Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΩΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΆΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑ ΥΠΑΙΘΡΙΟ ΘΕΑΤΡΟ


Δρ ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Επί τιμή προϊστάμενος Τμήματος Μελετών
Μνημείων Προϊστορικών Χρόνων της
Διεύθυνσης Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού
Μέλος της Επιτροπής συντηρήσεως προστασίας και ανάδειξης
του Θεάτρου του Διονύσου  (1984-1990)   

    
Το θέατρο του Διονύσου. Kορυφαίο μνημείο ή  ένα ακόμα υπαίθριο θέατρο στην Αθήνα;




Η προοπτική και ο συνεπακόλουθος σχεδιασμός της χρήσης του Θεάτρου του Διονύσου ως χώρου σύγχρονων παραστάσεων αναφέρεται σε ηλεκτρ. έκδοση του οργανισμού Διάζωμα του 2009. Τυχαίνει μάλιστα οι αρθρογράφοι του τόμου να είναι οι επιβλέποντες των εργασιών που πραγματοποιούνται στο Θέατρο του Διονύσου. Στο κεφάλαιο του εν λόγω τόμου, «Εργασίες περιόδου 1977-1984» αναγράφονται και τα εξής


«Η αποκάλυψη του Διονυσιακού Θεάτρου δεν ακολουθήθηκε από μεγάλα αναστηλωτικά προγράμματα. Η ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου για τη φιλοξενία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 και η αποκατάσταση του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού κατά τη δεκαετία του 1950 στάθηκαν αφορμή ώστε το πρόγραμμα ανακατασκευής του Θεάτρου με σκοπό τη φιλοξενία του σύγχρονου κοινού να αναβληθεί. Η ιδέα της απόδοσης του Θεάτρου στη χρήση εγκαταλείφθηκε οριστικά στα πρώτα μετά τη μεταπολίτευση χρόνια. Τότε, υπό την πίεση της ετοιμορροπίας στην οποία είχε περιέλθει το ανάλημμα της ανατολικής παρόδου, συγκροτήθηκε επιστημονική επιτροπή από το Υπουργείο Πολιτισμού, η οποία ανέθεσε τη μελέτη του μνημείου στον WWurster …»[1]

Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι: το 1984 η Επιτροπή[2] για την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου του Θεάτρου του Διονύσου απέρριψε κατηγορηματικά την αποκατάσταση του θεάτρου του  Διονύσου για σύγχρονες παραστάσεις προβάλλοντας το μνημειακό του χαρακτήρα που έπρεπε να μείνει αλώβητος. Υπήρξε μάλιστα τότε και επιστολή-διαμαρτυρία δεκάδων προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων γι’ αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ετέθη το θέμα χρησιμοποίησης του Θεάτρου, τότε δηλαδή που ο πρόεδρος της δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και η υπουργός πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη συζήτησαν το θέμα  με υπηρεσιακούς παράγοντες σε επί τόπου επίσκεψη το Φθινόπωρο του 1984[3]
Τότε εξετάστηκε και το ενδεχόμενο προσθήκης στο Θέατρο του Διονύσου πάγκων, προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των θεατών, χωρίς να αναφερθεί καθόλου η προσθήκη νέων εδωλίων στη θέση των χαμένων, αφού μια τέτοιου είδους αδιανόητη επέμβαση θα έσβηνε τη γοητεία του μοναδικού αρχαίου μνημείου. Αυτονόητα η πρόταση περί προσθήκης πάγκων που θα μετέτρεπε δευτερογενώς την ορχήστρα σε αρένα τσίρκου, ουδέποτε συζητήθηκε και «χάθηκε» δια παντός
Στο απόσπασμα του Διάζωματος, σχετικά με τη χρήση του Ηρωδείου, αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρχε πίεση της κοινωνίας (!;) για την μετατροπή του Θεάτρου του Διονύσου από μνημείο σε θέατρο σύγχρονων παραστάσεων. Πίεση όμως της κοινωνίας ουδέποτε υπήρξε. Αντίθετα η ανακατασκευή του Ηρωδείου, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, εργαζόμενος για δεκαετίες στο ΥΠΠΟ, λειτούργησε στην αρχαιολογική κοινότητα ως παράδειγμα προς αποφυγήν και όχι ως πρότυπο προς μίμηση.


Τα σεβαστά μνημεία
Τα δεδομένα της ιερότητας του χώρου.

Θα ήταν ασφαλώς κοινοτοπία να γίνει αναφορά στο τί σημαίνει για την σύγχρονη εποχή, δηλαδή ποιες αξίες της κοινωνίας μας φανερώνονται, ή διακριτικά, σταδιακά και αθόρυβα μπορεί άλλες αξίες να πηγάσουν όταν ο πολίτης  αντικρίζει ή βρίσκεται σ’ ένα μνημείο.
Φαίνεται όμως ότι η επανάληψη χρειάζεται και επομένως ας …αρχίσουμε από την αρχή. Το μνημείο όπως το λέει και η λέξη σημαίνει κάτι που λίγο ως πολύ, διατηρεί τα χαρακτηριστικά της αρχικής του μορφής και λειτουργίας μιας συγκεκριμένης περιόδου, ή διάφορων ιστορικών περιόδων, που πρέπει να συντηρούμε, να αναδεικνύουμε και να θυμόμαστε γιατί έχει συγκεκριμένη και οργανική σημασία για την αυτογνωσία μας, τον ψυχισμό και τη συλλογική μας μνήμηΟποιαδήποτε νεότερη προσθήκη σ’ αυτό, το ακυρώνει και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται να πραγματοποιείται. Η «αόρατη», στο μέτρο του δυνατού, ενίσχυση της στατικής επάρκειας του μνημείου είναι επιβεβλημένη, όσο δαπανηρή και να είναι. Ανάλογα επιβάλλεται η διατήρηση του ανάγλυφου της περιοχής, δηλαδή του αρχαιολογικού χώρου που βρίσκεται το μνημείο, ακριβώς στη μορφή που είχε όταν οι υπεύθυνοι αναλαμβάνουν τα έργα προστασίας. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο Θέατρο του Διονύσου, εκτός από το τμήμα του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου, που έπεσε και αποκαταστάθηκε,  δεν υπάρχουν περιοχές ετοιμορροπίας που θα έκανε την παρουσία των αρχαιολόγων και των «αρχιτεκτόνων-αναστηλωτών» απαραίτητη.

Η γνώση μας για τα θεατρικά πράγματα στην αρχαία Αθήνα, όπως τις δίδαξαν οι μελετητές των δύο τελευταίων αιώνων, προέρχεται από μια θαυμαστή σύνθεση δεδομένων οργανικά και διαλεκτικά συνδεδεμένων μεταξύ τους. Φυσικά η αρχή βρίσκεται στο Περί Ποιητικής και ακολουθούν οι άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες της ίδιας της θεατρικής ποίησης, τα ίδια δηλαδή τα έργα, καθώς και οι απεικονίσεις στην αγγειογραφία. Για να γίνει εναργέστερη η εικόνα χρειάστηκε ανασκαφική έρευνα κατά την οποία αφαιρέθηκαν οι επιχώσεις που κάλυπταν το θέατρο της εποχής του Λυκούργου.

 Με τις ανασκαφές μπορέσαμε να προσεγγίσουμε και το τί προηγήθηκε του Θεάτρου του Διονύσου και τί ακολούθησε. Αποκαλύφθηκε και ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου με τα υπολείμματα της πρώτης ορχήστρας συγκεκριμενοποιώντας σε μια ενιαία κατεύθυνση παραμέτρους όπως: η αμπελοκαλλιέργεια στην Αττική την οποία διαφέντευε η πανίσχυρη Αθήνα, το εύκρατο κλίμα, η ευφορία της γης, ο μούστος, το κρασί, η μέθη, ο προστάτης θεός, οι πιστοί, τα τελετουργικά δρώμενα, ο διθύραμβος, ο αποκριτής του χορού. 

Η γένεση του Θεάτρου ως ποιητικός λόγος, αλλά και ως αρχιτεκτόνημα, είναι μια ακόμα διαδικασία μπροστά στην οποία στέκει κανείς ενεός, γιατί όλοι οι λαοί της υφηλίου ασφαλώς καλωσόριζαν την Άνοιξη και λάτρευαν την  ευφορία, την καρποφορία της γης, καθώς και το θαύμα της αναπαραγωγής. Ίσως στους λαούς αυτούς να είχε γίνει αντιληπτή και η ελευθερωτική δύναμη της μέθης. Δεν  θα έλειπαν, υποθέτω, ακόμα και τα οργιαστικού χαρακτήρα τελετουργικά
 Ίσως μάλιστα, στην ιστορία των λαών αυτών να ανιχνεύονται και κύκλιοι χοροί, γύρω από έναν βωμό, ένα τρόπαιο, μια πυρά. Μόνον εδώ όμως, στις ανατολικές υπώρειες του λόφου της Ακρόπολης εξελίχτηκαν τα πράγματα έτσι ώστε να εμφανιστεί το Θέατρο, η  θεατρική ποίηση, καθώς και η διδαχή της.  

Στον Θεό Διόνυσο αποδόθηκε η καλλιέργεια της αμπέλου, η παραγωγή του οίνου και η εξ αυτού μέθη. Όλα αυτά τον κατέστησαν τον περισσότερο λαοφιλή θεό των αρχαίων Ελλήνων. Είναι ο θεός που επιτρέπει τον χαρούμενο αντιπερισπασμό στη μονοτονία, τη ρουτίνα και τη σκληρότητα της καθημερινής ζωής. 

Η λατρεία του απελευθερώνει τα μύχια ένστικτα του ανθρώπου και οδηγεί τους πιστούς του στην ένωση μαζί του, μέσα από την έκσταση καί τη μανία. Είναι επόμενο λοιπόν η λαοφιλία του Διονύσου να μεταφέρεται και στον τόπο που ασκούνται τα λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν του, εκεί όπου διατηρείται το εντός περιβόλου ιερό του με τα θεμέλια των δύο ναών, του αρχαϊκού και του νεότερου με το βωμό του. 

Στον αρχαϊκό, του 6ου αι π.Χ., το αρχαιότερο οικοδόμημα της περιοχής, στεγαζόταν το ουρανοπετές ξόανο του θεού, τρόπαιο του Πεισίστρατου, όταν προσάρτησε στο κράτος του τις βοιωτικές Ελευθερές, ενώ στον  νεότερο, τον κλασικό ναό, υπήρχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, έργο του μαθητή του Φειδία Αλκαμένη.

Από την ορχήστρα λοιπόν, όπου ανέκαθεν χόρευαν και τραγουδούσαν οι πιστοί προς τιμήν του θεού, γεννήθηκε το θέατρο ως αρχιτεκτόνημα και ως ποιητικό είδος. Και τα δύο διατηρήθηκαν έως τις ημέρες μας. Δηλαδή, όπως είναι ιεροσυλία η προσθήκη ακόμα και μιας τελείας σε οποιοδήποτε έργο της αρχαίας δραματουργίας, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει αν προστεθεί σήμερα έστω και ένα νέο εδώλιο, στο αρχαίο Θέατρο του Διονύσου.

Στην Αρχαϊκή Περίοδο και ακόμα παλαιότερα οι   πιστοί, όταν δεν χόρευαν και ήθελαν να ξεκουραστούν, παρακολουθούσαν τα δρώμενα στην ορχήστρα από την ήπια πλαγιά του λόφου, στο αδιαμόρφωτο αρχικά πρανές, τρώγοντας και πίνοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας
Αυτά, λίγο έως πολύ γίνονταν στην πλαγιά όπου γεννήθηκε το κοίλο. Από τα τέλη του 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ., καθώς οι δεκαετίες περνούσαν, προφανώς έγιναν διαμορφώσεις στο πρανές για τη διευκόλυνση των διονυσιαστών. Ίσως προστέθηκαν πάγκοι, δημιουργήθηκαν αναλημματικοί τοίχοι και απλά λίθινα καθίσματα κοντά στην ορχήστρα για τους επισήμους. Όλα αυτά πραγματοποιούνται παράλληλα με τη γένεση της σκηνής, μιας ταπεινής ξύλινης κατασκευής, που μαζί με την χωμάτινη ορχήστρα αποτελούσε τον χώρο στον οποίο οι Αττικοί δραματουργοί (πρωτο)δίδαξαν τα αθάνατα έργα τους.

Από τότε που ο Γερμανός αρχιτέκτων-αρχαιολόγος WDörpheld πραγματοποίησε την έρευνά για το Θέατρο διαμορφώθηκαν και οι άξονες γύρω από τους οποίους περιεστράφηκε η μέχρι σήμερα μελέτη για το αρχαίο ελληνικό θέατρο, για κάθε φάση και εκδοχή της αρχιτεκτονικής εξέλιξής του. Στο πέρασμα του χρόνου η θέση και το σχήμα της ορχήστρας άλλαξε, όπως και η σκηνή που από λιτή μονόχωρη καταλήγει στη Ρωμαιοκρατία σε κυρίαρχο, και πομπώδες οικοδόμημα, ενώ το κοίλο δεν διαφοροποιείται δομικά.

 Ωστόσο, όποια μορφή και να έπαιρναν στην εξελικτική τους πορεία τα τμήματα του Θεάτρου, πρώτιστη σημασία έχει, ότι σε αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο διδάχτηκε η θεατρική ποίηση του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μένανδρου και όλων των άλλων ποιητών της αττικής δραματουργίας. Είναι γνωστο ότι δεν είναι μόνον η παλαιότητα και το περιεχόμενο του θεατρικού λόγου που συγκλονίζουν, αλλά και το ότι αυτή η ποίηση, αυτός ο λόγος είναι επίκαιρος και σήμερα, γιατί τις αξίες που πανηγυρικά πρέσβευε και εύρισκε στην ειρήνη, τον έρωτα, τη δικαιοσύνη, την πίστη, στους νόμους, τους ηθικούς και της πολιτείας, τις βλέπουμε και σήμερα να επηρεάζουν το ίδιο καταλυτικά την ιδεολογία που κατευθύνει την πορεία της ανθρωπότητας. Και είναι ο ίδιος θεατρικός λόγος που περιγράφει και τα καταστροφικά αποτελέσματα που επιφέρουν η ύβρις, η αλαζονεία, η αμετροέπεια, η έλλειψη σεβασμού, και οτιδήποτε άλλο απεχθάνεται και αποστρέφεται αιώνια ο πολίτης.


Το  Χρέος

Από τους ναούς του Διονύσου διατηρήθηκαν μόνον τα θεμέλιά τους και ένα πώρινο ανάγλυφο του τρίτου τετάρτου του 6ου αι. π. Χ. Το ανάγλυφο με παράσταση σατύρων και μαινάδων που σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, παλαιότερα θεωρούνταν ότι προέρχεται από το τύμπανο του αετώματος του αρχαϊκού ναού. Σε νεότερες όμως έρευνες, αποκλείστηκε αυτό το ενδεχόμενο. Υποστηρίχθηκε μάλιστα η πιθανότητα να προέρχεται το ανάγλυφο από άλλο κοντινό ναό, που προϋπήρξε μια γενιά του αρχαϊκού, και επομένως ήταν αυτός, ο υποτιθέμενος ναός, ο οποίος στέγασε αρχικά το ξόανο[4].                               
                                                                                    
Περίβολος του ιερού του Διονύσου
Ο  περίβολος του ιερού του θεού με τους δύο ναούς, διατηρείται σε λίγα τμήματα, στα νότια και στα ανατολικά του (εικ. 1). Το βόρειο τμήμα του τεμένους το ορίζει η δωρική στοά (στοά του θεάτρου). Είναι αυτονόητο ότι ο ίδιος ο περίβολος είναι ένα μνημείο που πρέπει να γίνεται σεβαστό όπως όλα τα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου.


  
  Όμως με τα έργα που πραγματοποιήθηκαν μετά το 2000 έγινε ακριβώς το αντίθετο, γιατί το αποτέλεσμα ήταν η αλοίωση της εικόνας του μνημείου και η υποβάθμισή του  (εικ. 2-3).


Αρχαίες οδοί

Όσον αναφορά την αποκατάσταση των αρχαίων οδών στον αρχαιολογικό χώρο, πριν από οτιδήποτε άλλο, θα έπρεπε και θα μπορούσε να αναδημιουργηθεί, να «σημειωθεί» καλύτερα, η αρχαία οδός Τριπόδων στην προέκταση της οδού Βάκχου. Με απόλυτο σεβασμό στο χώρο, η αποκατάσταση αυτής της οδού, για μερικά μέτρα, με τα υπολείμματα των χορηγικών μνημείων στη μια της πλευρά, θα προσέφερε μια πολύτιμη πληροφορία για την νοητή αποκατάσταση του ανάγλυφου της περιοχής. Θα γίνει δηλαδή ευκρινέστερη η κατεύθυνση της οδού από τα ανατολικά, στην είσοδο του περιβόλου του ιερού του Διονύσου. Συγχρόνως η από πατημένο χώμα και όχι από τσιμέντο αποκατάσταση για λίγα μέτρα αυτής της οδού θα «συνέδεε» το εκτός αρχαιολογικού χώρου μνημείο του Λυσικράτους με το θέατρο και τα άλλα χορηγικά μνημεία. 

Όταν όμως ο στόχος της επέμβασης είναι διαφορετικός από την προστασία τη συντήρηση και την ανάδειξη των αρχαίων στη λογική της τεκμηριωμένης επέμβασης, τότε γεννιέται η συνοδεύουσα την «ανακατασκευή» αυθαιρεσία. Κορυφαίο παράδειγμα έργου με παντελή απουσία τεκμηρίων είναι ο ιδιαίτερα πλατύς ανηφορικός δρόμος, λεωφόρος καλύτερα, που δημιουργήθηκε για να ανεβαίνει το «κοινό» [5]. Η λεωφόρος αυτή είναι τόσο αυθαίρετα και παραπειστικά  οριοθετημένη, ώστε  να διαθέτει, όπως φαίνεται στις εικ.13-14, και υπερυψωμένο τελείωμα, ένα σύγχρονο αρχιτεκτονικό παιχνίδισμα, που συγκρατεί συγχρόνως και το χαλικάκι.

Αντί ενός προγράμματος επέμβασης, σεμνού και ταπεινού χαρακτήρα, δημιουργήθηκε στα νοτιοανατολικά  του αρχαιολογικού χώρου μια εντελώς ξένη και παραπειστική εικόνα της αρχαίας οικοδομικής σύνθεσης, λες και η εποχή μας πρέπει να προσθέσει κάτι δικό της στο μνημειακό σύνολο.

Παραμένει  δύσκολα κατανοήσιμη η ανάγκη  χάραξης νέων δρόμων εντός του αρχαιολογικού χώρου για την διευκόλυνση των επισκεπτών, οι οποίοι, άγνωστο γιατί και από πότε, δεν μπορούν τάχα να πορεύονται σε πατημένο χώμα όπως πάντοτε.


Από την περιοχή του ιερού του θεού ανεβαίνοντας κανείς προς τα βορειοανατολικά  περνά αντικρίζοντας το δυτικό πέρας των υπολειμμάτων της στοάς και των σκηνικών κατασκευών, και έχοντας μπροστά του την ορχήστρα αντικρίζει το κοίλο. Τα υπολείμματα των διαφορετικών περιόδων και φάσεων των σκηνών του Θεάτρου, δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθούν, ούτε γίνεται να αναπαρασταθεί η σκηνή μιας ιστορικής περιόδου αφού αυτό θα σημάνει την κάλυψη των υπολοίπων. 
Κανείς όμως, δεν μπορεί να γνωρίζει τί πρόκειται να γίνει στο μέλλον, αφού στην ανατολική πάροδο, για παράδειγμα, τοποθετήθηκε αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα, ένα αντίγραφο αρχαίου αγάλματος,[6] υποτίθεται του Μενάνδρου, για «διδακτική αποκατάσταση» που «συνιστούσε και όραμα» του συγχωρεμένου προέδρου της επιτροπής Αλέκου Μάντη         που «πιθανολογείται ότι προέρχεται από αυτή τη θέση του αναλημματικού τοίχου. Ενός αγάλματος που στην αρχαιότητα ήταν χάλκινο....

Είναι εμφανές ότι μόνον διδακτική δεν είναι η αποκατάσταση, αφού έγινε καταστρατηγώντας την καθιερωμένη πρακτική και τις «Χάρτες» που έχει υπογράψει και η χώρα μας που επιτάσσουν ότι ένα νέο στοιχείο τοποθετείται στο μνημείο μόνον όταν δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τη θέση του.

Μετά από το νέο τρόπο που έπρεπε να μάθουμε να χαιρόμαστε τα αρχαία αγάλματα, μπροστά από ογκώδεις τσιμεντένιες κολόνες, ή μπροστά από κεκλιμένες μεταλλικές  κοιλοδοκούς όπως στο νέο στέγαστρο των αγαλμάτων (εικ. 23)  του αρχαιολογικού χώρου της νότιας κλιτύος, τώρα πρέπει να αντικρίζουμε τα αρχαία υπολείμματα πίσω από αγάλματα φτιαγμένα από χυτό υλικό για να μοιάζει το μάρμαρο, που μπορεί και να μην υπήρχαν στην αρχαιότητα στις συγκεκριμένες θέσεις αφού δεν έχει παρουσιαστεί κανένα σχετικό τεκμήριο.

Η άνευ τεκμηρίων τοποθέτηση του αγάλματος του Μενάνδρου (εικ. 7), που ήταν χάλκινο (;)[7], αλλά κατασκευάστηκε από «μάρμαρο», εμπρός από τον αναλημματικό τοίχο της παρόδου του λυκούργειου Θεάτρου, προκαλεί σύγχυση γιατί είναι γνωστό ότι στο Θέατρο τον 5ο αιώνα υπήρχαν τα αγάλματα του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή. Τον 4ο, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη[8] ενώ για την Ελληνιστική περίοδο αναφέρεται άγαλμα του Μενάνδρου του οποίου η ταύτιση και η θέση απλώς πιθανολογήθηκαν. Επιπλέον δεν είναι γνωστό αν, πότε και ποια αγάλματα συνυπήρξαν. Γι’αυτό πρέπει οι αποκαταστάσεις να γίνονται με σεβασμό και περίσκεψη. Εάν δεν υπάρχουν τεκμήρια είναι καλύτερο να μην γίνονται.

Εν ολίγοις, όλη αυτή η προσπάθεια αναπαράστασης  των αρχαίων υπολειμμάτων θυμίζει την παραμόρφωση που υφίστανται όσοι υποβάλουν το σώμα τους σε πλαστικές εγχειρίσεις χωρίς τελικά να καταφέρουν να ξαναγίνουν όπως ήταν παλιά, γιατί αυτό που προκύπτει είναι μια εικόνα που δεν έχει υπάρξει ποτέ.





Η Επιτροπή Διονυσιακού θεάτρου 1984-1990.
Συντήρηση Προστασία. Το ζητούμενο.

Μετά την αδρομερή καταγραφή των κύριων χαρακτηριστικών του ιερού και του Θεάτρου του Διονύσου, γίνεται για άλλη μια φορά σαφές ότι σε κάθε νέα επέμβαση πρέπει να κυριαρχεί ο σεβασμός στην ιερότητα του χώρου. Η προστασία των μνημείων μας όπως έφτασαν έως τις ημέρες μας  είναι το πνεύμα που μας κληροδότησαν οι σημαντικοί μελετητές και οι «φύλακες» τους, αυτό προβλέπει το Σύνταγμα της Ελλάδας, ο Αρχαιολογικός Νόμος, η Unescο και όλες οι σχετικές Χάρτες.

Η διδακτική διάσταση στον αρχαιολογικό χώρο υπηρετείται αντικρίζοντας απρόσκοπτα τα μνημεία με ηρεμία και συγέντρωση. Αυτά τα ίδια υπαγορεύουν, ή καλύτερα επιβάλλουν, τις μεθόδους επέμβασης για την προστασία και την ανάδειξή τους. Ο  καλλοπισμός τους δεν ενδιαφέρει καθόλου, αφού κυρίαρχη και αυτονόητη προϋπόθεση είναι η αποφυγή ακύρωσης του παράγοντα του χρόνου χωρίς τον οποίο η έννοια «μνημείο» παύει να ισχύει.
Υπάρχουν χώρες όπου τα κονδύλια είναι πενιχρά, αλλά οι επεμβάσεις των αρμοδίων στα μνημεία περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα δηλαδή την εξασφάλιση της στατικής τους επάρκειας. Έτσι η ανάδειξη που επιδιώκεται πραγματοποιείται με φειδώ, πνεύμα σεβασμού και σεμνότητας.

Συνακόλουθα αναρωτιέται κανείς μήπως είναι ο πακτωλός των Ευρωπαϊκών κονδύλια που οδήγησαν στις νομότυπες ασφαλώς, όχι όμως και σύννομες, αποφάσεις για το είδος των επεμβάσεων μήπως δηλαδή η επέμβασή μας στα αρχαία μνημεία είναι μδηλώνει και το επίπεδο του πολιτισμού μας;


Η επιτροπή που δημιουργήθηκε το 1984 για να μελετήσει και να προχωρήσει στην αποκατάσταση του γωνιακού τμήματος του αναλήμματος της ανατολικής παρόδου, επέκτεινε αρχικά τις δραστηριότητές της σε όλο το θέατρο και αργότερα και σε άλλα μνημεία της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η έγκριση  χρηματοδότησης από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, ενός προγράμματος ερευνών συντήρησης, προστασίας και ανάδειξης των μνημείων της νότιας κλιτύος, που ζητήθηκε από την  Εφορεία Ακροπόλεως. Παράλληλα με την ομόφωνη απόφαση για την πρόσληψη της αρχιτέκτονος Ελένης Μακρή που θα εκπονούσε την μελέτη για την στερέωση και αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου, η Επιτροπή αποφάσισε, εκτός των άλλων, να προχωρήσει και στις «βελτιωτικές εργασίες στο κοίλο».


Το κοίλο του θεάτρου

Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι τα πευκοκυπάρισσα που κόπηκαν τότε, (εικ. 7Α) όπως και η αφαίρεση κάθε είδους βλάστησης, αθάνατοι, κουτσουπιές, αγριοβελανιδιές συκιές κτλ., από το κοίλο του Θεάτρου  του Διονύσου, και του αρχαιολογικού χώρου είναι ένα άνευ επιστημονικής σημασίας έργο, εντελώς αυτονόητο ωστόσο, για την ανάδειξη των μνημείων και εκ των ων ουκ άνευ, για οποιοδήποτε μελλοντικό έργο, όπως αυτό που ακολούθησε ευθύς αμέσως. Το επόμενο πρόγραμμα της Επιτροπής ήταν η αποκατάσταση με εξ’ ορισμού αποδεκτές αρχαιολογικά και απλές, οικονομικές και αντιστρέψιμες μεθόδους του κοίλου. Πρέπει να τονιστεί ότι το κοίλο είναι το μοναδικό τμήμα του θεάτρου που δεν έχει αλλάξει δομικά από τον 4ο αι. π.Χ. Με την αφαίρεση της βλάστησης εμφανίστηκε καθαρά και χωρίς εμπόδια η χοάνη του κοίλου. Με τη «χάραξη» στο χώμα των κλιμάκων[9] «εμφανίστηκαν» στη θέση των παλαιών  οι χαμένες κερκίδες κερκίδων, χωρίς την προσθήκη ούτε ενός νέου μέλους.
Φυσικά ουδέποτε υπήρξε πρόθεση εκ μέρους της Επιτροπής το μνημείο να γίνει μια «κατασκευή» για σύγχρονες παραστάσεις. Η αποκατάσταση της χοάνης του κοίλου ήταν ένα από τα έργα της Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε με απλά και οικονομικά μέσα, για τα οποία δεν χρειάστηκαν νέα σύγχρονα υλικά, αλλά ούτε και εργολάβοι.
Στο πλαίσιο των εργασιών στο κοίλο αποκαλύφθηκε εδώλιο στη θέση στην οποία είχε υποτεθεί από τον Dörpfeld  ότι υπήρχε το δεύτερο, εκτός του Περιπάτου, διάζωμα. Έτσι επάνω  στο σχεδιαστικό υπόβαθρο της κάτοψης του Θεάτρου που εκπόνησε ο αρχιτέκτων  Κώστας Καζαμιάκης, ο υπογράφων συσχετίζοντας το κοίλο και με άλλα θέατρα του 4ου και του 3ου αι. π.Χ.[10], το σχεδίασε χωρίς το δεύτερο διάζωμα και φυσικά χωρίς τις κλίμακες που είχε υποτεθεί, ότι ένωναν τα δύο διαζώματα (εικ. 9).




Σχετικά με το θέμα της αναπαράστασης του κοίλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η απουσία δεύτερου διαζώματος σημαίνει πως και οι υποθετικές κλίμακες δεν υπήρχαν, διότι δεν  είναι δυνατόν οι θεατές κατεβαίνοντας να κατέληγαν σε βαθμίδα εδωλίων, αντί σε διάζωμα.

Τα διάσπαρτα και το έργο της Επιτροπής

Η Επιτροπή από τις αρχές του 1985 κατάρτισε πρόγραμμα τακτοποίησης και καταγραφής των διάσπαρτων στο χώρο αρχαίων (εικ.11). Στο πλαίσιο αυτής της εγασίας εντάχθηκε και η ευρετηρίαση των αρχαίων εδωλίων που αριθμήθηκαν σε ειδικά δελτία τα οποία περιλάμβαναν τον αριθμό, το σχέδιό τους, φωτογραφία και κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να υπάρξει για το ιστορικό τους.




Για τις ανάγκες αποκατάστασης του αναλημματικού  τοίχου της ανατολικής παρόδου, σε προτεραιότητα τέθηκε από την Επιτροπή η εύρεση πειραϊκού ακτίτη λίθου και αντίστοιχα η εύρεση κροκαλοπαγούς. Η μελέτη για τις ιδιότητες του κροκαλοπαγούς λίθου, τα πορίσματα της οποίας θα συγκρινόταν με αυτές του τεχνητού λίθου ο οποίος προετοιμαζόταν,  εμφανίστηκε τον Δεκέμβριο του 1985[11]  (εικ. 12-15).

                



Για έναν περίεργο λόγο, όπως και με τη μελέτη του κροκαλοπαγούς λίθου, στην ίδια λογική ανακρίβειας, αναφέρεται[12], ή αφήνεται να εννοηθεί ότι η εύρεση και η εξόρυξη του πειραϊκού ακτίτη λίθου έγινε από μια άλλη επιτροπή, ενώ η αλήθεια είναι ότι αυτό έγινε από την Επιτροπή της οποίας, όπως αναφέρθηκε, πρόεδρος ήταν ο Άγγελος Δεληβοριάς  ο οποίος και ήρθε σε συνεννόηση φυσικά με τη διευθύντρια του Χατζηκυριακείου Ιδρύματος Ιωάννα Σανιδά[13].

Όπως διαβάζουμε όμως, στο Διάζωμα 2009 σελ. 23επειδή δεν υπάρχει αρκετό υλικό πειραϊκού ακτίτη λίθου (;!), βρέθηκε στη Κόρινθο όμοιο πέτρωμα από το οποίο λαξεύονται τα σύγχρονα εδώλια που τοποθετούνται στο κοίλο. Καταλαβαίνει κανείς το απερίγραπτο συνονθύλευμα υλικών που ανεπίτρεπτα συγκεντρώνονται στο κοίλο του Θεάτρου του Διονύσου καταργώντας την αυθεντικότητά του.

Η Επιτροπή αποφάσισε συγχρόνως να προχωρήσει στην υλοποίηση του προγράμματος Wurster σχετικά με την συγκέντρωση και τη στέγαση των σκόρπιων στο χώρο αγαλμάτων, ελληνιστικών χρόνων καθώς και της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας.





Η Επιτροπή επέλεξε μια από τρεις θέσεις που είχε προτείνει ο Wurster[14] και αποφάσισε να δημιουργηθεί ένα στέγαστρο περιορισμένων διαστάσεων, τοποθετημένο διακριτικά στο πιο απομακρυσμένο σημείο του αρχαιολογικού χώρου, για να μην ταυτίζεται με αρχαίο οικοδόμημα. 
Το στέγαστρο δημιουργήθηκε και κατασκευάστηκε με γήινα υλικά, ξύλο και πηλό (κεραμίδια). Εδώ συγκεντρώθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα μαρμάρινα αγάλματα[15] καθώς και ενεπίγραφα βάθρα, (εικ.16-22). μεταξύ των οποίων και του ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ, που συγκολλήθηκε το σπασμένο επάνω τμήμα του πριν τοποθετηθεί στο στέγαστρο (εικ. 22) 
Για το σύγχρονο στέγαστρο που, άγνωστο γιατί, αντικατέστησε αυτό της Επιτροπής, εχει γίνει λόγος παλαιότερα[16]. Από τις κύριες αστοχίες του είναι η έκτασή του, αφού καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του αρχαιολογικού χώρου, και τα υλικά κατασκευής του που δεν συνάδουν με τη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου (εικ. 23).



  
Περιλαμβάνεται στις αρχές, χωρίς όμως αστερίσκους και παραπομπές, ότι οτιδήποτε πραγματοποιείται για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων, πρέπει να βασίζεται σε αναλυτικές μελέτες σκοπιμότητας. Στα μέλη της Επιτροπής του Θεάτρου,  στην οποία συμμετείχα από το 1984 έως το 1990, ως τακτικό μέλος και ως υπεύθυνος του εργοταξίου,  αυτή η αρχή κυριαρχούσε[17].

Είναι αλήθεια ότι αρκετοί το έχουν ξεχάσει, αλλά πρέπει να τονιστεί – σήμερα άλλωστε έχει και μια ιδιαίτερη σημασία–ότι, όταν ολοκληρώθηκε η μελέτη για την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου, η Επιτροπή οργάνωσε ημερίδα στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως όπου τα πορίσματα τέθηκαν στην κρίση των συνέδρων. 
Τώρα, που οι κατευθύνσεις αποκατάστασης έχουν αλλάξει άρδην και το Θέατρο του Διονύσου ανακατασκευάζεται, για να μετατραπεί σε χώρο σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων, χάνοντας το μνημειακό του χαρακτήρα, δεν έχει οργανωθεί κανένα συνέδριο ή κάποια ημερίδα.






Όσον αναφορά την αποκατάσταση των αρχαίων οδών στον αρχαιολογικό χώρο, θα μπορούσε να κυριαρχεί πνεύμα ηρεμίας και τάξης για να μπορεί ο επισκέπτης να συγκεντρώνεται και να αφομοιώνει ότι περισσότερο μπορεί από τον χώρο (εικ. 26-27).



Ανακεφαλαίωση. Σεμνά και ταπεινά.
Άλλο οι αρχαιολογικές μελέτες και άλλο η εφαρμογή τους


Όταν για λόγους προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης  πρέπει να γίνουν έργα σε αρχαιολογικό χώρο, ο κανόνας δεν μπορεί παρά να είναι, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι τα ίδια τα υπολείμματα οποιουδήποτε μνημείου δείχνουν τον τρόπο προστασίας και ανάδειξής του, με πρώτο όμως και απαράβατο νόμο τη διατήρηση της ερειπιώδους εικόνας του. Ο χρόνος ο οποίος ευτυχώς ή δυστυχώς περνά αφήνοντας τα ίχνη του, και πιο συγκεκριμένα οι δυόμιση χιλιετίες, δεν είναι στην διακριτική ευχέρεια οποιουδήποτε για να τον σβήσει.
 Εντελώς διαφορετικό πράγμα είναι ότι τα ίχνη του χρόνου φυσικά δεν υπάρχουν στην απόλυτη τελειότητα της ψηφιακής αναπαράστασης, η οποία χωρίς αμφιβολία ανήκει στα μέγιστα επιτεύγματα της εποχής μας, με εφαρμογή και στην αρχαία οικοδομική, αρχιτεκτονική και ρυμοτομία.

Κραυγαλέο παράδειγμα ανασύνθεσης, προς αποφυγήν, είναι το Ηρώδειο όπου με την τοποθέτηση των νέων εδωλίων, μπορεί να ειπωθεί αδρομερώς, ότι κερδήθηκε ένα θέατρο για σύγχρονες παραστάσεις, ακυρώθηκε όμως, ή καλύτερα χάθηκε η γοητεία ενός μνημείου. Στο θέατρο του Διονύσου τα ερείπια που βρήκαμε οφείλουμε να τα διατηρήσουμε. Έτσι όπως τα παραλάβαμε εμείς, έτσι ακριβώς πρέπει να παραδοθούν στις επόμενες γενιές.

Ο στόχος της προστασίας και ανάδειξης των υπολειμμάτων των μνημείων δεν ήταν ποτέ μέχρι σήμερα η «ανακατασκευή» τους για να σχηματιστεί ένα οικοδόμημα που δεν υπάρχει πια ή καλύτερα δεν υπήρξε ποτέ.
Για την προστασία των μνημείων και για να αποτρέπονται οι αυθαιρεσίες, έχουν δημιουργηθεί εντεταλμένα όργανα, κρατικές υπηρεσίες, υπηρεσιακές επιτροπές του Υπουργείου Πολιτισμού και νόμοι διεθνείς. Παράλληλα υπάρχουν βιβλία, ειδικευμένα περιοδικά και άρθρα, οργανώνονται συνέδρια, συναντήσεις, συνεντεύξεις, ομιλίες. 
Με έναν λόγο, έχει   δημιουργηθεί ένας εξαιρετικά σημαντικός κοινωνικός μηχανισμός ελέγχου, ο οποίος προστατεύει τα μνημεία. Χρειάζεται απλώς να είναι προσανατολισμένος στη μέριμνα γι’ αυτά και όχι στην ευκαιριακή οικονομική ή πολιτική τους εκμετάλλευση.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Διάζωμα 2009: «Εργασίες Αποκατάστασης στο θέατρο του Διονύσου-Ασκληπιείου Νοτίου Κλιτύος Ακροπόλεως». Διάζωμα
Διάζωμα 2018: Αρχαία θέατρα Αττικής.Τα θέατρα του  Άστεως, εκδ. Δήμος Αθηναίων Διάζωμα Αθήνα Ιούλιος 2018.


Εικ. 28. Η πορεία τοποθέτησης νέων εδωλίων για τη δημιουργία του σύγχρονου θεάτρου




ΑΝΑΦΟΡΕΣ



[1] Διάζωμα 2009 σελ. 5.

[2] Από τώρα ως  «Επιτροπή» νοείται μόνον η επιτροπή που κατά τη περίοδο 1984-1990 πραγματοποίησε και δρομολόγησε έργα προστασίας και ανάδειξης στο Θέατρο του Διονύσου. Για το έργο της Επιτροπής βλ. και  «Στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης». arxaiologia.gr 21.05.2018.

[3] Βλ. arxaiologia.gr όπ.

[4] Βλ. (επιμ) Γ. Δεσπίνης-Ν. Καλτσάς, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Κατάλογος Γλυπτών Αθήνα 2014 Ι.1 σ. 356-358.

[5] Διάζωμα 2008 σελ. 5. Μέχρι τώρα ανέβαιναν προς το θέατρο «επισκέ- πτες». Μετά τα έργα, που από το 2000 συνεχίζονται, θα ανεβαίνουν θεατές.

[6] «Η αποκατάσταση του αγαλματικού τύπου βάσει των ρωμαϊκών  αντιγράφων» οφείλεται στον Klauss Fittschen  που «αποπειράθηκε μια πρώτη αποκατάσταση», ενώ όμως «παρέμεναν ανοιχτά καθοριστικά ζητήματα ως προς την αρχική μορφή του βάθρου και τη θέση του περίφημου αυτού μνημείου». Χριστίνα Παπασταμάτη φον Μόοκ, Το Θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως στο  Αρχαία θέατρα Αττικής Τα θέατρα του Άστεως εκδ. Διάζωμα Αθήνα 2018 σελ. 112-113.

[7] Ό.π σελ. 112.

[8] M.Bieber, The History of the Greek  and Roman  Theater Princeton University Press 1961 

[9] Περιγραφή της κατασκευής των κλιμάκων στο χώμα βλ. στο arxaiologia.gr 21.05.2018, ό.π. 

[10] Βλ. Θάνος Παπαθανασόπουλος, «Η Μορφή του Κοίλου του θεάτρου του Διονύσου», στο περιοδικό  του Υπουργείου Πολιτισμού, Αναστήλωση Συντήρηση Προστασία Μνημείων και Συνόλων (Σεπτέμβριος 1986), Αθήνα 1987, τ. ΙΙ σελ. 58, εικ. 47.

[11] Την ειδική μελέτη του κροκαλοπαγούς λίθου την ανέλαβε ο μηχανικός Διονύσης Μονοκρούσος, μέλος της Επιτροπής, σε συνεργασία με τον επίσης πολιτικό μηχανικό Μιχάλη Αρβανιτάκη. Υπό την ευθύνη τους εκπονήθηκε ειδική μελέτη που αφορούσε τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τόσο του φυσικού κροκαλοπαγούς λίθου όσο και του τεχνητού ο οποίος κατασκεύαστηκε υπό την ευθύνη τους.

[12] Αθηνά Σαμαρά, «Θέατρο Διονύσου: οι αναλημματικοί τοίχοι του κοίλου» Διάζωμα 2018 σελ. 147-158.

[13] Για την φύλαξη μάλιστα των εργαλείων εξόρυξης και τις άμεσες ανάγκες του προσωπικού η Επιτροπή προμηθεύτηκε από τον ΟΔΔΥ λεωφορείο το οποίο επισκεύασε και για να μπορέσει να μετακινηθεί και να βρεθεί στον προαύλειο χώρο του Χατζηκυριακείου ως ασφαλής χώρος.

[14] Οι άλλες δύο θέσεις που πρότεινε ο Wurster για το στέγαστρο ήταν μέσα στη δωρική Στοά του Θεάτρου, ή στα νότιά της, ενώ ο Μ. Κορρές είχε προτείνει άλλες τρεις θέσεις: στο ανατολικό πέρας της στοάς του Ευμένη, στην ανατολική πάροδο του Θεάτρου, καθώς και επάνω στις επιχώσεις του ωδείου του Περικλή.

[15] Για τις υπολοιπες επιλογές της Επιτροπής βλ. arxaiologia.gr

[16] Βλό. π.

[17] Βλarxaiologia 21. 05. 2018 και Πρακτικά συνεδριάσεων της Επιτροπής Θεάτρου του Διονύσου 1984-1990.

ΕΠΙΣΗΣ  ΔΕΙΤΕ

Στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης.


Εδώ ο επισκέπτης θα μπορεί να συγκεντρωθεί και κοιτώντας την ορχήστρα, βρισκόμενος στο κοίλο, να αισθανθεί ότι όχι πολύ μακριά πίσω του βρίσκεται ο Ίππιος Κολωνός όπου έζησε τις τελευταίες του στιγμές ο Οιδίποδας, ότι εκεί κοντά η ανατολική πάροδος οδηγούσε στο Άστυ και η δυτική στον Άρειο Πάγο, όπου δικάστηκε ο Ορέστης, ενώ, αγναντεύοντας από ψηλότερα, το βλέμμα του θα έπεφτε στον Σαρωνικό, τη θάλασσα που την έμαθε η Άτοσσα μαζί με τη συμφορά που έτυχε στο γιο της. Φωτ ΑΡΧΕΙΟΥ 
Μια σημαντική συνάντηση του πρόσφατου παρελθόντος με το σήμερα ίσως στον πιο σημαντικό χώρο του Δυτικού πολιτισμού όπου με αφηγηματική διάθεση ο συγγραφέας  εκθέτει και μας θυμίζει τα αρχαιολογικά δρώμενα που διαμείφθηκαν στον ιερό αυτό χώρο. Το άρθρο αναφέρεται κυρίως σε έργα και δραστηριότητες στα μνημεία  της περιόδου 1984-1990, που, για λόγους οι οποίοι δεν εντάσσονται στη δομή του, δεν δημοσιεύτηκαν

Σκέψεις πάνω σε τριών δεκαετιών μεταχρονολογημένα Πρακτικά*
 Δρ Θάνος Παπαθανασόπουλος

Η Επιτροπή

Η Επιτροπή Συντήρησης του Θεάτρου του Διονύσου συγκροτήθηκε το φθινόπωρο του 1984 επί Υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, με αφορμή την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου του κοίλου στην ανατολική πάροδο, τμήμα του οποίου είχε καταρρεύσει εξαιτίας του σεισμού του 1981.




Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν, αρχικά, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης και, μετά την αποδημία του, ο Άγγελος Δεληβορριάς. Την ομάδα εργασίας, που είχε ήδη συγκροτηθεί από τον γενικό μελετητή και επιβλέποντα Γερμανό αρχιτέκτονα ( Μ. Κορρές, ΑΔ 35 (1980) Β΄1 Χρονικά, σ. 9, Αθήνα 1988. Στο άρθρο περιγράφονται όλα τα έργα 1978-1980 και οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από τον W. Wurster.) W. Wurster, στελέχωναν οι αρχαιολόγοι της Εφορείας, υπεύθυνοι για τη Νότια Κλιτύ, Κωνσταντίνος Τσάκος και Αλέξανδρος Μάντης, ο τοπογράφος-αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Καζαμιάκης, οι γλύπτες Λευτέρης Βαλάκας και Απόστολος Φανακίδης, καθώς και ένα υψηλής εξειδίκευσης προσωπικό μαρμαροτεχνιτών και συντηρητών της Εφορείας



Η επίσκεψη

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκείνη την εποχή η επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, και της Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη (εικ. 1), ήταν αξιοπρόσεκτη.

  • Αιτία της επίσκεψης ήταν η δυνατότητα χρησιμοποίησης του Θεάτρου του Διονύσου για ορισμένες παραστάσεις, με την προσθήκη μερικών σειρών καθισμάτων (πάγκων) στο κοίλο, για την οποία είχε ζητηθεί η γνώμη του αρμόδιου επιστημονικού-υπηρεσιακού φορέα, δηλαδή της Εφορείας Ακροπόλεως και της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Νότιας Κλιτύος
Οι παραστάσεις θα εντάσσονταν στις εορταστικές εκδηλώσεις για τον ορισμό της Αθήνας ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1985 (σημ. 3).
  ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ  ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΥ  ΘΕΑΤΡΟΥ    1875  Κωνσταντίνου  Δημήτρης - Φωτ Αρχείου 

θα μπορούσε άραγε να δοθεί στο Θέατρο, στο οποίο πρωτοδιδάχθηκαν τα έργα της αττικής θεατρικής ποίησης, ο αρχικός του προορισμός; Και αν αυτό γινόταν, δεν θα αποτελούσε προηγούμενο για μελλοντική συχνή χρήση του με επιβαρυντικές συνέπειες για το αρχαιότερο θέατρο του κόσμου; Πρυτάνευσε όμως η σωφροσύνη και η γνωμοδότηση της προϊσταμένης της Εφορείας Ακροπόλεως Έβης Τουλούπα, καθώς και η ομόφωνη γνωμοδότηση της Επιτροπής ήταν ότι έπρεπε να αποκλειστεί αυτό το ενδεχόμενο.

 Είχε προηγηθεί (1.9.1976) εισηγητική έκθεση του Γενικού Διευθυντή Αναστήλωσης, Ιορδάνη Δημακόπουλου, που δεν απέκλειε την, βάσει αυστηρών προδιαγραφών, περιορισμένη χρήση του Θεάτρου, ενώ τώρα είχε υπάρξει μια διαμαρτυρία-αντίδραση για τη χρήση του Θεάτρου από επώνυμους πολίτες, που επικαλέστηκαν τρεις απαγορευτικούς αλλά και αυτονόητους λόγους:
 α) τις καταστροφές του μνημείου από τις ανακαινιστικές εργασίες,
 β) τις φθορές από τη μαζική προσέλευση των θεατών
 και, γ) την απώλεια των τεκμηρίων των διαφορετικών ιστορικών περιόδων του μνημείου.

  • Η διαμαρτυρία ήταν βάσιμη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Εφορεία ουδέποτε είχε την ανάλογη πρόθεση: Οι μέχρι τότε δραστηριότητές της στο χώρο είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την εκπόνηση μελετών, τη συντήρηση και την προστασία όλων των ιστορικών περιόδων του μνημείου στη σκηνή και την ορχήστρα (σημ. 4), την καταγραφή και τις συγκολλήσεις των σπασμένων εδωλίων, των αγαλμάτων και των αναγλύφων.
  • Άλλωστε το περιεχόμενο της έννοιας του μνημείου είναι ακριβώς αυτό: να ανακαλεί στη μνήμη ή καλύτερα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την περιεκτικότερη νοητική ανασύνθεση της εποχής που το γέννησε και των ιστορικών περιόδων στις οποίες τροποποιήθηκε για χρήση, ως αρχιτεκτόνημα, χωρίς ίχνος από σημερινές προσθήκες που θα αφορούσαν μόνο τη διευκόλυνση των επισκεπτών
Διότι αν ανακαινιζόταν το θέατρο, οι  επόμενες γενιές θα κληρονομούσαν ένα άλλο μνημείο διαφορετικό όχι μόνο από αυτό που οικοδομήθηκε στα χρόνια του Λυκούργου, αλλά και από αυτό που είχε περισωθεί μέχρι την εποχή μας, πράγμα ανεπίτρεπτο αφού για την αποκατάσταση των μνημείων πρυτανεύει η απαράβατη υποχρέωση ακόμη και οι ελάχιστες προσθήκες να είναι αποκλειστικά σωστικού χαρακτήρα και στο μέτρο του δυνατού αθέατες.
Η γενιά μας δηλαδή οφείλει να προσφέρει στις επόμενες το πρώτο πραγματικό θέατρο του κόσμου, για να δημιουργηθεί σ’ αυτόν το χώρο, μερικές δεκάδες μέτρα από τον Παρθενώνα, η υποβλητική ατμόσφαιρα όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να συγκεντρωθεί και κοιτώντας την ορχήστρα, βρισκόμενος στο κοίλο, να αισθανθεί ότι όχι πολύ μακριά πίσω του βρίσκεται ο Ίππιος Κολωνός όπου έζησε τις τελευταίες του στιγμές ο Οιδίποδας, ότι εκεί κοντά η ανατολική πάροδος οδηγούσε στο Άστυ και η δυτική στον Άρειο Πάγο, όπου δικάστηκε ο Ορέστης, ενώ, αγναντεύοντας από ψηλότερα, το βλέμμα του θα έπεφτε στον Σαρωνικό, τη θάλασσα που την έμαθε η Άτοσσα μαζί με τη συμφορά που έτυχε στο γιο της.
Ασφαλώς η Μελίνα Μερκούρη απογοητεύθηκε, το ίδιο όπως και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, καθώς τριάντα χρόνια πριν, ως Υπουργός Δημοσίων Έργων της κυβέρνησης Παπάγου, είχε ταυτιστεί με την υλοποίηση μιας σειράς σημαντικών εξωραϊστικών έργων περιμετρικά του λόφου της Ακρόπολης, τα οποία περιλάμβαναν τη νέα, προς νότον, χάραξη της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και την ένταξη της περιοχής του παλιού δρόμου στον αρχαιολογικό χώρο (εικ. 2).


Δημήτρης Πικιώνης


Εύστοχα έχει ειπωθεί σχετικά ότι μετά το λαμπρό νεοκλασικό οικοδομικό σύνολο, την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, καθώς και τη «ρομαντική» κηποτεχνία του Εθνικού Κήπου, δεν είχε υπάρξει στην Αθήνα τόσο εκτεταμένη και σημαντική δημόσια πολεοδομική παρέμβαση, όσο αυτό το έργο που επεκτάθηκε στο λόφο της Ακρόπολης και το λόφο του Φιλοπάππου. 

Το έργο είχε σχεδιάσει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Δημήτρης Πικιώνης, ο οποίος δίδασκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τι σημαίνει σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο χαρακτηρισμένο από το σεβασμό στο αρχαίο μνημειακό περιβάλλον


  • Οι αλλαγές αυτές στην Αθήνα γίνονται την περίοδο όπου αρχίζει να γιγαντώνεται το «ρεύμα» της αντιπαροχής, δηλαδή η ανεξέλεγκτη πολεοδομική αναρχία, απότοκος της κυρίαρχης και μίζερης ιδεολογίας η οποία προκάλεσε και τη θριαμβευτική επικράτηση της πολυκατοικίας, ή, όπως έχει χαρακτηριστεί, του μικροαστικού έπους της αρχιτεκτονικής.

Φαντάζει δηλαδή σαν όαση, στο διαρκώς αναγεννώμενο, ενίοτε εχθρικό και κατά κανόνα στερημένο από «αρετές» τεχνητό περιβάλλον της πόλης, αυτή η σειρά των πολεοδομικών παρεμβάσεων, με τους δύο ελικοειδείς πεζόδρομους του Πικιώνη: τον πρώτο, ενταγμένο στο πρόγραμμα της οριστικής διαμόρφωσης της εισόδου στον Ιερό Βράχο, ώστε να φτάνει κάποιος στα Προπύλαια και από εκεί στο μνημειακό σύνολο του πλατώματος, και τον άλλο για την ανάβαση στο λόφο του Φιλοπάπου, στις ιδανικότερες συνθήκες θέασης, από απόσταση, του Ιερού Βράχου και του Παρθενώνα, έτσι ώστε το κορυφαίο δωρικό μνημείο να αποκαλύπτεται σταδιακά, από χαμηλά, τον Λουμπαρδιάρη, μέχρι τη μικρή «πλατεία-καθιστικό» στην κορυφή.


Αρχαιολογία, όπως λέμε παιδεία

Εκτός από τις δημιουργίες του Πικιώνη, γύρω από την Ακρόπολη, οι δεκαετίες του ’50 και ’60 χαρακτηρίζονται από σημαντικές πολιτισμικές παρεμβάσεις. Πραγματοποιούνται τότε εκτεταμένες ανασκαφές στο χώρο που καλύφθηκε από τον νέο δρόμο (σημ. 5) και αναστηλώνεται το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού (1953-1958) (σημ. 6), το οποίο, μέσω μιας συγκρατημένα μεγαλοπρεπούς κλίμακας συνδέεται με τη νέα λεωφόρο, ενώ στην αρχαία αγορά αναστηλώνεται, από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό, η Στοά του Αττάλου (1953-1955) (σημ. 7), στην οποία στεγάστηκε και το μουσείο των ευρημάτων του χώρου.

  •  Όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα με τη θέσπιση του Φεστιβάλ Αθηνών (1955) (σημ. 8). Είναι η περίοδος που ταυτίζεται ιδιαίτερα με τους ιστορικούς διευθυντές της Εφορείας Ακροπόλεως, Γιάννη Μηλιάδη, Νικόλαο Πλάτωνα και Γεώργιο Δοντά (σημ. 9), οι οποίοι, ακολουθώντας απαρέγκλιτα το γράμμα και το πνεύμα του αρχαιολογικού Νόμου, κατηύθυναν στο μέτρο που τους αναλογούσε την εξέλιξη των έργων. 
Ήταν αρχαιολόγοι, ξεχωριστές προσωπικότητες με βαθιά επεξεργασμένο θεωρητικό υπόβαθρο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μηλιάδης με αφορμή τις αλλαγές που πραγματοποίησε στο [παλαιό] μουσείο της Ακρόπολης: «όλη η σημασία πέφτει στο περιεχόμενο, στους θησαυρούς … και επομένως η προσπάθεια κατευθύνεται στο πώς θα αναδειχθούν καλύτερα τα έργα και πώς θα δημιουργηθεί γύρω τους η ατμόσφαιρα εκείνη την οποία έχει ανάγκη ο επισκέπτης για να επικοινωνήσει μυστικά με το έργο και να χαρεί την ομορφιά του

  •  Τα κτίρια των νέων μουσείων [πρέπει να] είναι απλά, απέριττα και η εσωτερική τους οικονομία [να] ακολουθεί την ίδια γραμμή σεμνότητας … οι χώροι [να είναι] λιτοί, αδιατάρακτοι χωρίς κοσμήματα και επιτηδεύσεις. Έτσι η προσοχή του θεατή συγκεντρώνεται στα εκθέματα που απέχουν μεταξύ τους αρκετά για να μην κουράζεται το μάτι του ανθρώπου από τον φόρτο των εντυπώσεων» (σημ. 10).

Αντίστοιχα, στη διαδικασία ευτρεπισμού του αρχαιολογικού χώρου και της σφαιρικής αντιμετώπισης του τεράστιου θραυσματικού υλικού στη Νότια Κλιτύ του Ιερού λόφου, ο Ν. Πλάτων (σημ. 11), αφού καθάρισε από τις επιχώσεις και τη βλάστηση τη Στοά του Ευμένους, προχώρησε σε εμπνευσμένο τρόπο μορφολογικής αποκατάστασης του μνημείου, με την κατασκευή αντερεισματικού τοίχου ελαφρώς κεκλιμένου, «ολίγον εσωτερικώς» της κρηπίδας, έτσι ώστε, όπως γράφει ο ίδιος, σαν να διατυπώνει επιγραμματικά τη θεμελιώδη αρχή της Αναστήλωσης, να «αποκαθίσταται η ενότης του συνόλου, χωρίς τα ανακατασκευασθέντα τμήματα να συγχέονται προς τα αρχαία» (σημ. 12).

  • Στο χώρο του Ασκληπιείου ο Πλάτων αξιοποίησε, για την προστασία και τη μελλοντική μελέτη των χιλιάδων θραυσμάτων, το παλαιοχριστιανικό πρόσκτισμα καθώς και τις δύο μεσαιωνικές δεξαμενές, τις οποίες μετέτρεψε σε αποθέτες.



Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου της Εφορείας, Αλέξανδρου Μάντη, σε συνεργασία με τους ειδικευμένους μαρμαροτεχνίτες Νίκο Σκαρρή, Λευτέρη Βαλάκα και Βασίλη Αναστασιά, ενισχύθηκε ο εξοπλισμός του εργαστηρίου συγκόλλησης, το οποίο είχε εν τω μεταξύ δημιουργηθεί στο ίδιο πρόσκτισμα (εικ. 3) και εντατικοποιήθηκαν οι εργασίες ταύτισης και συγκόλλησης, αφού ανασύρθηκαν από τις δεξαμενές πολλές εκατοντάδες θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών και αγαλμάτων.

Από το πλήθος τους αναγνωρίστηκαν αρκετά και έτσι ανασυντέθηκαν, από δεκάδες θραύσματα το καθένα, πέντε (τότε) μεγάλα αγάλματα (σημ. 13) στο Ασκληπιείο, ενώ βρέθηκαν και κόλλησαν κομμάτια σε άλλα αγάλματα και μέλη, όπως στα δύο περγαμηνά κιονόκρανα (σημ. 14) της Στοάς του Ευμένους, την επίστεψη του ελληνιστικού βωμού, του οποίου, αξίζει να σημειωθεί, ένα άλλο κομμάτι βρέθηκε σε σπίτι των Αναφιώτικων που ανακαινίστηκε (εικ. 4).



«Η συζήτηση»


Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δευτερογενώς τα έργα γύρω από την Ακρόπολη προκάλεσαν και την αναζωπύρωση του προβληματισμού για τη σύγχρονη αστική ζωή στο προσδιορισμένο από την αρχαιότητα περιβάλλον, η αρχή του οποίου ανάγεται στα πρώτα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας, στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, όπου ο χώρος γύρω από την Ακρόπολη γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο εκμετάλλευσης των κερδοσκόπων της γης, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι η Αθήνα θα γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.

Τον 20ό αιώνα ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Καστριώτης στην πρώτη του δημοσίευση για το Ωδείο του Περικλή (σημ. 15), το οποίο αποκάλυψε ανασκάπτοντας, υπογραμμίζει πως [εν τω μέσω] «μικρών και πτωχικών οικιών αίτινες λάθρα κατά το πλείστον κτισθείσας, παρουσιάστηκαν σήμερα ως ιδιοκτησίαι εν ω τα οικόπεδα εφ’ ων εκτίσθησαν ανήκουν τω Δημοσίω», για να καταλήξει στο «σφάλμα μέγιστον υπήρξεν εκ μέρους των Βαυαρών αρχιτεκτόνων και δη του Sch[a]ubert επιτρεψάντων την επέκτασιν της πόλεως … εν έτει 1835 πριν δι’ ανασκαφής εξεταστεί το έδαφος», πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα «να μην καταστεί δυνατόν να συνταχθεί ο τοπογραφικός χάρτης των αρχαίων Αθηνών» (σημ. 16)



  • Μισό αιώνα αργότερα ο Τραυλός, ο οποίος με το γιγαντιαίο έργο του ανασύνθεσε το σχέδιο όχι μόνο της αρχαίας πόλης αλλά και όλων των ιστορικών περιόδων της, είπε σε ανακοίνωσή του στο Ε΄ Συνέδριο Αρχιτεκτόνων (1965), κρίνοντας τα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας σε σχέση με αυτό του Klenze που υλοποιήθηκε: «άλλη ουσιαστική αλλαγή του αρχικού σχεδίου ήταν και η προσωρινή εγκατάλειψη της ιδέας των ανασκαφών γύρω από την Ακρόπολη».


  •  Ατυχώς όμως, από την περίοδο του Όθωνα έως τις μέρες μας, ανεξάρτητα από την πολιτική παράταξη που βρίσκεται στην εξουσία, στην ουσία η «προσωρινή εγκατάλειψη» έγινε μόνιμη, αφού οι ανασκαφές εκεί είναι μόνο σωστικές και όχι συστηματικές. 

Είχε γράψει παλαιότερα ο Άρης Κωνσταντινίδης (σημ. 17) συνοψίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τα δεδομένα των ημερών του: «η παράδοση, ό,τι υψηλότερο υπάρχει από τους αρχαίους χρόνους μαζί και ό,τι υπάρχει ακόμα γύρω μας αμόλυντο… δίνει καθαρό και όμορφο το σχήμα της ζωής του τόπου» και στο ίδιο πνεύμα ο Αριστομένης Προβελλέγγιος δίνει απάντηση στο «τι πρέπει να γίνει» επιστρέφοντας διαφοροποιημένο το ερώτημα: «ποια είναι τα ιδανικά μας; ποια είναι η πολιτεία μας; ποιο είναι το μέλλον μας;», θεωρώντας ότι «μόλις απαντηθούν αυτά, ένας ολόκληρος κόσμος ευαίσθητος, πιστός στις μεγάλες κατακτήσεις του πνεύματος, ελληνικός και πανανθρώπινος θα σηκωθεί για να χαράξη τα σύνορα» και, επικεντρώνοντας τη σκέψη του στο οικουμενικό μνημείο, θεωρεί ότι οι λόφοι γύρω από την Ακρόπολη δεν θα έπρεπε να διακόπτονται από δρόμους, δρομάκια και λεωφόρους, αλλά –ευτυχώς που υπήρξε «το χάδι» του Πικιώνη– [θα έπρεπε] να αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα, χωρίς τα αυτοκίνητα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και την Αποστόλου Παύλου όπου: «θα ζητούσε κανείς, χωρίς υπερβολή, να κινούνται οι άνθρωποι με γυμνά, ή ελαφροντυμένα πόδια.

  • Αν θέλουμε να έρθουν τουρίστες, και καλώς να έρθουν, πρέπει να σεβαστούν τα ιερά μας, πράγμα που θα γίνει αν τα σεβαστούμε πρώτα εμείς οι ίδιοι» (σημ. 18). Ας γίνει εδώ η υπενθύμιση ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής δεν προωθούσε και ιδιαίτερα την απρόσκοπτη επιστημονική συζήτηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1966 σταμάτησε η λειτουργία του στρατοπέδου εξορίας της Μακρονήσου, όπου ανάμεσα στους εκατοντάδες επώνυμους που έχασαν τη δουλειά τους και εξορίστηκαν (1948-1950) συγκαταλέγεται και ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, που διώχτηκε από την έδρα του (1947), στην οποία επανήλθε τρεις δεκαετίες αργότερα, μετά δηλαδή την πτώση της Δικτατορίας.


Η άρνηση και οι προοπτικές

Μήπως όμως τελικά δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ το επιδιωκόμενο από τη Μελίνα αποτέλεσμα; Η ανυπαρξία της ταπεινής ξύλινης κλασικής σκηνής, καθώς και της χωμάτινης ορχήστρας, το λογείο του Φαίδρου, τα… πλακάκια των Ρωμαίων και τα όρθια θωράκια, οι πάγκοι που θα είχαν τοποθετηθεί στο κοίλο, καθώς φυσικά και το ανοίκειο οικιστικό περιβάλλον που θα είχαν οι θεατές μπροστά τους, μήπως στην πραγματικότητα εμπόδιζαν να φανερωθεί η δυναμική της αττικής θεατρικής δημιουργίας;

  •  Μήπως δηλαδή δεν θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί εδώ η υποβλητική ατμόσφαιρα των παραστάσεων όπως την γνωρίζουμε από τις σύγχρονες παραστάσεις στο θέατρο της Δωδώνης ή της Επιδαύρου, όπου ο περιβάλλων χώρος παραμένει παρθένος; Μήπως το ανέβασμα μιας σύγχρονης παράστασης αρχαίου δράματος στο Θέατρο του Διονύσου θα του αποστράγγιζε τους πνευματικούς ζωογόνους του χυμούς δημιουργώντας συναισθήματα εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκώμενα.
Η Εφορεία και η Επιτροπή συνέχισαν το αρχαιολογικό έργο της μελέτης και την εφαρμογή μέτρων προστασίας (σημ. 19) προσεγγίζοντας το θέατρο ως μνημείο και όχι ως χώρο σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων, έχοντας ως πυξίδα την εμπειρία που είχε αποκτηθεί και τις Χάρτες προστασίας και ανάδειξης των μνημείων που έχει συνυπογράψει και η χώρα μας, με δεσπόζουσα την πεποίθηση ότι στην πραγματικότητα τα έργα ανάδειξης τα επιβάλλουν ή, καλύτερα ίσως, τα οριοθετούν οι ανάγκες προστασίας και συντήρησης κάθε μνημείου, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του φυσικού ανάγλυφου που το γέννησε.
  • Ορατά σύγχρονα χαντάκια απορροής των υδάτων, αναλημματικοί τοίχοι που δημιουργούν όγκους που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, αυθαίρετοι τσιμεντένιοι δρόμοι, πεζούλια αλλά και μεταλλικές κατασκευές, είναι αυτονόητο ότι δεν συνάδουν με τις καθιερωμένες αρχαιολογικές πρακτικές ανάδειξης.


Το κοίλο

Η μελέτη της ίδιας της μορφολογίας του Θεάτρου, σε συνδυασμό με την κατάσταση διατήρησής του και την ποσότητα του υλικού του που διασώθηκε, αποτέλεσαν τη μονοσήμαντη αφετηρία των έργων σε μια σαφή αναστρέψιμη προοπτική, καταρχάς απλώς τακτοποιώντας τους χώρους του, με την πρόνοια να μη σβήσει η παράμετρος του χρόνου, με αποτέλεσμα το μνημείο να δείχνει κάτι άλλο από ό,τι απέμεινε στο πέρασμα των δυόμισι χιλιετιών.

  • Η αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου ήταν το πρώτο και κύριο έργο στο οποίο επιικεντρώθηκαν οι δραστηριότητες της Επιτροπής, ξεκινώντας από την πρόσληψη της αρχιτέκτονος Ελένης Μακρή για την εκπόνηση της σχετικής μελέτης. 

Η μελέτη ολοκληρώθηκε, αφού προηγήθηκε και ανασκαφική έρευνα, εσωτερικά από το ανάλημμα, υπό τον υποδιευθυντή της Εφορείας, Κωνσταντίνο Τσάκο. Μετά την αποχώρηση της Μακρή από την Ελλάδα, η μελέτη υλοποιήθηκε από την αρχιτέκτονα Αθηνά Σαμαρά.


Το κοίλο είναι το πιο εκτεταμένο και χαρακτηριστικό τμήμα του κλασικού Θεάτρου (σημ. 20) (εικ. 5, 6).




Αμέσως μετά την αφαίρεση των πευκοκυπάρισσων από το χώρο του (εικ. 7-10) και την αποκάλυψη της ανώμαλης χωμάτινης επιφάνειάς του ξεκίνησε το έργο ομαλοποίησής της (εικ. 11-14) (σημ. 21)...


... Με στόχο κατ’ αρχάς την επαναφορά της εικόνας που είχε στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως δηλαδή το είχαν αφήσει οι ανασκαφείς που το αποκάλυψαν και το μελέτησαν (1862-67) (σημ. 22) (εικ. 15).



Από τη μελέτη του κοίλου αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε δεύτερο διάζωμα. Στο εξ ορισμού αναστρέψιμο πρόγραμμα αποκατάστασης της μορφής του κοίλου, εντασσόταν και η διαμόρφωση των 13 κερκίδων (Ι-ΧΙΙΙ), δηλαδή των 14 (σημ. 23) κλιμάκων που τις ορίζουν, καθώς και η επανάκτηση, με χωματουργικές εργασίες, της μορφής του διαζώματος (σημ. 24).

  • Είναι γνωστό ήδη από τις ανασκαφές του 19ου αιώνα ότι η συντριπτική πλειονότητα των εδωλίων, όπως άλλωστε και των βαθμίδων των κλιμάκων, όχι απλώς δεν βρίσκεται στη θέση της, αλλά έχει χαθεί (σημ. 25). 

Οι χαμένες, εκτός από έξι, βαθμίδες (σημ. 26), δηλαδή πρακτικά οι ανύπαρκτες σε όλο το ύψος τους κλίμακες του κοίλου αποκαταστάθηκαν με ξύλινα ρίχτια (σημ. 27), τοποθετημένα ανά 75 εκ., στην προέκταση των σωζόμενων χαμηλότερων βαθμίδων που διατηρούνται in situ (εικ. 16).




Με οδηγούς τις κλίμακες που σχηματίστηκαν, επρόκειτο στο μέλλον να αφαιρεθούν οι μεταγενέστερες επιχώσεις που, σαν ασφυκτικός μανδύας, καλύπτουν την επιφάνεια του κοίλου.
Την αφαίρεση της βλάστησης ακολούθησε η απομάκρυνση οποιουδήποτε υλικού δεν ανήκε στο θέατρο, όπως το τμήμα της χορηγικής επιγραφής του μνημείου του Θρασύλλου.

  • Το ενδεχομένως πλακοστρωμένο στην αρχαιότητα διάζωμα, το τμήμα του Περίπατου δηλαδή που περνά από το θέατρο, ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί σε ύψος εξαρτώμενο από τις δύο σημερινές καταλήξεις του και από την κατώτερη λαξευμένη στο βράχο βαθμίδα, κάτω από το Θρασύλλειο. 

Είναι αυτονόητο ότι σε μια προοπτική μορφολογικής αποκατάστασης του μνημείου, τα δύο πέρατα του διαζώματος θα συνδέονταν με τις αντίστοιχες αναβάθρες, οι οποίες θα προστίθονταν με απλές χωματουργικές εργασίες (σημ. 28): στα ανατολικά η αναβάθρα θα αντικαθιστούσε την πρόχειρη σημερινή κατασκευή πρόσβασης με μαδέρια, ενώ δυτικά η αναβάθρα θα αντικαθιστούσε τη δημιουργημένη προσωρινά από τους παλαιότερους ανασκαφείς κλίμακα, η παρουσία της οποίας, αν διατηρηθεί, θα εξακολουθήσει να είναι παραπειστική για την εικόνα του μνημείου, αφού ο Περίπατος ήταν τροχήλατος (εικ. 17).


Η αρχική θέση των σωζόμενων εδωλίων είναι αδύνατον να ξαναβρεθεί, εξαιτίας της φθοράς του πετρώματος, που δεν επιτρέπει την απαιτούμενη ακρίβεια στη μέτρηση του βέλους του τόξου της καμπύλης στην οποία ήταν ενταγμένα· ακόμα και αν βρισκόταν, όμως, η καμπύλη στην οποία ανήκαν, η ακριβής τους θέση θα παρέμενε άγνωστη.



Αυτό σε συνδυασμό με το ότι, ως έχουν, οι τρεις συστάδες εδωλίων, εκτός από το ότι διατηρήθηκαν, δεν σημαίνουν τίποτε για το Θέατρο, η μόνη προοπτική τους, κατά τη γνώμη μου, για τον εκπαιδευτικού χαρακτήρα προορισμό του μνημείου –εκεί  εντάσσεται η ανάδειξη του μνημείου– θα ήταν η τοποθέτησή τους στο κοίλο, αποκλείοντας κατηγορηματικά τη δημιουργία νέων εδωλίων (σημ. 29) (εικ. 18, 19), επιλέγοντας έναν από τους τέσσερις τρόπους:

  • α) σκόρπια στην επιφάνεια του κοίλου, «αναδυόμενα» από το χλοοτάπητα της ομαλοποιημένης επιφάνειάς του,
  • β) στην κεντρική κερκίδα, όπου πολλαπλασιάζοντας επί δεκατρία θα γινόταν ευκολότερα η νοητή αναπαράσταση της λυκούργειας μορφής του μνημείου,
  • γ) στη συνέχεια, ψηλότερα δηλαδή από τα υπάρχοντα εδώλια, που ωστόσο, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι βρέθηκαν στην ανασκαφή του 1862, έτσι ακριβώς αδιατάρακτα από την αρχαιότητα και,
  • δ) στην τελευταία σειρά των κερκίδων που καταλήγουν στον Περίπατο (κερκίδα IV μέχρι και XI), έτσι ώστε να οριστεί σαν διακριτική πινελιά το νότιο όριο του Περίπατου και συγχρόνως το πέρας του κοίλου, πριν από το Επιθέατρο.



Η προϊστορία αρχαιολογικών έργων στη Νότια Κλιτύ

Μετά την αφαίρεση του τεράστιου όγκου των επιχώσεων, των προερχόμενων από την κατεδάφιση των σπιτιών του τουρκικού οικισμού από το πλάτωμα της Ακρόπολης, το πρώτο μεγάλο έργο στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης ήταν η αποκάλυψη του Θεάτρου του Διονύσου (σημ. 30).
 Στο Θέατρο και το ιερό του Διονύσου, οι καθαρισμοί και οι έρευνες συνεχίστηκαν με τον Στέφανο Κουμανούδη (1876-1879), ενώ η θεμελιώδης μελέτη πραγματοποιήθηκε από τους Dörpfeld και Reish. Ακολούθησε το 1877 η κατεδάφιση του οχυρωματικού τοίχου Σερπεντζέ.
Θα ζούσαν ίσως ακόμα Αθηναίοι που είχαν υπερασπιστεί το Κάστρο από την πολιορκία του Κιουταχή και είχαν ζήσει τις ανελέητες μάχες στις οποίες θα χάθηκαν σύντροφοί τους.
Φαίνεται η χαρά που έφυγε ο Σερπεντζές, αυτή η «μέγκενη» στα νοτιοδυτικά του Ιερού Λόφου, στην αναφορά της κατεδάφισης: «ακώλυτον έχουμεν [πλέον] την θαυμασίαν θέαν της πεδιάδος, των λόφων, της φαληρικής αμαξιτού, της θαλάσσης και των νήσων… [Επιπλέον] προέκυψαν αρχιτεκτονικά μέλη και… πολλά θραύσματα» (σημ. 31).



Στα έργα του ’60, με την αφαίρεση του οικισμού των Αναφιώτικων (εικ. 20) και τις νέες διευθετήσεις, προσδιορίστηκε και η νοτιανατολική γωνία του αρχαιολογικού χώρου της Νότιας Κλιτύος, ενώ δευτερογενώς προέκυψε, εκτός από την αποκάλυψη των υποθεμελιώσεων των κιόνων της νότιας πλευράς του «ωδείου του Περικλή» (εικ. 21) και ένα σημαντικό αρχαιολογικό έργο, οφειλόμενο στο μεγάλο πλήθος των αρχαίων μελών και θραυσμάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην οικοδόμηση των κατεδαφισμένων σπιτιών.



Γραφεία στη Θρασύλλου 20. Περίφραξη
Οι στόχοι της Επιτροπής, που ύστερα από αίτημά της διεύρυνε τις αρμοδιότητές της και στα άλλα μνημεία της Νότιας Κλιτύος, χρηματοδοτήθηκαν από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Αυτό σε συνδυασμό με την οργάνωση του επιστημονικού και εργατοτεχνικού δυναμικού της Εφορείας, σύμφωνα με τις νέες ανάγκες, επέτρεψε την υλοποίηση ή τη συστηματοποίηση μιας σειράς έργων συντήρησης, προστασίας και ανάδειξης τόσο των μνημείων ξεχωριστά, όσο και συνολικά του αρχαιολογικού χώρου.
Οι εργασίες εντάχθηκαν στον προγραμματισμό της Α΄ ΕΚΠΑ που τις τελευταίες δεκαετίες είχαν επικεντρωθεί εδώ, καθώς και στα νέα αρχαιολογικά δεδομένα που προέκυψαν από την κατεδάφιση του οικισμού στη δεκαετία του ’60 (εικ. 22, 23).



Στο πλαίσιο των έργων της Επιτροπής εντάχθηκε (Μάρτιος-Απρίλιος 1987) και η μελέτη-εισήγηση καθώς και η υλοποίηση προγράμματος του ΕΟΤ σχετικά με εξωραϊστικά έργα στο ωδείο του Ηρώδη που περιλάμβαναν την αντικατάσταση του στεγασμένου χώρου των προβολέων στο κοίλο, την κατασκευή κυλικείου, τον ηλεκτροφωτισμό του εξωτερικού χώρου, την εγκατάσταση τηλεφωνικών θαλάμων, τα ψυκτικά μηχανήματα και τα παγκάκια.
  • Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του προσωπικού της Επιτροπής, υπαλλήλων της Εφορείας, ήταν και η παρακολούθηση των οικοδομικών εργασιών της Πλάκας, η επισήμανση αρχαίων οικοδομικών ιχνών και η περισυλλογή μαρμάρινων κυρίως θραυσμάτων από τοίχους που κατεδαφίζονταν.



Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη απαραίτητων χώρων ανακαινίστηκε το σπίτι στο βάθος της αυλής της οδού Θρασύλλου 20 (σημ. 32). Έτσι, πάντα με εργασίες του προσωπικού της Εφορείας, στο ισόγειο στεγάστηκαν τα γραφεία της Επιτροπής (εικ. 24), ενώ το υπόγειο έγινε αρχαιολογική αποθήκη, όπου συγκεντρώθηκαν για φύλαξη αρχαία μικρού μεγέθους, προερχόμενα από περισυλλογή στην επιφάνεια του αρχαιολογικού χώρου (σημ. 33) (εικ. 25).


Όταν αποφασίστηκε η αντικατάσταση της παλιάς συρμάτινης περίφραξης του αρχαιολογικού χώρου, με καγκελόφραξη ανταποκρινόμενη, στο μέτρο του δυνατού, στα μνημεία που περικλείει, αντί για ανάθεση σε εργολαβική εταιρεία δημιουργήθηκε σιδηρουργείο στην αυλή της Θρασύλλου 20.
Παραγγέλθηκαν τα υλικά στις επιθυμητές διαστάσεις και συνδέθηκαν με οξυγονοκόλληση και πριτσίνια, σύμφωνα με σχέδιο εμπνευσμένο από τις χαρακτηριστικές περιφράξεις δημόσιων χώρων των Αθηνών.

Παράλληλα κατασκευαζόταν και το τοιχίο στην οδό Θρασύλλου (σημ. 34), επί του οποίου πακτώνονταν σταδιακά οι ορθοστάτες με τις φλογόσχημες απολήξεις από σίδερο και τις κωδωνοειδείς βάσεις από μολύβι, ενώ στα μεταξύ τους διαστήματα τοποθετούνταν έτοιμες, συνδεδεμένες μεταξύ τους οι σιδερένιες βέργες με τις λογχοειδείς απολήξεις και τις με ροζέτες καταλήξεις· τα δύο τελευταία από αλουμίνιο (εικ. 26, 27).


 Αυτή η «χειροποίητη» κατασκευή κρίθηκε ως καταλληλότερη, ωραιότερη και μακράν οικονομικότερη, αφού το κόστος της αφορούσε μόνο τα υλικά. Η περίφραξη στην οδό Θρασύλλου θα αποτελούσε και το πιλοτικό πρόγραμμα για τη συνέχεια του έργου στη λεωφόρο Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Η εφαρμογή ξεκίνησε από το υψηλότερο τμήμα της Θρασύλλου (σημ. 35), από την αυτονόητη είσοδο δηλαδή του εργοταξίου, και σταμάτησε μερικά μέτρα πριν από την γωνία με τη Διονυσίου Αρεαπαγίτου, γιατί είχε προταθεί (εικ. 28), ανεξάρτητα από την προοπτική πεζοδρόμησης της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η αντικατάσταση της κεντρικής εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο, στη νοτιοανατολική γωνία του (σημ. 36). Για να γίνει ευκολότερα προσιτός ο χώρος των κλιτύων της Ακρόπολης από την περιοχή της Πλάκας, είχε προταθεί και η ενεργοποίηση παλαιότερων εισόδων περιμετρικά του λόφου (εικ. 29) (σημ. 37).




Στέγαστρο αγαλμάτων

Στο πλαίσιο τακτοποίησης του αρχαιολογικού χώρου, ένα μικρό αλλά σημαντικό έργο ήταν η δημιουργία αποθήκης-έκθεσης των διάσπαρτων ελληνιστικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων, ανάγλυφων απεικονίσεων και ενεπίγραφων βάσεων, όπως αυτή με το όνομα ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ, που προέρχονταν κυρίως από τις ανασκαφές του 19ου αιώνα.
Έτσι προκρίθηκε μία από τις τρεις θέσεις που είχαν προταθεί παλαιότερα από τον Wurster, στην περισσότερο απόμακρη θέση του αρχαιολογικού χώρου, στη νοτιοανατολική γωνία του, όπου δεν είχαν εντοπιστεί οικοδομικά κατάλοιπα καμίας εποχής (εικ. 30), γιατί η έστω και στο ελάχιστο καταστροφή αρχαίου μνημείου θα ήταν έργο κραυγαλέα αντιεπιστημονικό.


Το στέγαστρο (σημ. 38) έπρεπε να είναι μικρό (100 τ.μ.) και διακριτικό επειδή θα ήταν ορατό από την περιοχή του ωδείου του Περικλή, το επιθέατρο και, από ψηλότερα, το τείχος της Ακρόπολης (σημ. 39). Τα υποστυλώματα του στεγάστρου ήταν ξύλινα και η στέγασή του τετράρριχτη για να αποφευθεί η δημιουργία πρόσθετων όγκων (εικ. 31-36).



Συγχρόνως, βρέθηκαν κεραμίδια ωχροκίτρινου πηλού, έτσι ώστε η στέγη να είναι όσο το δυνατόν διακριτικότερη.
Παράλληλα με την κατασκευή του στεγάστρου άρχισε και η μεταφορά των διάσπαρτων αγαλμάτων και γενικότερα μαρμάρινων σπαραγμάτων, που έπρεπε να προστατευτούν.
Το έργο τοποθέτησης των αγαλμάτων σε τσιμεντένιες βάσεις είχε ξεκινήσει από τους Wurster και Κορρέ, καθώς και τους γλύπτες Λ. Βαλάκα και Α. Φανακίδη (εικ. 37).



Καθώς επισημάνθηκε ότι ένα άγαλμα στημένο στη βάση του είχε ρηγματωθεί σε όλο του το ύψος (εικ. 38, 39), τροποποιήθηκε η μέθοδος στήριξης. Γνωρίζοντας από την πρακτική των αρχαίων ότι η ολιγόλεπτη θερμοκρασία πήξεως του μολύβδου δεν προκαλεί ασβεστοποίηση του μαρμάρου, χρησιμοποιήθηκε μολυβδοχόηση για τη συγκόλληση των ράβδων ανοξείδωτου χάλυβα στο ψαχνό των αγαλμάτων, για να αποσοβηθούν οι οποιεσδήποτε δυνάμεις θα μπορούσαν να ασκηθούν.


Συγκεκριμένα, όσα αγάλματα δεν είχαν τοποθετηθεί στις βάσεις τους από τον Wurster αναστράφηκαν, ανοίχτηκε στο κάτω μέρος τους τρύπα βάθους περίπου 50 εκ., και τοποθετήθηκε η ράβδος η οποία κρατήθηκε ώστε να αφήνει κενό γύρω της. Το κενό πληρώθηκε στη συνέχεια με τον τηγμένο μόλυβδο για να ακολουθήσει η επαναφορά των αγαλμάτων στην κανονική τους θέση και το τμήμα της ράβδου που εξείχε να χωθεί στην τσιμεντένια βάση (σημ. 40).


Πειραϊκός ακτίτης λίθος

Το οικοδομικό υλικό που κυρίως χρησιμοποιήθηκε στο λυκούργειο θέατρο ήταν ο πειραϊκός ακτίτης λίθος. Για την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου έγινε έρευνα στον Πειραιά κατά την οποία βρέθηκε το ίδιο πέτρωμα, ελαφρά διαφορετικής απόχρωσης, σε ευνοϊκή θέση για την προμήθειά του, στην έκταση του Χατζηκυριακείου ιδρύματος.
Ύστερα από τις απαραίτητες άδειες, η Επιτροπή προμηθεύτηκε ένα λεωφορείο, αδαπάνως από τον ΟΔΔΥ, το οποίο, για να μπορέσει να μετακινηθεί μέχρι το Χατζηκυριάκειο, επισκευάστηκε από τον αυτοκινητιστή υπάλληλο της Εφορείας Δημήτρη Μαραβέλια, ώστε να οδηγηθεί εκεί και να υπάρχει σταθερός βοηθητικός χώρος για το εργατοτεχνικό προσωπικό της Εφορείας, για την εξόρυξη του πετρώματος.


Πορεία επισκεπτών

Αυτονόητα, από τη χρήση στους αρχαίους χρόνους, θα είχαν σχηματιστεί ανηφορικοί δρόμοι που θα οδηγούσαν στο ιερό του Διονύσου, το Θέατρο, τον Περίπατο και το Ασκληπιείο.
Στην αρχαιολογική έρευνα όμως δεν έχουν επισημανθεί στοιχεία για την ύπαρξή τους (σημ. 41), εκτός από την εφαπτόμενη στον δυτικό αναλημματικό τοίχο του κοίλου αναβάθρα (σημ. 42).
 Οι άλλοι δρόμοι που οδηγούσαν στα μνημεία της Νότιας Κλιτύος ή ήταν χωματόδρομοι ή, αν ήταν λιθοστρωμένοι, στο πέρασμα των αιώνων αχρηστεύθηκαν και οι λίθοι τους χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες κατασκευές. Επομένως, όπως έχει ειπωθεί (σημ. 43), η περίμετρος του περιβόλου του ιερού του Διονύσου, τα όρια του ωδείου του Περικλή και των χορηγικών μνημείων, μας επιτρέπουν απλώς να υποθέσουμε τη διαδρομή ορισμένων αρχαίων δρόμων.

Με την έλλειψη όμως των σχετικών τεκμηρίων, οι πλατείς και μάλιστα τσιμεντοστρωμένοι (!) δρόμοι, που εξέχουν έντονα από το έδαφος, με τις διασταυρώσεις τους μπορεί να χαρακτηριστούν ως αυθαίρετο έργο, αφού δημιουργούν ένα παραπειστικό ογκώδες στοιχείο, ξένο από τις αρχές που διέπουν τα έργα προστασίας και συντήρησης και ασφαλώς αταίριαστο με τα αρχαία της Νότιας Κλιτύος, ενός δηλαδή από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους του δυτικού πολιτισμού (σημ. 44).

  • Η χρήση σύγχρονων υλικών, π.χ. τσιμέντου και μετάλλων, εξ ορισμού δεν εντάσσεται στη λογική συντήρησης του αρχαίου ως έχει. Το «γυμνό τσιμέντο» στα πεζούλια και τους αναλημματικούς τοίχους, εκτός από τη δημιουργία όγκων που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, κατηγορηματκά δεν συνάδει με τις αρχές της συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων. Ακριβώς όπως δεν είναι επιτρεπτή η επικάλυψη με τσιμέντο αρχαίων λιθοπλίνθων.

Ο αρχαιολογικός χώρος, οι είσοδοι των εργοταξίων
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης είναι σεβαστός στο σύνολό του. Δεν υπάρχει περιοχή λιγότερο σημαντική από άλλες, γιατί αλλιώς θα ήταν σαν να λείπει ένας κρίκος μιας βαριάς, μακριάς αλυσίδας, που θα σήμαινε την αχρήστευσή της.

  •  Απλές και στην πραγματικότητα αδάπανες διευθετήσεις στον αρχαιολογικό χώρο στις ανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης θα διόρθωναν την καθόλου ευχάριστη εικόνα του υποσταθμού της ΔΕΗ που δεν είναι δύσκολο να μετακινηθεί σε οικοδομή του γειτνιάζοντα οικισμού ιδιοκτησίας του Δημοσίου (σημ. 45). 

Αντίστοιχα, οι βοηθητικοί χώροι του προσωπικού, όποιον λόγο και αν εξυπηρετούν, δεν ταιριάζουν με το σεβασμό που επιβάλλεται στο οικουμενικό μνημείο. Επιπλέον, όλες αυτές οι σύγχρονες κατασκευές απέχουν λίγα μόλις μέτρα από το Ανατολικό σπήλαιο, το ιερό δηλαδή της Αγλαύρου (σημ. 46).
 Στη λογική της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου και της «απαλλαγής» του από σύγχρονες κατασκευές εντασσόταν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, και η αντικατάσταση του μαντρότοιχου, σήμερα με τα τεθλασμένα σίδερα, απέναντι από την κατάληξη των οδών Θέσπιδος και Επιμενίδου, ώστε να ταιριάζει με την περίφραξη της οδού Θρασύλλου ή έστω της Διονυσίου Αρεοπαγίτου (εικ. 40, 41).




  •  Το γιγαντιαίο αναστηλωτικό έργο που επιτελείται στα μνημεία του Ιερού Βράχου επιβάλλει μια διαφορετική αρχιτεκτονική προσέγγιση στην ίδρυση των απαραίτητων, ακόμα και προσωρινών, κατασκευών για τις εργοταξιακές ανάγκες, αποκλείοντας αταίριαστες διαμορφώσεις του χώρου.

 Η τεράστια, εθνικού χαρακτήρα μέριμνα για τα μνημεία δεν είναι συνακόλουθη της σημερινής εικόνας, που περισσσότερο δίνει την εντύπωση αδιαφορίας και προχειρότητας, εντύπωση που δεν συνάδει με το αρχαιολογικό έργο της Εφορείας της Ακρόπολης.
Αντίστοιχα, παρά τους διαρκείς καθαρισμούς και την ασταμάτητη φροντίδα του αρχαιολογικού χώρου, μπορεί να προκαλέσουν εντύπωση ακαταστασίας και ευτέλειας τα εν αναμονή απομάκρυνσης συσσωρευμένα υλικά στη διαδρομή από την οδό Θρασύλλου μέχρι το Θέατρο, επάνω δηλαδή στις επιχώσεις που καλύπτουν το ωδείο του Περικλή (εικ. 42).


Παρόμοια εικόνα που δεν συνάδει ούτε με το χώρο, αλλά ούτε και με το περιβάλλον των εργαζόμενων είναι αυτή των γραφείων της οδού Θρασύλλου 20 και της αυλής του σπιτιού, όπου έχουν τοποθετηθεί δύο εμπορευματοκιβώτια το ένα επάνω στο άλλο, πράγμα εξαιρετικά αλλόκοτο γιατί ακόμα και αν δεν έχει κάποιος βιωματική εμπειρία, δεν επιτρέπεται να αγνοεί ή να μην έχει επηρεαστεί από τη βιβλιογραφία όλων των μελετητών της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, που με σεβασμό πραγματεύτηκαν τον οικισμό και τις κατοικίες στα Αναφιώτικα στην Πλάκα, για να αντιληφθεί ότι ούτε κυριολεκτικά ούτε και μεταφορικά χωράνε εκεί ξένα, και εκτός κλίμακος, ογκώδη στοιχεία.


Αντί επιλόγου

Ωστόσο, αν είχαν ολοκληρωθεί τα έργα προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Εφορείας, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια σύγχρονη παράσταση αρχαίου δράματος στο Θέατρο του Διονύσου, πράγμα που κατά τη γνώμη μου θα ήταν παγκοσμίως η σημαντικότερη εκδήλωση πολιτισμού ‒ χωρίς όμως τη χρησιμοποίηση των κατώτερων σειρών εδωλίων, αυτονόητα και των θρόνων, αφού αυτά θα αποτελούσαν μέρος του μνημείου-σκηνικού, αλλά και χωρίς πάγκους. Οι θεατές, ερχόμενοι είτε από την Πλάκα είτε από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου (σημ. 47), πατώντας στα χωμάτινα σκαλοπάτια θα κατευθύνονταν στις κερκίδες και θα παρακολουθούσαν την παράσταση, αποκλειστικά με φυσικό φωτισμό, καθισμένοι στο έδαφος της χοάνης του κοίλου.

Θάνος Παπαθανασόπουλος

* Ο Δρ Θάνος Παπαθανασόπουλος, Επίτιμος Προϊστάμενος Τμήματος Μελετών Μνημείων Προϊστορικών Χρόνων του ΥΠΠΟ, ήταν μέλος της Επιτροπής Συντήρησης Θεάτρου του Διονύσου (1984-1990), έχοντας την ευθύνη της Ομάδας Εργασίας. Το άρθρο αναφέρεται κυρίως σε έργα και δραστηριότητες στα μνημεία αυτής της περιόδου, που, για λόγους οι οποίοι δεν εντάσσονται στη δομή του, δεν δημοσιεύτηκαν.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μ. Κορρές, ΑΔ 35 (1980) Β΄1 Χρονικά, σ. 9, Αθήνα 1988. Στο άρθρο περιγράφονται όλα τα έργα 1978-1980 και οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από τον W. Wurster.
2. Η συντηρήτρια Λίτσα Λαλαούνη, οι μαρμαροτεχνίτες-αρχιτεχνίτες Νίκος Σκαρρής, Βασίλης Αναστασιάς, Κώστας Μακαντάσης, οι ειδικευμένοι εργατοτεχνίτες Κώστας Βουζούρης, Ηλίας Δημητρόπουλος, Πέτρος Μακαντάσης, Γιώργος Πίκουλας, Κώστας Αθανάσουλας, Ιγνάτιος Δουκάκαρος, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Παλάσκας Θανάσης Μπελούκας. Στη γραμματειακή υποστήριξη ήταν η Ιουλία Βασιλάκη, και οικονόμος η Ασημίνα Μαργαριτοπούλου. Σταθερά υποστηρικτική όλων των εργασιών ήταν η παρουσία του εργατοτεχνίτη Δημήτρη Μαραβέλια.
3. Το θεσμό της ενιαύσιας ανακήρυξης μιας πόλης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας τον είχε εμπνευστεί η Υπουργός και, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ήταν αυτονόητο το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της, ως πολιτικού και ως ηθοποιού, για την κατά το δυνατόν λαμπρότερη, για πρώτη χρονιά υλοποίησή του.
4. Όπως η αφαίρεση της βλάστησης ανάμεσα στα υπολείμματα των σκηνικών κατασκευών, η τακτοποίηση ορισμένων μαρμάρων, η προσθήκη ελλειπόντων καλυπτηρίων πλακών του περιμετρικού αγωγού της ορχήστρας (Ιούλιος 1985), βάσει μελέτης που εκπονήθηκε σε συνεργασία με τον Κώστα Καζαμιάκη και η συμπλήρωση των ρομβοειδών πλακιδίων της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας, έργο που είχε προταθεί από τον Δημακόπουλο και είχε ξεκινήσει από τους Wurster - Κορρέ.
5. Όπως έγραψε ο Προϊστάμενος της αρχαιολογικής εφορείας Γιάννης Μηλιάδης, «τα ευρήματα πλούτισαν τας μέχρι τούδε σχεδόν μηδαμινάς γνώσεις ημών περί της μορφής της πόλεως κατά την περιοχήν ταύτην». Τα αρχαιότερα οικοδομικά ευρήματα των ανασκαφών ανάγονται στον 4ο αι. π.Χ., ενώ η στρωματογραφία παρουσίασε επίχωση καταστροφής του 3ου αι. μ.Χ. Βλ. «Ανασκαφαί Νοτίως Ακροπόλεως», ΠΑΕ 1955 σ. 37-52. Βλ. και Μαρία Μπρούσκαρη, Ανασκαφές Νοτίως της Ακροπόλεως. Τα γλυπτά, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 2004.
6. Στην αναστήλωση βάσει των σχεδίων του Γ.Γ. της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αναστάσιου Ορλάνδου και του Γεν. Επιθεωρητή Αναστήλωσης Ευστ. Στίκα (ΠΑΕ 1952, σ. 651-653), χρησιμοποήθηκε τόσο πολύ νέο μάρμαρο Πεντέλης, τοποθετημένο βέβαια τεκμηριωμένα σε σωστές θέσεις, που θεωρήθηκε ότι το μνημείο απώλεσε την αυθεντικότητα της αρχικής του κατασκευής.
7. Το έργο της Στοάς ξεκίνησε το 1930 με την απαλλοτρίωση 350 οικοδομών στις οποίες διέμεναν 5.000 άτομα. Την αρχαιολογική ευθύνη την είχε η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών και το τεράστιο οικονομικό κόστος –οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί ιδιαίτερα μετά τον ερχομό των προσφύγων το 1922– το κάλυψε το ίδρυμα Rockefeller. Βλ. Homer Thompson, Ζυγός 10 (1956), σ. 16.
8. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του φεστιβάλ ανέβηκαν το 1959 στο Ηρώδειο οι Όρνιθες σε διδασκαλία Καρόλου Κουν, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, μουσική Μάνου Χατζιδάκη, χορογραφία Ραλλούς Μάνου, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη και τραγουδιστή τον Γιώργο Μούτσιο. Το έργο του Αριστοφάνη όμως λογοκρίθηκε και η παράσταση απαγορεύτηκε.
9. Πρέπει να τονιστεί ότι μετά την εισήγηση και επιμονή του Πλάτωνα και του Δοντά δημιουργήθηκε το 1975 η πολυεπιστημονική Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως, η οποία και έφερε πλέον την ευθύνη για τα συστηματικά έργα συντήρησης και προστασίας των μνημείων του Ιερού Βράχου.
10. Γιάννης Μηλιάδης, «Το μουσείο της Ακρόπολης», Ζυγός (Ιούλιος 1956), σ. 10.
11. Ο Νικόλαος Πλάτων, ταυτισμένος με την αποκάλυψη (1961) και τη μελέτη του μινωικού ανακτόρου της πόλης στη Ζάκρο, έμεινε στην Διεύθυνση της Εφορείας Ακροπόλεως τρία μόλις χρόνια (1962-1965). Δημιούργησε την Επιτροπή Διάσωσης των Μνημείων της Ακρόπολης που όμως έμεινε ανενεργή, αλλά στις κατευθύνσεις της κινήθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, της οποίας υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος (1975-1978). Για το έργο του στην Ακρόπολη βλ. ΑΔ 20 (1965) Χρονικά Β1, Αθήνα 1967, σ. 21-37.
12. ΑΔ 20 (1965), Χρονικά Β1, Αθήνα 1967, σ. 25.
13. Βλ. φωτογραφίες των αγαλμάτων στην εφημ. «Έθνος», φύλλο της 17ης Αυγούστου 1990. Στο άρθρο υπάρχει και μια φωτογραφική λήψη του αρχικού στεγάστρου των αγαλμάτων στα νοτιοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου.
14. Και τα δύο κιονόκρανα τοποθετήθηκαν ενδεικτικά σε υποβατήρες της εσωτερικής κιονοστοιχίας του ισογείου της Στοάς σε ειδικές κυλινδρικές βάσεις. Βλ. και J. Travlos, Pictorial Dictionary of Ancient Athens, 1970, σ. 526, εικ. 664.
15. ΠΑΕ 1914, σ. 6.
16. Η βιβλιογραφία για το θέμα των πολεοδομικών αλλαγών που δεν υλοποιήθηκαν, αλλά προβλέπονταν στο σχεδιασμό των Κλεάνθη Schaubert, αλλά και του Klenze είναι μεγάλη. Θεμελιώδους σημασίας οδηγός μελέτης ασφαλώς είναι το λήμμα Αθήναι στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, του Κώστα Μπίρη Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα (εκδ. Μέλισσα, 1995, σ. 1-100), καθώς και του Δημήτρη Φιλιππίδη η Νεοελληνική Αρχιτεκτονική (εκδ. Μέλισσα, 1984, σ. 17-28). Ο «τοπογραφικός χάρτης των αρχαίων Αθηνών» συντάχθηκε από τον Τραυλό, που από το 1935 παρακολουθούσε, κατέγραφε και αξιολογούσε κάθε αρχαίο οικοδομικό ίχνος συστηματικής, σωστικής και δοκιμαστικής ανασκαφής. Ένας από τους καρπούς του γιγαντιαίου αυτού έργου είναι και το βιβλίο του Η Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, Αθήνα 1960.
17. Ζυγός (Φεβρουάριος 1956), σ. 9. Στα σχόλια της έκδοσης του πρώτου τεύχους του περιοδικού Ζυγός του Νοεμβρίου του 1955, σ. 4, παρουσιάζεται για πρώτη φορά με τόσο επικριτικούς και σκληρούς χαρακτηρισμούς η εικόνα της Αθήνας, ενώ στο δεύτερο του Δεκεμβρίου, με αφορμή το ύψος μιας πολυκατοικίας στην οδό Δ. Αρεοπαγίτου, η συντακτική επιτροπή σχολιάζει, οπωσδήποτε με αφέλεια, ότι είναι μια «ευκαιρία να ανακινηθεί το πολεοδομικό πρόβλημα της πρωτεύουσας…».
18. Αριστομένης Προβελέγγιος, «Αθήνα-Ακρόπολη», Ζυγός (Μάρτιος 1956), σ. 17.
19. Βλ. ενδεικτικά τα γραφόμενα του Πλάτωνα «...αι εργασίαι συνέχισαν το αυτό πρόγραμμα γενικής διαρρυθμίσεως του χώρου και στερέωσης των κινδυνευόντων μνημείων αφεθημένων δι’ ευθετώτερον χρόνον η τακτοποίησις του χώρου του Διονυσιακού θεάτρου και του αμέσως γειτνιάζοντος προς αυτόν χώρου...» ΑΔ 21 (1966) Χρονικά 1, σ. 39.
20. Μετά από μετρήσεις και ειδική έρευνα, οι σειρές των εδωλίων μέχρι το διάζωμα υπολογίζονται σε 69, βλ. Θάνος Γ. Παπαθανασόπουλος, «Το Θέατρο του Διονύσου - Η Μορφή του Κοίλου» (Σεπτέμβριος 1986), Αναστήλωση-Συντήρηση-Προστασία Μνημείων και Συνόλων, Αθήνα 1987, σ. 58, εικ. 47.
21. Τα έργα που πραγματοποιήθηκαν από το 1985 έως το 1990 έχουν τεκμηριωθεί αναλυτικά με έναν αριθμό φωτογραφικών λήψεων (περίπου 8.000), που περιλαμβάνουν ένα προς ένα τα σχετικά μικρά θραύσματα των γλυπτών που εισάγονταν στην αρχαιολογική αποθήκη της οδού Θρασύλλου 20, με σκοπό να συνοδεύσουν αργότερα το σχέδιο και την περιγραφή του σε κάθε αρχαιολογικό δελτίο, μια εργασία δηλαδή που θα ακολουθούσε με την αποκλειστική απασχόληση αρχαιολόγου.
22. Βλ. Παπαθανασόπουλος, ό.π., σ. 31-60, εικ. 5 (φωτ. Alinary).
23. Η αποκατάσταση βασίστηκε στη μελέτη του Σεπτεμβρίου 1986, στην οποία αποδείχτηκε ότι όχι μόνο δεν υπήρχε επί Λυκούργου δεύτερο διάζωμα, όπως δείχνει το γνωστό σχέδιο του Dörpfeld, αλλά ούτε και ενδιάμεσες κλίμακες στο ανώτερο τμήμα του κοίλου, όπως φαίνονται στο σχέδιο W. Wurster-Μ. Κορρέ.
24. Η αποκατάσταση του διαζώματος δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, λόγω έλλειψης εργατοτεχνικού προσωπικού.
25. Εκτός από τρεις συστάδες εδωλίων ψηλά κοντά στο δυτικό πέρας του διαζώματος (σωρός Α), όρθια τοποθετημένα στην κλίμακα καθόδου προς το Ασκληπιείο, προερχόμενα προφανώς από τη διάλυση του Σερπεντζέ (σωρός Β), και χαμηλά στο ιερό του Διονύσου, πιθανόν προερχόμενα από τη διάλυση του μεταγενέστερου τείχους του Ριζόκαστρου (σωρός Γ).
26. Στο σωρό Γ των εδωλίων σώζονται και έξι ακέραιες βαθμίδες, οι οποίες δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους και επομένως μπορεί να τοποθετηθούν σε οποιοδήποτε σημείο των κλιμάκων.
27. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν σκληρές και «τραβηγμένες» σανίδες από άχρηστα τελάρα.
28. Η επιφάνεια των αναβαθρών θα σχηματιζόταν από καλά πατημένο χώμα, αθέατα και αναστρέψιμα στερεωμένο.
29. Κατά τη διάρκεια των έργων κάθε εδώλιο από τα εγκατάσπαρτα αποτέλεσε ιδιαίτερη κατηγορία ευρετηρίασης: αποκτούσε την καρτέλα του που, εκτός από την περιγραφή και τη φωτογραφία του, περιλάμβανε τυπωμένο σχηματικά αξονομετρικό σχέδιο ενός ακέραιου εδωλίου στο οποίο εντασσόταν η κατάσταση διατήρησής του.
30. Ίσως χρειάζεται εδώ να γίνει η υπενθύμιση ότι την εικόνα του χώρου με τις πάχους μέχρι και εφτά μέτρων επιχώσεις (ΑΕ 1862, σ. 94), τη γνωρίζουμε από τις αποτυπώσεις του Ερνέστου Τσίλλερ.
31. Σ. Δραγούμης, «Η υπό το νότιον τείχος της Ακροπόλεως ανασκαφή», BCH 1877, σ. 330-332. Βλ. και Αθήναιον, τόμ. 5 (1876) σ. 522.
32. Το επί της οδού Θρασύλλου διώροφο σπίτι είχε παραχωρηθεί από τον Έφορο Γ. Δοντά για την εξυπηρέτηση ποικίλων αναγκών της Εφορείας. Μ. Κορρές, ΑΔ 35 (1980) Β΄1 Χρονικά, σ. 9.
33. Στερεώθηκαν οι τοίχοι, αντικαταστάθηκε το πάτωμα και τα ζευκτά της στέγης, επανατοποθετήθηκαν τα παλιά κεραμίδια και τοποθετήθηκαν συρταρωτά κιβώτια για τη φύλαξη των αρχαίων. Στο προσιτό από την αποθήκη υπόστεγο, το οποίο βρίσκεται στην αυλή της γειτονικής οικίας, στην οδό Θρασύλλου 18, επίσης ιδιοκτησίας της Εφορείας, δημιουργήθηκε χώρος για τη συντήρηση και καταγραφή των αρχαίων από τη συντηρήτρια Λίτσα Λαλαούνη.
34. Αφού προστατεύτηκαν τα οικοδομικά υπολείμματα της νοτιοανατολικής γωνίας του ωδείου του Περικλή που καταλήγει στην αυλή της οικίας της Θρασύλλου 18.
35. Η προοπτική ήταν να ξεκινούσε η περίφραξη από την αντικατάσταση του περιττού πια και θλιβερού τοίχου απέναντι από την Θέσπιδος, αλλά η έλλειψη του απαραίτητου εργατικού δυναμικού ήταν απαγορευτική για το έργο.
36. Με αυτή την προοπτική άλλωστε, σε χώρο ελεύθερο από αρχαία, φυτεύτηκαν τότε και οι λεύκες που βλέπουμε σήμερα, τις οποίες προμηθεύτηκε η Επιτροπή αδαπάνως από φυτώριο του Υπουργείου Γεωργίας.
37. Θάνος Παπαθανασόπουλος, «Η Νότια Κλιτύς της Ακρόπολης. Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Κέντρο της Αρχαίας Αθήνας. Σκέψεις για την Ανάδειξη του Χώρου», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 21-22 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1989), εικ. 9.
38. Η μορφή και τα υλικά όλων των στεγάστρων χαρακτηρίζονται μεταξύ άλλων από τον προορισμό και την περιοχή ίδρυσής τους. Διαφορετικά δηλαδή είναι μεταξύ τους αυτά που στεγάζουν αρχαία, ορχήστρες κλασικής ή σύγχρονης μουσικής, διαγωνισμούς ομορφιάς, ιδρυμένα με διαδικασίες αυτεπιστασίας, ή «copy paste», ανάλογα με την έκτασή τους.
39. Για το συγκεκριμένο στέγαστρο, καθώς και για τη διευθέτηση του χώρου, βλ. Θάνος Παπαθανασόπουλος, Το Ιερό και το Θέατρο του Διονύσου, Αθήνα 1993, σ. 55, εικ. 28. Π. Καλλιγά, «Η περιοχή του ιερού και το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα», The Archaeology of Athens and Attica under the Democracy (Oxbow Monograph, 37), 1994, σ. 28.
40. Όλα τα στάδια της μολυβδοχόησης έχουν τεκμηριωθεί φωτογραφικά και οι φωτογραφικές λήψεις βρίσκονται στο φωτογραφικό αρχείο της Επιτροπής Συντήρησης Θεάτρου του Διονύσου, στη Θρασύλλου 20.
41. Στο πληρέστερο έργο για τους δρόμους της αρχαίας Αττικής, Αττικής οδοί, επιμ. Μ. Κορρές, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2009, στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι πληροφορίες των πηγών, όπως και τα νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα, ούτε ως υπόθεση αναφέρεται ή σχεδιάζεται ανάμεσα στις τεκμηρωμένες οδούς (σ.74-95, σχ. 4.1, 4.5), ακόμα μία οδός των Αθηνών άγουσα προς τον Περίπατο, εκεί που δημουργήθκε ο τσιμεντοστρωμένος δρόμος. Αντίθετα, για την αναπαράσταση του ιερού στην αρχαιότητα, σχεδιάζεται και αναφέρεται ορθά, ως υπόθεση και μόνον, δηλαδή πάντα χωρίς οικοδομικά τεκμήρια, δρόμος παρά τον νότιο τοίχο του περιβόλου του ιερού του Διονύσου, που όμως δεν αιτιολογεί τη σύγχρονη κατασκευή για τις ανάγκες των επισκεπτών, οι οποίοι μπορούν ανεμπόδιστα να πορεύονται (και) εκεί σε ομαλή διαδρομή πατημένου χώματος.
42. Βλ. Κορρές, Αττικής οδοί, 4.5.
43. Στο Κορρές, ΑΔ 35 (1980) Β1 Χρονικά, σχ. 1.
44. Οι δρόμοι δημιουργήθηκαν κατά την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, εν αναμονή μάλιστα και των Ολυμπιακών Αγώνων. Σχετικά πρέπει να γίνει η υπενθύμιση ότι στο λόφο της Ακρόπολης η πρώτη διαδρομή επισκεπτών με βάση το τσιμέντο ήταν η επίστρωση του βράχου στα βόρεια του Παρθενώνα που πραγματοποιήθηκε  μετά την ειδική μελέτη του Γιάννη Τραυλού, Προτεινόμενη Μέθοδος Διαμορφώσεως Διαδρόμου Κυκλοφορίας στην Ακρόπολη (Ιούλιος 1977), σε συνεργασία με τους εδαφοτεχνικούς Π. Κοτζιά-Α. Σταματελόπουλο. Το σχεδόν αθέατο έργο έγινε με αυστηρότατες προδιαγραφές για το μίγμα του υλικού και εξαντλητικά λεπτομερείς οδηγίες για την επίστρωσή του, έτσι ώστε να προστατευτεί ο βράχος από τα βήματα εκατομμυρίων επισκεπτών, σε διαδρομή, για πάνω από 25 αιώνες απολύτως βεβαιωμένη. Τα έργα διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου περιέλαβαν και την ογκώδη μεταλλική κατασκευή (την τρίτη στην σειρά), που αντικατέστησε το πρώτο ξύλινο στέγαστρο των αγαλμάτων.
45. Γα παράδειγμα, πριν αρχίσουν τα έργα στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα, προκειμένου ο υποσταθμός της ΔΕΗ να μην βρίσκεται κοντά στο μνημείο, αναζητήθηκε περιοχή αθέατη από οποιοδήποτε σημείο του αρχαιολογικού χώρου και έτσι τοποθετήθηκε στην αρχή του δρόμου προς Θολό, που σήμαινε μια πρόσθετη επίπονη εργασία διάνοιξης του βάθους 50 εκ. ορύγματος στο βραχώδες ανάγλυφο, για την ασφαλή κατάχωση του καλωδίου, το οποίο έφτασε μέχρι το φυλακείο, του οποίου επί τη ευκαιρία αφαιρέθηκε ο σοβάς ώστε να εμφανιστεί η ταιριαστή με το αρκαδικό περιβάλλον λιθοδομή του.
46. G.S. Dontas, «The True Aglaurion», Hesperia 52 (1983), σ. 48-63.
47. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εκτός από τις εισόδους που σήμερα εξυπηρετούν τα εκατομμύρια των επισκεπτών, στο μέλλον ο λόφος της Ακρόπολης θα είναι προσιτός και από τις εισόδους που αντικρίζουν τον οικισμό της Πλάκας από τη βόρεια και την ανατολική πλευρά.
ΕΚ ΤΟΥ /www.archaiologia.gr/



Θέατρο του Διονύσου, το πρώτο θέατρο και ο πρώτος ηθοποιός του κόσμου...





Το θέατρο του Διονύσου, στο νοτιοανατολικό άκρο της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης, θεωρείται το πρώτο θέατρο στον κόσμο και η γενέτειρα του Δράματος. Ήταν μέρος του Ιερού του Διονύσου Ελευθέρεως του οποίου η λατρεία περιελάμβανε χορούς και τραγούδια ύμνων στον θεό του κρασιού, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πενθήμερης διοργάνωσης της Δημοτικής Διονυσίας που διοργανώθηκε την άνοιξη.
Το ιερό θεωρείται ότι ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα, ίσως κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του τυράννου Πεισιστράτου (546-527 / 8 π.Χ.) ή των γιων του Ιππία και Ιππάρχου. Σύμφωνα με την παράδοση, το λατρευτικό άγαλμα του Διόνυσου ήρθε εδώ από τις Ελευθερές (Ἐλευθεραί) στη βόρεια Αττική και κτίσθηκε ναός γύρω  στο 550-500 π.Χ.




Η επίπεδη περιοχή βόρεια του ναού πρόσφερε χώρο για χορό, μουσική και τραγούδι και η κάτω πλαγιά κάτω από την Ακρόπολη ήταν ιδανική για να καθίσει κάποιος και να παρακολουθήσει.


Κάποια στιγμή, το πάτωμα του χορού έγινε η ορχήστρα (ôρχέστρα, χώρος χορού ) ή η σκηνή και η πλαγιά έγινε το θέατρο . Οι σειρές από ξύλινα καθίσματα τελικά αντικαταστάθηκαν από πέτρα και η ορχήστρα απέκτησε επίσης ένα κυκλικό πέτρινο δάπεδο.


Το θέατρο ξαναχτίστηκε και διευρύνθηκε αρκετές φορές, κυρίως τον 4ο αιώνα π.Χ., και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μ.Χ.). Σε μεγαλύτερο βαθμό, το θέατρο μπορούσε να φιλοξενήσει ένα ακροατήριο περίπου 16.000 ατόμων.

Αθηναϊκό χάλκινο νόμισμα που δείχνει την Ακρόπολη, το Θέατρο του Διονύσου και το Χορηγικό Μνημείο του Θρασύλου πάνω από αυτό.
3ος αιώνας μ.Χ. [2] Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο


Ο ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων τραγουδιστών και μουσικών από τις φυλές της Αττικής εξελίχθηκε σε επίσημους διαγωνισμούς και αυτό το ανταγωνιστικό στοιχείο προκάλεσε υψηλότερα πρότυπα απόδοσης και παραγωγής και πειραματισμό με νέες τεχνικές και μορφές.
 Ορισμένες μορφές ομιλίας, ηθοποιών και παιξίματος μπορεί να έχουν συμπεριληφθεί στις πρώτες μιμήσεις  που εκτελούνται στις εορταστικές εκδηλώσεις και να εξελιχθούν σε αυτό που θα αναγνωρίζαμε σήμερα ως ερμηνεία.

Καταγραμμένη βάση άγαλμα του τραγικού ποιητή Θεσπίστου (Θέσπις, 6ος αιώνας π.Χ.). 2ος αιώνας μ.Χ. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Αριθ. NK 282. Επιγραφή IG II 2 4264.

Παραδοσιακά, ο ποιητής Θέσπις  που πιστεύεται ότι έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ., λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης των τραγικών παραστάσεων  όπου οι ηθοποιοί παίζουν τους ανάλογους ρόλους
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο Θέσπις προέρχεται από την Ικαρία (Ἰκάρια, σήμερα Διονύσιος, Δήμος Διονύσου), στη βορειοανατολική Αττική, όπου η οινοποίηση αρχικά εισήχθη στην Αττική από τον Διόνυσο )

 Λέγεται ότι έχει γράψει πολλά τραγικά έργα και ότι ήταν ο πρώτος ηθοποιός, που είναι ο πρώτος άνθρωπος που εκτελεί ως χαρακτήρας σε ένα δράμα, αντί να λέει απλά μια ιστορία μέσω αφήγησης, τραγουδιού ή χορού. Ταξίδεψε επίσης,  με άλλους ηθοποιούς.

Ο Θεσπίσκος της Ικαρίας γίνεται ο πρώτος ηθοποιός του κόσμου

"Ο Θεσπίσκος λέγεται ότι εφηύρε ένα νέο είδος τραγωδίας και ότι είχε μεταφέρει τα πήλινα κομμάτια από θεατρικές μάσκες  σε καροτσάκια, τα οποία, οι ηθοποιοί με τα πρόσωπά τους καλυμμένα , τραγουδούσαν και ενεργούσαν

Μετά τον Αισχύλου, ο εφευρέτης της μάσκας φουάρ και η αξιοπρεπής ενδυμασία όπως η ρόμπα, έβαζαν δε το σκηνικό πάνω σε σανίδες ανεκτού μεγέθους και διδάσκονταν να μιλάνε σε υψηλό τόνο και να σκαρφαλώνουν στους κοθόρνους ,(στο ελληνικό θέατρο, οι ηθοποιοί σε τραγικούς ρόλους φορούσαν μια μπότα που λέγεται κόθορνος οι ηθοποιοί φορούσαν κοθόρνους για να φαίνονται ψηλότεροι και επιβλητικότεροι) για τους οποίους διαδέχτηκε την παλιά κωμωδία, όχι χωρίς ιδιαίτερο έπαινο: αλλά η προσωπική του ελευθερία εκφυλίστηκε στην υπέρβαση και τη βία, άξια να ρυθμίζεται από το νόμο · ένας νόμος έγινε αντίστοιχα και η χορωδία, το δικαίωμα να καταχραστεί η απόσυρση, σιωπηλά σιωπά ».Παυσανίας , Περιγραφή της Ελλάδας 

Κολοσσιαία μαρμάρινη μάσκα του Διονύσου [1] από την Ακρόπολη.Πεντελικό μάρμαρο. 1ος αιώνας π.Χ.Τέτοιες μάσκες στήθηκαν σε πέτρινους ή ξύλινους κίονες για τελετουργική χρήση στα ιερά του θεού. Μουσείο Ακρόπολης, Αθήνα. Acr. 6461

Το παλαιότερο επιβλητικό έργο είναι η τραγωδία «Οι Πέρσες  » του Αισχύλου (Αισχύλος, περ. 525-456 π.Χ.), το δεύτερο και μοναδικό επιζών μέρος μιας τριλογίας, το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο στους θεατρικούς αγώνες κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ της Αθηναϊκής πόλης στα Διονύσια το 472 π.Χ. Τότε ο Περικλής υπηρέτησε ως χορηγός για την παραγωγή.
Η ορχήστρα του θεάτρου Διονύσου.Τα ερείπια του κατώτερου κοίλου  (χώρος καθιστικού ακροατηρίου) και της ορχήστρας (περιοχή απόδοσης) που βλέπουμε από τα βορειοδυτικά.


  • Διαχρονικά έχει αποτελέσει τη γενέτειρα σπουδαίων αρχαίων κωμωδιών και τραγωδιών. Έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στους θεατρικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων.

Από τους τρεις τύπους θεατρικών έργων, τραγωδίας, κωμωδίας και σάτιρας (σάτιρα), ο πρώτος έγινε ο πιο αγαπητός από εμάς  τους Έλληνες και Ρωμαίους, που πιθανότατα καταγράφηκαν περισσότερες τραγωδίες στην ύστερη αρχαιότητα και έγιναν αγάλματα των τριών μεγαλύτερων τραγωδών, λέμε για τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη . Τα έργα του Αριστοφάνη (Αριστοφάνης, περίπου 446-386 π.Χ.), που θεωρείται 'ότι είναι "ο πατέρας της κωμωδίας" και ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Παλαιάς Κωμωδίας, έχουν επίσης επιβιώσει. Παρόλο που τα έργα του Μενάνδρου (Μένανδρος, περ. 342-290 π.Χ.), ο πιο διάσημος θεατρικός συγγραφέας της Νεότερης Κωμωδίας, σώθηκαν μόνο ως θραύσματα, σώζονται πολλά αγάλματα του


Μια βάση από μαρμάρινο άγαλμα με χορηγική επιγραφή, αφιερωμένη στην Αττική φυλή Οινηίδα για να τιμήσει τον άρχοντα Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή Φιλόπαππο και αναφέροντας τους παράγοντες μιας παράστασης που διοργανώθηκε στη Διονύσια. 75/76 - 87/88 μ.Χ. Βρέθηκε στο Θέατρο του Διονύσου στις 20 Ιουλίου 1862. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Αριθ. NK 280. Επιγραφή IG II (2) 3112.
Το θέατρο φαίνεται ότι αργότερα χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους ρήτορες για να ασκήσουν την ρητορική τέχνη. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (1ος - 3ος αιώνας μ.Χ.), τροποποιήθηκε για τη διοργάνωση μονομαχιών και αγώνων ζώων.
Η ορχήστρα σχηματίστηκε σε μια δεξαμενή νερού για naumachiae (ψεύτικες ναυμαχίες), αν και πρέπει να ήταν σε πολύ μικρότερη κλίμακα από ό, τι σε άλλα θέατρα και αρένες, όπως το Κολοσσιαίο στη Ρώμη. [4]
Κάτοψη θεάτρου Διονύσου την ρωμαϊκή περιοδο 

Τα ερείπια του θεάτρου είναι σχετικά μικρά, ιδιαίτερα σε σχέση με άλλα θέατρα όπως αυτά της Εφέσου και της Περγάμου . Θεωρείται ότι έχει καταστραφεί κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων το 267 μ.Χ., και παρόλο που αναστηλώθηκε  ποτέ δεν ανέκτησε πραγματικά την παλιά του αίγλη πριν από την απαγόρευση της παγανιστικής λατρείας από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α 'το 391 μ.Χ. , μετά από την οποία έπεσε σε αχρησία.
Νοτιανατολικά του Θεάτρου του Διονύσου στους πρόποδες της Ακρόπολης και ανάμεσα σε διάσπαρτα αρχαία ερείπια, μια μικρή εκκλησία ξεχωρίζει μέσα στο άσπρο του μαρμάρου. Οι διαστάσεις της είναι πολύ μικρές. Με ύψος που αγγίζει το 1,90 μέτρα και διαστάσεις 4 Χ 2,20 μέτρα μέγιστο. Είναι κατασκευασμένη με λιθοδομή και βυζαντινά κεραμίδια στην στέγη της. Ονομάζεται Άγιος Γεώργιο ο Αλεξανδρινός, γιατί η εικόνα του Αγίου που τον παρίστανε ως άραβα προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια.

Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. χτίστηκε μια χριστιανική βασιλική στην ανατολική πλευρά. Αυτή πιθανότατα καταστράφηκε από τον 11ο ή τον 12ο μ.Χ. αιώνα, όταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Αλεξανδρινού, χτίστηκε περαιτέρω ανατολικά στην περιοχή του Ωδείου του Περικλή.


Όπως και με άλλα μνημεία, τμήματα των θεατρικών κτιρίων αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων για να επαναχρησιμοποιηθούν αλλού και το μάρμαρο μετατράπηκε  σε ασβέστη για χρήση ως κονίαμα. Αυτό που παρέμεινε και σώθηκε από τη σταδιακή κάλυψη της γης ανά τους αιώνες , έτσι ώστε οι πρώιμοι επισκέπτες στην Αθήνα, για παράδειγμα ο Spon και ο Wheler τον 17ο αιώνα και ο Stuart και ο Revett τον 18ο αιώνα, δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν. Ο Στουάρτ έψαξε τα ερείπια  για τα Ωδείο του Περικλή και υποτίθεται ότι το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού πρέπει να ήταν το θέατρο.
Το κάτω μέρος ενός μαρμάρινου διπλής κεφαλής στοιχείου, το οποίο βρέθηκε το 1914 στην περιοχή του Ωδείου του Περικλή, κατά τις ανασκαφές  του Έλληνα αρχαιολόγου Παναγιώτη Γ. Καστρίτη. Το εμπρόσθιο τμήμα διχοτομείται από μια κάθετη κοπτική γραμμή, στα αριστερά της οποίας Είναι ένα ανάγλυφο μιας υδρίας (ή του στάμνου), και προς τα δεξιά ένα κηρύκειον

Το θαμμένο θέατρο αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από τον Δρ Richard Chandler , που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1765-1766 και ήταν ο πρώτος που έκανε τη σωστή σύνδεση μεταξύ του μεγάλου κοίλου στην πλαγιά του λόφου και του Χορηγικού Μνημείου του Θρασύλου πάνω από αυτό. Ο συνταγματάρχης William Martin Leake επιβεβαίωσε αργότερα τη θεωρία του και παρείχε τα στοιχεία από την αρχαία λογοτεχνία στην Τοπογραφία της Αθήνας το 1821.

Σχέδιο της επιγραφής στη βάση του Διομήδη από τον Έλληνα αρχαιολόγο Αθανάσιο Ρουσόπουλο (Αθανάσιος Ρουσόπουλος, 1823-1898).-: Αρχαιολογική Εφημερίς 1862 
Ο γλύπτης Δημήτριος Πτελεάσιος μπορεί να είναι ο Δημήτριος Φίλωνος Πτελεάσιος (Δημήτριος Φίλωνος Πτελεάσιος, Δημήτριος Φίλωνος από την Πτελέα) γνωστός από υπογραφές σε άλλες βάσεις ανδριάντων, συμπεριλαμβανομένου ενός που βρίσκεται κοντά στο Ελευσίνιο , νότια της Αθηναϊκής Αγοράς. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Διομήδη, αλλά πιστεύεται ότι ήταν θεατρικός συγγραφέας της Νέας Κωμωδίας και ίσως ήταν ο ίδιος ποιητής που είχε καταγραφεί σε επιγραφή, καθώς συμμετείχε στο φεστιβάλ Ρομαία στη Μαγνησία στο Μαιάνδριο (Μικρά Ασία), όπου αναφέρεται ως Διομήδης Αθηνοδώρου από την Πέργαμο (Διομήδην Αθηνοδόρου Περγαμηνός). Ένας Διομήδης τιμάται επίσης με άλλες επιγραφές: μια βάση άγαλμα από την Επίδαυρο, σε προσανατολίζει στον κωμικό ποιητή Διομήδη Αθηνοδώρου της Αθήνας (Διομήδην Αθηνοδώρου Αθηναίον, ποιητὰν [κ] ωμῳδιῶν)... Ο (Διομήδην Αθηνοδόρο [υ]) εμφανίζεται σε κατάλογο συμμετεχόντων στο φεστιβάλ των Πύθιων στους Δελφούς. [16]Inscription IG II 2 4257 

Καταγραμμένη μαρμάρινη βάση άγαλμα του ποιητή Διομήδη,υπογεγραμμένη από τον γλύπτη Δημήτριο Πτελεάσο. 2ος αιώνας π.Χ. Βρέθηκε στο Θέατρο Διονύσου 1862. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Νο. ΝΚ 273.

Οι πρώτες σοβαρές αρχαιολογικές ανασκαφές στο θέατρο και το ιερό έλαβαν χώρα 1862-1867 από την Αρχαιολογική Εταιρεία της Αθήνας σε συνεργασία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και μια διεξοδική εξερεύνηση έγινε από τον Wilhelm Dörpfeld στη δεκαετία του 1880.
Η μεταγενέστερη μελέτη του ελληνικού θεάτρου  έγινε υπό επιρροή, αλλά και αμφιλεγόμενη, καθώς δεν παρείχε πάντα πειστικές αποδείξεις για τις θεωρίες και τα συμπεράσματά του. Από τότε οι διάφορες περιοχές γύρω από το θέατρο, συμπεριλαμβανομένου του Ωδείου του Περικλή , έχουν διερευνηθεί, αναλυθεί και συζητηθεί


  • «Λίγα μνημεία της ιστορίας της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής έχουν εξεταστεί όπως το θέατρο του Διονύσου».
Παρά την τόσο προσεκτική εξέταση, πολλά ερωτήματα σχετικά με τις πτυχές της κατασκευής του θεάτρου κατά τη διάρκεια των διαφόρων φάσεων παραμένουν αναπάντητα. Αυτό ισχύει και για τους ναούς και άλλα κτίρια του ιερού, συμπεριλαμβανομένου του Ωδείου του Περικλή. Συζητούν επίσης τις διάφορες δραστηριότητες που έγιναν εδώ, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών εθιμοτυπικών και των Φεστιβάλ και των διαφόρων μορφών θεατρικών και μουσικών παραγωγών και διαγωνισμών.

Το ιερό και ο ναός του Διονύσου Ελευθερέως
Το τέμενος (περιβάλλεται από έναν περίβολο, περιμετρικό τοίχωμα) εισήχθη από ένα πρόπυλο (μνημειώδη πύλη) στην ανατολική πλευρά. Ο δρόμος που οδηγεί από την πόλη στο πρόπυλο έγινε γνωστός ως οδός των τρίποδων. Ακριβώς μπροστά (νότια) του θεάτρου βρισκόταν ο αρχαιότερος ναός του Διονύσου Ελευθερέως, του οποίου αφιερώθηκε το ιερό και το θέατρο.

Στην ανατολική πλευρά του μικρού δωρικού ναού, που χτίστηκε γύρω στο 550-500 π.Χ., υπήρχε μια είσοδος (πρóναος) με δύο κίονες και πλευρικούς τοίχους (distyle in antis) και ένα κελί που στεγάζετε το λατρευτικό άγαλμα (ξόανον) του Διονύσου Ελευθερίου . Μόνο το κιονοκρανο  και μέρος του κίονα αυτού του ναού σώζονται.


Το γεγονός του ονόματος Ελευθερέως μπορεί να προκύψει από την ιστορία ότι οι Αθηναίοι πήραν το άγαλμα από την Ελευθέρα, κοντά στα σύνορα μεταξύ βόρειας Αττικής και Βοιωτίας, σε ένα κάμπο που μοιράζονταν με τις γειτονικές Πλαταιές
"Σε αυτή την πεδιάδα βρίσκεται ένας ναός του Διονύσου, από τον οποίο μεταφέρθηκε η παλιά ξύλινη μορφή στην Αθήνα. Η εικόνα στην Ελευθέρα σήμερα είναι αντίγραφο του παλιού"

Παυσανίας, Περιγραφή της Ελλάδας , Βιβλίο 1 , κεφάλαιο 38, τμήμα 8.

Ο τελευταίος ναός του Διονύσου χτίστηκε γύρω στο 350 π.Χ. στα νότια του παλαιότερου. Αυτός ο μεγαλύτερος τετράστυλος ναός με 6 κίονες στην είσοδο του ανατολικού άκρου φιλοξένησε το χρυσελεφάντινο (χρυσό και ελεφαντόδοντο) άγαλμα του Διονύσου που κατασκευάστηκε από τον Αλκαμένη το 2ο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. ( Παυσανίας , περιγραφή της Ελλάδας , Βιβλίο 1 , κεφάλαιο 20, τμήμα 3).
Ο τελευταίος ναός δεν κατασκευάστηκε για να αντικαταστήσει το προηγούμενο, το οποίο παρέμεινε σε χρήση. Τα θεμέλια και η βάση του λατρευτικού αγάλματος έχουν επιβιώσει, αλλά συνήθως καλύπτονται για προστασία.

►Ο Αλκαμένης ήταν αρχαίος Έλληνας γλύπτης από τη Λήμνο και την Αθήνα, που έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. Ήταν σύγχρονος του Φειδία αλλά νεότερος σε ηλικία και αναφέρεται για την λεπτότητα και την τελειότητα των έργων του, από τα οποία ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη των Κήπων θεωρούνται τα αριστουργήματά του◄


Βωμός Αφροδίτης 

Περίπου την ίδια χρονική στιγμή ένα νέο πρόπυλο, το οποίο τώρα υπάρχει μόνο το θεμέλιο, κατασκευάστηκε για να αντικαταστήσει την προηγούμενη πύλη. Στα νοτιοανατολικά του τελευταίου ναού βρίσκονται τα θεμέλια ενός μεγάλου βωμού, τα οποία επίσης καλύπτονται .


Το Ωδείο του Περικλή

Στα δεξιά (νοτιοανατολικά) του θεάτρου βρισκόταν η μεγάλη πλατεία Ωδείον του Περικλέους. Το αρχικό κτήριο λέγεται ότι κατασκευάστηκε με τους ιστούς και τις αυλές των περσικών πλοίων που ελήφθησαν ως λεία μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. και μοιάζουν με τη σκηνή του Ξέρξη. Λαμβάνοντας υπόψη τις πτυχές του κτιρίου του μνημείου, έχει προταθεί ότι χτίστηκε από τον Θεμιστοκλή γύρω στο 478-477 π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο θεατρικών ακροατηρίων κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας και για πρόβες χορωδίας. Πολύ αργότερα, η Στοά του Ευμένη, που χτίστηκε γύρω στο 170 π.Χ., εκπλήρωσε αυτές τις λειτουργίες. Η κατασκευή της σκηνής μετατράπηκε σε ωδείο (ᾠδεῖον, τόπος τραγουδιού) από τον Περικλή γύρω στο 455 π.Χ. ως τόπος διεξαγωγής των διαγωνισμών μουσικής και τραγουδιού που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων.

Αριοβαρζάνης Β΄

Το Ωδείον καταστράφηκε το 87-86 π.Χ. κατά την πολιορκία της Αθήνας από τον Ρωμαίο στρατηγό Σίλα κατά τον πρώτο Μιθριδατικό πόλεμο και ένα νέο Ωδείον χρηματοδοτήθηκε γύρω στο 61 π.Χ. από τον Καππαδόκη βασιλιά Αριοβαρζάνη Β΄  και χτίστηκε από τους Gaius και Marcus Stallius και τον Menalippo (Μελάνιππος)
Ένα εγγεγραμμένο τύμπανο με μια αφιέρωση από τον δήμο στον βασιλιά Αριοβαρζάνη της Καππαδοκίας, ο οποίος χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση του Ωδείου του Περικλή [9]. Γνωστή από τα μέσα του 18ου αιώνα και ανακαλύφθηκε εκ νέου από αρχαιολόγους το 1862, χτισμένο σε ένα μεταγενέστερο τείχος της σκηνής του θεάτρου. 63-52 π.Χ. Ελευσίνιο μάρμαρο. Ύψος 163 cm, διάμετρος 74,5 cm (κάτω) - 71,3 cm (άνω). Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Αριθ. NK 284. Επιγραφή IG II 2 3427.

Σήμερα μόνο ίχνη των θεμελίων του κτιρίου παραμένουν. Αρχαιολογικές έρευνες αποκάλυψαν ότι το κτίριο κάλυψε μια έκταση 62,4 x 68,6 μέτρα και είχε μια στέγη υποστηριζόμενη από ενενήντα εσωτερικούς πυλώνες, σε εννέα σειρές (ανατολικά-δυτικά) των δέκα (βορρά-νότου). Αυτός ο σχεδιασμός φαίνεται λίγο ακατάλληλος για έναν χώρο επιδόσεων, καθώς το δάσος των πυλώνων, με απόσταση μόλις 6 μέτρων, θα παρεμπόδισε κατά πάσα πιθανότητα την όψη του ακροατηρίου για τις παραστάσεις. Σύμφωνα με τις τρέχουσες θεωρίες, το Ωδείον είχε πυραμιδική στέγη και δεν υπήρχαν τοίχοι, όπως φαίνεται στο παραπάνω μοντέλο, και αυτό θα σήμαινε την ανάγκη για τόσους πολλούς πυλώνες στήριξης. Αυτό θα βοήθησε επίσης στην επίλυση προβλημάτων φωτισμού και αερισμού, αλλά και στην ακουστική του κτιρίου, πιθανόν όχι προς το καλύτερο.

Ένα απλοποιημένο μοντέλο της Αθηναϊκής Ακρόπολης στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., που δείχνει το Θέατρο του Διονύσου, μπροστά του είναι ο Προηγούμενος Ναός του Διονύσου. Στα δεξιά είναι το Ωδείο του Περικλή. Πάνω από το θέατρο έτρεξε ο Περίπατος, το μονοπάτι γύρω από τους πρόποδες της Ακρόπολης ( βλ. Γκαλερί σελ. 34 ). Ανασυγκρότηση από τους Μ. Κορρές και Π. Δημητριάδη, Αθήνα, 2001. Ξύλο και φελλό. Μουσείο Altes, Βερολίνο. Inv. Αριθ. Re 2002.4. 


Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, οι σειρές των στηλών και το σχήμα της οροφής (αν και ο Πλούταρχος το χαρακτήρισε κωνικό, βλ. Σημείωση 8 ) σχεδιάστηκαν για να μιμηθούν το περίπτερο  (σκηνή ) του «Μεγάλου Βασιλέως» οι Αθηναίοι μετά τη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ.
Ο Ξέρξης έφυγε από την Ελλάδα μετά τη Μάχη της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., πριν από αυτή τη μάχη ,των Πλαταιών, η σκηνή μπορεί να ήταν αυτή του στρατηγού του Μαρδόνιου (αν και θα μπορούσε ο Μαρδόνιος να χρησιμοποιήσει την πολυτελή σκηνή που εγκαταλείφθηκε  βιαστικά από το βασιλιά). Οι διαστάσεις του Ωδείου λέγεται ότι είναι παρόμοιες με εκείνες του βασιλικού περιπτέρου που ονομάζεται "Η αίθουσα εκατοντάδων στύλων" στην Περσεπόλη (68,5 x 68,5 μέτρα, 10 x 10 στήλες), η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε από τον Ξέρξη και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του γιου του και διαδόχου του Αρταξέρξη Ι. Το κτίριο αυτό και το Ωδείον, το Θεμισμοκλειο/ Περίκλιο, μπορεί στη συνέχεια τα αρχικά στοιχεία να έχουν αντικατασταθεί από πέτρινες κατασκευές.


Αυτή η θεωρία αμφισβητήθηκε και η έκθεση του Πλούταρχου ονομάστηκε "ένας ελληνιστικός μύθος", εφευρέθηκε για να εξηγήσει το σχέδιο του ανώμαλου κτηρίου. Αλλά αν το Ωδείο δεν είχε σχεδιαστεί ως απομίμηση μιας περσικής σκηνής, γιατί θα μπορούσε κάποιος Έλληνας ή Ρωμαίος αρχιτέκτονας να δημιουργήσει ένα θέατρο τόσο ασυνήθιστο και μη ελληνικό (η διάταξη του είναι μοναδική στην ελληνική αρχιτεκτονική) και τόσο ακατάλληλη για δημόσιες παραστάσεις;

Ο ασυνήθιστος σχεδιασμός και το τετράγωνο σχέδιο του ομώνυμου έχουν συγκριθεί με εκείνο του Τελεστηρίου, του ναού της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα, που σύμφωνα με τον Βιτρούβιο σχεδιάστηκε από τον Ικτίνο , έναν από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα . Πιθανότατα εγκαταλείφθηκε ως χώρος επιδόσεων υπέρ του Ωδείου του Αγρίππα (χτισμένο γύρω στο 15 π.Χ.) στην Αγορά και το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού που άρχισε λίγο μετά την αποχώρησή του. Θεωρείται ότι καταστράφηκε τελικά κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ερούλων( Herulian) το 267 μ.Χ.

Αθηναϊκό νόμισμα, θεωρείται το λεγόμενο θεωρικόν, το οποίο παρέχει ένα δημόσιο ταμείο ως θεατρικό εισιτήριο, το οποίο παρουσιάζει το Ωδείο του Περικλή. Βρέθηκε στο χώρο του Ωδείου. Πηγή: Παναγιώτης Γ. Καστριώτης, Το Ωδείον του Περικλέους εικ. 2, σελ. 147.- Αρχαιολογικό Εφημερίς 1914 , σελίδες 143-166. Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία 

Η θέση του Ωδείου ανακαλύφθηκε το 1914, κατά τη διάρκεια ανασκαφών του Παναγιώτη Γ. Καστριώτη (Παναγιώτης Γ. Καστριώτης, 1859-1931) της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών.


Τα τρίποδα της Οδού των Τρίποδων.
 Τα τρίποδα εκ Χαλκού απονεμήθηκαν ως βραβεία για παραστάσεις σε δραματικούς και χορωδιακούς διαγωνισμούς και εμφανίζονται δημόσια σε μνημεία που δημιουργήθηκαν από τον χορηγό , τον υποστηρικτή της νικήτριας ομάδας. Στην Αθήνα, τέτοιου είδους χορηγικά μνημεία ανεγέρθηκαν γύρω από το Θέατρο του Διονύσου ή κοντά στο Θέατρο των Διδύμων ( Οδός Τριπόδων), το οποίο οδήγησε από το Πρυτανείο στο πρόπυλο (μνημειακή πύλη) Ιερό του Διονύσου Ελευθερίου. Η θέση του Πρυτανείου παραμένει αβέβαιη [10] , αλλά ο δρόμος που είναι σήμερα γνωστός ως Οδός Τριπόδων διασχίζει το χώρο της Πλαγιάς και το περίφημο Χορηγικό Μνημείο του Λυσικράτους (335/334 π.Χ.) παραμένει εκεί.

"Ο δρόμος που οδηγεί από το πρυτανείο είναι ένας δρόμος που ονομάζεται Τρίποδων.  Παίρνει το όνομά του από τα ιερά, αρκετά μεγάλα ώστε να κρατούν τα χάλκινα τρίποδα, αλλά που περιέχουν πολύ αξιόλογα έργα τέχνης, συμπεριλαμβανομένου ενός σατύρου, του οποίου την κατασκευή ο Πραξιτέλης δήλωσε για αυτό ότι ήταν πολύ περήφανος. "
Παυσανίας , Περιγραφή της Ελλάδας , Βιβλίο 1, κεφάλαιο 20, τμήμα 1.


Ο «Περίπατος» των επισκεπτών στην Ακρόπολη μπορεί ακόμα κάποιος να περπατήσει κατά μήκος του «Περιπάτου», του αρχαίου μονοπατιού γύρω από τους πρόποδες της Ακρόπολης. Μπορεί να προσεγγιστεί από την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο της Νότιας Πλαγιάς της Ακρόπολης και στο Θέατρο του Διονύσου στη νοτιοανατολική πλευρά ή από την κεντρική είσοδο της Ακρόπολης προς τη δυτική πλευρά , προς τις Σπηλιές του Απόλλωνα και Πάνα .


Το ιερό του Ασκληπιού
Τα υπολείμματα του ιερού του θεραπευτή θεού Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας βρίσκονται κατά μήκος του «Περιπάτου» στα δυτικά της κορυφής του θεάτρου.

Ένα άλλο μοντέλο του Ιερού του Διονύσου Ελευθερέως στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., όπως φαίνεται παραπάνω. Μοντέλο της Ακρόπολης που σχεδίασε ο Μ. Κορρές, δημιουργήθηκε από τους Π. Δημητριάδη και Γ. Αγγελόπουλο, 1998. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Κλίμακα 1: 500.


Το κοίλο επεκτάθηκε περαιτέρω στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης και προστέθηκε ένα επιπλέον ανώτερο επίπεδο, χωρισμένο από το κατώτερο επίπεδο με διάδρομο διαζώματος (βλέπε όρους θεάτρου παρακάτω ), που ήταν μέρος των περιπάτων, το κύκλωμα στο μονοπάτι γύρω από τους πρόποδες της Ακρόπολης .
Ένα μοντέλο του θεάτρου του Διονύσου όπως θα εμφανιζόταν γύρω στο 310 π.Χ.,μετά την κατασκευή του σπηλαίου (χώρος καθιστικού ακροατηρίου) και της ορχήστρας (πέτρινο / χορευτικό δάπεδο) εκ μαρμάρου μεταξύ 360 και 330 π.Χ., θεωρούμενο από πολλούς επιστήμονες ότι ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Λυκούργου ( Λυκούργος 338 - 324 π.Χ..) Ανακατασκευή από τους Μ. Κορρέ, Ν. Γερασίμοφ και Π. Δημητριάδη, 2002. Γύψος. Κλίμακα 1: 200. Μουσείο Altes, Βερολίνο. Inv. Αριθ. Re 2002.5.


Το ψευδώνυμο στην ανατολική (δεξιά) πλευρά του κοίλου οφείλεται στον απαιτούμενο χώρο μεταξύ του θεάτρου και του γειτονικού Ωδείου του Περικλή (που δεν φαίνεται στο μοντέλο, βλ. Παραπάνω ).
Μια σκηνή (κτίριο σκηνής) χτίστηκε στα νότια της ορχήστρας, πίσω από την οπτική γωνία του κοινού. Μοιράζονταν στον πίσω τοίχο με μια δωρική στοά (περιπατητική κιονοστοιχία) μήκους 62,3 μέτρων και πλάτους 8,1 μέτρων, η οποία εκτείνεται από ανατολικά προς τα δυτικά μεταξύ του μπροστινού (νότου) του θεάτρου και του παλαιότερου ναού.


 Είχε δωμάτιο μήκους 12 μέτρων στο δυτικό άκρο, με ένα άνοιγμα στην πλευρά που οδηγούσε από την μονόκλιτη κιονοστοιχία 22 στηλών που ήταν ανοιχτή προς τα νότια. Ο αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Ιωάννης Τραυλός πρότεινε ότι η Στοά μπορεί να είχε δύο ορόφους.
 Λίγα απομεινάρια αυτών των κτιρίων, τα οποία χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, και έχουν «μπλοκαριστεί» από τους κατασκευαστές μοντέλων.
Οι στήλες μπροστά από το κοίλο και άλλα μνημεία γύρω από το θέατρο στήριζαν τα χάλκινα τρίποδα που δίδονταν ως βραβεία για θεατρικές παραστάσεις. Η  πόρτα-πύλη  με τρεις κίονες πάνω από το κοίλο είναι η είσοδος στο Χορηγικό Μνημείο του Θρασύλου (320/319 π.Χ.).

Σχέδιο του παλαιότερου ναού του Διονύσου Ελευθερέως, που δείχνει τις ζημιές στις πέτρες του ναού και την μεταγενέστερη δωρική στοά (4ος αιώνας π.Χ.).



Σχέδιο του τελευταίου ναού του Διονύσου Ελευθερίου.

Η ανοικοδόμηση δείχνει το θέατρο κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένου του προσκήνιον (ανυψωμένη σκηνή) με ένα παρασκήνιο που προεξέχει από τις δύο πλευρές ως τμήμα ενός μεγάλου, ευγενικού σκηνικού (σκηνικό κτίριο). Ένα κανάλι αποστράγγισης νερού έτρεχε ανάμεσα στο κοίλο και την ορχήστρα, το οποίο εμφανίζεται ως κυκλικό.
Τα παλιά χρόνια των διαγωνισμών της αφήγησης, της μουσικής, του χορού και του τραγουδιού έχουν πάντα συντελεστεί όπου συγκεντρώνονται οι άνθρωποι. Ως μορφές λατρείας ή θρησκευτικής γιορτής, προτιμήθηκαν συγκεκριμένοι τόποι μέσα ή κοντά σε έναν οικισμό, όπου η κοινότητα μπορούσε να συμμετέχει ή να καθίσει και να παρακολουθεί παραστάσεις, δηλαδή τραγούδια και χορούς από άτομα και ομάδες . Οι πλαγιές των λόφων ήταν κατάλληλοι ως χώροι καθισμάτων στους οποίους οι αύξουσες σειρές των θεατών θα μπορούσαν να έχουν μια καλή θέα. Οι Έλληνες αποκαλούσαν την περιοχή της παράστασης ,ορχήστρα ( ορχήστρα < από το αρχαίο ὀρχήστρα( = πλατεία για χορό) < από το ρήμα ὀρχοῦμαι.---ο κυκλικός χώρος ενός αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα στο κοίλο και στο προσκήνιο), που σήμαινε τόπος χορού, που στα αρχαία ελληνικά θέατρα ήταν συνήθως κυκλικός.
Ο ελληνικός θεσμός του θεάτρου εξελίχθηκε από μορφές τραγουδιού και χορού κατά τη διάρκεια των εορτών προς τιμήν του θεού Διονύσου, η οποία περιελάμβανε πομπές στο θέατρο ( θέατρο , θέαμα) όπου διεξήχθησαν τα φεστιβάλ. Μια thymele (θυμέλη), ένα θυσιαστήριο για θυσίες στον Διόνυσο, βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας.

Ένα φανταστικό σχέδιο ανακατασκευής του Θεάτρου του Διονύσου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Εικονογράφηση από τον Jakob von Falke (1825-1897), Hellas und Rom, eine Culturgeschichte des classischen Alterthums . W. Spemann, Stuttgart, 1878. Δημοσιεύθηκε στην αγγλική ως Ελλάδα και Ρώμη,για τη ζωή και την τέχνη τους , μεταφρασμένο από τον William Hand Browne. Henry Holt and Co., Νέα Υόρκη, 1886.

Τελικά ξύλινες σανίδες καθισμάτων και ορχήστρες χτίστηκαν, στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από πέτρινες κατασκευές, οι οποίες έγιναν πιο περίτεχες και διακοσμήθηκαν από ανάγλυφα, αγάλματα και επιγραφές. Καθώς η επιρροή των δράσεων από τους ηθοποιούς (ένας ηθοποιός ήταν γνωστός στην ελληνική ως υποκριτής, οι υποκριτές, (κυριολεκτικά ο απαντών) έγιναν πιο σημαντικοί, μια σκηνή ( κυριολεκτικά σκηνή ή καλύβα), χτίστηκε πίσω από την ορχήστρα για την αποθήκευση αντικειμένων και κοστουμιών και ως χώρος όπου οι καλλιτέχνες μπορούσαν να αποσυρθούν μεταξύ σκηνών ή να αλλάξουν κοστούμια. Μια ανυψωμένη πλατφόρμα μπροστά από την σκηνή, γνωστή ως προσκήνιον , παρείχε έναν επιπλέον χώρο επιδόσεων και ήταν ο πρόδρομος της σύγχρονης θεατρικής σκηνής.
Το επιζών δυτικό τμήμα του «Φαίδρου Βήμα », το όψιμο ρωμαϊκής εποχής προσκήνιο του θεάτρου του Διονύσου, με ένα υποσκήνιο διακοσμημένο με ανάγλυφα που απεικονίζουν επεισόδια από τη ζωή του Διονύσου και δύο αγάλματα των Σιληνών

Ο χώρος του καθιστικού του ακροατηρίου των ελληνικών θεάτρων, το ίδιο το θέατρο, αναφέρεται συνήθως στη λατινική λέξη cavea (κοίλο, κοιλότητα,), το ισοδύναμο του σύγχρονου αμφιθέατρου. Ήταν συνήθως λίγο πιο φαρδύ από ένα ημικύκλιο και τα καθίσματα χωρίστηκαν σε σφηνοειδή μπλοκ γνωστά ως κερκίδες, ( κερκίς, ), διαιρούμενες με σταθερούς διαδρόμους που ονομάζονται κλίμακες (κλίμακες,  κλίμαξ,  ή σκάλα).
Δυτική γωνιά παρασκηνίου και δυτική πτέρυγα

Όπου υπήρχε περισσότερο από μία σειρά κερκίδες, τα άνω και κάτω επίπεδα διαχωρίστηκαν με μια διάβαση πεζών γνωστό ως διάζωμα (διάζωμα, ζωνάρι). Δείτε το διάζωμα του Ελληνιστικού Θεάτρου Διονύσου στην παραπάνω φωτογραφία . Στο θέατρο εισερχόσουν από τοις παρόδους  σε κάθε πλευρά της ορχήστρας, στα άκρα του κοίλου.
Σχέδιο του θεάτρου του Διονύσου: το κοίλον, η ορχήστρα και η σκηνή σύμφωνα με τον Wilhelm Dörpfeld. Σχεδίασε ο Wilhelm Wilberg.

Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών και ρωμαϊκών περιόδων τα κτίρια της σκηνής έγιναν μεγαλύτερα και πιο μνημειώδη (βλ. Για παράδειγμα το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού ), συχνά με επιπλέον πτέρυγες, γνωστά ως παρασκήνια, που προεξέχουν από κάθε άκρο της σκηνής.

Ανακατασκευή τιμητικών καθισμάτων, που προορίζονται για αξιωματούχους και ανώτερους λειτουργούς, στην Προεδρία (πρώτη σειρά), ανατολικά του κέντρου του κοίλου στο θέατρο του Διονύσου.

Ο μαρμάρινος θρόνος του ιερέα του Διόνυσου στο κέντρο της Προεδρίας του Θεάτρου Διονύσου. 4ος αιώνας π.Χ. Πεντελικό μάρμαρο.
Κυριολεκτικά η καλύτερη θέση στο χώρο, στο κέντρο της πρώτης σειράς του θεάτρου.


Η πλάτη και η βάση του καθίσματος είναι διακοσμημένα με ανάγλυφα. Στο κάτω μέρος του στηρίγματος του καθίσματος βρίσκεται η επιγραφή: ιερέως Διονύσου Ἐλευθερέως  - επιγραφή IG II 2 5022.



Το άγαλμα Σειλινού στο αριστερό (ανατολικό) άκρο του 'Φαίδρου Βήμα'. Ύψος 92 cm. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Νο. ΝΚ 5297.

Το ὑποσκήνιον(κάτω από τη σκηνή) ήταν η περιοχή κάτω από το προσκήνιον , η ξύλινη και αργότερα πέτρινη πλατφόρμα μπροστά από το σκηνικό (σκηνή κτηρίου ) ελληνικών και ρωμαϊκών θεάτρων. Η μετόπη του ήταν συχνά διακοσμημένη με κολώνες,  ή τοίχους και διακοσμημένο με ανάγλυφα ή αγάλματα. Μεγαλύτερα σκηνικά είχαν ακόμη πόρτες κάτω από τις εισόδους και τις εξόδους από τους ερμηνευτές.

Τα κύρια μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ήταν η σκηνή, η ορχήστρα και το κοίλον, με τα ακόλουθα επιμέρους μέρη:
Η σκηνή: ορθογώνιο, μακρόστενο κτήριο, που προστέθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. στην περιφέρεια της ορχήστρας απέναντι από το κοίλον. Στην αρχή ήταν ισόγεια και χρησιμοποιούταν μόνο ως αποδυτήρια, όπως τα σημερινά παρασκήνια.
Το προσκήνιο: μια στοά με κίονες μπροστά από τη σκηνή. Ανάμεσα στα διαστήματα των κιόνων βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες (τα σκηνικά). Τα θυρώματα του προσκηνίου απέδιδαν τρεις πύλες, από τις οποίες έβγαιναν οι υποκριτές. Το προσκήνιο ήταν αρχικά πτυσσόμενο, πιθανώς ξύλινο.
Τα παρασκήνια: τα δύο άκρα της σκηνής που προεξέχουν δίνοντάς της σχήμα Π στην κάτοψη.
Οι πάροδοι: οι διάδρομοι δεξιά και αριστερά από τη σκηνή που οδηγούν στην ορχήστρα. Συνήθως σκεπάζονταν με αψίδες.
Το λογείο: ένα υπερυψωμένο δάπεδο, ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί.
Η ορχήστρα: Η ημικυκλική (ή κυκλική, π.χ. Επίδαυρος) πλατεία στο κέντρο του θεάτρου. Συνήθως πλακόστρωτη. Εκεί δρούσε ο χορός.
Η θυμέλη: ο βωμός του Διονύσου στο κέντρο της ορχήστρας.
Ο εύριπος: αγωγός απορροής των υδάτων στην περιφέρεια της ορχήστρας από το μέρος του κοίλου.
Το κοίλον: όλος ο αμφιθεατρικός χώρος (με τα εδώλια, τις σκάλες και τα διαζώματα) γύρω από την ορχήστρα όπου κάθονταν οι θεατές.
Οι αναλημματικοί τοίχοι: οι τοίχοι στήριξης του εδάφους στα άκρα του κοίλου.
Οι αντηρίδες: πυργοειδείς τοίχοι κάθετοι προς τους αναλημματικούς που χρησιμεύουν στην καλύτερη στήριξή τους.
Τα διαζώματα: οριζόντιοι διάδρομοι που χωρίζουν τις θέσεις των θεατών σε οριζόντιες ζώνες.
Οι σκάλες: κλιμακωτοί εγκάρσιοι διάδρομοι για την πρόσβαση των θεατών στις θέσεις τους.
Οι κερκίδες : ομάδες καθισμάτων σε σφηνοειδή τμήματα που δημιουργούνται από τον χωρισμό των ζωνών με τις σκάλες.
Τα εδώλια: τα καθίσματα, οι θέσεις των θεατών.
Η προεδρία : η πρώτη σειρά των καθισμάτων όπου κάθονταν οι επίσημοι.


Το της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου προσκήνιο του Θεάτρου του Διονύσου έτρεχε κατά μήκος της νότιας πλευράς της ορχήστρας, πίσω από την οπτική γωνία του κοινού. Μόνο μέρος της δυτικής πλευράς σώζεται, με τέσσερα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν από την ορχήστρα σε αυτό που ήταν το κέντρο της σκηνής και ένα υποσκήνιο διακοσμημένο με τέσσερα ανάγλυφα και δύο αγάλματα Σιληνών ή Σειληνών . Η σκηνή είναι γνωστή ως "Φαίδρου Βήμα" , λόγω επιγραφής με μερική αφοσίωση στην κορυφή των σκαλοπατιών, υποστηρίζοντας ότι χτίστηκε από τον αρχιερέα Φαίδρο (Φαϊδρος), γιο του Ζωήλου [ 11] .

σοὶ τόδε καλὸν ἔτευξε, φιλόργιε, βῆμα θεήτρου
Φαῖδρος Ζωίλου βιοδώτορος Ἀτθίδος ἀρχός.
Επιγραφή IG II 2 5021 (ICG 1877, 2015).

Οι ημερομηνίες της επιγραφής και του προσκηνίου είναι ακόμα θέμα συζήτησης, με θεωρίες που κυμαίνονται από τα μέσα του 4ου μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. [12]. Έχει προταθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτής της «καθυστερημένης» περιόδου στην ύπαρξη του θεάτρου η σκηνή χρησιμοποιήθηκε από τους ρήτορες για να εξασκήσουν την «γλυπτική και λιπαρή τέχνη» τους. Η ποιότητα της χειροτεχνίας της σκηνής έχει χαρακτηριστεί ως "κατώτερη", και η ποίηση της επιγραφής "εργαζόταν αρχαϊζοντας" και "αδέξια". Τα ανάγλυφα κάτω από αυτό, ωστόσο, είναι ολοκληρωμένα και πρωτότυπα, και τα δύο αγάλματα των Σειληνών είναι αρκετά γοητευτικά. Τα γλυπτά θεωρούνται ότι έγιναν τον 2ο αιώνα μ.Χ., ίσως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), και έχουν ληφθεί από προγενέστερο μνημείο, το οποίο μπορεί να ήταν και στο ιερό.



Τα τέσσερα επιζώντα ανάγλυφα, σε ξεχωριστά μαρμάρινα πάνελ, απεικονίζουν επεισόδια από τη ζωή του Διονύσου. Οι κεφαλές των εικόνων που λείπουν τώρα είχαν αποκοπεί και τοποθετήθηκαν στον γείσο κάτω από το πάτωμα της σκηνής, πιθανώς έτσι ώστε τα πάνελ που προσαρμόστηκαν να δώσουν στην πλατφόρμα το απαιτούμενο ύψος. Τα ανάγλυφα, από αριστερά (ανατολικά) προς τα δεξιά στην παραπάνω φωτογραφία, απεικονίζουν:
1. Την γέννηση του Διόνυσου. ύψος 78 cm, πλάτος 188 cm.
2. Η είσοδος του Διόνυσου στην Αττική.  ύψος 78 cm, πλάτος 176 cm.
3. Ο ιερός γάμος του Διονύσου και της Βασιλίνης (σύζυγος του άρχοντα Βασιλείου). ύψος 76-78 cm, πλάτος 178,5 cm.
4. Η ενθρόνιση του Διόνυσου. ύψος 70-80 cm, πλάτος 181 cm. [13]
Όλες οι πλάκες  έχουν πάχος μεταξύ 24,5 και 26 cm.

Στο αριστερό (ανατολικό) άκρο του βήματος , στα αριστερά των σκαλοπατιών που ήταν αρχικά στο κέντρο της σκηνής, και ανάμεσα στα ανάγλυφα 2 και 3 είναι τα δύο αγάλματα (ή τα υψηλά ανάγλυφα) του Σιληνών. Κάθε μια από τις γενειοφόρες μορφές είναι γυμνή εκτός από μια  με  δέρμα ζώου  γύρω από τους ώμους του με τα μπροστινά πόδια του θηρίου δεμένα κάτω από το λαιμό του. Γονατίζουν στο ένα γόνατο και στηρίζουν το βάρος του πάτωμα της σκηνής με τους ώμους τους και ένα ανυψωμένο χέρι, το οποίο καλύπτεται από ένα τμήμα του δέρματος των ζώων για να διευκολύνει την εργασία.
Ο φαλακρός Σιληνός στα αριστερά (φωτογραφία, επάνω δεξιά) χαμογελά προφανώς και φαίνεται ζοφερό το δρώμενο , παρά ή ίσως λόγω του φορτίου του. Ως σύντροφοι του Διονύσου, οι Σιληνοί και οι Σάτυροι εμφανίζονται συχνά παίζοντας κυριολεκτικά έναν «υποστηρικτικό ρόλο» σε απεικονίσεις του θεού του οίνου σε μια τέτοια κατάσταση μεθυσιού  που πρέπει να αποτρέπεται από την πτώση από ένα ή περισσότερα από αυτούς . Ήταν μέρος της δουλειάς τους, ένα ιερό καθήκον και λειτουργία. Η στάση είναι επίσης μια ηχώ των απεικονίσεων του Άτλαντα και του Ηρακλή που υποστηρίζουν τους Ουρανούς ή των αρχιτεκτονικών μορφών του Τελαμώνα (ή Ατλάντων), όπως αυτές του Ναού του.

Ένα σχέδιο του 19ου αιώνα των ανάγλυφων του υποσκήνιου του Ernst Ziller (1837-1923).Πηγή: Adolf Boetticher, Die Akropolis von Athen: nach den Berichtender Alten und den neusten Erforschungen , Εικ. 118, σελ. 255. Julius Springer, Βερολίνο, 1888. Στη Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.

Δύο από τα διάφορα επιζώντα αποσπασματικά αγάλματα του Παπποσιληνού από το Θέατρο του Διονύσου, που εμφανίζονται τώρα σε ένα μικρό υπαίθριο χώρο ανάμεσα στην είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο της Νότιας Πλαγιάς της Ακρόπολης και στο θέατρο, όπου άλλες αρχαίες επιγραφές, αγάλματα και αρχιτεκτονικά τμήματα.

Ένα μαρμάρινο άγαλμα του Παπποσιληνού που φορούσε ένα τριχωτό ένδυμα από δέρμα προβάτου, από τη σκηνή της Ρωμαϊκής περιόδου του θεάτρου Διονύσου. 1ος ή 2ος αιώνας μ.Χ. Ύψος 150 cm, πλάτος 63 cm. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Νο. ΝΚ 2295

Κολοσσιαίο μαρμάρινο άγαλμα γυμνού Παπποσιληνού πιθανότατα στη στάση του Άτλαντα.Από τη σκηνή της Ρωμαϊκής περιόδου (θεατρικό έργο) του Θεάτρου Διονύσου, Αθήνα. 1ος ή 2ος αιώνας μ.Χ. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Νο. ΝΚ 2302.


Το άγαλμα το πιο πάνω  (NK 2295) βρέθηκε στο αριστερό άκρο του "Φάιδρου Βήμα ", ανάμεσα σε ένα από τα άλλα αγάλματα ( βλ. Παραπάνω )
Ο Σιληνός (Σειληνός),  ήταν ο παλαιότερος από τους Σιληνούς, δάσκαλος του Διόνυσου, στο οποίο αναπτύχθηκε λατρεία για το ελληνικό θέατρο . Ηγήθηκε του θίασος του  θεού (retinue), η οποία περιελάμβανε Pan, Maenads, Satyrs και Silens. Αναφέρεται επίσης ως Παπποσιλένος (Παππόσηληνος, Πατήρ Σιληνός), ιδιαίτερα στο πλαίσιο του θεάτρου.

Ο Παυσανίας παρατήρησε μια πέτρα κοντά στα Προπύλαια της Ακρόπολης, στα οποία σύμφωνα με το μύθο ο Σιληνός ξεκουραζόταν όταν ήλθε με τον Διονύσιο στην Αττική. Όπως μπερδεύτηκε με τους περισσότερους από εμάς για την προέλευση των Σιληνών  και Σατύρων, ο συγγραφέας του ταξιδιού λοιπόν έκανε κάποιες έρευνες για το θέμα:

"Υπάρχει επίσης μια μικρή πέτρα, αρκετά μεγάλη ώστε να χρησιμεύσει ως κάθισμα σε έναν μικρό άνθρωπο." Ο θρύλος λέει ο Σιληνός όταν ο Διόνυσος ήρθε στη γη, ο παλαιότερος από τους Σάτυρους αποκαλούνταν Σιληνός
Επιθυμώντας να γνωρίζω καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους που είναι οι Σάτυροι, έχω ρωτήσει από πολλούς για αυτό το σημείο. Ο Ευφήμιος ο Καριανός είπε ότι σε ένα ταξίδι στην Ιταλία τον βγήκε από την πορεία του από τους ανέμους και μεταφέρθηκε στην εξωτερική θάλασσα, πέρα ​​από την πορεία των ναυτικών.
Επιβεβαίωσε ότι υπήρχαν πολλά ακατοίκητα νησιά, ενώ σε άλλα ζούσαν άγριοι άντρες. Οι ναυτικοί δεν ήθελαν να αποβιβαστούν σε μέρος με τέτοιους άγριους επειδή, αφού είχαν πάει στο παρελθόν, είχαν κάποια εμπειρία από τους κατοίκους, αλλά με αυτή την ευκαιρία που μπορούσαν να πνιγούν δεν είχαν άλλη επιλογή .
Τα νησιά ονομάζονταν Σατυρίδες από τους ναυτικούς, και οι κάτοικοι είχαν κόκκινα μαλλιά και είχαν στα χείλη τους ουρές όχι μικρότερες από εκείνες των αλόγων. Μόλις έβλεπαν τους επισκέπτες τους, έτρεξαν προς το πλοίο χωρίς να φωνάξουν για  να επιτεθούν στις γυναίκες στο πλοίο. Επιτέλους οι ναυτικοί με φόβο έριξαν μια ξένη γυναίκα στο νησί. Οι Σάτυροι της επιτέθηκαν  όχι μόνο με το συνηθισμένο τρόπο, αλλά και με τον πιο σοκαριστικό τρόπο.''

Παυσανίας, Περιγραφή της Ελλάδος , βιβλίο 1 , κεφάλαιο 23, τμήματα 5-6. Στο Perseus Digital Library.



Ένας κυλινδρικός μαρμάρινος βωμός από το Ιερό του Διονύσου Ελευθερέος με τέσσερις ανάγλυφες μάσκες Σιληνών γύρω περιμετρικά . Μια συνεχής γιρλάντα κισσού και φρούτων στηρίζεται σε κάθε μάσκα, και στη συνέχεια κρέμεται κάτω από ροζέτες ανάμεσα στις μάσκες. Τον 2ο αιώνα π.Χ. Ύψος 123 εκ. Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Νο. ΝΚ 292.

Η επιγραφή στο βωμό δηλώνει ότι ήταν αφιερωμένη από τους αδελφούς Πιστοκράτη και Απολλόδωρο, οι οποίοι ως νεαρούς άντρες ήταν πομπόστολοι, αρωγοί της πομπής στον εορτασμό της πόλης για τα Διονύσια και αργότερα διορίστηκαν αρχιερείς.

Πιστοκράτης καὶ Ἀπολλόδωρος
Σατύρου Αὐρίδαι πομποστολήσαντες
καὶ ἄρχοντες γενόμενοι τοῦ γένους
τοῦ Βακχιαδῶν vvv ἀνέθηκαν-
Επιγραφή IG II 2 2949

Η τοποθεσία του μικρού Αττικού Δήμου  Αυρίδαι, που ανήκε στη φυλή Ἱπποθωντὶς , είναι άγνωστη. Για αναζήτηση της επιγραφής, της χρονολόγησις της και της "φυλής" ή "γένους" Βακχιάδων (Βακχιάδαι), δείτε: S. D. Lambert, The Attic "Genos" Bakchiadai and the City Dionysia. Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Band 47, Heft 4 (4th Quarter, 1998), pages 394-403. At academia.edu.

Κεφαλή του ώριμου γενειοφόρου Διονύσου.Παριανό μάρμαρο. Πρόωρη Αρχαϊκής εποχής εργασία,περίπου 480-470 π.Χ. Βρίσκεται νότια της Ακρόπολης, Αθήνα. - Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,Αθήνα. Inv. Αριθ. 96.


Μαρμάρινο κεφάλι ενός αγάλματος, τραγουδιστή ή ομιλούντος Διονύσου, που φορά ένα κεφαλόδεσμο  Ρωμαϊκή περίοδος, μετά από ελληνικό πρωτότυπο από το 270-250 π.Χ. Ύψος 41 cm, πλάτος 29,8 cm, βάθος 36,2 cm. Μουσείο Altes, Βερολίνο. Inv. Αρ. 610. Αγοράστηκε για το μουσείο από τον Gustav Friedrich Waagen το 1842 από τη συλλογή Riccardi, Φλωρεντία.

Πρόκειται για ένα από τα πολλά αρχαία αντίγραφα, των οποίων το "Κεφάλι από την Νότια Κλητή" της Ακρόπολης θεωρείται το πιο άριστο. Το μοντέλο μπορεί να ήταν ένα διάσημο ελληνιστικό άγαλμα του Σκόπα στο ιερό του Διονύσου Ελευθερέος Το σχεδόν πανομοιότυπο "Κεφάλι από το Νότια Κλητή με  μάρμαρο και χρονολογείται από το 325 έως το 300 π.Χ., βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (Αρ. 182), όπου φέρει την ένδειξη "είτε Αριάδνη είτε Διόνυσος"

Μάρμαρο άγαλμα τύπου "Διονύσου-Σαρδανάπαλου" από το Θέατρο του Διονύσου.Όπως και με άλλα αγάλματα αυτού του τύπου, ο Διονύσιος απεικονίζεται με μακριά κυματιστή γενειάδα και τυλιγμένος σε χιτώνα (χιτώνα) και ιμάτιο (μανδύα). 1ος αιώνας μ.Χ., "μετά από ένα πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη, περίπου 325-300 π.Χ.". Αποκαταστάθηκε το 1918-1920 από διάφορα κομμάτια που βρέθηκαν χωριστά μεταξύ 1865 και 1891 στο Θέατρο του Διονύσου. Πεντελικό μάρμαρο. Ύψος 123 εκ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Inv. Αριθ. 1656.


Ο Διονύσιος και μια γυναικεία φιγούρα κάθονται μαζί. Λεπτομέρεια κεραμικής πλάκας αττικό μελανόμορφο σκεύος , που κατασκευάστηκε στην Αθήνα γύρω στο 575-525 π.Χ. Βρίσκεται στον Μαραθώνα της Αττικής. Διάμετρος 19 cm. Ο Διόνυσος, που κρατά ένα ρυτόν (κέρατο πόσης ), κάθεται σε ένα πτυσσόμενο σκαμνί απέναντι από μια γυναικεία μορφή  η οποία  κρατάει ένα λουλούδι, καθήμενη σε ένα  βράχο. Μπορεί να είναι η μητέρα του Σεμέλη , η Αριάδνη ή ένας από τοις άλλες συζύγους του θεού. Antikensammlung SMB, Βερολίνο. Inv. Αριθ. F 1809.



Ο Διόνυσος σε μάσκα ανάμεσα σε δύο μεγάλους οφθαλμούς σε έναν αττικό μελανόμορφο αμφορέα.Κατασκευάστηκε στην Αθήνα γύρω στο 520 π.Χ., Αρχαϊκή περίοδος. Που αποδόθηκε δόθηκε στον Ζωγράφο .Η άλλη πλευρά (πλευρά Β) δείχνει μια παρόμοια μάσκα ενός σατύρου ανάμεσα σε δύο μεγάλα μάτια. Μουσείο Περγάμου, Βερολίνο. Inv. Αριθ. F3997. Απόκτησε το 1884 από τη συλλογή Castellani.


Ο Διονύσιος, που κρατάει ένα ρυτόν και ένα κλαρί κισσού, με δυο εκστασιασμένες σε χορό Μαινάδες  Μια αττική ερυθρόμορφη στάμνος του Ζωγράφου του Συλέα , 480-470 π.Χ. Από την Tarquinia, Etruria, Ιταλία. Ο Διόνυσος, με μακριά γενειάδα φοράει ένα στέμμα από φύλλα κισσού και ένα ιμάτιο με ένα μακρύ χιτώνα. Περπατά προς τα δεξιά, κοιτάζοντας προς τα αριστερά, φέρει ένα κλαδί κισσού στο αριστερό του χέρι και ένα ρυτόν στο δεξί . Και δύο Μαινάδες χορεύουν όπου κρατούν κρόταλα, σε κάθε χέρι. Η άλλη πλευρά (Πλευρά Α) δείχνει την Κρίση του Πάρη, όπου καθισμένη πάνω σε ένα βράχο, με τον Ερμή και την Αφροδίτη με σκήπτρο και πουλί. ένα φίδι, ένα ελάφι και ένα σκαντζόχοιρο σε βράχο. Μουσείο Περγάμου, Βερολίνο. Inv. Αριθ. F2182. Αρχείο Βάσης Αρχείων Beazley, Βάζο Αρ. 202509


Το άγαλμα "Ομφαλλός Απόλλων ", το οποίο βρέθηκε το 1862 στο Θέατρο του Διονύσου. Πεντελικό μάρμαρο. 2ος αιώνας μ.Χ. Ονομάστηκε μετά από μια βάση σχήματος ομφαλού με την οποία συνδέθηκε κάποτε  Ύψος 176 cm. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Inv. Αριθ. 45.

Αυτή η βάση του αγάλματος εμφανίζεται σε μια μικρή υπαίθρια περιοχή ανάμεσα στην είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο της Νότιας Πλαγιάς της Ακρόπολης και στο Θέατρο του Διονύσου, όπου εκτίθενται άλλες αρχαίες επιγραφές, αγάλματα και αρχιτεκτονικά στοιχεία.



Καταγραμμένη μαρμάρινη βάση από ένα άγαλμα του μουσικού Νικοκλέους Αριστοκλέους που θεωρείται ο διάσημος παίκτης
κιθάρων Νικοκλέους από το Νικόκλεους Ταραντίνου που ανέφερε ο Παυσανίας . Τα ονόματα των φεστιβάλ στα οποία κέρδισε
μουσικούς αγώνες γράφονται σε στεφάνια από τις τρεις πλευρές της βάσης. Μέσα στο 3ο αιώνα π.Χ.
Θέατρο Διονύσου, Αθήνα. Inv. Νο. ΝΚ 287.

Οι επιγραφές και τα στεφάνια και στις τρεις πλευρές της βάσης είναι πλέον πολύ δισανάγνωστες , αλλά έχουν αποκρυπτογραφηθεί .


Αριστερή πλευρά:

[..] ιεια.
Ἑκατομβοια.
Ἴσθμια
πρῶτος.
Βασίλεια
ΕΝ Μακεδονίαι.
Μπροστά:

Νικοκλῆς | Αριστοκλέους
Πύθια.
Πύθια.
Πύθια.
Παναθήναια
τὰ μεγάλα.
Λήναια
διθυραμβωή.
Πύθια.
Πύθια.
Πύθια.
Δεξιά πλευρά:

Βασιλεία
ΕΝ Ἀλεξανδρείαι.
Ἡλιία.
Βασίλεια.
Αίσθηση.

Επιγραφή IG II 2 3779

....ταύτῃ μὲν τύχην τοιαύτην συμβῆναι λέγουσι: προελθοῦσι δὲ ὀλίγον Λακίου τέμενός ἐστιν ἥρωος καὶ δῆμος ὃν Λακιάδας ὀνομάζουσιν ἀπὸ τούτου, καὶ Νικοκλέους Ταραντίνου ἐστὶ μνῆμα, ὃς ἐπὶ μέγιστον δόξης κιθαρῳδῶν ἁπάντων ἦλθεν. ἔστι δὲ καὶ Ζεφύρου τε βωμὸς καὶ Δήμητρος ἱερὸν καὶ τῆς παιδός: σὺν δέ σφισιν Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν ἔχουσι τιμάς. ἐν τούτῳ τῷ χωρίῳ Φύταλόν φασιν οἴκῳ Δήμητρα δέξασθαι, καὶ τὴν θεὸν ἀντὶ τούτων δοῦναί οἱ τὸ φυτὸν τῆς συκῆς: μαρτυρεῖ δέ μοι τῷ λόγῳ τὸ ἐπίγραμμα τὸ ἐπὶ τῷ Φυτάλου τάφῳ: “ἐνθάδ᾽ ἄναξ ἥρως Φύταλός ποτε δέξατο σεμνὴν Δήμητραν, ὅτε πρῶτον ὀπώρας καρπὸν ἔφηνεν, ἣν ἱερὰν συκῆν θνητῶν γένος ἐξονομάζει: ἐξ οὗ δὴ τιμὰς Φυτάλου γένος ἔσχεν ἀγήρως.

    Παυσανίας 


Μια σκηνή από μια Αττική κωμωδία σε έναν ερυθρόμορφο κρατήρα, που κατασκευάστηκε στην Ποσειδωνία (Paestum, Campania, Ιταλία).Η ζωγραφική του αγγείου απεικονίζει το παιχνίδι φλύαξ phlyax, με τους ηθοποιούς σε κοστούμι αττικής κωμωδίας, που εκτελείται σε ξύλινη σκηνή που στηρίζεται από στήλες. Δύο κλέφτες προσπαθούν να σύρουν Ένα θλιβερό γέροντα από το κιβώτιο του θησαυρού του, ενώ ένας φοβισμένος σκλάβος (δεξιά) κοιτάζει άναυδος. Η άλλη πλευρά του κρατήρα δείχνει τον Διόνυσο και έναν σάτυρο. Αποδίδεται στον ζωγράφο Assteas, γύρω στο 350 π.Χ. Από τον Νόλα της Ιταλίας. Μουσείο Altes, Βερολίνο. Inv. Αριθ. F 3044. Αποκτήθηκε το 1875.



Μαρμάρινη  κεφαλή Μένανδρου από την Κέρκυρα. Ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδος, πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα αντίγραφα του χάλκινου αγάλματος από το Θέατρο του Διονύσου. Ύψος 29,5 cm. Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας. Inv. Αρ. 133



Το όνομα του Μένανδρου που είναι εγγεγραμμένο στη βάση του αγάλματος. Οι υπογραφές των καλλιτεχνών κάτω από αυτό είναι θαμπές και σχεδόν αόρατες. Μένανδρος, Κηφισόδοτος (Κηφισόδοτος ο Νεότερος)Τίμαρχος κατάφερε  Ο Μένανδρος Κηφισόδοτος και ο Τίμαρχος  έκανε την επιγραφή IG II (2) 3775.


Ανασχηματισμένο άγαλμα του Μενάνδρου (περ. 342-290 π.Χ.), Αθηναίος Θεατρικός συγγραφέας της Νέας Κωμωδίας, μπροστά από τον τοίχο αντιστήριξης  στην ανατολική πλευρά του θεάτρου Διονύσου


Το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης.



Και όλα αυτά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Διόνυσου, του επαναστάτη θεού που προτίμησε τη θηλυκή φρενίτιδα για τη λατρεία του, μια μανική φρενίτιδα και αμφισβήτηση της πατριαρχικής εξουσίας εκφρασμένη στις πράξεις των ηρωίδων του αττικού δράματος. Βέβαια, ο τελικός στόχος των τραγικών ποιητών δεν ήταν πιθανώς η ανατροπή αλλά μάλλον ο αποτροπαϊκού χαρακτήρα εξορκισμός των ασυνείδητων καταπιεσμένων θηλυκών ενεργειών μιας έντονα και αδιαμφισβήτητα πατριαρχικής κοινωνίας. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι οι θίασοι του Διόνυσου διέθεταν έναν έντονο θηλυκό χαρακτήρα και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν, όπως και η λατρεία του θεού, ως φορείς λαϊκισμού της τυραννικής εξουσίας, τόσο στην κορινθιακή όσο και στην αττική γη.

©ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

Πηγές,Ενδεικτικά  : 


  • Dörpfeld, Wilhelm ; Reisch, Emil  Das griechische Theater: Beiträge zur Geschichte des Dionysos-Theaters in Athen und anderer griechischer Theater — Athen, 1896
  • Heidelberg historic literature https://digi.ub.uni-heidelberg.de
  • Στη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης
  • Ερ. Horatius Flaccus (Οράτιος), Η τέχνη της ποίησης: Στο Πίσω , γραμμή 275 και εξής . Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Περσέως.
  •  Albert Müller (1831-1916), Lehrbuch der griechischen Bühnenalterthümer ,Σχήμα 8, σελίδα 92. Τόμος 3 του KF Hermann's Lehrbuch der griechischen Antiquitäten .JCB Mohr, Freiburg, 1886. Στο Αρχείο Διαδικτύου.
  • Κατά τον Ernst Ziller, στο Carl von Lützow, Zeitschrift für bildende Kunst , Τόμος XIII, Εικ. 2, σελ. 197. EA Seemann Verlag, Leipzig, 1878.
  • Επίσης δημοσιεύθηκε στο: Adolf Boetticher, Die Akropolis von Athen: nach der
  • Berichten der Alten und den neusten Erforschungen, Σχ. 116, σελίδα 247.
  • Julius Springer, Βερολίνο, 1888. Στη  Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
  •  Adolf Boetticher, Die Akropolis von Athen: Εικόνα 115, σελ. 245. Julius Springer , Βερολίνο, 1888. Στη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
  • Κατά τον Ernst Ziller, στο Carl von Lützow, Zeitschrift für bildende Kunst , τόμος XIII, σχήμα 1, σελίδα 196.
  • EA Seemann Verlag, Leipzig, 1878.
  •  Wilhelm Dörpfeld και Emil Reisch, Θέατρο Das griechische : Beitrage zur Geschichte des Dionysos-Θέατρα στο Θέατρο Athen und anderer griechischer ,  Αθήνα, 1896.
  • Rhys F. Townsend, Η σκηνή του τέταρτου αιώνα του Θεάτρου Διονύσου στην Αθήνα . Hesperia , τόμος 55, τεύχος 4 (Οκτ. - Δεκ. 1986), σελίδες 421-438. Στο jstor.org.




Που βρισκόταν το πρώτο θέατρο της αρχαίας Αθήνας. Η επεισοδιακή παράσταση του Αισχύλου στην οποία κατέρρευσαν οι ξύλινες εξέδρες μαζί με τους θεατές.

Άρτεμις Σκουμπουρδή



Στην κεντρική πλατεία της Αρχαίας Αγοράς είχε στηθεί το πρώτο θέατρο της Αθήνας. Στα αρχαϊκά χρόνια, όταν ο χώρος της αγοράς απέκτησε δημόσια χρήση, φτιάχτηκε μια κυκλική ορχήστρα για χορούς σε πάνδημες γιορτές. Ήταν μια μορφή του πανάρχαιου αλωνιού, το οποίο συναντάμε και σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο. Όταν καθιερώθηκε η λατρεία του Διονύσου, στο κέντρο της ορχήστρας στήθηκε ο βωμός του θεού του κρασιού και της βλάστησης.

Στον χώρο του Ωδείου του Αγρίππα, που φαίνεται στη φωτογραφία, υπήρξε τον 6ο αιώνα π.Χ. το πρώτο θέατρο

 Πάνω στα σκαλοπάτια του βωμού ανέβαινε ο πρώτος υποκριτής, ενώ γύρω του δρούσε ο χορός. Και γύρω από τη θεατρική δράση τοποθετούνταν οι θεατές κυκλικά, ώστε να παρακολουθούν όσα διαδραματίζονταν σε  όλες τις πλευρές. Με τον τρόπο αυτό υπήρχε άμεση σχέση μεταξύ ηθοποιών και θεατών, διότι η διονυσιακή λατρεία και η δραματική ποίηση, που πηγάζει από αυτήν, αποσκοπούσαν στην πλήρη μέθεξη του κοινού.

 Γύρω από την ορχήστρα έστηναν ξύλινους πάγκους, τα “ικρία”, βαθμιδωτά και αμφιθεατρικά, ώστε οι θεατές να παρακολουθούν τα δρώμενα με την άνεσή τους. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, το κοινό του θεάτρου της Αγοράς ήταν πολυπληθές. Τόσο, που όταν γέμιζαν τα ικρία, αρκετοί θεατές ανέβαιναν σε μια μεγάλη γειτονική λεύκα για να απολαύσουν την παράσταση έστω και χωρίς ανέσεις.

  • Στην αρχαιότητα είχε διατηρηθεί ζωντανή η ανάμνηση πως κατά τη διάρκεια της εβδομηκοστής Ολυμπιάδας, το 499 π.Χ. ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος μόλις είχε συμπληρώσει τα 25 του χρόνια, ανταγωνίστηκε τους ποιητές Πρατίνα και Χοιρίλο μέσα σε ένα θέατρο με ξύλινους πάγκους που κατέρρευσαν!
 Φαίνεται λοιπόν πως αυτός ο θεατρικός αγώνας των μεγάλων ποιητών, που συνδέθηκε με το πρωτοφανές για τα θεατρικά χρονικά ατύχημα, έλαβε χώρα στο πρωτόγονο θέατρο της Αγοράς. Πολλοί αρχαιολόγοι, κυρίως όμως ο Τραυλός, ταυτίζουν το θέατρο της Αγοράς με το αρχαίο Λήναιο , όπου γιορτάζονταν τα Λήναια προς τιμήν του Ληναίου Διονύσου. Ονομάστηκε έτσι από τους ληνούς, τα πατητήρια των σταφυλιών. Στο θέατρο αυτό πιστεύεται πως οι Λήνες ή Βάκχες, οι θιασώτριες του Διονύσου, χόρευαν τον εκστασιακό χορό προς τιμήν του θεού του κρασιού. Στον ίδιο χώρο γίνονταν οι θεατρικοί αγώνες των Ληναίων.

Ωδείο του Αγρίππα   Αναπαράσταση

 Μετά την κατάρρευση του Αγοραίου Θεάτρου, όλες οι θεατρικές παραστάσεις μεταφέρθηκαν μάλλον στο γνωστό θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως. Στα ρωμαϊκά χρόνια, το ιστορικό θέατρο της Αγοράς χάθηκε κάτω από τον όγκο του Ωδείου του Αγρίππα, έρμαιο στους νόμους της φθοράς και της λήθης.... www.mixanitouxronou.gr με Πηγή: Μοναστηράκι-Πλάκα, οι γειτονιές των Θεών, Άρτεμις Σκουμπουρδή, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ...









Το θέατρο είναι ελληνική δημιουργία -Που βρίσκονται τα αρχαιότερα θέατρα του Κόσμου


Θέατρον Διονυσίου Ελευθερέως τον 19 αιώνα στους πρόποδες της Ακροπόλεως των Αθηνών 

ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΑ ΘΕΑΤΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 
Για τους Έλληνες κατά  την αρχαιότητα θέατρο ονομάζονταν αρχικά το ακροατήριο και αργότερα η ονομασία επικράτησε για τον τόπο των παραστάσεων με το σύνολο των κτισμάτων του. Ήδη, στα μινωικά ανάκτορα υπήρχαν ειδικοί χώροι με δύο κλίμακες σε ορθή γωνία που προορίζονταν για θρησκευτικούς χορούς και τις λειτουργίες. Σχετικά δείγματα βρέθηκαν στη Φαιστό, στην Κνωσό κ.α.

 Ο θεατρικός ο χώρος στην Κνωσό επάνω όταν ανασκάφτηκε και κάτω στις μέρες μας 

Η αρχαιότερη μορφή του ελληνικού κοίλου (6ος αι. π.Χ.), της θέσης δηλαδή των θεατών, ήταν ένα σύνολο ξύλινων εδωλίων που τοποθετούνταν γύρω από ένα επίπεδο κυκλικό χώρο, την ορχήστρα, όπου εκτυλισσόταν το δράμα. Στην μετέπειτα εξέλιξη του θεάτρου, όταν τη δράση ανέλαβαν αποκλειστικά οι ηθοποιοί, δημιουργήθηκε η υπερυψωμένη πάνω από την ορχήστρα σκηνή και το προσκήνιο



Το ελληνικό θέατρο και το Ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης Στη Μοργαντίνη κατά την περίοδο της αναγέννησης του Τιμολέοντα (344-323 π.Χ.) χτίστηκαν, το Εκκλησιαστήριο για τις λαϊκές συνελεύσεις, το Πρυτανείο και το Ιερό της Δήμητρας και Περσεφόνης με μεγάλη σημασία για την πόλη . ένα τραπεζοειδές θέατρο χτίστηκε επίσης για τις τελετές προς τιμήν του Διονύσου .

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΕΩΣ  ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ 
6ος αι. π.Χ. 
Αποτελούσε μέρος του ιερού του Ελευθερέως Διονύσου
Βασικός τόπος παράστασης του αττικού δράματος
Φιλοξενούσε τα Μεγάλα Διονύσια

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου π.Χ. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν εδώ στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο π.Χ. αι., στην περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε ανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν η αρχική μορφή του.

Το Θέατρο του θεού Διονύσου  φωτογραφημένο το έτος .   1872-3  -  Pascal  Sebad 

Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περιβόλου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και έναν θυσιαστικό βωμό. Αργότερα προστέθηκε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περιβόλου νότια.

Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το θυσιαστικό βωμό από το θέατρο.



Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που προσφέρονταν στο βωμό του.




Το θέατρο είναι ελληνική δημιουργία. Έτσι μεταφερόμαστε στα χρόνια του Πεισίστρατου στην αρχαία Αθήνα.Ο Πεισίστρατος πήρε το ξύλινο άγαλμα (ξόανο) του θεού Διονύσου από τις Ελευθερές και το μετέφερε στην Αθήνα. Κάτω από την Ακρόπολη χτίστηκε ναός προς τιμήν του Διονύσου κι εκεί τοποθετήθηκε το ξόανο. Στα Αρχαϊκά χρόνια έξω από το ναό δημιουργήθηκε ένας κυκλικός χώρος στον οποίο οι κάτοικοι της πόλης χόρευαν Διθυραμβικό χορό.Με το πέρασμα του χρόνου τοποθετήθηκαν γύρω – γύρω ξύλινα καθίσματα τα λεγόμενα ίκρια . Η μορφή του θεάτρου άλλαξε στα χρόνια του Λυκούργου, εποχή κατά την οποία το θέατρο επεκτάθηκε ως τη βάση περίπου της Ακρόπολης με την προσθήκη του επιθεάτρου.


Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το Ωδείον ανατολικά του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική.
Το Ωδείον και το θέατρο Διονύσου Ελευθερέως 

 Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος, μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.
Εφόσον λοιπόν το θέατρο του Διονύσου  έχει δημιουργηθεί στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. μαζί με το επόμενο που θα δούμε, το οποίο  κατασκευάστηκε την ίδια χρονολογία μπορούμε να τα θεωρήσουμε  τα παλαιότερα θέατρα στον κόσμο




ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΘΟΡΙΚΙΩΝ
 6ος αι. π.Χ. 
Το αρχαίο θέατρο στον Θορικό αναπτύσσεται στη βραχώδη πλαγιά του παράκτιου λόφου καλούμενου σήμερα Βελατούρι, σε άμεση συνέχεια του ανασκαμμένου οικισμού του αρχαίου Δήμου των Θορικίων. Στο άμεσο περιβάλλον του, βρίσκεται προς τα Δ οικία και εργαστήριο καθαρισμού μετάλλων (πλυντήριο), και νότια της ορχήστρας νεκροταφείο σε χρήση από τον 6ο έως τον 4ο αι. π.Χ.

Μέρος από το θέατρο του αρχαίου Δήμου  Ικαρίου,  ο σημερινός Διόνυσος 
Είναι επίμηκες με ευθύγραμμο κεντρικό τμήμα και καμπύλα άκρα. Το ευθύγραμμο σχήμα, όπως διαπιστώθηκε μετά την αποκάλυψη άλλων θεάτρων σε Αττικούς δήμους [Ραμνούντος, Ικαρίου (Διόνυσος), Ευωνύμου (Τράχωνες)], δεν αποτελεί εξαίρεση.

Θέατρο Ευωνύμου (Τράχωνες)


Η ορχήστρα του θεάτρου είναι ορθογώνια παραλληλόγραμμη (περίπου 16 Χ30 μ.) με αποστρογγυλεμένες τις γωνίες προς το κοίλον. Στη νότια ελεύθερη πλευρά υποστηρίζεται από αναλημματικό τοίχο μήκους 24 μ. περίπου, τα άκρα του οποίου θεμελιώνονται πάνω στον φυσικό βράχο. Το ανάλημμα αυτό αντικατέστησε παλαιότερο, αυξάνοντας το εμβαδόν της ορχήστρας. Το δυτικό άκρο της ορχήστρας καταλαμβάνει ναΐσκος του Διονύσου, από τον οποίο σώζονται μόνον τα θεμέλια, και το ανατολικό ορθογώνια κατασκευή, πιθανός βωμός.



Πρόσφατες ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής στην περιοχή του αναλήμματος της ορχήστρας αποκάλυψαν το παλαιότερο ανάλημμα σε όλο το μήκος του. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο χώρος αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί ως λατομείο για τον προσπορισμό ασβεστολίθου, όπως και η περιοχή στα ΝΔ του θεάτρου.


Φαίνεται λοιπόν, ότι είχε διαμορφωθεί ένας ανοικτός χώρος με ακανόνιστες βαθμίδες, αποτέλεσμα της λατομεύσεως, ο οποίος προσφερόταν για συναθροίσεις. Ο χώρος διαμορφώθηκε σταδιακά με διαδοχικές επεμβάσεις, οι οποίες πρέπει να συνδέονται με τις αυξημένες ανάγκες για τη συγκέντρωση των δημοτών μετά την πολιτειακή μεταρρύθμιση του Κλεισθένους το 507 π.Χ. με σκοπό την οργάνωση και λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το θέατρο του Θορικού θεωρείται από τα  αρχαιότερα στον σημερινό  ελλαδικό χώρο και μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του. Κατασκευάστηκε στη φυσική αμφιθεατρική πλαγιά στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. η ορχήστρα επεκτάθηκε και στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. κατασκευάστηκε το άνω διάζωμα με ένα μνημειώδη αναλημματικό τοίχο. Δίπλα στη δυτική πάροδο ιδρύθηκε ο μικρός ναός του Διονύσου. Στην ανατολική πλευρά του υπάρχει μία μεγάλη αίθουσα με θρανίο λαξευμένο στο βράχο, που ήταν πιθανώς τόπος συγκέντρωσης. Δίπλα στο δυτικό διάζωμα του θεάτρου υπήρχε ένα σπίτι με πεντάκλινο ανδρώνα (δωμάτιο συμποσίων) και αυλή. Το χωρίζει από το θέατρο ένα στενό μονοπάτι που ανηφορίζει στην πλαγιά.

Ο Θορικός, στο σημερινό Λαύριο, ήταν ένας από τους αρχαιότερους οικισμούς της Αττικής: Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, κατοικείται πιθανότατα από την τέταρτη χιλιετία προ Χριστού.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι ακριβώς νότια της ορχήστρας του θεάτρου και σύγχρονα με αυτό δημιουργήθηκε ένα νεκροταφείο που ήταν σε χρήση από τον 6ο αι. π.Χ. άρα ιδρύθηκε πριν την κατασκευή του θεάτρου , έως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. .

Δυτικά του λόφου το θέατρο Στον αρχαιολογικό χώρο Θορικού, πολύ κοντά στη Λεωφόρο Λαυρίου, βρίσκεται ίσως το αρχαιότερο σωζόμενο θέατρο στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στη δυτική πλαγιά του λόφου «Βελατούρι » βρίσκεται το κέντρο του αρχαίου δήμου Θορικού. Από τον αρχαίο δήμο σήμερα σώζονται το θέατρο, μέρη του οικισμού και των εγκαταστάσεων όπου γινόταν η επεξεργασία των μετάλλων, ένας τετράγωνος πύργος του 4ου αιώνα π.Χ., τα νεκροταφεία και το ιερό της Δήμητρας και της κόρης. Ο οικισμός γνωστός ως βιομηχανική πόλη εκτείνεται στη βραχώδη κατηφορική πλαγιά του λόφου





ΕΚ.ΤΟΥ.ΣΥΝΕΡΓΆΤΗ ΜΑΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ


Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot    





Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only