Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ ΤΟ 1822 ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ

Πριν επεκταθούμε στα γεγονότα της καταστροφής, συμφώνως και με τη σειρά που ακολούθησε ο ίδιος ο Στουγιαννάκης, θα αποκαλύψουμε τη ζωή και το χαρακτήρα των αρχηγών από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις που υπήρχαν, εκείνη την εποχή, στη Νάουσα, το Ζαφειράκη και το Μάμαντη, όπως ακριβώς τους περιγράφει ο Στουγιαννάκης, φανερός υποστηρικτής και οπαδός του πρώτου.

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης

Γεννήθηκε το 1773 και ανατράφηκε από τον πατέρα του ελληνοπρεπώς. Είχε πνεύμα οξύ και ευφυΐα σπάνια, οι καλύτεροι δάσκαλοι της εποχής εκείνης όπως ο Αναστάσιος Εμμανουήλ, ο Μάντος Παπαγγελάκης και ο Δημήτριος Μπαρλαούτας τον δίδασκαν όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και ιδιαιτέρως στο σπίτι του, αμειβόμενοι πλουσιοπάροχα γι αυτό από τον πατέρα του...



Ευμαθής και φιλόπονος, τολμηρός και δραστήριος βοηθήθηκε και από την τύχη και αύξησε την πατρική του περιουσία, αφού πρώτα συνεταιρίστηκε με το βαθύπλουτο Θωμά Χατζηχειμώνα και αφού κληρονόμησε ένα πλούσιο συγγενή του που πέθανε στη Γερμανία. Φίλαρχος και φιλόδοξος, ομιλητικός, μειλίχιος, χαρωπός, γενναιόδωρος θεωρούσε πρώτη των αρετών το ευεργετείν, οξύθυμος και ευερέθιστος, αλλά μπορούσε να συγκρατεί τον εαυτό του, όταν νόμιζε ότι ο θυμός του θα έφερνε μεγάλη βλάβη. Μέσα στα πολλά αυτά φυσικά και επίκτητα πλεονεκτήματά του σκιά ήταν και τα μεγάλα του ελαττώματα που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν ή έστω να μετριασθούν μέσα από την παιδεία του και από τους μεγάλους δασκάλους του.


Με την υπερβολική φιλοδοξία και εγωισμό του κανένα άλλον δεν ανεχόταν σαν ανώτερο ή ίσο του. Ο ευερέθιστος χαρακτήρας του που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, τον έκανε, πολλές φορές, βίαιο και τον έσπρωχνε σε αυθαιρεσίες και αυτοδικίες. Σε όλη του τη ζωή, οποιοδήποτε πράγμα ή κτήμα επιθυμούσε, το έπαιρνε αυθαιρέτως και ας μη δινόταν αυτό, πλήρωνε όμως μετά και πάνω από την αξία του. Με τέτοιο τρόπο πήρε δύο σπίτια δίπλα στο σπίτι του πεθερού του και πάνω σε αυτά έκτισε το μεγαλοπρεπές μέγαρό του. Απίθανη όμως φαίνεται η κατηγορία ότι σφετερίστηκε δημόσιο χρήμα, αφού τα έσοδά του ήταν τόσο πολλά, που μπορούσε να ζει πολυτελέστατα, να βοηθεί και να αμείβει γενναιόδωρα τους φίλους και αυτούς που τον υπηρετούσαν. Αλλά η επίμονη άρνησή του να δίνει λόγο για τη διαχείριση των δημοσίων εσόδων και η περιφρόνηση που έδειχνε σε όσους το ζητούσαν, δικαιολογεί μερικώς την κατηγορία αυτή.

Για να φαίνεται δε μεγαλοπρεπής, εκτός από τα εξήντα άτομα της πολιτοφυλακής (φρουρά του) που πληρώνονταν από το κοινό ταμείο, διατηρούσε και άλλα 30-40 άτομα που όπως έλεγε, τα πλήρωνε ο ίδιος. Δε γνωρίζουμε μέχρι πού φτάνει η ίδια του ενοχή στη δηλητηρίαση του Λούση Παπαφιλίππου, επίσης δε γνωρίζουμε ακριβώς την ενοχή του στη δολοφονία του Δημητρίου Υπάτρου που κατά τον Leake έγινε από την παράταξή του. Άδικη όμως είναι η κρίση κάποιων που λένε ότι από ιδιοτέλεια και φιλοδοξία προκάλεσε την επανάσταση και με αυτήν έφερε την καταστροφή και ερήμωση της πατρίδας του, αν και ο ίδιος ο Στουγιαννάκης, γράφει ότι η πολιτική αντιζηλία μεταξύ του Ζαφειράκη του Μάμαντη και των οπαδών τους ήταν παρόμοια με αυτή των Αθηναίων Αριστείδη και Θεμιστοκλή, Κίμωνα και Περικλή και των οπαδών τους. 

Επίσης αναφέρει ότι πραγματικά υπάρχει η παράδοση που λέγεται από πολλούς για τα γεγονότα του 1822 η οποία χαρακτηρίζει το Μάμαντη, το Ζαφειράκη και τον Καρατάσο σαν προδότες, ολετήρες και αίτιους της καταστροφής της πατρίδας. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας του Ζαφειράκη. Το ανάστημά του ήταν μέτριο και ήταν εύρωστος και ευκίνητος. Το πρόσωπό του ήταν ωοειδές, με μέτωπο που προεξείχε, μύτη ευθεία και καστανά μάτια που άστραφταν. Φορούσε όλα τα είδη των ενδυμασιών που ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή. Βάδιζε με μεγαλοπρέπεια και πάντοτε τον ακολουθούσαν 5-6 οπαδοί του.

Χειριζόταν επιδέξια όλα τα όπλα, πήγαινε τακτικά με τους φίλους του για κυνήγι και εκεί επιδείκνυε το πόσο καλός σκοπευτής ήταν. Εκτός από το κυνήγι και την σκοποβολή ήταν καλός και στην ιππασία και όταν «διατελούσε εν ευθυμία ή ήταν σε νευρική διέγερση» με το άλογό του έτρεχε στους δρόμους, χωρίς να τον εμποδίζει τίποτε, και έφιππος ανέβαινε μέχρι τον τέταρτο όροφο του σπιτιού του. Για όλα αυτά κάποιοι τον αποκαλούσαν τρελό.

Ο Μάμαντης (Δραγατάς)

Ήταν 7-8 χρόνια μεγαλύτερος του Ζαφειράκη, ψηλός και παχύσαρκος και αναγκαστικά βραδυκίνητος, είχε κεφάλι στρογγυλό και ήταν μελαχρινός, μαυρομάλλης, με μάτια μελανά και βλοσυρά, είχε μέτωπο πλατύ, μεγάλη μύτη, το δέρμα του κάτω από το σαγόνι του σχημάτιζε «δίπλα» και ήταν σαν να είχε και δεύτερο σαγόνι. Δεν είχε τα φυσικά και ηθικά πλεονεκτήματα του Ζαφειράκη και δεν έτυχε καλής αγωγής και εκπαίδευσης. 

Παρόλο που ήταν ευφυής, έμεινε αμαθής και ελαττωματικός. Ήταν περήφανος, δοξομανής και φίλαρχος, υστερούσε όμως από διοικητικά προσόντα. Ανεπιτήδειος στο να χαλιναγωγεί τα πάθη του και προπαντός τον παράλογο θυμό του, πολλές φορές έβριζε και ήταν βάναυσος. Η δύναμή του στην πόλη προερχόταν από τους πολλούς συγγενείς του. Είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και περνούσε «βίον αβρόν». 

Ήταν ιδιότροπος και συνεχώς δυσφορούσε, ειδικά, αφού μετά το θάνατο της μνηστής του, δε θέλησε να παντρευτεί άλλην, αν και δεν ήταν και τόσο εγκρατής. Ούτε με τους εμπίστους του δε μοιραζόταν τις σκέψεις και αποφάσεις του. Μνησίκακος και εκδικητικός δε συγχωρούσε ποτέ για καμία αδικία που του έγινε ή έστω και να μελετήθηκε να του γίνει. Την εποχή εκείνη ο Ζαφειράκης είχε εξορίσει το Μάμαντη ο οποίος ζούσε στη Θεσσαλονίκη και το ότι δεν ήταν, μέσα στην πόλη, είναι αδιαμφισβήτητο. 

Παρακολούθησε και παρέστη σα θεατής στην εκστρατεία του Αμπουλουμπούτ και στις δραματικές σκηνές της κατακρεούργησης των συμπολιτών του. Αυτό συντέλεσε στο να πιστέψουν πολλοί ότι υπήρξε προδότης και συνεργός της καταστροφής. Κατά τις φρικτές όμως εκείνες μέρες βεβαιώνεται από πολλούς ότι φάνηκε πάρα πολύ ευεργετικός σε πολλές οικογένειες, σώζοντάς τες από το θάνατο. Πιθανόν να πέθανε το 1828.

Η Δολοφονία του Δημητρίου Υπάτρου

Γύρω στα τέλη του 1820, ήρθε στην πόλη, ως ξένος επισκέπτης, ο Μετσοβίτης Φιλικός Δημήτριος Ύπατρος (Δημήτριος Φουρκιώτης), σταλμένος από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στον Αλή πασά με απόρρητα έγγραφα σχετικά με τη συνεργασία του με τη Φιλική Εταιρεία και διάφορες άλλες επιστολές για τους οπλαρχηγούς Καρατάσο, Γάτσο κ.ά.

Ως ξένος, λοιπόν, φιλοξενήθηκε, κατά μία πληροφορία, στο σπίτι του δάσκαλου Δημητρίου Μπαρλαούτα που βρίσκεται στην ενορία του Αγίου Γεωργίου. Συμφώνως με άλλες πληροφορίες όμως ο Ύπατρος, πριν έρθει στη Νάουσα, είχε ενημερωθεί από τους Φιλικούς της Θεσσαλονίκης για την πολιτική κατάσταση της Νάουσας και το ρόλο του καθενός και τελικώς φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Λούση Παπαφιλίππου. Ο Ζαφειράκης, στην αρχή, αρνήθηκε να τον συναντήσει, αλλά τελικώς άλλαξε γνώμη, τον δέχθηκε και συνομίλησε μαζί του.

Πιθανόν γιατί γνώριζε ότι ο Καρατάσος και ο Γάτσος είχαν ενταχθεί στη φιλική εταιρεία, αλλά ο ίδιος δεν κρίθηκε κατάλληλος για μύηση στην εταιρεία από το μοναχό που έστειλε, για να του κάνει κατήχηση, ο επίσκοπος Αρκαδίας Ιγνάτιος. Για τους φιλικούς ο Ζαφειράκης θεωρούνταν επικίνδυνος για τα μυστικά της εταιρείας εξαιτίας των ιδιαίτερων σχέσεων που είχε με το Παλάτι στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά τη συνάντησή του με το Ζαφειράκη, ο Ύπατρος ήταν σκυθρωπός και δυσαρεστημένος, την επόμενη μέρα όμως, μαζί με το Σπυρίδωνα Πιπέρη46 περιηγήθηκε σε διάφορα μέρη της πόλης και έξω από αυτήν και τελικώς φαινόταν ευχαριστημένος από τα μέρη που περιεργάστηκε.

Αφού επέστρεψε στο κατάλυμά του, σχεδίασε σε χάρτη όλες τις τοποθεσίες που παρατήρησε. Το βράδυ της τρίτης μέρας προσκλήθηκε από το Ζαφειράκη και συζήτησαν ζωηρά μέχρι και τα μεσάνυχτα για κάποιο σπουδαίο θέμα. Την επόμενη μέρα, μαζί με τον Πιπέρη, επισκέφτηκε και τους υπόλοιπους προκρίτους της πόλης και συνομίλησε μαζί τους για πολλές ώρες και στη συνέχεια ξαναπήγε στο Ζαφειράκη και γευμάτισαν μαζί.

Το δωμάτιο, στο οποίο φιλοξένησε ο Ζαφειράκης τον Ύπατρο, βρισκόταν στο δεύτερο όροφο και κάτω ακριβώς από το δωμάτιο της κόρης του Ευθυμίας. Στο ταβάνι του δωματίου αυτού υπήρχαν μικρές τρύπες, κλεισμένες με χρωματιστό γυαλί, που μέσα στην πλούσια διακόσμηση του ταβανιού ήταν σχεδόν απαρατήρητες. Από τις τρύπες αυτές μπορούσε η κόρη και η γυναίκα του Ζαφειράκη να βλέπουν και να ακούν όλα όσα γίνονταν στο κάτω δωμάτιο που έμενε ο φιλοξενούμενος, χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τον ίδιο.

Τις μέρες εκείνες, έτυχε να φιλοξενεί και η κόρη του Ζαφειράκη μία συνομήλικη φίλη της, γειτόνισσα, που ήταν μνηστή ενός από τους έμπιστους του Ζαφειράκη. Η κοπέλα αυτή, αργότερα, διηγούνταν :

«Η παρουσία αυτού του όμορφου ξένου μας κέντρισε την περιέργεια και τον παρακολουθούσαμε μέσα από τις γυάλινες τρύπες στις συζητήσεις που έκανε με το Ζαφειράκη και που ήταν έντονες, με πολλές χειρονομίες και κινήσεις του κεφαλιού. Δε μπορέσαμε όμως να καταλάβουμε τι έλεγαν, γιατί μιλούσαν χαμηλοφώνως. Είδαμε όμως το Ζαφειράκη να παίρνει ένα διπλωμένο χαρτί από το γραφείο του και αφού το διάβασε δύο φορές, με μεγάλη προσοχή, στη συνέχεια έγραψε πάνω σε αυτό κάτι, έκανε το σημάδι του σταυρού και αφού το ξαναδίπλωσε,το έδωσε στον ξένο. Μετά συνεχίστηκε η συζήτηση και ο Ζαφειράκης, σε κάποια στιγμή, κάλεσε με τον υπηρέτη του δύο παλληκάρια στα οποία έδωσε εντολή, για την επόμενη μέρα, να συνοδεύσουν τον ξένο μέχρι το Σέλι. Αφού έφυγαν, ο Ζαφειράκης συνόδευσε τον ξένο μέχρι την εξώπορτα και αφού φιλήθηκαν, του είπε :“Ο Θεός μαζί μας”».

Το πρωί της πέμπτης μέρας, συνοδευόμενος από τα δύο παλληκάρια του Ζαφειράκη (Κ.Μουσλή και Δημ. Νούχ(κ)ο), ξεκίνησε για το Σέλι που μετά θα συνέχιζε προς το Φραγκότσι για να πάει στην Κοζάνη και από εκεί στην Ήπειρο και στους Σουλιώτες.

Στη διαδρομή μεταξύ Νάουσας και Σελίου, πυροβολήθηκε και χτυπήθηκε θανάσιμα με σφαίρα που ήλθε μέσα από τους θάμνους που ήταν δίπλα στο δρόμο. Οι οδηγοί του, τρομαγμένοι, το έβαλαν στα πόδια, ήρθαν στο Ζαφειράκη και του διηγήθηκαν το περιστατικό. Αυτός αμέσως, μαζί με πολλούς από την ακολουθία του και με τον Ιερέα Παπαγεωργίου, πήγε στον τόπο του εγκλήματος. Εκεί βρήκαν το πτώμα του Υπάτρου σχεδόν γυμνό, ούτε το ρολόι του ούτε χρήματα, αλλά και ούτε άλλα έγγραφα βρέθηκαν πάνω στο πτώμα και το άλογο του δολοφονημένου είχε εξαφανιστεί (βρέθηκε, μετά από τρεις μέρες, από ένα βοσκό, σε ένα χωριό, σε απόσταση τρεις ώρες δυτικώς της Έδεσσας).

Ο Ζαφειράκης διέταξε να ταφεί το θύμα και αυτό έγινε εκεί επιτόπου σε μία γωνία, δίπλα στο δρόμο και το μέρος εκείνο από τότε το έλεγαν «το μνήμα του Φράγκου».
Επικρατέστερη θεωρία είναι ότι οι ίδιοι οι οδηγοί σκότωσαν τον Ύπατρο, εκτελώντας διαταγή του ίδιου του Ζαφειράκη, για να εξαφανίσει όλα τα έγγραφα και σχέδια που είχε μαζί του. Την άποψη αυτή έχει και ο Γερβίνος την ίδια άποψη και ο Πουκεβίλλ, λέγοντας ότι ο Ζαφειράκης μαζί με δύο άλλους τον δολοφόνησαν μέσα στο σπίτι του. Τις απόψεις αυτές ενισχύει και το γεγονός ότι, μετά από λίγες μέρες, έστειλε ο Ζαφειράκης το γιο του Φίλιππο στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Πουκεβίλλ, επίσης, λέγει ότι ο Ζαφειράκης αφού δολοφόνησε τον Ύπατρο, πήγε ο ίδιος στο βεζίρη Μαχμούτ της Λάρισας και του παρέδωσε την αλληλογραφία του Υπάτρου. Η ενοχή του Ζαφειράκη στη δολοφονία του Υπάτρου φαίνεται και από την μελαγχολία που τον έπιασε μετά το γεγονός. Από τη μέρα του φόνου έχασε τηζωηρότητα και ενεργητικότητά του, έγινε δύστροπος, απρόσιτος, οργίλος και πολλές φορές παράφορος, μέχρι και μανιώδης. Τα πρώην αστραφτερά μάτια του έγιναν ζοφερά.

Κλείνονταν για πολλές μέρες στο ιδιαίτερο δωμάτιό του και βημάτιζε άτακτα, χειρονομώντας και μονολογώντας ασυνάρτητα. Για όλα αυτά χαρακτηρίστηκε από κάποιους παράφρονας ή ότι βασανιζόταν από τις τύψεις της συνείδησής του. Ρέμβαζε, για πολλές ώρες, στον καταρράκτη Δουμπάνους (Στουμπάνους) και σπανίως εμφανιζόταν στο κοινό για τις δημόσιες υποθέσεις που την περίοδο εκείνη τις ρύθμιζαν οι συνάρχοντές του. Τέλος, και το γεγονός ότι η Πύλη ευχαριστήθηκε πολύ από αυτή τη διαγωγή του Ζαφειράκη και τον ευχαρίστησε με φιρμάνι, όπως γράφει ο Σπυρίδωνας Τρικούπης στο «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», μας επιτρέπει να μην έχουμε αμφιβολίες γι αυτό.

Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι την 11η Νοεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μηνά, όταν ενώ βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά που είχε πανηγύρι, του αναγγέλθηκε ότι επέστρεψε από το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη ο γιος του Φίλιππος. Αμέσως έφυγε για να τον υποδεχθεί. Από εκείνη τη μέρα ο Ζαφειράκης και πάλι άλλαξε, ήταν πιο ήρεμος αλλά οι κινήσεις του ήταν ακόμη βιαστικές και νευρικές. Από τότε λέγεται ότι μυούνταν στη Φιλική Εταιρεία από κάποιο Μπαλάνο ο οποίος, λίγο πριν την επανάσταση, ήρθε στη Νάουσα μαζί με τον Πρόξενο της Δανίας Εμμανουήλ Κυριακού.

Η Κατάσταση στην Πόλη μετά την Δολοφονία του Υπάτρου

Η κατάσταση στην πόλη, μετά τη δολοφονία, δεν ήταν καλή, όλοι γνώριζαν ότι θα υπάρξουν εξελίξεις. Η αντιπολίτευση όλη κατηγορούσε το Ζαφειράκη για την πράξη του και προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο, ο Ζαφειράκης διατάζει τη φυλάκιση τριάντα τεσσάρων <34> πολιτικών του αντιπάλων. Στους 34 πολιτικούς αντιπάλους δε συμπεριλαμβάνονται ο Περδικάρης που ήταν φυγάδας στα Γιαννιτσά και ο Μάμαντης που τον είχε εξορίσει στη Θεσσαλονίκη.

Η μεταμέλεια του Ζαφειράκη, η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία, ο πόλεμος της πύλης με τον Αλή πασά και η επανάσταση της Χαλκιδικής είναι τα σημαντικά και καίρια θέματα των πριν την επανάσταση γεγονότων.

Την πτώση των Ιωαννίνων και το θάνατο του Αλή πασά τα έμαθαν την 10η Φεβρουαρίου. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1822, υπό την προεδρία του Ζαφειράκη και παρουσία του Καρατάσου και Γάτσου, έγινε σύσκεψη και λήφθηκε η απόφαση για τον τρόπο άμυνας, μετά τη γενική εξέγερση που οργανωνόταν σε όλη τη Μακεδονία. Από τότε, με τα όποια μέσα υπήρχαν, άρχισαν να ισχυροποιούνται τα αμυντικά μέσα της πόλης και να τελειοποιούνται τα όπλα. Τελειοποιήθηκαν έτσι 150 τουφέκια που έστελναν μια σφαίρα βάρους 25 δραμιών μαζί και με άλλα μικρότερα κομμάτια, σε απόσταση χιλίων βημάτων. Προσπάθησαν, τότε, να κατασκευάσουν και δύο τηλεβόλα, αλλά δε μπόρεσαν να τα αποπερατώσουν.

Η καταστολή της επανάστασης της Χαλκιδικής από τον Αμπού Λουμπούτ τον ανάγκασε να διατάξει τον εξοπλισμό όλων των Οθωμανών και τον αφοπλισμό των Χριστιανών κατοίκων της Βέροιας και της Νάουσας, παίρνοντας ως ομήρους τους επιφανέστερους από τους κατοίκους των πόλεων της Μακεδονίας και να τους κρατεί στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Η Βέροια, η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, η Καστοριά, το Μοναστήρι, η Αχρίδα, η Κορυτσά και πολλές άλλες χριστιανικές πόλεις έδωσαν ομήρους. Από τη Νάουσα απαιτούσε να πάει ο ίδιος ο Ζαφειράκης στη Θεσσαλονίκη και να εκφράσει υποταγή ή να στείλει ως όμηρο το γιο του, έτσι, τελικώς η Νάουσα ήταν η μόνη που αρνήθηκε να δώσει ομήρους.

Πολεμικά Συμβούλια – Αποφάσεις – Ξεσηκωμός

Η παραμονή στις φυλακές των τριάντα τεσσάρων πολιτικών αντιπάλων του Ζαφειράκη κρατούσε διχασμένη την πόλη. Η μεταμέλεια του Ζαφειράκη, ως προς το θέμα της επανάστασης από την ροή των γεγονότων, δεν ήταν αρκετή για ένα γενικό ξεσηκωμό και αυτό φαινόταν και το γνώριζαν καλά όλοι οι πρόκριτοι των γύρω της Νάουσας πόλεων.

Κατά τη συζήτηση του παραπάνω συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 1822, ήρθε μήνυμα ότι ο βοεβόδας ζητούσε να συναντήσει το Ζαφειράκη για να συζητήσει μαζί του για κάποια θέματα. Ο Ζαφειράκης πήγε και του έδωσε καθησυχαστικές εξηγήσεις για τη φυλάκιση των αντιπάλων του και μετά από αμοιβαίες φιλοφρονήσεις έφυγε και επανήλθε στο συμβούλιο που είχε διακοπεί.Την ώρα της συζήτησης ήρθε ο Μιχαήλ Στ. Κούντσης κατευθείαν από τη Χαλκιδική, φέρνοντας την κακή είδηση ότι η επανάσταση εκεί απέτυχε, περιγράφοντας τη μεγάλη καταστροφή που έγινε. 

Αυτή η είδηση, αντί να αποθαρρύνει τους Ναουσαίους που ετοιμάζονταν για την επανάσταση, τους έδωσε περισσότερο θάρρος, γιατί νόμιζαν ότι ο στρατάρχης θα παρέμεινε στη Χαλκιδική, απασχολημένος με τα στρατεύματά του, μέχρι να αποκαταστήσει πλήρως την τάξη και ότι δε θα μπορούσε να διαθέσει άλλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τη σχεδιαζόμενη επανάσταση της Μακεδονίας, με ορμητήρια τη Νάουσα και τη Σιάτιστα.

Τελικώς στο συμβούλιο της 15ης Φεβρουαρίου αποφασίστηκαν τα παρακάτω μέτρα :

α) Να φροντίσουν αμέσως να καταλάβουν διάφορες οχυρωματικές θέσεις που βρίσκονταν στα περίχωρα της πόλης.

β) Να καταλάβουν τα στενά και τις διαβάσεις του Αλιάκμονα και ειδικώς αυτά που επικοινωνούν με τα Κονιαροχώρια (η περιοχή του Ξηρολίβαδου) για να εμποδίζεται έτσι τυχόν επίθεση από την Πτολεμαΐδα.

γ) Δύο σώματα, αποτελούμενα από 1000 με 1500 άντρες, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Καρατάσο και Γάτσο να σταλούν για να καταλάβουν τη Βέροια και την Έδεσσα, ταυτοχρόνως να παροτρύνουν τους κατοίκους των πόλεων αυτών να επαναστατήσουν και σε περίπτωση που αρνηθούν, να κάψουν τις πόλεις τους.

δ) Να εκλέξουν μία πενταμελή διοικητική επιτροπή (εκτός από αυτή που υπήρχε) της οποίας καθήκον θα ήταν να επαγρυπνεί, να περιτρέχει την πόλη και να προλαμβάνει τις κάθε παρεκτροπές ή αυτοδικίες των κατοίκων και σε περίπτωση που εντοπίζει τέτοια φαινόμενα, να τα δικάζει.

ε) Να εκλέξουν ακόμη μία τετραμελή επιτροπή της οποίας έργο θα ήταν η φροντίδα της περιφρούρησης και της συγκομιδής των καρπών, αλλά και της συνετής και δίκαιης διάθεσης αυτών.

στ) Γενικός αρχηγός των στρατιωτικών επιχειρήσεων διορίστηκε ο Καρατάσος και βοηθός του ο Γάτσος που θα αναλάμβανε τη στρατιωτική πειθαρχία και τη διανομή όπλων και πολεμοφοδίων σε όποιους δεν είχαν δικά τους, ντόπιους και ξένους.

ζ) Να σταλούν έμπιστοι ταχυδρόμοι σε όσες πόλεις ήταν μυημένες στον αγώνα (όπως η Καστοριά, η Κλεισούρα, η Σιάτιστα κ.α.) για να γνωστοποιήσουν τις παραπάνω αποφάσεις της συνέλευσης και την ύψωση της σημαίας της επανάστασης, τη 19ην Φεβρουαρίου που ήταν Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Τέτοιου είδους θέματα που αφορούσαν την επανάσταση και την οργάνωσή της διεκπεραιώνονταν όλα με τέλειο τρόπο, αλλά το μόνο που δε σκέφτηκαν να οργανώσουν, ήταν η ασφάλεια και η μεταφορά των γυναικόπαιδων, των γερόντων και των ασθενών, σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό, κατά το Στουγιαννάκη, ήταν το σπουδαιότερο σφάλμα αυτών που οργάνωσαν όλα τα παραπάνω ζητήματα, δικαιολογώντας τουςεν μέρει ότι ήταν σίγουροι για την καλά οχυρωμένη θέση της πόλης, για την παλληκαριά των κατοίκων της και γενικώς για το ότι δεν περίμεναν ότι οι Τούρκοι θα συγκέντρωναν τόσο πολύ στρατό για να καταλάβουν την πόλη.

Στρατηγικά Σημεία και Κατάληψή τους – Σύνθεση των Οπλιτών

Στις επόμενες τρεις μέρες (16,17 και 18 Φεβρουαρίου), ο Ζαφειράκης συνεδρίαζε με τους οπλαρχηγούς και συζητούσε για την έγκαιρη κατάληψη όλων των αμυντικών θέσεων και ειδικά όλων των δρόμων και μονοπατιών από και προς τον κάμπο. Στις συσκέψεις αυτές έπαιρναν μέρος και οι αδελφοί Ραμαντάνη, ο Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος Σιούγκαρης, ο Δημήτρης Καραμήτσιος και ο Αργύρης Καραμπατάκης. Συζητούσαν, επίσης, τρόπους για να εμψυχώσουν τους κατοίκους των πεδινών χωριών και να στρατολογήσουν οπλίτες από αυτά.

Για το λόγο αυτό στάλθηκαν ο Τσερνοπέτρης, πρωτοπαλλήκαρο και έμπιστος του Καραμπατάκη, με 80 άντρες για να καταλάβει και να περιφρουρεί τις θέσεις «Φουντούκι» που ήταν οι δίοδοι του ποταμού Λουδία, ο Μιχάλης Στογιάνος με το Δεληγιάννη, τον Πιτσιάβα και 110 άντρες τις διαβάσεις του ποταμού στο χωριό Πράχνανη48 και την κοιλάδα της Μπάνιας. Ο Γάτσος πήγε μόνος του στα χωριά Δραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Περισιώρι, Κουτσούφλιανη, Φέτιτσα (Πολλά Νερά) και Βελαβόδα για να διατάξει την από τους κατοίκους των χωριών αυτών φρούρηση των διαφόρων επίκαιρων θέσεων και ειδικά της Παλιοκαλιάς και της Μπαλαβόδας (Πισοδέρι).

Αφού ρυθμίστηκαν όλα τα παραπάνω, ο Καρατάσος σα γενικός αρχηγός, στο συμβούλιο της 18ης Φεβρουαρίου, αποφάσισε ότι για την κατάληψη της Βέροιας έφταναν 800-1000 άντρες υπό την αρχηγία του Ζαφειράκη με το Δημήτρη Σιούγκαρη και το Λάζο Ραμαντάνη και ότι σαν οπισθοφυλακή και εφεδρεία, σε περίπτωση ανάγκης, έπρεπε να στρατοπεδεύσουν άλλα δύο σώματα από 250-300 άντρες στο Δοβρά και στο Τουρκοχώρι (σημερινή Πατρίδα). Αφού ρυθμίστηκε και αυτό, απαριθμήθηκαν οι οπλίτες της πόλης και των περιχώρων και βρέθηκαν να έχουν ως εξής :

1200 Ναουσαίοι υπό την αρχηγία του Καρατάσου.
1000 Ναουσαίοι υπό την αρχηγία του Ζαφειράκη.
650 Ναουσαίοι υπό την αρχηγία του Γιαννάκη Καρατάσου.
40 Περισιωρίτες.
120 Δραζιλοβίτες.
50 Οσλιανίτες.
250 Από άλλα ορεινά χωριά, όλοι υπό την αρχηγία του Αγγελή Γάτσου και των Σιουγκαραίων.
160 Από άλλα ΒΑ χωριά υπό την αρχηγία του Μιχαήλ Κούντση
140 Από τα χωριά του Κοπανού, Γιάντσιστας(Άγιος Γεώργιος), Βέστιτσα (Αγγελοχώρι)και Σελβοχώριον (Ζερβοχώρι) υπό την αρχηγία του Αργύρη Καραμπατάκη και του ΤσερνοΠέτρη.
230 Από τα χωριά Διχαλεύρι, Αρκουδοχώρι, Τσιόρνοβο (Φυτειά), Μαρούσια και Σκοτίνα υπό την αρχηγία του ΔημήτρηΚαρατάσου.
450 Σελιώτες, Σκοτινιώτες και Κουτσουφλιανίτες μοιράστηκαν στα διάφορα σώματα.
450 Από τα χωριά Σαρακίνοβο (Σαρακινοί), Τέχοβο (Καρυδιά) και από άλλα ορεινά χωριά.
250 Τελευταίοι που ήρθαν, κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, υπό την αρχηγία του Διαμαντή Ολυμπίου. 

Όλοι οι οπλίτες έφταναν τους πέντε χιλιάδες και με αυτή τη δύναμη ήλπιζαν να αντισταθούν στην τουρκική στρατιά, να τη νικήσουν και να διαδώσουν την επανάσταση και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Αυτή η μικρή δύναμη οπλιτών είχε θάρρος και γενναιότητα να σταθεί απέναντι στη στρατιά του Αμπού Λουμπούτ, γιατί είχε έμφυτη την ανδρεία, διοικούνταν από γενναίους και έμπειρους αρχηγούς, η εμπειρία τους στα όπλα και τον πόλεμο ήταν μεγάλη, από μικρή ηλικία, και μπορούσαν να χρησιμοποιούν το τουφέκι και το γιαταγάνι το ίδιο επιδέξια. Το ότι γνώριζαν και οι ίδιοι αυτές τους τις ικανότητες και το ότι ήταν τέλειοι σκοπευτές, διπλασίαζε το θάρρος και την αυτοπεποίθησή τους και μπορούσαν έτσι να αντιπαραταχθούν σε διπλάσιο, ακόμη και τριπλάσιο αριθμό εχθρών.

Το μόνο αποθαρρυντικό ήταν ότι δεν είχε έρθει ακόμη καμία ενισχυτική δύναμη από τις γύρω ελληνικές πόλεις,όπως είχαν υποσχεθεί, για να ξεκινήσει η εξέγερση.

Κήρυξη της Επανάστασης στο Ναό του Αγίου Δημητρίου

Τη 19η Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, στον τότε Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου γινόταν λειτουργία και είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός κατοίκων, οπλισμένοι και άοπλοι, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.

Μετά το τέλος της λειτουργίας, ψάλθηκε παράκληση με την οποία ο πρωτοσύγκελος Ζαχαρίας έβγαλε ένα μικρό πατριωτικό λόγο με τον οποίο συγκίνησε και προέτρεπε τους κατοίκους στον ιερό υπέρ της πατρίδας και πίστης αγώνα. Ο Ζαφειράκης πρόσθεσε ότι οι ελπίδες για την επιτυχία του αγώνα δεν ήταν μάταιες και ότι αυτή τη στιγμή όλες οι πόλεις της Μακεδονίας περιμένουν το σύνθημα της επανάστασης και αμέσως θα πάρουν τα όπλα για να συμμετάσχουν και αυτές στον αγώνα της απελευθέρωσης.

Στη συνέχεια, ο πρωτοσύγκελος Ζαχαρίας πήρε από την Αγία Τράπεζα τη σημαία με τον αναγεννώμενο φοίνικα και την επιγραφή «Εν Τούτω Νίκα» από τη μία πλευρά και την επιγραφή «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» από την άλλη, την ασπάστηκε ο ίδιος και οι υπόλοιποι κληρικοί και στη συνέχεια βγήκαν από την εκκλησία ψάλλοντας το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού …» και έστησαν αυτήν έξω από την εκκλησία. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, μαζί με τον ευρύχωρο αυλόγυρό του, δε μπορούσε να χωρέσει τόσους κατοίκους, διότι λέγεται ότι 8 με 10 χιλιάδες ανδρών, γυναικών και παιδιών συγκεντρώθηκαν εκεί. 

Είναι αδύνατο να περιγραφεί η γενική συγκίνηση που είχε καταλάβει το πλήθος. Και όση ώρα μιλούσαν ο πρωτοσύγκελος Ζαχαρίας και ο Ζαφειράκης, επικρατούσε απόλυτη ησυχία, αλλά όταν ο ιερέας σήκωσε στα χέρια του το ιερό λάβαρο, ο ενθουσιασμός όλων εκδηλώθηκε με ζητωκραυγές, φωνάζοντας ότι με μεγάλη τους χαρά προτιμούν να πεθάνουν παρά να προδώσουν την ελπίδα του Έθνους για απελευθέρωση. Ακόμη και από το γυναικωνίτη ακούγονταν φωνές ενθουσιασμού που έδειχναν το ηρωικό φρόνημα εκείνων που στη συνέχεια θα έγραφαν ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας της ελληνικής επανάστασης. 

Το σύνθημα «με τις σιουσιάρκες θα κυνηγήσουμε το Λουμπούτη και τ’ασκέρι του» μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα, δημιουργώντας ένα απερίγραπτο κλίμα ενθουσιασμού και συγκίνησης στο περίβολο του ναού, με τους ιερείς να κρατούνψηλά, με τα χέρια τους, την ιερή σημαία και τους οπλίτες με επικεφαλής τους Ζαφειράκη και Καρατάσο, μαζί και οι άλλοι αρχηγοί, να περιφέρονται στο πλήθος και όλοι, αγγίζοντας τη σημαία, ορκίζονταν ότι ποτέ δε θα την εγκαταλείψουν.

Αν και όλοι γνώριζαν ότι με την απόφασή τους αυτή διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν τα προνόμιά τους, την περιουσία τους, ακόμη και την ίδια την ζωή τους, κανένας από τους παρόντες δε δίστασε, αλλά ούτε έδειξε μικροψυχία. Εκεί όλος ο λαός, άντρες και γυναίκες, από όλες τις παρατάξεις, κατέβηκαν από τον Άγιο Δημήτριο στο Κιόσκι με την ιερή σημαία μπροστά και ψάλλοντας όλοι οι υπόλοιποι στη συνέχεια. Εκεί στο κιόσκι έγινε Αγιασμός και προς το μεσημέρι άρχισε να διαλύεται το πλήθος, πηγαίνοντας ο καθένας στην καθορισμένη για τον καθένα από τους αρχηγούς θέση.

Δύο σημαντικά ακόμη γεγονότα έγιναν κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας:

Ένα είναι η δραπέτευση τεσσάρων από τους τριάντα τέσσερις πολιτικούς αντιπάλους του Ζαφειράκη που κρατούνταν στις φυλακές, ο Αναστάσιος Περδικάρης (γιός του Αντωνάκη Περδικάρη, γιατρού και αρχηγού πολιτικής παράταξης), πρώην μνηστήρας της κόρης του Ζαφειράκη, ο Κωνσταντίνος Μόσκοβος, ο Αναστάσιος Τζιώνας και ο Γιάγκος Αυξεντίου. Ο πρώτος κατέφυγε στα Γιαννιτσά που ήταν και ο πατέρας του και οι άλλοι τρεις στη Βέροια.

Δεύτερο είναι ότι, μέσα στο κλίμα του ενθουσιασμού της επανάστασης, μία ομάδα όρμησε στο Διοικητήριο και εκεί κατέσφαξαν το Βοεβόδα, τον Κατή (ιεροδικαστή) Αβδούλ Βεχάπ και τους λίγους ακολούθους τους που δεν είχαν αντισταθεί καθόλου. Η πράξη αυτή που χαρακτηρίστηκε σα δολοφονία, τάραξε και στενοχώρησε τους αρχηγούς της επανάστασης, αλλά και ολόκληρη την πόλη.

Ο Ζαφειράκης,μετά από συνεννόηση με τους άλλους αρχηγούς, διέταξε τον Αγγελάκη Γκοντύλη και το Δημήτρη Μισυρλή να καταδιώξουν και να συλλάβουν τους υπαίτιους της πιο πάνω δολοφονίας, αλλά αυτοί, αν και προσπάθησαν πολύ, δεν το κατόρθωσαν, μπόρεσαν μόνο να συλλάβουν τέσσερα άτομα που αφού αποδείχτηκε ότι ήταν αθώοι και δεν είχαν καμία ανάμιξη, αφέθηκαν ελεύθεροι.

Συμβούλιο στη Μονή Δοβρά - Απόπειρα Κατάληψης της Βέροιας

Την επόμενη μέρα, το πρωί (20 Φεβρουαρίου 1822), έγινε νέο πολεμικό συμβούλιο στην εκκλησία της Ελεούσης που τώρα αποκαλείται Μοναστήρι του Δοβρά. Στο συμβούλιο αυτό δε μετείχαν μόνο αρχηγοί και στρατιωτικοί της Νάουσας, όπως ο Καρατάσος, ο Ζαφειράκης και ο Γάτσος, αλλά οπλαρχηγοί από τον Όλυμπο και εκπρόσωποι άλλων πόλεων που ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν, όπως από την Καστοριά ο Γιάννης Βαρβαρέσκος, από τη Σιάτιστα ο Νιόπλιος, από τα Βοδενά (Έδεσσα) ο Παναγιώτης Ναούμ και άλλοι από άλλες πόλεις, με θέμα συζήτησης τη γενική εξέγερση όλων των πόλεων, το συντονισμό του αγώνα και σε συνέχεια της προηγούμενης σύσκεψης την κατάληψη της Βέροιας.

Στη σύσκεψη αυτή προβληματίστηκαν πολύ όλοι (εκτός από τους Ναουσαίους) για το ότι από τη Νάουσα συμμετείχε μόνο η παράταξη του Ζαφειράκη και όλοι οι αντιπολιτευόμενοι δε μετείχαν, αφού ήδη τους είχε φυλακισμένους και ευλόγως αναρωτιόνταν, πώς θα επιτύγχανε η επανάσταση, όταν δεν τη στήριζε το σύνολο της πόλης, όπως εκφράζονταν μέσα από τις παρατάξεις. Αποτέλεσμα της σύσκεψης αυτής ήταν να αντιληφθούν όλοι την αναγκαιότητα της σύμπνοιας και ότι έπρεπε να συμφιλιωθούν οι παρατάξεις της Νάουσας. 

Έτσι πιέστηκε ο Ζαφειράκης και δέχθηκε να τους απελευθερώσει από τις φυλακές της Νάουσας για να μετέχουν στη σύσκεψη. Αφού έγινε αυτό και ήρθε η αντίπαλη του Ζαφειράκη παράταξη, στη συνέχεια όλοι μαζί ορκίστηκαν πίστη μεταξύ τους και αφοσίωση στον κοινό αγώνα, στη συνέχεια, όπως και έπρεπε, συζήτησαν για τα στρατιωτικά σχέδια που θα έπρεπε να κάνουν, όπως, επίσης, και για την επικείμενη επιχείρηση όσον αφορά την κατάληψη της Βέροιας.

Ο Ζαφειράκης, βασιζόμενος στις υποσχέσεις κάποιων προκρίτων της Βέροιας για το ότι μόλις ξεκινήσει η επανάσταση και παρουσιαστεί ισχυρή δύναμη επαναστατών, τελικώς, θα εξεγειρόταν και η πόλη της Βέροιας, ζητούσε να εισβάλουν και να καταλάβουν την ακρόπολή της. Μετά από συζήτηση ορίσθηκε ο Ζαφειράκης να καταλάβει, νωρίς το πρωί, τη βόρεια συνοικία και να περιμένει εκεί, στη γέφυρα της Μπαρμπούτας, για να δώσει το σύνθημα ο Καρατάσος, ώστε να μπει στην πόλη και την Οθωμανική συνοικία, με σκοπό τη συγκράτηση των Οθωμανών.

Ο Δημήτρης Σιούγκαρης ορίσθηκε να καταλάβει τις θέσεις στους μύλους και στον Παλιοφόρο, με σκοπό να εμποδίσει τους Οθωμανούς της μεσημβρινής συνοικίας και να τους κρατεί εγκλωβισμένους μέσα στα σπίτια τους.

Ο Λάζος Ραμαντάνης ορίστηκε να πιάσει τις βορειοδυτικές εξόδους της πόλης για το Ξηρολίβαδο και για την Καστανιά και μόλις πάρει το σύνθημα του Καρατάσου, να μπει και αυτός στην πόλη. Ο Καρατάσος θα έδινε το σύνθημα της εισβολής από τις συνοικίες Γύφτικος Μαχαλάς και Άγιοι Ανάργυροι.

Το σχέδιο ήταν τέλεια οργανωμένο και η διαθέσιμη δύναμη των 1800 ανδρών ήταν αρκετή για την επιτυχία της αποστολής. Δυστυχώς όμως αστάθμητοι παράγοντες και το ότι στα μέσα της νύχτας έμαθαν ότι έφτανε στην πόλη, από τη Θεσσαλονίκη, πολυάριθμο Τουρκικό σώμα, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν για να μην περικυκλωθούν το ξημέρωμα, βάζοντας φωτιά μόνο σε κάποια Τουρκικά σπίτια στην άκρη της πόλης. Έτσι απέτυχε η απόπειρα κατάληψης της Βέροιας.
Η Αποτυχημένη Επίθεση για την Κατάληψη της Βέροιας

Ο Αμπού Λουμπούτ πασάς βρισκόταν στη Χαλκιδική, όταν έμαθε από τους μπέηδες των Γιαννιτσών τα όσα συνέβαιναν στη Νάουσα. Δίσταζε να πιστέψει ότι η πόλη της Νάουσας που ευημερούσε, και που απολάμβανε τόσα ιδιαίτερα προνόμια, θα τολμούσε να διακινδυνεύσει όλα της τα αγαθά για μία μόνο ιδέα. Γνώριζε όμως ότι σε πολλές άλλες ελληνικές πόλις ετοιμάζονταν εξεγέρσεις και φοβούνταν, μήπως αυτές συμπαρασύρουν και τους Ναουσαίους. 

Επειδή όμως ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του ο μπέης των Γιαννιτσών, Αχμέτ Μπέης, και επειδή εκτός αυτού είχε και άλλες πληροφορίες για τα σχεδιαζόμενα στη Νάουσα, ήταν αναγκασμένος να τις πιστέψει και να πάρει τα απαραίτητα μέτρα. Πηγαίνοντας δε ο ίδιος να καταστείλει την επανάσταση της Χαλκιδικής, είχε διατάξει τον (τοποτηρητή του) Κεχαγιά Μπέη, να πάει με σοβαρή στρατιωτική δύναμη στη Βέροια και διέταξε τους μπέηδες της Έδεσσας και των Γιαννιτσών να στρατολογήσουν εθελοντές και να είναι έτοιμοι για κάθε περίπτωση.

Ο Κεχαγιά Μπέης, συμφώνως με τη διαταγή του στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ, έστειλε πρώτα δύο τμήματα στρατού στη Βέροια, το ένα με επικεφαλής τον Αλή μπέη και το άλλο με τον Ταήρ μπέη, με εντολή να περάσουν πρώτα από τα χωριά του Βαρδάρη και του Ρουμλουκιού και μετά να πάνε στη Βέροια. Όταν, τελικώς, έφτασαν αυτά τα δύο τμήματα στον προορισμό τους, μετά από δύο ώρες έφτασε και ο ίδιος με άλλους 1500 άνδρες. Αφού πληροφορήθηκε όλα όσα συνέβαιναν εκεί, αμέσως προκατέλαβε τα μέρη Καρά Αχμέτ, Μπαρμπούτα και Μύλοι και μόλις οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι πλησίασαν για να καταλάβουν τα ίδια μέρη (περίπου στις 2 τα ξημερώματα), τους υποδέχθηκαν με καταιγισμό πυροβολισμών.

Ο Καρατάσος παραξενεύτηκε πολύ γι αυτά που αντιμετώπιζαν, γιατί ήξερε ότι τα μέρη αυτά ήταν αφρούρητα. Έστειλε, λοιπόν, τον Καραμήτρο να βρει το Ζαφειράκη και να μάθει τι συμβαίνει. Εκεί βρήκε το Ζαφειράκη να μάχεται για να πιάσει τα μέρη συμφώνως με την αποστολή του. Στη συνέχειαδιέταξε ένα σώμα από 70 άντρες να περιφρουρεί τις εισόδους και εξόδους και ο ίδιος με τους υπόλοιπους άντρες του μπήκε στο Γύφτικο μαχαλά και προχώρησε σχεδόν μέχρι την αγορά.

Εκεί βρέθηκε να είναι περικυκλωμένος από εχθρούς, δεχόταν δε πυροβολισμούς ακόμη και από τις πόρτες και τα παράθυρα των Χριστιανικών και τσιγγάνικων σπιτιών. Βρίσκοντας τρόπο διαφυγής και τσατισμένοι από την αποτυχία της αποστολής τους άρχισαν να πυροβολούν στην τσιγγάνικη συνοικία και να βάζουν φωτιά σε σπίτια και αχυρώνες. Τελικώς αφού καήκαν περίπου δέκα σπίτια και λίγοι αχυρώνες αποχώρησαν χωρίς κανένα νεκρό, αλλά με πολλούς τραυματίες.

Η συμπλοκή στη Μπαρμπούτα ήταν περισσότερο λυσσαλέα, αφού εκεί οι Τούρκοι είχαν πιάσει καλύτερες θέσεις και ήταν πολύ περισσότεροι σε αριθμό. Ο Ζαφειράκης που είχε σκοπό να καταλάβει μέχρι και την ακρόπολη, ξαφνιάστηκε από τους πυροβολισμούς και την αντίσταση που βρήκε.

Ανακτώντας αμέσως την ψυχραιμία του, άφησε στη θέση του τον Αγγελάκη Γουντύλη και αφού πήρε ένα σώμα από 150 άνδρες, πέρασε το ρυάκι της Μπαρμπούτας και κατέλαβε το δρόμο που οδηγούσε στην ακρόπολη και την Εβραϊκή συνοικία. Έτσι οι τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά και τελικώς αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους τρεπόμενοι σε φυγή. Οι Εβραίοι, παρότι είχαν διαταχθεί από τον Κεχαγιά Μπέη να έχουν τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές, όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, τρομοκρατήθηκαν και τις έκλεισαν, σβήνοντας και τα φώτα. 

Έτσι οι Τούρκοι στρατιώτες, όταν καταδιώκονταν από τους Ναουσαίους επαναστάτες με τις πάλες και τα μαχαίρια στα χέρια, πηδούσαν μέσα στο ρυάκι της Μπαρμπούτας για να γλιτώσουν και άλλοι έπεφταν κάτω κάνοντας το νεκρό. Ο Ζαφειράκης κατάλαβε το τι έγινε, συγκέντρωσε τους άντρες του και αποχώρησε προς το Δοβρά, αφού πρώτα μάζεψαν ως λάφυρα τα όπλα των νεκρών τούρκων. Οι απώλειες του Ζαφειράκη από τη μάχη αυτή ήταν μόνο πέντε άντρες και άλλοι δεκατέσσερις τραυματίες.

Μικρότερης διάρκειας, αλλά πολύ πιο πεισματώδης και με μεγαλύτερες απώλειες ήταν η συμπλοκή στη δυτική πλευρά της πόλης και αυτό γιατί αυτή η πλευρά φρουρούνταν από Βεροιώτες Τούρκους που γνώριζαν καλά τα μέρη και ήταν έμπειροι και καλά εξασκημένοι. Η ομάδα του Λάζου Ραμαντάνη δέχθηκε επίθεση τη στιγμή που προχωρούσε, ανταπέδωσε τα πυρά, αλλά επειδή δε γνώριζε ποιες θέσεις έχουν οι εχθροί και πόσοι περίπου είναι, ο Λάζος Ραμαντάνης διέταξε συντεταγμένη υποχώρηση. 

Οι Τούρκοι, βλέποντας πόσο μικρή ήταν η ομάδα των επαναστατών Ναουσαίων, άρχισαν να τους καταδιώκουν. Κατά την οπισθοχώρηση, μόλις έφτασαν σε μέρος που επέτρεπε το ταμπούρωμα, ο Ραμαντάνης διέταξε να καλυφθούν και να περιμένουν τους τούρκους που τους καταδίωκαν. Μόλις φάνηκαν οι τούρκοι, διέταξε πυρ και πολύ εύστοχα όλοι άδειασαν τα όπλα τους πάνω στο πλήθος. Το έδαφος καλύφθηκε από νεκρούς και τραυματίες, ενώ στα πυρά ανταπάντησαν οι Τούρκοι. Η δεύτερη και η τρίτη, επίσης εύστοχες ομοβροντίες των ταμπουρωμένων Ναουσαίων,ανάγκασαν τους Οθωμανούς σε υποχώρηση και φυγή. 

Ο Ραμαντάνης για λίγο τους καταδίωξε, μέχρι την είσοδο της πόλης, αλλά δεν τόλμησε να μπει μέσα, γιατί δε γνώριζε και τα αποτελέσματα των άλλων συμπλοκών. Μόλις πήγε 4 το πρωί η ώρα, αποχώρησε και αυτός με την ομάδα του για το Δοβρά, τραυματισμένος ελαφρά στον αριστερό του ώμο. Από τους άντρες του Ραμαντάνη σκοτώθηκαν τρεις, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Μπαλιούκας, ενώ τραυματίστηκαν επτά.

Άγνωστες είναι οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς και τραυματίες, αλλά από την ανησυχία, τα κλάματα και την εξαγρίωσή τους συμπεραίνεται ότι ήταν μεγάλες.

Η ομάδα του Δημήτρη Σιούγκαρη είχε ορισθεί να φρουρεί τις θέσεις στους μύλους και στον Παλιοφόρο, με σκοπό να εμποδίσει τους Οθωμανούς της μεσημβρινής συνοικίας ναπάρουν μέρος στις συμπλοκές. Άκουγαν τους συνεχόμενους πυροβολισμούς από όλες τις πλευρές της πόλης και ανησυχούσαν πολύ, γιατί δε γνώριζαν τι συμβαίνει στα μέτωπα των άλλων ομάδων. Δε μετακινούνταν δε γιατί δεν είχαν ακούσει ακόμη τους συνθηματικούς πυροβολισμούς που είχαν.

Λέγεται ότι τρεις φορές σκέφτηκε ο Σιούγκαρης να μπει και αυτός μέσα στην πόλη, αλλά μετά από ωριμότερη σκέψη και αφού τον ηρεμούσαν και οι υπόλοιποι, έμεινε σταθερός στις θέσεις του. Το πρωί μόνο πληροφορήθηκε από κάποιον κηπουρό και στη συνέχεια διαπίστωσε ο ίδιος ότι τα μέρη εκείνα φρουρούνταν και στα σπίτια εκείνων των συνοικιών υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Στη συνέχεια και με την ανατολή του ηλίου ξεκίνησε και αυτός για το Δοβρά. Εκεί τον υποδέχθηκαν και οι υπόλοιποι με μεγάλη χαρά, γιατί νόμιζαν ότι αυτός με τους άντρες του είχε χαθεί στις συμπλοκές της νύχτας.

Είναι πολύ πιθανό το σχέδιο της εισβολής των επαναστατημένων Ναουσαίων να προδόθηκε στους Τούρκους, γιατί, όπως μαθεύτηκε αργότερα, καμία άλλη είσοδο ή θέση δεν είχαν προκαταλάβει οι Τούρκοι, παρά μόνον εκείνες που είχε συμφωνηθεί να καταληφθούν από τους Ναουσαίους οπλαρχηγούς για την πραγματοποίηση της επίθεσης εναντίον της πόλης. Πώς προδόθηκε το σχέδιο και από ποιους ήταν και συνεχίζει να είναι άγνωστο, αφού στη σύσκεψη του Δοβρά συμμετείχαν πολλοί και από πολλές πόλεις. Οποιαδήποτε υπόθεση ή και συμπέρασμα σίγουρα θα εξυπηρετούσε άλλα συμφέροντα, αφού μέχρι και σήμερα δεν έχουμε καμία απόδειξη ή έστω και ένδειξη.

Ανακρίσεις του Κεχαγιά Μπέη

Με το φώς της ημέρας, ο Κεχαγιά μπέης κάλεσε τις αρχές της πόλης και τους Οθωμανούς πρόκριτους και ζήτησε να τον ενημερώσουν για όλα όσα συνέβησαν και για οτιδήποτε άλλο γνώριζαν σχετικά με τις επαναστατικές κινήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Αυτοί, όπως ήταν φυσικό, δεν είχαν να του πουν τίποτε, γιατί και οι ίδιοι δε γνώριζαν. Κατόπιν διέταξε να του φέρουν μπροστά του τους Βεροιείς ομήρους που κρατούσαν, αλλά και άλλους πρόκριτους της Βέροιας και τους πέρασε από αυστηρή ανάκριση. Εξοργισμένος από τις απαντήσεις τους, γιατί δεν γνώριζαν τίποτε, διέταξε αμέσως να απαγχονιστούν πέντε από τους πιο επιφανείς προκρίτους.

Μετά όμως από επίμονες παρακλήσεις των μπέηδων και αφού διαβεβαίωναν ότι όλοι τους ήταν αφοσιωμένοι και πιστοί υπήκοοι του Σουλτάνου, τους άφησε ελεύθερους. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από Οθωμανούς και Ιουδαίους προκρίτους, επισκέφτηκε τις περιοχές που έγιναν οι συγκρούσεις με τους επαναστατημένους Ναουσαίους και που μέχρι εκείνη τη στιγμή φυλάσσονταν αυστηρά και δεν επιτρεπόταν η μετακίνηση των νεκρών, αλλά ούτε και των τραυματιών ακόμη. Έχασε την ψυχραιμία του και λύσσαξε από το κακό του, όταν διαπίστωσε ότι, κατά τις συγκρούσεις της νύχτας, είχε χάσει 47 άνδρες, ενώ περισσότεροι από 130 ακόμη ήταν τραυματισμένοι, χωρίς να λογαριάζονται και οι Οθωμανοί κάτοικοι της Βέροιας που και αυτοί είχαν, επίσης, πολλές απώλειες.

Συγκέντρωση Εθελοντών από τα Περίχωρα της Νάουσας

Μετά την αποτυχημένη επίθεση για την κατάληψη της Βέροιας, οι Ναουσαίοι δεν έχασαν το ηθικό τους, ενίσχυσαν τις θέσεις τους και αισιοδοξούσαν ότι συντόμως θα ερχόταν η βοήθεια που περίμεναν από την ελεύθερη Ελλάδα. Αντί αυτής όμως πληροφορήθηκαν από τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς ότι η βοήθεια αυτή δε θα έφτανε ποτέ, εξαιτίας των ανόητων χειρισμών του διορισμένου από τον Δημήτριο Υψηλάντη, αρχηγού της Επανάστασης Γρηγόρη Σάλα, οι ίδιοι όμως θα έρχονταν να βοηθήσουν τον αγώνα.

Στην πόλη, οι επόμενες δύο μέρες, πέρασαν χωρίς τίποτε το σημαντικό, ενισχύονταν τα οχυρωματικά έργα και σε 24ωρη βάση φυλάσσονταν όλες οι σκοπιές μέσα, έξω, αλλά και στα περίχωρα της πόλης. Ο χρόνος αυτός αξιοποιήθηκε από τους αρχηγούς, στέλνοντας εκ νέου επιστολές στις γειτονικές πόλεις και σε διάφορους άλλους οπλαρχηγούς, προτρέποντάς τους να συμμετάσχουν και αυτοί στον αγώνα που ξεκίνησε ήδη με την επίθεση κατά της Βέροιας. 

Ταχυδρόμοι των παραπάνω επιστολών ήταν ο Καραμήτρος και ο Δημήτρης Μπαζάκας. Ο πρώτος μετέφερε την αλληλογραφία με τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς και ο δεύτερος με τις πόλεις της Κοζάνης, της Σιάτιστας κ.α. Λέγεται ότι σε διάστημα 13 ημερών οι παραπάνω δύο ταχυδρόμοι πήγαν στον προορισμό τους και επέστρεψαν τέσσερις φορές, φέρνοντας πάντα το ίδιο καθησυχαστικό μήνυμα, ότι δηλαδή ετοιμάζονταν και συντόμως θα έρχονταννα βοηθήσουν την επανάσταση.

Την τρίτη μέρα ήρθε στην πόλη ο Καραμήτσιος, αναγγέλλοντας ότι ο Μιχάλης Κούντσης συγκρούστηκε με ένα σχετικά μεγάλο σώμα από Γιαννιτσιώτες, στο δάσος που βρίσκεται κοντά στο χωριό Πράχνανη (Άσπρο Εδέσσης, που βρίσκεται 4 ώρες βορειοανατολικώς της Νάουσας). Αυτοί, με διαταγή του Αχμέτ Μπέη, ήθελαν να περάσουν το ποτάμι (ήταν ένας παραπόταμος του Λουδία που χυνόταν στη λίμνη των Γιαννιτσών) και να κατευθυνθούν προς τη Νάουσα. Επίσης ανήγγειλε ότι και ο Αργύρης Καραμπατάκης είχε συμπλοκές με άλλο σώμα από 45 Γκέγκηδες που λεηλατούσαν το Ζερβοχώρι και απειλούσαν τα άλλα γύρω χωριά. Από αυτούς σκότωσε τους 7 και κυνήγησε τους υπόλοιπους που ξέφυγαν.

Αμέσως διατάχθηκε ο Καραμήτσιος, που ήταν από την Όσλιανη (Αγία Φωτεινή), να πάει στην Κατράνιτσα, στο Γραμματικό και σε άλλα βορειοδυτικά χωριά για να στρατολογήσει νέους εθελοντές και να δώσει μήνυμα στον Αγγελή Γάτσο, που ήταν εκεί, ότι έπρεπε να αφήσει στο πόδι του τον αδελφό του Πέτρο για να φρουρεί τον τομέα που του ανατέθηκε και ο ίδιος να περάσει από τη Νάουσα για να πάρει κάποιους οπλίτες και στη συνέχεια να πάει να καταλάβει τις θέσεις στο Αρκουδοχώρι και στο Χωροπάνι (Στενήμαχο).

Κατά γράμμα εκτέλεσε την εντολή αυτή ο Καραμήτσιος και συγκέντρωσε περίπου 250 εθελοντές από τα παραπάνω χωριά και τις γύρω περιοχές. Επιστρέφοντας όμως από το δρόμο Μπιτολίων – Σαριγκιόλ (Μοναστηρίου-Πτολεμαΐδας) ήρθε σε συμπλοκή με σώμα που αποτελούνταν από 1000 περίπου Γενίτσαρους. Η συμπλοκή ήταν λυσσαλέα, οι πυροβολισμοί ανταλλάσσονταν για 5 ώρες και τελικώς οι άντρες του Καραμήτσιου κατάφεραν με μια κατά μέτωπο επίθεσή τους, μαχόμενοι ανάμεσα στο εχθρικό σώμα με τα σπαθιά στα χέρια, να διαφύγουν, χάνοντας μόνον τρεις από τους συντρόφους τους. 

Οργισμένος ο Καραμήτσιος από αυτό το περιστατικό, με τους άντρες του πήγε στο Γραμματικό και έβαλε φωτιά στα σπίτια της Τουρκικής συνοικίας, με σκοπό να αναγκάσει τους Τούρκους κατοίκους να βγουν έξω. Αυτοί όμως πρόλαβαν και κατέφυγαν στην Κατράνιτσα, ειδοποιώντας και τους εκεί Τούρκους κατοίκους, σώζοντάς τους έτσι από τη σφαγή. Μετά όλα αυτά το σώμα του Καραμήτσιου πήρε το δρόμο για την Νάουσα. Κατά τη διαδρομή και μέσα σε ένα φαράγγι βρήκαν ένα σώμα από 25 Κονιάρους να κρύβεται μέσα στη βλάστηση, δυτικώς του Παλιοκαλιά. Αφού τους κατέσφαξαν, έφτασαν στη Νάουσα στις 7 Μαρτίου του 1822, μία μέρα πριν τη κήρυξη της Επανάστασης στο Λιβάδι του Ολύμπου.
Επαναστατικό Κλίμα και στα Περίχωρα της Νάουσας

Οι συγκρούσεις αυτές άνοιξαν, επιτέλους, τα μάτια των κατοίκων στα γύρω χωριά. Πείστηκαν ότι η επανάσταση δεν ήταν μόνο λόγια στον αέρα, αλλά ήταν πια ένα γεγονός και οι ίδιοι έπρεπε να νοιαστούν για την ασφάλεια και επιβίωσή τους. Εκτός από τους οπλίτες που ήδη συμμετείχαν στην επανάσταση, πολλοί άλλοι χωρικοί ήρθαν στη Νάουσα για να αγωνισθούν και αυτοί μαζί με τους Ναουσαίους για την πολυπόθητη ελευθερία της πατρίδας. Οι περισσότεροι όμως δεν έκαναν το ίδιο, φρόντισαν και μετέφεραν σε ασφαλές κρυψώνες τις περιουσίες τους (ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί) και στη συνέχεια κατέφευγαν σε ήσυχες και ασφαλέστερες γι αυτούς περιοχές. 

Έτσι οι Σελιώτες, οι Σκοτεινιώτες, οι Μαρουσιώτες και οι Τσιορνοβίτες κατέφυγαν στη Βέροια, οι κάτοικοι από τα χωριά Περισιώρι, Δραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Κουτσούφλιανη, Όσλιανη (Αγία Φωτεινή)και άλλα βόρεια χωριά κατέφυγαν λίγοι στην Έδεσσα, αλλά οι περισσότεροι μαζί και με άλλους Εδεσσαίους στα μέρη των Σερρών, της Τζουμαγιάς και της Δράμας. Στα ερειπωμένα χωριά τα σπίτια καταστρέφονταν από τους επαναστάτες ή από τον τουρκικό στρατό, ψάχνοντας πάντα για χρήματα ή άλλα πολύτιμα αγαθά.

Για δεκαεννέα μέρες οι επαναστάτες που βρίσκονταν στην περιοχή του Δοβρά, παρενοχλούσαν τους Τούρκους της Βέροιας, χωρίς να υπάρχει καμία αντίδραση ήανταπάντηση από αυτούς. Οι επαναστάτες που βρίσκονταν στην Νάουσα συνέχιζαν τις οχυρωματικές τους εργασίες, μοίραζαν όπλα και πολεμοφόδια στους νεοφερμένους και γενικώς ήταν σε εγρήγορση, περιμένοντας τη βοήθεια του Διαμαντή από τον Όλυμπο.

Οι Συγκρούσεις στην Περιοχή του Δοβρά

Η ηρεμία που έδειχναν οι Τούρκοι του Κεχαγιά-μπέη, μένοντας μέσα στην Βέροια, χωρίς να βγαίνουν για να καταδιώξουν τους επαναστάτες, ήταν σκόπιμη. Δύο οι βασικοί λόγοι της απραξίας αυτής: Πρώτος είναι ότι ο Κεχαγιά-μπεης ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει και να πάρει οδηγίες από τον ανώτερό του Αμπού Λουμπούτ, δεύτερος και πολύ σημαντικός ήταν ότι φοβόταν να μειώσει τη δύναμη του στρατού που έμενε μέσα στην πόλη, για το λόγο μήπως και βρουν ευκαιρία και ξεσηκωθούν οι Χριστιανοί κάτοικοι της Βέροιας.

Τελικώς το πρωί της 19ης μέρας, επικεφαλής 4000 πεζών στρατιωτών και λίγων ιππέων, ξεκίνησε με κατεύθυνση τους επαναστάτες που βρίσκονταν στο Δοβρά, οδηγούμενος εκεί από αρκετούς Βερροιώτες Οθωμανούς.

Οι επαναστάτες χάρηκαν που, επιτέλους, τελείωνε η κουραστική αναμονή. Συμφώνως με το σχέδιό τους, ο Ζαφειράκης με το Ραμαντάνη θα καταλάμβαναν την πλαγιά της Διαβόρνιτσας (Τριλόφου), ο Σιούγκαρης τους γηλόφους και την πλευρά από τον Κρεβατά μέχρι το Τουρκοχώρι(Πατρίδα), ένα μικρό σώμα του Καρατάσου θα παρενοχλούσε από τα πλάγια τον εχθρό και ο ίδιος ο Καρατάσος με 250 άντρες θα καταλάμβανε τη μονή του Δοβρά και θα άδειαζε το χωριό από τα γυναικόπαιδα και τους ανήμπορους.

Στις 7 το πρωί περίπου, μόλις φάνηκαν οι εμπροσθοφυλακές του Κεχαγιά-μπέη, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους οι άντρες του Σιούγκαρη που φύλαγαν στην περιοχή του Κρεβατά, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλούς Τούρκους χάρη στην ταχυβολία και ευθυβολία τους. Ο Κεχαγιά-μπέης προσπάθησε να εντοπίσει από πού βαλλόταν ο στρατός του, αλλά επειδή δε μπορούσε να διακρίνει τίποτε, ξεκίνησε να πηγαίνει προς το μέρος εκείνο για να το ερευνήσει καλύτερα. Αλλά μόλις προχώρησε στα 100 μέτρα, ακολούθησε και άλλη ομοβροντία πυροβολισμών και τον ανάγκασε να επιστρέψει πίσω στην ασφάλεια που του παρείχε η μεγάλη απόσταση. 

Μη γνωρίζοντας, τελικώς, από ποιο μέρος δεχόταν τους πυροβολισμούς και ποιες άλλες τοποθεσίες είχαν καταλάβει οι επαναστάτες, υπέθεσε ότι θα ήταν συγκεντρωμένοι στο μοναστήρι και στους γύρω του λόφους. Με τη λανθασμένη του αυτή εντύπωση χώρισε το στρατό του σε πέντε τμήματα και διέταξε το πρώτο να καταδιώξει τους επαναστάτες που είχαν πιασμένες τη θέση γύρω από τον Κρεβατά, το δεύτερο με το τρίτο μαζί να καταλάβουν τους δύο λόφους που είναι γύρω από το μοναστήρι και τα υψώματα που είναι πάνω από αυτό και το τέταρτο με το πέμπτο να επιτεθούν,από διαφορετικά σημεία, για να καταλάβουν τη μονή που ήδη θα βρισκόταν περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές, χωρίς να υπάρχει οδός διαφυγής για τους επαναστάτες.

Επειδή όμως οι διαταγές που δόθηκαν ήταν πολύ βιαστικές ή ίσως έγινε κακή συνεννόηση μεταξύ τους ή έγινε κακή εκτέλεση των εντολών, το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Το πρώτο απόσπασμα που έπρεπε να καταδιώξει τους επαναστάτες της γύρω του Κρεβατά περιοχής, προχώρησε σχεδόν μέχρι το χωριό, έτσι έγιναν αντιληπτοί και όταν έφτασαν σε απόσταση βολής, δέχθηκαν τους πυροβολισμούς των επαναστατών. Μέχρι να συνέλθουν από την ξαφνική αυτή εξέλιξη, αφού από διώκτες έγιναν διωκόμενοι, ο Δημήτρης Σιούγκαρης διέταξε την καταδίωξή τους με τα σπαθιά στα χέρια. Μόλις και μετά βίας το απόσπασμα, καταδιωκόμενο από τους άντρες του Σιούγκαρη, πρόλαβε και έφτασε πίσω στην ασφάλεια του στρατοπέδου, έχοντας όμως αρκετές απώλειες σε άντρες και οπλισμό.

Τα δύο άλλα αποσπάσματα μπερδεύτηκαν και δεν ακολούθησαν τη διαδρομή που είχε σχεδιαστεί να ακολουθήσουν, με αποτέλεσμα να διασταυρωθούν οι πορείες τους και να συγκρουστούν μεταξύ τους, ενώ οι επαναστάτες που παρακολουθούσαν αυτό το μπέρδεμα, διασκέδαζαν και χαίρονταν με την εύνοια της τύχης τους. Τελικώς μόνο το τέταρτο απόσπασμα, αφού ανέβηκε το μεσαίο λόφο, κατάφερε και επιτέθηκε εναντίον των πολύ καλά οχυρωμένων επαναστατών. 

Η επίθεση κράτησε περίπου δύο ώρες, το απόσπασμα μη μπορώντας να φτάσει καν τους οχυρωμένους που με ομοβροντίες πυροβολισμών τους κρατούσαν μακριά τους, δεχόταν και επιθέσεις από άλλους επαναστάτες που ήταν και αυτοί οχυρωμένοι στις γύρω πλαγιές και ανάμεσα στη ζωηρή βλάστηση. Έτσι και αυτοί οπισθοχώρησαν στη θέση του στρατοπέδου τους, φθάνοντας μαζί και με τα άλλα δύο αποσπάσματα που είχαν χτυπηθεί μεταξύ τους.

Στο στρατόπεδο, αφού διαπιστώθηκε η ολοκληρωτική αποτυχία της αποστολής, μετά από δύο ώρες (δηλαδή περίπου στις 11.00 το πρωί) ο Κεχαγιά-μπέης διέταξε και πάλι επίθεση, με την ίδια ακριβώς διάταξη και αποστολή.

Αλλά και πάλι η τέλεια οργανωμένη αντίσταση του Καρατάσου μέσα από την μονή, οι επιθέσεις των ομάδων που κατείχαν τους λόφους και η ξαφνική έφοδος των Σιουγκαραίων από τα νώτα των Τούρκων ματαίωσαν και τη δεύτερη αυτή απόπειρα των Τούρκων να καταλάβουν το μοναστήρι. Οι συγκρούσεις αυτής της δεύτερης απόπειρας κράτησαν μέχρι το απόγευμα στις 4.00 και μετά το παραπάνω αποτέλεσμα ο Κεχαγιά-μπέης άφησε εκεί κάποια αποσπάσματα για να φρουρούν και με τον υπόλοιπο στρατό του έφυγε προς τη Βέροια για να υποδεχθεί το στρατηγό Εμπού Λουμπούτ.

Ο Στρατηγός Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά ή Αβδούλ Ρομπούτ ή Εμπού Λουμπούτ ή Αμπουλουμπούτ που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης με την εξέγερση της Νάουσας, αλλά και με όλες τις επαναστατικές κινήσεις που εντόπιζε στη περιοχή του, έστειλε λεπτομερή αναφορά στην Κωνσταντινούπολη με την οποία ενημέρωνε την Υψηλή Πύλη για τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία. 

Σε απάντηση αυτής του της αναφοράς, του διαβιβάστηκε Σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο τον διέταζε να πάει ο ίδιος με το στράτευμά του εναντίον της Νάουσας και να τιμωρήσει την πόλη και τους επαναστάτες με αυστηρό και παραδειγματικό τρόπο, δηλαδή να σφάξει όλους τους άντρες, να πάρει σα σκλάβους τα γυναικόπαιδα, να μοιράσει τις περιουσίες στους πιστούς του στρατιώτες και τέλος να παραδώσει στη φωτιά και τη στάχτη τα σπίτια τους, ώστε στο μέλλον εκεί ούτε φωνή ανθρώπινη να μην ακουστεί ξανά. Τη διαταγή αυτή ο Λουμπούτ τη διαβίβασε στις αρχές και τους προκρίτους της Βέροιας, συστήνοντάς τους να εφαρμόσουν αυστηρά τον ιερό Φετφά κατά των επαναστατημένων, όπως επίσης και ότι στο εξής απαγορευόταν η κυκλοφορία των κατοίκων χωρίς πιστοποιητικό ή ειδική άδεια.

Το φιρμάνι έλεγε:

‘’Προς τους Περινούστατόν μοι Βεζύρην Χουρσίτ Χουσεΐν πασιάν ανεξάρτητον Στρατάρχην και Γενικόν Επόπτην των Δερβενίων ολοκλήρου της Ρούμελης, τον δοξασμένον Στρατηγόν Εμπού Λουμπούτ πασιάν και πανιερωτάτους ιεροδικαστάς Βεροίας και Ναούσης.

Δια του παρόντος υψηλού μου Αυτοκρατορικού Φιρμανίου φέρω εις γνώσιν υμών ότι από της εκρήξεως της επαναστάσεως των βρωμερών ερπετών των καλουμένων «ρουμ», οι άπιστοι κάτοικοι της πόλεως Ναούσης και τινών χωρίων των πέριξ ποικιλοτρόπως υπονομεύοντες και υποσκάπτοντες την ύπαρξιν του ιερού Χαλιφάτου των Ισλάμ και της μεγάλης Αυτοκρατορικής Επικρατείας εξακολουθούσι να ενισχύωσι τα επαναστατικά σώματα, χορηγούντες εις αυτά άνδρας, όπλα, τρόφιμα και λοιπά μέσα. Περί τούτου δε εβεβαιώθημεν απολύτως τόσον εκ των κατ’ επανάληψιν υποβληθεισών εκθέσεων παρά του Εξοχωτάτου Διοικητού Θεσσαλονίκης, όσον και εκ των κατά διαφόρους καιρούς λαμβανόντων χώραν επαναστατικών κινημάτων εις την περιφέρειαν εκείνην. 

Τούτου ένεκεν αποφασίσαντες όπως δια παντός απαλείψωμεν από προσώπου της γής την κατηραμένην ταύτην εστίαν των κακοβούλων και βλεδυρών απίστων, διατάσσομεν όπως υμείς, ο Δοξασμένος Στρατιλαρχης Λουμπούτ πασιάς εκστρατεύσητε όσον τάχιστα εκ Θεσσαλονίκης μετά του υφ’ υμας στρατού κατά των απαισίων τούτων απίστων και τιμωρήσητε αυτούς, εφαρμόζοντες απαρεγκλίτως τον γνωστόν ιερόν Φετφάν του πανσόφου και περικλεούς Σεϊχουλισλιαμάτου, ήτοι αυτούς μεν τους ιδίους να διαπεράσητε εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα των εξανδραποδίσητε, τα υπάρχοντά των διανείμητε εις τους Πιστούς νικητάς, τας δε εστίας των παραδώσητε εις το πυρ και την τέφραν. Ούτως είη βοηθός μεθ’ ημών ο προφήτης και το ιερόν αυτού Κοράνιον.

Εγράφη εν τη ευδαίμονι Πύλη εν έτει 1237 του Δζεμαζιούλ Αχήρ.’’


Όταν έμαθε ότι σε βοήθεια των Ναουσαίων πήγε εκεί και ο Ολύμπιος Διαμαντής με τους άντρες του, διέταξε να ετοιμαστούν 6.000 άντρες από το στρατό του, να εφοδιασθούν με τρόφιμα για πορεία, μέχρι να φτάσουν στη Βέροια και αφού μπήκε ο ίδιος επικεφαλής, ξεκίνησαν για τη Βέροια. Εκεί έφτασαν περίπου στις 8.00 μ.μ. στα τέλη (27) Μαρτίου του 1822 και αμέσως ζήτησε από τον Κεχαγιά-Μπέη να τον ενημερώσει για την πορεία των μαχών και την πρόοδο των ενεργειών του.

Έκπληκτος άκουσε να του αναφέρει τις αποτυχίες που είχε ο αυτοκρατορικός στρατός εκείνη την ημέρα. Επειδή φοβήθηκε, μήπως έρθουν ενισχύσεις από άλλα μέρη για να βοηθήσουν τους επαναστάτες, διέταξε τον Κεχαγιά-Μπέη να πάρει και άλλους άντρες από αυτούς που έφερε μαζί του ο ίδιος και μετά τα μεσάνυχτα να επιτεθεί στους Ναουσαίους και πάση θυσία να καταλάβουν τις οχυρωμένες θέσεις τους.

Στις 5.00 το πρωί, ο Κεχαγιά-Μπέης, αφού πήρε και άλλους δύο χιλιάδες άντρες από αυτούς που έφερε μαζί του ο Λουμπούτ, συνέχισε το σχέδιο που είχε και εφαρμόζοντάς το διέταξε έφοδο κατά των επαναστατών. Τρεις συνεχόμενες φορές αποπειράθηκαν με έφοδο να καταλάβουν τις θέσεις των επαναστατών, αλλά τίποτε δεν κατάφεραν, από παντού δέχονταν ομοβροντίες πυροβολισμών και ο στρατός του αποδεκατιζόταν. Οι μάχες αυτές είχαν διαρκέσει τέσσερες ώρες, όταν ο Κεχαγιά-Μπέης διέταξε γενική επίθεση. 

Στην επίθεση αυτή ένα σώμα του στρατού του κατάφερε να περάσει τα προσκόμματα και να καταλάβουν τα χαμηλά και δυτικά μέρη της μονής. Ο Καρατάσος που υπερασπιζόταν τη μονή, στενά πολιορκημένος, βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και όλες οι ομάδες των επαναστατών που είχαν θέσεις έξω και στην γύρω από τη μονή περιοχή, με επιθέσεις τους δεν κατάφεραν να διώξουν τους τούρκους και να λύσουν την πολιορκία του Καρατάσου.

Ο Ζαφειράκης βρισκόταν σε αμηχανία, σταθερός στις θέσεις που κατείχε και άκουγε τους πυροβολισμούς από τις συνεχείς επιθέσεις. Μετά από πολλή σκέψη κάλεσε τον Αγγελή Γάτσο που βρισκόταν στη θέση της Κουτίχας και αφού συζήτησαν, αποφάσισαν να αφήσουν τις θέσεις τους και να πάνε να βοηθήσουν τους πολιορκημένους που κινδύνευαν. Με τόση ορμή και πείσμα επιτέθηκαν στους Τούρκους, μόλις έφτασαν, ώστε ο Κεχαγιά-Μπέης τρόμαξε, γιατί νόμισε ότι ήρθε μεγάλη βοήθεια από άλλους επαναστάτες για να λύσουν την πολιορκία της μονής και για μια στιγμή διέταξε κατάπαυση του πυρός για να επαναξιολογήσει την κατάσταση. Οι επαναστάτες όμως, ωφελημένοι από αυτή τη διακοπή των επιθέσεων, συνεννοήθηκαν με τους Σιουγκαραίους και συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους, αναγκάζοντας τον εχθρό σε οπισθοχώρηση.

Η ώρα είχε πάει 4.00 μ.μ. και ενώ η μάχη ακόμη συνεχιζόταν και το αποτέλεσμά της ήταν αβέβαιο, ο Καρατάσος αποπειράθηκε να εξέλθει από το μοναστήρι, αλλά όταν είδε ότι τα γύρω υψώματα ακόμη τα κρατούσαν οι επαναστάτες, αποσύρθηκε και πάλι μέσα στον χώρο της μονής. Η μάχη συνεχίσθηκε και κράτησε μέχρι τη νύχτα. Τότε οι επαναστάτες που ήταν εκτός της μονής, αφού δε μπόρεσαν να διασπάσουν το μέτωπο του εχθρού και να απαλλάξουν τον Καρατάσο από την πιεστική αυτή πολιορκία, αποσύρθηκαν στον πίσω λόφο που βρίσκεται μεταξύ του Δοβρά και της Διαβόρνιτσας (Τριλόφου), έτοιμοι όμως να γυρίσουν άμεσα πίσω, εάν γινόταν και πάλι επίθεση των εχθρών.

Τα μεσάνυχτα περίπου ο Καρατάσος με τους άντρες του, έχοντας τα όπλα στον ώμο και τα πιστόλια στα χέρια, κατάφεραν να περάσουν αθόρυβα μέσα από τις γραμμές των κουρασμένων εχθρών που εκείνη την ώρα οι σκοποί τους κοιμόντουσαν. Ακολουθώντας ευθεία πορεία, έφτασαν στην περιοχή Ροδιά και εκεί τους σταμάτησε ο σκοπός των επαναστατών που κρατούσαν την περιοχή. Έτσι έληξε η μάχη του Δοβρά, μία μάχη από τις πιο ηρωικές της επανάστασης, αφού οι συγκρούσεις κράτησαν δεκατρείς ώρες και οι απώλειες για τους επαναστάτες ήταν δεκατρείς μόνο νεκροί και σαράντα τραυματίες, ενώ για τους εχθρούς ήταν σημαντικότερες, περίπου χίλιοι τριακόσιοι νεκροί και πολύ περισσότεροιτραυματίες, χάνοντας και δύο σημαίες. 

Η επιτυχία αυτή έδωσε μεγάλη χαρά στους επαναστατημένους Ναουσαίους, ειδικώς όταν επιστρέφοντας στη Νάουσα ο Καρατάσος, έφερε μαζί του ως τρόπαιο τις δύο Τούρκικες σημαίες. Σημαντικό ήταν ότι μετά την επιτυχία αυτή κατάλαβαν ότι αν και πολεμούσαν ένας προς πέντε (κατά άλλους ένας προς εννέα), ο Τουρκικός στρατός ήταν πολύ κατώτερος των Αλβανών και ο τρόπος που μαχόταν διέφερε κατά πολύ από εκείνους.

Οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι, με τις οδηγίες του Καρατάσου, μετά την αποτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Βέροιας, προτίμησαν να μείνουν εκτός της Νάουσας στην περιοχή του Δοβρά που έγιναν οι παραπάνω μάχες για τους λόγους ότι :

α) Να αποφύγουν τον άμεσο αποκλεισμό της πόλης, πράγμα που κατόρθωσαν, γιατί ο Κεχαγιά-Μπέης, αν και ήταν σίγουρος ότι οι επαναστάτες δε διέθεταν μεγάλο στρατό, δεν τόλμησε να επιτεθεί κατά της πόλης, φοβούμενος μην υποπέσει σε παγίδα του έμπειρου Καρατάσου,

β) Η θέση του Δοβρά, ψηλά και κοντά στη Βέροια, τους επέτρεπε να παρακολουθούν πιο εύκολα τις κινήσεις του τουρκικού στρατού και με τις πληροφορίες των φίλων τους που μπορούσαν να περνούν μέσα από τις τουρκικές γραμμές, να γνωρίζουν και να υπολογίζουν τις προθέσεις του στρατηγού,

γ) Νόμιζαν ότι θα αργούσε πολύ να έρθει από τη Χαλκιδική ο στρατάρχης Αμπουλουμπούτ με το στρατό του και γνώριζαν ότι ο στρατηγός Κεχαγιά-Μπέης με τα σώματα που έφερε μαζί του από τη Θεσσαλονίκη, για να καταστείλει την επανάσταση, φοβούνταν να αφήσει αφύλακτη τη Βέροια και να τους επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να επαναστατήσει και η Βέροια ή να την καταλάβουν επαναστάτες από άλλες περιοχές που πιθανόν να το θεωρούσαν ευκαιρία,

δ) Συμφώνως με όλες τις πληροφορίες που είχαν, πίστευαν ακράδαντα ότι ερχόταν σε βοήθειά τους ο στρατηγός Γρηγόρης Σάλας, οι ολύμπιοι οπλαρχηγοί και οι επαναστατημένοι έλληνες των γύρω πόλεων και κοινοτήτων. Φτάνοντας ο στρατηγός Σάλας στον Όλυμπο, θα κατευθυνόταν και θα επιτιθόταν στη Βέροια, από όλες τις πλευρές, και τελικώς θα την καταλάμβανε.

Κατάληψη του Δοβρά από τους Τούρκους

Ο Κεχαγιά-Μπέης δε μπόρεσε το βράδυ της ίδια μέρας να καταμετρήσει τις απώλειες του στρατού του. Πήγε στη Βέροια και έκανε την αναφορά του στο στρατάρχη, γνωρίζοντάς του το αποτέλεσμα της μάχης και την άλλη ημέρα, το πρωί, πήγε στο στρατόπεδό του και διέταξε και πάλι γενική έφοδο εναντίον του αποκλεισμένου (όπως νόμιζε) Καρατάσου στη μονή του Δοβρά. Μέσα σε κλίμα γενικής επίθεσης από τέσσερες πλευρές, άρχισαν να πυροβολούν και να προχωρούν, φοβούμενοι όμως ότι η σιγή από την πλευρά των πολιορκημένων στο μοναστήρι επαναστατών ήταν κάποιο τέχνασμα που δε μπορούσαν να κατανοήσουν ακόμη. 

Δεν πέρασε καθόλου από το νου τους η σκέψη ότι μέσα στη νύχτα θα είχε καταφέρει ο Καρατάσος, με τους άντρες του, να περάσει τις γραμμές τους και να διαφύγει. Τελικώς, με πολλές προφυλάξεις, τόλμησαν να φτάσουν κοντά στην πύλη της μονής και να την παραβιάσουν, μη βρίσκοντας δε κανένα μέσα σε αυτή τη λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν, όπως και το χωριό, ζητωκραυγάζοντας. Τον ηγούμενο του μοναστηριού Γεράσιμο τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στη Βέροια όπου απαγχονίστηκε. Και η τύχη όμως των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευχάριστη:

Τριάντα πέντε γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη.

Μετά από όλα αυτά ο Κεχαγιά-Μπέης έρριξε το βλέμμα του στο πεδίο της μάχης. Χλώμιασε, όταν κατάλαβε το μέγεθος της απώλειας του στρατού του και μονολογώντας έστρεψε το βλοσυρό του βλέμμα προς τη Νάουσα, κουνώντας το κεφάλι του απειλητικά. Στη συνέχεια, ζήτησε να δει ταπτώματα και τους τραυματίες των επαναστατών, αλλά δε βρήκαν ούτε ένα και αυτό γιατί κοινό χαρακτηριστικό των Μακεδόνων κλεφτών και αρματολών ήταν να μην εγκαταλείπουν νεκρούς και τραυματίες, αλλά να τους παίρνουν μαζί τους και τους μεν τραυματίες να τους φροντίζουν με επιμέλεια, τους δε νεκρούς να τους θάβουν εκτός του πεδίου της μάχης. Εάν όμως κάποιους νεκρούς δεν μπορούσαν να τους μεταφέρουν, έκοβαν το κεφάλι τους, το έπαιρναν μαζί τους και το έθαβαν, γιατί δεν ήθελαν να βεβηλωθούν τα πρόσωπα των νεκρών από την Τουρκική αγριότητα.

Αφού διέταξε να θάψουν τους νεκρούς και να μεταφέρουν τους τραυματίες στην Βέροια, πήγε και ο ίδιος για να δώσει στο στρατάρχη την τελική έκθεσή του για τα γεγονότα και τις εχθροπραξίες των δύο αυτών ημερών, μειώνοντας κατά πολύ τις απώλειές του. Ο Στρατάρχης όμως από την πολλήταραχή του, από τα μασημένα λόγια του και από τις πολλές υποκλίσεις του, κατάλαβε το μέγεθος της απώλειας του στρατού του και νευριασμένος ζήτησε αναλυτικές πληροφορίες.

Αναγκασμένος να του δώσει πληροφορίες, ομολόγησε τις τεράστιες απώλειες, αλλά τις δικαιολόγησε στην πολύ καλά οχυρωμένη θέση των επαναστατών. Ο Στρατάρχης, κουνώντας το κεφάλι του, απέδωσε ευθύνες σε αυτόν για τις κινήσεις του που είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία του να κατατροπώσει τους επαναστάτες. Στην συνέχεια, περιμένοντας ενισχύσεις, δεν έπραξε τίποτε, αλλά διέταξε μόνο να περιποιηθούν και να φροντίσουν τους τραυματίες τους.

Ο Αμπού Λουμπούτ, προνοώντας να μην πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η επανάσταση, επειδή συμφώνως με τις πληροφορίες που του μετέφεραν, η Νάουσα ήταν το κέντρο των επαναστατικών κινήσεων, πήρε σπουδαία μέτρα για την εκπόρθησή της. Έστειλε επιστολές σε όλους τους υποδιοικητές, διατάζοντάς του χωρίς καμία καθυστέρηση να στρατολογήσουν και να στείλουν μπροστά στη Νάουσα άτακτα στίφη (βασιβοζούκους), υποσχόμενος σε αυτούς άφθονη και εύκολη λεία. Στη δελεαστική αυτή πρόσκληση του Στρατάρχη ανταποκρίθηκαν πολλοί που ήλπιζαν στον εύκολο πλουτισμό, ικανοποιώντας και τις αρπακτικές τους διαθέσεις, έτσι συγκεντρώθηκαν :

2.500 Ανασελιτσιώτες ή Γρεβενιώτες Βαλαάδες.
1.500 Κονιάροι του Σαρηγκιόλ και της Φλώρινας.
1.000 Γκέγκηδες.
1.500 Μογλενιώτες ή Καρατζοβαλήδες.
700 Μαγιαδαλήδες και Γιουρούκηδες.
350 Ασηκλάρηδες και Γενιτσιώτες.
250 Βοδενιώτες και από τα πεδινά χωριά.
300 Βεροιείς.
2.500 Από την περιοχή του Μοναστηρίου.

Σύνολο όλοι μαζί ήταν 10.600 άτακτοι που ενωμένοι με τον τακτικό στρατό ανέβαζαν την Τουρκική δύναμη σε 20.600 άνδρες.

Συνεχίζοντας τις ενέργειές του ο στρατάρχης Αμπού Λουμπούτ έστειλε τον στρατηγό Κεχαγιά-Μπέη, μαζί με ισχυρό σώμα στρατού να καταλάβει και να κατασκηνώσει στις σημαντικές θέσεις που βρίσκονταν μεταξύ των περιοχών της Ροδιάς και του Χωροπανίου και που από αυτές τις θέσεις φαινόταν η επαναστατημένη πόλη της Νάουσας. Ο ίδιος, αργότερα, αφού άφησε περίπου 2.000 άνδρες για να φρουρούν την πόλη της Βέροιας, με το πυροβολικό και τους υπόλοιπους άνδρες του κατευθύνθηκε στην παραπάνω θέση που είχε στρατοπεδεύσει ο Κεχαγιά-Μπέης και έστησε τη σκηνή του σε μέρος που μπορούσε να βλέπει την πόλη.

Οχύρωση των Επαναστατών – Συνέχεια Πολιτικής Αντιπαράθεσης

Οι επαναστατημένοι, βλέποντας να έρχονται προς αυτούς όλες οι δυνάμεις του Στρατάρχη, υποχώρησαν με τάξη στα υψώματα και τους γύρω λόφους και οχυρώθηκαν στα πιο γνωστά και ασφαλή γι αυτούς μέρη της Κω(ου)τίχας και της Σμίξης. Οι παραπάνω θέσεις που επέλεξαν και οχυρώθηκαν οι Ναουσαίοι, δε μειονεκτούσαν από τη θέση του Δοβρά. Ήταν γνωστές σε αυτούς και από άλλες μάχες.

Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, προαισθανόμενοι τους κινδύνους που πλησίαζαν, άλλοι έφευγαν και κατευθύνονταν προς τα Γιαννιτσά ή τη Θεσσαλονίκη και άλλοι μέσα στην ασφάλεια που παρείχαν τα τείχη της Νάουσας. Η πόλη ήταν ασφαλής ακόμη και η πολεμική ιστορία των Ναουσαίων παρείχε περισσότερη ασφάλεια σε όλους όσους συγκεντρώνονταν μέσα σε αυτήν. Ο Ζαφειράκης, παρασυρόμενος από τον ορμητικό χαρακτήρα του, κάμει για δεύτερη φορά το ίδιο λάθος, φοβούμενος ότι δεν θα έχει τον απόλυτο έλεγχο του αγώνα και της άμυνας της πόλης:

Συλλαμβάνει και κλείνει πάλι στις φυλακές πολλούς από τους πολιτικούς του αντιπάλους που είχε ελευθερώσει, κατά τη σύσκεψη στη μονή του Δοβρά και πριν την επίθεση κατά της Βέροιας, με την κατηγορία ότι οι αντίπαλοί του ήταν όργανα των Τούρκων. Η πράξη του αυτή φανερώνει ότι ακόμη και εκείνες τις ώρες η πολιτική επικράτηση ήταν το ζητούμενο και η απόδοση ευθυνών και η συκοφαντία των αντιπάλων πράξη συνήθης.

Από τις αργές κινήσεις του Αμπού-Λουμπούτ οι Ναουσαίοι καταλάβαιναν ότι έχει σκοπό, στην αρχή, να προσπαθήσει με διαπραγματεύσεις να υποτάξει την επαναστατημένη πόλη και ότι συντόμως θα έστελνε πρεσβεία στην πόλη, αλλά και σε αυτούς που ήταν στρατοπεδευμένοι στην περιοχή της Κουτίχας. Για το λόγο αυτό, σε σύσκεψη που έγινε με τους οπλαρχηγούς, αποφασίστηκε ότι σε περίπτωση που ο στρατηγός Αμπού-Λουμπούτ στείλει αντιπρόσωπό του για να διαπραγματευτεί μαζί τους, αυτό θα το αντιλαμβανόταν πρώτα ο Καρατάσος που ήταν στρατοπεδευμένος με τους άντρες του στην Κουτίχα ή ο Λάζος Ραμαντάνης που ήταν στρατοπεδευμένος στη Σμίξη (Πλακένια Δραγασιά), κανείς όμως δεν θα διαπραγματευόταν μαζί του, απλά και μόνο θα τον υποδέχονταν με φιλοφρονήσεις και θα τον έστελναν με συνοδεία στη Νάουσα που θα βρισκόταν η προσωρινή κυβέρνηση και εκεί ο ίδιος ο Ζαφειράκης θα συνδιαλεγόταν μαζί του και θα του απαντούσε ότι δεν παραδίδεται η πόλη, συμφόνως πάντα με το πνεύμα της ελληνικής επανάστασης.

Πρόταση του Στρατάρχη για Παράδοση της Πόλης

Πραγματικά, ξημερώνοντας, περίπου στις 9.00, σε κάποιον σκοπό από το στρατόπεδο του Καρατάσου εμφανίστηκε ένας άοπλος αγγελιοφόρος, χριστιανός στο θρήσκευμα, απεσταλμένος από το στρατάρχη και ζήτησε να δει τον αρχηγό. Αφού τον οδήγησαν στον Καρατάσο, του μετέφερε ότι ο στρατάρχης επιθυμεί να στείλει κάποιον έμπιστό του που θα συνομιλήσουν μαζί του, αλλά πριν το κάνει αυτό, θα πρέπει να έχει το λόγο της τιμής του αρχηγού ότι δεν θα κακοποιηθεί ο πρέσβης του και ότι θα του φερθούν φιλικά. Ο Καρατάσος του απήντησε ότι το πρόσωπο του πρεσβευτή, οποιασδήποτε φυλής, θρησκείας και τάξης, είναι ιερό, ακόμη και αν ο ίδιος ο στρατάρχης θέλει να αναλάβει το ρόλο του πρεσβευτή ισχύουν τα ίδια, άρα μπορεί να στείλει όποιον ο ίδιος επιθυμεί ή και να έρθει ο ίδιος και να διαπραγματευτούν φιλικά.

Μετά από δύο ώρες φάνηκε ο έμπιστος του στρατάρχη Ισούφ Μπέης τον οποίο υποδέχθηκε ο ίδιος ο Καρατάσος με πολλά χαμόγελα και φιλοφρονήσεις. Ο Ισούφ, μετά τις τυπικές ανταλλαγές φιλοφρονήσεων, δήλωσε στον Καρατάσο το σκοπό της παρουσίας του εκεί με εντολή του ίδιου του στρατάρχη. Ο Καρατάσος του ανταπάντησε όσα είχαν από πριν συνεννοηθεί, κατά τη σύσκεψη των οπλαρχηγών. Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω, πιεστικά προσπάθησε με κολακείες, με υποσχέσεις για πλούτη και δόξα να δελεάσει τον Καρατάσο και να τον πείσει να παραιτηθεί από την επανάσταση και να υπηρετήσει το Σουλτάνο. Ο Καρατάσος, αφού ατάραχος απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις του, διέταξε δέκα από τα καλύτερα παλληκάρια του να συνοδέψουν, με ασφάλεια, τον Ισούφ Μπέη στον άρχοντα της Νάουσας.

Οι οπλίτες οδήγησαν τον Ισούφ Μπέη στο Διοικητήριο. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Γιαννάκης Καρατάσος, τον οδήγησε ο ίδιος σε ένα δωμάτιο υποδοχής και τον περιποιήθηκε. Εκείνος και πάλι δήλωσε στο Γιαννάκη Καρατάσο το σκοπό της παρουσίας του εκεί, με εντολή του ίδιου του στρατάρχη, αλλά ο Γιαννάκης του απήντησε ότι δεν ήταν αυτός ο αρμόδιος για να διαπραγματευτεί μαζί του και ότι αργότερα θα έρθει ο άρχοντας με τον οποίο θα μπορέσει να διαπραγματευτεί και να του ανακοινώσει όσα ο ίδιος ο στρατάρχης του είπε.

Πραγματικά, μετά από λίγο, ήρθε και ο Ζαφειράκης ακολουθούμενος από μία επιτροπή εμπίστων του και από άλλους είκοσι οπλίτες. Χαιρέτησε με φιλοφρόνηση τον ξένο και μετά το δεύτερο με τεμενά χαιρετισμό (όπως ήταν το έθιμο στους Οθωμανούς) και τη συνηθισμένη για την υγεία του ερώτηση, τον ρώτησε σε τι χρωστούσε την τιμή της επίσκεψής του.

Ο Ισούφ απήντησε ότι είναι απεσταλμένος από τον ίδιο το στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ για να μιλήσει εμπιστευτικώς με τον άρχοντα της πόλης που δεν είχε την τιμή να τον γνωρίζει ο ίδιος. Ο Ζαφειράκης του απήντησε ότι αυτός ο ίδιος είναι ο άρχοντας Ζαφειράκης τον οποίο ήρθε να συναντήσει, αλλά δεν έχει τίποτε το απόρρητο από τους άλλους και ότι οτιδήποτε είχε να του μεταφέρει, να το έλεγε μπροστά σε όλους.

Ο Ισούφ Μπέης, αφού πήρε το λόγο είπε ότι η Αυτού Μεγαλειότητα, ο Σουλτάνος, ήταν πολύ οργισμένος, όταν άκουσε ότι επαναστάτησε η πόλη της Νάουσας, η πόλη που στο παρελθόν του ήταν τόσο πιστή και ότι ο ίδιος διέταξε τον στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ να καταπνίξει την επανάσταση, τιμωρώντας πολύ αυστηρά τους απείθαρχους και πρωταίτιους και να καταστρέψει ολοσχερώς την πόλη και τους πολίτες της. 

Ο στρατάρχης όμως ερχόταν να καταστείλει την επανάσταση με αγαθές προθέσεις, αλλά η παράτολμη επίθεση κατά της Βέροιας και οι μάχες στο Δοβρά μείωσαν τις αγαθές του προθέσεις. Σεβόμενος όμως τον άγιο και σεπτό ιδρυτή της πόλης Γκαζή Εβρενό και χωρίς να θέλει να καταστρέψει την πόλη που λεγόταν και «κήπος της βασιλομήτορος», τους προτείνει να αποδεχθούν τα παρακάτω:

1. Να αφοπλιστούν όλοι οι πολίτες, να παραδοθούν στην ευσπλαχνία του Σουλτάνου και να δηλώσουν πίστη, υπακοή και υποταγή σε αυτόν.

2. Να παραδοθούν στο στρατάρχη όσοι οπλαρχηγοί και οπλίτες ήλθαν από άλλες πόλεις και χωριά για βοήθειά τους, και

3. Η αποδοχή των παραπάνω όρων να συνοδευτεί και από την παράδοση του άρχοντα της πόλης, της επιτροπής και τριάντα από τους πιο έγκριτους πολίτες της πόλης.

Ο στρατάρχης, σε περίπτωση που αρνηθούν να αποδεχθούν τα παραπάνω, έχει τη δύναμη και την υπομονή να τιμωρήσει όσους επαναστάτησαν, συμφώνως με τη θέληση του Σουλτάνου.

Αφού ακούστηκε η πρόταση και οι όροι του στρατάρχη, πήρε το λόγο ο Ζαφειράκης και χαμογελώντας ειρωνικά του απήντησε ότι ο πρώτος ο όρος μπορεί να γίνει αποδεκτός, αλλά κανείς τους δεν μπορεί να πάρει μία τέτοια απόφαση παρά μόνο να συγκληθεί ο λαός σε συνέλευση για να το αποφασίσει ο ίδιος. Θα καλέσει, λοιπόν, σε συνέλευση τους πολίτες για να αποφασίσουν, εάν αποδεχθούν ή όχι τις προτάσεις. Για το δεύτερο δε όρο είπε ότι οι οπλαρχηγοί και οι οπλίτες των γύρω χωριών και όσοι άλλοι ήλθαν από άλλες πόλεις να βοηθήσουν την επανάσταση, δεν είναι ποντίκια για να πιαστούν στη φάκα και να τους παραδώσουν, αλλά είναι άντρες με τα όπλα στα χέρια και η δίψα της ελευθερίας τους έφερε στην πόλη και στον κοινό αγώνα.

Για τον τρίτο όρο είπε ότι θεωρεί δύσκολη έως αδύνατη την αποδοχή του, γιατί ήταν και η αρχική αιτία της επανάστασης η αποστολή ομήρων. Η Νάουσα αρνήθηκε να στείλει ομήρους στο στρατάρχη, όπως αυτός διέταζε, και το ίδιο θα κάνει και τώρα, γιατί κανένας δε θέλει από μόνος του να βάλει τον εαυτό του και να κλειστεί σε φυλακές, αλλά είναι προτιμότερο να πεθάνει από σφαίρες αντίπαλου στρατιώτη, πολεμώντας για την ελευθερία του και την ελευθερία της πατρίδας του.

Μετά από αυτά τα λόγια, έπεσε μεγάλη σιωπή. Διακόπτοντάς την ο Ζαφειράκης είπε στο Μπέη ότι πέρασε η ώρα (ήταν 5η μ.μ.) και δεν υπάρχει χρόνος να προσκληθούν οι πολίτες σε συνέλευση. Γι’ αυτό, εάν επιθυμεί, μπορεί να μείνει στην πόλη φιλοξενούμενός του μέχρι την άλλη ημέρα το πρωί που θα γίνει η συνέλευση και θα του δοθεί η οριστική απάντηση ή εάν επιθυμεί, να επιστρέψει στο στρατάρχη.

Ο Ισούφ Μπέης, αφού σκέφτηκε την πρόταση του Ζαφειράκη, έστειλε έναν από τους ακολούθους του για να ενημερώσει το στρατάρχη ότι για εκείνη την νύχτα θα παρέμεινε στην πόλη και ότι την επομένη, μετά το μεσημέρι, θα επέστρεφε στο στρατόπεδο μεταφέροντας και την οριστική απόφαση των πολιτών. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από το Ζαφειράκη και όλη τη συνοδεία του, βγήκε περίπατο στο Κιόσκι. Εκεί, εκτός από τους φρουρούς που ήταν πάνω στους πύργους, δε συνάντησαν κανέναν άλλο. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στη συνέχεια, πηγαίνοντας προς το κέντρο της πόλης, ο Μπέης ξαφνιάστηκε, βλέποντας την αγορά να είναι ανοιχτή, οι τεχνίτες να εργάζονται κανονικά και ο κόσμος να συμπεριφέρεται σα να μη διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Ήταν μία ήσυχη ημέρα σαν όλες τις άλλες.

Το δείπνο που προσέφερε ο Ζαφειράκης στον Ισούφ Μπέη και στην επιτροπή της πόλης, καθόλου δεν έμοιαζε με συγκέντρωση αρχηγών επαναστατημένης πόλης με τον αντιπρόσωπο του αντίπαλου στρατοπέδου. Οι χαλαρές συζητήσεις, οι φιλοφρονήσεις και η ευθυμία ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του δείπνου, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι δεν έγινε κατανάλωση κρασιού από όλους, αφού ο Μπέης απείχε από τη χρήση αυτού του ποτού. 

Στο τέλος του δείπνου, ο Ισούφ Μπέης έθιξε και πάλι το θέμα της αμνηστίας, αλλά ο Ζαφειράκης τον διέκοψε λέγοντάς του ότι δεν ήταν η ώρα κατάλληλη για τέτοιου είδους συζητήσεις. Πριν όμως ο ίδιος αποχωρήσει για να κοιμηθεί και πάλι τους είπε ότι οποιαδήποτε και αν είναι η απόφαση των πολιτών την επόμενη μέρα, η πόρτα της αμνηστίας δεν κλείνει και ότι με χίλια ή και πεντακόσια πουγκιά ο στρατάρχης κλείνει τα μάτια του και αναχωρεί από την πόλη. Ο Ζαφειράκης τότε, χαμογελώντας,του είπε: «Ες αύριον τα σπουδαία» και τον οδήγησε στο δωμάτιό του.

Από βραδύς ο Ζαφειράκης είχε διατάξει, για την επόμενη μέρα, να γίνει συνέλευση στο Διοικητήριο που θα συμμετείχαν οι πρόκριτοι από διάφορες συνοικίες και τα πιο επίλεκτα μέλη από κάθε συντεχνία. Συγκεντρώθηκαν περίπου 150-160 άτομα και συζητούσαν μέσα στη μεγάλη αυλή του διοικητηρίου. Μετά από λίγο ο Ζαφειράκης με την Επιτροπή, τον Ισούφ Μπέη, το Γιαννάκη Καρατάσο και 50 οπλίτες έφτασαν και αυτοί εκεί.

Παίρνοντας το λόγο ο Ζαφειράκης, ενημέρωσε, με κάθε λεπτομέρεια, τη συνέλευση για την εκστρατεία και την απόπειρα για την κατάληψη της Βέροιας, το αποτέλεσμά της, τα γεγονότα από τις διήμερες μάχες στο Δοβρά, καθώς, επίσης, και τις ελπίδες του ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες Ελληνικές κοινότητες, περιμένοντας στρατιωτικές ενισχύσεις μαζί με το στρατηγό και ότι όλο το ελληνικό έθνος, σε στεριά και θάλασσα, βρίσκεται σε κατάσταση εξέγερσης. Ενημέρωσε, στη συνέχεια, ότι με την εξέλιξη των παραπάνω ο στρατός του στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ θα τα βρει δύσκολα και δε θα μπορέσει να υποτάξει και να καταλάβει την πολύ καλά οχυρωμένη πόλη της Νάουσας. Αλλά, παρόλα αυτά, ο στρατάρχης εξακολουθεί να στέλνει απεσταλμένους, να βάζει όρους για παράδοση της πόλης και χορήγηση αμνηστίας στους κατοίκους της. 

Συνεχίζοντας τους παρουσίασε τους όρους που τους έβαζε ο στρατάρχης μέσω του απεσταλμένου του. Γέλια και φωνές αποδοκιμασίας από τους συγκεντρωμένους ακολούθησαν τους όρους και ο Ζαφειράκης τους προέτρεψε να διαλύσουν ήσυχα τη συνέλευση και να παραμείνουν μόνο 7-8 από τους πιο εύπορους, πηγαίνοντας δε προς τον Ισούφ Μπέη του ανακοίνωσε την αρνητική απάντηση του λαού της Νάουσας στις προτάσεις του σχετικώς με την αποδοχή των όρων για την αμνήστευση.

Ο Ισούφ Μπέης του επανέλαβε τη δεύτερη αντιπρόταση, δηλαδή ότι με χίλια ή και πεντακόσια ακόμη πουγκιά ο στρατάρχης κλείνει τα μάτια του και φεύγει, χωρίς να δει καν την πόλη.

Ο Ζαφειράκης, φωνάζοντας μαζί του τους παραπάνω 7-8 που ζήτησε να παραμείνουν και αφού διέταξε να αποφυλακιστούν δέκα από τους πιο εύπορους πολιτικούς του αντιπάλους που κρατούσε φυλακισμένους, όλους μαζί τους οδήγησε σε ένα απόκεντρο δωμάτιο του Διοικητηρίου και τους ανακοίνωσε ότι :

«Η επανάσταση είναι πια γεγονός. Αν όμως δεν επαναστατήσουν και άλλες ελληνικές πόλεις, όπως είχαν συνεννοηθεί, για να διασπαστούν οι δυνάμεις του στρατάρχη και αν δε φτάσει εγκαίρως η αναμενόμενη βοήθεια, τότε η Νάουσα μοιραία θα έχει την τύχη της Χαλκιδικής».

Έκπληκτοι όλοι άκουσαν το Ζαφειράκη να συνεχίζει:

«Παρόλα αυτά η πόρτα της μεσολάβησης για αμνηστία δεν έχει κλείσει, ακόμη, οριστικά. Ο στρατάρχης μπορεί να πεισθεί για να στραφεί αλλού, αν του προσφέρουμε, όπως λέει ο εκπρόσωπός του, χίλια πουγκιά, με αυτά είναι ικανοποιημένος, αλλά επειδή τα χίλια είναι πολλά, ίσως να συμβιβαστεί και στα πεντακόσια. Τι λέτε για όλα αυτά συμπολίτες μου;»

Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους αρνητικά, παρουσία όμως και του Ισούφ Μπέη και με αλλεπάλληλες αντιπροτάσεις το ποσό έφτασε στα εκατό πουγκιά63, αλλά και πάλι αρνητική ήταν η ανταπόκριση. Τότε ο Ζαφειράκης είπε:

«H χρηματική μου περιουσία, αλλά και των φίλων μου, έχει εξαντληθεί. Από την αμνηστία εμείς μόνο θα ζημιωθούμε, γιατί μετά θα ζούμε σα φτωχοί, ενώ εσείς δε θα ξοδέψετε τίποτε, αν και ο καθένας από εσάς έχει πολύ περισσότερα από όσα ζητεί ο στρατάρχης για να σωθεί ολόκληρη η πόλη. Αν λοιπόν, θέλετε να σωθείτε, τότε πρέπει να υποστείτε τη μικρή αυτή χρηματική θυσία».

Τότε ο πλουσιότερος από όλους Χατζηΐσβος, κουνώντας το κεφάλι του, είπε: «Δεν έχουμε, μας εξήντλησες, άρχοντά μας» και επειδή οι υπόλοιποι σιωπούσαν, δείχνοντας ότι συμφωνούσαν με το Χατζηΐσβο, ο Ζαφειράκης συμπλήρωσε : «Ορκίζομαι ότι έκανα το παν από ότι απαιτούσε η πατρίδα και είχα καθήκον απέναντι στο έθνος, αλλά εσείς σκεφθείτε καλά ότι πριν να δω τη σύζυγο και τα παιδιά μου κατακρεουργημένα, τα δικά σας νωρίτερα θα έχουν αυτή την τύχη, τα πλούτη σας, για τα οποία θυσιάζετε τους αγαπημένους, σας θα γίνουν λεία του Αμπού Λουμπούτ και του στρατού του και τα πτώματά σας θα γίνουν τροφή των σκυλιών και των όρνεων. Αποχωρώ, σκεφτείτε και μετά από μισή ώρα, όταν επιστρέψω, μου λέτε την τελευταία σας απόφαση».

Αφού είπε αυτά, βγήκε και κάθισε σκεφτικός και λυπημένος δίπλα στη βρύση του διοικητηρίου. Μετά από μισή ώρα επέστρεψε στους προκρίτους και τους ξαναρώτησε, αν έχουν κάποια άλλη σκέψη ή απόφαση. Αφού δεν πήρε καμία άλλη απάντηση, ο Ζαφειράκης τους είπε ότι η αμαρτία θα ήταν στο λαιμό τους και διέλυσε τη συνεδρίαση, αφήνοντας ελεύθερους έξι από τους κρατούμενους πολιτικούς του αντιπάλους, τους άλλους διέταξε να κλειστούν και πάλι στη φυλακή.

Συνοφρυώθηκε ο Ισούφ Μπέης, όταν άκουσε από το Ζαφειράκη την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και σηκώθηκε για να φύγει. Αλλά ο Ζαφειράκης τον τράβηξε από το δεξί του χέρι και τον οδήγησε στο σπίτι του για να του κάνει το τραπέζι. 

Σε όλη τη διάρκεια του γεύματος ο Ζαφειράκης ήταν πολύ εύθυμος και τίποτε δεν έδειχνε να τον απασχολεί από τα πολλά προβλήματα που αναμένονταν. Κατά την 1 μ.μ. ο Ισούφ Μπέης αναχώρησε για το στρατόπεδο του στρατάρχη. Ο Ζαφειράκης τον συνόδεψε μέχρι το Μοναχό Πλάτανο και εκεί διέταξε να τον συνοδεύσουν μέχρι την Κουτίχα άλλοι δεκαπέντε άντρες, δίνοντάς τους και την εντολή να ειδοποιήσουν τον Καρατάσο και το Γάτσο να ανέβουν στη Νάουσα.

Φωτογραφικό Υλικό 











Σχέδιο Άμυνας της Πόλης και Οργάνωσή του
Αφού ήλθαν στην πόλη ο Καρατάσος και ο Γάτσος, ο Ζαφειράκης τους διηγήθηκε τα όσα έγιναν στη συνέλευση των πολιτών και τέλος τους ανακοίνωσε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Άμεσα αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να είναι πανέτοιμοι για την επόμενη ημέρα που πιθανόν ο στρατάρχης θα έκανε επίδειξη της δύναμής του επιτιθέμενος στην επαναστατημένη πόλη της Νάουσας. Έτσι ομοφώνως αποφάσισαν:

α) Ο Τάσος Καρατάσος μαζί με το Φίλιππο Ζαφειράκη θα κρατούσαν και θα υπεράσπιζαν την Κουτίχα, τον Παλιοκαλιά και τα χαμηλά μέρη της Σμίξης, προλαμβάνοντας και άλλες πιθανές θέσεις, από τις οποίες ο εχθρός θα μπορούσε να περάσει και να καταλάβει την Πλακένια Δραγασιά.

β) Ο Δημήτρης Καραμήτσιος, μαζί με τον Αργύρη Καραμπατάκη και τον Τσερνοπέτρη να καταλάβουν τις πλαγιές γύρω από το λόφο της Γάστρας, από τις πηγές των Εισβορίων (Ισβόρια) μέχρι την Καραγίδα (Καραΐδα)...


γ) Ο Δημήτρης Καρατάσος με δύο Σιουγκαραίους να προκαταλάβουν την Πλακένια Δραγασιά και το κοίλωμα του Ντότση Λάκκου.

δ) Ο Δημήτρης Σιούγκαρα(η)ς και ο αδελφός του Κωνσταντίνος διατάχθηκαν να καταλάβουν την περιοχή μεταξύ της Γάστρας και της πλαγιάς του Προδρόμου δηλαδή την περιοχή που διασχίζει το ρυάκι των πηγών της Καραγίδας.

ε) Ο Μιχαήλ Κούντσες με το Δεληγιάννη Πιτσιάβα και κάποιους άλλους να καταλάβουν τα υψώματα της Ρουδίνας (Ρουντίνα), την κοιλάδα του Γύμνοβου και τα βορείως του ρυακιού υψώματα.

στ) Ο Γάτσος τις θέσεις που και από πριν είχε, αλλά πιο κοντά στην πόλη, για να είναι έτοιμος για άμεση βοήθεια, δηλαδή τους αχυρώνες, το μοναστήρι του Προδρόμου, το Κουκούλι και άλλα στρατηγικά σημεία.

ζ) Ο Λάζος Ραμαντάνης με τον αδελφό του Θωμά να καταλάβει την ανατολική πλαγιά του λόφου του Σπηλαίου, τη Βεροιώτικη βρύση μέχρι τις πύλες, τη γέφυρα των Μπατανιών και τη γέφυρα του Κιοσκιού.

η) Ο Ζαφειράκης με το Γιαννάκη Καρατάσο να φρουρούν τους πύργους (Κούλας) και ιδιαιτέρως τον πύργο του Ζαφειράκη και μέσα στην πόλη.

θ) Οι θέσεις της Κλεισούρας, της Μπλάνας και του Αγίου Νικολάου δεν είχαν ανάγκη κατάληψης, αφού η πρώτη καλυπτόταν από το Γάτσο, η δεύτερη θεωρούνταν περιττή και φρουρούνταν μόνο από αυτούς που φρουρούσαν και μέσα στην πόλη, η δε τρίτη φρουρούνταν από Σελιώτες και Σκοτινιώτες.

Παρόλα αυτά όμως στάλθηκαν λίγοι οπλίτες μεταξύ της πόλης και του Αγίου Νικολάου για να φρουρούν τη θέση Γεράνια Πέτρα και την απέναντι όχθη. Έτσι, λοιπόν, δόθηκαν και οι τελευταίες διαταγές για την άμυνα της πόλης και αμέσως ξεκίνησε ο καθένας για το μέρος που ορίσθηκε. Την επομένη ημέρα διαδόθηκε η χαρμόσυνη είδηση ότι ο Καπετάν Διαμαντής, ο αετός του Ολύμπου, ήρθε με 250 οπλίτες και οι πρόσκοποί του ζητούσαν άδεια εισόδου στην πόλη από την πύλη Γκουσιόγλαβος. Ο Ζαφειράκης τους υποδέχθηκε, συνοδευόμενος από τον Γιαννάκη Καρατάσο.

Αφού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, όπως συνηθιζόταν πήγαν στο σπίτι του Ζαφειράκη. Οι ελπίδες των Ναουσαίων ήδη είχαν αναπτερωθεί με την εμφάνιση αυτής της ομάδας του καπετάν Διαμαντή.

Ο Ζαφειράκης συνοπτικώς διηγήθηκε στο Διαμαντή όλα όσα συνέβηκαν μέχρι και εκείνη την ημέρα και ότι σκέφτονται να κάνουν για την άμυνα της πόλης και εκείνος συμφώνησε ότι όλα έγιναν σωστά. Στη συνέχεια δικαιολογήθηκε για το ότι άργησε να έρθει στην επαναστατημένη πόλη, επειδή περίμενε την εμφάνιση του στρατηγού Γρηγόρη Σάλα. Όταν όμως έμαθε για την επίθεση των Ναουσαίων με σκοπό την κατάληψη της Βέροιας, ξεκίνησε για να φτάσει, αλλά διάφορα άλλα περιστατικά τον καθυστέρησαν, όπως το ότι έπρεπε να έρθει από ορεινά μονοπάτια, αφού έβρισκε όλους τους άλλους δρόμους και διαβάσεις κλειστά, γιατί είχαν καταληφθεί από Κονιάρους.

Έναρξη Εχθροπραξιών από τους Ανατολικούς Λόφους της Νάουσας

Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, μέσα στην πόλη της Νάουσας, δύο ισχυρά στρατιωτικά σώματα προχωρούσαν κατά της πόλης και προσπαθούσαν να περάσουν από τη θέση της Κουτίχας. Τετρακόσιοι περίπου Τούρκοι ιππείς αστραπιαίως κατάφεραν καλπάζοντας να περάσουν τις γραμμές του Καρατάσου και προχωρούσαν την ανηφόρα προς τη Βεροιώτικη βρύση. Εκεί εκατό περίπου Ναουσαίοι επαναστάτες, με αρχηγούς τους Λάζο και Θωμά Ραμαντάνη, την τελευταία στιγμή, κατάφεραν να καταστρέψουν τη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ρυακιού και άρχισαν να πυροβολούν και από τις δύο όχθες κατά των τούρκων ιππέων. Οι Τούρκοι βρέθηκαν σε δυσχερέστατη θέση, αφού, πλέον, δε μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους προς την πόλη και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αποδεκατισμένοι από τις πολύ εύστοχες βολές των έμπειρων Ναουσαίων οπλιτών.

Το πεζικό που ακολουθούσε πίσω από τους τετρακόσιους αυτούς ιππείς που αρχικά κατάφεραν να περάσουν τις γραμμές των επαναστατών, αποκρούστηκε εύκολα από τον Καρατάσο και μετά από πολύωρες εχθροπραξίες υποχώρησαν στο στρατόπεδό τους με μεγάλες απώλειες. Αν και σε κάποια στιγμή οι άνδρες του Καρατάσου βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, από το πεζικό που προσπαθούσε να περάσει τις γραμμές και από το ιππικό που υποχωρούσε, τελικώς κατάφεραν μια περιφανή νίκη, γιατί ο Θωμάς Ραμαντάνης που ακολουθούσε το τουρκικό ιππικό που υποχωρούσε, κατάφερε να τους διασκορπίσει και αυτοί μη γνωρίζοντας προς τα πού να πάνε, περιπλανιόνταν πυροβολούμενοι, συνεχώς, μέχρι και τις 9 το βράδυ.

Τα ίδια αποτελέσματα είχε και η επίθεση των Τούρκων που έγινε την επόμενη μέρα. Αλλά το ιππικό τους,που είχε ενισχυθεί, κατάφερε να προελάσει παράλληλα από το λόφο της Σμίξης, του Κοπανού και του Αγίου Νικολάου και στη συνέχεια έφτασε στη γέφυρα του Τσιφλικιού που και αυτήν, όπως και της Βεροιώτικης, τη βρήκαν κατεστραμμένη. Αφού δε μπορούσαν να περάσουν από πουθενά και αφού δέχονταν ασταμάτητους πυροβολισμούς από τους επαναστάτες που είχαν καταλάβει τις απότομες όχθες, αναγκάστηκαν και πάλι να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους, μη βρίσκοντας άλλη έξοδο διαφυγής. Εξαιτίας, λοιπόν, της πολύ σωστής απόφασης να προκαταλάβουν οι Ναουσαίοι όλες αυτές τις επίκαιρες θέσεις και σε συνδυασμό με την πολύ καλή ευστοχία των βολών τους, κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις και να διατηρήσουν τις θέσεις τους χωρίς καμία απώλεια, ενώ οι Τούρκοι μετρούσαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες.

Ο Κεχαγιά Μπέης ενίσχυσε τα δύο σώματα στρατού που διέθετε και με τρίτο σώμα και αφού άφησε ένα μικρό τμήμα του στρατού του απέναντι από την Κουτίχα και τη Σμίξη για αντιπερισπασμό, ακολούθησε ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό του την παράλληλη διαδρομή που είχε ακολουθήσει το ιππικό, την προηγούμενη μέρα, προς τη γέφυρα του Τσιφλικιού. Ο Δημήτρης Καραμήτσιος βλέποντας το μέγεθος της δύναμης του εχθρού, κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να διατηρήσει τις θέσεις του, αλλά επίσης κατάλαβε ότι οι εχθροί θα κατευθύνονταν προς την Πλακένια Δραγασιά ή την Καραΐδα.

Έστειλε, λοιπόν, εκεί τον Αργύρη Καραμπατάκη μαζί με τους περισσότερους οπλίτες που διέθετε για να ενισχύσουν τους Ναουσαίους που φρουρούσαν εκείνες τις τοποθεσίες, ο ίδιος έμεινε εκεί για να απασχολήσει τον εχθρό, κρατώντας μαζί του και 150 οπλίτες, διατάζοντάς τους να μη λυπούνται τα φυσίγγια και να κατακεραυνώνουν τους επιτιθέμενους. Ο Κεχαγιά Μπέης κατάλαβε αμέσως την αδυναμία αυτών που έμειναν να φρουρούν στις όχθες του ρυακιού, διέταξε να προελάσει ο στρατός του μέσα από ένα καταιγισμό πυροβολισμών που γινόταν και από τις δύο πλευρές των αντιμαχόμενων. Τελικώς κατάφερε και έφτασε μέχρι το σημείο που αρχίζει το κοίλωμα του Ντότση Λάκου και κάποιο σώμα του αποχωρίσθηκε από τους υπόλοιπους, όταν πέρασαν το ρυάκι και παρακάμπτοντας τη Γάστρα έφτασαν στην περιοχή των Ισβορίων.

Εκεί βρισκόταν ο Καραμήτρος με ογδόντα οπλίτες και αμέσως επιτέθηκε στους άντρες του Κεχαγιά-μπέηαλλά επειδή οι εχθροί ήταν πολύ περισσότεροι, μετά από λίγο κατάφεραν να τους περικυκλώσουν. Οι επαναστάτες με τον Καραμήτρο αντιστέκονταν, κρατώντας τη θέση τους, αλλά όταν τους τελείωσαν τα πυρομαχικά, επιτέθηκαν με τα γιαταγάνια τους και μόλις πενήντα από αυτούς κατάφεραν να διασωθούν. Ο εχθρός που καταλάβαινε προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να οδηγηθεί από τους πυροβολισμούς και τις θέσεις των επαναστατών, επιτάχυνε την πορεία του και χωρίς να βρει άλλη αντίσταση έφτασε στην Πλακένια Δραγασιά και εκεί τους υποδέχθηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς οι ταμπουρωμένοι επαναστάτες.

Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να διασπάσουν τις γραμμές των αμυνομένων με επιθέσεις που κράτησαν μέχρι και την 4η μ.μ., αλλά αφού δεν το κατόρθωσαν, άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκαν προς την Καραγίδα. Και εκεί όμως αποκρούσθηκαν από τους Σιουγκαραίους και τους άνδρες τους. Κουρασμένοι και νηστικοί δε μπόρεσαν να συνεχίσουν την επίθεσή τους και υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες στο πλάτωμα, δίπλα από το ρυάκι. Ο Κεχαγιά-μπέης, αφού διανυκτέρευσε εκεί, διέταξε τους στρατιώτες του με ξύλα από τα διπλανά πλατάνια να κατασκευάσουν γρήγορα μια σταθερή γέφυρα που θα του χρησίμευε για τη διάβαση από εκείνο το μέρος του ιππικού και του πυροβολικού του.

Δολοφονία Αγγελιοφόρου που Έφερνε Αμνηστία από την Κωνσταντινούπολη

Η Κυριακή του Ακάθιστου είναι πολύ σημαντική για την ιστορία της Νάουσας, γιατί από το πρωί ο αυτοκρατορικός στρατός του Κεχαγιά Μπέη ενισχύθηκε και με άλλο ισχυρό σώμα από ιππείς και επιτέθηκε δυναμικά στις θέσεις που φρουρούσαν οι επαναστάτες στις περιοχές Κουτίχα, Πλακένια Δραγασιά και Καραΐδα. Οι Ναουσαίοι αγωνιστές,ακούγοντας τους έντονους πυροβολισμούς βγήκαν στο Κιόσκι, στον Παπαράντο, στο Μοναχό Πλάτανο και στη Παληοσώτηρα για να παρακολουθούν από εκεί τα όσα γίνονταν πιο κάτω, όταν ξαφνικά, κατά την 9η το πρωί, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν στην Κουτίχα και μετά από μισή ώρα στην Πλακένια Δραγασιά και στην Καραΐδα.

Και ενώ απορούσαν όλοι, γιατί ξαφνικά έπαψαν οι πυροβολισμοί, κάποιος που είχε δραπετεύσει από τις φυλακέςτης Νάουσας και είχε φύγει από την πόλη, ονομαζόμενος Αναστάσιος Τζίντζιος, φάνηκε στο δρόμο της Παναγιωπούλας μαζί με έναν Τούρκο και πίσω τους οι δύο ακόλουθοι του Τούρκου. Ο Τζίντζιος φώναζε δυνατά: «Σωθήκαμε, γλυτώσαμε» και ο Τούρκος με όλη του τη δύναμη φώναζε: «Σελιαμέτ, αφ βεριλντί, αφ γκετιριόρουμ - selamet af oldu, ben af getirmek» και κουνούσε ψηλά, με το δεξί του χέρι, ένα χαρτί.

Και ενώ ο καθένας προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε αυτό, εκείνοι ανέβηκαν τη μικρή ανηφόρα και έφτασαν στο Μύλο του Κυρλομπάνη. Μόλις έστριψαν αριστερά προς το Κιόσκι, φίλοι και συγγενείς του Αναστάσιου Τζίντζιου και κάποιοι άλλοι περίεργοι πήγαιναν να τον υποδεχθούν, όταν ξαφνικά, από το πλήθος που ήταν στη γωνία του Κιοσκιού, κάποιος πυροβόλησε και πέτυχε στο μέτωπο τον τούρκο που ακολουθούσε τον Τζίντζιο, ρίχνοντάς τον νεκρό από το άλογό του. Ο Τζίντζιος, αμέσως, πήδηξε κάτω από το άλογό του και με φρίκη είδε το νεκρό τούρκο. Οι ακόλουθοι του Τούρκου μόλις είδαν την άνανδρη αυτή δολοφονία, αμέσως τράπηκαν σε φυγή προς το στρατόπεδό τους, πριν προλάβει κάποιος να τους σταματήσει για να μάθει, τουλάχιστον, τι έγινε ή τι σκοπό είχε η παρουσία τους στην πόλη.

Ο Αναστάσιος Τζίντζιος έμεινε γονατιστός μπροστά από το πτώμα και παρ’ όλες τις προτροπές των φίλων του δε σηκωνόταν και ήταν σα χαμένος στις σκέψεις του. Φοβόταν απότην απώλεια του τούρκου αξιωματούχου και την οργή του Ζαφειράκη και των φίλων του για το ότι είχε αποδράσει. Η φωνή του Ζαφειράκη ήταν που τον έφερε στην πραγματικότητα. Ο Ζαφειράκης, περνώντας μέσα από το μαζεμένο πλήθος, πλησίασε το πτώμα, πήρε από τα χέρια του νεκρού το τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσε και είπε στον Τζίντζιο : «Μη φοβάσαι, ακολούθησέ με» και κατευθύνθηκε προς την περιοχή του Αγίου Γεωργίου.

Από τον Τζίντζιο ο Ζαφειράκης έμαθε ότι ο δολοφονημένος ήταν ο νέος Βοεβόδας της πόλης, σε αντικατάσταση του προηγούμενου που είχε δολοφονηθεί, και ότι το χαρτί, που είχε στα χέρια του, ήταν το έγγραφο της αμνηστίας που δινόταν στους Ναουσαίους από το μεγάλο Βεζύρη. Για την ασφάλεια του Τζίντζιου ο Ζαφειράκης τον διέταξε να πάει σπίτι του να ξεκουραστεί, με τη συνοδεία του έμπιστού του Κώστα Μισυρλή τον οποίο διέταξε να φρουρεί το σπίτι του. Στη συνέχεια, διέταξε να καταζητηθεί και να βρεθεί ο δολοφόνος. Όλοι οι έμπιστοί του και ειδικά ο Γιαννάκης Καρατάσος κινήθηκαν μέσα στο πλήθος, ρωτώντας και ανακρίνοντας όλους όσους ήταν εκεί, κανείς όμως δε θέλησε να φανερώσει το δολοφόνο.

Μετά από αρκετή ώρα επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες στα παραπάνω τρία σημεία, όπως και πριν αυτήν την ξαφνική ανακωχή. Στην Κουτίχα και στην Πλακένια Δραγασιά οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι κρατούσαν ακλόνητοι τις θέσεις τους, παρά τις επανειλημμένες και λυσσαλέες επιθέσεις του Τουρκικού στρατού, αλλά το σώμα των Τούρκων που είχε περάσει στην Καραΐδα, που βρίσκεται ανάμεσα από τη Γάστρα και της πλαγιάς του Προδρόμου, κατάφερε και πέρασε από τους φρουρούς που κρατούσαν το εκεί πέρασμα και ανέβαιναν προς την πλαγιά του Προδρόμου, φανερώνοντας ότι κατευθύνονταν πίσω από αυτήν.

Οι Σιουγκαραίοι που πρόσεξαν την κίνηση αυτή των Τούρκων και γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις που φρουρούσαν την περιοχή του Γύμνοβου ήταν ανεπαρκείς, έστειλαν αμέσως ένα τμήμα από τους οπλίτες τους για να τους βοηθήσουν. Μόλις όμως απομακρύνθηκε αυτό το τμήμα οπλιτών, ξαναγύρισαν πίσω οι Τούρκοι και επιτέθηκαν στους λίγους που έμειναν να φρουρούν εκεί στην Καραΐδα. Η αντίσταση των επαναστατών, αν και δυνατή, τελικώς κάμφθηκε και οι άνδρες διασπάστηκαν, άλλοι κατευθυνόμενοι προς την Πλακένια Δραγασιά και άλλοι προς το Γύμνοβο.

Ο Τουρκικός στρατός, που έμεινε κυρίαρχος στο πεδίο της μάχης, πήγε να καταδιώξει με το ιππικό του όσους επαναστάτες κατευθύνονταν προς το Γύμνοβο. Αλλά το έδαφος στο σημείο εκείνο εμπόδιζε την ανάπτυξη του ιππικού και έτσι όταν αυτό είχε φτάσει στο Γύμνοβο, οι επαναστάτες ήταν ήδη οχυρωμένοι εκεί και τους περίμεναν. Χωρίς να δοθεί καμία μάχη, το ιππικό επέστρεψε στην Καραΐδα την ώρα που έδυε ο ήλιος. Με τη δύση ο Κεχαγιά-Μπέης διέταξε υποχώρηση και την επομένη ημέρα ολόκληρος ο στρατός οδηγήθηκε στο γενικό στρατόπεδο στη Ροδιά, όπου και έγινε γενική στρατιωτική επιθεώρηση. Οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι βρήκαν ευκαιρία να ξεκουραστούν και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους για τρεις συνεχόμενες ημέρες.

Πολεμικό Συμβούλιο του Στρατάρχη και Σειρά Επιθέσεων στην Πόλη

Τις περισσότερες ώρες εκείνης την νύχτας τις πέρασαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι σε συσκέψεις και πολεμικά συμβούλια στη σκηνή του Στρατάρχη. Αυτός ήταν οργισμένος,γιατί δε μπορούσε να δεχθεί, πως τόσο λίγοι επαναστάτες αντιστέκονταν στις επιθέσεις του τόσο ισχυρού και εμπειροπόλεμου στρατεύματός του. Μετά από πολύωρες συσκέψεις αποφασίσθηκε να επιτεθούν και πάλι στην πόλη από τέσσερα σημεία, έτσι ώστε να διασπάσουν και να σκορπίσουν τα σώματα των Ναουσαίων που φρουρούσαν την πόλη σε τοποθεσίες έξω από αυτήν και στη συνέχεια να έχουν μόνο να πολιορκήσουν την οχυρωμένη πόλη. Η διάταξη των τουρκικών δυνάμεων που αποφασίσθηκε ήταν:

Ο Μουσταφά-Μπέης ο Μελενοίκιος, με ένα ισχυρό σώμα πεζικού και ιππικού, να παρακάμψει μέσα από την περιοχή της Ρουντίνας και να καταλάβει τη θέση Κουκούλι και Αχυρώνες που τις κρατούσε ο Γάτσος. Στην συνέχεια να κατευθυνθεί προς τα Τρία Πλατάνια και από εκεί στην πόλη, από την πλευρά του νεκροταφείου Αγίου Αθανασίου. Ο Κεχαγιά-Μπέης με τα σώματα που διέθετε και ενισχυόμενος με τηλεβόλα να καταλάβει τη Γάστρα και τα γύρω μέρη, που είχε καταλάβει και κατά τις προηγούμενες συμπλοκές, να διασπάσει και να διασκορπίσει όσους Ναουσαίους φρουρούσαν την Πλακένια Δραγασιά και το Γύμνοβο και έτσι μέσα από αυτές τις δύο διαδρομές να φτάσει μέχρι τις πύλες του Αγίου Γεωργίου και του Κιοσκιού.

Ταυτοχρόνως το πυροβολικό του να βομβαρδίζει την πόλη από τη Γάστρα που έχει καλή οπτική επαφή. Ο Ταήρ-Μπέης, με ένα ισχυρό, επίσης, σώμα πεζικού να περάσει μέσα από το Μισοδένδρι ή κάτω Σμίξη, να ανέβει το δεξιά λόφο «ράχη του Τασιώνα» ή «Μίνου» και μέσα από το Γαλατσιάνο να καταλάβει τις γύρω από το «Μοναχό Πλάτανο» θέσεις που ενίσχυαν την άμυνα στις πύλες του Κιοσκιού και της Γέφυρας.

Τέλος, ο ίδιος ο Στρατάρχης ανέλαβε να διευθύνει το στρατό που θα προσπαθούσε να διασπάσει και να διασκορπίσει, τρέποντάς τους σε φυγή, τους επαναστάτες που κρατούσαν την άμυνα στην Κουτίχα και στην Παλιοκαλιά, κάτω από τις διαταγές του Καρατάσου. Όλες αυτές οι πραγματικά εξαιρετικής σπουδαιότητας σχεδιασμένες επιθέσεις και προελάσεις του τουρκικού στρατού, αν και μελετήθηκαν και εκτελέσθηκαν με ακρίβεια, κανένα σημαντικό αποτέλεσμα δεν έφεραν και ο στρατάρχης βρέθηκε και πάλι στην ίδια απελπισμένη θέση.

Ο Μουσταφά-Μπέης, με το σώμα που διοικούσε, έχοντας μαζί του και οδηγούς από το χωριό Άνω Κοπανός, μόλις το μεσημέρι κατάφερε και πέρασε ανατολικώς από το χωριό Γκουλισιάνη και αφού παρέκαμψε τη Ρουντίνα,ξεκίνησε για τους Αχυρώνες, πηγαίνοντας παράλληλα με το ρυάκι του Γύμνοβου και γρήγορα έφτασε στο μέρος που ήθελε.

Ο Γάτσος, από την κορυφή του Κουκουλιού, έβλεπε τις κινήσεις του Μουσταφά-Μπέη και κατάλαβε ότι ερχόταν προς το μέρος του. Διέταξε τον αδελφό του Πέτρο και τους οπλίτες του να πάνε και να οχυρωθούν στη διασταύρωση των δρόμων για το Κουκούλι και το μοναστήρι του Προδρόμου και να υποχωρήσουν, όταν ο Μουσταφά-Μπέης τους καταδιώξει δίπλα από το λάκκο του Σιαμάγκου. Έτσι κατάφεραν και έβαλαν τον εχθρό ανάμεσα σε δυο πυρά. Ο Μουσταφά-Μπέης δεχόταν ομοβροντίες πυροβολισμών από όλες της πλευρές. Βλέποντας τις απώλειες, που είχε, τον πανικό των στρατιωτών του και το ότι δεν γνώριζε που ακριβώς βρίσκονταν, διέταξε υποχώρηση.

Όπως συμβαίνει όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, η αταξία και ο πανικός προκάλεσαν μεγαλύτερη ζημία στο στρατό του. Αφού κατέβηκε από το άλογό του, εγκαταλείποντάς το κατέβηκε το φαράγγι στο οποίο τρέχει το ρυάκι. Διστάζοντας να προχωρήσει προς τα επάνω, ακολούθησε το ρεύμα του ρυακιού και μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά στον Κούντση και τους οπλίτες του. Απελπίσθηκε, αλλά η απελπισία, πολλές φορές,γεννά ηρωϊσμό. Ο Μουσταφά-Μπέης, πάνω στην απελπισία του, επιτέθηκε αστραπιαίως στους άντρες του Κούντση. Αυτός,στη συνέχεια, χώρισε τους άνδρες του σε δύο τμήματα και άφησε το σώμα των Τούρκων να περάσει ανάμεσα από αυτά.

Έτσι, μεταξύ πυροβολισμών από αμυνόμενους και επιτιθέμενους έφτασε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου (κάτω Άγιος Νικόλας - Παρεκκλήσι) που εκεί είχε οχυρωθεί ο Δεληγιάννης με τριάντα άντρες του και ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τις θέσεις του Δεληγιάννη, οι άντρες του Κούντση τον πυροβολούσαν από τις δύο πλευρές. Παρόλα αυτά το οχύρωμα του Αγίου Νικόλα έπεσε και όσοι ήταν κλεισμένοι μέσα σε αυτό, σφάχθηκαν από τους άνδρες του Μουσταφά-Μπέη.

Παρακολουθώντας τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη ο Κούντσης τότε φώναξε: «τα γιαταγάνια, παιδιά» και όρμησαν κατά των Τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε σώμα με σώμα και μεταξύ πυροβολισμών ήταν σύντομη, αλλά, τελικώς ο στρατός των Τούρκων διασπάστηκε και ο Δεληγιάννης με μόλις άλλους ένδεκα από τους άντρες του σώθηκαν και ενώθηκαν με τη δύναμη του Κούντση.

Ο Μουσταφά-Μπέης συνεχώς υποχωρούσε, αγνοώντας προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να προχωρήσει. Δοκιμάζοντας να πάει προς το λάκκο του «Ντότση», τον αντιλήφθηκε ο Πιτσιάβας που με ομοβροντία πυροβολισμών τον ανάγκασε να υποχωρήσει προς το μέρος της Καραΐδας, όπου και διανυκτέρευσε. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τις απώλειες του Τουρκικού στρατού, από την πλευρά όμως των επαναστατών σκοτώθηκαν περίπου πενήντα επτά άνδρες.

Περισσότερο τυχερός στάθηκε ο Ταήρ-Μπέης που ήταν και πιο έμπειρος από τον Μουσταφά-Μπέη. Αυτός ακολούθησε το δρόμο, συμφώνως με τις οδηγίες που του έδωσαν, και χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα έφτασε στην περιοχή του «Γαλατσιάνου». Αλλά ενώ διερχόταν από το ρέμα του Σπηλαίου (Βεροιώτικη βρύση ή σκέτο Βεροιώτικη), δέχθηκε επίθεση από επαναστάτες που τελικώς κατάφερε και τους διασκόρπισε.

Βγαίνοντας στο δρόμο και αφού προχώρησε λίγο, σταμάτησε διστάζοντας να προχωρήσει άλλο, όταν είδε τους βράχους που υψώνονταν και από τις δύο πλευρές και γύρισε πίσω αναζητώντας άλλο πέρασμα. Βλέποντας όμως προς ταεπάνω την Παληοσώτηρα που φύλαγαν οι άντρες των Ραμανταναίων μαζί και με αυτούς που διασκόρπισε αναβαίνοντας το λάκκο, κατέβηκε ξανά μέχρι τη Βεροιώτικη και διανυκτέρευσε εκεί με το στρατό του. Την ίδια, επίσης, τύχη είχε και το μεγαλύτερο και ισχυρότερο άλλο σώμα που διοικούσε ο ίδιος ο Στρατάρχης.

Μετά από συνεχείς και λυσσαλέες επιθέσεις που αποκρούστηκαν όλες, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στο στρατό του, εγκατέλειψε τις εφόδους και πήγε να δει τι κάνει το άλλο του σώμα υπό τη διοίκηση του Κεχαγιά-Μπέη που θα επιτίθονταν από τη Γάστρα και την Πλακένια. Ανέβηκε, έτσι, στη Γάστρα και μετά από λίγο έφτασε στο κατεστραμμένο αμπέλι, εκεί που ήταν εγκατεστημένο το πυροβολικό του και έβαλε, κατά διαστήματα, προς την πόλη, αλλά και προς την Πλακένια, εκεί όπου φρουρούσαν και αντιστέκονταν οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι.

Ο Κεχαγιά-Μπέης, όπως και τις προηγούμενες μάχες που έδωσε από τις θέσεις του, έτσι και σε αυτή δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τον τουρκικό στρατό. Και ενώ οι επιθέσεις και οι αποκρούσεις συνεχώς επαναλαμβάνονταν, αυτός, παίρνοντας ένα τμήμα του στρατού του, κατέβηκε προς τα κάτω, θέλοντας να εισχωρήσει στην περιοχή Μπαχούτσι και από εκεί από το Βάντο76 να ανέβει προς το Μοναχό Πλάτανο. Εκεί όμως βρήκε τη γέφυρα της Αράπιτσας (παληογέφυρο) κατεστραμμένη και τη δεξιά όχθη του ποταμού να την κατέχουν οι επαναστάτες. Λίγοι πυροβολισμοί ανταλλάχτηκαν εκεί, χωρίς καμία ουσιαστική σημασία, και στη συνέχεια ο Κεχαγιά-Μπέης άφησε ένα τμήμα στου στρατού που είχε μαζί του και μαζί με τον υπόλοιπο στρατό του επέστρεψε στη Γάστρα και από εκεί διέταξε γενική επίθεση προς την Πλακένια.

Στην Πλακένια φρουρούσε το σώμα του Τσιάμη Καρατάσου, ενισχυμένο και με το σώμα του Ολυμπίου Διαμαντή ο οποίος, όταν περνούσε το λάκκο του Ντότση, διέσπασε κάποιο απόσπασμα του Κεχαγιά-Μπέη, γεγονός που προκάλεσε ένα μικροπανικό σε ολόκληρο το σώμα. Η μάχη κράτησε μέχρι και τις 4.00΄το απόγευμα και ο Κεχαγιά-Μπέης επέστρεψε στη Γάστρα, κοντά στην ασφάλεια των πυροβόλων του, των οποίων η χρήση τους δεν του έφερε και τα ποθητά αποτελέσματα.

Την επόμενη μέρα επαναλήφτηκαν οι μάχες. Το σώμα του Μουσταφά-Μπέη προσπάθησε να προωθηθεί στη θέση που είχε διαταχθεί συμφώνως με το αρχικό σχέδιο, αλλά πολύ επιδέξια αναχαιτίσθηκε από τους άντρες των Σιουγκαραίων και από ένα τμήμα των αντρών του Γάτσου, στη θέση κάτω Σκάλα. Την ίδια τύχη είχε και το σώμα του Ταήρ-Μπέη. Το σώμα της Κουτίχας δεν έκανε καμία επίθεση και ο Αμπού-Λουμπούτ που παρακολουθούσε από τη σκηνή του στη Γάστρα, κατάλαβε πολύ σωστά ότι με επιθέσεις στα άκρα δε θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη και η μόνη σωστή επιλογή ήταν η επίθεση στο κέντρο. Έτσι αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος στη μεγάλη του επίθεση κατά της Πλακένιας Δραγασιάς.

Ο Στρατάρχης Στενεύει τον Κλοιό Γύρω από την Πόλη

Οι Ναουσαίοι, παρατηρώντας από τις θέσεις τους που ήταν ψηλότερα από τους επιτιθέμενους, κατάλαβαν από τις κινήσεις και από τη σκηνή ότι εκεί βρισκόταν ο Αμπού-Λουμπούτ και με ομοβροντίες πυροβολισμών από τα ευθύβολα τουφέκια τους έκαναν κόσκινο τη σκηνή και έτσι σκοτώθηκαν πολλοί από την ακολουθία και υπηρεσία του Στρατάρχη. Ο ίδιος, για καλή του τύχη, βρισκόταν σε επιθεώρηση του στρατού του και κοντά στη σκηνή.

Άμεσα διέταξε τη μεταφορά της σκηνής σε άλλο σημείο που να μην είναι εμφανές στους επαναστάτες που μπορούσαν από ψηλά να έχουν καλύτερο οπτικό πεδίο. Στη συνέχεια, κάλεσε τον Κεχαγιά-Μπέη και τους άλλους ανώτερους αξιωματούχους και συζήτησαν για την πορεία των σωμάτων τους που αν και με πολλές απώλειες βρισκόταν σε καλό σημείο, αφού ήδη είχαν συγκεντρώσει τους επαναστάτες πολύ κοντά σε αυτήν. Επόμενος στόχος, πριν την πολιορκία της πόλης, ήταν να ανεβούν ένα σημείο ψηλότερα και πιο κοντά σ’αυτήν και αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να καταλάβουν το Βάντο, την Παναγιωπούλα και τους Τροχούς.

Στο σημείο αυτό ο Στουγιαννάκης, παρασυρόμενος από τις προσωπικές του επιλογές και πιθανόν από άλλους λόγους, αναφέρει ότι για την υλοποίηση των παραπάνω αποφάσεων που πάρθηκαν στη σκηνή του Στρατάρχη, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Μάμαντης που βρισκόταν στο τουρκικό στρατόπεδο, μετά από βίαιη προσαγωγή του σε αυτό, αφού τόσο ο ίδιος όσο και ο Ιατρός Αντωνάκης Περδικάρης είχαν εκδιωχθεί από την πόλη, από τον πολιτικό τους αντίπαλο Ζαφειράκη και υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο της εξορίας σε άλλες πόλεις που, όπως και όλες, τότε βρίσκονταν υπό Τουρκική κατοχή.

Η άποψη, επίσης, ότι η παραπάνω απλή και στρατιωτικά σωστή κίνηση για το στένεμα του κλοιού της πολιορκίας ήταν του Μάμαντη, δεν είναι σωστή και μάλλον είναι ένα από τα συμπληρώματα-προσθήκη του Στουγιαννάκη, αφού ο ιστορικός Βακαλόπουλος γράφει :

«Οι Τούρκοι, κερδίζοντας, συνεχώς, έδαφος, περισφίγγουν τους επαναστάτες μέσα στην πόλη και αρχίζουν να τη βομβαρδίζουν. Οι κινήσεις του Μεχμέτ Εμίν (Αμπού Λουμπούτ) έδειχναν άνθρωπο που ξέρει την αξία και τη σημασία των θέσεων. Οι επαναστάτες άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους. Καμία τάξη δεν παρατηρούνταν στα οχυρωματικά έργα, γιατί πολλοί φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους».

Δύο απόψεις τόσο διαφορετικές, που αλλάζουν την ιστορία και τη χρησιμοποιούν κατά πώς βολεύει κάποιους. Τέλος, να σημειώσω ότι και ο Φιλιππίδης και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Σπυρίδωνας Τρικούπης, αλλά και οι περισσότεροι ιστορικοί δεν αναφέρουν πουθενά για την παρουσία πολιτικών αντιπάλων του Ζαφειράκη στο στρατό των Τούρκων και ούτε καν μιλούν για προδοσία.

Η Υποχώρηση και η Συγκέντρωση των Επαναστατών μέσα στην Πόλη

Οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι και όλοι όσοι ήταν μαζί τους, σ’ αυτές τις δέκα μέρες, γνώριζαν πολύ καλά ότι δε θα μπορούσαν να αντιστέκονται για πολύ καιρό, έτσι όπως είχαν διαταγμένες τις δυνάμεις τους, κατά μικρές ομάδες, σε πολλές οχυρωμένες θέσεις. Γνώριζαν επίσης, ότι υπήρχαν πολλά αφρούρητα σημεία, ότι τα ταμπούρια δεν είχαν τροφοδοσία και δεν άντεχαν σε επιθέσεις διαρκείας και ότι η Βεροιώτικη, η Γάστρα και οι γύρω τοποθεσίες βρίσκονταν ήδη στα χέρια των Τούρκων. Έτσι, σε σύσκεψη αρχηγών που έγινε, αποφάσισαν ότι όλες οι δυνάμεις τους πρέπει να υποχωρήσουν, χωρίς να το αντιληφθούν οι Τούρκοι, και να έρθουν να πιάσουν θέσεις έξω από την πόλη.

Τη νύχτα εκείνη, αν και έβρεχε συνεχώς μέχρι και το πρωί, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο και όλοι οι οπλαρχηγοί με τους άντρες τους ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις που κατείχαν και να πιάσουν νέες θέσεις, έξω και γύρω από την πόλη. Πριν την ανατολή του ήλιου, ο τουρκικός στρατός κινητοποιήθηκε. Ένα σώμα του, υπό τις διαταγές του Ταήρ-Μπέη, μπήκε στη μικρή κοιλάδα του Μισοδενδρίου (Μεσοδένδρι) και από εκεί έφτασε στο «Γαλατσιάνο». Ο Λάζος Ραμαντάνης, βλέποντάς τους από την Παληοσώτηρα, κατάλαβε το τι ήθελαν να κάνουν και αμέσως ειδοποίησε το Ζαφειράκη που παρατηρώντας και ο ίδιος τις κινήσεις των Τούρκων, συμφώνησε με τη γνώμη του Ραμαντάνη.

Στη συνέχεια, κάλεσε το Δημήτρη Καραμήτσιο και τον έστειλε να καταλάβει αρκετές θέσεις δίπλα στο ποτάμι και ειδικά τη θέση «Μοσκόκι» και να μην αφήσει με τίποτε το τουρκικό σώμα να καταλάβει την Παναγιωπούλα. Το Ραμαντάνη τον διέταξε να κατέβει στο «Βάντο» και από εκεί να παρενοχλεί τους Τούρκους και να μην τους αφήνει να οδηγηθούν στην Παναγιωπούλα. Το σχέδιο αυτό πέτυχε και ενώ ο Τουρκικός στρατός προχωρούσε για να καταλάβει τις θέσεις που διατάχθηκε, τα σώματα των επαναστατών τους χτυπούσαν από πολλές θέσεις. Οι μικρές ομάδες του Καραμήτσιου και του Ραμαντάνη κατάφεραν να εγκλωβίσουν τον τουρκικό στρατό ανάμεσα στο Βάντο και το δρόμο του Γαλατσιάνου.

Αυτό που γινόταν, έμοιαζε περισσότερο με το παιχνίδι «Κρυφτό». Ο στρατός δεχόταν επιθέσεις από παντού και δε μπορούσε να προχωρήσει, αφού αναγκαζόταν να αμύνεται και να αντεπιτίθεται σχεδόν για ολόκληρη τη μέρα. Οι επαναστάτες που κρατούσαν τις θέσεις τους στην Κουτίχα, τις άφησαν από πρωί και συμφώνως με το σχέδιο ανέβηκαν προς την πόλη και έπιασαν τις θέσεις στην Παληοσώτηρα και στον Άγιο Θεολόγο. Το Τουρκικό σώμα που βρισκόταν στην Κουτίχα, επανειλημμένως πυροβολούσε προς τις θέσεις των επαναστατών και αφού δεν ανταποδίδονταν τα πυρά, δεν ήξερε τι να κάνει, γιατί φοβούνταν, μήπως αυτό ήταν κάποια παγίδα.

Τελικώς διατάχθηκε γενική επίθεση και όπως είναι φυσικό, αφού δε βρήκαν εκεί κανένα, κατέλαβαν τις θέσεις που μέχρι το πρωί κατείχαν οι επαναστατημένοι της Νάουσας. Τα ίδια συνέβησαν και στην Πλακένια Δραγασιά. Το πρωί πολλοί από τους επαναστάτες που είχαν μουσκέψει από τη συνεχή βροχή, έβγαλαν τις κάπες τους και τις κρέμασαν για να στραγγίσουν και να στεγνώσουν. Όταν πήραν την εντολή να υποχωρήσουν προς την πόλη, συμφώνως με το σχέδιο, σκεφτόμενοι έξυπνα τις άφησαν, εκεί όπου τις είχαν, κρεμασμένες για να φαίνεται ότι ήταν ακόμη εκεί και κρατούσαν τις θέσεις τους.

Πλησιάζοντας, λοιπόν, οι στρατιώτες του Κεχαγιά-Μπέη άρχισαν με ομοβροντίες πυροβολισμών να επιτίθενται ενάντια σε αυτές και επειδή δεν ανταποδίδονταν οι πυροβολισμοί, για περισσότερο από δύο ώρες, υπέθεσαν ότι οι επαναστάτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Όμως και πάλι φοβόνταν το ενδεχόμενο της παγίδας. Μετά όμως από σκέψεις και δισταγμούς αποφάσισαν να προχωρήσουν αργά, χωρισμένοι σε μικρότερα σώματα, και έτσι, μετά από πολλές ώρες, κατάφεραν και αυτοί να καταλάβουν το εγκαταλειμμένο στρατόπεδο των επαναστατών και να γίνουν κύριοι των θέσεων που κατείχαν οι επαναστάτες.

Ο Κούντσης και οι Σιουγκαραίοι δε θέλησαν να εγκαταλείψουν αμέσως τις θέσεις τους. Έμειναν εκεί και προκαλούσαν το Μουσταφά-Μπέη σε μάχη. Αυτός όμως αρνιόταν και δεν εμπλεκόταν σε αψιμαχίες, αν και πολλές φορές οι επαναστάτες επιδεικτικώς έφταναν μέχρι και στο στρατόπεδό του πυροβολώντας. Ο Μπέης πιθανόν θα φοβούνταν από τη θρασύτητα αυτή, μήπως και έπεφτε σεκάποια ενέδρα. Τελικώς όμως, λίγο πριν νυχτώσει, ο Γάτσος κατάφερε και τους έπεισε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να ανεβούν, όπως και όλοι οι άλλοι, στην πόλη.

Η Προέλαση των Τούρκων και ο Βομβαρδισμός της Πόλης

Έτσι ο Στρατάρχης, απαλλαγμένος από τους αντιπερισπασμούς, με πολλές προφυλάξεις κατέλαβε ολόκληρη την πλάκα, από τη «Βεροιώτικη βρύση» μέχρι και τη «Σκάλα», δηλαδή το τόξο της Παναγιωπούλας που είναι κάτω από την τελευταία απότομη και βραχώδη πλαγιά, πριν την πόλη της Νάουσας.

Το τουρκικό σώμα, που στρατοπέδευσε στη θέση Τροχοί και Σκάλα79, χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το ένα ανέβηκε από την ανηφόρα του Παπαράντου80 και κατέλαβε το πλάτωμα που από απερισκεψία είχε μείνει αφρούρητο, το άλλο τμήμα αποπειράθηκε να ανεβεί προς την πόλη από την πρώτη Σκάλα, αλλά αποκρούσθηκε με επιτυχία από τους εκεί επαναστάτες.

Ένα άλλο σώμα από τη Βεροιώτικη βρύση προσπάθησε να ανεβεί από την πλευρά του Σπηλαίου, αλλά ο Καρατάσος κατέβηκε από τον Άγιο Θεολόγο, εμποδίζοντάς τους να επιτελέσουν το έργο τους και μετά από μάχη τράπηκαν σε φυγή, με αρκετές απώλειες. Το ότι σε μία τέτοια καθοριστική στιγμή για την ασφάλεια της πόλης βρέθηκε τοποθεσία που εγκληματικώς ήταν αφύλακτη, το αναφέρει ο Στουγιαννάκης, και αναγκάζομαι ναεπαναλαμβάνω αυτό που γράφει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος:

«Οι Τούρκοι, κερδίζοντας συνεχώς έδαφος, περισφίγγουν τους επαναστάτες μέσα στην πόλη και αρχίζουν να τη βομβαρδίζουν. Οι κινήσεις του Μεχμέτ Εμίν (Αμπού Λουμπούτ) έδειχναν άνθρωπο που ξέρει την αξία και τη σημασία των θέσεων. Οι επαναστάτες άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους. Καμία τάξη δεν παρατηρούνταν στα οχυρωματικά έργα, γιατί πολλοί φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους».

Τα τηλεβόλα του στρατάρχη έμεναν σχεδόν άχρηστα, μέχρι τη στιγμή εκείνη, μετά όμως και τις τελευταίες ανακατατάξεις στις θέσεις των Τούρκων και των Ναουσαίων, ήρθε η ώρα τους. Μετά από διαταγή του άρχισαν να βομβαρδίζουν την πόλη, αν και δεν είχαν οπτική επαφή με αυτή. Οι οβίδες έπεφταν έξω από το περίβολο της πόλης, κάποιες όμως έπεσαν και μέσα στο περίβολο, χωρίς όμως να προκαλέσουν μεγάλες ζημίες. Τότε μία ομάδα επαναστατών που φρουρούσαν την πρώτη Σκάλα με τους Σιουγκαραίους και τον Κούντση, περνώντας από την κατηφόρα του Παπαράντου, διέκοψε τη συγκοινωνία των Τούρκων που ανέβαιναν από εκεί.

Έτσι, ο Γάτσος τους βρήκε αποκομμένους από το υπόλοιπο σώμα τους και τους επιτέθηκε λυσσαλέως. Ο πανικός τους ήταν φοβερός. Πολλοί από αυτούς για να γλιτώσουν, πηδούσαν από τη σκοπιά (καραούλι) και τελικώς σκοτώνονταν στα βράχια, άλλοι έτρεχαν στην κατηφόρα που οδηγούσε στο ρέμα στο Σιασιάκι, αλλά ο Γάτσος σταμάτησε λίγο πιο κάτω από αυτούς, για να τους έχει απέναντί του, γιατί, όπως έλεγε, «είχε σκοπό να τους φάει όλους».

Μετά από αυτά τα επεισόδια, εξακολούθησε ο βομβαρδισμός της πόλης με τα ίδια, όπως και πριν, αποτελέσματα. Συμπλοκές μεταξύ των Τούρκων που προσπαθούσαν να ανεβούν προς την πόλη και των επαναστατών που φρουρούσαν έξω από αυτήν έγιναν στο Βάντο, στη Βεροιώτικη, στις πλαγιές του Σπηλαίου και στον Άγιο Θεολόγο, αναγκάζοντας, τελικώς τον Τουρκικό στρατό να υποχωρήσει στις προηγούμενες θέσεις του. Το σώμα όμως που είχε εγκλωβιστεί και πολιορκούνταν στη θέση του Παπαράντου, δε μπορούσε να υποχωρήσει και απελπισμένο έκανε έφοδο κατά των επαναστατών για να μπορέσει να σωθεί και να οδηγηθεί στο στρατόπεδό τους. 

Οι επαναστάτες, αν και ήταν αρκετοί, δε μπόρεσαν να αντισταθούν στην ορμή τους, και υποχώρησαν προς την πόλη. Ελεύθεροι από την πίεση των επαναστατών, οι Τούρκοι στρατιώτες προχώρησαν προς το δρόμο που οδηγεί στα Αλώνια. Βλέποντας την πόλη τόσο κοντά τους όρμησαν, άλλοι προσπαθώντας να ανέβουν στα τείχη και άλλοι προς την πύλη. Όμως ο Γιαννάκης Καρατάσος κατάφερε και τους απέκρουσε, τρέποντάς τους σε φυγή. Έτσι επέστρεψαν στον Παπαράντο, καταστρέφοντας φυτά και ότι άλλο έβρισκαν μπροστά τους.

Οι Τελευταίες Προτάσεις του Στρατάρχη στους Ναουσαίους

Αμπού Λουμπούτ, αν και βρισκόταν έξω από την πόλη, καταλάβαινε ότι δεν ήταν εύκολο να καταλάβει την πόλη και δίσταζε να διατάξει γενική επίθεση, φοβούμενος τις μεγάλες απώλειες που θα είχε, αλλά και το αβέβαιο της έκβασης της επίθεσης. Η κάθε καθυστέρηση όμως είχε και τον κίνδυνο ότι θα μπορούσαν να επαναστατήσουν και άλλες πόλεις της Μακεδονίας, παίρνοντας παράδειγμα από τη Νάουσα και το ότι ο τουρκικός στρατός αδυνατούσε να επιβάλει την κυριαρχία του. 

Θέλησε, λοιπόν, να δοκιμάσει και πάλι τη διαπραγματευτική οδό, ζητώντας από τους Ναουσαίους την απλή υποταγή και να καταθέσουν τα όπλα τους, δίνοντας υπόσχεση για γενική αμνηστία και χάρη για τα όσα είχαν γίνει, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μία ολόκληρη μέρα πέρασε για τις διαπραγματεύσεις αυτές μεταξύ αγγελιοφόρων του στρατάρχη και των Ναουσαίων. Τελικώς οι επαναστάτες απήντησαν αρνητικώς στις προτάσεις του Αμπού Λουμπούτ.

Αμέσως δόθηκε η διαταγή σε όλο το στρατό να πλυθεί, να καθαριστεί για τη μεσημεριανή προσευχή της Παρασκευής (τζιουμά Ιουλέν ναμαζί - Cuma öğle namazı) και μετά να ετοιμαστεί για μία μεγάλη και ορμητική έφοδο κατά της πόλης. Υπόσχεση του στρατηγού στους στρατιώτες του ήταν ότι δίνει όλους τους κατοίκους της πόλης με τις περιουσίες τους για λεία τους, αφού όμως αφαιρεθεί το ένα δέκατο το οποίο θα δοθεί αποκλειστικώς και μόνο σε όποιον στρατιώτη μπει πρώτος στην πόλη.

Η Στενή Πολιορκία της Πόλης Αρχίζει

Αμέσως, μετά την προσευχή, όλος ο τουρκικός στρατός κινητοποιήθηκε. Ανέβηκε χωρίς καμία δυσκολία στο Μοναχό Πλάτανο και έξω από το κιόσκι και επιτέθηκαν με ορμή προς την πύλη του Κιοσκιού. Υποχώρησαν όμως, όταν δέχθηκαν σφοδρά πυρά από τους επαναστάτες που φρουρούσαν την πύλη και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας πίσω τους και πάλι πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ένα σώμα στρατιωτών προχώρησε προς την πύλη του Αγίου Γεωργίου, αλλά όταν έφτασε κάτω από τους απότομους βράχους που έπρεπε να περάσει, δίστασε να προχωρήσει. Ένα μικρό του τμήμα μόνο κατάφερε να φτάσει έξω από την πύλη, αλλά έπαθε πανωλεθρία από τους υπερασπιστές της.

Το σχέδιο των Ναουσαίων ήταν, όπως είπαμε, να τοποθετηθούν όλοι οι οπλαρχηγοί με τους άντρες τους έξω από τα τείχη της πόλης ή μέσα σε αυτήν. Η διαταγή αυτή εφαρμόστηκε και έτσι μπροστά από τη Νάουσα, για αντιπερισπασμό των Τούρκων, ήταν τα σώματα του Καρατάσου, του Γάτσου, του Κούντση και του Καραμήτσιου. Στο σώμα δε του Καρατάσου είχε ενωθεί και το σώμα του γιου του, Τσιάμη Καρατάσου.

Η πόλη ήταν, πια, σε μια περίεργη στενή πολιορκία. Ο εχθρός κατέλαβε μόνο την Ανατολική πλευρά και μικρό μέρος από τα Βόρεια και Νότια, όλη η Δυτική πλευρά και το μεγαλύτερο μέρος στα Βόρεια και Νότια ήταν ελεύθερα. Ο Στρατάρχης δε θέλησε να εφαρμόσει την πολύ στενή πολιορκία, όπως είχε κάνει ο Πασιόμπεης, κατά την πολιορκία της πόλης, από τους Αλβανούς, περιμένοντας να αναγκαστούν οι Ναουσαίοι να παραδοθούν. Σκοπός του ήταν να κυριεύσει και να καταστρέψει την πόλη για παραδειγματισμό όλων των άλλων πόλεων της Μακεδονίας που οι φήμες έλεγαν ότι πολλές από αυτές ετοιμάζονταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Νάουσας.

Πολλοί αναφέρουν -μεταξύ αυτών και ο Στουγιαννάκης- ότι η φυγή του άμαχου πληθυσμού είχε αρχίσει ήδη κατά τις ημέρες αυτές. Ασυγχώρητο λάθος των αρχηγών, των οργανωτών του σχεδίου για την άμυνα και τη σωτηρία της πόλης ήταν το ότι δεν φρόντισαν να εξασφαλίσουν τρόπο διαφυγής των γυναικόπαιδων και γενικώς του άμαχου πληθυσμού, για την περίπτωση που αυτό θα ήταν επιβεβλημένο.

Ακόμη και κατά τις τελευταίες αυτές μέρες μπορούσαν να το κάνουν, αφού τα δύο τρίτα γύρω από την πόλη ήταν ακόμη ελεύθερα και τα κρατούσαν, μάλιστα, μεγάλοι οπλαρχηγοί (ο Καρατάσος τον Άγιο Θεολόγο και ο Γάτσος τον Πρόδρομο και το Κουκούλι). Ίσως δε μπορούσαν να φανταστούν ότι η πόλη μπορούσε να αλωθεί, αν και το ότι είχαν οχυρωμένες θέσεις, σε περίπτωση υποχώρησης, δε συνηγορεί σε αυτή την υπόθεση. Πάντως, στο δυτικό πύργο της πόλης, εκεί που ήταν ο πύργος του Ζαφειράκη πολύ καλά οχυρωμένος, είχαν μεταφέρει τα πολύτιμα πράγματά τους ο Ζαφειράκης, ο Καρατάσος και οι στενοί φίλοι τους.

Από την ημέρα που οι επαναστάτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους εκτός της πόλης και συγκεντρώθηκαν μέσα στην πόλη, καμία τάξη και πειθαρχία δε φαίνεται να υπήρχε στην άμυνα της πόλης. Ο καθένας έπαιρνε μέρος στις μάχες που γίνονταν, αλλά ταυτοχρόνως νοιαζόταν και φρόντιζε για το πώς θα εξασφάλιζε την οικογένεια και την περιουσία του. Από τη στιγμή αυτή αναγκαστικώς ήρθε η χαλάρωση της πειθαρχίας και οι σχεδιασμοί των οπλαρχηγών δεν υλοποιούνταν στο ακέραιο. Η δυσφορία και ένας αόριστος φόβος για το αύριο άρχισε να κυριεύει τους κατοίκους της πόλης, οι περισσότεροι από τους οπλίτες παραμελούσαν τα καθήκοντά τους και παρόλο που φαίνονταν ατάραχοι, κατά βάθος η αγωνία ήταν βέβαιη.

Στις δυνάμεις των Τούρκων προστέθηκαν και άλλες που κατέφθασαν από διάφορες επαρχίες και ο Στρατάρχης Αμπού-Λουμπούτ ήδη επιτέθηκε κατά της πόλης από τέσσερις πλευρές: Δύο από τις πύλες του Κιοσκιού, του Αγίου Γεωργίου και των Αλωνιών . Η επίθεση στα Αλώνια σταμάτησε γρήγορα,αφού ο Γάτσος, με τους άντρες του, από τον Άγιο Αθανάσιο κατάφερε να περάσει δίπλα από τον τουρκικό στρατό και ενίσχυσε την άμυνα. Στην πύλη που βρισκόταν στα Μπατάνια δεν επιτέθηκαν, αφού εκεί φρουρούσε ο Καρατάσος, με μεγάλο αριθμό οπλιτών.

Βομβαρδισμός της Πόλης

Ο Στρατάρχης διέταξε να μεταφέρουν τα τηλεβόλα στην περιοχή έξω από τις πύλες του Κιοσκιού (γέφυρα και Κιόσκι) και από εκεί να αρχίσουν τους βομβαρδισμούς κατά της πόλης, αλλά κυρίως κατά του τείχους και των πυλών. Ο Κεχαγιά-Μπέης του επισήμανε ότι η επιχείρηση αυτή ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και χωρίς κανένα σημαντικό αποτέλεσμα γι’ αυτούς, επειδή το μέρος που θα τοποθετούνταν τα τηλεβόλα, ήταν γυμνό και ανοιχτό, έχοντας το πλεονέκτημα οι αμυνόμενοι Ναουσαίοι να τους ρίχνουν στο ψαχνό αποδεκατίζοντάς τους. 

Η επιμονή του στρατάρχη ήταν οριστική και έτσι τέθηκαν σε εφαρμογή οι εντολές του. Άρχισαν οι βομβαρδισμοί κατά του τείχους και της μεσαίας πύλης. Οι οχυρωμένοι επαναστάτες, με ομοβροντίες εύστοχων πυροβολισμών, σκότωσαν όλους τους πυροβολητές, αναγκάζοντας το στρατάρχη να ζητήσει και άλλους, αλλά και πάλι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μετέφεραν τα τηλεβόλα και τα τοποθέτησαν με στόχο, πλέον, την πύλη του Αγίου Γεωργίου που δεν ήταν καλά ορατή εξαιτίας των βράχων και όταν άρχισαν να βάλουν κατά του πύργου, είχαν και πάλι τα ίδια αποτελέσματα, χάνοντας και τους νέους πυροβολητές.

Τότε διέταξε γενική έφοδο εναντίον και των τριών πυλών. Στην πύλη του Αγίου Γεωργίου βρίσκονταν και την υπερασπίζονταν ο Ζαφειράκης και οι Σιουγκαραίοι που κατάφεραν, με μεγάλη επιτυχία, να αποκρούσουν τέσσερις συνεχόμενες επιθέσεις των Τούρκων, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους. Στην πύλη της γέφυρας του Κιοσκιού, επίσης, ο Λάζος Ραμαντάνης με τους άντρες τους ανάγκασαν τους επιτιθέμενους, από την πρώτη κιόλας επίθεση, να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και να υποχωρήσουν.

Στο Κιόσκι μόνο για μία φορά εφόρμησαν οι Τούρκοι και προσπάθησαν να σπάσουν την πύλη με τσεκούρια. Εκεί ο Γιαννάκης Καρατάσος, αφού τους άφησε να συγκεντρωθούν, αρκετοί που νόμιζαν ότι θα έσπαζαν την πύλη και θα εφορμούσαν μέσα στην πόλη, ξαφνικά ο ίδιος και οι άντρες του άνοιξαν την πύλη και βγήκαν με τα γιαταγάνια στα χέρια και επιτέθηκαν με τόση λύσσα, ώστε οι Τούρκοι, σε μία στιγμή, βρέθηκαν από επιτιθέμενοι καταδιωκόμενοι μέχρι την Παναγιωπούλα.

Μετά από λίγο επαναλήφθηκαν οι ίδιες επιθέσεις, με πολύ περισσότερη ορμή και αποφασιστικότητα, αλλά και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αν και ήταν περίοδος ημερών του Πάσχα, οι πολιορκημένοι Ναουσαίοι φρουρούσαν κάθε πιθανό σημείο που μπορούσε να δεχθεί επίθεση από τον τουρκικό στρατό. Το «Χριστός Ανέστη» έγινε μέσα σε πυροβολισμούς και συρράξεις σε όλο το μήκος του τείχους και των πυλών. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, οι αρχηγοί Γάτσος και Καρατάσος επιτέθηκαν εκτός των τειχών στο «Μοναχό πλάτανο» και στα «Αλώνια» ξαφνικά και με ορμή τέτοια που ανάγκασαν και πάλι τους Τούρκους να υποχωρήσουν ατάκτως και πανικοβλημένοι στις θέσεις τους, πίσω εκεί που ήταν και το στρατόπεδό τους.

Βλέποντας ο Στρατάρχης μαζί με τον Κεχαγιά-Μπέη την αποτυχία της επιχείρησης και τις απώλειες του στρατού τους, δε μπορούσαν να πιστέψουν πώς ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό. Οι αρχικοί δισταγμοί, σχετικώς με το απόρθητο της πόλης, πλανιόνταν, στην ατμόσφαιρα και η αγωνία τους για μια πιθανή αποτυχία φώλιαζε μέσα τους. Αυτό ήταν έκδηλο και κατά το πολεμικό συμβούλιο που έγινε το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού δε μπόρεσαν να καταλήξουν σε καμία απόφαση για το πώς θα ενεργήσουν και η αμηχανία τους αυτή ενίσχυε τους δισταγμούς τους.

Η επόμενη μέρα δεν ήταν καλύτερη για τον Αμπού-Λουμπούτ και το στρατό του. Οι επιθέσεις τους ήταν με πολύ περισσότερη λύσσα και πείσμα και διήρκησαν για όλη τη μέρα χωρίς όμως και πάλι να έχουν έστω και ένα θετικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως οι απώλειές τους ήταν πολύ περισσότερες και τα πεδία των μαχών έξω από τα τείχη γέμισαν από άψυχα κουφάρια Τούρκων στρατιωτών και άλλων που πολεμούσαν μαζί τους για να δείξουν προθυμία και αφοσίωση στην Υψηλή Πύλη.

Χωρίς καμία συμπλοκή πέρασε η επόμενη μέρα και θα ήταν χωρίς καμία αξία, αν το πρωί δε συνέβαινε το παρακάτω περιστατικό: Κάποιος γέρος οπλίτης, από τη δύναμη του Ολυμπίου Διαμαντή, αγρυπνούσε στο περίπτερο του πύργου του Αγίου Γεωργίου. Ήταν περίπου 3.00΄ τα ξημερώματα, όταν άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο που έμοιαζε σα να βάδιζαν πολλοί άνθρωποι μαζί και να κατευθύνονταν προς το μέρος που ήταν ο ίδιος. Αμέσως ξύπνησε τον Καραμήτρο που κοιμόταν δίπλα του και χαμηλοφώνως του ζήτησε να εξακριβώσει και ο ίδιος το θόρυβο που νόμιζε ότι άκουγε.

Ο Καραμήτρος, αφού αφουγκράσθηκε για λίγο, είπε στο γέρο οπλίτη ότι στρατιωτικό σώμα βαδίζει προς την πύλη των Αλωνιών ελπίζοντας να την βρει αφύλαχτη. Αμέσως δε πήγε στο αρχονταρίκι του Αγίου Γεωργίου που εκεί κοιμόταν ο Γιαννάκης Καρατάσος και ο Ολύμπιος Διαμαντής και γρήγορα τους ενημέρωσε για όσα άκουσε αυτός και ο γέρος οπλίτης. Και οι δύο οπλαρχηγοί πετάχτηκαν, αμέσως, όρθιοι και ακολούθησαν τον Καραμήτρο που τους οδήγησε σε ένα μέρος που ήταν κατάλληλο για να μπορέσουν να ακούσουν και οι ίδιοι τα όσα συνέβαιναν.

Η παρατήρηση του Καραμήτρου επιβεβαιώθηκε πλήρως. Πραγματικά, βάδιζε στρατός προς την πύλη των Αλωνιών ή προς την κρυφή πύλη της Μάντρας. Ο Γιαννάκης Καρατάσος, παίρνοντας μαζί του αρκετούς άντρες, πήγε αμέσως στην πύλη των Αλωνιών και ο Ολύμπιος Διαμαντής με τους άντρες του και κάποιους άλλους, που φρουρούσαν εκεί, βγήκαν από την κρυφή πύλη και ακολούθησαν αθόρυβα το Τουρκικό σώμα.

Ο Τουρκικός στρατός, εκείνη την ώρα, βρισκόταν μακριά από τα οχυρώματα του Αγίου Γεωργίου και της πύλης των Αλωνιών, έτσι ώστε η προσοχή όλων να είναι στραμμένη μακριά από αυτό το σώμα που θα προσπαθούσε να μπει στην πόλη από την πύλη των Αλωνιών, που πίστευαν και ήλπιζαν να είναι χωρίς φρουρά ή έστω και αν είχε φρουρά, να μη φρουρούνταν επαρκώς.

Μόλις το τουρκικό σώμα έφτασε στην πύλη και οι Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να την παραβιάσουν και να ανεβούν στα τείχη, ο Γιαννάκης Καρατάσος διέταξε πυρ. Αυτή η ξαφνική για τους Τούρκους ομοβροντία πυροβολισμών τους αιφνιδίασε και μέσα σε σύγχυση αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ατάκτως. Κατά την υποχώρησή τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους άντρες του Ολυμπίου Διαμαντή που τους ακολουθούσαν αθόρυβα. Η σύγκρουση, που ακολούθησε, ήταν δραματική, από επιτιθέμενοι βρέθηκαν αμυνόμενοι και οι αμυνόμενοι, γνωρίζοντας ότι τους είχαν μεταξύ δύο πυρών, γίνονταν περισσότερο επιθετικοί.

Το πρωί τους βρήκε να πολεμούν ακόμη. Τελικώς οι ελάχιστοι που κατάφεραν να επιβιώσουν από το τουρκικό σώμα, διασκορπίστηκαν ατάκτως, χωρίς να τους καταδιώξουν περισσότερο οι επαναστάτες.

Από τους πρωινούς αυτούς πυροβολισμούς οι υπόλοιποι Ναουσαίοι, που δε γνώριζαν το τι ακριβώς συνέβαινε, νόμισαν ότι η πόλη κυριεύτηκε από τους εχθρούς και ο τουρκικός στρατός ήταν ήδη μέσα σε αυτήν. Φρίκη και κρύος ιδρώτας έλουσε όλους και ο καθένας, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, πυροβολούσε ασκόπως, δημιουργώντας μεγαλύτερη σύγχυση. Η σύγχυση αυτή κράτησε μέχρι και την ώρα που εμφανίστηκαν οι αρχηγοί της επανάστασης, ήρεμοι και ατάραχοι, και μπόρεσε να μάθει από αυτούς ο κόσμος το τι ακριβώς συνέβη στη νυχτερινή εκείνη συμπλοκή.

Το ίδιο συναίσθημα φόβου και αβεβαιότητας ένοιωσε και ο Τούρκος Στρατάρχης, γιατί νόμισε ότι οι Ναουσαίοι μπόρεσαν και βρήκαν ευκαιρία να μπουν στο στρατόπεδό του το πρωί και έτσι μη γνωρίζοντας τι να κάμει,πήγαινε από λόχο σε λόχο, ζητώντας να μάθει περισσότερες πληροφορίες για το τι ακριβώς γινόταν. Με το φως της ημέρας που έγιναν γνωστά τα γεγονότα της νύχτας, ηρέμισε και ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του.

Όλη την υπόλοιπη ημέρα δεν έγινε καμία άλλη κίνηση ή εχθροπραξία, πλήρης ησυχία και στασιμότητα. Μόνο τα βήματα των περιπόλων που κινούνταν στους δρόμους της πόλης ακούγονταν μέσα σε αυτή την απόλυτη ησυχία. Πρωτόγνωρο συναίσθημα για τους πολιορκημένους Ναουσαίους που όλες αυτές τις μέρες είχαν συνηθίσει στο καθημερινό και ακατάπαυστο άκουσμα πυροβολισμών και φωνών. Μια αόριστη δυσφορία και αγωνία άρχισε να κυριεύει όλους που προαισθάνονταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε.

Οι Τούρκοι Μπαίνουν στην Πόλη

Tα μεσάνυχτα της Τετάρτης, ξημερώνοντας Πέμπτη, της Διακαινησίμου εβδομάδας, τέσσερις οπλίτες, γνωστοί των φρουρών, ήλθαν στο περίπτερο που βρισκόταν μεταξύ της πύλης και του πύργου του Αγίου Γεωργίου. Μέσα και έξω από το περίπτερο διανυκτέρευαν και φρουρούσαν περίπου πενήντα οπλίτες, άλλοι κοιμώμενοι και άλλοι απλά ξαπλωμένοι για να ξεκουραστούν. Μαζί με αυτούς ενώθηκαν και αυτοί οι τέσσερις νέοι οπλίτες.

Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του Στουγιαννάκη και πολλών άλλων που αποδίδουν την πτώση και άλωση της πόλης σε προδοσία και υποστηρίζουν ότι αυτοί οι τέσσερις ήταν οπαδοί του Μάμαντη και της αντιπολιτευόμενης μερίδας του Ζαφειράκη. Αναφέρουν, λοιπόν, ότι κανένας έλεγχος δε γινόταν για το ποιός έμπαινε και έβγαινε από τις πύλες των τειχών, πράξη που δε μπορεί να σταθεί σε καμία λογική και μάλιστα σε περίοδο πολέμου και πολιορκίας.

Στις πέντε το πρωί, της ίδιας μέρας, ο Τουρκικός στρατός περνούσε από αυτή την πύλη κατά εκατοντάδες,σκοτώνοντας όλη την εκεί φρουρά, εκτός από πολύ λίγους που κατάφεραν να γλιτώσουν. Ο Διαμαντής Ολύμπιος πρόλαβε να κλείσει την πύλη της εκκλησίας και αφού κατέλαβε τον πύργο, αμυνόταν με σθένος, αλλά ήταν αδύνατο να σταματήσει την εισβολή των Τούρκων που προχωρούσαν ακάθεκτοι. Οι τούρκοι στρατιώτες, με τσεκούρια, κατάφεραν και γκρέμισαν την πύλη της περιοχής της εκκλησίας και η μάχη, που ακολούθησε, ήταν φονικότατη.

Τη λειτουργία που έκανε, εκείνη τη στιγμή, ο ιερέας Παπαγιαννάκης, την τελείωσε μέσα στους πυροβολισμούς και τις κραυγές των τραυματιών. Μέσα στην εκκλησία, εκτός του Παπαγιαννάκη, υπήρχε ο ιερέας Παπαδημήτρης Σακελλάριος, ο ιερέας Παπαγεράσιμος και ακόμη ένας ιερέας μαζί με τριάντα περίπου πολίτες που εκκλησιάζονταν. Όλοι οι παραπάνω σκοτώθηκαν μέσα στην εκκλησία.

Ο Διαμαντής και όσοι έμειναν μαζί του εξόρμησαν από τον πύργο με τα γιαταγάνια στα χέρια και επιτέθηκαν στους Τούρκους, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Αφού κατάφεραν να τους διασπάσουν, πολεμώντας πέρασαν μέσα από τους δρόμους της πόλης και έφτασαν στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Οι Αδελφοί Σιούγκαρη, που φρουρούσαν στην πύλη του Κιοσκιού, έφτασαν, αμέσως, φέρνοντας μαζί τους 85 οπλίτες: Από το Περισιώρι 20, από το Δραζίλοβο 40 και 25 από το Τέχοβο και συγκρούσθηκαν με τους Τούρκους στην πύλη της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.

Οι περισσότεροι από αυτούς έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι και οι Σιουγκαραίοι, τελικώς, οδηγήθηκαν και αυτοί, όπως και ο Διαμαντής, στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου.

Οι Μάχες και η Αντίσταση μέσα στην Πόλη

‘Ολος ο τουρκικός στρατός, που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Κεχαγιά-Μπέη, μαζί με όσους άλλους τον ακολουθούσαν, είχαν μπει ήδη μέσα στην πόλη και λυσσαλέα είχαν ορμήσει στα σπίτια της Νάουσας, με σκοπό τη λεηλασία, όπως τους είχαν υποσχεθεί οι αρχηγοί τους. Η πόλη ολόκληρη είχε γεμίσει από τούρκους στρατιώτες και άτακτα πλήθη πλιατσικολόγων που ακολουθούν πάντα τα επιτιθέμενα στρατεύματα. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει το κλίμα που επικρατούσε μέσα στην πόλη:

Φωνές, πυροβολισμοί, κλάματα, κρότοι και ότι άλλο ακολουθεί, όταν αλωθεί μία πόλη από βαρβάρους.Στον Άγιο Δημήτριο ήδη είχε καταφύγει ο Ολύμπιος Διαμαντής και οι Σιουγκαραίοι με τους άντρες τους που γνώριζαν ότι εκεί θα γινόταν η τελευταία και μεγαλύτερη μάχη.

Άλλοι Ναουσαίοι οδήγησαν τον Κωτούλα, γιο του Καρατάσου, στο δυτικό πύργο του Ζαφειράκη και μέσα στο πλήθος των εχθρών μάχονταν, ακόμη, απεγνωσμένα, όταν έφτασαν για βοήθειά τους οι αδελφοί Σιούγκαρη που όρμησαν χωρίς κανένα δισταγμό κατά των Τούρκων και μετά από μια φονικότατη μάχη κατόρθωσαν να διασπάσουν το στρατό και να πάρουν μαζί τους τον Κωτούλα, με σκοπό να πάνε στον Πύργο και στον Άγιο Νικόλαο που εκεί ο Τσιάμης Καρατάσος με όσους είχε μαζί του, φύλαγε και διευκόλυνε τη διαφυγή των πανικόβλητων κατοίκων της πόλης. 

Μόλις όμως προχώρησαν, στα πρώτα 200 μέτρα, βρέθηκαν σε άλλη μεγάλη συμπλοκή που γινόταν στην πλατεία της βρύσης του Αγίου Δημητρίου. Εκατό περίπου Ναουσαίοι, Δραζιλοβίτες, Τεχοβίτες και από άλλα χωριά ΒΑ της Νάουσας, μαζί με τρεις ιερείς και τον πρωτοσύγκελο Παπαγρηγόρη μάχονταν με αυτοθυσία.

Η μάχη ήταν δυσανάλογη, αφού μάχονταν εναντίον σε 500 τούρκους που μέσα σε λίγη ώρα έγιναν περίπου 2000. Οχύρωσαν τον Κωτούλα σε κάποια γωνία και με τα γιαταγάνια και τα πιστόλια στα χέρια βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους που αμύνονταν, εξαντλημένοι από την κούραση. Οι Σιουγκαραίοι φώναζαν: «θάρρος, αδέλφια» αλλά αυτό, δυστυχώς, είχε χαθεί από το δυσανάλογο των δυνάμεων, μέχρι τη στιγμή που ήρθε σε βοήθειά τους ο Διαμαντής που κατάφερε και έδωσε τέλος σε αυτή την απεγνωσμένη συμπλοκή.

Τη μάχη αυτή κατηύθυνε κάποιος λαμπροφορεμένος Αλή-Μπέης από τη Θεσσαλονίκη. Ο Δημήτρης Σιούγκαρης, αφού άφησε τον Κωτούλα στα αδέλφια του, μαζί με 15 άντρες του όρμησαν εναντίον του Μπέη, πηδώντας τοίχους και φράχτες σπιτιών. Με τον πρώτο, πολύ εύστοχο πυροβολισμό, ο Μπέης έπεσε στο έδαφος και οι στρατιώτες του που είδαν αυτό, αμέσως τράπηκαν σε φυγή. Ο Δημήτρης Σιούγκαρης πήρε λάφυρα τα όπλα του Μπέη και οι άντρες του όλα τα υπάρχοντα που είχε μαζί του.

Ο Λάζος Ραμαντάνης, που βρισκόταν στον πύργο της γέφυρας του Κιοσκιού, μόλις έμαθε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει μέσα στην πόλη, διέλυσε τη φρουρά του Κιοσκιού και διέταξε τους άντρες του να πάνε ο καθένας στο σπίτι του για να σώσει ότι μπορούσε. Ο ίδιος, μαζί με 25 παλληκάρια του, πήγε στο σπίτι του για να σώσει τη γυναίκα και την κόρη του. Παντού, από όπου και αν περνούσε, έβρισκε στρατιώτες να μπαίνουν στα σπίτια της Νάουσας και να λεηλατούν. Όταν έφτασε στο σπίτι του, κατάφερε και πήρε την οικογένειά του και τη μετέφερε μαχόμενος στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

Ο Ζαφειράκης βρισκόταν στον Άγιο Δημήτριο, την ώρα που οι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη. Η οικογένειά του,μαζί με τις οικογένειες του Καρατάσου και του Γάτσου, βρισκόταν ήδη εκεί μαζί του. Άκουγε τους έντονους πυροβολισμούς αλλά δε φαντάστηκε ότι η πόλη είχε πέσει και οι εχθροί βρίσκονταν ήδη μέσα σε αυτή. Ξαφνιάστηκε, όταν το έμαθε, αλλά και πάλι νόμισε ότι κάποιος αστειευόταν μαζί του, όπως πολλές φορές γινόταν αυτό.

Όταν όμως έφτασε χλωμός και τρομοκρατημένος ο Αγγελάκης Γκοντύλης με τη γυναίκα του, κατάλαβε ότι δεν ήταν αστείο, αλλά η δραματική πραγματικότητα. Αμέσως τον διέταξε να συνοδεύσει την οικογένειά του μαζί με τις οικογένειες και των άλλων οπλαρχηγών στον Πύργο και ο ίδιος κατακόκκινος και μέσα στον ιδρώτα, μαζί με τους άντρες του, βγήκε έξω. Βγαίνοντας από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου συνήντησε μια ομάδα επαναστατών που τον ενημέρωσαν για τα σημεία που βρίσκονταν οι τούρκοι στρατιώτες και παίρνοντας και αυτούς μαζί του κατευθύνθηκε προς τη Μητρόπολη, χωρίς να συναντήσει κανένα άλλο στο δρόμο του.

Προχωρώντας, συνέχισε προς την πλατεία «Καμένα». Εκεί συνήντησε πολλές οικογένειες που προσπαθούσαν να φύγουν από την πόλη, κατευθυνόμενοι προς τον Άγιο Νικόλα. Στοδρόμο που οδηγούσε προς τον Άγιο Δημήτριο, βρέθηκε αντιμέτωπος με 300 περίπου Τούρκους στρατιώτες που άνοιγαν σπίτια, λεηλατώντας τα και σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο Ζαφειράκης διέταξε το Δημήτρη Μισυρλή να παραμείνει εκεί, αφήνοντάς του και τους μισούς άντρες του, ενώ ο ίδιος με τους άλλους μισούς πέρασε μέσα από τους Τούρκους που ήταν απασχολημένοι με τη λεηλασία και μόλις έφτασε στην Ψηλή Βρύση, διέταξε πυρ κατά των στρατιωτών.

Οι Τούρκοι που γλίτωσαν από τους εύστοχους πυροβολισμούς των αντρών του Ζαφειράκη, προσπάθησαν να ξεφύγουν, πηγαίνοντας στο δρόμο που οδηγούσε στα «Καμένα». Εκεί όμως τους περίμενε ο Μισυρλής και τους υποδέχθηκε με μία παρόμοια ομοβροντία πυροβολισμών. Οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν το νου τους μόνο στη λεηλασία και πολλοί από αυτούς ούτε που είχαν σκεφτεί να γεμίσουν τα όπλα τους, άλλοι μάλιστα δεν είχαν ούτε καν τα όπλα μαζί τους. Ο δρόμος εκεί γέμισε από πτώματα και από ολόκληρο το σώμα των 300 στρατιωτών δε σώθηκε κανένας.

Το σπίτι του Ζαφειράκη είχε μείνει άδειο και μόνο λίγοι φρουροί ήταν σε αυτό. Οι πρώτοι από τους Τούρκους, που θα έμπαιναν σ’ αυτό, θα μπορούσαν να πάρουν τα περισσότερα και καλύτερα από τα λάφυρα που όλοι γνώριζαν ότι υπήρχαν μέσα και γι’ αυτό όλοι προσπαθούσαν να είναι από τους πρώτους που θα έφταναν εκεί για να λαφυραγωγήσουν. Πάνω από 1000 είχαν μαζευτεί, έξω από τις δύο πλευρές του σπιτιού.

Κατόρθωσαν με πολλές προσπάθειες, να παραβιάσουν την πόρτα και τελικώς να μπουν μέσα σε αυτό, αλλά δε βρήκαν τους θησαυρούς που πίστευαν ότι θα έβρισκαν. Βρήκαν όλες τις πόρτες κλειστές και τον Κούντση σαν Κέρβερο να φρουρεί εκεί για να μη μπορέσει να περάσει κανένας. Οι Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν μαζί τους πυρομαχικά για να γεμίσουν τα όπλα τους και αυτό έδωσε το πλεονέκτημα στον Κούντση να γεμίσει το χώρο του σπιτιού του Ζαφειράκη με πτώματα.

Λυσσαλέες συμπλοκές, επίσης, γίνονταν και στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και στη Μητρόπολη. Γύρω από τη Μητρόπολη, μία ομάδα αρκετών Ναουσαίων πολιτών, πανικόβλητοι σκεπτόταν ποιό δρόμο να ακολουθήσει για να σωθεί. Ο Ταήρ-Μπέης, υποστράτηγος του Αμπού Λουμπούτ, δεν ήταν καλύτερος από τους απλούς στρατιώτες όσο αφορά την απρονοησία. Αμέριμνος και χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις και ετοιμότητα προχωρούσε έφιππος προς τη Μητρόπολη. Ο Κώστας Κωστούλας και ο Γιώργος Φασούλας άδειασαν τα όπλα τους πάνω στον Ταήρ-Μπέη και με εύστοχες βολές τον έριξαν νεκρό κάτω από το άλογό του. 

Με το που έπεσε νεκρός ο αρχηγός, η μάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις και γενικεύτηκε. Οι παραπάνω δύο Ναουσαίοι επαναστάτες μαζί με πολλούς άλλους, σκοτώθηκαν, αλλά και πολλοί από τους τούρκους στρατιώτες είχαν την ίδια με αυτούς μοίρα. Από την πύλη της Υπαπαντής μέχρι την πύλη της Μητρόπολης τα πτώματα κάλυψαν το δρόμο σα να ήταν στοιβαγμένα σε σωρούς.

Με το που έμαθαν οι οπλαρχηγοί, που βρίσκονταν έξω από την πόλη, ότι ο εχθρός μπήκε σ’ αυτήν, αμέσως και οι ίδιοι με τους άντρες τους μπήκαν στην πόλη και μάχονταν μαζί με τους υπόλοιπους Ναουσαίους. Οι τούρκοι στρατιώτες, μαζί με όλους τους πλιατσικολόγους που τους ακολουθούσαν, ήταν,κατά πολύ, περισσότεροι από τους αμυνόμενους και ο αναμεταξύ τους αγώνας άνισος. Αμυνόμενοι και επιτιθέμενοι όλοι τους οδηγούνταν προς το στρατηγείο των επαναστατών που βρισκόταν στον Πύργο του Ζαφειράκη, οι μεν για να βρουν σωτηρία, οι δε για να εξαλείψουν εντελώς την άμυνα της πόλης.

Ο Κεχαγιά-Μπέης, με το που μπήκε στην πόλη, κατευθύνθηκε πρώτα στο σπίτι του Ζαφειράκη, έχοντας υπόψη του ότι οι θησαυροί που υπήρχαν εκεί τον περίμεναν, αλλά ίσως εξαντλούνταν από τους στρατιώτες του και δε θα προλάβαινε να πάρει το μερίδιό του. Όταν έφτασε, λοιπόν, εκεί βρήκε τις πόρτες σπασμένες και το σπίτι εντελώς άδειο. Αφού έκανε και ο ίδιος ένα τελευταίο έλεγχο, στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο της πόλης που το βρήκε χωρίς φρουρά και υπερασπιστές.

Καταλαμβάνοντάς το βρήκε μέσα φυλακισμένους τους πολιτικούς αντιπάλους του Ζαφειράκη που ήταν έγκλειστοι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας της πόλης. Αφού τους απελευθέρωσε, έτρεξαν στα σπίτια τους, αλλά τα βρήκαν κατεστραμμένα και τις οικογένειές τους να έχουν αρπαχθεί από τους εισβολείς.

Η Μάχη στο Δυτικό Πύργο (Πύργος Ζαφειράκη)

Την επόμενη μέρα, από το πρωί ο Κεχαγιά-Μπέης βγήκε να ερευνήσει το δυτικό Πύργο και τη γύρω από αυτόν περιοχή, αφού από ολόκληρη την πόλη, ήταν πια το μόνο μέρος που κρατούσαν οι επαναστάτες Ναουσαίοι.

Ο δυτικός Πύργος, ή ο Πύργος του Ζαφειράκη όπως τον έλεγαν, βρισκόταν στην περισσότερο ασφαλή και οχυρωμένη τοποθεσία και φάνταζε σαν την ακρόπολη της Νάουσας. Μέσα σε αυτόν υπήρχαν άφθονα τρόφιμα και πυρομαχικά και ήταν προετοιμασμένος για τέτοιες περιπτώσεις πολιορκίας. Με την άλωση της πόλης όμως οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να σώσουν τους εαυτούς τους, την οικογένειά τους και ότι άλλο πολύτιμο αγαθό διέθεταν. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ο Ζαφειράκης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί δε μπόρεσαν να συγκεντρώσουν περισσότερους από οκτακόσιους άνδρες για να αντισταθούν στην αναμενόμενη επίθεση των Τούρκων εισβολέων.

Στο στενό χώρο του Πύργου που ήταν γεμάτος από ένοπλους άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες, ήταν πρακτικά δύσκολο έως και αδύνατο να μπορέσουν να αντισταθούν αποτελεσματικώς και για πολύ χρόνο οι υπερασπιστές του. Παρόλα αυτά όμως αντιστάθηκαν, για αρκετό χρόνο, στους πολλαπλάσιους εχθρούς, αλλά και τόλμησαν και πέτυχαν ηρωική έξοδο, με αποτέλεσμα να σωθούν οι περισσότεροι από αυτούς και στη συνέχεια να πολεμήσουν σε άλλα μέρη για την πολυπόθητη απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ο Στρατάρχης είχε στήσει τη σκηνή του στην Παναγιωπούλα και από εκεί διέταξε κάποιον Αλβανό Μπέη να καταλάβει το δυτικό Πύργο. Ο Μπέης, φοβούμενος προφανώς το δύσκολο της επιχείρησης, αρνήθηκε να αναλάβει την αποστολή και ο στρατάρχης, αφού διέταξε τη σύλληψή του, αργότερα τον μετέφερε δέσμιο στην Θεσσαλονίκη, όπου και τον αποκεφάλισε. Μετά την άρνηση του Αλβανού Μπέη, ο στρατάρχης διέταξε τον Κεχαγιά-Μπέη να ξεκινήσει τις εφόδους για να καταλάβουν και το τελευταίο αυτό καταφύγιο των επαναστατών.

Τα τηλεβόλα στήθηκαν στο λόφο του Αη-Λιά και άρχισαν να βομβαρδίζουν τον Πύργο, χωρίς όμως να έχουν κανένα σημαντικό αποτέλεσμα. Οι αμυνόμενοι, με εύστοχες βολές, σκότωναν τους χειριστές των πυροβόλων και ο Κεχαγιά-Μπέης συνεχώς τους αντικαθιστούσε με νέους που και αυτοί όμως είχαν την ίδια τύχη με τους προηγούμενους. Τρεις φορές άλλαξαν τις θέσεις των τηλεβόλων, αλλά πάντα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα: Να σκοτώνονται οι πυροβολητές και να μην προξενούν καμία σημαντική απώλεια στον Πύργο και σε αυτούς που ήταν μέσα σε αυτόν.

Εγκαταλείποντας τα τηλεβόλα διατάχθηκε γενική έφοδος, αλλά και αυτή αποκρούσθηκε από τους υπερασπιστές του Πύργου. Το ίδιο ακολούθησε για ακόμη τρεις φορές, πάντα όμως με το ίδιο αποτέλεσμα, μέχρι που νύχτωσε και σταμάτησαν οι επιθέσεις και δόθηκε τέλος σε αυτή τη λυσσαλέα μάχη. Η τάφρος που ήταν σκαμμένη γύρω από τον Πύργο, είχε γεμίσει από πτώματα τούρκων στρατιωτών.

Η Έξοδος από τον Πύργο

Γύρω στις 4 το πρωί της επόμενης μέρας (12η Απριλίου 1822), ο Ζαφειράκης διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι όσοι βρίσκονταν στον Πύργο. Σχημάτισε έτσι ένα σώμα στο οποίο, στο κέντρο του, είχε τοποθετήσει τα γυναικόπαιδα και γύρω από αυτά όλους όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλα.

Με αυτό το σχηματισμό βγήκαν από τον Πύργο, με ομοβροντίες ανταλλασσόμενων πυροβολισμών, πέρασαν μέσα από τους Τούρκους πολιορκητές και αφού ενώθηκαν με τους άντρες των άλλων οπλαρχηγών, έφτασαν κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Η βραδυπορία των γυναικόπαιδων δυσκόλευε την ελευθερία κινήσεων των οπλιτών, αλλά και με αυτές τις συνθήκες, γύρω στις μία το μεσημέρι, είχαν φτάσει στο δρόμο που οδηγούσε από το Σέλι προς το Φραγκότσι. Στο σημείο αυτό τους βρήκε ο Τουρκικός στρατός που στάλθηκε από τον Αμπού Λουμπούτ για να τους καταδιώξει.

Σε μία άνιση μάχη που ακολούθησε, οι τούρκοι στρατιώτες κατάφεραν να διασπάσουν τους επαναστάτες και μέσα στην σύγχυση που επακολούθησε, να συλλάβουν τα γυναικόπαιδα, μεταξύ των οποίων ήταν η γυναίκα και η κόρη του Ζαφειράκη, οι γυναίκες των οπλαρχηγών Καρατάσου και Γάτσου, η γυναίκα και η κόρη του Λάζου Ραμαντάνη και να τα μεταφέρουν αιχμάλωτα στο Στρατάρχη.

Αν και διασπασμένοι οι οπλαρχηγοί μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και πάλι περίπου 800 άντρες. Με αυτούς, μετά από πολλούς αγώνες, έφτασαν στην περιοχή του Αλιάκμονα, όπου χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες. Από αυτούς άλλοι δια μέσου της Ηπείρου οδηγήθηκαν στο Μεσολόγγι, όπως ο Καρατάσος με τους γιούς του Τσιάμη και Κωτούλα και ο Γάτσος με τον αδελφό του Πέτρο, άλλοι μέσω της Θεσσαλίας στη Λαμία, όπως ο Καραμήτσιος, ο Κούντσης, ο Καραμπατάκης, ο Διαμαντής και πολλοί άλλοι. Οι οπλαρχηγοί αυτοί εξακολούθησαν τον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες και διακρίθηκαν σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις.

Εκτός όμως των παραπάνω οπλαρχηγών που οδηγήθηκαν σε άλλα μέρη της Νότιας Ελλάδας για να συνεχίσουν τον αγώνα τους, πολλοί άλλοι, με τα ανταρτικά σώματα που δημιούργησαν, έμειναν στα βουνά της περιοχής,από την Έδεσσα μέχρι και τη Βέροια, και με ακράτητο μίσος εκδικούνταν για την καταστροφή της πόλης. Προσπάθησαν να σώσουν τα γυναικόπαιδα που αρπάχθηκαν από τη Νάουσα και αφού δε μπόρεσαν να το κατορθώσουν, έστειλαν μία επιστολή στον Τούρκο Διοικητή της Θεσσαλονίκης με την οποία ζητούσαν να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι της Νάουσας, διαφορετικά θα εκδικούνταν με το να σφάζουν τον κάθε Τούρκο που θα έπεφτε στα χέρια τους.

Φυσικό ήταν να μη γίνει δεκτό το αίτημά τους και μέσα σε λίγο χρόνο, πραγματοποιώντας τις απειλές τους, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος κάθε Τούρκου της ευρύτερης περιοχής. Σε ένα από τα ανταρτικά σώματα που αριθμούσε πάνω από τριακόσιους άνδρες, επικεφαλής ήταν ο Αναστάσιος Καμπίτης, ο Ιωάννης Κατσαούνης και ο Κώστας Μαλάμος.

Κάποια νύχτα, το σώμα αυτό βρισκόταν κοντά στο χωριό Δοβρά, με σκοπό να επιτεθεί σε Μουσουλμάνους κατοίκους της Βέροιας. Την παρουσία τους εκεί όμως πληροφορήθηκαν οι επικεφαλής των καταδιωκτικών Τουρκικών σωμάτων, Γιαχγιά-Μπέης και Ζεϊνέλ Αγάς, και γρήγορα κατάφεραν και τους περικύκλωσαν στο μοναστήρι της Παναγίας που ήταν οχυρωμένοι. Λυσσαλέα μάχη έγινε, μέχρι το πρωί, με τους επαναστάτες να αντιστέκονται, έως τη στιγμή που αποφάσισαν να κάνουν έξοδο και να καταφύγουν στο Αρκουδοχώρι. Οι Τούρκοι συνέχισαν να τους καταδιώκουν και για τρία μερόνυχτα μάχονταν κυκλωμένοι χωρίς τρόπο διαφυγής. Τελικώς κατάφεραν και ξέφυγαν από τον τουρκικό κλοιό και οδηγήθηκαν στο εξωκλήσι του Αγιά Σωτήρη (Μεταμόρφωσης).

Εκεί έγινε και τρίτη μάχη και οι επαναστάτες κατάφεραν να σκοτώσουν τον Τούρκο αρχηγό Γιαχγιά-Μπέη, αλλά έχοντας σαν απώλεια το θάνατο ενός από τους αρχηγούς τους, του Κώστα Μαλάμου, που έπεσε ηρωικώς. Την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι κατάφεραν και συνέλαβαν τον άλλο αρχηγό των επαναστατών Αναστάσιο Καμπίτη, και έληξε η μάχη μεταφέροντάς τον στη Βέροια. Εκεί, σε έκτακτο ιατροδικαστικό συμβούλιο, εξακριβώθηκε η ταυτότητα του Καμπίτη και καταδικάστηκε σε θάνατο, η δε ποινή εκτελέστηκε αμέσως,γιατί, την ώρα εκείνη, ο ίδιος βρίζοντας τους Τούρκους, είπε:

«Είμαι άπιστος και γιός απίστου και δεν αναγνωρίζω τον προφήτη σας» και έτσι αμέσως παραδόθηκε στο δήμιο.

Ο Θάνατος του Ζαφειράκη και του Γιαννάκη Καρατάσου

Οταν στη μάχη του Σελίου, οι Τούρκοι στρατιώτες διέσπασαν τους επαναστάτες και συνέλαβαν τα γυναικόπαιδα, ο Ζαφειράκης και ο Γιαννάκης Καρατάσος, με μια ομάδα από εξήντα άντρες, συνεπλάκησαν και πάλι με το στρατό. Από τη συμπλοκή αυτή, τελικώς κατάφεραν και γλίτωσαν μόνο οι ίδιοι με άλλους δώδεκα άντρες τους. Αφού περιπλανήθηκαν μέσα στα βουνά, συνεχώς καταδιωκόμενοι, οδηγήθηκαν στο Δοβρά και από εκεί συνεχίζοντας έφτασαν στο δάσος «Σουφουλιό» που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Σταυρός και Επισκοπή Βεροίας. 

Εκεί σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να φάνε, γιατί κάποιος από τους οπλίτες τους είχε γνωστούς εκεί και τους υποσχέθηκε ότι θα έφερνε τρόφιμα. Αυτός, όταν πήγε σε κάποιον από τους γνωστούς του, του εμπιστεύτηκε ότι βρισκόταν στο δάσος με το Ζαφειράκη και τον Καρατάσο. Ο χωρικός πρότεινε στον οπλίτη να μείνει στο σπίτι του για να ξεκουραστεί και ο ίδιος, στη συνέχεια, πήγε τρόφιμα στους υπόλοιπους επαναστάτες που περίμεναν στο δάσος.

Δεν είναι αποδεδειγμένο, αν ο ίδιος ή κάποιος άλλος που γνώριζε ή αντιλήφθηκε την παρουσία των επαναστατών στο δάσος του Σουφουλιού, ενημέρωσε τις τουρκικές αρχές που αμέσως κινητοποιήθηκαν και περικύκλωσαν το δάσος. Η επιχείρηση των Τούρκων ήταν άψογα οργανωμένη και η υπεροχή τους σε άντρες ήταν καθοριστικός παράγοντας για το αποτέλεσμα της μάχης που ακολούθησε. 

Όλοι οι επαναστάτες, εκτός του γιου του Ζαφειράκη, Φίλιππου, σκοτώθηκαν μέσα στις ομοβροντίες πυροβολισμών που έριχναν οι τούρκοι στρατιώτες. Ο Φίλιππος πρόλαβε και άλλαξε τα ρούχα του με τα ρούχα ενός βοσκού, κατάφερε να ξεφύγει και να πάει στην Κλεισούρα. Οι Τούρκοι, βρίσκοντας τα πτώματα του Ζαφειράκη και Γιαννάκη Καρατάσου, τα αποκεφάλισαν και μετέφεραν τα κεφάλια τους σαν τρόπαιο στο στρατάρχη Αμπού-Λουμπούτ.

Στις 12 Απριλίου, ο στρατάρχης, αφού μπήκε στην πόλη, οδηγήθηκε στο Κιόσκι και διέταξε να του στήσουν εκεί τη σκηνή. Αμέσως μετά, με συνοδεία πολυάριθμης φρουράς, κατευθύνθηκε στον Πύργο του Ζαφειράκη, που ήδη είχε καταλάβει ο στρατός του, και μέσα σε αυτόν φύλαγε τα λάφυρα και όσα γυναικόπαιδα είχαν αιχμαλωτίσει. Στη διαδρομή αυτή που έκανε, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πτώματα επαναστατών, ανάμεσα σε πολύ περισσότερα πτώματα στρατιωτών του. Ο ίδιος οργίστηκε τόσο πολύ που σε όλη τη διαδρομή δε σταμάτησε να βρίζει και να εκστομίζει απειλές κατά των Ναουσαίων που τόση ζημία έκαναν στο στράτευμά του. Εκτός εαυτού έγινε, όταν πέρασε το δρόμο για τον Πύργο και έφτασε γύρω από τον Πύργο. Εξαγριωμένος έδωσε διαταγή να μην αφήσουν να ξεφύγει κανένας και να συλλάβουν όλους όσους βρίσκουν μέσα στην πόλη.

Αφού τελείωσε την επιθεώρηση, κατσουφιασμένος επέστρεψε στη σκηνή του στο Κιόσκι. Οι στρατιώτες του παρουσίασαν τις αιχμάλωτες γυναίκες των τριών αρχηγών των Ναουσαίων και τα κεφάλια των Ζαφειράκη και Γιαννάκη Καρατάσου. Διέταξε να τις φρουρούν συνεχώς και συνέχισε την πορεία του για τη σκηνή του.

Τη 13η Απριλίου ο στρατάρχης διέταξε το στρατό του να εφορμήσει σε όλα τα γύρω χωριά της Νάουσας για να τα λεηλατήσουν. Πενήντα χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες και όσους από τους κατοίκους συλλάμβαναν, τους έσφαζαν επιτόπου. Την ίδια τύχη είχαν τα μοναστήρια και τα εξωκλήσια που βρίσκονταν στα περίχωρα της Νάουσας.

Η Σφαγή στο Κιόσκι και το Ολοκαύτωμα της Πόλης

Την ίδια μέρα, ενώ οι σφαγές και οι λεηλασίες συνεχίζονταν μέσα στην πόλη, ο στρατάρχης διέταξε τη σφαγή στο Κιόσκι όλων των αντρών αιχμαλώτων που ήταν ηλικίας μεταξύ των 15 και 65 ετών.

Είχαν φέρει από τη Βέροια δήμιους Τσιγγάνους, με περισσότερο ξακουστούς τους Αρχιδήμιους Πάντσιο και Καραχασάν. Αλλά προθυμότεροι, ωμότεροι και περισσότερο θηριώδεις αναδείχθηκαν οι 600 περίπου Εβραίοι που ήλθαν ως εθελοντές από τη Θεσσαλονίκη. Αυτοί, όπως και σε άλλες περιστάσεις, ήταν τυφλά όργανα των Τούρκων και οι τρομερότεροι σφαγείς των Χριστιανών. Δύο από αυτούς, ο Αβραάμ και ο Ιωσέφ, ζούσαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι και το 1865. Ο τελευταίος, μάλιστα, περηφανευόταν ότι μέσα σε μία μέρα έσφαξε 64 Ναουσαίους.

Η αποτρόπαια διαταγή του στρατάρχη εκτελέσθηκε πιστά. Στους 1241 φτάνει ο αριθμός των σφαγμένων στο Κιόσκι της Νάουσας. Όσοι οδηγούνταν για να θανατωθούν, στην αρχή τους ρωτούσαν το ονοματεπώνυμό τους, την ηλικία τους και το επάγγελμά τους, στη συνέχεια τους ρωτούσαν, εάν είχαν κρυμμένα κάπου χρήματα ή αν γνώριζαν να έχει κάποιος άλλος. Τελευταία και καθοριστικά ρωτούσαν, αν θέλουν να αλλαξοπιστήσουν και να ασπαστούν τον Ισλαμισμό. Σε περίπτωση άρνησής τους οδηγούνταν αμέσως στο δήμιο ο οποίος αφού τους ξεγύμνωνε, τους αποκεφάλιζε μπροστά στο στρατάρχη που καθόταν εκεί και παρακολουθούσε όλη τη σφαγή.

Στο να σταματήσει αυτή η άγρια ανθρωποσφαγή, αφορμή ήταν το παρακάτω περιστατικό:

Κάποιος, με το όνομα Νίκος Κοκοβίτης, ράφτης στο επάγγελμα, οδηγήθηκε, μετά την παραπάνω διαδικασία, στους δήμιους για να τον αποκεφαλίσουν. Μόλις του έκοψαν το κεφάλι, αυτός, αντί να πέσει κάτω, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατά προς τη σκηνή του στρατάρχη. Έπειτα άλλαξε κατεύθυνση, πήδησε κάποιο αυλάκι και προχώρησε προς τη γέφυρα. Εκεί, μόλις τον ακούμπησε κάποιος Αλβανός, έπεσε κάτω. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από τους Τούρκους θαύμα και δόθηκε διαταγή να σταματήσει η σφαγή και πραγματικά, μετά από αυτόν δε σφάχτηκε κανείς άλλος.

Ο Αμπού-Λουμπούτ, τις επόμενες μέρες που παρέμεινε στη Νάουσα, ασχολήθηκε αποκλειστικώς με τη συγκέντρωση των λαφύρων και των αιχμαλώτων, με την αποστολή καταδιωκτικών αποσπασμάτων για να βρουν και να συλλάβουν όσους επαναστάτες έφυγαν από την πόλη, με το κάψιμο των σπιτιών και την καταστροφή του τείχους της πόλης.

Για να επιτύχει καλύτερα το τελευταίο, έφερε χωρικούς και τσιγγάνους που με τη συνοδεία μουσικής κατεδάφιζαν το τείχος. Μετά, ανέβασε τα τηλεβόλα του στο λόφο του Αγίου Θεολόγου και από εκεί βομβάρδιζε την πόλη και τα τείχη της.

Η υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε, εκείνες τις ημέρες, σε συνδυασμό με τις φωτιές των πυρπολημένων σπιτιών, έκανε τα πτώματα, που άρχισαν να αποσυντίθενται, να μυρίζουν ανυπόφορα. Για το λόγο αυτό ο στρατάρχης έφερε και άλλους χωρικούς, αγγαρεύοντάς τους να ρίχνουν στη φωτιά όσα βρίσκονταν μέσα στην πόλη και όσα βρίσκονταν στο Κιόσκι να ανοίγουν λάκκους και να τα ρίχνουν σ’ αυτούς, σκεπάζοντάς τα με πέτρες και χώματα. Οι λάκκοι αυτοί ανοίχθηκαν στη βορειοανατολική πλευρά του Κιοσκιού.

Ο Ηρωικός Θάνατος των Ναουσαίων Γυναικών

Παρότι ακολούθησε δεύτερη διαταγή του στρατάρχη που απαγόρευε να σκοτώνονται όσοι συλλαμβάνονταν, οι στρατιώτες και πολύ περισσότερο οι άτακτοι ακόλουθοι του στρατού, με προεξέχοντες τους Εβραίους, δε σεβάσθηκαν κανένα από τους συλληφθέντες:

Ατίμαζαν κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών για να δουν, αν το μωρό είναι αρσενικό ή θηλυκό, μωρά άρπαζαν από τις μητέρες τους και τα κατέσφαζαν.

Τέσσερις νέους, αφού τους έκοψαν τα χέρια, τους έβαλαν πάνω σε ένα σωρό από πτώματα και τους καλούσαν να αλλαξοπιστήσουν. Αφού αρνούνταν βρίζοντάς τους, τους έκοψαν, με τη σειρά, τις μύτες, τα χείλια και τέλος βγάζοντάς τους και τα μάτια, τους εγκατέλειψαν εκεί ετοιμοθάνατους.

Οι γυναίκες της Νάουσας αποδείχθηκαν το ίδιο ηρωικές. Το αίσθημα τιμής ήταν πολύ μεγάλο και αυτό αποδείχθηκε από τον ηρωικό θάνατο των δεκατριών γυναικών στους Στουμπάνους. Αυτές, μετά από καταδίωξη Τούρκων στρατιωτών, θέλοντας να αποφύγουν την ατίμωση που τις περίμενε, εάν συλλαμβάνονταν, προτίμησαν το θάνατο. Όταν καταδιωκόμενες έφτασαν στην Αράπιτσα και στο σημείο που ονομάζεται «Στουμπάνοι» εκεί, μη μπορώντας να βρουν διέξοδο, πιασμένες χέρι χέρι έπεσαν στον καταρράκτη μαζί με τα βρέφη που είχαν στην αγκαλιά τους.

Κάποια νεαρή, με το όνομα Λεμονιά, από τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου, καταδιωκόμενη από ομάδα έφιππων τούρκων έφτασε στην Αράπιτσα, σε ένα σημείο που ο ποταμός στενεύει αρκετά, αλλά έχει πολύ βάθος και απόκρημνες όχθες. Εκεί εγκλωβισμένη και ενισχυμένη από τη δύναμη της απελπισίας, χωρίς να διστάσει, κατάφερε και πήδησε πάνω από το ποτάμι και κατάφερε να σωθεί, γιατί οι έφιπποι που είδαν αυτό, νόμισαν ότι το μέρος ήταν βατό και όρμησαν για να συνεχίσουν την καταδίωξη, αλλά επειδή η απέναντι πλευρά ήταν ανώμαλη και ψηλότερη, δεν τα κατάφεραν και έπεσαν στις απόκρημνες όχθες του ποταμού βρίσκοντας το θάνατο. Η νεαρή όμως, αργότερα, συνελήφθη και σκοτώθηκε με φοβερά μαρτύρια.

Κάποιος Λάκης ή Γυφτολάκης, όπως τον φώναζαν, που έμενε κοντά στη Μητρόπολη, μόλις άκουσε θόρυβο και πυροβολισμούς έξω από το σπίτι του, άνοιξε το παράθυρο για να δει τι συμβαίνει, χωρίς να φανταστεί ότι Τούρκοι στρατιώτες θα πήγαιναν στο σπίτι του. Με πέντε μόλις σφαίρες στα πυρομαχικά του, μόλις είδε δώδεκα με δεκατέσσερις στρατιώτες πυροβολώντας να προσπαθούν να σπάσουν την πόρτα του και την πόρτα του γείτονά του, πυροβόλησε πέντε φορές εναντίον τους. Ήδη πέντε Τούρκοι έπεσαν νεκροί.

Συνεχίζοντας άρπαξε ένα ξύλο που βρήκε εκεί και με αυτό σκότωσε άλλους τρεις, μέχρι να προλάβουν να γεμίσουν τα όπλα τους οι υπόλοιποι και να πυροβολήσουν. Μετά, εντελώς ατάραχος, μπήκε στο σπίτι του, έκλεισε την πόρτα και μαζί με τη γυναίκα και το δίχρονο παιδί του πήδησαν στο κενό που υπήρχε μεταξύ του σπιτιού του και της Αράπιτσας και κρύφτηκαν εκεί σε κάποια σπηλιά.

Ο οπλαρχηγός Ζώτος, Αλβανός στην καταγωγή, τραυματισμένος σε κάποιο από τα οχυρώματα της πόλης, βλέποντας τους Τούρκους να πλησιάζουν και μη έχοντας άλλες δυνάμεις, για να μην πέσει στα χέρια τους, έβαλε φωτιά σε ένα σωρό από μπαρούτι και ανατινάχθηκε στον αέρα μαζί με τους Τούρκους και το οχυρό.

Τους επαναστάτες, που κατόρθωσαν να ξεφύγουν στα βουνά, τους ακολούθησαν οι γυναίκες τους έχοντας, στην πλειοψηφία τους, και τα μωρά στην αγκαλιά. Δε μπορούσαν όμως να ακολουθήσουν τους άντρες εξαιτίας του βάρους, αλλά και της φυσικής τους αδυναμίας. Για να μη προδίδουν τη θέση τους, όταν κρύβονταν από τα κλάματα των βρεφών, προτίμησαν οι ίδιοι να τα σκοτώσουν παρά να τα αφήσουν στα χέρια των Τούρκων.

Έτσι η Αικατερίνη, σύζυγος του Αγγελάκη Γκοντύλη, ακολουθούσε τον άντρα της μαζί με το δίχρονο, πρωτότοκο μωρό τους. Επειδή έκλαιγε, της διατάχθηκε να το εγκαταλείψει, πράξη την οποία και έκανε με πολύ δισταγμό. Επειδή όμως το μωρό έκλαιγε συνεχώς και ήταν κίνδυνος να προδοθούν, κάποιος από τους οπλίτες γύρισε και το σκότωσε.

Όταν οι Τούρκοι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού του Χρυσάφη Σακελλαρίου, ο γιος του Αυξέντης προσποιήθηκε πως γευμάτιζε και τους κάλεσε με το συνηθισμένο «Μπουγιουρούμ» (ορίστε - κοπιάστε καθίστε στο τραπέζι). Ο πονηρός γέρος είχε καταλάβει ότι οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο σπίτι του και με αυτό τον πρωτότυπο τρόπο προσπάθησε να γλιτώσει τις ζωές της οικογένειάς του. Είχε μαζέψει, στα γρήγορα, την οικογένειά του γύρω από το τραπέζι και προσποιούνταν ότι γευμάτιζαν. Οι στρατιώτες, βλέποντας να τρώνε, λεηλάτησαν το σπίτι, αλλά αυτόν και την οικογένειά του, χωρίς να τους πειράξουν, τους παρέδωσαν στον Κεχαγιά-Μπέη και του διηγήθηκαν το περιστατικό όπως τους βρήκαν. Ο Μπέης τους χάρισε τη ζωή, γλιτώνοντάς τους από τη σφαγή.

Ο Γιώργος Μπόγιου, όταν οδηγούνταν στη σφαγή και ρωτήθηκε από τον Αμπού-Λουμπούτ τα συνηθισμένα για την ηλικία, το επάγγελμά του κλπ, αυτός, μη γνωρίζοντας τουρκικά ή κάνοντας ότι δεν τα γνωρίζει, είπε «μπιρ φούρκα εδώ, μπιρ φούρκα εκεί» και με κωμικές χειρονομίες και μορφασμούς προσπαθούσε να δείξει ότι εργαζόταν στην υφαντουργία. Ο στρατάρχης ξέσπασε στα γέλια και τελικώς του χάρισε την ζωή.

Ο στρατάρχης είχε εκδώσει αυστηρές διαταγές, στις γύρω από τη Νάουσα πόλεις και χωριά, να συλλαμβάνουν όλους τους Ναουσαίους που κατέφευγαν εκεί είτε πριν είτε μετά την καταστροφή της πόλης και να τους παραδίνουν σε αυτόν τον ίδιο. Αυτό ήταν εύκολο να γίνει, γιατί οι Ναουσαίοι ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους στις γύρω πόλεις και χωριά, επειδή είχαν μακριά μαλλιά, ενώ όλοι οι άλλοι άφηναν μία τούφα στην κορυφή του κεφαλιού (τσιαμπάς) ή στο μπροστινό μέρος. Φάνηκαν πολύ πρόθυμοι να εκτελέσουν τις διαταγές αυτές του στρατάρχη, περισσότερο όμως από όλους ο Δημήτρης Μπουτζέγκας που παρέδωσε γύρω στους δεκαπέντε Ναουσαίους στο θάνατο.

Ο Τουρκικός στρατός και ιδιαιτέρως οι άτακτοι που τον ακολουθούσαν, αφού συγκέντρωσαν τη λεία τους που αποτελούνταν από χρήματα, όπλα, σκεύη, έπιπλα, ρούχα, εκκλησιαστικά σκεύη και αιχμαλώτους, αναχώρησαν για τις πατρίδες τους. Από όπου και εάν περνούσαν, έκαναν επίδειξη της λείας τους και ιδιαιτέρως των αιχμαλώτων στις αγορές.

Παντού όμως βρίσκονταν φιλάνθρωποι πατριώτες οι οποίοι εξαγόραζαν αιχμαλώτους και τους ελευθέρωναν ή απλώς μαθαίνοντας τα στοιχεία των αιχμαλώτων, ενημέρωναν τους συγγενείς τους και βοηθούσαν έτσι στη σωτηρία τους. Είναι όμως φοβερά τα μαρτύρια και οι ταλαιπωρίες που υποβλήθηκαν οι γυναίκες και ιδιαιτέρως οι κοπέλες που πωλήθηκαν για σκλάβες. Κάποια πολύ όμορφη και περιποιημένη νέα, με το όνομα Μαρούσια Ιωάννου Πασχαλίτσα, την ήθελε για γυναίκα του ο τριτότοκος γιος του Μπέη του Μοναστηρίου. Επειδή όμως αυτή δε δεχόταν, την έβαζαν να κάνει τις περισσότερο βαριές εργασίες.

Για να τις αποφύγει, προσποιήθηκε την παράλυτη και για πολλούς μήνες τη βασάνιζαν, καίγοντας τα πόδια και τα χέρια της με πυρακτωμένες βελόνες και καυτά σίδερα, χωρίς να δείξει αυτή ότι αισθανόταν τον πόνο, μέχρι που από τα πολλά βασανιστήρια και τη συνεχή ακινησία έγινε ράκος. Σε αυτή την κατάσταση την πούλησε τότε ο μπέης για εκατόν πενήντα γρόσια. Αφού γλίτωσε από τα βάσανα, η κοπέλα επέστρεψε στην Νάουσα και συντόμως ανέκτησε την υγεία της.

Στις 24 Απριλίου, με εντολή του στρατάρχη αγγελιοφόροι, ενημέρωναν στην έρημη, πλέον, Νάουσα αλλά και σε όλες τις πόλεις που είχε στη δικαιοδοσία του, την απονομή γενικής αμνηστίας σε όλους τους Ναουσαίους που είχαν σωθεί και τους καλούσε να επιστρέψουν στην πόλη, να παραλάβουν τις περιουσίες τους και να συνεχίζουν τη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά, όπως ήταν και πριν την επανάσταση. Μετά από λίγες μέρες, αφού συγκέντρωσε τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους του, ξεκίνησε για τη Βέροια και από εκεί για τη Θεσσαλονίκη, όπου μπήκε θριαμβευτικά, ακολουθούμενος από τους αιχμαλώτους, στις 7 Μαΐου του 1822.

Από τη Θεσσαλονίκη, που έμενε πια, ο αιμοσταγής στρατάρχης πληροφορήθηκε ότι και πάλι οι κάτοικοι της Νάουσας δε ζούσαν ήσυχα και ειρηνικά, αλλά βοηθούσαν και υποστήριζαν, με διάφορους τρόπους, τους συμπολίτες τους που δεν επέστρεψαν στην πόλη, αλλά ζούσαν στα βουνά, συνεχίζοντας τις εχθροπραξίες με τους τούρκους πολίτες. Με αυστηρή του διαταγή διέταξε τις αρχές της Βέροιας να καθυποτάξουν αυτά τα ανταρτικά σώματα και γενικώς να προσέχουν και να παρατηρούν λεπτομερώς όλες τις ενέργειες των Ναουσαίων.

Μαρτυρικός Θάνατος των Αιχμαλώτων

Τραγικότερος και πλέον αποτρόπαιος ήταν ο θάνατος των αιχμαλώτων της Νάουσας που μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Ο Πουκεβίλλ περιγράφει, με τα μελανότερα χρώματα, στον πολιτισμένο κόσμο όσες δραματικές σκηνές είδε εκεί με τα ίδια τα μάτια του. «. . . . πολλές γυναίκες γυμνές τις έβαζαν, μέχρι το λαιμό, μέσα σε σάκκους που είχαν γάτες και ποντίκια . . .»

Οι γυναίκες του Ζαφειράκη και του Γάτσου πέρασαν από τα ίδια βασανιστήρια. Λένε ότι μετά τα παραπάνω, με διαταγή του στρατάρχη, χτίστηκαν μέχρι το λαιμό στο τείχος, σε κάποια γωνία της Αγίας Σοφίας, και αφέθηκαν εκεί για κάποιες μέρες προς ψυχαγωγία του άγριου όχλου που πήγαινε εκεί βρίζοντας και χτυπώντας με ραβδιά τα κεφάλια τους, καθώς προεξείχαν του τείχους. Πέντε μέρες κράτησε αυτό το μαρτύριο. Τελευταία πέθανε η σύζυγος του Ζαφειράκη, μετά από ένα χτύπημα πέτρας που έριξε στο κεφάλι της μία γυναίκα από την Αιθιοπία.

Αυτή ήταν η τύχη και η καταστροφή της ξακουστής Νάουσας που μέσα από τη φρίκη της το Ελληνικό κράτος της έδωσε τον τίτλο της «Ηρωϊκής» πόλης που διατηρεί έως και σήμερα.

Ιστορικά Πρόσωπα 

Αναστάσιος Καρατάσος ή Γεροκαρατάσος

Γεννήθηκε το 1764 στη Δοβρά Βέροιας. Μετά την καταστροφή της γενέτειρας του από τους Σαρηγκιούληδες, οι οποίοι κατέπνιξαν την ανταρσία του 1770 στο αίμα ,κατέφυγε με την οικογένειά του στο Διχαλεύρι της Νάουσας, όπου και μεγάλωσε. Από το 1782 έζησε ως κλέφτης, αφού κατατάχτηκε στο σώμα του Καπετάν- Ρομφαίη όπου και ξεχώρισε. Σύντομα απόκτησε τη δόξα του αήττητου και γενναίου. Έγινε ο ήρωας πολλών δημοτικών τραγουδιών που υμνούσαν τα κατορθώματα του.

Ο πόθος του για τη λευτεριά και η ανδρεία που έδειξε στις μάχες κατά των Τούρκων, τον ανάδειξαν σε πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου, αργότερα όμως έγινε καπετάνιος και οπλαρχηγός στις περιοχές Βαρδαρίου, Νάουσας και Βέροιας. Με την ιδιότητά του αυτή ο Καρατάσος βοήθησε τους Χριστιανούς και ορισμένους καλούς Τούρκους από τους κλέφτες Κόνιαρους. Το 1822, ο Καρατάσος, πήρε μέρος στην εξέγερση του λαού της Μακεδονίας, με τους οπλαρχηγούς Εμμανουήλ Παππά, Μπασδέκη, Γάτσο, Ζαφειράκη και άλλους κι ονομάστηκε αρχιστράτηγος της περιοχής εκείνης.

Πήρε μέρος στην επανάσταση της Νάουσας ,τον Απρίλιο του 1822. Στην επανάσταση αυτή αιχμαλωτίσθηκε ο γιος του Ιωάννης. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στην πόλη της Νάουσας, πήρε τους γιους του Δημήτριο και Κωνσταντίνο και μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και 3 000 περίπου Μακεδόνες κατέφυγε μέσω της Δυτικής Μακεδονίας στην Ήπειρο και από εκεί πέρασε στην Ακαρνανία. 


Το όνομα του συνδέθηκε με τον απελευθερωτικό αγώνα. Διακρίθηκε στη Πελοπόννησο. Αργότερα, οι κακουχίες τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από την ενεργό πολεμική δράση. Παρόλα αυτά δεν έπαυσε να αγωνίζεται στην Δυτική και Ανατολική Ελλάδα.

Στη μάχη του Πέτα πολέμησε γενναία στο πλευρό των οπλαρχηγών της Στερεάς. Ακόμη διακρίθηκε στους αγώνες των κατοίκων της Σκιάθου, της Εύβοιας και άλλων περιοχών. Ο Καρατάσος πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ, το 1824 και τον νίκησε στην τοποθεσία Σχοινόλακκα.

Την εποχή του Καποδίστρια του δόθηκε η διοίκηση της εβδόμης χιλιαρχίας . Πέθανε στην Ναύπακτο, 31 Ιανουαρίου 1830, με τιμές που αρμόζουν σε ένα στρατηγό.

Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος 

Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861), ήταν Αγωνιστής - οπλαρχηγός στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, που έδρασε στην περιοχή της Νάουσας κα αργότερα υπασπιστής του ΄Όθωνα.

Ο Καρατάσος, γιος του επίσης αγωνιστή Αναστάσιου Καρατάσου που πρωτοστάτησε ως οπλαρχηγός, γεννήθηκε το 1798 στο Διχαλεύρι (Στενήμαχος σήμερα), του Νομού Ημαθίας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, έλαβε μέρος νεότατος, ακολουθώντας τον πατέρα του, πολεμώντας πρώτα στη Νάουσα και μετά την καταστροφή της Νάουσας, στη Στερεά Ελλάδα. Το 1828, ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη Στερεά Ελλάδα, εναντίον των Οθωμανικών δυνάμεων.

Ήταν, όπως κι ο πατέρας του, οπαδός της Ελληνοσερβικής συμμαχίας, με σκοπό την αποτίναξη της Οθωμανικής επικυριαρχίας. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, ο Τσάμης Καρατάσος συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, συμμετέχοντας αργότερα στη νέα επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1854, της οποίας και ήταν ένας από τους βασικούς υποκινητές της, γνωστός με το προσωνύμιο "Γερο-Τσάμης".

Συγκεκριμένα αναλαμβάνοντας ο Όθωνας Βασιλεύς της Ελλάδος και εκτιμώντας την μεγάλη του προσφορά τον προσέλαβε υπασπιστή του. Το 1847 όταν χρειάστηκε να του δοθεί επίσημο διαβατήριο για την επίσκεψη περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και την Κωνσταντινούπολη, ο τότε πρέσβης της Υψηλής Πύλης στην Αθήνα, Κωστάκης Μουσούρος, αρνήθηκε να του χορηγήσει με το αιτιολογικό ότι ήταν persona non grata. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή στο πρόσωπο του Βασιλέως Όθωνα όπου σε επικείμενη δεξίωση των Ανακτόρων που παρευρέθη ο Κ. Μουσούρος, κατόπιν πρόσκλησης, ο Όθωνας τον επιτίμησε έντονα παρουσία όλων. 


Με υποκίνηση τότε του παριστάμενου Άγγλου πρέσβη Λάιον, (που άδραξε την ευκαιρία για υποκίνηση νέου επεισοδίου σε βάρος του Όθωνα), ο Κ. Μουσούρος αποχώρησε από τη δεξίωση όπου και ξέσπασαν τα λεγόμενα Μουσουρικά που είχαν ως επακόλουθο τη διακοπή για ένα περίπου έτος των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Παρά ταύτά την περίοδο 1844-1853, ο Καρατάσος ταξίδευσε στις Σερβικές κοινότητες της Τεργέστης και των Σκοπίων, με σκοπό να βρει υποστήριξη για τον κοινό σκοπό. Οι διαβουλεύσεις του, ήταν ημιεπίσημες, προσπαθώντας έτσι να διερευνήσει και να καλλιεργήσει κλίμα συνεργασίας, στη σφαίρα της μυστικής διπλωματίας.

Οι επαναστάσεις των Μακεδόνων είχαν την υποστήριξη του Όθωνα, που πίστευε ότι η απελευθέρωση της Μακεδονίας και άλλων περιοχών της Ελλάδας είναι δυνατή, ελπίζωντας σε Ρωσική στήριξη. Η επανάσταση, όμως απέτυχε, δημιουργώντας εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις τα προσεχή χρόνια.

Ο Καρατάσος ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μια Ελληνοσερβική συμφωνία θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία αποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα Βαλκάνια. Το 1859 άρχισε να δημοσιεύει τις προτάσεις του σε άρθρα εφημερίδας, ενώ προσπαθούσε να προσεγγίσει τους εκπροσώπους των Σερβικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, προκειμένου να τον υποστηρίξουν και να τον βοηθήσουν στο σκοπό του. Ο Όθων ήταν θετικός και επικροτούσε αυτές τις επαφές. Έτσι το 1861, μετέβη στο Βελιγράδι για να υπογράψει την πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες. Κατά την παραμονή του εκεί, πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (πιθανόν από κάποια αρρώστια), ενώ σχεδίαζε κοινή εξέγερση Ελλήνων και Σέρβων. Μετά από μερικούς μήνες, ο Όθων αποπέμφθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις κυρίως των Άγγλων, λόγω λαϊκής εξέγερσης, που υπόψη υποκίνησαν οι ίδιες, κι έτσι η Ελληνοσερβική συμμαχία, έπρεπε να περιμένει 25 χρόνια, μέχρι να υπογραφεί η πρώτη συμφωνία το 1887, από τον Έλληνα πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και το Σέρβο ομόλογό του.

Άγγελος ή Αγγελής Γάτσος

Ο Άγγελος ή Αγγελής Γάτσος (1771-1839) ήταν οπλαρχηγός της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στους Σαρακηνούς Αλμωπίας του νομού Πέλλας. Περιγράφεται ως ψηλός, ξανθός και δασύτριχος. Ήταν αγράμματος και θεοσεβής, παρόλ' αυτά, ήταν ατρόμητος στις μάχες και ιδιαίτερα ρωμαλέος.

Ο Αγγελής Γάτσος έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, πολεμώντας στη Μακεδονία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Κατάγονταν από φτωχή οικογένεια των Σαρακηνών. Ο πατέρας του λέγονταν Δημήτριος (Μήτρος) και είχε τρεις γιους: τον Αγγελή, τον Πέτρο και έναν μικρότερο, και μία κόρη την Πέρση. Ο Αγγελής για βιοποριστικούς λόγους εγκατέλειψε τη γενέτειρά του σε ηλικία 16 ετών (το 1787) και μετέβη στο Πόζαρ (Λουτράκι) της κοιλάδας της Αλμωπίας. Εκεί, διατέλεσε φύλακας σε κοπάδια βουβαλιών του προύχοντα Ντουρνταβάκη. 


Όταν, έμαθε ότι ο μπέης της περιοχής επρόκειτο να επισκεφτεί τον Ντουρνταβάκη με εχθρικούς σκοπούς, αποφάσισε να τον εξοντώσει, όπως και έκανε. Στη συνέχεια προμηθεύτηκε οπλισμό και διέφυγε μέσω του γειτονικού Τεχόβου (Καρυδιάς) στο Βέρμιο, όπου ακολούθησε κλέφτικη δράση. Τελικά εγκατέστησε την έδρα του στο Περισώρι. Η οικογένειά του αποτελούνταν από τη σύζυγό του Πρώια (ήταν χήρα από τους Σαρακηνούς την οποία νυμφεύτηκε ο Αγγελής Γάτσος), τις πέντε κόρες του, το γιο του Νικόλαο και τον υιοθετημένο γιο του Δημήτριο.

Σε ηλικία 20 ετών, κατατάσσεται στο κλέφτικο σώμα του Αναστάσιου Καρατάσου που δρούσε στο Βέρμιο. Οι Οθωμανοί τον επικηρύσσουν και αιχμαλωτίζουν τη γυναίκα του, που καταλήγει να πωλείται ως σκλάβα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν από την εξέγερση της Νάουσας (αρχές Φεβρουαρίου του 1822) ο Αγγελής Γάτσος μεέφερε την οικογένειά του στη Νάουσα γιοα λόγους ασφαλείας. Ο Αγγελής Γάτσος συμμετείχε στα γεγονότα της Νάουσας με τους Αναστάσιο Καρατάσο, και το Γεώργιο Συρόπουλο. Προσπάθησε να καταλάβει τη Βέροια, επικεφαλής αποσπάσματος, με υπαρχηγούς τους Δημήτριο Σιουγκάρα και Λάζαρο Ραμαντάνη αλλά μετά την ισχυρή στρατιωτική επέμβαση των Οθωμανών, οι επιχειρήσεις απέτυχαν πλήρως, με αποκορύφωμα την καταστροφή της Νάουσας. 

Κατά την είσοδο του Οθωμανικού στρατού στη Νάουσα, αιχμαλωτίστηκε ο γιος του, Νικόλαος, η σύζυγός του και οι κόρες του. Η σύζυγός του μάλιστα, έγκυος ούσα, ΄γεννησε στις φυλακές. Στη συνέχεια η οικογένειά του μεταφέρθηκε στις φυλακές της ΓΙάφας. Μετά την αποτυχία, ο Γάτσος ακολούθησε, ως υπαρχηγός, το σώμα του Καρατάσου στην περιοχή Ασπροποτάμου της Θεσσαλίας, μαζί με τους Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Γ. Συρόπουλο, Τόλιο Λάζο και Κότα. Τον ακολούθησε επίσης, και ο υιοθετημένος (συγγενής του) Μήτσος.

Στις μάχες που διεξήχθησαν, σκοτώθηκε ο αδερφός του Πέτρος, στην Πλάκα Πραμάντων, την 30η Ιουλίου του 1822. Ως υπαρχηγός του Καρατάσου πολέμησε στη μάχη του Πέτα ένα μήνα μετά (τον Αύγουστο του 1822) και κατόπιν, επικεφαλής 100 Μακεδόνων, πολέμησε στη μάχη των Δερβενακίων υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, Φ. Χρυσανθακόπουλος ανέφερε μετά τη μάχη :

"Ο περίφημος καπετάνιος Γάτσος, ων εις τα όπλα εκ γενετής και σύντροφος αχώριστος του Ολύμπου και οι στρατιώτες του Μακεδόνες επολέμησαν εις τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια γεwαίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδον άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν μέγαν".

Το 1823 συμμετέχει στις επιχειρήσεις της Σκιάθου και του Ευρίπου με τους Αν. Καρατάσο και Διαμαντή Νικολάου. Το ίδιο έτος πολέμησε στην Πελοπόννησο με τους Αν. Καρατάσο, Χατζηχρήστο και Κοντογιάννη, προτάσσωντας άμυνα στον Αιγυπτιακό στρατό. Το 1826 συγκρότησε δικό του σώμα με τους Κ. Δουμπιώτη και Κωνσταντίνο Μπίνο, στον Εύριπο. Το ίδιο έτος, επικεφαλής σώματος 500 ανδρών έδωσε σφοδρές μάχες στην περιοχή της Αταλάντης με τις Οθωμανικές δυνάμεις. Το 1827 συμετείχε στην επιχείρηση κατάληψης του Τρικερίου υπό τον Καρατάσο, μαζί με τους Μπίνο, Μήτρο Λιακόπουλο, Αποστολάρα Βασιλείου (από το Γομάτι Χαλκιδικής) και Γεώργιο Βελέντζα (από τον Αλμυρό).

Το 1830, με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης, κατόρθωσε να απελευθερώσει το γιο του, Νικόλαο, ο οποίος στάλθηκε τελικά από τον Όθωνα, στο Μόναχο για στρατιωτική εκπαίδευση. Ο Αγγελής Γάτσος πολέμησε επίσης στο Κομπότι, στην Ύδρα, στο Μεσολόγγι και στην Ακρόπολη. Διακρίθηκε στην Καλαμάτα, όπου το σώμα των Μακεδόνων πέτυχε την πρώτη νίκη των Ελλήνων κατά του Ιμπραήμ. Μετά την απελευθέρωση, εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη Φθιώτιδας, όπου και πέθανε πάμπτωχος, με τον τιμητικό βαθμό του συνταγματάρχη.

Ο υιοθετημένος του Αγγελή, Μήτσος Γάτσος, έφτασε τελικά, έως το βαθμό του αντιστράτηγου.

Αδαμάντιος ή Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος

Ο Αδαμάντιος ή Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος (1790- 19 Ιανουαρίου 1856), γνωστότερος ως Καπετάν Διαμαντής, ήταν κλεφταρματολός από την Πιερία, γόνος μεγάλης οικογένειας κλεφταρματολών.

Γεννήθηκε στα Ρυάκια (Ραίδιανη) Πιερίας. Ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος ήταν ο πρωτότοκος γιος του μεγάλου κλεφταρματολού και γενάρχη της οικογένειας Νικολάου Ραιδενιώτη (Ρυακιώτη) Ολύμπιου, γνωστότερου ως Νικολάου Κατερινιώτη Ολύμπιου. Το ΄΄Ραιδενιώτης΄΄ προέρχεται απ' τον τόπο καταγωγής της οικογένειας την Ραίδιανη (σημ. Ρυάκια Πιερίας). Το "Κατερινιώτης" προστέθηκε αργότερα λόγω του ότι το αρματολίκι του κλεφταρματολού Νικολάου Ραιδενιώτη ήταν η περιοχή της Κατερίνης. Το "Ολύμπιος" μαρτυρά τον τόπο δράσης των κλεφταρματολών που ήταν η ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου. 

Ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος είχε αδερφούς, τον Κωνσταντίνο (1800-1854), και τον Χαρίση (1810-1858;) που ήταν ετεροθαλής (από άλλη μητέρα). O Δήμος Νικολάου Ολύμπιος (ή Ψαροδήμος) ήταν πρώτος ξάδελφος του, όπως γράφει σε μία έκθεσή του και ο ίδιος ο Ψαροδήμος. Ο καπετάν Διαμαντής υπήρξε γαμπρός της θρυλικής οικογένειας των Λαζαίων. Νυμφεύτηκε την Μεταξία, με την οποία απέκτησαν δύο γιους (τον Ιωάννη και τον Ξενοφώντα) και τρεις κόρες (από τις οποίες επέζησε μόνο η Ασπασία).

Έδρασε στους ορεινούς όγκους του Βερμίου, του Ολύμπου και των Πιερίων πριν από το 1821 και μετά την έκρηξη της Επανάστασης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στο αρματολίκι της Κατερίνης. Τον Ιούνιο του 1821 έλαβε μέρος στην εξέγερση της Κασσάνδρας. Το 1822 έλαβε μέρος στις μάχες του Κολινδρού, της Καστανιάς και της Μηλιάς. Μετά την καταστροφή του Πύργου των Λαζαίων κατευθύνθηκε προς το Βέρμιο, για να εκδικηθεί το θάνατο των συντρόφων του από τα Πιέρια. Έπειτα συνέχισε τη δράση του στη Νότια Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Σκιάθο, όπου αντιμετώπισε με επιτυχία τους Τούρκους.

Στις 09/10/1823 συμμετέχει στη νικηφόρα μάχη της Σκιάθου κατά του Ναυάρχου του Σουλτάνου Μωχαμέτ Χουσρέτ Πασά (ο λεγόμενος Τοπάλ). Η προσωρινή κυβέρνηση και ο Άρειος Πάγος λόγω της γενναιότητας και της στρατιωτικής του ικανότητας τον διόρισαν αρχιστράτηγο Ευβοίας και Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Προξένησε τέτοια πλήγματα στους Τούρκους, ώστε οι τελευταίοι τον επικήρυξαν ως το «μεγαλύτερο μίασμα από τους Έλληνες». Αντιμετώπισε με επιτυχία τους Τούρκους στην Εύβοια και στη μάχη στα Βρυσάκια.

Ο διορισμός του ως αρχιστράτηγου όμως προκάλεσε έντονες τοπικιστικές έριδες στην Ανατολική Στερεά και Εύβοια που τις υποκινούσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, κινούμενος περισσότερο από προσωπικά κίνητρα. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε το 1823 όταν παρά τη συνεχή απειλή των Τούρκων, ο Νικόλαος Κριεζιώτης (μετά από επιστολές που του έγραψε ο Οδ. Ανδρούτσος) κινήθηκε εναντίον του. Ο Διαμαντής συνέτριψε τους εσωτερικούς αντιπάλους του στις διάφορες εμφύλιες συγκρούσεις, καθώς εξακολουθούσε να έχει την υποστήριξη της κυβέρνησης και του Ιωάννη Κωλέττη. 

O Οδυσσέας Ανδρούτσος ενοχλήθηκε με την προαγωγή του Διαμαντή σε στρατηγό. Επιδίωκε να είναι αυτός στρατιωτικός ηγέτης της Ανατολικής Ελλάδος. Αντιπολιτεύεται και πολεμά τη νόμιμη κυβέρνηση, τον Άρειο Πάγο. Στέλνει στο Ξηροχώρι Ευβοίας (νύν Ιστιαία) τους Ευβοείς οπλαρχηγούς Τομάρα, Χαλκιά, Βερούση. Αυτοί λεηλατούν, προχωρούν σε ωμότητες, σκοτώνουν. Η γυναίκα του Διαμαντή Ολύμπιου μόλις απέφυγε την αιχμαλωσία. Ο Διαμαντής ύστερα από αυτήν την τροπή μετασταθμεύει σε Σκόπελο και Σκιάθο, για να προστατέψει τις οικογένειες των Μακεδόνων αγωνιστών. 

Στην Εύβοια παραμένει ο Αναστάσιος Καρατάσος με την μεγαλύτερη δύναμη των βορειο- Ελλαδιτών αγωνιστών. Από τις Βόρειες Σποράδες ξεκίνησε πειρατική δράση εναντίον των παραλίων της Χαλκιδικής και της Πιερίας, με σκοπό αφενός να απασχολεί στρατιωτικά τους Τούρκους και αφετέρου να εξασφαλίσει πόρους για τη επιβίωση των Θεσσαλομακεδόνων που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στα νησιά των Βορείων Σποράδων, καθώς η κατάσταση εκεί ήταν απελπιστική.

Στίς 03 Νοεμβρίου 1827 συμμετέχει μαζί με τον αδελφό του Κώστα σε μυστική σύσκεψη πολλών οπλαρχηγών, κληρικών και προκρίτων που γίνεται στην Μονή του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο. Σε δύο αναφορές που υπογράφουν ( 30 περίπου συμμετέχοντες ) ζητούν να ενισχυθούν υλικά και να τους στείλει η Κυβέρνηση έναν επικεφαλής αξιοσέβαστο απ' όλους. Ζητούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη ως Γενικό Αρχηγό και τον Βαυαρό φιλέλληνα συνταγματάρχη Ηeideck ως (διευθυντή των πραγμάτων). Η κυβέρνηση συνέστησε υπομονή, καθώς το ζήτημα των τελικών συνόρων του υπό δημιουργία Ελληνικού κράτους, ήταν υπό διαπραγμάτευση. 

Το 1828 μετέβη στο Ναύπλιο στην ορκωμοσία του Ιωάννη Καποδίστρια. Η νέα διακυβέρνηση συνέστησε σώμα Θεσσαλομακεδόνων με γενικό στρατηγό τον Τόλια Λάζο, με αποτέλεσμα ο Διαμαντής να επιστρέψει στο Όλυμπο με την αίσθηση ότι αδικήθηκε. Ο Ι. Καποδίστριας επέτρεψε τελικά τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στη Μακεδονία, αλλά δεν προσέφερε κάποια ενίσχυση. Οι προσπάθειες του Διαμαντή και των άλλων Μακεδόνων δεν έφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στην Πιερία με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν φοβερά αντίποινα των Τούρκων κατά των ντόπιων κατοίκων. Έτσι πολλά γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν εκ νέου στις Βόρειες Σποράδες. Το 1829 όπως φαίνεται σε καταγραφή παροίκων της Σκοπέλου (02 Απριλίου 1829) βρίσκεται με την οικογένεια του στη νήσο Σκόπελο. Τον Ιούλιο του 1829 εκπροσωπεί τους Θεσσαλομακεδόνες αγωνιστές στην Δ' Εθνοσυνέλευση Άργους και προσφέρει στον Καποδίστρια την πληρεξουσιότητα τους. 

Ο Καποδίστριας τον ευχαριστεί αλλά του δηλώνει πως δεν μπορεί να την χρησιμοποιήσει και του συνιστά όπως και προηγουμένως να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Τούρκους ελπίζωντας σε μελλοντική μεταβολή των πραγμάτων. Ο Διαμαντής προσπάθησε να συνθηκολογήσει με τους Τούρκους (μετά από τις συστάσεις του Καποδίστρια για φιλικές σχέσεις μαζί τους), προκειμένου να ανακτήσει το παλιό του αρματολίκι, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς οι Τούρκοι τον είχαν από παλιά επικηρύξει και το 1830 έστειλαν ισχυρές δυνάμεις για να συλλάβουν αυτόν και τον Μιχάλη Πετσάβα. Το 1831 βρίσκεται στη Σκόπελο, βάσει εγγράφου που απέστειλε στις 05/9/1831 στο Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, στους Λάζαρο και Γεώργιο Κουντουριώτη και στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που βρίσκονταν στην Ύδρα. Ο Διαμαντής συνέχισε τη δράση του στη φρουρά Φθιώτιδας και Βοιωτίας με την αποστολή να εξουδετερώσει τα ληστρικά σώματα που λυμαίνονταν την περιοχή μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.

Με απόφαση του Βασιλιά Όθωνα διορίζεται γερουσιαστής στις 16 Ιουνίου 1844 στο σώμα της Γερουσίας.

Το 1846 και συγκεκριμένα στίς 10 Μαρτίου 1846 βρίσκεται στην Αμαλιάπολη όπως φαίνεται από έγγραφο - βεβαίωση παροχής υπηρεσιών στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 του αγωνιστή Αντωνίου Χαδούλη Ολύμπιου που προσυπογράφει ο ίδιος ο Καπετάν Διαμαντής Ν. Ολύμπιος.

Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, η οικογένεια του Διαμαντή εγκαταστάθηκε στο Αχλάδι του Νομού Φθιώτιδας. Το όνομα του Διαμαντή δόθηκε σε κεντρικό δρόμο της πόλης της Θεσσαλονίκης (οδός Ολυμπίου Διαμαντή), καθώς επίσης στην πόλη της Κατερίνης, στην περιοχή Μυλαύλακου ενώ στα Καταφυγιώτικα της Κατερίνης τιμήθηκε ο πατέρας του, Νικόλαος Ραιδενιώτης Ολύμπιος (στο δρόμο δόθηκε το όνομα "Νικολάου Κατερινιώτου").



ΠΗΓΗ  http://greekworldhistory.blogspot.com/

http://bit.ly/2kjlkot    Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► 






Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only