του Ι.Μ. Χατζηφώτη

Ανάλογα με την οικονο­μική κατάσταση, αλλά και την ηλικία κλιμακωνόταν. Με τον καιρό διαμορφώθηκαν τρία επίπεδα. Xαράτσι δεν πλήρωναν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, και οι ανάπηροι.
Επρόκει­το για τακτικό φόρο, επιβάλλονταν όμως και άλλοι φόροι σε έκτακτες περιστάσεις για τουςδρόμους, τα γεφύρια, τις δα­πάνες του στρατού, των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ. Ακόμη πλήρωναν φόρους εκείνοι που είχαν τη νομή και κατοχή γαιών, των λεγομένων άφθαρτων, γιατί κυριότητα των φθαρτών ονομαζόμενων γαιών είχαν μόνο μουσουλμάνοι.
Εκτός από τις ιδιωτικές εκτάσεις (μούλκια), υπήρχαν δημόσιες που παρα­χωρούνταν με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρε­σιών στους μπέηδες, ζαΐμηδες και σπαχήδες και εκείνες που ανήκαν σε θρησκευτικά ιδρύματα (τα βακούφια).
Η είσπρα­ξη των φόρων από αυτούς γινόταν μέσω των βοεβόδων.
Τα 13 μικρά νησιά του Αρχιπελάγους, όπως είδαμε, είχαν δοθεί στον Αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου (Καπουδάν πασά).
Οι φόροι όμως που πλήρωναν οι Ρωμιοί δεν τελειώνουν εδώ, καθώς υπήρχαν έγγειοι φόροι, η δεκάτη και τα δοσίματα.
Από προϊόντα, όπως το βαμβάκι, το λάδι, ο καπνός, το σιτάρι και το κριθάρι, έδιναν το ένα δέκατο. Υπήρχαν, εξ άλλου, φόροι για τα βοσκοτόπια, τα αμπέλια, ταχυδρομικά τέλη, τελωνεια­κοί δασμοί κ.λπ.
«Η γη που αφέθηκε στους χριστιανούς, γράφει ο Σβορώνος (όπ. παρ., σελ. 41), περιοριζόταν στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θεσσαλίας, στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Στις περιοχές αυτές, που κατακτήθηκαν αργότερα και όταν οι Τούρκοι εφοδιασμένοι ήδη με γαίες, ήταν πολύ λίγοι, ακόμα και εύφορες πεδιάδες αφήνονται στους χριστιανούς και Έλληνες, μεγαλο-γαιοκτήμονες εισέρχονται στην τουρκική ιεραρχία».
Όταν καταργήθηκε το παιδομάζωμα της πρώτης περιόδου, επιβλήθηκε στα παιδιά από ηλικίας 9 έως 18 χρόνων, η οπέντζαπου την εισέπρατταν κι αυτήν οι σπαχήδες.
Όπως γί­νεται αντιληπτό, το φορολογικό σύστημα ποίκιλλε και δε λει­τουργούσε πάντοτε.
Στα Δωδεκάνησα, που λέγονταν Νότιες Σποράδες, είχε επιβληθεί ένα προνομιακό καθεστώς. Πλήρω­ναν κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, που λεγόταν «μακτού» και ήταν απαλλαγμένο από κάθε άλλο φόρο πού κατέβαλλαν οι κάτοικοι των άλλων διαμερισμάτων της Αυτοκρατορίας.
Εκτός από τη δεκάτη σε είδος, κάθε πέντε και αργότερα κάθε τέσσερα χρόνια, οι υπόδουλοι Έλληνες απέδιδαν την αποκληθείσα από τον Babinger «ανθρώπινη δεκάτη» ή αλ­λιώς «δεκάτη του αίματος», το φοβερό παιδομάζωμα που στε­ρούσε από το σκλαβωμένο γένος τους ανθούς και τις ελπίδες της ανάκαμψης του, αφού στρατολογούνταν για το σώμα των γενιτσάρων οι «από 15 έως 20 ετών καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι νέοι των απίστων», όπως διέ-τασσε το 1601 ο σουλτάνος τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης.
Ο επιφανής λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας στο έργο του «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων» (τόμος 12ος, Βιέννη 1832) διεκτραγωδώντας τα δεινά των Ελλήνων κατά την Τουρκο­κρατία σημειώνει:
«Εκ μέρους της εξουσίας δεν εδοκίμαζαν πολλά βάρη. Οι φόροι ήσαν μέτριοι και πολλαχού μετά το ετήσιον χαράτσιον μικρότατη ποσότης γροσιών ήτο το επίλοιπον δόσιμον. Αλλ’ οι άγριοι Γενίτσαροι κατέτρωγαν τους πτωχούς Χριστιανούς ασπλάγχνως. Εζήτουν κρασιά, φαγητά, ενδύματα, αργύριον, στέλλοντες το ρινόμακτρόν των με δύο σφαιρίδια πιστόλας εγκομβωδεμένον. Τις ηδύνατο να αντισταθή εις τοιούτους απαι­τητός; Πολλοί έπιπταν θύματα των Γιανιτσάρων ατιμωρητί εις τους δρόμους, διότι δεν ηδυνήθησαν να εκπληρώσωσι τα ζη­τήματά των».
Μπροστά στην οδυνηρή αυτή κατάσταση οι υπόδουλοι αναγκάζονταν, όταν δεν ήταν σε θέση να δώσουν όσα τους ζητούσαν, να φυγαδεύουν τα παιδιά τους, στα οποία ξεσπού­σαν οι γενίτσαροι ή να μεταναστεύουν οι ίδιοι. Δεν έλειψαν όμως και ξεσηκωμοί, όπως το 1705 στη Νάουσα, που οι κάτοικοί της πήραν τα όπλα αρνούμενοι να ανταποκριθούν στο παιδομάζωμα. Σε έγγραφο του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης προς τις τοπικές αρχές αναφέρεται:
«… οι άπιστοι κάτοικοι της ειρημένης πόλεως, επαναστατήσαντες και λέγοντες, ημείς δεν παραδίδομεν τους υιούς μας εις τους μουσουλμάνους, απετόλμησαν να φονεύσουν δημοσία και εν μέση σουλτανική οδώ, τον οιλιχτάρην μετά των δύο συνο­δών του μουσουλμάνων, εν τέλει δε σχηματίσαντες συμμορίαν διεκατόν και πλέον κακούργων, οι άπιστοι ούτοι φονείς και ίχοντες επικεφαλής τον αρματολόν Ζήσην Καραδήμον και τους δυο αυτού υιούς ύψωσαν την σημαίαν της ανταρσίας και διατρέχοντες ήδη τα όρη και τας πεδιάδας των καζάδων Βέροιας και Ναούσης μύρια διέπρατταν και εξακολουθούν να διαπράττουν κακουργήματα, ήτοι φόνους και ληστείας εις βάρος των μουσουλμάνων πιστών του Ισλάμ».
Η έδρα του «Υψηλού Διβανίου» του μπεηλέρμπεη της Ρού­μελης, από όπου εξαπολύθηκε η διαταγή αυτή, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (βλ. I. Κ. Βασδραβέλλη: Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1948, σσ. 69-71).

Το «νέφος» των νεομαρτύρων

Ένα άλλο πολύ σοβαρό φαινόμενο που παρατηρείται τους πρώτους χρόνους μετά την Άλωση είναι οι βίαιοι εξισλαμισμοί, που έχουν συχνά ομαδικό χαρακτήρα, περισσότερο στον μικρα­σιατικό παρά στον σημερινό ελλαδικό χώρο.Την ελεεινότατη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει τότε, με όσα εις βάρος του διέπραττε ο κατακτητής, το Γένος οδηγώντας το σε συρ­ρίκνωση, περιγράφει ο πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος το 1460:
«Οίμοι’ τι πρώτον οδύρωμαι; την εν τοις σώμασι δουλείαν Ελλήνων, ή την εν ταις ψυχαίς φθοράν και ταις έτι τετηρείσθαι δοκούσαις; την παντελή των παρ’ ημίν σεβασμίων απώλειαν, ή των έτι μενόντων την ατιμίαν; τας κατά της πίστεως ύβρεις των βαρβάρων, ή τα ταις ψυχαίς των πιστών εμβασιλεύσαντα σκάνδαλα; τους αφισταμένους οσημέραι της πίστεως, παντα­χού, ή τους την αποστασίαν ωδίνοντας; την εσχάτην της Εκ­κλησίας ταπείνωσιν και συντριβήν»
(εκδ. L. Petit – Χ.Α. Siderides – Martin Jugie, Γεωργίου του Σχολαρίου άπαντα τα ευρι­σκόμενα, τόμ. α’, Παρίσι 1928, σελ. 285).
Στους εξισλαμισμούς αντιστάθηκαν και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο απλοί άνθρωποι του λαού είτε γιατί αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν είτε γιατί μετά τον βίαιο εξισλαμισμό τους δεν δίστασαν να ομολογήσουν, να διακηρύξουν την πίστη τους στον Χριστό και να απαγχονισθούν ή αποκεφαλισθούν μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Άλλους τους κάρφωναν, τους τύφλω­ναν, τους έκοβαν τα αφτιά, τη μύτη, τους προκαλούσαν κα­κώσεις σε όλο το σώμα και τους οδηγούσαν σταδιακά στο θάνατο, χωρίς να κάμψουν το φρόνημα τους.
Δεν έλειψαν όμως κι εκείνοι που ασπάσθηκαν τον μουσουλμανισμό για να προ­στατέψουν τις ιδιοκτησίες και άλλα συμφέροντα τους. Αυτοί επί το πλείστον προέρχονταν από τη βυζαντινή αριστοκρατία.
Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Μουράτ ήταν γόνος των Πα­λαιολόγων, όπως και ο μεγάλος βεζύρης Μαχμούτ πασάς γό­νος των Αγγέλων, ακόμη κι ένας μητροπολίτης, ο Ρόδου Με­λέτιος εξισλαμίσθηκε, ονομάσθηκε Ασλάνης και μπήκε στην Υψηλή Πύλη. Η περίπτωση είναι ασυνήθης. Θανατώθηκε, όμως, από τους Οθωμανούς το 1661.
Στην εξαίρετη εργασία του «Ετούρκευσεν ο Γεώργιος Αμιρούτζης;» που δημοσιεύθηκε στον 18ο τόμο (1948) της Επετηρίδας της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών (σσ. 39-143) ο καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης έδειξε ότι αυτό δεν συνέβη, οι γιοι του εντούτοις εξισλαμίσθηκαν (ένας από αυτούς, ο Μεχμέτμπεης, εθεωρείτο «λογιώτατος και ελληνικώς και αραβικώς» και είχε κάνει πολλές μεταφράσεις από τα ελληνικά στα αραβικά). Ξεφυλλίζοντας κανείς το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου (Βενε­τία 1799) διαπιστώνει πόσο αθώο αίμα έρρευσε για την πίστη του Χριστού. Εγκωμιάζοντας τους νεομάρτυρες ο Φώτης Κόντογλου (Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, 1976, σσ. 226-228) έγραφε:
«Κανένας λαός δεν έχασε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού όσο έχυσε ο δικός μας από καταβολή του χριστιανι­σμού ίσαμε σήμερα. Κι αυτός ο ματωμένος ποταμός είναι μια πορφύρα που φόρεσε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και που θάπρεπε να την έχουμε για το μεγαλύτερο καύχημα… Οι δικοί μας άγιοι, που μαρτυρήσανε στον καιρό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους είτανε ταπεινοί, απλοί, λιγομίλητοι, με τη φωτιά της πίστης στα στήθια τους, απονήρευτοι και αγράμματοι, αφού το μόνο που γνωρίζανε να λένε μπροστά στον αγριεμένο τον κριτή ήτανε: «Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θ’ αποθά­νω». Νέοι άνθρωποι, παλληκάρια απάνω στ’ άνθος της νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερά να παραδοθούνε για τ’ όνομα του Χριστού, σφαζόντανε σαν τ’ αρνιά ή κρεμαζόντανε με τη θε­λιά στον λαιμό τους».
Αρκετοί από εκείνους που είχαν αλλαξοπιστήσει, δοκίμα­ζαν τόσο μεγάλες τύψεις, που το ψυχικό τους μαρτύριο τελείωνε μόνο με το σωματικό. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πέσουν στα νύχια του δυνάστη, που τους επιφύλασσε την πιο απάν­θρωπη μεταχείριση. Δεν τους αρκούσε η αφαίρεση της ζωής, αλλά ένιωθαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση να τους συνθλίψουν, ανασκολοπίσουν κ.λπ.
Γάλλος περιηγητής, που το όνομα του δεν είναι γνωστό, περιγράφει το παλούκωμα που είδε το 1739 ως εξής:
«Ξαπλώνουν το μελλοθάνατο καταγής μπρούμυτα κι ο δήμιος ανοίγει το κάτω μέρος του σώματος μ’ ένα ξουράφι. Ύστερα μπήγουν στην πληγή ένα μυτερό παλούκι μακρύ οχτώ πόδια και αρκετά χοντρό χτυπώντας την άκρη με ξύλινο κό­πανο. Όταν η μυτερή άκρη βγει από το δεξιό ώμο του θύματος δένουν τα χέρια στο παλούκι και το καρφώνουν όρθιο στο χώμα»
(Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου: Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, Αθήνα 1973, σελ. 399).
Όπως είναι γνωστό, η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρ­κων από το 1645 (Χανιά, το Ρέθυμνο έπεσε το 1646) ως το 1669, που κατέλαβαν τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Τότε άρχισαν στη μεγαλόνησο οι εξισλαμισμοί των Χριστιανών.
«Οι λόγοι», γράφει ο Μανόλης Γ. Πεπονάκης, «που τους προκά­λεσαν ήταν αρχικά: τα δικαιώματα που παρείχε το Ισλάμ στους αρνησίθρησκους, η οικονομική εξουθένωση μέρους τον πληθυ­σμού από τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις, η προσπά­θεια της Πύλης να οργανώσει ισχυρό ντόπιο στρατό, είτε μέσω παιδομαζώματος είτε με προσφορά χρηματικών ποσών στους νεοφώτιστους μουσουλμάνους, οι νίκες των Οθωμανών και το ιεραποστολικό έργο των μπεκτασήδων δερβίσηδων. Στους λό­γους αυτούς προστέθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατάκτη­σης οι φορολογικές καταπιέσεις, που έφτασαν στο αποκορύφω­μα τους στην περίοδο 1770-1821»
(Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), Ρέθυμνο 1997, σελ. 161).

Κρυφοί παπάδες

Το μαρτύριο των κρυπτοχριστιανών δηλ. των εξισλαμισθέντων Ελλήνων, που υποκρίνονταν στα φανερά ότι ακολου­θούσαν τη μουσουλμανική θρησκεία και στα κρυφά λάτρευαν τον Ιησού Χριστό είναι δυσπερίγραπτο (βλ. γενικά Γ.Θ. Πρίντζιπα: Οι Κρυπτοχριστιανοί, Αθήνα 1997).
Ο ίδιος δυνάστης, που αναγνώριζε το Πατριαρχείο, κυνηγούσε την ορθόδοξη χριστια­νική θρησκεία με πραγματική μανία και όποτε του δινόταν η ευκαιρία, εξεδήλωνε το μένος και την απέχθεια τους.Για τις ανάγκες των κρυπτοχριστιανών η Εκκλησία χρησιμοποιούσε και κρυφούς παπάδες. Ο Νίκος Ε. Μηλιώρης στο βιβλίο του «Οι Κρυπτοχριστιανοί» γράφει:
«Κρυφοί παπάδες ήσαν ακόμη δερβίσηδες -ιεραπόστολοι μυστικοί-, που περιοδεύανε στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα χριστιανικά μυστήρια. Ήσαν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών. Ειδική και επιμελημένη ήταν η επιλο­γή και προετοιμασία από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου των περιοδευόντων αυτών μυστικών ιεραποστόλων και μακρο­χρόνια και γεμάτη από απρόοπτους και θανάσιμους συχνά κινδύνους η αποστολή τους. Διαλέγανε όσους από τους καλό­γερους παρουσιάζανε τα περισσότερα για τον προορισμό, που θα αναλαμβάνανε, προσόντα. Τους διδάσκανε τα τούρκικα, τους μυούσαν στους τύπους της μουσουλμανικής λατρείας και στις θρησκευτικές τελετές της κι ύστερα τους ντύνανε ντερδίσηδες και τους εξαποστέλνανε στον Πόντο. Μπαίνανε στα χωριά των κρυ­πτοχριστιανών σαν κήρυκες του Μωάμεθ. Τη νύχτα λειτουργούσανε μέσα σε κατακόμβες και κρύπτες. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσανε και χρόνια ολόκληρα πολλές φορές, ταλαιπωρούμενοι και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο σε κάθε τους βήμα. Πολ­λοί υποκύπτανε στις κακουχίες, άλλοι αναγνωρίζονταν και τότε τελειώνανε με μαρτυρικό θάνατο. Μερικοί είχανε την καλή τύχη να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους αλλά και πάλι, αφού κάνανε εκεί την αναφορά τους, σύντομα ξαναφεύγανε σε και­νούρια αποστολή. Σε τέτοια μοναστήρια του Πόντου κρατούσαν και κρυπτογραφικούς κώδικες- καταγράφανε σ’αυτούς συνθη­ματικά την κίνηση των κρυπτοχριστιανών της δικαιοδοσίας ή της περιοχής των»
(Πρβλ. Νίκου Ε. Μηλιώρη: Οι Κρυπτοχριστια­νοί, έκδοση Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1962, σο. 47-48).
Oι Κρυπτοχριστιανοί τους περίμεναν με προσδοκία και υπο­μονή. Μόλις έφταναν, όπως περιγράφει ο Μηλιώρης, έπαιρναν τις δέουσες προφυλάξεις και τους οδηγούσαν στο υπόγειο, όπου μέσα σε καλά σφαλισμένα σεντούκια είχαν κρυμμένα τα εικο­νίσματα που είχαν κληρονομήσει από τους παπούδες και τους πατεράδες τους. Οι κρυφοί αυτοί παπάδες έβγαζαν τα ρούχα των χοτζάδων, έβαζαν το πετραχήλι που είτε το φύλαγαν οι κρυπτοχριστιανοί είτε οι ίδιοι το είχαν καλά κρυμμένο στις απο­σκευές τους και τελούσαν όλα τα μυστήρια, γάμους, βαφτίσια, ακόμη και τρισάγια για εκείνους που έφυγαν χωρίς χριστιανι­κή κηδεία.
Τέτοια περιστατικά αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης με πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες:
«Εκεί βγάλανε από τα κεφάλια τα φέσια και του φιλήσανε με σεβασμό το χέρι. Σε λίγο μπήκανε και οι δυο χανούμισσες. Η πεθερά και η νύφη. Η νύφη κρατούσε στην αγκαλιά της κι ένα νεογέννητο μωρό, που παρακάλεσε τον παπά να της το ευλογήσει. Τον βάλανε πρόχειρο τραπέζι να φάγει, ενώ εν τω μεταξύ μαζεύτηκαν στο σπίτι και αρκετοί συγχωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι τους φιλήσανε το χέρι του παπά και κατόπιν καθήσανε γύρω-γύρω. Αρχίσανε να μιλάνε όχι πια τούρκικα, αλλά ελληνικά, στην ποντιακή διάλεκτο. Και οι πε­ρισσότερες κουβέντες ήταν σχετικές με τον Χριστό, την Παναγία και γενικά τη χριστιανική θρησκεία. Ο παπάς κατάλαβε πως είχε να κάνει με κρυπτοχριστιανούς. Μες στην κουβέντα του ήλθε η έμπνευση κι έκανε το σταυρό του. Στη στιγμή τους είδε όλους αδίσταχτα να σταυροκοπιούνται με μεγάλη ευλάβεια. Κι έτσι φανερωθήκανε καθαρά και τότε τον παρακαλέσανε να βαφτίσει το μωρό».
Ξέθαψαν στη στιγμή τα εικονίσματα, τα άμφια που είχαν κρυμμένα και με πολλή κατάνυξη παρακολούθησαν το μυστή­ριο. Δεν πρόκειται για θρύλους κι ας μοιάζουν. Επιβεβαιώνονται τα τραγικά αυτά περιστατικά από σοβαρότατα ιστορικά στοιχεία, από τη μέριμνα της Εκκλησίας για τους λαθρόβιους αυτούς Ορθοδόξους, όπως τους αποκαλεί ο Μανουήλ Γεδεών, από τους κρυπτοχριστιανούς που φανερώθηκαν με την ανα­γνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας στα 1856.
Πολύ σωστά, η Εκκλησία πρεσβεύοντας ότι «ου τα σχήματα κρίνεται, αλλ’ η προαίρεσις», περιέβαλε τους κρυπτοχριστιανούς με την αγάπη της. Πολύ πρώιμα, πριν πέσει η Πόλη, είχε δημιουργηθεί ζήτημα με τον εξισλαμισμό Ελλήνων της Νικαίας. Να τι τους έγραφε ανάμεσα σε άλλα ο τότε Οικουμενικός πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας:
«Ει γάρ και κυριεύουσιν υμών οι εχθροί, αλλά των οικείων ψυχών και της γνώμης αυτοί εαυτών εστέ κύριοι, και της προαι­ρέσεως υμών εστι, φυλάξαι το καλόν και μη φύλαξαν πλην ως μάθομεν παρά του κριτού, συντηρείσθε και φυλάσσετε τα της χριστιανικής υμών καταστάσεως, εις ο και ασάλευτους και πα­γίους μένειν ευχόμεθα, ίνα και των επηγγελμένων επιτύχητε αγαθών, ά ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπήσασιν αυτόν εκ ψυχής, και τα σωτηρίους αυτού φυλάξασιν εντολάς, ου η χάρις διαφυλάξαι υμάς».

Και κρυφοί ναοί

Όπως υπήρχαν κρυφοί παπάδες, υπήρχαν και κρυφοί ναοί. Τέτοιοι ναοί είχαν δημιουργηθεί από πλούσιους κρυπτοχριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. 
Ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει την πληροφορία ότι
«εις τινα των ιδιωτικών μεγάρων της πρωτευού­σης ταύτης σώζονται βυζαντινοί ναοί υπό γην, ους οι κάτοχοι των μεγάρων, οθωμανοί εις το φανερόν, χριστιανοί δε εις το κρυπτόν, περιποιούνται διατηρούντες και ιερέα προς επιτέλεσιν των ιερουργιών».
Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τους ναούς αυτούς καταθέτει ο Μελανοφρύδης στην «Ποντιακή Εστία» και θησαυρίζεται στο παραπάνω βιβλίο του Μηλιώρη:
«Στην Παναγία του Γαλατά εφημέρευε ο γέρων παπά Με­λέτιος. Πλησιάζουν αι ημέραι του Πάσχα. Μεσάνυχτα, το Σάβ­βατο τον Λαζάρου έξαφνα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Δυο νεαροί καλοενδεδυμένοι και ευπρεπείς εμπήκαν εχαιρέτησαν με σεβασμόν και τους είπαν:
-Πάτερ, έχομε έναν άρρωστον ετοιμοθάνατο και σε παρα­καλούμε να κάμεις τον κόπον να πας να τον μεταλάβεις.
Στην πόρτα, επερίμενεν αμάξι, εμπήκαν και οι τρεις και εξεκίνησαν. Το αμάξι επέρασε τη γέφυρα και χώθηκε στον δαίδαλο των στενών δρόμων της Σταμπούλ, έκαμεν αρκετήν διαδρομήν και εσταμάτησε στην πόρτα ενός μεγαλοπρεπούς μεγάρου. Σε μια πολυτελή αίθουσα τον υποδέχτηκε ένας σεβά­σμιος μολλάς. Του προσέφερε καφέ και κατόπιν τον ένευσε να τον ακολουθήσει. Κατέβηκαν πολλές σκάλες και τελευταία εμπήκαν σε μια υπόγεια εκκλησία με καντήλες ολόχρυσες, πολυελαίους, μανουάλια, εικόνες, τέμπλον θαυμάσιον και μέσα ένα πλήθος παρδαλό. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, αξιωματικοί, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, πασάδες και μπέηδες, σαρικοφόροι σεβάσμιοι γέροντες. Κατάπληκτος ο Μελέτιος προχώρησε προς την Ωραίαν Πύλην. Τότε ο οδηγός του μολλάς του είπε εις άπταιστον ελληνικήν:
-Πάτερ, μην ανησυχείς. Ξέρεις από την ιστορία ότι η συνοι­κία αυτή έχει εποικισθεί από ελληνικάς οικογενείας κυρίως της αριστοκρατίας του γένους και των γραμμάτων, οι οποίοι εξισ­λαμίσθηκαν βιαίως. Έκτοτε διετήρησαν αυτοί θέσεις υψηλές εις το Οθωμανικόν Κράτος. Δεν ελησμόνησαν όμως την καταγωγήν των ως Ελλήνων και την θρησκείαν των Πατέρων των. Κρυφά όσο μπορούμε, εξακολουθούμε να λατρεύουμε τον Ιησούν Χριστόν και να εκτελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα Βοηθούμε και το Πατριαρχείο σε στιγμές κρίσιμες. Αυτό λίγοι το ξέρουν. Κάθε χρόνο μαζευόμεθα εδώ να εορτάσουμε το Πάσχα. Εφέτος συ θα είσαι ο εφημέριος μας και μαζί θα εορτάσωμεν τα Πάθη και την Ανάστασιν του Χριστού»…
Να πώς αντιμετώπιζε ο Ελληνισμός τους εξισλαμισμούς της Τουρκοκρατίας, πως επιβίωσε το γένος. Η τραγωδία ήταν και το μεγαλείο του. Το κεφάλαιο κρυπτοχριστιανοί, τεράστιο και βαρυσήμαντο, έχει πολλά να ιστορήσει και πολλά να φανερώσει.

***

Tο χαράτζι: Η δύναμη των Μουσουλμάνων

Απόσπασμα από το βιβλίο : Δέκα Τούρκικα έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Ερευνών – Αθήνα 1996
Ψηφιοποίηση : Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον –  www.egolpion.com
9 Νοεμβρίου 2012
Ελάχιστα είναι γνωστά σχετικά με την φορολογία των εκκλησιαστικών, που ζούσαν κατά την προ-οθωμανική περίοδο μέσα στα τουρκικά εδάφη. Από μία επιστολή του μητροπολίτη Εφέσου Ματθαίου γίνεται γνωστό πως γύρω στα μέσα του ΙΔ’ αιώνα οι δυνάστες της περιοχής, οι Αϊδίνογλου, απαιτούσαν από αυτόν φόρους. Επίσης το 1387 οι Τούρκοι δυνάστες της Αττάλειας απαιτούσαν φόρους από τον μητροπολίτη Πέργης και Ατταλείας.2
Όπως είδαμε, στο Χρονικό του Ψευδο-Σφραντζή αναφέρεται πως ο Μωάμεθ Β’ χορήγησε στον Γεννάδιο, ανάμεσα στα άλλα, το προνόμιο να είναι αφορολόγητος. Με βάση αυτήν την πληροφορία θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ο Πατριάρχης δεν θα πλήρωνε φόρο ούτε ως άτομο, δηλαδή ως «άπιστος» υπήκοος ενός Μουσουλμάνου ηγεμόνα (ως dhimmi), ούτε ως πρόσωπο που ασκούσε λειτούργημα μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, δηλαδή ως αρχηγός της Ορθόδοξης κοινότητας. Ως άτομο, σύμφωνα με το θρησκευτικό-πολιτικό ισλαμικό σύστημα, ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει τους δύο ειδικούς φόρους που κάθε μη-Μουσουλμάνος υπήκοος ενός ισλαμικού κράτους όφειλε προς το κράτος, τον κεφαλικό φόρο, την djizya, και τον φόρο για την γη, το kharadj. Πρέπει αμέσως να διευκρινισθεί εδώ πως οι δύο αυτοί όροι άρχισαν από πολύ παλιά να συγχέονται στην ισλαμική νομοθεσία και να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.3 Ειδικότερα, ο όρος χαράτζι, δηλαδή το αραβικό kharadj4, που φαίνεται ότι ετυμολογικά ανάγεται στην ελληνική λέξη χορηγείο ή χάραγμα,5 και που αρχικά σήμαινε τον φόρο της γης ενός μη-Μουσουλμάνου, αφού γρήγορα πέρασε στην ελληνική, την λατινική και τις νεολατινικές γλώσσες κατέληξε να σημαίνει για τους Χριστιανούς γενικά οποιονδήποτε φόρο πλήρωναν οι τελευταίοι στους Μουσουλμάνους.
Αρχίζοντας από τους προσωπικούς φόρους των μη-Μουσουλμάνων, πρέπει να επισημανθεί η άποψη πως μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι κληρικοί και οι μοναχοί ήσαν απαλλαγμένοι από την καταβολή του κεφαλικού φόρου ως το έτος1691.6 Η άποψη όμως αυτή πρέπει να αναθεωρηθεί γιατί υπάρχουν μαρτυρίες που καταδεικνύουν ότι και οι κληρικοί καθώς επίσης και οι μοναχοί κατέβαλλαν djizya πριν από το έτος αυτό. Ένα οθωμανικό έγγραφο του 1427 φανερώνει πως ο μητροπολίτης Σερρών πλήρωνε χαράτζι και με τον όρο αυτό ίσως πρέπει να καταλάβουμε τον κεφαλικό φόρο.7 Δίπλα σ’ αυτήν την αμφίβολη ίσως περίπτωση υπάρχουν ωστόσο δύο ρητές μεταγενέστερες μαρτυρίες. Η πρώτη σχετίζεται με τον ηγούμενο της Μονής της Πάτμου Μεθόδιο, που είχε διατελέσει και μητροπολίτης, και που, όπως δείχνει ένα έγγραφο του 1499, ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει djizya.8 H δεύτερη αποκαλύπτει πως το 1520οι μοναχοί του Αγίου Όρους επίσης κατέβαλλαν djizya.9 Στις παραπάνω περιπτώσεις πάντως ο φόρος πληρωνόταν με τρόπο ευνοϊκό, γιατί είχε θεσπισθεί να καταβάλλουν οι μοναχοί ένα χρηματικό ποσό κατ’ αποκοπήν (maktu), συμφωνημένο από πριν, το οποίο πιθανότατα ήταν κατώτερο από το ακριβές πολλαπλάσιο του αριθμού των μοναχών και του καθορισμένου κεφαλικού φόρου. Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση οφειλόταν στην πολιτική των Σουλτάνων που πρόσφεραν την προστασία τους στην Εκκλησία και στα μοναστήρια, επειδή ήθελαν να έχουν τους Χριστιανούς υπηκόους τους με το μέρος τους.
Επιπλέον, μπορεί να θεωρείται βέβαιο πως οι εκκλησιαστικοί και οι μοναχοί ήσαν απαλλαγμένοι από ορισμένους φόρους. Μπορούμε να καθορίσουμε μερικούς από αυτούς. Στην νομική συλλογή (kanun-name) του Μωάμεθ Β’ (1451-1481) και του Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512) περιλαμβάνεται ένα μπεράτι για ένα μητροπολίτη που δεν κατονομάζεται.10Πρόκειται μάλλον για ένα τύπο εγγράφου, που υπήρχε στην σουλτανική γραμματεία για να χρησιμοποιείται, κάθε φορά που διοριζόταν ένας μητροπολίτης, και πιθανότατα ανάγεται στην περίοδο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.11 Στο έγγραφο πάντως αυτό απαριθμούνται οι ακόλουθοι φόροι, από τους οποίους απαλλασσόταν ένας μητροπολίτης
– ο φόρος για το ταχυδρομείο (ulak), για την ανέγερση οχυρωματικών έργων (cerakhor),12για την γη (kharadj), για τις έκτακτες περιστάσεις (avariz) και για το κράτος (tekalif-i divaniye). H απαρίθμηση αυτών των πέντε φόρων υποδηλώνει ότι ο μητροπολίτης ήταν απαλλαγμένος μόνο από αυτούς και ότι συνεπώς πλήρωνε τους άλλους που ήσαν θεσμοθετημένοι αλλά δεν υπήρχε λόγος να καταγραφούν στο μπεράτι. Δεν αναφέρεται απαλλαγή από την djizya. Θα μπορούσαμε βέβαια να υποθέσουμε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η djizya υπονοείται με τον όρο kharadj, αυτό όμως είναι αβέβαιο, εφόσον μάλιστα σε άλλα έγγραφα αναφέρεται ρητά πως η djizya καταβαλλόταν.Επίσης, σε άλλα έγγραφα μνημονεύεται η απαλλαγή του μητροπολίτη μόνο από τους έκτακτους και τους κρατικούς φόρους.13 Οπωσδήποτε όμως δεν μπορεί να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα πως αυτές και μόνο ήσαν οι φορολογικές απαλλαγές του ιερατείου μέσα στην οθωμανική επικράτεια. Γιατί είναι γνωστό πως μέσα σ’ αυτή οι θεσμοί παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία από περιοχή σε περιοχή καθώς και από εποχή σε εποχή.
Αφού απορρίψουμε την άποψη πως οι εκκλησιαστικοί και οι μοναχοί ήσαν απαλλαγμένοι από τους προσωπικούς φόρους των μη-Μουσουλμάνων, μπορούμε, αντίθετα, να δεχτούμε πως ο Γεννάδιος και οι πρώτοι διάδοχοι του δεν κατέβαλλαν κανένα φόρο με την ιδιότητα του Πατριάρχη ούτε καν με τον τύπο κάποιου δώρου. Γιατί οι πηγές της εποχής ομόφωνα παραδίδουν πως μόνο αργότερα άρχισαν οι Πατριάρχες να πληρώνουν τους δύο γνωστούς φόρους, που τους βάρυναν, το πεσκέσι και το χαράτζι.
Όπως είδαμε, για να γίνει κανείς Πατριάρχης έπρεπε να έχει ειδικό προσωπικό έγγραφο, του τύπου που ονομαζόταν μπεράτι, από τον Σουλτάνο, κατά την παράδοση του οποίου έπαιρνε ορισμένα συμβολικά δώρα.14 Ο αποδέκτης του μπερατιού πάλι ανταπέδιδε προσφέροντας ένα δώρο στον Σουλτάνο που ονομαζόταν peshkesh. Ο περσικός αυτός όρος, ο οποίος από πολύ παλιά είχε περάσει στην τουρκική γλώσσα, πέρασε και στην ελληνική με την μορφή πεσκέσιον, και δεν αποτελούσε ονομασία φόρου αλλά σήμαινε τα δώρα ή το δώρο που προσέφερε κανείς με την ευκαιρία μιας ειδικής περίστασης, όπως, π.χ., στην περίπτωση του Πατριάρχη, την παραχώρηση ενός μπερατιού.15
Η απαλλαγή των πρώτων Πατριαρχών από φορολογικές υποχρεώσεις πιθανότατα εντάσσεται στην τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε ο Μωάμεθ Β’ για να εποικίσει την Κωνσταντινούπολη ώστε γρήγορα αυτή να καταστεί μία πρωτεύουσα αντάξια του κράτους του. Ανάμεσα στα μέτρα, που πήρε για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, ήταν και η παροχή φορολογικής απαλλαγής προς διάφορες κατηγορίες πολιτών, Μουσουλμάνων και Χριστιανών, τους οποίους εγκατέστησε στην Πόλη ύστερα από πρόσκληση ή και με την βία. Αναζητούσε νέους εποίκους με κριτήριο την πείρα τους σε αστικό βίο, επιλέγοντας τεχνίτες και εμπόρους. Καθώς αυτοί σε μεγάλο ποσοστό ήσαν Χριστιανοί, η παρουσία ενός Πατριάρχη θα αποτελούσε παρότρυνση προκειμένου να μετακομίσουν στην Πόλη. Ύστερα από τον επιτυχή επανοικισμό της τουρκικής πια Κωνσταντινούπολης, η πολιτική παροχής φορολογικής απαλλαγής είτε σε Μουσουλμάνους είτε σε Χριστιανούς άρχισε πρώτα να μετριάζεται και στην συνέχεια να μην τηρείται, ώσπου εγκαταλείφθηκε σταδιακά μετά το 1471, οπότε οι ανάγκες του δημοσίου ταμείου απαιτούσαν υψηλότερα έσοδα, κυρίως εξ αιτίας των ατελείωτων στρατιωτικών δαπανών που επέβαλλε ο Μωάμεθ Β’.16
Κατά την περίοδο της σταδιακής κατάργησης των φορολογικών απαλλαγών προς τους κατοίκους της οθωμανικής πρωτεύουσας έχουμε και την πρώτη μνεία για την φορολογία του Πατριάρχη. Αν και τα χρονικά καθώς και τα έγγραφα της εποχής εξιστορούν διάφορα σχετικά με αυτήν, δεν είναι απόλυτα σαφές πως άρχισε. Επειδή υπήρχαν στο Πατριαρχείο διάφορες αντιμαχόμενες παρατάξεις, άλλοι καταλογίζουν ευθύνες σε άλλους. Σ’ ένα σύντομο πατριαρχικό χρονικό, π.χ., αναφέρεται ως πρώτος υπαίτιος ο Τραπεζούντιος Συμεών, που έταξε διδόναι τον αυθέντην φλωρία ω’ μόνον πατριαρχεύσαι. Στις ημέρες όμως του ίδιου του Συμεών η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε ένα έγγραφο με το οποίο καθιστούσε υπαιτίους της φορολογίας τους αντιπάλους του. Άλλες πηγές, όπως είναι επόμενο, αποδίδουν πολλές ευθύνες και στον Ραφαήλ Α’.17
Είναι πάντως βέβαιο πως η πρωτοβουλία για την φορολογία δεν οφειλόταν στον Σουλτάνο, μολονότι αυτός εκείνη την εποχή προσπαθούσε να αυξήσει τα έσοδα του κράτους του, αλλά στα άτομα πουκινούνταν γύρω από το Πατριαρχείο, για τα οποία γίνεται λόγος στο προηγούμενο κεφάλαιο. Τα άτομα αυτά για να επιτύχουν τους σκοπούς τους εγκαινίασαν πρακτικές που εφαρμόζονταν στα άλλα Πατριαρχεία, τα οποία ζούσαν κάτω από ισλαμική κυριαρχία. Ήταν γνωστό στην Κωνσταντινούπολη πως οι Πατριάρχες της Ανατολής καταβάλλουν χιλιάδες φλουριά στον Μαμελούκο Σουλτάνο της Αιγύπτου για να πάρουν το υψηλό τους αξίωμα.18
Είναι ωστόσο δυνατό να σκιαγραφηθούν σε γενικές γραμμές ορισμένα από τα γεγονότα που σχετίζονται με την φορολογία του Πατριάρχη. Η χριστιανική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε ήδη αλλάξει ριζικά με την ερήμωση του 1453 και τις διάφορες μετοικεσίες, μεταβλήθηκε περισσότερο καθώς πολλοί Τραπεζούντιοι προστέθηκαν σ’ αυτήν, ύστερα από την προσάρτηση της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών (1461).19 Οι Τραπεζούντιοι, που είχαν αστική παράδοση, οργανώθηκαν πολύ γρήγορα μέσα στην Κωνσταντινούπολη και μετά από πέντε περίπου χρόνια, με κίνητρο, φαίνεται, το τοπικιστικό τους πνεύμα, θέλησαν να έχουν ένα δικό τους Πατριάρχη. Πρόσφεραν, λοιπόν, στον Σουλτάνο 1.000 φλουριά για να εκθρονισθεί ο Μάρκος ο Ξυλοκαράβης, ο οποίος είχε καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο το 1466, και να αντικατασταθεί από τον Τραπεζούντιο Συμεών. Το γεγονός προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, έντονες αντιδράσεις και τότε ανέλαβε πρωτοβουλία η χήρα του Σουλτάνου Μουράτ Β’ Μάρα Brankovic,20 η οποία προφανώς φιλοδοξούσε να παίξει κάποιον ρυθμιστικό ρόλο στα ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Φαίνεται πως διπλασίασε το ποσό σε 2.000 φλουριά και τα πρόσφερε προσωπικά στον Σουλτάνο για να αντικατασταθεί ο Συμεών από τον προστατευόμενο της Διονύσιο, που τότε ήταν μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως. Από τότε το ποσό των 2.000 φλουριών θεσπίθηκε να αποτελεί ένα ετήσιο φόρο προς τον Σουλτάνο και αυτό αναγράφεται στο μπεράτι με το οποίο ο Συμεών ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο το 1483 για τρίτη φορά.21 Το έγγραφο αυτό πιστοποιεί την αξιοπιστία των χρονικών του ΙΣΤ’ αιώνα ως προς το ποσό του φόρου του κατέβαλλε ο Πατριάρχης στο ταμείο του οθωμανικού κράτους.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι στο μπεράτι το οφειλόμενο αυτό ποσό δεν κατονομάζεται ως ένα ορισμένο είδος φόρου. Αναφέρεται απλώς ως ποσόκατ‘ αποκοπήν (maktu), ενώ στις ελληνικές πηγές αναφέρεται κυρίως με τον γενικό όρο χαράτζι. Όσο για τον φόρο που οι πηγές αναφέρουν ως πεσκέσιονείναι πιθανό να εγκαινιάσθηκε από τον Ραφαήλ με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, ίσως στην προσπάθειά του να ενισχύσει την θέση του καθώς είχε σφοδρή αντίδραση εκ μέρους των Ελλήνων. Η χρηματική αυτή προσφορά, που, φαίνεται, ανερχόταν στο ποσό των 500 φλουριών, πρέπει να κατανοηθεί σαν το καθιερωμένο δώρο που χάριζε αυτός που έπαιρνε ένα μπεράτι.22 Τα χρονικά του ΙΣΤ’ αιώνα δυστυχώς δεν χρησιμοποιούν πάντοτε τους δύο όρους, χαράτζι και πεσκέσι, με ακριβολογία. Ωστόσο, περιέχουν μία φράση που μας επιτρέπει να παραμερίζουμε την ασάφεια που παρουσιάζουν σε άλλα σημεία τους. Με αφορμή την πατριαρχεία του Ραφαήλ υπάρχει η ακόλουθη παρατήρηση : έστερξεν ότι να δίδει τον κάθεν χρόνον εις την πόρτα του σουλτάνου χαράτζιον φλωρία χιλιάδας δύο, και το πεσκέσιον έκαμαν να δίδεται οπόταν γίνεται νέος πατριάρχης.24
Από τότε θεσπίσθηκε να καταβάλλει ο εκάστοτε Πατριάρχης ένα «εφ‘ άπαξ» ποσό 500 φλουριών με την ενθρόνισή του, ως δώρο προς τον Σουλτάνο, το οποίο όμως, όπως αναγράφεται σαφώς στο μπεράτι του 1525, πληρωνόταν στο ταμείο του κράτους και όχι στο προσωπικό θησαυροφυλάκιο του Σουλτάνου. Ο Πατριάρχης υποχρεωνόταν να πληρώσει αυτό το ποσό και πάλι, αν ανέβαινε ένας νέος Σουλτάνος στον θρόνο, οπότε επιβαλλόταν η ανανέωση του μπερατιού του.24 Επιπλέον ο Πατριάρχης υποχρεωνόταν κάθε χρόνο να καταβάλλει στο ταμείο του κράτους το κατ’ αποκοπήν ποσό των 2.000 φλουριών, το λεγόμενο χαράτζι. Τα δύο πατριαρχικά μπεράτια που εκδίδονται παρακάτω επιβεβαιώνουν την πληροφορία πως το χαράτζι καταβαλλόταν την γιορτή του Αγίου Γεωργίου.25
Οι αυξήσεις των φορολογικών υποχρεώσεων του Πατριάρχη προς την οθωμανική εξουσία συνεχίστηκαν με την πρωτοβουλία διαφόρων μνηστήρων του πατριαρχικού θρόνου και των υποστηρικτών τους. Ο τεχνικός όρος που απαντά στις πηγές για να δηλώσει την προσφορά υψηλότερου ποσού χαρατζιού είναι επανέβασιςΤέλος, ο Ιωαννίκιος, ο αντίπαλος του Ιερεμία Α’, το μπεράτι του οποίου εκδίδεται παρακάτω, είχε ανεβάσει τον ετήσιο φόρο σε 5.000 φλουριά.26 Σύμφωνα με το μπεράτι, ο Ιερεμίας Α’, προκειμένου ν’ ανέβει το 1525 στον πατριαρχικό θρόνο, κατέβαλε ως δώρο στον Σουλτάνο 500 νομίσματα φραγκικής κοπής (hasine-i efrendjiyye)27 και το ποσό των 3.500 φλουριών ως ετήσια οφειλή. Στην περίπτωση του έχουμε ελάττωση του ετήσιου κατ’ αποκοπήν ποσού, σχετικά με την οποία μας προσφέρεται μία ξεκάθαρη ερμηνεία από μία πηγή της εποχής : Αφήκε δε και ο αυθέντης εκ τουχαρατζίον φλωρία χίλια, και ούτως εδέξατο τον θρόνον. Η επιτυχία αυτή του Ιερεμία ίσως να οφείλεται στον σύνδεσμό του με τον Ιμπραήμ πασά.28 Και στο σημείο πάντως αυτό το έγγραφο πιστοποιεί την αξιοπιστία των χρονικών του ΙΣΤ’ αιώνα σχετικά με την φορολογίατου Πατριάρχη. Επίσης, και στο μπεράτι του Ιερεμία το οφειλόμενο ετήσιο ποσό αναφέρεται απλώς ως κατ’ αποκοπήν (maktu) χωρίς να κατονομάζεται με ένα ορισμένο φορολογικό όρο. Αντίθετα, κατονομάζεται πεσκέσι το ποσό που καταβαλλόταν προς το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο, το οποίο όμως δεν αναφέρεται στο μπεράτι του Συμεών. Η εξήγηση για την τελευταία αυτή παράλειψη είναι πιθανότατα ότι και αν ακόμα το πεσκέσι προσφέρθηκε για πρώτη φόρα από τον Ραφαήλ το1475-1476, δεν είχε επισημοποιηθεί ώστε να αναφέρεται αναγκαστικά στο μπεράτι το 1483.
Επιβάλλεται μία σύγκριση ανάμεσα στο μπεράτι του 1483 και του 1525 σχετικά με τις οικονομικές παροχές του Σουλτάνου προς τον Πατριάρχη. Σύμφωνα με το αρχαιότερο έγγραφο, παραχωρείται στον Συμεών η Παμμακάριστος μαζί με δύο ακόμα εκκλησίες καθώς και με τα αμπέλια, τα σπίτια και τους μύλους, που βρίσκονταν στην περιοχή της, με την διευκρίνιση πως θα είναι ελεύθερος κι απαλλαγμένος από οποιονδήποτε φόρο γι’ αυτά (muaf ve müsellem). Επιπρόσθετα παραχωρείται στον Πατριάρχη το δικαίωμα να φέρνει προμήθειες στο μοναστήρι, προφανώς της Παμμακάριστου, χωρίς να καταβάλλει τελωνιακούς δασμούς (gümrük vermeyüp müsellem ola).29 Τίποτε από αυτά δεν αναφέρεται στο μπεράτι του 1525 προς τον Ιερεμία, μολονότι η Παμμακάριστος εξακολουθούσε να αποτελεί την έδρα του Πατριαρχείου.
Προφανώς δεν ίσχυαν πια οι φορολογικές απαλλαγέςοι οποίες είχαν αρχικά παραχωρηθεί, με στόχο την παρότρυνση των Ορθοδόξων Χριστιανών να μετακομίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από τον Πατριάρχη το οθωμανικό κρατικό ταμείο εισέπραττε φόρους, με τον τύπο του πεσκεσίου, από τους μητροπολίτες και τους επισκόπους, όταν αυτοί διορίζονταν και έπαιρναν το απαιτούμενο μπεράτι τους από τις οθωμανικές αρχές. Υπήρχαν προκαθορισμένα ποσά. Στην περίπτωση των μητροπόλεων επίσης διάφοροι μνηστήρες κάποιου μητροπολιτικού θρόνου πρότειναν στις οθωμανικές αρχές να αυξήσουν το οφειλόμενο ποσό για να εξασφαλίσουν την θέση για τον εαυτό τους. Π.χ., ο πρώτος μητροπολίτης Ναυπλίου μετά την τουρκική κατάκτηση (1540), όταν κινδύνεψε να χάσει τον θρόνο του, ανέβασε το πεσκέσι από 12 σε 30 φλουριά για να τον κρατήσει.30 Τέτοιες όμως ειδήσεις σπανίζουν. Η κατάληψη ενός μητροπολιτικού θρόνου ήταν φυσικά γεγονός δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο. Και οι σύγχρονοι με τα γεγονότα, ενώ έγραψαν πολλά σχετικά με το Πατριαρχείο, αγνόησαν τις μητροπόλεις. Από το μπεράτι του 1525 πληροφορούμαστε πως και οι μητροπολίτες περιοχών, που ήσαν έξω από την οθωμανική επικράτεια, πλήρωναν πεσκέσι.31 Σε περίπτωση που ανέβαινε στον θρόνο νέος Σουλτάνος, οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι ήσαν υποχρεωμένοι να επιτύχουν νέο μπεράτι και συνεπώς να ξαναπληρώσουν το πεσκέσι τους. Υπεύθυνος για την καταβολή των φόρων των μητροπολιτών και των επισκόπων προς το οθωμανικό δημόσιο ήταν, όπως προκύπτει από τα δύο πατριαρχικά μπεράτια που δημοσιεύονται παρακάτω, ο ίδιος ο Πατριάρχης.
Στα αρχεία της Τουρκίας έχουν σωθεί οι σειρές των εγγράφων της υπηρεσίας των κρατικών εσόδων των προερχομένων από τους διορισμούς των διαφόρων ιεραρχών (Kalem-i mukataa-i peskopos) από τα μέσα περίπου του ΙΖ’ αιώνα και πέρα. Έχει δημοσιευθεί ένας κατάλογος των ετών 1641-1651 με τις συνεισφορές των πεσκεσιών των διαφόρων μητροπόλεων και επισκοπών.32 Παρακάτω εκδίδεται ένα έγγραφο που πιστοποιεί ότι ο επίσκοπος Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, ο οποίος κατείχε αυτήν την θέση από τα χρόνια του Σουλτάνου Σουλεημάν, ανανέωσε το μπεράτι του με την άνοδο στον θρόνο του Σουλτάνου Σελήμ Β’ και πλήρωσε ξανά το εθιμικό του δώρο (adet-i pishkesh), που ανερχόταν στο ποσό των 10 φλουριών. Τα ίδια περίπου χρόνια ο επίσκοπος της Κασσάνδρειας πλήρωνε επίσης για πεσκέσι 10 φλουριά.33
Όπως ήταν φυσικό, η οικονομική υπηρεσία, που είχε επικεφαλής τον ντεφτερντάρη(defterdar),34 η οποία εισέπραττε τον φόρο, ήταν αυτή που εξέδιδε τα μπεράτια. Οι ανώνυμοι χρονογράφοι του ΙΣΤ’ αιώνα, αν και παρέχουν αποσπασματικές πληροφορίες, είναι φανερό πως ήσαν άριστα ενημερωμένοι σχετικά μ’ αυτήν. Μας πληροφορούν πως όταν ξαναέγινε ο Συμεών Πατριάρχης, υποχρεώθηκε να καταβάλει δύο χιλιάδες φλουριά, γιατί ο προϊστάμενος της οικονομικής υπηρεσίας αρνήθηκε να εισπράξει μόνο χίλια επειδή ευρέθησαν γεγραμμένα χιλιάδεςδύο του κυρ Διονυσίου, ο οποίος ήταν ο προκάτοχός του.35 Άλλη παραλλαγή του χρονικού διευκρινίζει για την ίδια περίπτωση πως το ποσό αυτό ήταν γραμμένο στο κατάστιχον της βασιλείας36που ασφαλώς αποτελεί μετάφραση του όρου defter-i hakani των εγγράφων μας. Τέλος, υπάρχει και η διευκρίνιση σχετικά με τον κανονισμό της οικονομικής υπηρεσίας ως προς τα ποσά των φόρων – τοιαυτην γαρ έχουσι τηνσυνήθειαν, ίva έλαττον ου γραφή μη ζητώσιν, αλλά και πλέον37
Είναι γνωστό πως από τα μέσα του IH’ αιώνα και πέρα υπήρχε ένα ειδικό γραφείο για την είσπραξη των φόρων των ιεραρχών, το οποίο ανήκε πάντα στην οικονομική υπηρεσία και το οποίο είχε ως διευθυντή ένα χότζα, αρχιγραμματέα, υφιστάμενο του ντεφτερντάρη και ταυτόχρονα υφιστάμενο του εκπροσώπου του μεγάλου βεζίρη.38 Με άλλα λόγια το γραφείο αυτό ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο της υπηρεσίας του μεγάλου βεζίρη. Δεν είναι γνωστό αν η γραφειοκρατική αυτή διάρθρωση ήταν η ίδια κατά τον ΙΕ’ και τον ΙΣΤ’ αιώνα.