Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Ο ΠΑΠΑ ΜΕΝΕΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΨΑΛΤΗΣ ΜΠΙΣΚΟΝΤΕΣ


 «Εφημέριος εις την Πισκοπιανήν ήτο ο παπά Μένεγος. Ταπεινός και σεβαστικός, με μορφήν ασκητικήν, ενέπνεε την αγάπην και την συμπάθειαν, όχι μόνο εις τούς κατοικούντας τo νότιον εκείνο άκρον της πόλεως, όπου έκειτο o ναός της Επισκοπιανής και αποτελουμένου, από τα κατώτερα ως επί το πλείστον λαϊκά στρώματα, άλλα και ολοκλήρου της κοινωνίας. Τα πνευματικοπαίδια του ήσαν πολλά, γιατί και δικαίως εκρατούσε η πεποίθησις ότι ήτο άγιος άνθρωπος.

Δυστυχώς όμως,παρά την μεγάλην του πίστιν και την άδολον αφοσίωσίν του εις τα ιερατικά του καθήκοντα, ήτο σχεδόν αγράμματος και δεν ημπορούσε να εμβαθύνη εις τα μυστήρια της θρησκείας και τας δογματικάς αλληγορίας. Και διαπνεόμενος από ένθεο ζήλον να κάμνη χριστιανούς τους ενορίτας του, δεν ηρκείτο γενόμενος ζωντανόν παράδειγμα με τον αγνόν βίον τού αληθινού και πράου χριστιανού, εις την με βαθείαν κατάνυξιν επιτέλεσιν των ιεροπραξιών, αλλά είχε την αδυναμίαν να πιστεύη ότι ήτο ικανός και να εξηγή το Ευαγγέλιον, το οποίον καλά-καλά εδυσκολεύετο και να διαβάζη.
Και έτσι τας Κυριακάς και τας επισήμους εορτάς εις την εφημερίαν του την Πισκοπιανήν εξηγούσε παραβολάς και γεγονότα εκ του βίου του Χριστού και των αγίων όπως τα άντελαμβάνετο και με Ζακυνθινήν φρασεολογίαν.
Επόμενον όθεν ήτο οι λόγοι του παπά Μένεγου να προκαλούν τον γέλωτα του εκκλησιάσματος του, αν και ήτο τούτο αμόρφωτον, και άνθρωποι αρεσκόμενοι εις τας αστειότητας εκκλησιάζοντο εις την Πισκοπιανήν δια να απολαμβάνουν ευθυμούντες τα περίεργα εις εννοίας, αλληγορίας, παραδείγματα, φρασεολογίαν και διδάγματα κηρύγματα του παπά Μένεγου.
Παραθέτω μερικά σημεία των απομεινάντων ιστορικών δια την πρωτοτυπίαν των και γεμάτων εν άγνοια του χιούμορ λόγων του.
«Το βαγγέλιο που ακούσατε σήμερα χριστιανοί μου μας διδάσκει και μας αβιζάρει[ενημερώνει] πως πρέπει νάμαστε πάντα αλέστα[σε ετοιμότητα], γιατί δεν ξέρουμε ούτε την ημέρα, ούτε την ώρα, ούτε το μινούτο που ο Θεός θα μας καλέση κοντά του στον παράδεισο, όσοι είμαστε άξιοι να του κάμουμε παρέα. Και για να μπούμε στον παράδεισο που τον χάσανε από τη γουλοζιτά[λαιμαργία] τους οι πρωτόπλαστοι τρώγοντας εκείνο το αναθεματισμένο μήλο -η γυναίκα η παμπόνηρη το πρωτόφαγε - που τη μπαλιγάρισε[καλόπιασε] ο διάβολος, για να μπούμε στον παράδεισο λέγω, πρέπει νάμαστε καλοί, να μη κάνουμε αμαρτίες, ούτε με λόγια ούτε με έργατα, να μην μας μπορούν τα μπαγόρδα[τα τραπεζώματα], αφού ο απόστολος Παύλος μας λέει και άρρωστοι ακόμα να τρώμε λάχανα, και να μη αναβάλλουμε τη μετάνοιά μας.
Ο Χριστός μάς λέει: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» δηλαδή γλήγορα προσευχόσαστε, μήπως σας πλάκωση μομεντάνια[ξαφνικά] ο θάνατος και την πάθετε σαν τες μωρές εκείνες κοπέλες που ακαρτερώντας το νυμφίο αποκοιμηθήκανε, εκάηκε το λάδι στους λύχνους τους και εκλειστήκανε όξω από το σπίτι του γαμπρού. Γλήγορα λοιπόν, παιδιά μου, να προσευχώσαστε, και να είσαστε έτοιμοι όταν έλθη με το καλό ο θάνατος να σας πάρη.
Και αποτεινόμενος εις τες γυναίκες έλεγε:
«Έτσι και σεις, νοικοκυράδες μου, που μουσκεύετε αποβραδίς το μπακαλάο, ξέρετε εάν ξημερωθήτε να τον φάτε;»

Την Κυριακήν των Βαΐων επεξηγών με σύγχρονον παραστατικότητα την θριαμβευτικήν είσοδον του Χριστού εις την Ιερουσαλήμ έλεγε:
«Χιλιάδες ασκέρι με παιδοβόλια μπροστά με ούρα, ζήτω, με κλαδία από βαγιές και ελιές, ακολουθούσανε τον Χριστό -σαν τον Λομπάρδο[ζακυνθινός πολιτικός της εποχής] όταν κάνει επίδειξη- που εκαθότανε στα πισινά ενός γαϊδάρου - επί κώλου όνου λέει το ευαγγέλιον - και επήγαινε εκεί που υστέρα από τρεις ημέρες θα τον πιάνανε με μπαγιονέτα[ξιφολόγχη] οι Οβραίοι και θα τον σταυρώνανε.
Δεξιός ψάλτης εις την Πισκοπιανήν ήτο ένας ιδιότροπος, ονομαζόμενος Μπισκόντες, ο όποιος όταν αρχινούσε ο παπά Μένεγος να κηρύττει, έπαιρνε το καπέλο του και με τρόπο έφευγε από την εκκλησία, αφού το ψάλσιμο ήτο πλέον τελειωμένον.
Ο παπά Μένεγος έφερε βαρέως την διαγωγήν αυτήν του ψάλτου του, την θεωρούσε ασέβειαν και σαν αποδοκιμασία των κηρυγμάτων του, τον αγριοκοίταζε που έφευγε και μετά την απόλυσιν τον συναντούσε και του έκαμνε παρατηρήσεις.
Ο ψάλτης όμως δεν άκουγε τίποτε και εξακολουθούσε την τακτική του να φεύγει, όπου μία Κυριακή εξαντλήθηκε η υπομονή και η ψυχραιμία του παπά και εκδικήθηκε τον ψάλτη του στη μέση του λόγου του ως ακολούθως:
Εξηγούσε ο παπά Μένεγος εις την εκκλησία το ιστορικόν των εικονομάχων και την αίρεσιν του Αρείου.
Οι ασεβείς -έλεγε- δεν πίστευαν στες άγιες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, και, όχι μονάχα κατά βασιλικό όρδινο τσί αφαιρέσανε από τσι εκκλησίες, άλλα και όσους ανακαλύφτανε να έχουνε κρυφά στα σπίτια τους κονίσματα, τους πιάνανε, τους βασανίζανε, τους κάνανε εξορία και πολλούς τους εσκοτώνανε. Για δαύτο τους εχθρούς των άγιων εικόνων τούς λέγανε εικονομάχους. Τους λέγανε ακόμα και εικονοκλάστες, γιατί πολλοί από αυτούς τους φανατισμένους άθεους κάνανε και άσχημη πράξι απάνου στες άγιες εικόνες.
.
Ο παπά Μένεγος και με την άκρη του ματιού του έκυτταζεν τον Μπισκόντε, ο όποιος κρατώντας στο χέρι το καπέλο του καραδοκούσε την κατάλληλη στιγμή για να φύγη. Θα σας πω -συνέχισε ο παπά Μένεγος- και για κάποιον άλλον άθεο που τον λέγανε Άρειο. Αυτός ήταν πρώτα καλός χριστιανός και έχαιρε πόληψι, γιατί ήτανε και πολύ γραμματισμένος. Τον εκαβαλίκευσε όμως η οργή του Θεού και εγίνηκε αντίχριστος. Δεν επαραδεχότανε πως η αγία Τριάδα είναι ένα όμοιο πράγμα, δηλαδή μία όμοια ουσία σε τρία πρόσωπα, σαν να λέμε μία τσούφα με τρία νεράντζια. Έλεγε πως ο πατέρας είχε ξεχωριστά από το γυιό, πως το άγιο πνεύμα είναι του πατέρα και όχι του γιού, και άλλες βλαστήμιες, πού γίνηκε μία σύνοδος από πατριαρχάδες και δεσποτάδες και τον αφορέσανε.
Και ο μεγάλος Θεός τον τιμώρησε για την απιστία του και την ασέβειά του. Αρρώστησε αυτός ο τρισκατάρατος Άρειος...
Εσταμάτησε απότομα το λόγο του ο παπά Μένεγος γιατί ο ψάλτης Μπισκόντες κατεβασμένος από το στασίδι, άρχισε με βήματα αργά και με τες πόντες των ποδιών να φεύγη. Όταν ο ψάλτης είχε προχωρήση έως το δεσποτικό στασίδι, εξανάρχισε ο παπάς με δυνατή φωνή, κυττάζοντας και δείχνοντας με το χέρι τον Μπισκόντε.
- Ναι, αρρώστησε βαρεία ο Άρειος από δυσεντερία κι έκαμε τ’ άντερά του σ’ ένα χαλαίπεδο[αλάνα] , όπως θα τα κάμη κι αυτός ο ψάλτης -κυττάχτε τον- που φεύγει ο ασεβής από την εκκλησία.»
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΒΟΥΡΗΣ(1866-1948), «ΤΥΠΟΙ ΙΕΡΕΩΝ» 1940
.
[ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΠΕΝΑΡΔΑΚΕΙΚΑ. Πρόκειται για οικισμό που κτίστηκε από τους Βενετούς για να στεγάσει τους πρόσφυγες από την Κρήτη μετά την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους, το 1669. Η Επισκοπιανή είχε εικόνες και σκεύη που έφεραν μαζί τους οι κρητικοί από την πατρίδα τους.
152 χρόνια αργότερα, το 1821, είχε περιέλθει ολόκληρη η συνοικία στην ιδιοκτησία του άρχοντα Ιωάννη Βερναρδάκη, ο οποίος όμως την παραχώρησε δωρεάν για να στεγαστούν εκεί για όλη τους τη ζωή 6.000 πρόσφυγες από το Μοριά.] 

πηγη 

Dionisis Vitsos






Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only