Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Βουνά της Ελλάδας




Το έδαφος της Ελλάδας είναι κατά κύριο λόγο ορεινό ή λοφώδες. Μεγάλο μέρος του είναι ξερό και βραχώδες, ενώ μόνο το 20,45% του εδάφους είναι καλλιεργήσιμο. Από τα βουνά της χώρας, άλλα είναι κατάφυτα, άλλα γυμνά από βλάστηση, άλλα απότομα και άλλα με υπέροχη θέα και φυσικές ομορφιές. Εδώ παρουσιάζουμε τα 10 ψηλότερα βουνά της Ελλάδας, με αλφαβητική σειρά.

Όλυμπος
Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, γνωστό παγκοσμίως κυρίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του, τον Μύτικα (2.917 μ.) κατοικούσαν οι «Ολύμπιοι» θεοί, σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι επίσης το δεύτερο σε ύψος βουνό στα Βαλκάνια, αλλά και σε όλη την περιοχή της Ευρώπης, από τις Άλπεις έως τον Καύκασο. Ο συμπαγής ορεινός του όγκος δεσπόζει επιβλητικός στα όρια Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της μοναδικής αυτής κληρονομιάς, ανακηρύχθηκε ήδη από το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας. Κάθε χρόνο χιλιάδες φυσιολάτρες επισκέπτονται τον Όλυμπο, για να θαυμάσουν από κοντά τη γοητεία της φύσης του, να χαρούν την περιήγηση στις πλαγιές του και την κατάκτηση των κορυφών του. Οργανωμένα ορεινά καταφύγια με ποικίλες ορειβατικές και αναρριχητικές διαδρομές βρίσκονται στη διάθεση των επισκεπτών που θέλουν να εξερευνήσουν τις ομορφιές του. Κλασσική αφετηρία αποτελεί η κωμόπολη του Λιτόχωρου στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού, 100 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, όπου στις αρχές κάθε καλοκαιριού καταλήγει ο Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου.


Σμόλικας
Είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, με υψόμετρο 2.637 μ. Καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων και το δυτικό του νομού Γρεβενών. Περικλείεται από τον Γράμμο στα βόρεια, την Τύμφη στα νότια και την Πίνδο στα νότια και ανατολικά. Ουσιαστικά είναι τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Στον Σμόλικα βρίσκονται μερικά από τα πιο ορεινά χωριά της Ελλάδας, όπως η Σαμαρίνα, η Φούρκα, οι Πάδες κ.ά. Από τον Σμόλικα πηγάζουν οι παραπόταμοι του Αλιάκμονα, Βενέτικος και Γρεβενιώτικος.


Βόρας (Καϊμακτσαλάν)
Είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Πέλλας έως τα όρια με το νομό Φλώρινας. Συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα στην πλευρά της Π.Γ.Δ.Μ. Η ψηλότερη κορυφή είναι το Καϊμακτσαλάν ή Καϊμάκι με 2.524 μ. Ο Βόρας συνδέεται δυτικότερα με τα βουνά Τζένα (2.182 μ.) και Πίνοβο (2.156 μ.), που αποτελούν τμήμα της ίδιας οροσειράς. Καλύπτεται από δάση δρυός, οξιάς και πεύκου. Στον Βόρα λειτουργεί χιονοδρομικό κέντρο. Στην ψηλότερη κορυφή του υπάρχει μικρή εκκλησία, μνημείο Σέρβων πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τις δυτικές πλαγιές του Βόρα πηγάζει ο Μογλενίτσας, ο οποίος πριν τα αποστραγγιστικά έργα που έγιναν στην πεδιάδα των Γιαννιτσών, ήταν τμήμα του Λουδία και από τις νότιες πλαγιές πηγάζει ο ποταμός Εδεσσαίος.


Γράμμος
Είναι το τέταρτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, τον Σμόλικα και τον Βόρα, με την ψηλότερη κορυφή του να φτάνει σε υψόμετρο 2.520 μ. Άλλες ψηλές κορυφές του Γράμμου είναι το Διάσελο (2.393 μ.), η Επάνω Αρένα (2.192 μ.), η Κάτω Αρένα (2.075 μ.), η Μαύρη Πέτρα (2.169 μ.) και ο Μπανταρός (2.036 μ.). Ο όγκος του βρίσκεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα και καταλαμβάνει το ΒΑ τμήμα του νομού Ιωαννίνων, το ΝΔ του νομού Καστοριάς και ένα τμήμα της ΝΑ Αλβανίας. Στα ανατολικά του, από την ελληνική πλευρά, περικλείεται από τον Σμόλικα και το Βόιον. Ουσιαστικά είναι τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Είναι σκεπασμένος από πυκνά δάση και από αυτόν ξεκινούν πολλά υδάτινα ρεύματα.


Γκιώνα
Είναι το ψηλότερο βουνό της Στερεάς Ελλάδας, και βρίσκεται στη Φωκίδα, ανάμεσα στον Παρνασσό και τα Βαρδούσια. Με ψηλότερη κορυφή την Πυραμίδα στα 2.510 μ., η Γκιώνα είναι το ψηλότερο βουνό νότια του Ολύμπου και το πέμπτο συνολικά στην Ελλάδα. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Ασέληνο όρος. Η Γκιώνα, με χαρακτήρα καθαρά αλπικό, βρίσκεται στο κέντρο του νομού Φωκίδας ΒΔ από την κοιλάδα της Άμφισσας, αποτελεί τμήμα της νότιας απόληξης της οροσειράς της Πίνδου και ενώνεται με τον Παρνασσό ανατολικά, με τα Βαρδούσια όρη δυτικά και με την Οίτη στα βόρεια. Στα νότια ενώνεται με το χαμηλό σύμπλεγμα λόφων που ονομάζονται Όρη Λιδορικίου. Είναι ένα βουνό με αδρό και ξεκάθαρο ανάγλυφο, με βαθιές χαράδρες, ρεματιές και ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές που το κάνουν δύσβατο, ενώ διαθέτει τη μεγαλύτερη ορθοπλαγιά των Βαλκανίων, την Πλάκα της Συκιάς, με υψομετρική διαφορά 1.100 μ. περίπου. Οι πλευρές της προς το Λιδορίκι είναι κατάφυτες από έλατα και κέδρους (αρκεύθους), στις χαράδρες παρατηρούνται σφεντάμια, ενώ στα ξέφωτα υπάρχουν αγριολούλουδα και αγριοτριανταφυλλιές. Στα δάση της ζουν λύκοι (είναι το νοτιότερο σημείο εξάπλωσής τους στην Ελλάδα), αγριογούρουνα, ζαρκάδια και αγριόγιδα, ενώ στις απόκρημνες πλαγιές της πετούν αρπακτικά πουλιά, όπως γυπαετοί και χρυσαετοί. Επίσης διαθέτει και πολλά λιβάδια που συντηρούν αιγοπρόβατα. Αν κι ο συνδυασμός των λιβαδιών με τις κάθετες ορθοπλαγιές κυρίως στα δυτικά, συνθέτουν ξεχωριστή αισθητική τοπίου και αποτελούν καταφύγιο για την άγρια ζωή, στη βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά του βουνού υπάρχουν μεταλλεία εξόρυξης βωξίτη που επηρεάζουν την εικόνα του βουνού. Η Γκιώνα χωρίζεται στα δύο από τη βαθιά χαράδρα της Ρεκάς που εισχωρεί από τα ανατολικά, ενώ η ρεματιά του Λάζου διατρέχει το βουνό από βορρά προς νότο, παράλληλα με το Μόρνο, στα δυτικά. Η Γκιώνα, συγκριτικά με τα Βαρδούσια απέναντι της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνυδρο βουνό. Δεν έχει ποτάμια, οι πηγές είναι σχετικά λίγες και απ’ αυτές αρκετές το καλοκαίρι στερεύουν, ειδικά στα ανατολικά και νότια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Γκιώνα αποτελούσε ορμητήριο των κλεφτών και θέατρο ιστορικών συγκρούσεων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου και στάθηκε τόπος καταστροφής των τουρκικών δυνάμεων, το Μάιο του 1821. Κατά τη Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, στη μάχη της Καρούτας πάνω στην Γκιώνα, οι αντάρτες κατατρόπωσαν τις δυνάμεις κατοχής. Σε σπηλιές του βουνού κρύβονταν Άγγλοι που, μαζί με τις αντιστασιακές ομάδες του Ναπολέοντα Ζέρβα και του Άρη Βελουχιώτη, οργάνωσαν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.


Τύμφη (Γκαμήλα)
Είναι βουνό της Ηπείρου στην επαρχία του Ζαγορίου, που κοινά λέγεται «Γκαμήλα» ή και «Βουνά του Πάπιγκου». Ο Στράβων (Βιβλίο Ζ κεφ.6) την αναφέρει ως όρος της Παραυαίας ή Παρωραίας. Ο ορεινός όγκος της Τύμφης είναι σχεδόν άδενδρος και ως επί το πλείστον απόκρημνος ιδίως στις βόρειες και ΝΔ προσβάσεις του. Υψώνεται μεταξύ του ποταμού Αώου και του παραποτάμου του Βοϊδομάτη. Αποτελούσε και αποτελεί το καλύτερο θέρετρο των νομάδων κτηνοτρόφων της περιοχής. Οι ψηλότερες κορυφές της Τύμφης είναι η Γκαμήλα 2.497 μ., η Γκούρα 2.467 μ., η Αστράκα 2.432 μ., και ακολουθούν ο Άβαλος, η Ραδόβολη, ο Πλόσκος, ο Λαγαρής, ο Αϊλιάς κ.ά. Στα οροπέδια της Τύμφης υπάρχουν πολλές γραφικές αλπικές λίμνες με πλούσιους θρύλους και παραδόσεις, με γνωστότερη τη Δρακόλιμνη. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Ριζίνα απέχει περίπου 4 ώρες πεζοπορία από το Βραδέτο. Οι ΝΔ πλαγιές της Τύμφης καταλήγουν στο «Φαράγγι του Βίκου». Η ανάβαση στις κορυφές γίνεται από το Βραδέτο μετά από 7ωρη πορεία, αλλά και από το Μικρό Πάπιγκο με 3ωρη πορεία ως το καταφύγιο της Αστράκας και με βάση αυτό στις κορυφές Γκαμήλα, Πλόσκο, Αστράκα και άλλες.


Βαρδούσια (Κόρακας)
Είναι σύμπλεγμα βουνών που περιλαμβάνει το νοτιότερο άκρο της Πίνδου στη Στερεά Ελλάδα. Υψώνεται στα σύνορα των νομών Φωκίδας και Φθιώτιδας. Είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ρούμελης, μετά την Γκιώνα, με ύψος που φτάνει τα 2.495 μ. (κορυφή Κόρακας). Ο κύριος όγκος των Βαρδουσίων υψώνεται στα εδάφη της επαρχίας Δωρίδας του νομού Φωκίδας, ενώ μικρό τμήμα του στα βόρεια υπάγεται στο νομό Φθιώτιδας. Τα Βαρδούσια αποτελούνται από τρία συγκροτήματα κορυφών, το βόρειο, το δυτικό και το νότιο. Το βόρειο συγκρότημα χαρακτηρίζεται από ομαλές κορφές, το δυτικό παρουσιάζει πολλές απόκρημνες κι ανεξάρτητες μεταξύ τους κορυφές, ενώ το νότιο που είναι και το υψηλότερο, σχηματίζει μία απόκρημνη και μεγάλη σε μήκος κορυφογραμμή. Είναι από τις ελάχιστες οροσειρές της Ελλάδας που έχουν αλπικό χαρακτήρα. Η οροσειρά ορίζεται από τους ποταμούς Μόρνο, Εύηνο και Κοκκινοπόταμο και έχει πλούσια χλωρίδα. Μεγάλο τμήμα της επιφάνειάς της καλύπτεται από δάση ελάτης, βελανιδιάς και κέδρων (αρκεύθων) ενώ στα εκτεταμένα υψίπεδα που σχηματίζονται ανάμεσα στις κορυφές βόσκουν μεγάλα κοπάδια προβάτων και γιδιών. Πολλά σημεία του βουνού είναι κατάλληλα για ορειβασία, ενώ στις πλαγιές των Σκόρδων λειτουργούν δύο ορειβατικά καταφύγια. Ψηλές κορυφές των Βαρδουσίων είναι ο Κοκκινιάς (2.404 μ.), η Πυραμίδα (2.348 μ.), η Μεγάλη Σούφλα (2.340 μ.), η Πλάκα (2.320 μ.), το βουνό της Χωμήριανης ή Μεγάλη Χούνη (2.294 μ.), η Αλογόραχη (2.265 μ.), το βουνό της Κωστάριτσας (2.216 μ.), το Κάτω Ψηλό (2.140 μ.), το Γιδοβούνι (2.065 μ.), το Σινάνι (2.055 μ.) κ.ά. Η πιο συνηθισμένη ανάβαση για τα καταφύγια και τις ψηλές κορυφές είναι από το χωριό Αθανάσιος Διάκος (ή Άνω Μουσουνίτσα). Μερικές από τις δυτικές κορυφές είναι προσβάσιμες και από την Αρτοτίνα. Το αρχαίο ελληνικό όνομα των Βαρδουσίων είναι Κόραξ, ονομασία που επιβιώνει μέχρι σήμερα στον τοπικό πληθυσμό που τη χρησιμοποιεί για την ψηλότερη κορυφή. Ο Στράβων τα ονόμαζε μέγιστον όρος εξαιτίας του ύψους του. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, στα Βαρδούσια έδρασαν και προφυλάχτηκαν στις λεγόμενες αποκλείστρες, οι εξεγερμένοι κάτοικοι των γύρω χωριών.


Παρνασσός
Είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μ., (ψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Στα ΒΔ ενώνεται με τη Γκιώνα, ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Το βουνό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως για το Μαντείο των Δελφών, που ήταν χτισμένο πάνω του. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, οι Δελφοί αποτελούν πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών από όλο τον κόσμο, προσδίδοντας με τη φήμη τους αίγλη στον Παρνασσό. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, που είχε κτίσει εκεί μια πόλη, που καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη που την ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρά παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης, έτσι ονομάζεται η ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού. Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή τη γλώσσα που μιλούσαν οι Πελασγοί, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος. Ο Παρνασσός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στις «Κωρυκειάδες νύμφες», που ζούσαν στο Κωρύκειο, άντρο πάνω στην Λυκώρεια, ενώ σε αυτόν ζούσαν και οι Μούσες. Εκεί επίσης βρισκόταν η γνωστή Κασταλία πηγή. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ο Παρνασσός αποτελούσε τον προμαχώνα των ελληνικών φύλων της νότιας Ελλάδας, έναντι των επιδρομέων από το βορρά, με κορυφαίο γεγονός τη Μάχη των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ. κατά των Περσών. Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού εκεί έλαβαν μέρος σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κυρίως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς. Από το 1938, ο Παρνασσός αποτελεί εθνικό δρυμό της Ελλάδας, με τον πυρήνα του να καλύπτει έκταση 3.513 εκτάρια. Ο Παρνασσός αποτελεί μία από τις νότιες απολήξεις της Πίνδου. Εκτείνεται με ΝΑ κατεύθυνση και χωρίζει την κοιλάδα του Βοιωτικού Κηφισού από εκείνη της Άμφισσας. Ουσιαστικά αποτελεί το ΝΑ τμήμα του μεγάλου ορεογραφικού συμπλέγματος της κεντρικής Ρούμελης, από τα άλλα δύο τμήματα του οποίου, την Γκιώνα και τα Βαρδούσια, υπολείπεται σε ύψος λίγα μόλις μέτρα. Στα ΒΔ ενώνεται με την Γκιώνα στο διάσελο του «51» που παραπέμπει στο 51ο χλμ. Άμφισσας-Λαμίας, στα δυτικά πέφτει απότομα πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας και στα νότια ενώνεται με την Κίρφη. Μια σειρά από μεγάλα βυθίσματα κατά μήκος του δρόμου Αράχοβα-Επτάλοφος, όπως τα Καλύβια Αράχοβας και ο Αχλαδόκαμπος, καθώς και το ρέμα της Αγόριανης, χωρίζουν το βουνό στο δυτικό και τον κυρίως Παρνασσό. Το δυτικό τμήμα του είναι ομαλό και δασωμένο και περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, ενώ το κυρίως κομμάτι του πιο εκτεταμένο και πολυσχιδές. Οι δύο ψηλότερες κορυφές του είναι η Λιάκουρα στα 2.457 μ., που είναι και η ψηλότερη, και ο Γεροντόβραχος στα 2.367 μ. που βλέπει στον Κορινθιακό κόλπο, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η ράχη Αρνόβρυση, όπου βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Σε όλη τη διάρκεια του έτους, οι δύο αυτές κορυφές είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα. Τα νερά του Παρνασσού, χάνονται στα υπόγεια δίκτυα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στην Αράχοβα και τον Βοιωτικό Κηφισό. Το έδαφος του Παρνασσού είναι πολύ πλούσιο σε κοιτάσματα βωξίτη. Το βουνό επίσης φιλοξενεί λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια κ.ά. Υπάρχει και ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού, που έχει έκταση 36.000 στρέμματα και ιδρύθηκε το 1938. Βρίσκεται στα όρια των νομών Φωκίδας και Βοιωτίας, ανάμεσα στους Δελφούς, την Αράχοβα και την Αγόριανη. Στο χώρο του Δρυμού υπάρχουν εντυπωσιακές καταβόθρες, σπήλαια και βραχώδεις κορυφές και συναντά κανείς τα περισσότερα από τα είδη χλωρίδας και πανίδας που αναφέραμε. Τα τοπία που προσφέρει η οροσειρά του Παρνασσού είναι μοναδικά. Πάνω του μπορεί κανείς να δει έντονη την αντίθεση, της αξιοποίησης μερικών σημείων του βουνού και της άγριας, ανέγγιχτης ομορφιάς κάποιων άλλων. Επίσης υπάρχουν πολλές ορειβατικές διαδρομές διάσπαρτες σε όλο τον ορεινό όγκο, ενώ τη δυτική πλευρά του βουνού διασχίζει το Ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών, γνωστό ως Ε4. Ο Παρνασσός είναι ιδιαίτερα γνωστός, εκτός από τους Δελφούς, για το χιονοδρομικό κέντρο του, την Αράχοβα, καθώς και για τα παραδοσιακά χωριά του με πιο γνωστή την Αγόριανη. Το χιονοδρομικό κέντρο Παρνασσού είναι το μεγαλύτερο χιονοδρομικό κέντρο της Ελλάδας και λειτουργεί από τον Δεκέμβριο μέχρι τις αρχές Μαΐου κάθε έτους. Βρίσκεται ανάμεσα στις δύο ψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, στις θέσεις Φτερόλακκα (η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1976) και Κελάρια (ολοκληρώθηκε το 1981) και σε υψόμετρο 1.600 - 2.250 μ. Αποτελεί πόλο έλξης για εκατοντάδες χιονοδρόμους, ενώ ένα ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημά του είναι η θέση του στην κεντρική Ελλάδα, σε μικρή απόσταση από την Αθήνα, την Πάτρα και τη Λαμία.


Ψηλορείτης (Ίδη)
Είναι το ψηλότερο βουνό της Κρήτης με 2.456 μ. ύψος. Έχει 5 κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 μ: ο Τίμιος Σταυρός (2.456 μ.), ο Αγκαθιάς (2.424 μ.), η Στολίστρα (2.325 μ.), η Βουλομένου (2.267 μ.) και ο Κούσσακας (2.209 μ.). Η πρόσβαση στις κορυφές γίνεται από αρκετά μονοπάτια. Το πιο συνηθισμένο και καλά σημαδεμένο μονοπάτι (Ε4) είναι από το οροπέδιο της Νίδας (η πεζοπορία υπολογίζεται στις 5 ώρες περίπου). Στον Ψηλορείτη βρίσκεται και το Ιδαίο άντρο (υψόμετρο 1.495 μ.), αρχαιολογικός τόπος και σπήλαιο. Κατά την ελληνική μυθολογία είναι το μέρος όπου ανατράφηκε ο Δίας από τους Κουρήτες και τη νύμφη Αμάλθεια. Λίγο χαμηλότερα, σε υψόμετρο 1.187 μ. βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Ζωμίνθου, όπου υπάρχει μία εγκατάσταση της μινωικής εποχής. Το οροπέδιο Νίδα είναι μια εύφορη πεδιάδα σε ύψος 1.400 μ. πάνω στον Ψηλορείτη και απέχει 24 χλμ. από τα Ανώγεια, 78 χλμ. από το Ρέθυμνο και 60 χλμ. από το Ηράκλειο. Στη Νίδα ο επισκέπτης μπορεί να δει τον παραδοσιακό χώρο παραγωγής τυριού, τα μιτάτα, το χιονοδρομικό κέντρο του Ψηλορείτη και τη σπηλιά «Ιδαίον Άντρο». Στη διάρκεια του χειμώνα το χιόνι στην περιοχή είναι αρκετό και κάτω από το λόφο, στη βάση της κορυφής του Ψηλορείτη, λειτουργεί ένα χιονοδρομικό κέντρο. Από τις 22 ως τις 30 Ιουλίου γίνονται εκδηλώσεις με συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κλπ., προς τιμή του Αγίου Υακίνθου κοντά στον ομώνυμο Ναό, που βρίσκεται περίπου στα 1.800 μ.


Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα)
Είναι μεγάλη οροσειρά της δυτικής Ελλάδος, που ουσιαστικά αποτελεί τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου. Η ψηλότερη κορυφή τους είναι η Κακαρδίτσα με υψόμετρο 2.429 μ. και η επόμενη ψηλότερη είναι το Καταφίδι (ή Καταφύδι) με υψόμετρο 2.393 μ. Καταλαμβάνουν τμήμα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων. Το όριο τους στα ανατολικά είναι ο ποταμός Αχελώος, που διαχωρίζει τα Αθαμανικά Όρη από την υπόλοιπη Πίνδο, ενώ βόρεια γειτονεύουν με τον Λάκμο. Η οροσειρά χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Το βορειότερο τμήμα που βρίσκεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων ονομάζεται Κακαρδίτσα και σε αυτό ανήκει η ψηλότερη κορυφή της οροσειράς, με υψόμετρο 2.429 μ. Η κορυφή βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ματσούκι, Μελισσουργοί και Αθαμανία. Άλλες ψηλές κορυφές της είναι οι: Καταραχιάς (2.299 μ.), Χίλια εξήντα (2.253 μ.), Τσούμα Πλαστάρι (2.188 μ.) , Κρυάκουρας (2.100 μ.), Φούρκα (2.100 μ.), Καταφύγι (2.098 μ.) και Βαρικό (2.007 μ.). Χωρίζεται από τον Λάκμο από τα ρέματα Νέγκρη και Μονοδέντρι, ενώ ενώνεται με αυτόν με τον αυχένα Μπάρο. Το νοτιότερο τμήμα είναι τα κυρίως Τζουμέρκα και ανήκει κυρίως στο νομό Άρτας. Ορίζεται δυτικά από την κοιλάδα του Αράχθου, ανατολικά από τον Αχελώο, στα ΒΑ χωρίζεται από την Κακαρδίτσα από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι, και νότια συνδέεται με τα Όρη Βάλτου. Η ψηλότερη κορυφή του είναι το Καταφύδι με υψόμετρο 2.393 μ. Άλλες ψηλές κορυφές είναι οι: Στρογγούλα (2.107 μ.), Γερακοβούνι (2.211 μ.), Αγκάθι (2.392 μ.) και Σκλάβα (2.067 μ.). Οικισμοί χτισμένοι περιμετρικά του νότιου τμήματος είναι οι Μελισσουργοί, η Πράμαντα, η Άγναντα, το Βουλγαρέλι, τα Θεοδώριανα, το Καταφύγιο, τα Κονάκια, ο Καταρράκτης, η Κρυοπηγή, τα Λεπιανά, το Αθαμάνιο κλπ. Για κάποια γεωγραφικά έντυπα τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα περιορίζονται μόνο σ’ αυτό το τμήμα, ενώ η Κακαρδίτσα θεωρείται ξεχωριστή οροσειρά. Τα Αθαμανικά όρη έχουν χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικές περιοχές για πουλιά της Ελλάδας και έχουν προταθεί για να χαρακτηριστούν εθνικό πάρκο. Η οροσειρά οφείλει την ονομασία της στο αρχαιοελληνικό φύλο των Αθαμανών που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή αυτή. Οι Αθαμάνες άκμασαν κυρίως τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ., όπου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ Μακεδόνων και Αιτωλών.

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only