους μονάχα 30 τάλαντα, ενώ τα διάφορα μεταλλικά σκεύη τους (τα οποία είχαν δανειστεί από άλλες πόλεις) είχαν μεγάλο μέγεθος που ήταν δυσανάλογο με την αξία τους. Παρ' ολ' αυτά, η μεγάλη ποσότητα των χρυσών και άλλων μεταλλικών σκευών έπεισε τους Αθηναίους πως οι Εγεσταίοι διέθεταν αρκετά χρήματα για τη χρηματοδότηση του αθηναϊκού στόλου. Οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τους πρώτους απεσταλμένους στην Έγεστα ότι τους οδήγησαν σε πλάνη, ενώ οι στρατηγοί αποφάσισαν να συγκαλέσουν πολεμικό συμβούλιο .

Η αρχαία Μεσσήνη ή Ζάγκλη της Σικελίας

Ο Νικίας πρότεινε να επιτεθούν οι Αθηναίοι κατά του Σελινούντος, ο οποίος ήταν ο κύριος σύμμαχος των Συρακουσών και κύριος εχθρός των Εγεσταίων, με σκοπό να αναγκάσουν τους Σελινουντίους να συνάψουν ειρήνη με τους Εγεσταίους  (είτε μέσω βίας είτε μέσω συνεννόησης), ενώ μετά να προχωρήσουν σε επίδειξη ισχύος και να πείσουν τις άλλες πόλεις να συνάψουν συμμαχία. Αν η αποστολή έληγε με επιτυχία, τότε θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Αθήνα, εκτός και αν οι Λεοντίνοι αντιμετώπιζαν ξαφνικά νέα απειλή.

 Ο Αλκιβιάδης πρότεινε την αποστολή πρεσβευτών στις ελληνικές πόλεις της Σικελίας για να τις αποσπάσουν από τους Συρακούσιους  και να συνάψουν συμφωνία τροφοδότησης του αθηναϊκού στρατεύματος. Ο Αλκιβιάδης έδωσε έμφαση στη Μεσσήνη που ήταν το κλειδί της Σικελίας και δήλωσε πως έπρεπε πρώτα να συνάψουν συμμαχία με τους κατοίκους της πόλης και μετά να προχωρήσουν σε επίθεση κατά των Συρακουσών και του Σελινούντος.



 Τελευταίος μίλησε ο Λάμαχος, ο οποίος αν και συμφώνησε με τον Αλκιβιάδη όσον αφορά τη σημασία της Μεσσήνης, πρότεινε να επιτεθούν αμέσως κατά των Συρακουσών, ενώ στους Μεσσηνίους θα πήγαινε ο ίδιος για να συνάψει συμμαχία.

 Το ότι η άποψη του Λάμαχου επικράτησε, ο Ντόναλντ Κάγκαν το αποδίδει (πέραν της εκτίμησης την οποία έχαιρε λόγω της πολεμικής του εμπειρίας) στο ότι οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να βρουν μια ισορροπία μεταξύ ενός νεαρού και επιθετικού ηγέτη -του Αλκιβιάδη, που ήταν ο πρωτοστάτης της εκστρατείας- και μιας παλαιάς συντηρητικής προσωπικότητας - του Νικία που ήταν ο κορυφαίος αντίπαλος της εκστρατείας και αρχηγός του κόμματος της ειρήνης. Σημειωτέον ότι ο Λάμαχος ήταν ένας 50χρονος στρατιώτης, τον οποίο ο Αριστοφάνης παρουσιάζει ως μόνιμα φτωχό στρατιώτη στην κωμωδία «Αχαρνείς»…      Ἀχαρνῆς στην Αττική διάλεκτο.

Οι Μεσσήνιοι αρνήθηκαν τις προτάσεις του Λάμαχου, γι' αυτό και οι Αθηναίοι έπλευσαν κατά μήκος της ακτής της Νάξου με τα 2/3 του στόλου και από εκεί κατευθύνθηκαν προς την Κατάνη. Οι Καταναίοι αρνήθηκαν να δεχτούν τους Αθηναίους και οι τελευταίοι στρατοπέδευσαν κοντά στον ποταμό Τηρία, ενώ έστειλαν μια μοίρα 10 πλοίων για να παρακολουθεί τον Μεγάλο Λιμένα των Συρακουσών. Αργότερα, οι Αθηναίοι έπλευσαν με τον υπόλοιπο στόλο και μόλις έφθασαν στις Συρακούσες, διακήρυξαν πως σκοπός της αποστολής τους ήταν η αποκατάσταση των Λεοντίνων και ζήτησαν από τους Λεοντίνους που βρίσκονταν στις Συρακούσες να προσέλθουν άφοβα προς τους Αθηναίους. Μετά την προκήρυξη, οι Αθηναίοι επανέπλευσαν προς την Κατάνη.



 Οι Καταναίοι έκαναν δεκτούς μόνο τους στρατηγούς: όσο μιλούσε ο Αλκιβιάδης, οι κάτοικοι ήταν απασχολημένοι μονάχα μ' αυτόν και δεν αντιλήφθηκαν πως οι Αθηναίοι είχαν διαρρήξει μια μικρή πύλη του τείχους, η οποία ήταν σαθρά κατασκευασμένη. Οι Αθηναίοι έπεισαν τους Καταναίους να ψηφίσουν υπέρ της συμμαχίας με την Αθήνα και να δεχτούν το αίτημα των Αθηναίων για στρατοπέδευση ολόκληρου του εκστρατευτικού σώματος τους στην Κατάνη.

Κοιτώντας προς Νότο από το Ταυρομένιον στο βάθος  στην αμυχή της χερσονήσου είναι η Νάξος και ακόμη πιο  βάθος που αχνοφαίνεται βρίσκεται  η΄πόλη των Κατανέων 

 Παράλληλα έφθασε η είδηση πως οι Συρακούσιοι επιβιβάζουν τα πληρώματα τους στην Καμάρινα, η οποία ήθελε να συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους. Όταν έφθασαν στην Καμάρινα, οι Αθηναίοι έστειλαν κήρυκα στην πόλη, αλλά οι Καμαριναίοι δεν τον δέχτηκαν με τη δικαιολογία πως οι Αθηναίοι έπρεπε να είχαν στείλει μονάχα ένα πολεμικό σκάφος (εκτός και αν οι ίδιοι ζητούσαν περισσότερα). Μετά, οι Αθηναίοι προέβησαν σε λεηλασία της ακτής των Συρακουσών, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά από επίθεση των ιππέων και των ψιλών στρατιωτών του στρατού των Συρακουσίων.



Την ίδια εποχή, στην Κατάνη έφθασε το πλοίο «Σαλαμινία» με εντολή του δήμου της Αθήνας προς τον Αλκιβιάδη και άλλους στρατιώτες να απολογηθούν για τον ακρωτηριασμό των Ερμών και τη βεβήλωση των Μυστηρίων. Οι Αθηναίοι είχαν επίσης υποψίες πως ο Αλκιβιάδης σχεδίαζε πραξικόπημα κατά της δημοκρατίας και παράδοση της πόλης τους Σπαρτιάτες - κύρια απόδειξη αυτής της κατηγορίας ήταν η παρουσία μιας μικρής δύναμης των Σπαρτιατών στον Ισθμό, η οποία είχε σκοπό να βοηθήσει τους Βοιωτούς, κάτι που οι Αθηναίοι δεν είχαν πιστέψει.

Οι Αθηναίοι είχαν συλλάβει τους φίλους του Αλκιβιάδη στο Άργος και ζήτησαν από τους Αργείους να τους θανατώσουν. Οι αρχές της Αθήνας είχαν σκοπό να θανατώσουν τον Αλκιβιάδη, αλλά το πλήρωμα της «Σαλαμινίας» έλαβε διαταγή να τον καλέσει να τους ακολουθήσει χωρίς να τον συλλάβει, καθώς φοβούνταν ότι πιθανά  προκαλέσουν ταραχές στον στρατό. Ο Αλκιβιάδης και οι σύντροφοι του επιβιβάστηκαν στο πλοίο, αλλά το εγκατέλειψαν στους Θούριους - το πλήρωμα προσπάθησε για αρκετό διάστημα να ανακαλύψει τους φυγάδες, αλλά μάταια
. Οι φυγάδες έφθασαν στην Πελοπόννησο με άλλο πλοίο, ενώ οι αρχές της Αθήνας τους καταδίκασαν σε θάνατο .

 Μετά την ανάκληση του Αλκιβιάδη, ο Νικίας και ο Λάμαχος μοίρασαν τον στρατό σε δύο μοίρες. Οι Αθηναίοι έπλευσαν στην Έγεστα για να εξετάσουν τα επίμαχα ζητήματα μεταξύ των Εγεσταίων και των Σελινουντίων και να μάθουν αν οι Εγεσταίοι είχαν σκοπό να δώσουν τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί. Μετά, οι Αθηναίοι προσέγγισαν την Ιμέρα, αλλά οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν να τους δεχτούν. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οι Αθηναίοι είχαν προχωρήσει σε επίθεση κατά των Υκκάρων, με αποτέλεσμα να καταστρέψουν την πόλη και να την παραδώσουν στους Εγεσταίους.

Ο κόλπος όπου βρίσκονται τα Ύκκαρα 

 Μετά την επίθεση, οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην Κατάνη με αρκετούς σκλάβους, ενώ επιχείρησαν επίθεση κατά της Πελεάτιδος Ύβλας, η οποία έληξε με αποτυχία. Παράλληλα, ο Νικίας είχε λάβει τριάντα τάλαντα από τους Εγεσταίους και έστειλε πρέσβεις σε άλλες πόλεις της Σικελίας για να ζητήσει στρατιωτική ενίσχυση.
Όπως μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στον χάρτη οι Αθηναίοι έκαναν οτν περίπλου της Σικελίας για τις συναντήσεις της Εγέστας  Σελινούντας  και της πόλεως Ιμέρα .Έτσι καταλαβαίνουμε τους χρόνους της διήγησης του πονήματος αυτού που ενώ αναφέρει ένα γεγονός πρέπει να καταλαβαίνει ο αναγνώστης τους χρόνους που ήταν τότε αρκετά μεγάλοι.


Τον χειμώνα, οι Αθηναίοι και οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για τη μάχη. Οι Αθηναίοι στρατηγοί ήθελαν να απομακρύνουν τους Συρακούσιους από την πόλη τους σε ένα μέρος όπου το ιππικό τους δεν θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιές στα βοηθητικά σώματα του αθηναϊκού στρατού. Μετά από συμβουλή εξόριστων Συρακουσίων που συμμάχησαν με τους Αθηναίους, οι στρατηγοί αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν στο Ολυμπιείον και προχώρησαν στο εξής τέχνασμα: έστειλαν στις Συρακούσες ένα άνθρωπο, ο οποίος ήταν πιστός στους Αθηναίους και συνάμα θεωρείτο φίλος των Συρακουσίων, ο οποίος θα τους ανακοίνωνε πως οι Αθηναίοι είχαν σκοπό να διανυκτερεύσουν στην πόλη, μακριά από το στρατόπεδο τους, ενώ θα τους πρότεινε να επιτεθούν στα χαρακώματα των Αθηναίων όσο οι Καταναίοι θα έσφαζαν τους Αθηναίους μέσα στην πόλη και θα έκαιγαν τα πλοία τους.


Οι Συρακούσιοι δέχτηκαν να επιτεθούν στην Κατάνη και προχώρησαν στις ανάλογες προετοιμασίες. Όταν τελείωσαν τις προετοιμασίες και έλαβαν ενισχύσεις από άλλες πόλεις, οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν την πορεία τους και στρατοπέδευσαν κοντά στον ποταμό Σύμαιθο. Οι Αθηναίοι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, αποβιβάστηκαν στην περιοχή του Ολυμπιείου.

Στύλοι από τον ναό του Διός ,το Ολυμπιείον 

Το  ιππικό των Συρακουσών, το οποίο έμεινε στην οπισθοφυλακή, αντιλήφθηκε την απόβαση των Αθηναίων και μετέφερε το μήνυμα στο πεζικό, το οποίο έσπευσε να επιστρέψει. Οι Αθηναίοι προχώρησαν σε οχύρωση της θέσης τους και αρνήθηκαν να δώσουν μάχη εκείνη την ημέρα, γι' αυτό και οι Συρακούσιοι παρατάχθηκαν στην Ελωρίνη Οδό. Την επομένη, οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι για μάχη: αφού μοίρασαν τον στρατό σε δύο μοίρες, παρατάχθηκε  η εμπροσθοφυλακή και η οπισθοφυλακή σε φάλαγγα βάθους 8 οπλιτών - στα δεξιά παρατάχθηκαν οι Αργείοι και οι Μαντινείς, στο κέντρο οι Αθηναίοι και στα αριστερά οι υπόλοιποι σύμμαχοι. Από την άλλη, οι Συρακούσιοι παρατάχθηκαν σε βάθος 10 οπλιτών, ενώ το ιππικό (1200 ιππείς) και οι ακοντιστές τους παρατάχθηκαν στα δεξιά .





 Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιτεθούν πρώτοι, κάτι που δεν περίμεναν οι Συρακούσιοι -  γι' αυτό και επικράτησε πανικός, αλλά οι Συρακούσιοι κατάφεραν να γεμίσουν τις γραμμές τους και να πάρουν τα όπλα. Η μάχη ξεκίνησε με δράση των λιθοβόλων, των  τοξοτών και των σφενδονιστών των δύο πλευρών, οι οποίοι απώθησαν τους ψιλούς της κάθε παράταξης. Μετά, οι οπλίτες προχώρησαν σε μετωπική επίθεση και η μάχη διαρκούσε για πολλή ώρα, λόγω μιας καταιγίδας και της σθεναρής αντίστασης των Συρακουσίων. Ωστόσο, οι Αθηναίοι κατάφεραν να απωθήσουν τους Συρακούσιους στο κέντρο, αφού πρώτα οι Αργείοι απώθησαν το αριστερό κέρας των Συρακουσίων - ακολούθησε καταδίωξη των Συρακουσίων, η οποία απέτυχε λόγω της δράσης του ιππικού. Οι Συρακούσιοι οπλίτες ανασυντάχθηκαν στην Ελωρίνη Οδό, έστειλαν φρουρά στον ναό του Δία (φοβούμενοι πως οι Αθηναίοι θα κλέψουν τον θησαυρό του ναού) και επέστρεψαν στην πόλη. Οι Αθηναίοι δεν προχώρησαν στην κλοπή του θησαυρού, αλλά συνέλεξαν τους νεκρούς, κάτι που επέτρεψαν στους Συρακούσιους να κάνουν την επόμενη μέρα - οι Αθηναίοι είχαν χάσει 50 άνδρες, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν χάσει 260 . Μετά τη μάχη, οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην Κατάνη, καθώς έκριναν πως ο χειμώνας θα τους εμπόδιζε να στρατοπεδεύσουν πλησίον των Συρακουσών - ήταν σίγουροι, όμως, πως με τον ερχομό της άνοιξης θα επιχειρήσουν νέα επίθεση.

Ο πρώτος χειμώνας της εκστρατείας και διπλωματική δράση των δύο πλευρών

Στη λαϊκή συνέλευση των Συρακουσίων, η οποία ακολούθησε της μάχης, ο Ερμοκράτης πρότεινε να μειώσουν τον αριθμό των στρατηγών (που ήταν 15) και να αυξήσουν την παραγωγή όπλων, ώστε να αυξήσουν και τον αριθμό των οπλιτών, ενώ επίσης πρότεινε τη συστηματική εκπαίδευση των οπλιτών. Οι Συρακούσιοι αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Ερμοκράτη και τον εξέλεξαν στρατηγό, μαζί με τον Ηρακλείδη και τον Σικανό, ενώ έστειλαν πρεσβείες στην Κόρινθο και στη Σπάρτη για να ζητήσουν βοήθεια και τη συνέχεια του πολέμου στην Ελλάδα - οι Συρακούσιοι ήλπιζαν πως αυτό θα ανάγκαζε τους Αθηναίους είτε να αναχωρήσουν από τη Σικελία είτε να μειώσουν την αποστολή ενισχύσεων.

Οι Αθηναίοι σχεδίαζαν να καταλάβουν τη Μεσσήνη μέσω συνωμοσίας, ωστόσο, η αποστολή τους απέτυχε εξαιτίας της προδοσίας του Αλκιβιάδη. Οι Μεσσήνιοι φόνευσαν τους συνωμότες και ετοιμάστηκαν για άμυνα. Οι Αθηναίοι έμειναν προ πυλών της πόλης για 13 μέρες και μετά αποφάσισαν να διαχειμάσουν στη Νάξο την Σικελική , όπου έφτιαξαν νεώρια γα τα πλοία και έσκαψαν χαρακώματα για να προστατεύσουν το στρατόπεδο, ενώ παράλληλα έστειλαν πλοίο στην Αθήνα για να ζητήσουν χρήματα και ιππικό.

Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έχτισαν προτείχισμα, ως συμπλήρωμα του ήδη υπάρχοντος τείχους της πόλης, το οποίο κάλυπτε την ιερή περιοχή του Τεμενιτού Απόλλωνα και επεκτάθηκε μέχρι τις Επιπολές, ενώ  έστειλαν φρουρά στα Μέγαρα και στο Ολυμπιείον. Μόλις έμαθαν για την παραμονή των Αθηναίων στη Νάξο, οι Συρακούσιοι επιτέθηκαν στην Κατάνη, την οποία ερήμωσαν - μετά, οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε εμπρησμό του αθηναϊκού στρατοπέδου και επέστρεψαν στην πόλη τους.



Την ίδια εποχή, οι δύο πλευρές έστειλαν πρέσβεις στην Καμάρινα - επικεφαλής της πρεσβείας των Συρακουσίων ήταν ο Ερμοκράτης, ενώ επικεφαλής της αθηναϊκής πρεσβείας ήταν ο Εύφημος . Πρώτος τον λόγο έλαβε ο Ερμοκράτης, ο οποίος τους θύμισε την τύχη των Ιώνων που δεν πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων κατά τους Περσικούς πολέμους - οι Αθηναίοι τους υπέταξαν παρά την κοινή καταγωγή και ουσιαστικά αντικατέστησαν την περσική ηγεμονία με τη δική τους. Επίσης, ο Ερμοκράτης επέκρινε τους Σικελιώτες που δεν αντιστάθηκαν ενωμένοι κατά των Αθηναίων εισβολέων και θύμισε τις πραγματικές αιτίες της αθηναϊκής εκστρατείας. Για να πείσει τους Καμαριναίους να πολεμήσουν στο πλευρό των Συρακουσίων, ο Ερμοκράτης παρέπεμψε στους Ρηγίνους που αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους στην εστία τους παρά το γεγονός ότι είχαν κοινή καταγωγή με τους Λεοντίονους, ενώ επίσης δήλωσε πως περίμεναν ενισχύσεις από την Πελοπόννησο. Μετά τον Ερμοκράτη, τον λόγο έλαβε ο Εύφημος, ο οποίος μίλησε για τους λόγους που ώθησαν τους Αθηναίους να αποκτήσουν ηγεμονία, με κύριο λόγο την απειλή των Σπαρτιατών. Επίσης, ο Εύφημος αιτιολόγησε το γεγονός ότι οι Αθηναίοι υπέταξαν την Ιωνία, λέγοντας πως οι Ίωνες είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες κατά της μητρόπολης τους. Ο Εύφημος τόνισε την καλή μεταχείριση των συμμάχων από τους Αθηναίους και προσπάθησε να πείσει τους Καμαριναίους πως οι Συρακούσιοι είχαν σκοπό να ενώσουν τις πόλεις της Σικελίας για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους , γι' αυτό και τους κάλεσε να πολεμήσουν στο πλευρό των Αθηναίων .


Καμαρίνα , ένας  Βωμός (;)

Οι Καμαριναίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, καθώς είχαν συνάψει συμμαχία και με την Αθήνα και με τις Συρακούσες, γι' αυτό και αποφάσισαν πως η καλύτερη λύση είναι η ουδετερότητα.
Μετά, οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις της Σικελίας για να συνάψουν συμμαχία - οι πεδινές πόλεις (πλην μερικών εξαιρέσεων) αρνήθηκαν να βοηθήσουν, ενώ οι πόλεις του εσωτερικού αποδέχτηκαν την πρόταση (είτε ειρηνικά είτε δια της βίας). Επίσης, οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στην Καρχηδόνα και στην Τυρρηνία για να ζητήσουν βοήθεια, ενώ έστειλαν πρέσβεις στις συμμαχικές πόλεις της Σικελίας και στην Έγεστα για να ζητήσουν ιππικό και προμήθειες. Τέλος, οι Αθηναίοι μετέφεραν τη βάση τους από τη Νάξο στην Κατάνη, αποκατέστησαν το στρατόπεδο τους και διαχείμασαν.


 Ενώ αυτά διαδραματίζονταν στη Σικελία, στην Ελλάδα, η Κόρινθος ψήφισε υπέρ της αποστολής ενισχύσεων στις Συρακούσες και υπέρ της διεξαγωγής πολέμου κατά των Αθηναίων στην Ελλάδα. Οι Κορίνθιοι και οι Συρακούσιοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη για να πείσουν τους Λακεδαιμόνιους να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες και να κηρύξουν πόλεμο στην Αθήνα, αλλά οι Σπαρτιάτες είχαν σκοπό να στείλουν μονάχα μια πρεσβεία για να ενθαρρύνουν τους Συρακούσιους να συνεχίσουν τον αγώνα. Στη Σπάρτη βρισκόταν και ο Αλκιβιάδης, ο οποίος έλαβε τον λόγο και προσπάθησε να πείσει τους Σπαρτιάτες να στείλουν βοήθεια.

Ο Αλκιβιάδης τόνισε τις πραγματικές αιτίες της αθηναϊκής εκστρατείας και παρουσίασε τα σχέδια που είχαν κάνει οι Αθηναίοι στρατηγοί: πρώτα, οι Αθηναίοι είχαν σκοπό να καταλάβουν τη Σικελία, μετά τις ελληνικές πόλεις της Ιταλίας και την Καρχηδόνα, ενώ αργότερα είχαν σκοπό να εκστρατεύσουν με μεγάλες δυνάμεις κατά της Πελοποννήσου. Ο Αλκιβιάδης πρότεινε την αποστολή ενός Σπαρτιάτη αρχιστράτηγου για να αναλάβει την οργάνωση του στρατού των Συρακουσίων και την οχύρωση της Δεκέλειας για να αποκόψουν τους Αθηναίους από τα ορυχεία του Λαυρίου.
 Οι Σπαρτιάτες αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Αλκιβιάδη και επέλεξαν για αρχιστράτηγο τον Γύλιππο, στον οποίο έδωσαν διαταγή να διευθετήσει το θέμα των ενισχύσεων με τους Κορίνθιους και τους Συρακούσιους.

 Ο Γύλιππος ζήτησε από τους Κορίνθιους να στείλουν 2 πολεμικά πλοία στην Ασίνη και να ετοιμάσουν όσα πλοία είχαν σκοπό να στείλουν, ώστε να αποπλεύσουν την κατάλληλη εποχή. Παράλληλα, οι αρχές της Αθήνας έλαβαν αίτηση για αποστολή ενισχύσεων στις Συρακούσες και δέχτηκαν να στείλουν χρήματα και ιππικό. Μ' αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε ο πρώτος χειμώνας της εκστρατείας.

Αποκλεισμός των Συρακουσών



Χάρτες που δείχνουν τις Συρακούσες, τις Επιπολές και τα τείχη που έστησαν οι Συρακούσιοι.

Την άνοιξη του 414 π.Χ, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα Υβλαία Μέγαρα, όπου ερήμωσαν τους αγρούς, αλλά απέτυχαν να καταλάβουν το οχύρωμα των Συρακουσίων - μετά προέβησαν σε εμπρησμό σιτηρών στον Τηρία ποταμό, στην Ινήσση και στα Υβλαία, καθώς και σε επίθεση κατά των Κεντορίπων, τους οποίους ανάγκασαν σε παράδοση. Στην Κατάνη, οι Αθηναίοι έλαβαν ενισχύσεις με 250 ιππείς (αν και χωρίς ίππους, καθώς οι αρχές της Αθήνας ήσαν σίγουρες ότι θα βρουν άλογα στη Σικελία) και 30 ιπποτοξότες, καθώς επίσης και 300 τάλαντα αργυρού .



Μέγαρα Υβλαία

Το καλοκαίρι, οι Συρακούσιοι έμαθαν για την αποστολή ενισχύσεων από την Αθήνα και θεώρησαν πως οι Αθηναίοι θα προβούν σε επίθεση κατά των Συρακουσών, γι' αυτό και αποφάσισαν να στείλουν στις Επιπολές μια φρουρά από 600 οπλίτες υπό τις διαταγές του Διομήλου - οι Συρακούσιοι στρατηγοί ήσαν βέβαιοι πως αν οι Αθηναίοι δεν καταλάβουν τις Επιπολές, τότε δεν θα μπορούσαν να αποκλείσουν την πόλη μέσω περιτειχίσματος, ακόμα και σε περίπτωση νίκης .



 Ωστόσο, οι Αθηναίοι είχαν φθάσει απαρατήρητοι στη θέση Λέοντας που απείχε 7 στάδια από τις Επιπολές και αποβιβάστηκαν στη Θάψο (χερσόνησος με στενό ισθμό).



Δεξιά ,η κατοικούμενη από Έλληνες από την Μυκηναϊκή εποχή, Θάψος

Ενώ ο στόλος είχε παραμείνει στη Θάψο (ή Θαψό), ο στρατός ανέβηκε το Ευρύαλο (ή Ευρύηλο) τείχος και επιτέθηκε στις Επιπολές - εκείνη τη στιγμή, οι Συρακούσιοι ήσαν σε επιθεώρηση του στρατεύματος στο λιμάνι και έσπευσαν να φθάσουν στις Επιπολές. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι αναγκάστηκαν να τρέξουν απόσταση 25 σταδίων από το λιμάνι μέχρι τις Επιπολές και νικήθηκαν στη μάχη από τους Αθηναίους - οι Αθηναίοι είχαν σκοτώσει 300 Συρακούσιους, συμπεριλαμβανομένου του Διομήλου και μετά επιτέθηκαν στο Λάβδαλον .



Το Ευρύαλο (ή Ευρύηλο) τείχος κοιτώντας προς τα ανατολικά όπου βρίσκεται η Θάψος


Το Ευρύαλο (ή Ευρύηλο) τείχος κοιτώντας προς τα δυτικά


Το τείχος σήμερα στο Βόρειο δυτικό άκρο του Ευρύαλου

Λίγο αργότερα, οι Αθηναίοι έλαβαν 300 ιππείς από την Έγεστα και 100 ιππείς από τη Νάξο, με τη συνολική δύναμη του ιππικού να ανέρχεται στους 650 ιππείς. Αφού άφησαν φρουρά στο Λάβδαλο, οι Αθηναίοι έφθασαν στη Συκή και ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα κυκλικό τείχος. Οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να δώσουν μάχη, αλλά το πεζικό τους βρισκόταν σε κακή κατάσταση, γι' αυτό και περιορίστηκαν σε επίθεση του ιππικού, η οποία όμως απέτυχε.
Το παράξενο χαραδρώδες τοπίο στο βόρειο τείχος με διάφορα τειχίσματα Αθηναίων και Συρακούσιων

 Την επομένη, οι Αθηναίοι άρχισαν να φτιάχνουν ένα περιτείχισμα στο βόρειο μέρος του κυκλικού τείχους, ενώ οι Συρακούσιοι - μετά από παρότρυνση των στρατηγών - αποφάσισαν να μην δώσουν μάχη και να φτιάξουν ένα αντιτείχισμα - παράλληλα, ο έλεγχος του Μεγάλου Λιμένα βρισκόταν στα χέρια των Συρακουσίων, καθώς ο αθηναϊκός στόλος δεν είχε αποπλεύσει από τη Θάψο .

Συρακούσες -Θαλάσσιο τείχος στην Ορτυγία

Οι δύο πλευρές δεν ενοχλούσαν η μια την άλλη στην κατασκευή οχυρώσεων, αν και οι Αθηναίοι φρόντισαν να καταστρέψουν τους υπόγειους οχετούς για να εμποδίσουν την παροχή νερού στις Συρακούσες. Ένα μεσημέρι, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιτεθούν - οι Αθηναίοι έστειλαν 300 οπλίτες και ψιλούς στρατιώτες να επιτεθούν στο αντιτείχισμα, ενώ άλλο ένα σώμα στρατού βάδισε προς την πόλη και ακόμα ένα προς τα χαρακώματα των Συρακουσίων πλησίον της πυλίδος. Οι 300 κατάφεραν να καταλάβουν το αντιτείχισμα των Συρακουσίων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στο προτείχισμα - ωστόσο, οι Αθηναίοι εισήλθαν στο περιτείχισμα, αλλά δεν κατάφεραν να το καταλάβουν και υποχώρησαν με μερικές απώλειες.
Μετά τη μάχη, οι Αθηναίοι κατεδάφισαν το αντιτείχισμα και έστησαν τρόπαιο. Την επομένη, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα τείχος επί του κρημνού, ο οποίος βρισκόταν στις Επιπολές και απ' όπου φαινόταν ο Μεγάλος Λιμένας, ενώ οι Συρακούσιοι έφτιαξαν τάφρο για να εμποδίσουν τους Αθηναίους να επεκτείνουν το περιτείχισμα μέχρι τη θάλασσα.

Για να κατανοήσουμε τη τοπογραφία και τις αποστάσεις .-Η Ορτυγία και στο βάθος οι Επιπολές διακρίνονται  όπως είναι ανυψωμένο το σημείο στον πραγματικό χώρο όπως είναι σήμερα.

Ενώ ο αθηναϊκός στόλος έλαβε διαταγή να αποπλεύσει από τη Θάψο, ο στρατός επιτέθηκε και νίκησε τους Συρακούσιους σε πεδινό έδαφος στις Επιπολές. Όσοι από τους Συρακούσιους είχαν παραταχθεί στα δεξιά υποχώρησαν προς την πόλη, ενώ αυτοί που παρατάχθηκαν στα αριστερά υποχώρησαν προς τον ποταμό. Οι 300 Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν τη γέφυρα, αλλά απέτυχαν εξαιτίας της επέμβασης του ιππικού. Μετά, το ιππικό των Συρακουσίων επιτέθηκε στη δεξιά πτέρυγα των Αθηναίων, αναγκάζοντας τον Λάμαχο να φτάσει από τα αριστερά με τοξότες και Αργείους οπλίτες, αλλά, όταν προσπάθησε να διαβεί μια τάφρο, έπεσε νεκρός.
Τότε, οι Συρακούσιοι που υποχώρησαν στην πόλη, ανέκτησαν το θάρρος τους και επιτέθηκαν στο προτείχισμα του κυκλικού τείχους - ωστόσο, ο Νικίας έκαψε διάφορα υλικά και μηχανές με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά που ανάγκασε τους Συρακούσιους σε υποχώρηση. Παράλληλα, το πεζικό των Αθηναίων είχε φθάσει στο τείχος, ενώ έγινε γνωστή η εκκίνηση του αθηναϊκού στόλου από τη Θάψο, αναγκάζοντας τους Συρακούσιους να υποχωρήσουν στην πόλη - οι Συρακούσιοι θεωρούσαν πως δεν μπορούσαν πλέον να εμποδίσουν την κατασκευή αθηναϊκού περιτειχίσματος που θα έφτανε μέχρι τη θάλασσα .



Μετά τη μάχη, οι δύο πλευρές συνέλεξαν τους νεκρούς τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν ολόκληρο το στράτευμα τους και αποφάσισαν να αποκλείσουν τις Συρακούσες με διπλό τείχος - επίσης, οι Αθηναίοι έλαβαν εφόδια από τις άλλες πόλεις της Σικελίας και 3 πεντηκόντορους από την Τυρρηνία. Οι Συρακούσιοι συνέλαβαν τους στρατηγούς και τους αντικατέστησαν με τον Ηρακλείδη, τον Ευκλή και τον Τελλία, ενώ αποφάσισαν να συνάψουν ειρήνη με τον Νικία, καθώς δεν ήλπιζαν να λάβουν ενισχύσεις από την Πελοπόννησο.


 Την ίδια εποχή, ο Γύλιππος και τα κορινθιακά πλοία έφτασαν στη Λευκάδα αλλά δεν απέπλευσαν για τη Σικελία, καθώς είχαν μάθει πως οι Συρακούσες είχαν πλήρως αποκλειστεί. Ο Γύλιππος και ο Κορίνθιος Πυθήν, μαζί με 4 πλοία, απέπλευσαν για τον Τάραντα - στον Τάραντα επρόκειτο να φθάσουν ακόμα 22 πλοία από την Κόρινθο, τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Οι Πελοποννήσιοι προσπάθησαν να πείσουν τους κατοίκους του Τάραντα (Λακεδαιμόνιοι)
 και των Θουρίων να τους βοηθήσουν, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Στον πλου τους για την Ιταλία, οι Πελοποννήσιοι συνάντησαν βόρειο άνεμο στον Τεριναίο κόλπο που προκάλεσε τρικυμία - αρκετά πλοία των Πελοποννησίων καταστράφηκαν και ο Γύλιππος αναγκάστηκε να επιστρέψει στον Τάραντα για να τα επισκευάσει. Ο Νικίας έμαθε για την αποστολή του Γύλιππου, αλλά δεν έδωσε σημασία, εξαιτίας της μικρής δύναμης που διέθετε ο Σπαρτιάτης.


Τείχος στις Συρακούσες και στο βάθος η βόρεια απόληξη του τοπίου των Επιπολών




Η άφιξη του Γύλιππου στις Συρακούσες

Μόλις επισκεύασε τα πλοία του, ο Γύλιππος απέπλευσε από τον Τάραντα και συνάντησε τους Επιζεφυρίους Λοκρούς, όπου έμαθε πως οι Συρακούσες δεν είχαν αποκλειστεί εντελώς και πως υπήρχε ακόμα ελπίδα να βοηθήσει. Μετά από αρκετή σκέψη, ο Γύλιππος αποφάσισε να πλεύσει δεξιά της σικελικής ακτής και να αποβιβαστεί στην Ιμέρα, όπου θα λάμβανε ενισχύσεις και θα έφτανε μέσω ξηράς στις Συρακούσες - ο Νικίας έμαθε για την επίσκεψη του Γύλιππου στους Επιζεφυρίους Λοκρούς  και έστειλε 4 πλοία στο Ρήγιο για επιτήρηση, αλλά οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν να φθάσουν απαρατήρητοι στην Ιμέρα.


 Στην Ιμέρα, ο Γύλιππος ζήτησε ενισχύσεις από τους κατοίκους της πόλης, τους Σελινουντίους, τους κατοίκους της Γέλας και άλλες σικελικές πόλεις.
Χάρη στις ενέργειες του, ο Σπαρτιάτης συγκέντρωσε 700 ναύτες και πεζοναύτες από την Πελοπόννησο, 1.000 οπλίτες και 100 ιππείς από την Ιμέρα, 1.000 Σικελιώτες οπλίτες και μερικούς ιππείς και ψιλούς από τον Σελινούντα και τη Γέλα. Παράλληλα, ο Γογγύλος (Κορίνθιος στρατηγός) είχε φτάσει στις Συρακούσες με πλοίο και ανακοίνωσε την άφιξη του Γύλιππου.
Ο Γύλιππος κατέλαβε τους Ιετάς (σικελικό φρούριο), ενώθηκε με τους Συρακούσιους στις Επιπολές και επιτέθηκε στο διπλό περιτείχισμα των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να παρατάξουν τον στρατό τους για μάχη, παρά την αρχική έκπληξη. Ο Γύλιππος έστειλε κήρυκα στους Αθηναίους να ανακοινώσει πως είχαν 5 μέρες να συγκεντρώσουν τα αγαθά τους και να αναχωρήσουν από τη Σικελία, αλλά οι Αθηναίοι δεν απάντησαν και οι δύο στρατοί ετοιμάστηκαν για μάχη.
 Ο Γύλιππος είδε πως οι Συρακούσιοι δεν μπορούσαν να επιτεθούν στο περιτείχισμα και τους επανέφερε σε πιο ευρύ έδαφος, αλλά ο Νικίας δεν εκμεταλλεύτηκε αυτή τη σύγχυση στις τάξεις των Συρακουσίων, δίνοντας στον Γύλιππο τη δυνατότητα να στρατοπεδεύσει στο ύψωμα του Τεμενίτου Απόλλωνα.


 Την επομένη, ο Γύλιππος παρέταξε τον στρατό του απέναντι στο αθηναϊκό περιτείχισμα και έστειλε απόσπασμα στο Λάβδαλο - οι Συρακούσιοι κατέλαβαν το Λάβδαλο και φόνευσαν την αθηναϊκή φρουρά που βρισκόταν εκεί, ενώ κυρίευσαν μια αθηναϊκή τριήρη στον Μεγάλο Λιμένα. Μετά, οι Συρακούσιοι επιχείρησαν να φτιάξουν ένα απλό τείχος έξω από την πόλη στο άνω μέρος των Επιπολών, ενώ οι Αθηναίοι ολοκλήρωσαν το διπλό περιτείχισμα και ανέβηκαν στο βόρειο μέρος του κυκλικού τείχους.
Το ΝΔ ελληνικό τείχισμα των Επιπολών

Ο Γύλιππος αποφάσισε να επιτεθεί εκ νέου στο αθηναϊκό περιτείχισμα (αυτή τη φορά στο βόρειο μέρος του περιτειχίσματος), αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει χωρίς μάχη χάρη στην παρέμβαση των Αθηναίων, οι οποίοι ενίσχυσαν τη φρουρά σ' αυτό το σημείο του τείχους με τα δικά τους στρατεύματα, ενώ οι σύμμαχοι ανέλαβαν τη φρουρά άλλων σημείων.

Αρχαία σκαλίσματα εγκαταστάσεων στο Πλημμύριον

Ο Νικίας μετέφερε το ορμητήριο των Αθηναίων στο ακρωτήριο Πλημμύριον, όπου έφτιαξε 3 φρούρια, στα οποία μετέφερε πολεμικό υλικό - ο Νικίας δεν ενδιαφερόταν πλέον για τον πόλεμο στη ξηρά, αλλά έδωσε έμφαση στον πόλεμο στη θάλασσα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα από σοβαρή δύναμη του ιππικού των Συρακουσίων, η οποία παρατάχθηκε στο Ολυμπιείον και τους παρενοχλούσε συνεχώς.
Το ορμητήριο των Αθηναίων στο ακρωτήριο Πλημμύριον και απέναντι η Ορτυγία.


Για την κατασκευή του τείχους δια μέσου των Επιπολών, ο Γύλιππος χρησιμοποίησε τα υλικά που είχαν συγκεντρώσει οι Αθηναίοι για την κατασκευή του δικού τους τείχους, μετά παρέταξε τον στρατό του προ του τείχους - οι Αθηναίοι είχαν παρατάξει και αυτοί τον στρατό τους προ του αθηναϊκού τείχους - και επιτέθηκε κατά των Αθηναίων. Ωστόσο, η μάχη διεξήχθη σε στενό χώρο, κάτι που εμπόδισε τη χρήση του ιππικού από τους Συρακούσιους και έδωσε τη νίκη στους Αθηναίους.
Μετά τη μάχη, ο Γύλιππος παραδέχτηκε το λάθος του και ενθάρρυνε τους Συρακούσιους για τη συνέχιση του αγώνα. Κατά τη διάρκεια της επόμενης μάχης, ο Γύλιππος οδήγησε το πεζικό πιο μακριά και παρέταξε το ιππικό στα πλάγια, αλλά ο Νικίας αποφάσισε να επιτεθεί πρώτος. Η αθηναϊκή επίθεση έληξε με αποτυχία χάρη στη δράση του ιππικού των Συρακουσίων και ο Νικίας αναγκάστηκε να μεταφέρει τον στρατό πίσω από το τείχος - την επομένη, οι Συρακούσιοι επέκτειναν το τείχους τους πέρα από το αθηναϊκό περιτείχισμα και εμπόδισαν τους Αθηναίους να αποκλείσουν τις Συρακούσες μ' αυτό το μέσο. Μετά τις συγκρούσεις, στον Μεγάλο Λιμένα είχαν φτάσει 12 πλοία από την Κόρινθο, τη Λευκάδα και την Αμβρακία υπό τις διαταγές του Κορίνθιου Ερασινίδη, ενώ ο Γύλιππος έφυγε από τις Συρακούσες για να ζητήσει ενισχύσεις από τις άλλες σικελικές πόλεις.

Ελληνική οχύρωση από τις πολλές γύρω από τις Συρακούσες


 Οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν να ασκούνται εντατικά στον χειρισμό στόλου και σχεδίαζαν επίθεση κατά του αθηναϊκού στόλου, ενώ είχαν ζητήσει ενισχύσεις από την Κόρινθο και από τη Σπάρτη. Παράλληλα, ο Νικίας ζήτησε ενισχύσεις από την Αθήνα και έστειλε γραπτή αναφορά των τελευταίων συγκρούσεων στη Σικελία, οι οποίες τον ανάγκασαν να τηρήσει αμυντική στάση. Ο Νικίας έδωσε έμφαση στις ενισχύσεις που περίμεναν οι Συρακούσιοι από την Πελοπόννησο και στην τραγική κατάσταση του αθηναϊκού στόλου, ο οποίος ήταν πλέον ισάριθμος ή μικρότερος από τον στόλο των Συρακουσίων. Ο Νικίας τόνισε επίσης την έλλειψη πειθαρχίας από την πλευρά των τριηράρχων και την έλλειψη πληρωμάτων για τα πλοία, καθώς και το γεγονός ότι οι ιταλικές πόλεις που τροφοδοτούσαν τον αθηναϊκό στόλο θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με τους Συρακούσιους, κάτι που θα προκαλούσε πείνα στο αθηναϊκό στράτευμα και θα το ανάγκαζε σε παράδοση . Γι' αυτό και ο Νικίας ζήτησε ενισχύσεις που θα είχαν το ίδιο μέγεθος με την αρχική αποστολή και την αποστολή νέων αρχηγών, καθώς ο ίδιος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στα νεφρά που δεν του επέτρεπε να ελέγχει αποτελεσματικά το στράτευμα.
Οι αποστάσεις σε πραγματική κλίμακα Αριστερά το Ευρίαλο τείχος και δεξιά στο βάθος Ορτυγία Μέγας Λιμήν δεξιά το Πλημμύριον

Οι Αθηναίοι ψήφισαν υπέρ της αποστολής ενισχύσεων και υπέρ της διατήρησης του Νικία στη θέση του αρχηγού, αν και αποφάσισαν να διορίσουν τον Μένανδρο και τον Ευθύδημο που βρίσκονταν στη Σικελία στη θέση των βοηθών του Νικία. Επίσης, οι Αθηναίοι αποφάσισαν ορίσουν τον Ευρυμέδοντα και τον Δημοσθένη ως συστρατηγούς του Νικία.

Ο Ευρυμέδοντας έλαβε διαταγή να πλεύσει απευθείας στη Σικελία με 10 πλοία και να μεταφέρει 120 τάλαντα. Ο Δημοσθένης έμεινε πίσω για να συγκεντρώσει στρατό, στόλο και χρήματα από την Αθήνα και τις συμμαχικές πόλεις, ενώ έστειλε 20 πλοία να περιπολούν τις ακτές της Πελοποννήσου και να εμποδίσουν την αποστολή ενισχύσεων από την Πελοπόννησο στις Συρακούσες.

 Στον αντίποδα, οι Κορίνθιοι είχαν μάθει για τη βελτίωση της κατάστασης στις Συρακούσες και αποφάσισαν να στείλουν οπλίτες στη Σικελία με εμπορικά σκάφη - επίσης, οι Κορίνθιοι εξόπλισαν 25 πολεμικά σκάφη για να ναυμαχήσουν με τα 20 πλοία που έστειλε ο Δημοσθένης στη Ναύπακτο. Την άνοιξη, οι Πελοποννήσιοι έμαθαν για την αποστολή του Ευρυμέδοντα στη Σικελία, γι' αυτό και οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν (με παρότρυνση των Συρακουσίων και των Κορινθίων) να εισβάλουν στην Αττική και να στείλουν ενισχύσεις στη Σικελία με εμπορικά σκάφη, αναγκάζοντας τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους να κάνουν το ίδιο.

Την άνοιξη του 413 π.Χ, οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν στην Αττική υπό τις διαταγές του βασιλιά Άγη και ερήμωσαν τη χώρα, ενώ μετά προχώρησαν στην οχύρωση της Δεκέλειας. Στη Σικελία, οι Πελοποννήσιοι έστειλαν 600 οπλίτες (είλωτες και νεοδαμώδεις) από τη Σπάρτη, 300 οπλίτες από τη Βοιωτία και 500 οπλίτες από την Κόρινθο. Από την άλλη, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Δημοσθένη στη Σικελία με την εξής δύναμη: 1.200 οπλίτες από την Αθήνα και τις συμμαχικές πόλεις και 65 πλοία από την Αθήνα και τη Χίο, ενώ οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον Χαρικλή να συγκεντρώσει οπλίτες από το Άργος και να ενωθεί με τον Δημοσθένη στην Αίγινα.

Ναυμαχίες στις Συρακούσες και στη Ναύπακτο


Ναυμαχίες στις Συρακούσες



Την άνοιξη του 413 π.Χ, ο Γύλιππος επέστρεψε στις Συρακούσες με όσους στρατιώτες κατάφερε να συγκεντρώσει από τις συμμαχικές πόλεις και ενθάρρυνε τους Συρακούσιους (με τη στήριξη του Ερμοκράτη) να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στον αθηναϊκό στόλο. Μόλις ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες για τη ναυμαχία, ο Γύλιππος οδήγησε τον στρατό κατά του ακρωτηρίου Πλημμύριον, ενώ δύο στόλοι από 35 και 45 πλοία αντίστοιχα έπλεαν από τον Μεγάλο και τον Μικρό Λιμένα κατά του ακρωτηρίου.

Οι Αθηναίοι επιβιβάστηκαν σε 60 πλοία και συγκρούστηκαν με τα πλοία των Συρακουσίων στον Μεγάλο Λιμένα και στο στόμιο του λιμένα. Η ναυμαχία ήταν για πολλή ώρα ισόπαλη, ενώ ο Γύλιππος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η φρουρά του ακρωτηρίου ήταν απασχολημένη με τη ναυμαχία και κατάφερε να καταλάβει τα τρία οχυρά που είχαν στήσει οι Αθηναίοι - στην αρχή κατέλαβε γρήγορα το μεγαλύτερο, ενώ τα άλλα δύο παραδόθηκαν αμαχητί.

Παρά τη νίκη του στρατού των Συρακουσίων, ο στόλος τους είχε υποστεί ήττα στη ναυμαχία, καθώς είχε χάσει 11 πλοία και είχε ναυαγήσει μονάχα 3 αθηναϊκά πλοία. Η απώλεια του ακρωτηρίου προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο αθηναϊκό στράτευμα, καθώς είχαν αφήσει εκεί τις προμήθειες τους και την εξάρτηση των πλοίων τους - αναφέρεται πως οι Συρακούσιοι είχαν καταλάβει ιστία και εξάρτηση 40 πλοίων, καθώς και 3 τριήρεις που είχαν μείνει στην ακτή. Μετά τη ναυμαχία, οι Συρακούσιοι έστειλαν ένα πλοίο στην Πελοπόννησο για να δώσουν αναφορά για τις επιτυχίες των Συρακουσίων, ενώ άλλα 11 είχαν σταλεί στις ιταλικές ακτές για να επιτεθούν σε σκάφη που μετέφεραν ναυπηγήσιμη ξυλεία στους Αθηναίους.

Μετά τον εμπρησμό των σκαφών του αντιπάλου, οι Συρακούσιοι έφθασαν στους Λοκρούς, όπου ενώθηκαν με απόσπασμα Θεσπιεών οπλιτών. Ωστόσο, στα Υβλαία δέχτηκαν επίθεση από 20 αθηναϊκά πλοία, η οποία όμως δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα - οι Συρακούσιοι είχαν χάσει μονάχα ένα πλοία, ενώ τα υπόλοιπα 10 επέστρεψαν στις Συρακούσες. Την ίδια εποχή, στον Μεγάλο Λιμένα σημειώθηκαν αψιμαχίες μεταξύ των Συρακουσίων και των Αθηναίων ακροβολιστών λόγω των πασσάλων που είχαν μπήξει οι Συρακούσιοι για να προστατεύσουν τα πλοία τους από επιθέσεις των Αθηναίων - παρά τις προσπάθειες των Αθηναίων, οι Συρακούσιοι συνέχισαν να μπήγουν όσο το δυνατόν περισσότερους πασσάλους. Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έστειλαν πρέσβεις στις σικελικές πόλεις για να μεταδώσουν τα νέα των τελευταίων συγκρούσεων και να ζητήσουν ενισχύσεις, αφού πρώτα είχαν λάβει διαταγή να πείσουν τους υπόλοιπους Σικελιώτες πως η ήττα στη θάλασσα ήταν αποτέλεσμα της αταξίας που προκλήθηκε στις τάξεις των Συρακουσίων και όχι της ανωτερότητας των Αθηναίων.

Στην Αίγινα, ο Δημοσθένης ενώθηκε με τα 30 πλοία του Χαρικλή που μετέφεραν Αργείους οπλίτες και εξέπλευσε για τις ακτές της Πελοποννήσου. Στην αρχή, ο Δημοσθένης ερήμωσε την Επίδαυρο Λιμηρά και προσέγγισε στη λακωνική ακτή απέναντι από τις Κυθήρες, όπου οχύρωσε την περιοχή. Από τις Κυθήρες, ο Δημοσθένης απέπλευσε για την Κέρκυρα, ενώ ο Χαρικλής έμεινε πίσω για να ολοκληρώσει τα οχυρωματικά έργα. Κατά τη διάρκεια του πλου του για την Κέρκυρα, ο Δημοσθένης συνάντησε στη Φαιά (Ηλεία) ένα εμπορικό πλοίο που μετέφερε Κορίνθιους οπλίτες στη Σικελία και το κατέστρεψε - παρόλα αυτά, οι Κορίνθιοι συνέχισαν τον πλου για τη Σικελία με άλλο πλοίο. Μετά ο Δημοσθένης πέρασε από τη Ζάκυνθο, τη Κεφαλληνία, την Ακαρνανία, την Αλύζεια και το Ανακτόριο για να ζητήσει ενισχύσεις.

 Στο Ανακτόριο, ο Δημοσθένης συνάντησε τον Ευρυμέδοντα και έμαθε τα τελευταία νέα από τη Σικελία, ενώ έμαθε από τον Κόνωνα (φρούραρχο της Ναυπάκτου) για την πρόθεση των Κορινθίων να ναυμαχήσουν. Ο Κόνωνας ζήτησε ενισχύσεις και ο Δημοσθένης του παραχώρησε 10 ταχύπλοα σκάφη, με τη συνολική δύναμη των Αθηναίων να ανέρχεται στα 28 πλοία, ενώ αυτή των Κορινθίων ανερχόταν στα 25 πλοία - ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδοντας ασχολήθηκαν με τη συγκέντρωση νέων δυνάμεων: ο Ευρυμέδοντας ζήτησε από τους κατοίκους της Κέρκυρας να εξοπλίσουν 15 πλοία και να στρατολογήσουν οπλίτες, ενώ ο Δημοσθένης στρατολόγησε σφενδονιστές και ακοντιστές από την Ακαρνανία.

Στη ναυμαχία που έλαβε μέρος στο Ερινέο, οι Κορίνθιοι έχασαν 3 πλοία, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν χάσει ούτε ένα πλοίο - παρόλα αυτά, ο Θουκυδίδης αναφέρει πως το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν αμφίρροπο, καθώς 7 πλοία των Αθηναίων είχαν καταστεί άχρηστα για πλου. Οι Αθηναίοι έλαβαν ενισχύσεις από 150 ακοντιστές από την Ιαπυγία, 300 ακοντιστές και 2 τριήρεις από το Μεταπόντιο Ιταλίας, καθώς επίσης και 700 οπλίτες και 300 ακοντιστές από τους Θουρίους και συγκέντρωσαν τον στρατό και τον στόλο τους στον ποταμό Υλία, απ' όπου εξέπλευσαν για τους Επιζαφύριους Λοκρούς με τελική κατεύθυνση την Πέτρα της περιφέρειας Ρηγίου.

Οπλίτης των Συρακουσών μορφή από νόμισμα της πόλης

 Την ίδια περίοδο, ο Νικίας προσπάθησε να αποτρέψει την άφιξη ενισχύσεων στις Συρακούσες και έστησε ενέδρα στα συμμαχικά στρατεύματα των Συρακουσίων - η μάχη έληξε με τον θάνατο 800 οπλιτών και των πρεσβευτών (πλην του πρέσβη της Κορίνθου), αλλά 1.500 στρατιώτες κατάφεραν να ξεφύγουν και να φθάσουν στις Συρακούσες. Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έλαβαν ενισχύσεις: 500 οπλίτες, 300 ακοντιστές και 300 τοξότες από την Καμάρινη, 5 πολεμικά σκάφη, 400 ακοντιστές και 200 ιππείς από τη Γέλα - ο Θουκυδίδης παρατηρεί πως οι πόλεις της Σικελίας που είχαν τηρήσει στάση ουδετερότητας στην αρχή, είχαν πλέον συμμαχήσει με τους Συρακούσιους.

Επιθέσεις των Συρακουσίων από ξηρά και από θάλασσα

Οι Συρακούσιοι είχαν μάθει για την αποστολή του Δημοσθένη στην Ιταλία και αποφάσισαν να επιτεθούν ταυτόχρονα από ξηρά και από θάλασσα - ο στόλος είχε σκοπό να ναυμαχήσει στον Μεγάλο Λιμένα. Πριν ξεκινήσει η επίθεση του στόλου, ο Γύλιππος οδήγησε το στράτευμα του εναντίον της πλευράς του αθηναϊκού τείχους που ήταν στραμμένη προς την πόλη, ενώ η φρουρά του Ολυμπιείου (ιππικό και ψιλοί) επιτέθηκε στην αντίθετη πλευρά του τείχους. Οι Αθηναίοι δεν περίμεναν ταυτόχρονη επίθεση από ξηρά και θάλασσα, αλλά κατάφεραν να επιβιβάσουν πλήρωμα σε 75 πολεμικά σκάφη και έπλευσαν να ναυμαχήσουν με τον στόλο των Συρακουσίων που αποτελείτο από 80 πλοία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο στόλοι επιχειρούσαν μικροεπιθέσεις που δεν είχαν αξιόλογο αποτέλεσμα - οι Συρακούσιοι κατάφεραν να αχρηστεύσουν ένα ή δύο αθηναϊκά πλοία πριν αποσυρθούν στην πόλη μαζί με τον στρατό ξηράς.


Την επόμενη μέρα, οι Συρακούσιοι δεν έδωσαν μάχη, αλλά ο Νικίας έδωσε διαταγή στους τριηράρχους να επισκευάσουν γρήγορα τα παθόντα πλοία και τοποθέτησε εμπορικά πλοία μπροστά στα χαρακώματα των Αθηναίων - το εμπορικά πλοία είχαν απόσταση 200 ποδιών το ένα από το άλλο, ώστε να επιτρέπουν στις τριήρεις να καταφύγουν μέσω των εμπορικών πλοίων και μετά να εκπλεύσουν χωρίς πρόβλημα. Την επομένη, οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε νέα επίθεση, με τους δύο στόλους να καταναλώνουν μεγάλο μέρος της ημέρας σε μικροεπιθέσεις.

 Ωστόσο, ο Κορίνθιος Αρίστων πρότεινε το στήσιμο πρόχειρης αγοράς στην ακτή, ώστε οι Συρακούσιοι να λάβουν το μεσημεριανό τους και μετά να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους Αθηναίους. Οι αρχηγοί των Συρακουσίων αποδέχτηκαν την πρόταση και τα πληρώματα αποβιβάστηκαν στην παραλία, δίνοντας στους Αθηναίους την εντύπωση πως η μάχη είχε λήξει. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι επιβιβάστηκαν γρήγορα στα πλοία τους και επιτέθηκαν, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στα αθηναϊκά πλοία. Μετά τη νίκη, οι Συρακούσιοι κατεδίωξαν τα αθηναϊκά πλοία μέχρι τη γραμμή των εμπορικών πλοίων, αν και δύο πλοία των Συρακουσίων όρμησαν στη γραμμή και καταστράφηκαν - στη ναυμαχία, οι Συρακούσιοι είχαν καταστρέψει 7 αθηναϊκά πλοία.


Η άφιξη του Δημοσθένη και η μάχη στις Επιπολές

Εξαιτίας της έκλειψης της σελήνης, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να παραμείνουν στη Σικελία για 27 μέρες.

Εν τω μεταξύ, ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδοντας έφτασαν στη Σικελία με 73 πλοία, 5.000 οπλίτες και αρκετούς Έλληνες και ξένους τοξότες και σφενδονιστές, καθώς και με άφθονα εφόδια. Η άφιξη του Δημοσθένη προκάλεσε πλήγμα στο ηθικό των Συρακουσίων, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Αθηναίος στρατηγός που ερήμωσε τα κτήματα των Συρακουσίων στον ποταμό Άναπο και απεκατέστησε την υπεροχή του αθηναϊκού στόλου παρά τις επιδρομές των Συρακουσίων από το Ολυμπιείο. Μετά, ο Δημοσθένης προέβη σε απόπειρα κατάληψης του εγκάρσιου τείχους των Συρακουσίων με χρήση πολιορκητικών μηχανών, αλλά οι Συρακούσιοι έκαψαν τις μηχανές, ενώ άλλες επιθέσεις των Αθηναίων στο τείχος είχαν λήξει και αυτές με αποτυχία. Τότε, ο Δημοσθένης αποφάσισε να επιτεθεί στις Επιπολές. Αφού συγκέντρωσε τρόφιμα και βοηθητικά σώματα για τις επόμενες 5 μέρες, ο Δημοσθένης - μαζί με τον Ευρυμέδοντα και τον Μένανδρο - ηγήθηκε του μεγαλύτερου μέρους του στρατού, ενώ ο Νικίας είχε μείνει κοντά στα τείχη. Οι Αθηναίοι βάδισαν κατά τη διάρκεια του πρώτου πρωινού ύπνου και έφτασαν στις Επιπολές μέσω του Ευρυήλου χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τη φρουρά - οι Αθηναίοι κατέλαβαν τα φρούρια των Συρακουσίων στην περιοχή και φόνευσαν μέλη της φρουράς, αλλά οι επιζώντες μετέφεραν την είδηση στους Συρακούσιους. Οι 600 Συρακούσιοι που είχαν αναλάβει τη φρούρηση της περιοχής επιτέθηκαν στους Αθηναίους, αλλά ο Δημοσθένης τους αναχαίτισε, ενώ ο Νικίας κατέλαβε το εγκάρσιο τείχος αμαχητί και προέβη στην κατεδάφιση των επάλξεων.

Κατεστραμμένο μέρος από το Ευρυήλο τείχος

Ο Γύλιππος προσπάθησε να σταματήσει την αθηναϊκή προέλαση, αλλά απέτυχε, ωστόσο, οι Βοιωτοί έσωσαν την κατάσταση και απώθησαν τους Αθηναίους. Τότε, στο αθηναϊκό στράτευμα προκλήθηκε μεγάλη σύγχυση εξαιτίας της νύχτας, ενώ τα στρατεύματα δεν μπορούσαν να διακρίνουν τους φίλους από τους εχθρούς στον στενό χώρο. Οι πρώτοι Αθηναίοι είχαν τραπεί σε φυγή, ενώ δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή και τα υπόλοιπα αθηναϊκά στρατεύματα από τους Συρακούσιους, των οποίων οι γραμμές δεν είχαν διασπαστεί και προχωρούσαν ψέλνοντας τον παιάνα - ο παιάνας προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στους Αθηναίους, καθώς ο ασμός ήταν ίδιος μ' αυτό του αθηναϊκού. Οι Συρακούσιοι προχώρησαν στην καταδίωξη των Αθηναίων, αρκετοί από τους οποίους έπεσαν από τους κρημνούς και σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι έχασαν τον δρόμο και θανατώθηκαν από πρωινές περιπολίες του εχθρικού ιππικού.


Νόμισμα Συρακουσίων με ιππέα


Μετά τη μάχη, η οποία έληξε με νίκη των Συρακουσίων, οι Αθηναίοι συνέλεξαν ένα μεγάλο αριθμό νεκρών και έμαθαν πως έχασαν ένα μεγαλύτερο αριθμό όπλων, καθώς οι πανικόβλητοι στρατιώτες έριξαν τα όπλα τους προκειμένου να σωθούν.
Οι Συρακούσιοι έστειλαν 15 πλοία στον Ακράγαντα, όπου διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος, για να πείσουν τους κάτοικους της πόλης να βοηθήσουν. Παράλληλα, ο Γύλιππος ανέλαβε να φέρει ενισχύσεις από τις πόλεις της Σικελίας και ήλπιζε να καταλάβει με έφοδο το αθηναϊκό τείχος. Μετά τη μάχη, το ηθικό των Αθηναίων υπέστη καταστροφικό πλήγμα και οι στρατηγοί συγκρότησαν πολεμικό συμβούλιο.

Ο Δημοσθένης τάχθηκε υπέρ της άμεσης αναχώρησης από τη Σικελία όσο είχαν ακόμα το πλεονέκτημα στη θάλασσα, ενώ ο Νικίας προτίμησε να παραμείνει στη Σικελία, καθώς ήλπιζε πως η οικονομική δυσχέρεια των Συρακουσών δεν θα τους επέτρεπε να συνεχίσουν τον πόλεμο, ενώ είχε και αρκετούς πράκτορες στην πόλη που σκόπευαν να την παραδώσουν στους Αθηναίους.

Ο Δημοσθένης δήλωσε πως αν είχαν σκοπό να παραμείνουν στη Σικελία, έπρεπε να μεταφέρουν το ορμητήριο τους στη Θάψο ή στην Κατάνη και να προβούν σε επιδρομές κατά του μεγαλύτερου τμήματος της χώρας, αν και ο ίδιος - μαζί με τον Ευρυμέδοντα - είχαν ταχθεί κατά της παραμονής - ωστόσο, η διαφωνία με τον Νικία είχε ως συνέπεια την παραμονή των Αθηναίων στη Σικελία.

Ωστόσο, η άφιξη νέων ενισχύσεων στις Συρακούσες από την Πελοπόννησο και από άλλες πόλεις της Σικελίας και οι ετοιμασίες των Συρακουσίων για νέα επίθεση στρατού και στόλου ανάγκασε τον Νικία να συμφωνήσει με τον Δημοσθένη και να ορίσει την ημέρα της αναχώρησης. Ωστόσο, όταν πλησίασε η μέρα της αναχώρησης, η σελήνη που έτυχε να είναι πλησιφαής έπαθε έκλειψη. Οι Αθηναίοι θεώρησαν πως η έκλειψη ήταν κακός οιωνός και ο Νικίας, ο οποίος απέδιδε εξαιρετική σπουδαιότητα στους οιωνούς και στις συμβουλές από τους μάντεις, αποφάσισε να παραμείνει στη Σικελία για ακόμα 27 μέρες.

Για ένα διάστημα, οι Συρακούσιοι ασκούνταν στον χειρισμό του στόλου και μόλις ολοκλήρωσαν τις ετοιμασίες τους, επιτέθηκαν κατά των αθηναϊκών τειχών. Οι Αθηναίοι τοποθέτησαν λίγους οπλίτες και ιππείς, τους οποίους νίκησε εύκολα μια ομάδα Συρακουσίων οπλιτών, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να χάσουν 70 ίππους. Την επομένη, οι Συρακούσιοι με 70 πλοία επιτέθηκαν κατά του αθηναϊκού στόλου που αποτελείτο από 80 πλοία. Ο Ευρυμέδοντας, ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά της παράταξης, προσπάθησε να υπερφαλαγγίσει τους εχθρούς, αλλά οι Συρακούσιοι νίκησαν τους Αθηναίους στο κέντρο και απέκοψαν τη μοίρα του Ευρυμέδοντα από τον υπόλοιπο στόλο - ο ίδιος ο Ευρυμέδοντας είχε σκοτωθεί στον μυχό του λιμένα, ενώ τα πλοία που τον ακολούθησαν είχαν καταστραφεί.

Ιππικό Ελλήνων από την Μ. Ελλάδα


Οι Συρακούσιοι κατεδίωξαν τους Αθηναίους στην παραλία, αλλά αναχαιτίστηκαν από τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να σώσουν τα περισσότερα πλοία τους από την επίθεση των Συρακουσίων, αν και οι τελευταίοι είχαν κυριεύσει 18 πλοία. Επίσης, οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να κάψουν τα υπόλοιπα πλοία, γι' αυτό και φόρτωσαν ξύλα και άλλα εύφλεκτα υλικά σε μια παλιά φορτηγίδα που την άφησαν να κινείται εναντίον των Αθηναίων, εκμεταλλευόμενοι τον ούριο άνεμο - παρά τις προσπάθειες των Συρακουσίων, τα πυροσβεστικά σώματα των Αθηναίων αντιμετώπισαν επιτυχώς την απειλή. Παρόλα αυτά, το ηθικό των Αθηναίων είχε υποστεί πλήγμα, καθώς είχαν συνειδητοποιήσει πως έχασαν το πλεονέκτημα στη θάλασσα.

Οι Συρακούσιοι έπλεαν ανενόχλητοι στην ακτή και έκλεισαν το στόμιο του λιμένα για να αποτρέψουν την αναχώρηση των Αθηναίων, καθώς ήσαν σίγουροι πως μια νίκη στη ξηρά και στη θάλασσα θα τους επέφερε δόξα. Το στόμιο του λιμένα είχε μήκος 8 σταδίων και οι Συρακούσιοι τοποθέτησαν πλαγίως τριήρεις και μικρά πλοία που στερέωσαν με άγκυρες.

Η τελική ήττα των Αθηναίων στη θάλασσα



Οι Αθηναίοι είχαν καταλάβει τις προθέσεις των Συρακουσίων και συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο, όπου οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι έδωσαν έμφαση στην έλλειψη τροφίμων και στην απώλεια του πλεονεκτήματος στη θάλασσα. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αφήσουν τους ασθενείς και τις αποσκευές τους στη ξηρά και να επιβιβάσουν τους υπόλοιπους στα πλοία για να ναυμαχήσουν. Σε περίπτωση νίκης, οι Αθηναίοι σκόπευαν να μεταβούν στην Κατάνη, ενώ σε περίπτωση ήττας, θα έκαιγαν τα πλοία τους και θα δοκίμαζαν να φθάσουν δια ξηράς σε ένα φιλικό μέρος. Οι Αθηναίοι ετοίμασαν για τη ναυμαχία 110 πλοία και πριν επιβιβαστούν, ο Νικίας έλαβε τον λόγο για να τους ενθαρρύνει και να τους εξηγήσει πως θα αντιμετώπιζαν τις παχιές επωτίδες που είχαν στα πλοία τους οι Συρακούσιοι (και που είχαν προκαλέσει σοβαρές απώλειες στον αθηναϊκό στόλο την προηγούμενη φορά) με σιδερένιες αρπάγες.


 Στον αντίποδα, ο Γύλιππος ενθάρρυνε τους Συρακούσιους και εξήγησε πως θα σκέπαζαν τις επωτίδες με δέρμα, ώστε οι αρπάγες των Αθηναίων να γλιστρούν και να μην μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στα πλοία των Συρακουσίων.
[Για να εξαλειφθεί και ο κίνδυνος βαθειάς εισχώρησης του εμβόλου στο εχθρικό πλοίο τόσο ώστε να μην μπορεί να αποκολληθεί με ανάστροφη κωπηλασία, τοποθετήθηκε στο σημείο της στείρας (= κοράκι της πλώρης) όπου έσμιγαν οι επωτίδες (= οριζόντια σανίδια στις πλευρές της τριήρους, τα οποία καταλήγουν στη στείρα και τα οποία δέχονται την τρομακτική πίεση απ’ την σύγκρουση η οποία λαμβάνει χωρά κατά τον εμβολισμό) το προεμβόλιον.]

 Αρχηγοί του αθηναϊκού στόλου τέθηκαν ο Δημοσθένης, ο Μένανδρος και ο Ευθύδημος, οι οποίοι έπλευσαν από το ορμητήριο τους κατ' ευθείαν προς το κλειστό στόμιο του λιμένα για να βρεθούν σε ανοικτή θάλασσα μέσω της αφεθείσης εξόδου. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να επιτεθούν πρώτοι, αφού πρώτα έστειλαν μια μοίρα κοντά στην έξοδο του λιμένα και παρέταξαν τον υπόλοιπο στόλο σε κυκλικό σχήμα.



 Αρχηγοί του στόλου των Συρακουσίων ήταν ο Σικανός και ο Αγάθαρχος, οι μοίρες των οποίων παρατάχθηκαν στα πλάγια, ενώ στο κέντρο παρατάχθηκε η μοίρα του Κορίνθιου Πυθήνος. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη, καθώς στον στενό χώρο του λιμένα είχαν παραταχθεί περίπου 200 πλοία και οι δύο πλευρές προχωρούσαν σε τυχαίες συγκρούσεις παρά σε εμβολισμό. Στη ξηρά, οι δύο στρατοί παρακολουθούσαν τη ναυμαχία και ενθάρρυναν τους συντρόφους τους, ωστόσο, όταν έγινε κατανοητό πως η ναυμαχία έληξε με νίκη των Συρακουσίων και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να ρίξουν τα πλοία τους και να ορμήσουν στη ξηρά, στο στράτευμα των Αθηναίων ξέσπασε πανικός.



Οι δύο πλευρές είχαν χάσει αρκετούς άνδρες και αρκετά πλοία κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αλλά μονάχα οι Συρακούσιοι συνέλεξαν τα ναυάγια και τους νεκρούς τους. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τον Δημοσθένη να προτείνει τον εξοπλισμό των 60 πλοίων που σώθηκαν μετά τη ναυμαχία και την έναρξη της αναχώρησης τα ξημερώματα - ο Νικίας δέχτηκε, αλλά τα πληρώματα αρνήθηκαν να επιβιβαστούν στα πλοία, καθώς ήσαν σίγουρα πως οποιαδήποτε απόπειρα αναχώρησης μέσω θαλάσσης θα έληγε με αποτυχία.

 Γι' αυτό τον λόγο, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν δια ξηράς, αλλά ο Ερμοκράτης κατάλαβε τις διαθέσεις τους και προσπάθησε να πείσει τους Συρακούσιους να φράξουν τη διάβαση με εγκάρσιο τείχος, ωστόσο, οι τελευταίοι δεν είχαν προθυμία να εκτελέσουν τις διαταγές του και να διακόψουν το γλέντι. Αλλά, ο Ερμοκράτης έστειλε φίλους του με συνοδεία ιππέων να μεταφέρουν στους Αθηναίους το μήνυμα πως οι Συρακούσιοι είχαν αποκόψει τον δρόμο διαφυγής και να πείσουν τους Αθηναίους πως η νυχτερινή αναχώρηση ήσαν αδύνατη.

Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν την επόμενη μέρα, ωστόσο, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι εξήλθαν με τον στρατό πριν τους Αθηναίους και έφραξαν τους δρόμους και τα ρυάκια, τα οποία θα ήταν χρήσιμα για την αναχώρηση - οι Αθηναίοι έκαψαν τα πλοία τους, αν και αρκετά είχαν γίνει τρόπαια των Συρακουσίων.

Η αναχώρηση

  Χάρτης που δείχνει τον δρόμο αναχώρησης των Αθηναίων. 

Μπροστά προχωρούσε η μεραρχία του Νικία, ενώ ακολουθούσε η μεραρχία του Δημοσθένη. Παρά τις προσπάθειες τους, το αθηναϊκό στράτευμα περικυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους Συρακούσιους, ενώ οι δύο στρατηγοί εκτελέστηκαν
Τη μεθεπόμενη της ναυμαχίας, ο Νικίας και ο Δημοσθένης έδωσαν διαταγή για αναχώρηση, αλλά η ψυχολογική κατάσταση των Αθηναίων ήταν τραγική, καθώς περπατούσαν μπροστά στα άταφα πτώματα των συντρόφων τους. Ο Νικίας και ο Δημοσθένης αποφάσισαν να ενθαρρύνουν τους στρατιώτες, ενώ παράλληλα μετέβαιναν από το ένα τμήμα του στρατού στο άλλο για να επαναφέρουν την τάξη στις γραμμές των οπλιτών, οι οποίοι παρατάχθηκαν σε σχήμα τετράπλευρο - στα πλάγια παρατάχθηκαν οι οπλίτες, ενώ στο κέντρο παρατάχθηκαν τα βοηθητικά σώματα. Ο στρατός χωρίστηκε σε δύο μεραρχίες: μπροστά προχωρούσε η μεραρχία του Νικία, ενώ πίσω ακολουθούσε η μεραρχία του Δημοσθένη.


 Στην αρχή, οι Αθηναίοι απάντησαν ένα σώμα Συρακουσίων στον ποταμό Άναπο, το οποίο απώθησαν και συνέχισαν την πορεία τους - την πρώτη μέρα, οι Αθηναίοι είχαν διασχίσει περίπου 40 στάδια πριν σταματήσουν, αλλά οι Συρακούσιοι τους παρενοχλούσαν τακτικά. Τη δεύτερη μέρα, οι Αθηναίοι διέσχισαν 20 στάδια πριν στρατοπεδεύσουν σε επίπεδο χώρο και προσπάθησαν να αποσπάσουν τρόφιμα από τους κάτοικους της περιοχής, ενώ οι Συρακούσιοι έσκαψαν χαρακώμα που έφραξε τη δίοδο του λόφου Ακραίον Λέπας (Άδενδρον Ύψωμα).

Την επιούσα, οι Αθηναίοι συνέχισαν την πορεία, αλλά η συνεχής παρενόχληση από τους Συρακούσιους τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τους, ενώ δεν μπορούσαν να συλλέξουν τρόφιμα λόγω της δράσης του ιππικού. Το πρωί της επόμενης μέρας, οι Αθηναίοι συνέχισαν την πορεία τους προς τον λόφο Ακραίον Λέπας και συνάντησαν το πεζικό των Συρακουσίων που είχε παραταχθεί πίσω από τα χαράκωμα σε βαθιά φάλαγγα, λόγω της στενότητας του χώρου.

Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν για να καταλάβουν τη δίοδο, ωστόσο, η αριθμητική υπεροχή των Συρακουσίων είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των Αθηναίων. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης, ο Γύλιππος διέταξε τους στρατιώτες του να φράξουν με τείχος την οπισθοφυλακή των Αθηναίων - οι Αθηναίοι ουσιαστικά βρέθηκαν περικυκλωμένοι και στρατοπέδευσαν σε ένα πεδινό μέρος. Την επομένη, οι Αθηναίοι προχώρησαν ακόμα 5-6 στάδια και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα - μονάχα τότε, οι Συρακούσιοι επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους.

Τη νύχτα, ο Δημοσθένης και ο Νικίας αποφάσισαν να αλλάξουν πορεία και να πάρουν τον αντίθετο δρόμο, ο οποίος οδηγούσε στη θάλασσα - οι στρατηγοί είχαν σκοπό να φθάσουν στην Καμάρινα, στη Γέλα ή σε άλλες ελληνικές πόλεις. Αφού άναψαν πολλούς πυρσούς, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν την πορεία τους - μπροστά προχωρούσε η μεραρχία του Νικία και πίσω ακολουθούσε η μεραρχία του Δημοσθένη. Η μεραρχία του Νικία προχωρούσε συντεταγμένη, ενώ αυτή του Δημοσθένη προχωρούσε με αταξία και έμεινε πίσω. Παρ' ολ' αυτά, οι δύο μεραρχίες έφθασαν κοντά στη θάλασσα τα ξημερώματα και εισήλθαν στην Ελωρίνη Οδό, απ' όπου σκόπευαν να φθάσουν στον ποταμό Κακύπαριν και να προχωρήσουν στο εσωτερικό - στον ποταμό, οι Αθηναίοι συνάντησαν ένα απόσπασμα Συρακουσίων, το οποίο απώθησαν.



Εν τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι είχαν αντιληφθεί την αλλαγή πορείας από τους Αθηναίους και κατηγόρησαν τον Γύλιππο ότι τους είχε αφήσει σκόπιμα να διαφύγουν. Όταν οργάνωσαν το στράτευμα τους, οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν την πορεία και έφθασαν γρήγορα κοντά στη μεραρχία του Δημοσθένη, στην οποία επιτέθηκαν. Η μεραρχία του Δημοσθένη βρέθηκε περικυκλωμένη με τους Συρακούσιους να βάλλουν συνεχώς εναντίον τους.

 Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Συρακούσιοι είχαν προτείνει στους νησιώτες που συμμάχησαν με το μέρος να προσέλθουν σ' αυτούς, αλλά λίγοι αποδέχτηκαν την πρόταση. Στο τέλος, όταν οι Αθηναίοι εξαντλήθηκαν, οι δύο πλευρές προχώρησαν σε συμφωνία, βάσει της οποίας ο Δημοσθένης δέχτηκε να παραδοθεί και οι Συρακούσιοι υποσχέθηκαν να μην σκοτώσουν κανένα στρατιώτη - ο Θουκυδίδης αναφέρει πως εκείνη τη στιγμή παραδόθηκαν 6.000 στρατιώτες που μεταφέρθηκαν στις Συρακούσες.

Την επομένη, οι Συρακούσιοι έστειλαν κήρυκα για να μεταφέρει την είδηση της παράδοσης του Δημοσθένη στον Νικία. Ο Νικίας αρχικά δεν πίστεψε την είδηση, γι' αυτό και έστειλε ένα ιππέα για να επιβεβαιώσει την κατάσταση - κατά την επιστροφή του, ο ιππέας επιβεβαίωσε το γεγονός της παράδοσης του Δημοσθένη. Ο Νικίας πρότεινε στον Γύλιππο την απόδοση των πολεμικών δαπανών των Συρακουσίων και φόρο ενός ταλάντου για κάθε στρατιώτη, αν οι Συρακούσιοι τους επέτρεπαν να επιστρέψουν στην Αθήνα.


 Ο Γύλιππος αρνήθηκε και οι Συρακούσιοι επιτέθηκαν στη μεραρχία του Νικία - οι Συρακούσιοι έβαλλαν μέχρι τη νύχτα. Τη νύχτα, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά έγιναν αντιληπτοί από τους Συρακούσιους και έβγαλαν τον εξοπλισμό τους, πλην 300 ανδρών που κατάφεραν να ξεφύγουν δια μέσου των εχθρικών φρουρών. Τα ξημερώματα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν την πορεία τους, ενώ οι Συρακούσιοι τοξότες και ακοντιστές συνέχιζαν να βάλλουν εναντίον τους.
Η καταστροφή των Αθηναίων από τους Συρακούσιους

Οι Αθηναίοι έτρεξαν προς τον ποταμό Ασσίναρο για να ξεφύγουν από τους Συρακούσιους και για να ξεδιψάσουν. Στον ποταμό, οι Αθηναίοι στρατιώτες έσπρωχναν ο ένας τον άλλο για να ξεδιψάσουν, ενώ οι Συρακούσιοι και οι Πελοποννήσιοι τους έσφαζαν. Ο Νικίας είδε την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον ποταμό και παραδόθηκε στον Γύλιππο με μόνο όρο τη λήξη της σφαγής - ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Νικίας είχε πει στον Γύλιππο τα εξής λόγια: «Έλεος, Γύλιππε, νικήσατε! Όχι, δεν ζητώ έλεος για τον εαυτό μου, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με μεγάλες καταστροφές, αλλά για τους υπόλοιπους Αθηναίους. Να θυμάστε πως στον πόλεμο η κάθε πλευρά μπορεί να υποστεί καταστροφή και πως οι Αθηναίοι σας είχαν δείξει έλεος όταν είχαν την τύχη με το μέρος τους». Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Συρακούσιοι είχαν φονεύσει ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, ενώ είχαν συλλάβει αρκετούς αιχμαλώτους. Η σφαγή στον ποταμό Ασσίναρο ήταν η τελευταία μάχη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της σικελικής εκστρατείας.

Ένα  «θυμιατήριον » που  στηρίζεται σε ένα αγαλματίδιο Νίκης, του 500-480 π.Χ.,- Ελλήνων της Σικελίας  Πήλινο με ζωγραφική πολυχρωμία, Διαστ. ύψος 44.6 x Διάμ.  7. -J. Paul Getty Museum

Μετά τη μάχη, οι Συρακούσιοι συγκέντρωσαν όσο το δυνατόν περισσότερους αιχμαλώτους, τους οποίους έστειλαν στα λατομεία. Από την άλλη, ο Δημοσθένης και ο Νικίας εκτελέστηκαν, παρά τις αντιρρήσεις του Γύλιππου που ήθελε να μεταφέρει τους δύο στρατηγούς στη Σπάρτη- ο Θουκυδίδης παρατηρεί πως ο Γύλιππος ήθελε έτσι να αυξήσει το γόητρο του, καθώς ο Δημοσθένης ήταν ο χειρότερος εχθρός της Σπάρτης μετά τη μάχη στην Πύλο και στη Σφακτηρία, ενώ ο Νικίας είχε κερδίσει την εύνοια των Λακεδαιμονίων για την απόλυση των αιχμαλώτων της μάχης αυτής και της ειρήνης που πρότεινε. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι και οι Κορίνθιοι εξέφρασαν φόβους πως οι δύο αιχμάλωτοι θα εξαγόραζαν την ελευθερία τους και θα προκαλούσαν περισσότερα προβλήματα στο μέλλον. Στην περιγραφή των γεγονότων, ο Θουκυδίδης εκφράζει λύπη για τον θάνατο του Νικία, τον οποίο θεωρούσε άνθρωπο του καθήκοντος και δηλώνει πως δεν άξιζε τέτοιο τέλος.

 Όσον αφορά τους αιχμαλώτους, οι Συρακούσιοι τους είχαν κακομεταχειριστεί στην αρχή, δίνοντας τους ελάχιστη ποσότητα σιτίου και νερού και τοποθετώντας τους σε στενούς και βαθιούς λάκκους, αυξάνοντας έτσι τις ασθένειες, ενώ τους νεκρούς τους τοποθετούσαν τον ένα πάνω στο άλλο, προκαλώντας τρομερή δυσοσμία. Μετά, οι Συρακούσιοι πούλησαν αρκετούς αιχμαλώτους ως δούλους, με εξαίρεση τους Αθηναίους και τους Έλληνες της Σικελίας και της Ιταλίας. Ο ακριβής αριθμός των αιχμαλώτων είναι άγνωστος, ωστόσο, ο Θουκυδίδης υπολογίζει πως δεν ήσαν λιγότεροι των 7.000 ανδρών.

 Οι Αθηναίοι, όταν έμαθαν για την καταστροφή στη Σικελία, για αρκετό καιρό δυσπιστούσαν παρά τις αναφορές των στρατιωτών που είχαν γλιτώσει. Όταν, όμως, επιβεβαίωσαν την είδηση, οι Αθηναίοι κινήθηκαν κατά των ρητόρων και των μαντείων: οι Αθηναίοι θεωρούσαν τους ρήτορες υπεύθυνους καθώς τους είχαν ωθήσει να αναλάβουν την εκστρατεία, ενώ οι μάντεις κατηγορήθηκαν για ψευδείς χρησμούς περί νίκης των Αθηναίων.

Η πόλη των Αθηνών αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς επίσης και έλλειψη νεαρών στρατιωτών. Οι Αθηναίων ήσαν σίγουροι πως οι Συρακούσιοι και οι Πελοποννήσιοι θα εκμεταλλευτούν την πανωλεθρία τους στη Σικελία και θα επιτεθούν εναντίον της πόλης τους, γι' αυτό και άρχισαν να εξοπλίζουν νέο στόλο. Στον αντίποδα, η είδηση της πανωλεθρίας των Αθηναίων στη Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι θεώρησαν πως θα μπορούσαν να πετύχουν γρήγορη νίκη και να γίνουν ηγεμόνες της Ελλάδος. Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμα 9 χρόνια και έληξε μετά την ήττα των Αθηναίων στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς ΚΑΙ ΕΔΩ και την κατάληψη της πόλης από τους Σπαρτιάτες.





Για την  καταστροφή το αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία


…Την άλλη μέρα τον πρόφτασαν οι Συρακούσιοι και του είπαν πως ο Δημοσθένης κ’ οι δικοί του είχαν παραδοθεί, και τον παρακίνησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο• ο Νικίας δεν το πίστεψε, κ’ έκλεισε προσωρινή ανακωχή ως να στείλει έναν καβαλλάρη να εξακριβώσει το πράγμα• κι όταν αυτός γύρισε πίσω με την είδηση πως αλήθεια είχαν παραδοθεί, στέλνει ο Νικίας κήρυκα στο Γύλιππο και τους Συρακουσίους λέγοντας πως είναι έτοιμος να συνθηκολογήσει από μέρους των Αθηναίων, τάζοντας πως θα πληρώσουν όσα χρήματα ξόδεψαν οι Συρακούσιοι για τον πόλεμο, με τον όρο ν’ αφήσουν αυτοί ελεύτερο το στρατό που είχε στις προσταγές του• κι όσο να επιστραφούν τα χρήματα, θα ‘δινε ομήρους, άντρες από το στρατό των Αθηναίων, ένα για κάθε τάλαντο.

 Οι Συρακούσιοι όμως κι ο Γύλιππος δε δέχτηκαν τις προτάσεις αυτές, αλλά τους επιτέθηκαν πιάνοντας θέσεις γύρω–γύρω στο στρατόπεδο, και τους χτυπούσαν ολούθε ως που βράδιασε. Κ’ ήταν κι όλας οι Αθηναίοι σε κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπε το ψωμί κι όλα τα χρειαζούμενα. Παρ’ ολ’ αυτά περίμεναν να νυχτώσει για καλά, και σκόπευαν να πάρουν το δρόμο μεσ’ στη νυχτερινή ησυχία. Ντύθηκαν λοιπόν τ’ άρματά τους, κ’ οι Συρακούσιοι τους πήραν είδηση πως έφευγαν, κι αρχίζουν τον παιάνα. Όταν κατάλαβαν οι Αθηναίοι πως τους πήραν είδηση οι εχτροί, απόθεσαν πάλι τ’ άρματα, εξόν από τρακόσιους άντρες απάνω–κάτω• αυτοί άνοιξαν δρόμο με τη βία μέσα από τους φρουρούς και προχώρησαν νύχτα όπου μπορούσαν.



Ο Νικίας όμως μπήκε πάλι μπροστά σαν ξημέρωσε κι άρχισε να οδηγεί το στρατό του• οι Συρακούσιοι κ’ οι σύμμαχοί τους τούς επιτέθηκαν πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, ρίχνοντας μέσα στην παράταξή τους πυκνά βέλη και ακόντια. Και βιάζονταν οι Αθηναίοι να φτάσουν στον Ασσίναρο ποταμό, τόσο γιατί τους βασάνιζε η αδιάκοπη επίθεση από παντού, από τους πολλούς καβαλλάρηδες και το άλλο πλήθος των ελαφρά οπλισμένων, όσο και γιατί νόμιζαν πως θα ξαλάφρωνε κάπως η θέση τους άμα περνούσαν τον ποταμό, συγχρόνως όμως από το μαρτύριο της δίψας και την επιθυμία να πιούνε νερό. Και μόλις έφτασαν στην όχτη του, όρμησαν μέσα στο ποτάμι χωρίς τάξη πια καμιά, αλλά θέλοντας ο καθένας να περάσει πρώτος αυτός.

 Και οι εχτροί, κυνηγώντας τους κατά πόδι, έκαναν το πέρασμα πολύ δύσκολο• γιατί έτσι που ήταν αναγκασμένοι να προχωρούν πλήθος μαζί, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο και πατούσαν όποιον έπεφτε χάμω, κι άλλοι χτυπιούνταν από τα ίδια τους τα κοντάρια και σκοτώνονταν αμέσως, κι άλλοι μπερδεύονταν στην αρματωσιά τους ή σ’ όσα κουβαλούσαν και τους έπαιρνε το ρέμα μακρυά. Στο μεταξύ οι Συρακούσιοι φάνηκαν στην απέναντι όχτη του ποταμού, και τους χτυπούσαν κι από πάνω (γιατί ήταν γκρεμός), κ’ οι Αθηναίοι έπιναν ακόμα χορταίνοντας τη δίψα τους, κουβαριασμένοι όλοι μαζί σε μια βαθύτερη γούβα του ποταμού, με μεγάλο σπρωξίδι κι ανακατωσούρα. Κ’ οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν τον απέναντι γκρεμό κι άρχισαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Το νερό είχε αμέσως θολώσει και μολευτεί, αλλά δεν έπιναν για τούτο με λιγότερη αχορτασιά νερό μαζί με ματωμένη λάσπη, κι ακόμα πολεμούσαν οι περισσότεροι αναμεταξύ τους γι’ αυτό.



Τέλος, τώρα που πολλοί νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο νερό, κ’ είχε χαλαστεί όλος ο στρατός, άλλοι στο ποτάμι, κι άλλοι, αν τυχόν ξέφευγαν μερικοί, είχαν σκοτωθεί από το ιππικό, παραδίνεται ο Νικίας στο Γύλιππο, έχοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, παρά στους Συρακουσίους• «εμένα, είπε, κάντε με, εσύ κ’ οι Λακεδαιμόνιοι ό,τι θέλετε, άλλα πάψτε να σκοτώνετε τους άλλους στρατιώτες». Κ’ ύστερ’ απ’ αυτό, πρόσταξε ο Γύλιππος να τους πιάνουνε ζωντανούς• κ’ έτσι συγκέντρωσαν τους περισσότερους, όσους δεν έκρυψαν οι Συρακούσιοι (και δεν ήτανε λίγοι αυτοί) ζωντανούς, και στέλνοντας μερικούς να καταδιώξουν τους τρακόσους που είχαν ξεφύγει μεσ’ απ’ τους φρουρούς τη νύχτα, τους έπιασαν κι αυτούς. Έτσι λοιπόν, όσοι απ’ αυτό το στρατό συγκεντρώθηκαν στο γενικό στρατόπεδο των αιχμαλώτων, δεν ήταν πολλοί, όσους όμως είχανε κλέψει κρυφά ο ένας κι ο άλλος ήτανε πάρα πολλοί και γέμισε ολόκληρη η Σικελία απ’ αυτούς, γιατί δεν τους είχανε συλλάβει ύστερα από συνθηκολόγηση όπως το στρατό του Δημοσθένη, και δεν ήτανε μικρό το τμήμα του στρατού που σκοτώθηκαν• γιατί το φονικό αυτό ήταν το μεγαλύτερο που στάθηκε στον πόλεμο τούτο, και δεν ήταν λιγότερο φριχτό από κανένα άλλο. Είχαν επίσης σκοτωθεί πολλοί στις διάφορες επιθέσεις που τους γίνονταν όλη την ώρα κατά την πορεία. Ξέφυγαν όμως και πολλοί, άλλοι αμέσως, κι άλλοι που δραπέτευσαν αφού έκαναν κάμποσον καιρό δούλοι• αυτοί έβρισκαν τέλος καταφύγιο στην Κατάνη.
Αφού συγκεντρώθηκαν τότε οι Συρακούσιοι κ’ οι σύμμαχοί τους, παίρνοντας μαζί τους όσους μπόρεσαν περισσότερους από τους αιχμαλώτους, καθώς και τα λάφυρα, ξεκίνησαν πίσω για την πολιτεία.

 Τους άλλους Αθηναίους κι όσους έπιασαν από τους συμμάχους τους, τους κατέβασαν αμέσως στα λατομεία, θεωρώντας πως ήταν ο πιο σίγουρος τόπος να τους κρατήσουνε φυλακισμένους. Το Νικία όμως και το Δημοσθένη, μ’ όλο που ο Γύλιππος δεν το ήθελε, τους έσφαξαν. Γιατί ο Γύλιππος θεωρούσε πως θα ήταν ένδοξο κατόρθωμα, αν, πρόσθετα στις άλλες του επιτυχίες, έφερνε στους Λακεδαιμονίους και τους δυο στρατηγούς που είχε νικήσει. Και σύντυχε ο ένας τους, ο Δημοσθένης, να τους είναι ο πιο μισητός εχτρός, για όσα είχανε σταθεί στην Πύλο και στη Σφακτηρία, ο άλλος όμως, ακριβώς για τα ίδια γεγονότα, ο πιο αγαπητός• γιατί είχε δείξει μεγάλο ζήλο πείθοντας τους Αθηναίους να κλείσουν ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, ώστε ν’ αφεθούν ελεύτεροι οι Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες που είχαν συλληφθεί στο νησί.

Γι’ αυτό τον τιμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι πολύ, κι αυτός, από μέρους του, τους είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, γι’ αυτό παραδόθηκε στο Γύλιππο. Αλλά μερικοί από τους Συρακουσίους φοβήθηκαν, έτσι διαδίδεται, μήπως, επειδή είχαν έρθει σ’ επικοινωνία μαζί του, θα τα μαρτυρούσε αν τον εβασάνιζαν, και θα τους δημιουργούσε φασαρίες, τώρα που είχαν όλα τελειώσει καλά• άλλοι πάλι φοβούνταν, και περισσότερο απ’ όλους οι Κορίνθιοι, μήπως δωροδοκήσει μερικούς, γιατί ήταν πλούσιος, και τον αφήσουνε να ξεφύγει, και κάποτε, εξ αιτίας του, τους γίνει κανέν’ άλλο κακό. Γι’ αυτό έπεισαν τους συμμάχους και τον σκότωσαν. Έτσι λοιπόν θανατώθηκε αυτός από κάποια τέτοια, ή παρόμοια αφορμή υποψίας, ο άνθρωπος που λιγότερο απ’ όσους Έλληνες έζησαν στον καιρό μου άξιζε να φτάσει στην άκρα αυτή συμφορά• γιατί είχε φερθεί σ’ όλη του τη ζωή ενάρετα σύμφωνα με τα καθιερωμένα.

Η είσοδος των λατομείων όπου έβαλαν τους αιχμάλωτους.

Τους αιχμαλώτους στα λατομεία τους μεταχειρίστηκαν στην αρχή εξαιρετικά απάνθρωπα οι Συρακούσιοι. Γιατί καθώς ήτανε σε βαθύ λάκκο της γης και πολλοί μαζί σε στενό χώρο, τους έψηνε στην αρχή ο ήλιος και τους βασάνιζε η πνιγερή ζέστη, γιατί δεν είχαν σκεπή για σκιά• και οι φθινοπωρινές νύχτες που ακολούθησαν ήταν πολύ κρύες, και οι απότομες αυτές αλλαγές της θερμοκρασίας έφεραν πολλές αρρώστιες• κι όλα τους τυραννούσαν από τη στενότητα του χώρου, όπου τα έκαναν όλα στριμωγμένοι όλοι στο ίδιο μέρος• κι ακόμα χειρότερα γιατί οι νεκροί στοιβάζονταν ο ένας απάνω στον άλλο κοντά στους ζωντανούς, όσοι πέθαιναν από τις λαβωματιές τους ή από τις αρρώστιες του καιρού κι άλλους τέτοιους λόγους, και η βρώμα ήταν ανυπόφορη• εξόν απ’ αυτά τους βασάνιζε η πείνα και η δίψα (γιατί έδιναν στον καθένα επί οχτώ μήνες ένα κύπελλο νερό την ημέρα και δυο κύπελλα αλεύρι), κι όλα τ’ άλλα, όσα είναι επόμενο να υποφέρουν άνθρωποι ριγμένοι σε τέτοιον τόπο, τίποτα δεν έμεινε που να μην το πάθουν. Και πέρασαν έτσι κάπου εβδομήντα μέρες όλοι μαζί, έπειτα όμως έκτος από τους Αθηναίους, κι όσους τυχόν Σικελιώτες ή Ιταλιώτες είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία μαζί τους, όλους τους άλλους τους πούλησαν για δούλους. Είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι όλοι μαζί, ακριβώς βέβαια θα ήταν αδύνατο να το καθορίσει κανείς, οπωσδήποτε όμως όχι λιγότεροι από εφτά χιλιάδες.

Μέσα στα λατομεία

Όλη αυτή η συμφορά ήταν η μεγαλύτερη που σύντυχε στο διάστημα του πολέμου αυτού, κ’ εγώ τουλάχιστο θαρρώ και σ’ όλες τις Ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις όσες ξέραμε απ’ ακουστά, και που στάθηκε τόσο περίδοξη για τους νικητές και τόσο φοβερή γι’ αυτούς που χαλάστηκαν• γιατί νικήθηκαν απ’ όλες τις απόψεις, και ολοκληρωτικά, και κανένα τους πάθημα δεν ήτανε σχετικό και μικρό. Και χάθηκαν όλα σε μια, κατά πώς λένε, πανωλεθρία, και το πεζικό και ο στόλος και δεν έμεινε τίποτα που να μην καταστράφηκε, και πολύ λίγοι από τους πολλούς που ξεκίνησαν κατάφεραν να γυρίσουνε στην πατρίδα. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν στη Σικελική εκστρατεία




Μερικές από τις Ελληνικές πόλεις στην Σικελία 

Ο Θουκυδίδης αναφέρει στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίον ΣΤ΄, 5 ότι
... αι Άκραι και αι Κασμέναι απωκίσθησαν υπό των Συρακουσίων, αι Άκραι εβδομήντα έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών, αι Κασμέναι είκοσι περίπου έτη μετά τας Άκρας. Η Καμάρινα απωκίσθη το πρώτον υπό των Συρακουσίων, ακριβώς σχεδόν εκατόν τριάντα πέντε έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών ...


Άκραι -Αρχαιολογικός χώρος,  μια ελληνική πόλη  που χτίστηκε στη Σικελία το 663 π.Χ. από τους Συρακουσίους Στην περιοχή παρατηρούμε, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, την περιοχή της Αγοράς που κυριαρχείται από το μικρό θέατρο και το κτίριο του βουλευτηρίου  που χρησιμοποιείται για την συνέλευση της πόλης Πάνω από το θέατρο μπορεί κανείς να δει ερείπια αρκετών κτιρίων και, μεταξύ αυτών, τα ερείπια του Ναού της Αφροδίτης του 6ου αιώνα π.Χ., 

Το 211 π.Χ., μετά την πτώση των Συρακουσών, έγινε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας, γνωστής στα Λατινικά ως Acre. Η πόλη συνέχισε να είναι κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη βυζαντινή περίοδο.
Η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Άραβες το 827 μ.Χ., και η περιοχή εγκαταλείφθηκε, σταδιακά με τα αρχιτεκτονικά μέλη της να καλύπτονται με χώμα και φυσική βλάστηση από τα μάτια των κατοίκων και να ξεχαστεί σχεδόν οκτώ αιώνες.


Οδοί -ποταμοί και πόλεις της νοτιοανατολικής περιοχής της Σικελίας 


Ανασκαφικά στοιχεία και ευρήματα 


Άκραι- Τοπογραφικό διάγραμμα του αρχαιολογικού χώρου 

Ένας από τους πρώτους μελετητές που προσδιόρισε τον τόπο της εξαφανισμένης πόλης ήταν ο Σικελός μελετητής Tommaso Fazello.  (1498 – 1570)αργότερα άλλοι έδειξαν ενδιαφέρον, και ιδίως από το Palazzolo, ο  βαρώνος Gabriele Judica, ο οποίος στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ανέλαβε τις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή Άκραι (Akrai) και περιέγραψε την έρευνά του στο βιβλίο του «Οι αρχαιότητες της Άκρας» που δημοσιεύθηκε το 1819.

Το θέατρο

Σε αυτό το σωστό ημικύκλιο, κάποτε κάθισαν έως και εξακόσια άτομα
Οι επακόλουθες ανασκαφές της αρχαϊκής πόλης έφεραν στο φως το θέατρο, μικρού μεγέθους αλλά σε εξαιρετική κατάσταση διασωσμένο Το θέατρο έχει υπέροχη θέα ,στραμμένο προς Βορρά, στην μακρινή Αίτνα...


Άκραι Το Ελληνικό θέατρο του 4 ου αιώνα π.Χ, και πλάι το  Βουλευτήριον 

 Τα λατομεία 
Στο πίσω μέρος του θεάτρου υπάρχουν δύο λατομεία και η περιοχή ονομάζεται  latomia Intagliatella και είναι από τα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ.


Το οροπέδιον της πόλεως Άκραι

Η πόλη βρίσκεται ανάμεσα σε κοιλάδες δύο ποταμών τον Άναπο και τον ΄Ελωρο.  Ο Άναπος, είναι ποταμός στην Σικελία που ρέει μέσα από έλη, νότια των Συρακουσών. Σύμφωνα με τους αρχαίους ποιητές πήρε το όνομά του από τον εραστή της νύμφης (Ναϊάδες) Κυάνης. Εκεί στρατοπέδευσε ο Ιμίλκων για να εξαναγκάσει τον Μαρκέλλο να λύσει την πολιορκία των Συρακουσών.

Νόμισμα των Σικελικών Άκρων 


Ο Θουκυδίδης στο τέλος του Ζ΄ κεφαλαίου του, στην Σικελική εκστρατεία, περιγράφει την ολοκληρωτική καταστροφή των Αθηναίων κοντά στον ποταμό Άναπο:
«Πτώματα και ζωντανοί μαζί καθώς διψούν τρέχουν όλοι μαζί να πιουν από το θολωμένο με το αίμα των συντρόφων τους νερό του Άναπου ποταμού, που κοκκίνιζε γιατί λίγο νωρίτερα οι Συρακούσιοι έσφαζαν Αθηναίους στις όχθες του.»

Ο οικισμός βρίσκεται σε στρατηγική θέση σε έναν από τους λόφους του Υβλαίου όρους  ανάμεσα σε κοιλάδες δύο ποταμών τον Άναπο και τον ΄Ελωρο  Η πόλη φύλασσε την  πρόσβαση στις Συρακούσες, και έτσι υπηρέτησε ένα σημαντικό πολιτικό ρόλο αλλά και στο εμπόριο. 

Ο ναός της Αφροδίτης 
Στο οροπέδιο πάνω από το λατομεία ( latomia Intagliata) είναι τα βασικά δομικά στοιχεία για τον (dell'Aphrodision), ναό της Αφροδίτης που χτίστηκε τον έκτο αιώνα π.Χ.Ακόμα και σήμερα μπορεί κάποιος να δει τα εξαιρετικά σμιλευμένα δάπεδα του κτηρίου



Το Βουλευτήριον 
Στη δυτική πλευρά του θεάτρου βρίσκεται το Βουλευτήριον όπου λάμβανε μέρος η γερουσία και  το δημοτικό συμβούλιο της πόλεως των Ακραίων .




Άποψη του Βουλευτηρίου και η θέα προς βορά 

Σκίτσο από αγαλματίδιο του Ηρακλέους που  βρέθηκε στο Βουλευτήριο είναι πιθανά  σκάλισμα σε πέτρινη επιφάνεια

Μία άποψη του Βουλευτηρίου 

Το Ηρώον 
Στα ανατολικά του λόφου  στην ελληνιστική εποχή βρίσκεται το κοντινό ιερό που είναι γνωστό σήμερα εκεί ως «Άγιοι ναοί», αφιερωμένο στη λατρεία των νεκρών Ηρώων .Βρέθηκε επιγραφή που αναφέρει [...ΗΡΩΣ ΑΓΑΘΟΣ...]

Το Ηρώον της ελληνικής πόλεως όπου σε ξύλινα η μαρμάρινα τεμάχια εγγράφονταν τα ονόματα ή  σμιλεύονταν μορφές των ηρώων της πόλεως και τοποθετούντο εδώ στα σκαλίσματα των ανοιγμάτων στον βράχο 

Αφιερώματα -ευρήματα - αντικείμενα.
Μερικά από τα σμιλευμένα πάνω σε βράχο δρώμενα των Ακραίων .


Αναθηματικό ανάγλυφο του συμποσίου κηδείας (σχεδιο Bernabò Brea το 1956, pl. XXXII.4) Αν το πρώτο πλάνο είναι από την επίκληση προς τιμήν του , με την εικόνα των δύο Ακραίων ηρώων [...αγαθοί είναι οι [tiodoros;] και [F] yskon ) γραμμένη στα ελληνικά να δίνει την εντύπωση ότι ανήκουν στη στρατιωτική κάστα της πόλεως, η δεύτερη δείχνει σαφώς τις ήρωες σε ένα ανάκλιντρο σε συμπόσιο του  Άδη, να στέκεται δίπλα σε μια γυναίκα που κάθεται και στα πόδια την «κλίνης » και μια νεαρή δούλα.

Μεγάλης αξίας είναι ένα ανάγλυφο του 1ου αι. π.Χ. που απεικονίζει θυσία και γιορτή των ηρώων 

Ο αγαθός Δαίμων και η αγαθή Τύχη 
Ερμής Ψυχοπομπός Πιθανά από την ρωμαϊκή περίοδο της ελληνικής πόλεως 

Κεφαλή μικρού αγαλματιδίου πιθανά της Κυβέλης , Ρέας

Αμέθυστος -  Σκάλισμα με τον θεό  Ερμή 
Αμέθυστος -  Σκάλισμα  με την μορφή του ημίθεου ήρωα Ηρακλή 

Κυβέλη, μια θεά «γεννημένη από πέτρα»

Αποτύπωση πιθανά του  18ου αιώνα του ιερού της θεάς Κυβέλης της πόλεως Άκραι  με την θεά καθήμενη 

Περί της θεάς Κυβέλης
Η επιγραφή μάταρ κουμπιλέγια (matar kubileya) σε φρυγικό ιερό, από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., διαβάζεται συνήθως ως "μητέρα του όρους", ανάγνωση που υποστηρίζεται από αρχαίες κλασικές πηγές και είναι συνακόλουθη με τη σύνδεση της θεάς με άλλες εποπτεύουσες θεές, γνωστές ως μητέρες και συνδεδεμένες με όρη της Μικράς Ασίας  και άλλες περιοχές: μια θεά «γεννημένη από πέτρα»
Εδώ λοιπόν λίγο πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο υπάρχουν 12 γλυπτά, από τον 3ο αιώνα π.Χ., σκαλισμένα σε πέτρα και αφιερωμένα στη λατρεία της Θεάς Κυβέλης  (" Κυβέλεια Μήτηρ, πιθανώς "Μητέρα Ορέων") γνωστή μεταγενέστερα στους Έλληνες ως Ρέα ,(άρα εδώ είναι η Ρέα ), ήταν δε θεά γενικά της άγριας φύσης και των δημιουργικών δυνάμεων της Γης και της γονιμότητας. Ο Πίνδαρος την προσφωνεί «Κυβέλα, μάτερ θεών».

Τα ένσκαπτα αγάλματα της θεάς Κυβέλης στον βράχο σαν σύνολο αποτελούν τον χώρο λατρείας της θεάς στην ελληνική  πόλη Άκραι - Γραφιστική αναπαράσταση 

Αρχικά, η Κυβέλη, γνωστή στους Έλληνες και ως Ρέα, γιορταζόταν στη Μικρά Ασία ως θεά της γονιμότητας.
Αργότερα εορταζόταν και από τους Ρωμαίους από τις 4 επέτειος της άφιξης της Κυβέλης στη Ρώμη έως 10 Απριλίου  με αγώνες προς  τιμή της ,που ονομάζονταν- Megalesia , Megalensia- Μεγαλήσια (από την Ελληνική Μεγάλη ) . Από το είδος τους, αυτά ήταν απολύτως μοναδικά στον κόσμο και αποτελούν έναν πραγματικό παγανιστικό δρώμενο

Από το ιερό της Κυβέλης  της ελληνικής πόλεως  Άκραι ,πάνω το φθαρμένο σκάλισμα με την θεά και πιστούς , κάτω μια αποτύπωσή του  Η εορτή Megalesia  ή Γαλάξια  είναι ασαφής, αλλά περιελάμβανε και θεατρικά έργα και άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες που βασίζονταν σε θρησκευτικά θέματα. 

Τα Μεγαλήσια γιορτάζονταν και στην Αθήνα και τον Πειραιά.[Στην Αθήνα κατά το μήνα Ελαφηβολιώνα τελούνταν τα Γαλάξια προς τιμήν της θεάς.] Ωστόσο, η λατρεία τής φρυγικής Κυβέλης δεν είχε καθολικό χαρακτήρα, αλλά ασκούνταν από «θιάσους», δηλαδή κλειστές θρησκευτικές οργανώσεις ή σωματεία πιστών.
 Στην Αθήνα υπήρχαν θίασοι για τη λατρεία τής  Μεγάλης Μητέρας ως τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Κύρια πατρίδα της λατρείας της ήταν οι Ελληνικές πόλεις των Μικρασιατικών παραλίων (Έφεσος, Σμύρνη, Μίλητος κλπ). Και στην κυρίως Ελλάδα όμως η «μητέρα ανθρώπων τε θεών», η Ρέα, είχε δικούς της ναούς κυρίως σε Θήβα, Αθήνα, Ολυμπία, Φυγαλεία κλπ.
Λατρευόταν επίσης στην πόλη Πεσσινούντα στην Άνω Φρυγία κοντά στον Σαγγάριο ποταμό. Εκεί και επί του όρους Δίδυμο υπήρχε ιερός βράχος με το όνομα Άγδος, εξ ού και το όνομά της Άγδιστις. Στο ίδιο όρος υπήρχε και το ιερό «άντρο» της θεάς, το αρχαιότερο όλων, όπου βρισκόταν αντί ομοιώματός της λατρευτικός λίθος ακατέργαστος (πιθανώς αερόλιθος), ο οποίος το 204 π.Χ. μεταφέρθηκε στη Ρώμη όπως επίσης και ο τάφος του αγαπημένου της εραστή Άττη.

 Δύο από τα αγάλματα της θεάς Κυβέλης σκαλισμένα σε εσοχές στο ιερό της θεάς της ελληνικής πόλεως Άκραι 

 Μεγάλο ναό έκτισε στην Πισσινούντα ο Βασιλιάς Μίδας, τον οποίο αργότερα στόλισαν και πλούτισαν με αφιερώματα οι βασιλείς της Περγάμου καθώς και οι Ρωμαίοι.Αντίθετα οι Ρωμαίοι διατήρησαν τη λατρεία της ακριβώς όπως τη μετέφεραν από τη Μικρά Ασία. Ονόμαζαν τους ιερείς Γάλλους, αυτούς που οι Λυδοί αποκαλούσαν Κυβήδους.
Αποτύπωση αγαλμάτων του ιερού της Κυβέλης της ελληνικής πόλεως Άκραι 

Επίσης «Κύβελα» ονομαζόταν και άλλο βουνό της Φρυγίας αγνώστου όμως σημερινής θέσης, στο οποίο υπήρχε και ομώνυμη πόλη. Ακόμη, «Κυβέλεια» ονομαζόταν και αρχαία πόλη της Ερυθραίας στη Μικρά Ασία απέναντι από τη Χίο μεταξύ του όρους Μίμαντος και του Ακρωτηρίου Μέλαινα, στην οποία η λατρεία της Κυβέλης ήταν πολύ διαδεδομένη
 Δύο από τα αγάλματα της θεάς Κυβέλης που ήταν σκαλισμένα σε εσοχές στο ιερό της θεάς της ελληνικής πόλεως Άκραι 

Ένα άγαλμα της θεάς Κυβέλης λαξευμένο στον βράχο του ιερού  εδώ είναι από τις πρώτες
ανασκαφές και θεωρείτο από τους ανασκαφείς  τότε άγαλμα της θεάς Δήμητρας 


Με τον ίδιο τρόπο, τοποθετημένο σε εσοχή άγαλμα της θεάς, την τιμούσαν οι Έλληνες και σε άλλα σημείου του απέραντου ελληνισμού όπως στην περιοχή του Βασιλείου του Πόντου όπου πρόσφατα βρέθηκε άγαλμα της θεάς . 




Η μεγάλη οδός του Σελινούντα 
Μία μεγάλη οδός συνέδεε τοις Συρακούσες με την δυτική στην Σικελία ελληνικής πόλεως του Σελινούντα .Αυτή η οδός πέρναγε από την πόλη Άκραι .


Αμέσως μετά την είσοδό της πόλεως , στα δεξιά είναι ο υποβλητικός δρόμος του Σελινούντα , που συνέδεε τις Συρακούσες με την πόλη του Σελινούντα δυτικά της νήσου.  περνώντας από εδώ. 

Μπορείτε ακόμα να δείτε το πεζοδρόμιο αυτού του δρόμου έχοντας  μια εικόνα του παρελθόντος. Κοντά στο δρόμο, υπάρχει μια σειρά από κτίρια έξω από το τοίχος.

Εδώ ήταν η Πύλη του Σελινούντα και συνδεόταν μέσα από τα τείχη της πόλεως με την Πύλη των Συρακουσών 



Κτίσματα της πόλεως.

Μία κιστέρνα κοντά στο λατομείο ,αλλά και άλλα κτισματα .


Επιγραφή του 1890 με περιγραφή ενοικίασης θέσεων πολίσεως ,(θεμέλια), σε ιδιώτες πολίτες σε κάποια εορτή. 

Ο θρησκευτικός προσδιορισμός της Αγοράς της ελληνικής πόλεως Άκραι  της Σικελίας



Η Βυζαντινή νεκρόπολη 

 Η πόλη συνέχισε να είναι κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη βυζαντινή περίοδο



Ιστορική συνέχεια έως το Βυζάντιο 
Το 440 η Σικελία παραδίνεται στον Βάνδαλο βασιλιά Γιζέριχο. Μερικές δεκαετίες αργότερα περιήλθε στην κατοχή των Οστρογότθων, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάληψή της, και προσάρτησή της στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από τον στρατηγό Βελισσάριο το 535. Το 550 άλλος Οστρογότθος, ο Τοτίλας, κατέλαβε τη Σικελία, για να ηττηθεί και να σκοτωθεί από τον βυζαντινό στρατηγό Ναρσή το 552. Μεταξύ 662 και 668 οι Συρακούσες έγιναν ατύπως η πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κώνσταντα Β'. Η βυζαντινή περίοδος λήγει με την αραβική κατάκτηση (827 - 902). Αναφέρεται από πηγές της εποχής ότι οι Σικελοί μιλούσαν ελληνική ή ιταλοελληνική διάλεκτο, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα.


Κυβερνήτες του Θέματος Σικελίας

Εδώ στην Σικελία κατά την βυζαντινή εποχή πολέμησε ο  Μιχαήλ Γαγγλιανός που ήταν στρατηγός του Θέματος Σικελίας το όνομα του οποίου αναφέρεται το 799 εντός των Annales Regni Francorum
Ο Μιχαήλ Γαγγλιανός ήταν ευνούχος και έμπιστος της Ειρήνης. Διαδέχθηκε τον Νικήτα. Θεωρείται πιθανό να είχε ήδη διαδραματίσει ρόλο ως εκπρόσωπος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ενώπιον των Φράγκων το 798, όταν συνόδευσε κατά την επιστροφή του τον Σισίννιο, αδερφό του Πατριάρχη Ταράσιου, ο οποίος είχε συλληφθεί ως αιχμάλωτος στα τέλη της δεκαετίας του 780. Κατείχε το αξίωμα του πατρικίου και του πραιποσίτου. Το τελευταίο αυτό αξίωμα παραμένει ασαφές αναφορικά με την ακριβή του θέση στην ιεραρχία των βυζαντινών αξιωμάτων.

Φαίνεται, επίσης, πως ο Μιχαήλ κατείχε το αξίωμα του στρατηγού του Θέματος Αρμενιακών (τα φραγκικά χρονικά κάνουν λόγο για την Φρυγία) μεταξύ του 797 και του 799. Ως επικεφαλής της Σικελίας, πιθανώς να οργάνωσε την άμυνα του νησιού για την υπεράσπισή του απέναντι σε ενδεχόμενη επίθεση του Καρλομάγνου. Πράγματι, στα τέλη του 8ου αιώνα, οι εντάσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ήσαν σημαντικές και ο στρατηγός της Σικελίας (πιθανόν ο Μιχαήλ) ζήτησε ακόμα και από τους Άραβες της Καϊρουάν την αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων.



Επίσης....εδώ ήταν ο Θεοφύλακτος ώς έξαρχος και ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, στρατηγός, διοικητής της Σικελίας το 701, και έξαρχος Ραβένας περίπου την περίοδο από 702 έως το 710.
Το 702 προερχόμενος από τη Σικελία, πήγε στη Ρώμη. Για άγνωστους λόγους (ίσως για οικονομικούς), ο στρατός της εξαρχίας, μόλις έμαθε για την άφιξη του νέου εξάρχου στασίασε και βάδισε προς τη Ρώμη, με εχθρικές διαθέσεις προς τον έξαρχο. Ο Πάπας Ιωάννης ΣΤ΄ παρενέβη υπέρ τού εξάρχου, καταφέρνοντας να ηρεμήσει και να σταματήσει τους στασιαστές. Μετά από αυτό ο Θεοφύλακτος κατάφερε να εισέλθει στη Ραβένα.



Επίσης και ο  Βασίλειος Κλάδων που ήταν βυζαντινός πρωτοσπαθάριος και στρατηγός του 10ου αιώνα. Ο Κλάδων το 926 αναφέρεται στρατηγός Στρυμώνος. Κατά την θητεία του εκεί από πηγές αναφέρεται ανδρείος και ότι επισκεύασε τα τείχη της Χρυσουπόλεως.
Το 938[4] διορίσθηκε στρατηγός των θεμάτων Καλαβρίας, Σικελίας και Λογγοβαρδίας, όπου στάλθηκε με στρατό από τα Βαλκάνια όπου βρισκόταν για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Λομβαρδών, με την υποστήριξη και του τοπικού βυζαντινού στρατού. Είναι ο μοναδικός από τους στρατηγούς-κυβερνήτες της Λομβαρδίας που φέρει τον τίτλο στρατηγός και της Σικελίας[6]. Το 938 μαρτυρείται ότι πήρε μέρος σε πρεσβεία, διπλωματική αποστολή, στο Λομβαρδικό πριγκιπάτο του Μπενεβέτο μαζί με τους Πατρίκιο Κοσμά και τον Πρωτοσπαθάριο Επιφάνιο οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει όταν ήρθε στην Ιταλία.


Καί ο  Κωνσταντίνος Κοντομύτης (μεταξύ 841–860) πο υήταν Βυζαντινός στρατηγός και ευγενής.
Ως στρατηγός του Θέματος Θρακησίων, ο Κωνσταντίνος Κοντομύτης συνέτριψε τους Σαρακηνούς της Κρήτης το 841, όταν οι τελευταίοι πραγματοποίησαν επιδρομή στην πλούσια μοναστική κοινότητα του Όρους Λάτμου.[1][2] Λίγο καιρό νωρίτερα ή αργότερα, η κόρη του Κωνσταντίνου παντρεύτηκε τον μάγιστρο Βάρδα, ο οποίος ήταν ανιψιός της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας από την πλευρά της μητέρας του και του Πατριάρχη Φώτιου από εκείνη του πατέρα του. Ο Βάρδας αργότερα υιοθέτησε το επίθετο του πεθερού του.[2][3]
Το 859, ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (βασίλεψε την περίοδο μεταξύ 842–867) τον απέστειλε στην Σικελία ως επικεφαλής στόλου 300 πλοίων, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Άραβες που βρίσκονταν επί του νησιού. Ο Βυζαντινός στρατός υπέστη, ωστόσο, μεγάλη ήττα από τους Άραβες, οι οποίοι ευρίσκονταν υπό την ηγεσία του Αμπάς ιμπν Φαντλ, και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προς τα πλοία του.


Καί ο  Παύλος (έξαρχος) που  ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, διοικητής του Θέματος Σικελίας , και Έξαρχος Ραβένας από το 723 έως το 727. Σύμφωνα με τον Τζον Τζούλιους Νόριτς (John Julius Norwich), το πρόσωπο που παραδοσιακά αναγνωρίζεται ως ο πρώτος δόγης της Βενετίας, ο Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, ήταν στην πραγματικότητα ο Έξαρχος Παύλος. Επιπλέον το ίδιο πρόσωπο είναι και ο διάδοχος του Αναφέστο, Μαρτσέλλο Τεγκαλλιάνο, μιας και υπάρχουν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εν λόγω δόγη, καθώς έφερε την ίδια ονομασία, στα ιταλικά, με τον τίτλο του Παύλου που ήταν "magister militum"[1].
Στο 727, στο Εξαρχάτο της Ραβέννας ξεσηκώθηκαν κατά της αυτοκρατορικής επιβολής λόγω της εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέων Γ΄ (717-741). Ο στρατός της Ραβένας και του Δουκάτου της Πενταπόλεως στασίασαν, καταγγέλλοντας τόσο τον Έξαρχο Παύλο όσο και τον αυτοκράτορα Λέων Γ ', και ανέτρεψαν όσους αξιωματικούς παρέμεναν πιστοί. Ο Παύλος συγκέντρωσε τις δυνάμεις που του απέμειναν πιστές και προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη, αλλά σκοτώθηκε. Ο στρατός συζήτησε την εκλογή δικό του αυτοκράτορα και ξεκίνησε να βαδίσει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όταν ζήτησαν τη συμβουλή του Πάπα Γρηγορίου Β΄, αυτός τους αποθάρρυνε


Καί ο  Φωτεινός (στρατηγός)  ήταν Βυζαντινός διοικητής και κυβερνήτης, ο οποίος ήταν ενεργός στην διάρκεια της δεκαετίας του 820.
Η πρώτη αναφορά στο όνομά του γίνεται μετά την Αραβική κατάκτηση της Κρήτης στα μέσα της δεκαετίας του 820. Εκείνη την περίοδο, ήταν στρατιωτικός κυβερνήτης (στρατηγός) του Θέματος Ανατολικών, και του ανατέθηκε από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ (βασίλευσε μεταξύ 820-829) η ανακατάληψη του νησιού. Αφού ενισχύθηκε με στρατεύματα ευρισκόμενα υπό τον πρωτοσπαθάριο Δαμιανό, αποβιβάστηκε στο νησί. Και οι δυο τους ηττήθηκαν από τους Άραβες, ωστόσο: ο Δαμιανός έπεσε μαχόμενος, ενώ ο Φωτεινός μετά βίας πέτυχε να διαφύγει ζωντανός.
Παρά την συγκεκριμένη αποτυχία του, σύντομα του ανατέθηκε νέα σημαντική αποστολή, καθώς εστάλη στη Σικελία ως στρατηγός του τοπικού θέματος, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εξέγερση και αποστασία του τοπικού τουρμάρχη Ευφήμιου προς τους Αγλαβίδες της Ιφρικίγια. Πιθανώς να ήταν διάδοχος του στρατηγού Κωνσταντίνου Σούδα, τον οποίον ο Ευφήμιος είχε φονεύσει, ωστόσο ορισμένοι ακαδημαϊκοί θεωρούν πως επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο.[2] Ο Έλληνας ιστορικός Χρήστος Μακρυπούλιας, αντιθέτως, θεωρεί πως η περίπτωση αυτή είναι εξαιρετικά απίθανη, καθώς και πως ο ορισμός του ως στρατηγού της Σικελίας πρέπει να έλαβε χώρα προ της εκστρατείας του στην Κρήτη.[3] Καμία περαιτέρω πληροφορία δεν είναι γνωστή για τον ίδιο έπειτα από τον διορισμό του στο συγκεκριμένο νησί.[1]
Ο Φωτεινός ήταν, επίσης, προπάππος της Ζωής Καρβωνοψίνας, τέταρτης συζύγου του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (βασίλευσε μεταξύ 886-912).[1]

Ευρήματα από την Νεκρόπολη της πόλεως Άκραι 
Τέλος βρίσκουμε τα τελευταία ίχνη των Βυζαντινών με κατακόμβες διακοσμημένες με μνημειώδη πλούσια διακοσμημένους σαρκοφάγους. Ακριβώς πίσω από το θέατρο υπάρχουν δύο λατομεία (λατόμια). Τα λατομεία αργότερα επί βυζαντινής αυτοκρατορίας μετατράπηκαν σε χριστιανικούς τάφους.





Ένα εντυπωσιακό θέαμα, όπου  απεικονίζουν, πώς είναι θαμμένα πολλά ανθρώπινα σώματα. Στο μεγαλύτερο από τα δύο σπήλαια, Intagliate, κάποιες κατακόμβες έχουν βωμούς που έχουν δημιουργηθεί στις κόγχες των τοιχωμάτων

 Ένα βυζαντινό καταφύγιο στα Σικελικά Υβλαία όρη

Η αρχαιολογική πλευρά, του τοπίου εδώ  εκπροσωπείται από τις βυζαντινές κατοικίες που σκαλίστηκαν στο βράχο

Τα βυζαντινά λαξευμένα σπήλαια  είναι απίστευτες κατοικίες  που δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο. Η ιστορία τους είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία αυτής της περιοχής.
Μεταξύ των πρώτων  στοιχείων τεκμηριωμένων για την εποχή με ανθρωπινή χρήση του χώρου, είναι το σημείο που  βρίσκεται ο ελληνικός πύργος στην κορυφή της κοιλάδας, με στόχο τον έλεγχο και την υπεράσπιση των υποκείμενων περιοχών που σήμερα παραμένει ένα σημείο με κατεστραμμένα  ίχνη, αποτελούμενα από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους και μεγαλιθικές βάσεις .





Τα ερείπια μιας αρχαίας ρωμαϊκής εποχής βίλας που έχουν επηρεάσει την τοπωνυμία του τόπου που ονομάζεται "cuozzu rumanu" έχουν επίσης κρυφτεί από τη βλάστηση.


Για την σημερινή ονομασία του χώρου που το ονομάζουν Ddieri di Baulì αναφέρεται ότι το όνομα Bauli ή Bauly, είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι αραβικής καταγωγής και σύμφωνα με ορισμένους μελετητές φαίνεται να πηγαίνει πίσω από τις λέξεις «Abu-Ali», δηλαδή, «Πατέρας του Αλή», κατά πάσα πιθανότητα σε σχέση με κάποιο κάτοικο ή τον ιδιοκτήτη του Άραβα που του ανήκε η  περιοχή. Άλλα είναι βέβαιο ότι σε ορισμένα έγγραφα που χρονολογούνται από την αραβική περίοδο, η περιοχή ονομαζόταν «Rahalbalata» που σημαίνει « το σπίτι.βράχος »


Το όνομα Ddieri προέρχεται από το αραβικό diar που σημαίνει σπίτι. Βρίσκονται μέσα στα βράχια στην πλευρά του ασβεστόλιθικού βουνού που είναι από τους  τυπικούς βράχους σε αυτήν την περιοχή. Είναι επίσης σπήλαια και  σε άλλες περιοχές, για παράδειγμα στο Cava Grande del Cassibile, υπάρχουν και άλλοι. Εδώ υπάρχουν κυρίως δύο.




 Το ιστορικό 

Με την πάροδο του χρόνου ο άνθρωπος εγκατέλειψε την ενδοχώρα και άρχισε την παράκτια κατοίκηση  για να μπορέσει να αφοσιωθεί στην εμπορική κίνηση που πραγματοποιούταν στη Μεσόγειο, της οποίας η Σικελία αντιπροσώπευε ένα κρίσιμο σημείο διέλευσης.

Η επιστροφή στην κατοικία εσωτερικά στα υψίπεδα από ασβεστόλιθο και στις κοιλάδες ποταμών, μεταξύ του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα μ.Χ., έγινε  όταν, υπό την πίεση των παράκτιων εισβολών από  Σαρακηνούς, αλλά ίσως και για να ξεφύγουν από την βυζαντινή φορολογική πολιτική, αναγκάζονται να καταφύγουν στην ενδοχώρα

Αλλά αυτή τη φορά ο βράχος δεν χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τους νεκρούς όπως και πριν, (νεκροπόλεις) αλλά άμεσα να φιλοξενήσει το ζην, νέες μεγαλύτερες διανοίξεις σε τρύπες έγιναν στο βράχο, δίπλα από τις παλιές που είχαν επεκταθεί για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις.


Ολόκληροι πληθυσμοί με τις δραστηριότητές τους μετατοπίζονται προς το εσωτερικό του νησιού, δημιουργώντας μια πόλη-πέτρα φρούριο στις πιο απότομες πλαγιές των κοιλάδων και δημιουργώντας αυτό που βλέπει κανείς εδώ .



Ήταν πραγματικές οικίες με μεγαλύτερα δωμάτια, οι οποίες είναι  λαξευμένες στους βράχους, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν με διάφορους τρόπους, όπως και για τη λατρεία, με βυζαντινές εκκλησίες κάτι που  χαρακτηρίζεται ακριβώς από την παρουσία αγιογραφιών στους τοίχους και που τώρα πλέον έχουν χαθεί για διάφορους λόγους.

Σταδιακά εγκαταλειμμένα μεταξύ του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα, αυτά τα βραχώδη χωριά, διάσπαρτα εδώ και εκεί στα Υβλαία όρη , κατοικούνται και πάλι πλέον από μεγάλες ομάδες ληστών της περιοχής.



Όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού της Σικελίας , στην εποχή που ακολούθησε την ενοποίηση της Ιταλίας, οι ληστές την κατέστησαν  βάση των επιχειρήσεων, αξιοποιώντας την ακραία δυσκολία πρόσβασης αυτών των τόπων
Το όνομα προέρχεται από  Σικελό  βασιλιά  τον Υβλαίο (Hyblon), ο οποίος έδωσε ένα μέρος του εδάφους του σε Έλληνες αποίκους από τα Μέγαρα να χτίσουν  την πόλη  Μέγαρα Υβλαία .
Βρισκόμαστε στην περιοχή εδώ των βυζαντινών καταφυγίων στο Bauli, όπου αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να είναι εν μέρει ορατό όπου  κατά το παρελθόν, ήταν  η καρδιά του δάσους των βουνών Iblei  ( Υβλαία όρη ) . Έχει πρόσβαση από το  Noto-Palazzolo που διέρχεται από την Testa dell'Acqua και συνεχίζει προς Rigolizia, μικρά ορεινά χωριά στο έδαφος του Noto. Η περιοχή του Baulì είναι επίσης προσβάσιμη από το Mare Monti Αυτά για όσους θέλουν να πάνε προς τα εκεί.


Η προέλευση αυτών των σπηλαιωδών κατοικιών που χρονολογούνται από την βυζαντινή περίοδο, και όταν  οι επιδρομές των Σαρακηνών κατέστρεψαν την αρχαία ελληνική πόλη ΑΚΡΑΙ, , αναγκάζοντας τον βυζαντινό πληθυσμό που διέμενε εκεί να φύγει και να κρυφτεί.
Έτσι, οι ομάδες  βυζαντινών πληθυσμών  άρχισαν να δημιουργούν μικρο-χωριά που είχαν τα χαρακτηριστικά της στέγασης αλλά και να ανταποκρίνονται στην ανάγκη για απόκρυψη,καταφύγια δηλαδή



Αυτή είναι η προέλευση αυτών των απίστευτων κατοικιών-σπηλαίων. Εκσκαφέντα εξ ολοκλήρου στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα, αυτά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας κανονικής οικίας σε διάφορα επίπεδα, σκάλες και σήραγγες οδηγούν στους επάνω ορόφους όπου πραγματικά δωμάτια, όλα σκαλισμένα στο βράχο, χρησιμοποιήθηκαν για διαφορετικές λειτουργίες

Υπήκοοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ζούσαν εδώ 

Χρονολογείται λοιπόν  από τη Βυζαντινή εποχή, τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τον Paolo Orsi και τον Gaetano Curcio, χτίστηκαν για να φιλοξενήσουν μεγάλες ομάδες των κατοίκων, κατά πάσα πιθανότητα θρησκευτικές κοινότητες: το μεγάλο καταφύγιο θα μπορούσε να χωρέσει περίπου 50 άτομα, και η δομή της πρώτης σπηλιάς και του περιβάλλοντος είναι χαρακτηριστικό των βυζαντινών σε βράχο λαξευμένων εκκλησιών και υπάρχουν πολλά  παραδείγματα  ,όπως στην Καππαδοκία στην Μ.Ασία

Αυτές οι κατοικίες κρεμάμενες στον γκρεμό, αυτά τα μαργαριτάρια της μηχανικής με το αρθρωτό και πολύπλοκο ανάπτυγμα φαίνονται κάπως απλοϊκά, τα δύο πρώτα συγκροτήματα κατοικιών, το μεγάλο βυζαντινό καταφύγιο  , το μικρό βυζαντινό καταφύγιο , είναι σκαμμένα στο μαλακό τοίχο από ασβεστόλιθο και  είναι στραμμένο βορειοανατολικά, ενώ το βυζαντινό καταφύγιο του ερημίτη όπως τονίζει το όνομα, βρίσκεται σε μια απομονωμένη θέση στον απέναντι τοίχο και βλέπει προς τα νοτιοδυτικά.

Η ενδελεχής(συνεχής) μελέτη αυτών των δομών είναι πολύ πρόσφατη και οφείλεται σε έναν επιθεωρητή αρχαιολόγο  ο οποίος πριν από μερικές δεκαετίες έχει κάνει τις διαπιστώσεις:ότι  το μεγάλο βυζαντινό καταφύγιο παρουσιάζει πολλούς χώρους ως και 21 κατοικημένες περιοχές, εκτείνεται δε σε τρία επίπεδα, ενώ το μικρό καταφύγιο έχει δύο ορόφους και αποτελείται από πολύ λίγα οικιστικά περιβάλλοντα.

Σε οποιαδήποτε καταφύγιο υπάρχει ένα μέρος που αποκαλούν το ερημητήριο, ένας τόπος προσευχής αποτελείται από έναν πρόβολο στο γκρεμό, όπου οι ερημίτες μία φορά την εβδομάδα καλωσόριζαν τους ανθρώπους και μιλούσαν με τους επισκέπτες .



Η εκκλησία 

Η πρώτη αίθουσα του μεγάλου καταφυγίου είναι σίγουρα μια εκκλησία στο βυζαντινό ύφος, στην πραγματικότητα έχει τέμπλο, που χώριζε το ιερό από τους πιστούς, έχουμε πάνω απ 'όλα ένα παράθυρο απ' όπου ο ιερέας χορηγεί το σώμα του Χριστού στους πιστούς, επειδή δεν μπορούσε να παρευρεθεί στην ιερή τελετή, το τέμπλο που εξακολουθεί να εξυπηρετεί σήμερα στην Ανατολή, κατα την ορθόδοξη ιεροτελεστία όπου  υπάρχουν πολλές εικόνες που υφίστανται μπροστά και που διαχωρίζουν τους πιστούς από τον ιερέα. 
Η εκκλησία πιθανότατα έπρεπε να ήταν  γεμάτη τοιχογραφίες, αν και τώρα δεν υπάρχει ίχνος αυτών, αλλά τα πολύ επίπεδα τοιχία υποδηλώνουν και ενισχύουν αυτή την υπόθεση. Οι βυζαντινές εκκλησίες πάντα με νωπογραφίες αγιογραφίας με ιερές εικόνες, συνήθως τις τοιχογραφίες που αντιπροσωπεύουν τη ζωή ή το πρόσωπο των αγίων σε μια πομπή που συνήθως τελείωσε με έναν ένθρονο Χριστό ή την Παναγία
Στην αίθουσα πίσω από το τέμπλο στα αριστερά είναι το υπόλοιπο ενός υποτυπώδους έδρανου όπου καθόταν ο ιερέας, συνήθως υπήρχαν δύο έδρανα ένα στα δεξιά και ένα άλλο στα αριστερά, στη συνέχεια στον τοίχο στα δεξιά μπορεί να δει κάποιος έναν υπαινιγμό της αψίδας πιθανώς ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, στην πρώτη αίθουσα υπάρχει επίσης μια ιερά κολυμβήθρα

Αίθουσες διαμονής και μαγειρέματος 


Το δεύτερο επίπεδο πάντα στο μεγάλο βυζαντινό καταφύγιο , προσβάσιμο μέσω μιας ξύλινης σκάλας, έχει ένα δωμάτιο με αρμούς στον τοίχο, υποτίθεται ότι ήταν σιλό για τα τρόφιμα, καθώς δεν έχουν στεγανοποιηθεί με κονίαμα και δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποθηκεύστε το νερό.


Η παρουσία αρκετών ανοιγμάτων και οπών στους τοίχους μας κάνει να σκεφτόμαστε τις πιο ποικίλες χρήσεις, να κρεμάνε φανούς με ένα γάντζο, δοχεία για τα καρυκεύματα για τα προϊόντα γενικά και για να κρεμούν διάφορα αντικείμενα. Το τρίτο επίπεδο παρουσιάζει ένα μικρό περιβάλλοντα χώρο που ίσως χρησιμοποιείται ως πύργος παρατήρησης .


Προκειμένου να ανασκαφεί ο βράχος, πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της πυρκαγιάς, δηλαδή οι φωτιές έκαψαν για να καταρρεύσει ο ασβεστόλιθος, αλλά αναμφίβολα αυτό απαιτούσε πολύ μεγάλους χρόνους.


Υπήρχαν επίσης φωτιές στα δωμάτια για θέρμανση και μαγείρεμα, υπήρχαν επίσης τρύπες, ένα είδος παραθύρων για να αφήνουν τον καπνό να βγει αλλά και να εισέλθει το φως, όλα ήταν ορθολογικά κατασκευασμένα στον μέγιστο βαθμό . Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η ζωή έλαβε χώρα κυρίως τη νύχτα, επειδή κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν αφιερωμένη στην εργασία στην ύπαιθρο.


Τα βυζαντινά καταφύγια πάντως αποτελούν ένα πραγματικό φρούριο που βρίσκεται σε απόκρημνες περιοχές και σε διαφορετικά επίπεδα, γίνεται στα κάθετα τοιχώματα του βράχου και προστατεύεται από πυκνή βλάστηση, καθώς και τα σημεία ασυνέχειας μεταξύ διαφορετικών οικιστικών ανοιγμάτων , μαρτυρούν την ανησυχία της άμυνας που κατέλαβε τους κατασκευαστές που ήταν αναγκασμένοι να φύγουν από την ακτή.




Στην περιοχή «κοιλάδα του Νότου » και γύρω από αυτήν υπάρχουν διασκορπισμένα εκατοντάδες βυζαντινά υπόσκαπτα εκκλησάκια


Χαρακτηριστηκά παρουσιάζουμε ένα .Η σπηλιά του Αί Νικόλα -5ος -6ος αι. Τοποθεσία: Buccheri περιοχή: Val di Noto
Εκεί κοντά στα Υβλαία όρη υπάρχει μία υπόσκαπτη σπηλιά με ένα βυζαντινό εκκλησάκι Έχει αγιογραφήθει και μέχρι σήμερα παραμένουν μερικές  μορφές όπως του Αγίου Νικολάου ,της Παναγίας και άλλων άγιων μορφών





Στα μετέπειτα χρόνια 

Χρησιμοποιήθηκαν τα καταφύγια αυτά στο Μεσαίωνα, για πολλά χρόνια όμως μετά έμειναν άδεια, αλλά και πάλι χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια μιας άλλης κρίσιμης περιόδου στην ιστορία της Σικελίας. Κατά τη διάρκεια της εθνικής διαδικασίας ενοποίησης, περισσότεροι άνθρωποι που δεν συμφώνησαν σε τέτοιου είδους επανάσταση και χρησιμοποίησαν το φαράγγι για να παραμείνουν κρυμμένοι ψάχνοντας να πολεμήσουν εναντίον αυτού του νεοσύστατου συστήματος. 
  •  Θουκυδίδης,Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου Β΄ 82
  •  Θεόκριτος, Α, 63 & Οβίδιος, Μεταμορφώσεις V 412
  •  Τίτος Λίβιος, Από κτίσεως πόλεως (Ab urbe condita) ΧΧΙV
  • wikipedia.org
  • www.researchgate.net/
  • ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Heroes, Gods and Demons in the Religious Life of Akrai (Sicily) in Hellenistic Age• -Paolo Daniele Scirpo-Post-doc researcher in Classical Archaeology, National and Kapodistrian University of Athens (Greece) 
  • www.academia.edu

  • Bernabo Brea L., Akrai, Società di Storia Patria per la Sicilia Orientale, Biblioteca III, Monografie Archeologiche della Sicilia, I, Catania 1956;
  • Bernabo Brea L., Il tempio di Afrodite di Akrai, Cahiers du Centre Jean Berard 10, Naples 1986;
  • Campagna L., L’architettura di età ellenistica in Sicilia: per una rilettura del quadro generale, (in:) Sicilia ellenistica, consuetudo italica. Alle origini dell’architettura ellenistica d’Occidente, Osanna-Torelli (ed.), Roma 2006, p. 15-34;
  • Campagna L., Pinzone A., Nuove prospettive di ricerca sulla Sicilia del III sec. a.C. Archeologia, numismatica, storia (Atti Incontro di Studio Messina 2002), Pelorias 11, Messina 2004, p. 151-189;
  • Chowaniec R., Palazzolo Acreide, ancient Acrae, Sicily, Italy in 2009 and 2010, “Światowit”, fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology VIII (XLIX), 2009-2011, p. 169-171;
  • Chowaniec R., Ancient Akrai in the light of new researches. Non-invasive researches in Palazzolo Acreide, south-eastern Sicily, (in:) SOMA 2012 Identity and Connectivity: proceedings of the 16th Symposium on Mediterranean Archaeology, Florence, Italy, 1–3 March 2012, Bombardieri L., D'Agostino A., Guarducci G., Orsi V., Valentini S. (eds.), Oxford 2013, BAR S2581, p. 965-971;
  • Chowaniec R., The recovery in the town? Greek colony in a new Roman reality. Case study, (in:) Centre and Periphery in the Ancient World. Proceeding XVIIIth International Congress of Classical Archaeology, Alvarez J.M., Nogales T., Rodà I. (eds.), vol II, Merida 2014, p. 1007-1011;
  • Chowaniec R., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2013, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology XI (LII), fasc. A. 2013, Warszawa 2014, p. 157-161;
  • Chowaniec R., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2014, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology X (LIII), fasc. A. 2014;
  • Chowaniec R., Corinthian Roman relief bowls from Acrae, prov. Syracuse, south-eastern Sicily, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology XII (LIII), 2014, Warszawa 2015, p. 81-98;
  • Chowaniec R. ed., Unveiling the past of an ancient town. Akrai/Acrea in south-eastern Sicily, Warsaw 2015;
  • Chowaniec R., Greek and Roman impact on the environment. Case study: Akrai/Acrae in south-eastern Sicily, (in:) Cracow Landscape Monographs 2. Landscape as impulsion for culture: research, perception & protection. Landscape in the Past & Forgotten Landscape, P. Kołodziejczyk, and B. Kwiatkowska-Kopka (eds.), Cracow 2016, pp. 175–186;
  • Chowaniec R., The Sicilian world after the Punic Wars: the Greek colony in a new reality, (in:) Comparative Perspectives on Past Colonisation, Maritime Interaction and Cultural Integration, H. Glørstad, L. Melheim, Z. Glørstad (eds.), Sheffield 2016, p. 41-54;
  • Chowaniec R., The Coming of Rome. Cultural Landscape of South-Eastern Sicily, Warsaw 2017;
  • Chowaniec R. in collab J. Młynarczyk, T. Więcek, et al., Akrai/Acrae - the Greek Colony and Roman Town. Preliminary Report on the Excavations of the University of Warsaw Archaeological Expedition in 2015, „Archeologia” LXVI 2015, p. 105-130;
  • Chowaniec R., Gręzak A., Dietary preferences of the inhabitants of ancient Akrai/Acrae (south-eastern Sicily) during Roman times and the Byzantine period, (in:) Géoarchéologie des îles de Méditerranée. Geoarchaeology of the Mediterranean Islands, M. Ghilardi (ed.), Paris 2016, p. 287-298;
  • Chowaniec R., Guzzardi L., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2011, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology IX (L), fasc. A. 2011, Warszawa 2012, p. 169-172;
  • Chowaniec R., Guzzardi L., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2012, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology X (LI), fasc. A. 2011, Warszawa 2013, p. 111-115;
  • Chowaniec R., Matera M., New Terracotta Figurine of Demeter/Ceres from the south-eastern Sicily, “Archaeology and Science” 8, 2012, Belgrade 2013, p. 7-18;
  • Chowaniec R., in coll. Misiewicz K., Małkowski W., Acrae antica alla luce di indagini non invasive, “Journal of Ancient Topography (Rivista di Topografia Antica)” XIX, 2009 (2010), p. 121-138;
  • Chowaniec R., Misiewicz K., Non-invasive researches in Palazzolo Acreide (ancient Akrai), Sicily, “Archeologia” 59, 2008 (2010), p. 173-186, pl. XXV-XXVII;
  • Chowaniec R., Rekowska M., Rediscovering the Past. Ancient Akrai in Sicily, (in:) Et in Arcadia Ego. Studia Memoriae Professoris Thomae Mikocki dicata, Dobrowolski W., Płóciennik T. (eds.), Warsaw 2013, p. 261-271;
  • Chowaniec R., Więcek T., Guzzardi L., Akrai greca e Acrae romana. I nuovi rinvenimenti monetali degli scavi polacco-italiani 2011-2012, “Annali Istituto Italiano di Numismatica” 59, 2013 (2014), p. 237-269, tav. XIV-XV;
  • Cracco Ruggini L., La Sicilia fra Roma e Bisanzio, Storia della Sicilia III, Napoli 1980, p. 1-96;
  • Danner P., Akrai, (in:) Lexicon of Greek and Roman Cities 3, p. 426-430;
  • Fischer-Hansen T., The Earliest Town-Planning of the Western Greek Colonies, with special regard to Sicily, (in:) Introduction to an Inventory of Poleis, Symposium August, 23-26 1995, Acts of the Copenhagen Polis Centre 3, Hansen M. H. (ed.), Copenhagen 3, p. 317-407;
  • La Sicilia antica I, 3 Citta greche e indigene di Sicilia. Documenti e storia, Gabba E., Vallet G. (eds.), Napoli 1980;
  • La Sicilia antica. La Sicilia greca dal VI secolo alle guerre puniche, II, 1, Gabba E., Vallet G. (eds.), Napoli 1979;
  • Manni E., Geografia fisica e politica della Sicilia antica, Roma 1981;
  • Mitens K., Teatri greci e teatri ispirati all’architettura greca in Sicilia e nell’Italia meridionale, c. 350-50 a.C.: un catalogo, Roma 1988;
  • Orsi P., Palazzolo Acreide. Resti siculi in contrada Sparano, Notizie degli Scavi di Antichità without no, 1891, p. 355-357;
  • Orsi P., Epigrafe cristiana di Palazzolo Acreide (Acrae). Cotributi alla storia dell’altopiano acrense nell’antichità, “Rivista di Archeologia Cristiana” VIII, 1931, p. 295-296;
  • Pelagatti P., Akrai (Siracusa). Ricerche nel territorio, Atti della Accademia Nazionale dei Lincei CCCLXVII, “Notizie degli Scavi di Antichità” 24, Rome 1970, p. 436-499;
  • Pugliese Carratelli, Palazzolo Acreide. Epigrafi cristiane nella collezione Iudica, Atti della Accademia Nazionale dei Lincei CCCL, “Notizie degli Scavi di Antichità” 78, Rome 1953, p. 345-352;
  • Scirpo P.D., Bibliografia generale su Akrai. Addenda e Corrigenda, “Studi Acrensi”, IV, pp. 150–172;
  • Schubring I., Akrai – Palazzolo. Ein topographisch-archaeologische Skizze, Jahrbuch für klassische Philologie, suppl. IV, 1867, p. 661-672;
  • Uggeri G., La viabilità della Sicilia in età romana, “Journal of Ancient Topography (Rivista di Topografia Antica”, suppl. II, 2004;
  • Voza G., Akrai, in: Archeologia nella Sicilia sud-orientale, P. Pelagatti, G. Voza (eds)., Napoli 1973, p. 127-128;
  • Voza G., Nel segno dell’antico. Archeologia nel territorio di Siracusa, Palermo 1999;
  • Więcek T., Chowaniec R., Guzzardi L., Greek Akrai and Roman Acrae. New numismatic evidence. Polish-Italian archaeological excavations 2011-2012, “Archeologia” 62-63, 2011-12 (2014), p. 19-30;
  • Wilson R.J.A., Sicily under the Roman Empire. The archaeology of Roman province, 36 BC – AD 535, Warminster 1990.

ΕΚ.ΤΟΥ.ΣΥΝΕΡΓΆΤΗ ΜΑΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot    




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only