Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Σουρής Γεώργιος


 Ο Γεώργιος Σουρής ήταν Έλληνας λόγιος και σατιρικός ποιητής, από τους κορυφαίους, όχι μόνο για το έργο του, -άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κολοσσιαίο-, αλλά και για το βίο του που υπήρξεν εξίσου υποδειγματικός αλλά και παρόμοια σατιρικός όπως κι αυτό. Κανείς δεν είχε να του προσάψει κάτι -πλην ίσως μερικών από τους... σατιρισμένους- κι όχι άδικα, καθώς δεν πείραξε ποτέ κανέναν, αγάπησε με πάθος τη σύζυγό του -μία γνώρισε, μία πήρε κι έκλεισε- σατίρισε αλλά δεν κράτησε ούτε του κρατηθήκανε κακίες και γενικά, μιας κι η σάτιρά του ήτανε τόσον εύστοχη και τόσο κωμική και πετυχημένη, κατέληξε να τονε λατρεύουν όλοι. Ο πατέρας του ήτανε γεννημένος στα Κύθηρα, η μητέρα του στη Χίο -τονε προόριζε για ιερέα- ενώ ο ίδιος είχε γεννηθεί στη Σύρο. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Νέο Φάληρο όπου και πέθανε το έτος 1919.



Ελαιογραφία φιλοτεχνημένη το 1889 από τον Τρ. Καλογερόπουλο.

     Γεννήθηκε τη 1η Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη Σύρου. Τις γυμνασιακές σπουδές του τις τέλειωσε στην Αθήνα. Προοριζόμενος για τον ιερατικό κλάδο αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, στα 17 του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, κοντά σ' ένα θείο του σιταρέμπορα για να εντρυφήσει στα μυστικά του ...εμπορίου. Όμως (ευτυχώς) αποδείχτηκεν ακατάλληλος μέσα στο δίμηνο κι επέστρεψεν άρον-άρον στη πρωτεύουσα, που εργάστηκε σαν αντιγραφέας συμβολαίων, στο συμβολαιογραφείο του Γρυπάρη, πατέρα του μετέπειτα επιφανούς πολιτικού και διπλωμάτη. Κι η εργασία που προσέφερε εκεί ήτανε στην ουσία κείνη του αντιγραφέα, δηλαδή του γραφέα που αναπαρήγαγε αντίγραφα από το πρωτότυπο συμβόλαιο. Πήρε μέρος και σ' ερασιτεχνικές παραστάσεις, ενώ παράλληλα φοιτούσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε καθώς απέτυχε στο μάθημα της μετρικής! Τότε ήταν που αποφάσισε την έκδοση του δικού του σατιρικού περιοδικού του Ρωμηού το οποίο ήταν εξ ολοκλήρου γραμμένο με μέτρο. Εκείνος που κρίθηκε ως ακατάλληλος στο μάθημα αυτό.

     Συνεργάστηκε με ποικίλα πεζά κι έμμετρα, στα τότε περιοδικά της εποχής: ΡΑΜΠΑΓΑΑΣΜΟΔΑΙΟΑΣΤΥ & ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ. Το 1882 εξέδωσε δική του σατιρική εφημερίδα, το ΡΩΜΗΟ, που όμως τον σταμάτησε για ένα χρόνο, για να δώσει πτυχιακές εξετάσεις. Η απόρριψη του (επίσης ευτυχώς) απ' αυτές τον έκαμε να εγκαταλείψει οριστικά κάθε βλέψη για πτυχίο και ν' αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σάτιρα. Ξανάβγαλε το Ρωμηό στις 2 Απρίλη 1883, όταν ο ποιητής ήταν 30 ετών και τον κυκλοφορούσε τακτικά μέχρι λίγο πριν το θάνατό του, ως τις 17 Νοέμβρη 1918 -36 χρόνια κι 8 μήνες και για 1444 συνολικά τεύχη. Έγραψεν επίσης κι εύθυμα μονόπρακτα, που γνώρισαν μεγάλην επιτυχία.



     Διέκοπτε την έκδοση του περιοδικού αυτού για 2 μήνες το χρόνο στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς ήθελε να απολαμβάνει το Νέο Φάληρο. Ωστόσο είχε τη βεβαιότητα πως η φήμη του κάποτε θα απογειωνότανε κι ότι θα αναγνωριζόταν η ποιητική του ικανότητα. Αυτή την αίσθηση την επαναλάμβανε διαρκώς στη σύζυγό του Μαρία. Και πραγματικά έτσι συνέβη, καθώς η δημοτικότητά του γρήγορα απογειώθηκε. Ο μόνος στην εποχή του, στο ίδιο είδος ποίησης, που μπορούσε να τον πλησιάσει σε δημοτικότητα ήταν ο Αχιλλέας Παράσχος
Η μορφή του έγινε γρήγορα αναγνωρίσιμη. Όταν το 1908 ανέβηκε σ' ένα μπαλκόνι στην οδό Ερμού για να παρακολουθήσει τον Επιτάφιο -ήταν Μεγάλη Παρασκευή- δύο χωρικοί από το Μενίδι, φορώντας τη τοπική τους ενδυμασία, στέκονταν κάτω από το μπαλκόνι κι αντί να κοιτάνε τον Επιτάφιο, δείχναν ο ένας στον άλλο το μπαλκόνι και φώναζαν "Να ο Σουρής". Σχετικά με τη διακοπή τα καλοκαίρια, την ανήγγειλε με στίχο:

Μαζί με τα κοψίματα που φέρνει κάθε φρούτο
θα πάψει πάλι κι ο Ρωμηός από το φύλλο τούτο
θα πάψει κάμποσον καιρό, όπως το συνηθίζει
κι όπου παρά θιν’ αλός πηγαίνει και καθίζει.
Με άλλους λόγους δηλαδή πάει στον Φαληρέα του
μαζί με την παρέα του.


     Το 1873 γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου -από τη Πόλη-, την ερωτεύτηκε και παρά τις αντίξοες -αρχικά- συνθήκες τη παντρεύτηκε το 1881. Ζήσανε μια θαυμάσια οικογενειακή κι ευτυχισμένη ζωή, αποκτήσανε 5 παιδιά, πράγμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, -κι όχι άδικα- ιδεώδες. Τύπος δειλός, μελαγχολικός, αφηρημένος, μετριόφρων, μύωψ, αλλά ευφυέστατος και λογιώτατος, άφησε πίσω του πολλά και θαυμάσια "ανέκδοτα". Παροιμιώδεις ήτανε οι καλλιτεχνικές του συγκεντρώσεις, στο σπίτι του, της Οδού Πινακωτών 15 (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) και πολλάκις οι εφημερίδες της τότε εποχής, κάμανε στην άκρη σημαντικά γεγονότα, για να αφιερώσουνε πεντάστηλα, καλύπτοντας τέτοια... δρώμενα. Εδώ υπάρχουνε 2 ιστορίες για το πως γνώρισε και νυμφεύθηκε τη Μαρί του -όπως την έλεγε- κι είμαι υππχρεωμένος να τις παραθέσω και τις δυο.

     Ανοίγω τη 1η παρένθεση της ζωής του για τη γυναίκα της ζωής του:

     Α. Τη περίοδο εκείνη της ζωής του, γνώρισε από συνοικέσιο τη μετέπειτα σύζυγό του Μαρία Κωνσταντινίδη (που όλοι θα γνωρίζουνε στη συνέχεια ως Μαρία Σουρή). Οι περισσότεροι γάμοι την εποχή εκείνη, γίνονταν συνεπεία συνοικεσίου, στο οποίο μάλιστα εκφράζανε γνώμη όχι μόνον οι γονείς, αλλά κι οι γνωστοί της κάθε οικογένειας. Έτσι ο φίλος της οικογένειας Κωνσταντινίδη, ο Ανδρέας Συγγρός, είχε αντιταχθεί στο συγκεκριμένο συνοικέσιο, καθώς δεν θεωρούσε τον Σουρή αντάξιο της Μαρίας. Αντιθέτως ένας άλλος σπουδαίος φίλος της οικογενείας Κωνσταντινίδη, ο Μιχαήλ Μελάς, μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων, όχι μόνο είχε εγκρίνει αυτό το συνοικέσιο, αλλά ανέθεσε και στη μεγαλύτερη κόρη του να στεφανώσει το νεαρό ζευγάρι.



     Β. Η Μαρία με τη μητέρα της έφτασαν απ' τη Πόλη για να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα κι έπειτα, -προσυμφωνημένο με τη μητέρα και τον προστάτη τους Εμμανουήλ Ροδοκανάκη-, να μεταβούνe στο Μάντσεστερ της Αγγλίας για περαιτέρω σπουδές. Στην Αθήνα μένανε σε κάποιο σπίτι που είχε μια κάμαρη κι ο νεαρός 20άχρονος φοιτητής τότε, Σουρής. Εκείνος ανέλαβε να προγυμνάσει στα μαθήματα, τη μικρή 14χρόνη Μαρία. Γρήγορα μεταξύ τους αναπτύχθηκεν αίσθημα και μια μέρα ο Σουρής έγραψε πάνω σε τετράδιό της: "Σ' αγαπώ", έλαβε από κάτω την απάντησή της: "Κι εγώ"! Ευτυχώς το αίσθημα έχαιρε της εγκρίσεως της μητρός της που συμπαθούσε το νεαρό. Όταν όμως τέλειωσεν η μικρή το γυμνάσιο κι έπρεπε να γίνουνε τα προσυμφωνημένα, τα πράματα είχαν αλλάξει κι όταν πληροφορήσανε τον Ευεργέτη, εκείνος θύμωσε κι απέσυρε την αρωγή του.
     Η μικρή δεν αποκαρδιώθηκε. Παραδίδει μαθήματα γαλλικής κι ελληνικής στα κορίτσια φιλικών σπιτιών, ενώ η μητέρα της διορίζεται προϊσταμένη στο τμήμα πωλήσεων των Απόρων Γυναικών. Ο δειλός Σουρής παρηγορεί την αγαπημένη του λέγοντας: "Μη μου στεναχωριέσαι Μαρί μου" -έτσι την έλεγε πάντα-, "έχε μου εμπιστοσύνη και κάτι θα γίνω κι εγώ μια μέρα". Τελικά τελέσανε το μυστήριο μετά λίγα έτη -στις 30 Γενάρη 1881- και μια διαρκής τρυφερότητα, μια βαθύτατη εκτίμηση κι αγάπη, τους συνέδεσε. Εκείνη του στάθηκε πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου-συντρόφου, προστάτις και μούσα του. Είχε μεγάλου βαθμού ανεπτυγμένο αίσθημα κοινωνικής και ψυχικής αξιοπρέπειας. Ήτανε μητέρα αυστηρή και μαζί στοργική, οικοδέσποινα εκλεκτή προσιτή και συγκαταβατική. Αγαπούσε τον άντρα της σα μεγάλο παιδί -ο Στρατήγης έγραψε κάποτε πως η Μαρί μεγάλωσεν 6 παιδιά- κι ο θάνατός του υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής της. Έζησεν έκτοτε σε μιαν αξιοπρεπή μόνωση. Λιγοστοί άνθρωποι της τέχνης, απο κείνους που άλλοτε φαίδρυναν το φιλολογικό τους σαλόνι, περνούσαν κάποτε να τη δούνε.
     Η ίδια δε, ζούσε με τις αναμνήσεις της εποχής της, ώσπου πέθανε στις 23 Απρίλη 1934. Λίγο πριν το θάνατό της, είχε την τύχη να παραστεί η ίδια με τον γιο της και τις κόρες της στα αποκαλυπτήρια της προτομής του άντρα της στο Ζάππειο. Ήταν Ιούνιος του 1932 όταν ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός έκανε τα αποκαλυπτήρια της προτομής του ποιητή παρουσία επισήμων και κόσμου.  Ο Παύλος Νιρβάνας έγραψε την επομένη του θανάτου της:

     "Ο Σουρής, θα ήτο ως χθες εις τον παράδεισον των ποιητών, ως ένα χαμένο αποπλανημένο παιδί... θα τη ζητούσε διαρκώς 'που είσαι Μαρί, Μαρί μου που είσαι;' όπως κι εις την ζωήν του. Τώρα δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να πενθήση δια τον θάνατόν της ή να χαρή δια την ευτυχίαν του ποιητού. Η Μαρί του είναι πάλι κοντά του"!

     Κι εδώ κλείνω τη 1η παρένθεση και για το τί τελικά ισχύει, το αφήνω στη κρίση σας ή σε τυχόν νέα μελλοντικά, στοιχεία.

     Την εποχή που ο Σουρής γνώρισε τη Μαρία ήδη είχε ξεκινήσει τη συγγραφή στίχων, τους οποίους όμως αργότερα δεν θεωρούσε καλούς και διαρκώς παρώτρυνε τη σύζυγό του να τους καταστρέψει. Παράλληλα συμμετείχε και σε θεατρικούς ερασιτεχνικούς θιάσους, τους οποίους όμως σύντομα διέκοψε. Στράφηκε στη σατιρική ποίηση γράφοντας σε ανάλογα έντυπα της εποχής όπως "Αριστοφάνης" του Πηγαδιώτη, "Ασμοδαίον", "Ραμπαγάς" και το "Μη χάνεσαι" του Γαβριηλίδη. Ο σατιρικός ποιητής σε όλη του τη ζωή, ήτανε δοσμένος εξ ολοκλήρου στη ποίηση σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο μόνος του. Ο Σουρής έλεγαν, γράφει ποίηση κι όλα τα υπόλοιπα είναι ευθύνη της Μαρίας. Ακόμα και τα γυαλιά του, από τη σύζυγό του τα ζητούσε. Υπήρξανε φορές, που ο ποιητής έγραφε για μέρες σκυμμένος πάνω από το επόμενο φύλλο του Ρωμηού του, αρνούμενος να πάει οπουδήποτε ακόμα και για κούρεμα! Τότε η Μαρία αναλάμβανε και χρέη κουρέα.



     Στην έπαυλή του στο Ν. Φάληρο συγκεντρώνονταν όλοι οι θαυμαστές κι οι φίλοι του για να απολαύσουνε το περίφημο λογοτεχνικό σαλόνι του Σουρή που ήταν και συνάμα παράξενο καθώς οι βραδυές σε αυτό δεν είχαν μόνο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Όλος αυτός ο κόσμος που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι του, ερχότανε για τα πάντα σε επαφή με τη Μαρία. Ο ποιητής ή έγραφε ή αναπαυόταν. Το κουδούνι χτυπούσε από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ. Πότε ο τυπογράφος, πότε ο ταχυδρόμος, πότε ο εκδότης. Όλοι κανόνιζανε την εργασία τους με τη Μαρία. Ακόμα και δουλειές που απαιτούσανε σωματική εργασία και καταπόνηση, έρχονταν εις πέρας από κείνη. Με τη βοήθεια ενός μικρού βοηθού του Νίκου, που είχε το παρατσούκλι "Νίκος ο Πράσινος", ετοιμάζανε τα δέματα για την αποστολή του Ρωμηού στην επαρχία.

     Σχετικά με τη κατοικία του στο Νέο Φάληρο, επίσης υπάρχει μπόλικο ενδαφέρον, οπότε ανοίγω μια 2η παρένθεση για να τη πω:

   Στο Νέο Φάληρο ο Γ. Σουρής έμενε αρχικά με ενοίκιο στην επί της οδού Σουρή 1 οικία Αντωνιάδη. Έγινε δε Φαληριώτης κι ιδιοκτήτης της μοναδικής οικίας, που κατόρθωσε ν΄ αποκτήσει σε ολόκληρο τον βίο του, χάρη σε φίλους και θαυμαστές του! Συγκεκριμένα οικοδομική εταιρεία, την οποία είχε ιδρύσει η Πιστωτική Τράπεζα, Πρόεδρος της οποίας ήταν ο Δημήτριος Σγούρος, φίλος του Σουρή, ανέλαβε το 1891 να κτίσει θερινή οικία για τον ποιητή, με πολύ καλούς για αυτόν όρους.  Η εν λόγω οικοδομική εταιρεία, είχε στη κατοχή της μια περιοχή που παλαιότερα ονομάζονταν Μαδάρα ή Μάντρα του Χαϊμαντά, έκταση 32.607 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων. Η οικία Σουρή κτίσθηκε επί οικοπέδου 644 τεκτονικών πήχεων, επί της οδού Ζαΐμη 9 (σημερινός αριθμός 18) σε απόσταση 18 μέτρων από τη παλαιά γραμμή του σιδηροδρόμου, με πρόσοψη 19,56 μέτρων και συνόρευε ανατολικά με οικόπεδο της Εταιρείας "Νέον Φάληρον" (18 μέτρα), με οικία Θ. Στεφανοπούλου με πλευρά 16,25 μέτρα και με το οικόπεδο του Μηνά Κορωναίου με πλευρά 24 μέτρα. Κτίσθηκε από τον εργολάβο Δηλαβέρη, κατοίκου Νέου Φαλήρου.
     Η οικία αυτή πωλήθηκε στον ποιητή αντί του ποσού των 12.545 δραχμών, αλλά με την υποχρέωση να καταβάλλει μόνο 339,40 δρχ. τον μήνα, με πρώτη δόση αρχομένη από την 1η Απριλίου του 1892. Έτσι τον Ιούλιο του 1891 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος της οικίας σε ειδική εορτή. Το γεγονός της αποκτήσεως οικίας εξέπληξε όχι μόνο τους γνωστούς του ποιητού αλλά κι αυτόν τον ίδιον γιαυτό κι ο Σουρής, ως Φασουλής Φιλόσοφος έγραψε στο Ρωμηό:

Να με φτύσεις Περικλή, αν έχω ως τώρα νοιώσει
πως έγινε, ποιος το ‘κτισε και ποιος θα το πληρώσει.

Η νέα οικοδομική εκείνη εταιρεία

που αγαθά στο Φάληρο προσέφερε μυρία
διά του προεδρεύοντος του Σγούρου αναλαμβάνει
να κτίσει ένα Μέλαθρον ιδία της δαπάνη
με δυο γερά πατώματα και τ' αναγκαία όλα
εις τον ιππότην Φασουλήν όπου του πρέπει φόλα.

Υποχρεούται δε κι αυτός το σπίτι να πληρώνει
με την εν χρήσει μέθοδον την χρεωλυτικήν
και πριν περάσουν συν Θεό δέκα και πέντε χρόνοι
να μην οφείλει τίποτα στην οικοδομικήν;
Συμφώνως δε προς τας ρητάς κι εγγράφους συμφωνίας
να προπληρώνει στην αρχήν εκάστης τριμηνίας.

Αν δ’ ο δεσπότης Φασουλής εις την ροήν των χρόνων
καθυστερήσει έξαφνα και μιαν δύσην μόνον
συνισταμένη εις δραχμάς υπερτριακοσίας
εκτίθεται το σπίτι του επί δημοπρασίας
και μένει ως και πρότερου φιλόσοφος ακτήμων
μη έχων που την κεφαλήν να κλίνει ο παντλήμων.

   Ο θεμέλιος λίθος της οικίας Γ. Σουρή στο Νέο Φάληρο τέθηκε τον Ιούλιο του 1891 σε πανηγυρική τελετή. Περιγράφοντας τη τελετή των θεμελίων ο ποιητής γράφει:

Ψαλέντων δ’ ως έγγιστα τριών ευαγγελίων

ηκούσθη σύγχυσις πολλή και θόρυβος κι αντάρα
κι ο Φασουλής κατέριψεν επί των θεμελίων
μια σφάτζικα του Όθωνος και μια χρυσή πεντάρα
κι αρπάξας ως φρενόπληκτος το πιο μικρό μωρό του
το έβαλ’ έτσι για καλό να κάνει το νερό του
και κάθε πνεύμα πονηρόν επήγε κατά κράτος
κι εσφάγη κόκορας παχύς και νυχοποδαράτος.

     Τα εγκαίνια της θερινής οικίας του Φασουλή Φιλοσόφου τελέσθησαν παρουσία όλων των φίλων του, λογοτεχνών της τότε εποχής την 12η Ιανουαρίου 1892 ημέρα Κυριακή και ώρα 03.00 μ.μ.  Για την τελετή των εγκαινίων ο αλησμόνητος ποιητής έστειλε εμμέτρως τη κάτωθι πρόσκληση προς τους φίλους του:

Ο Φασουλής τα κάτωθι αγγέλει ταπεινώς
την δωδεκάτην δηλαδή του τρέχοντος μηνός
την προσεχή Κυριακή στας 3 το μεσημέρι
κάτω στο Νέο Φάληρο στο νέο μου λιμέρι
τελούνται τα εγκαίνια τα τρομερά και γαύρα
κι ελπίζω να περάσετε κακά ψυχρά και μαύρα.

     Τα εγκαίνια της πρώτης και τελευταίας ιδιόκτητης κατοικίας του ποιητού λάμπρυναν δια της παρουσίας των εκλεκτοί εκπρόσωποι των γραμμάτων, φίλοι του ποιητού με πρώτο τον Άγγελο Βλάχο να απαγγέλλει σατυρικό πεζογράφημα. Τον ακολουθεί ο Γερμανός Μύλλερ που μίλησε στα γερμανικά. Κατόπιν τον λόγο λαμβάνει ο Κωστής Παλαμάς που απήγγειλλε ποίημα που άρχιζε έτσι:

Τον ίσκιο του ένα σπίτι ρίχνει
στην ακρογιαλιά χτιστό
στα μάτια εκείνων που περνούν και το θωρούν
δεν δείχνει τίποτα ξεχωριστό....

     Κατόπιν απαγγέλλουν ποιήματα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης κι ο Κωνσταντίνος Σκόκος, ο δε Ευάγγελος Κουσουλάκος (εκδότης της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ) παραδίδει γραπτώς τους στίχους του. Ακολούθως απαγγέλλει ο Φιλοποιμήν Παρασκευαΐδης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Αχιλλεύς Παράσχος ο οποίος λέει:

Υψούνται τόσα μέγαρα
στο Φάληρον ωραία
κι άλλα θέλουν εγερθή
κι άλλα  έτι νέα
αλλά εις τον οικίσκον σου
τον ταπεινόν τοσούτον
ουδέν θα έχη πιστευτόν
το ύψος και τον πλούτον.

     Έτσι ο Σουρής έγινε ιδιοκτήτης έπαυλης στο Νέο Φάληρο που συνήθιζε να διέρχεται το θέρος του, μαζί με όλη τη παρέα του, κι όπου έκλεισε για πάντα εκεί τα μάτια του στις 26 Αυγούστου του 1919.



     Το 1969 οι δύο κόρες του (η μια εκ των οποίων ήρθε από την Αγλλία για τον σκοπό αυτό), μαζί με την εγγονή του, επισκέφθηκαν για τελευταία φορά το σπίτι της οδού Ζαΐμη 18. Έντονα συγκινημένες θυμήθηκαν ακόμα και για την μηλιά που υπήρχε άλλοτε στον κήπο, ενώ η μεγαλύτερη κόρη με δάκρυα στα μάτια έδειξε και είπε "εδώ σ΄ αυτό το μέρος του κήπου ήταν η μηλιά που ο μπαμπάς καθόταν κι έπινε τον καφέ του". Στην άλλοτε οικία του Σουρή κατοικούσε εσχάτως η οικογένεια Ξύδη, η οποία υποδέχονταν ευχάριστα κάθε φορά τους επισκέπτες που πήγαιναν να δούνε την οικία του Σουρή.

     Κι εδώ κλείνω κι αυτή τη 2η παρένθεση και συνεχίζω:

    Ο Σουρής για τη συγγραφή του Ρωμηού είχε καθορίσει ένα πρόγραμμα το οποίο τηρούσε σε κάθε περίπτωση. Κάθε εβδομάδα, τις ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, τα πρωινά, κλεινότανε σ' ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου του σπιτιού του. Σε αυτό υπήρχε μόνον ένα τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονταν αραδιασμένες όλες οι εφημερίδες της εποχής. Από αυτές ο Σουρής μάθαινε τα γεγονότα τα οποία καλούνταν στη συνέχεια να αποδώσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Μέχρι τη Πέμπτη το απόγευμα έπρεπε η συγγραφή του τεύχους του Ρωμηού να έχει τελειώσει. Τη Πέμπτη το βράδυ ο ποιητής κατέβαινε στο σαλόνι του σπιτιού του όπου παρουσία της Μαρίας και φίλων, διάβαζε τα όσα είχε γράψει. Από αυτή την ανάγνωση, εισέπραττε τις πρώτες εντυπώσεις κι έκανε τις τελευταίες μικροδιορθώσεις πριν αποστείλει την εφημερίδα στο τυπογραφείο.
     Η Μαρία είχε δώσει αυστηρά εντολή στον τυπογράφο, μετά την εκτύπωση της εφημερίδας, να της επιστρέφει τα χειρόγραφα. Είχε δημιουργήσει έτσι, ένα αρχείο χειρογράφων του ποιητή, χρονικής διάρκειας 36 ετών. Όλοι ανέμεναν με πραγματικήν αγωνία να διαβάσουν το Σαββατοκύριακο το νέο τεύχος που έθιγε όλα τα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε. Ο Ρωμηός ήταν ο καθρέπτης της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάζοντας όλα τα προτερήματα κι ελαττώματά της. Ο Σουρής δεν ήταν απλώς ένας σατιρικός ποιητής. Ήταν ένας φιλόσοφος! Υπήρξε δε κι άριστος μεταφραστής αρχαίων κειμένων, όπως είχε πράξει με τις Νεφέλες του Αριστοφάνη.
    Κάθε βράδυ, όλες τις ημέρες της εβδομάδας στο σαλόνι του σπιτιού τους γίνονταν συγκεντρώσεις, που πάντα ξεκινούσαν με παιχνίδια τράπουλας (του Σουρή του άρεσε να παίζει μάους ή πόκερ). Μετά τα χαρτιά συνήθως απήγγειλαν ποιήματα και στη συνέχεια επιδίδονταν σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις για τις οποίες πολλά έχουν γραφτεί. Η απήχηση του Σουρή οφειλόταν στο γεγονός ότι ο χαρακτήρας του ίδιου του ποιητή κι η ακεραιότητά του, περνούσαν μέσα από τις στήλες του Ρωμηού στους αναγνώστες, εκφράζοντας τον μέσο άνθρωπο της εποχής έναντι των διαφόρων γεγονότων κοινωνικού ή πολιτικού χαρακτήρα. Ο Σουρής έκανε για πολλά χρόνια τους Έλληνες να ευθυμούν παρότι ο ίδιος ήταν ολιγόλογος και στην όψη μελαγχολικός. Αποτελούσε πρότυπο χριστιανού και καλού οικογενειάρχη. Στο Νέο Φάληρο συνήθιζε να εμφανίζεται πάντα με τη σύζυγό του. Γρήγορα στο τραπέζι στο οποίο κάθονταν, συμπληρώνονταν διαρκώς με άτομα και γρήγορα το τραπέζι του Σουρή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του καταστήματος όπου εκείνος τύχαινε να βρεθεί.


Φωτογραφία που ανήκει στην Μυρτώ Λουμπιώτη, 2τοκο κόρη του Σουρή.
Το θέμα της είναι φυσικά το "Φιλολογικό Σαλόνι του Σουρή".
Σε μια και μόνο φωτογραφία καταγράφονται:
Ι. Δαμβέργης, Μπάμπης Άννινος, Γεώργιος Ροϊλός, Άδωνις Κύρου, Κρίτων Σουρής (γιος του Σουρή), Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Στρατήγης, Ιωάννης Πολέμης, Περικλής Γιαννόπουλος, ο ίδιος ο ποιητής, η κόρη του Έλλη Σουρή Μοσχονά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Γεώργιος Πωπ, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (γνωστός ως Ζαν Μωρεάς), η Δέσποινα Κωνσταντινίδου (πεθερά του Γεωργίου Σουρή) κι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας.

     Εδώ θα πρέπει να ανοίξω μια 3η παρένθεση για μερικά ευτράπελα τεκταινόμενα στο Σαλόνι Του Σουρή αλλά κι εκτός του σαλονιού του:

     Κάθε μέρα σχεδόν δέχονταν στο σπίτι τους, όλη την αφρόκρεμα του τότε φιλολογικού χώρου. Μέσα λοιπόν σε τούτο το σαλόνι, -αλλά κι αλλού- συχνά συνέβαιναν διάφορα και μερικά εκ των οποίων θα τα μεταφέρω εδώ γιατί πραγματικά πιστεύω πως αξίζουνε τον κόπο.

 1). πνευματιστικές συνεδριάσεις: Αφορμή για να ξεκινήσουνε στάθηκε η απώλεια ενός μάρσιπου περιέχοντος επιτραπέζια σκεύη, γεγονός μάλιστα που ο Σουρής τραγούδησε σε στίχους:

               Ω τεθλιμένη σύζυγος και τέκνα προσφιλή
               του ταλαιπώρου Έλληνος και βλάμη Φασουλή
               ο δυστυχής μας μάρσιπος εχάθη δια πάντα
               και τόσα επροκάλεσε περίεργα συμβάντα
               και τώρα σας πληροφορώ πως από 'δω και πέρα
               σερβίτσια πια δε θα 'χωμε να κάνουμε βεγγέρα.
               ούτε σαν πριν θα δίνουμε στο σπιτικό μας μπάλους
               στα σερκλ-Ανγκλαί, στα ντιστεγκέ και σ' όλους τους μεγάλους.

     Αποφάσισε λοιπόν να καταφύγει στις μαντικές επινεύσεις των ...πνευμάτων. Η συντροφιά τοποθετήθηκε γύρω από το μαγικό τραπεζάκι, σκοτεινά κι ακούμπησε τα δάχτυλά της, περιμένοντας το πνεύμα του ...του Βίκτωρος Ουγκώ, που από συναδελφική αλληλεγγύη θ' αποκάλυπτε τον κλέφτη του μάρσιπου. Αλλά ο Γάλλος ρομαντικός -πιθανώς γιατί ο Σουρής δεν ήτο κατάλληλα προετοιμασμένος και καθαρμένος-, δε φάνηκεν αντάξιος των ... προσδοκιών.

               ................................. αρχίζω να βογγώ
               κι εξαίφνης εμφανίζεται ο ποιητής Ουγκώ.
               Περί μαρσίπου τον ρωτώ εν πάση ψυχραιμία,
               αλλ' ου φωνή κι ακρόασις κι απάντηση καμμία.
               Τον ερωτώ και δεύτερον με βλέμμα σκυθρωπόν
               κι εκείνος αλά Γαλλικά το στρίβει σιωπών.

               Ξαναβογγώ λοιπόν κι εγώ και νάσου ο Σαιξπήρος,
               μου λέγει δε, πως ένδοξος ως ποιητής θα γίνω,
               και μετά θάνατον κι εγώ αθάνατος θα μείνω
               κι ουδέ να χάνομαι ποσώς για μία παλιοτσάντα,
               αφού θα στήσει κι εις εμέ το Έθνος ανδριάντα.

     Αλλ' ο Σουρής επέμενε για τα χαμένα μαχαιροπήρουνα κι ο μεγάλος δραματουργός ερεθίστηκε και ...

               Δίχως καν μια λέξη να προφέρει
               σηκώνει κατεπάνω μου το φοβερό του χέρι
               κι ενώ αργά εσήμαινε το εκκρεμές τρισήμισυ,
               μου έδωσ' ένα φάσκελο να το 'χω για ενθύμηση.

     Το "τραπεζάκι" έγινεν από τότε η τακτική τους απασχόληση. Προσπάθησαν μάλιστα να επαναλάβουνε τα πειράματά τους και με το ...μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Οι κρότοι ήτανε τόσο δυνατοί που ακουγόντανε στο δρόμο. Η γειτονιά είχεν αναστατωθεί κι ονόμασε το σπίτι, "σπίτι των φαντασμάτων"!
     Μια φορά, το πνεύμα του... Τολστόϊ τους ανήγγειλε πως σε ορισμένο σπίτι της οδού Καποδιστρίου, πέθαινε κείνη την ώρα, Ρώσος ιερέας, που 'χεν ανάγκη βοηθείας. Μερικοί τρέξαν εκεί κι όντως εξακρίβωσαν πως υπήρχε Ρώσος παπάς, που όμως ήτο θαυμάσια στην υγεία του και μάλιστα τους κυνήγησεν άσχημα, γιατί του χαλάσανε τον ύπνο.
     Ο Κωνσταντίνος Μάνος, καλούσεν επί πολλήν ώρα τα πνεύματα των συγγενών του, Φαναριωτών. Αλλά κι ο Στρατήγης ανυπομονούσε να μάθει για κάποιο θείο του Σωτήρη, που πνίγηκε και θυμωμένος από την ανυπομονησία, στράφηκε στον Μάνο με τραχύτητα:
 -"Εξαντλήσατε, τέλος πάντων, το γενεαλογικόν σας δένδρον για να ρωτήσουμε κι εμείς τους συγγενείς μας"; Αν δεν παρέμβαινε ο Δαμβέργης, μ' ένα λογοπαίγνιο που 'φερε γέλια, θα μπορούσανε και να 'χανε μαλlώσει σοβαρά.
     'Αλλοι πίστευαν με φανατισμό κι άλλοι, όπως ο Σουρής, απλά διασκεδάζανε και φυσικά, γινόντουσαν πολλές πλάκες σκηνοθετημένες και μη. Πάντως η φήμη των συγκεντρώσεων αυτών ήτανε τέτοια, που κάποτε, ήρθε ειδικώς από τη Κόρινθο κι ένας δικολάβος που 'χε τη μονομανία ν' αναζητά χαμένους θησαυρούς. Το "τραπεζάκι" του υπέδειξεν ένα υπόγειο στα Γαυγάμηλα της... Ασσυρίας.
     Τελικά είχανε πάρει τέτοιαν έκταση που όπως προείπα, οι εφημερίδες παρέκαμπταν τα κοσμικά, για να καταγράφουνε τα δρώμενα στο σαλόνι του Σουρή. Το ...κακό σταμάτησεν αργότερα, όταν με τη παρέμβαση γιατρών τρομάξανε πως θα καταλήξουνε στο Δρομοκαΐτειο.

  2). ανέκδοτά του: Η μυωπία του ήταν μια από τις αιτίες της φυσικής του δειλίας. Δε τολμούσε να μπει σε καφενείο με κόσμο, δίσταζε να διασχίσει τον δρόμο, τρόμαζε να περάσει ανάμεσα από καρέκλες και πάγκους. Στο στρατό απαλλάχτηκε, γιατί κάνοντας μεταβολή, λίγον έλειψε να βγάλει το μάτι του αξιωματικού του με τη ξιφολόγχη. Συχνά χαιρετούσε στ' ανοιχτά παράθυρα, αιγινήτικα κανάτια, που τα νόμιζε για γειτόνισσές του.
     Κάποτε τονε γρατζούνισεν άσχημα η γάτα του, κοιμισμένη στον καναπέ, γιατί τηνε πέρασε για ...εφημερίδα και την άρπαξε να τη ...διαβάσει. Εξ ίσου συχνά νόμιζε τους ρασοφόρους σπουδαστές της Ριζαρείου, για μαυροφορεμένα κορίτσια του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου κι έψαχνε κάτω από το ράσο με τα μάτια του να δει λιγάκι γάμπα, που ήταν η αδυναμία του.
     Στη γιορτή του, αγαπούσε να δέχεται για δώρα, γλυκά, αντίθετα τον εκνεύριζε να του στέλνουνε λουλούδια:
 -"Για πριμαντόνα με περάσανε" θύμωνε!
     Κάποτε αποφάσισε να πάει για λουτρά στη Κυλλήνη. Κουβάλησεν ένα τεράστιο μπαούλο, στο οποίον όμως είχε βάλει μέσα μόνον ένα νυχτικό και μια ...τσατσάρα. Στο γυρισμό μάλιστα, ξέχασε το νυχτικό και επέστρεψε κουβαλώντας τη ...μπαουλάρα με τη τσατσάρα μόνο μέσα της!
     Κάποτε ο Σκουλούδης είπε στον Σουρή, έχοντας υπ' όψη του την ευρύτατη κυκλοφορία του Ρωμηού που όμως πουλιότανε φτηνά:
 -"Αν είχατε γεννηθεί Γάλλος, θα ήσαστε εκατομμυριούχος".
     Κι ο Σουρής απάντησεν ετοιμόλογα:
 -"Καλλίτερα θα ήταν αν οι Γάλλοι είχανε γεννηθεί ...Έλληνες".

     Εδώ κλείνω τη 3η και τελευταία παρένθεση, και συνεχίζω με το φινάλε...

    Κι αν το σπίτι του Σουρή ήταν ανοιχτό για όλους, ο ίδιος σύχναζε και διατηρούσε φιλία με τον ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό ο οποίος είχε διαμορφώσει το ένα πυργόσπιτο της Καστέλλας σε ατελιέ. Εκτός από το Σουρή στο ατελιέ του Ροϊλού στη Καστέλλα σύχναζε κι ο τρίτος φίλος της παρέας ο Παύλος Νιρβάνας που όπως έγραψε ο ίδιος στο περιοδικό Νέα Εστία πήγαινε για να δει από κοντά τον Ροϊλό να εργάζεται. Από αυτή τη γνωριμία ο Ροϊλός εμπνεύστηκε έναν από τους ομορφότερους πίνακές του στον οποίο απεικονίζει τόσο το Σουρή όσο και τον Νιρβάνα. Πρόκειται για το έργο του με τίτλο Ποιηταί ο οποίος έχει ως κεντρικό του θέμα τον Αριστομένη Προβελέγγιο να διαβάζει ένα ποίημα σε συγκέντρωση ποιητών.



     Από αριστερά της ελαιογραφίας προς τα δεξιά απεικονίζεται ο επίσης Πειραιώτης Γεώργιος Στρατήγης, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Σουρής και τέλος ο Προβελέγγιος που κρατά στο χέρι του ένα χαρτί από το οποίο απαγγέλλει το ποίημά του. Χαρακτηριστικό της διαθέσεως του Σουρή να σατιρίζει τη καθημερινότητα, είναι και ο τρόπος με τον οποίο ανήγγειλε αύξηση της τιμής πωλήσεως του φύλλου του:

   Μες στων φόρων την αντάρα
    ο ’Ρωμηός’ μας μια δεκάρα!

     Ο Νεοφαληριώτης λογοτέχνης, ακαδημαϊκός και φίλος του ποιητή Παύλος Νιρβάνας έγραφε: "Το σπίτι του Σουρή ήταν ανοικτό εις όλους. Δεν υπήρξε ό,τι εννοούμε συνήθως ένα σπίτι, υπήρξε ένα πανδοχείον συμπαθητικόν, εις το οποίον συνηντήθη κι από όπου επέρασε όλη η πόλις, όλη η Ελλάς". Κι αλλού σημείωνε: "Ο Σουρής υπήρξε κυρίως εκείνο που υπήρξε. Δεν εμιμήθη κανένα, δεν εφιλοδόξησε ποτέ να γίνη ούτε διδάσκαλος, ούτε μαθητής κανενός. Υπήρξεν ένας αυθόρμητος και μια πηγή πλουσίων δροσισμών. Η εποχή του τον ηγάπησε. Και εκείνοι που θα έλθουν κατόπιν δεν θα τον λησμονήσουν". Σχετικά με την ιδιότυπη, ρέουσα, μικτή γλώσσα του ποιητή ο Ξενόπουλος στο ειδικά αφιερωμένο φύλλο της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ στις 3 Σεπτέμβρη 1919 σημείωνε:

   "Πλανώνται όσοι νομίζουν, ότι η γλωσσική ακαταντασία του Σουρή τον καταδικάζει δια παντός εις λήθην. Η ποίησίς του θα δειχθεί μια ημέραν ανωτέρα της Γραμματικής και οι σοφοί του μέλλοντος, με πολύ ευρύτερον πνεύμα από το σημερινόν το σχολαστικώτατον, θα διακρίνουν ασφαλώς ότι ο έξοχος σατιρικός είχε γλώσσαν εντελώς ιδικήν του, ότι έπαιξε ευθύμως με τους γλωσσικούς τύπους όλων των ελληνικών αιώνων και ότι, δια το αυτό κωμικό αποτέλεσμα εδανείζετο εναλλάξ από το αρχαίον βιβλίον, από την μεσαιωνικήν φυλλάδα ή από την σύγχρονον αγοράν".

     Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ' όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με τη πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος. Την 26η Αυγούστου 1919 στις 10:00 το πρωί ο υμνητής της Ρωμιοσύνης αποχαιρέτησε τη ματαιότητα του κόσμου τούτου στην ιδιόκτητη οικία του στο Νέο Φάληρο, τότε κοσμοπολίτικο παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου κάθε καλοκαίρι συνήθιζε να παραθερίζει, στην ηλικία των 66 ετών. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού παρακαλώ. Η Πολιτεία τονε βράβευσε μετά θάνατον και με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος. Στον τάφο του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.

_____________________________________

               Λίγο Μελάνι... *

Λίγο μελάνι και χαρτί και λίγοι πάλι στίχοι
είναι το μόνο δώρο μου οπού θα σου χαρίσω...
Καλά που μου 'δωσε κι αυτούς η ακριβή μου τύχη,
γιατί αλλιώς δε θα 'ξερα πως να σε χαιρετήσω.

Ως τώρα άλλο τίποτα απ' το δικό μου χέρι,
παρά πολλούς νερόβραστους και κρύους στίχους είδες.
Αλλά κι οι στίχοι που και που, καμμιά φορά, ποιος ξέρει,
αν έχουν δώρα ζηλευτά και ζωντανές ελπίδες.

Οι ευτυχίες που 'ψαλλα τόσες φορές για σένα
αν έξαφνα φτερούγιζαν με την αυγή μπροστά σου,
θα έβλεπες τι είχανε οι στίχοι μου κρυμένα
κι άλλη χαρά δε θα 'θελε στο κόσμο η καρδιά σου.

το ποίημα τούτο έκαμε δώρο τη πρωτοχρονιά του 1878, στη μετέπειτα γυναίκα του Μαρία.

          Στη Γυναίκα Μου 

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Κι αν με σε κακιώνω στη κακή μου ώρα
κι αρχινά μουρμούρα και κακογλωσσιά,
μου αρέσει να 'χω και ολίγη μπόρα,
μου αρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.

Δίχως πείσμ' αγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δεν αξίζει διόλου και δεν έχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναίκα, μούτρα σοβαρά
και κλωστή σου κόβω, κάκια σου κρατώ,
επειδή νομίζω πως καμμιά φορά
κι η πολλή μπουνάτσα φέρνει εμετό.

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως να στο πω,
το καταλαβαίνεις ότι σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ με γέλια, μα και θυμωμένη
κι αν ποτέ γυρίζω να ιδώ καμμιά,
πάντα όμως κτήμα ιδικό σου μένει
η καρδιά μου όλη και... η ασχημιά.

                 Ο Σκαρτάδος*

Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος
ἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του,
κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.

Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.

Τί διάβολο;... κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.

Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.

Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.

Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα...
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.

Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.

 * Σκαρτάδος = χαράσσω, μτφ ανισόρροπος, ιδιότροπος

            Οι Ήρωες

Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους
έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες, πάνε κορμιά
κι άγνωστα τα 'θαψαν στην ερημιά.

Κανείς δε ξέρει που τα 'χουν θάψει,
κανείς δε πήγε για να τα κλάψει,
κανείς δεν έκαψε γι' αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έπλεξε γι' αυτά στεφάνι.

Ανώνυμ' ήρωες, άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ' αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.

Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
και φάροι Νίκης για μια μητέρα.

         Στον Ίσκιο Μου

Βρε ίσκιε μου γιατί μ' ακολουθείς;

Δε μ' αφήνεις μόνο μου να τρέχω;
Βρε ίσκιε μου, δε πας να μου χαθείς,
πρέπει κι εσένα σύντροφο να έχω;

Πότε στραβό σε βλέπω πότε ίσο,
πότε μακρύ σα σούβλα, πότε νάνο,
τη μια πηγαίνεις μπρος, την άλλη πίσω
σε απαντώ εδώ, εκεί σε χάνω.

Χωρίς να βλέπεις, πιάνεις ότι πιάνω,
με οδηγείς αλλά και σ' οδηγώ.
Και τέλος πάντων κάνεις ότι κάνω
και είσαι άλλος, δεύτερος, εγώ.

Βρε ίσκιε μου, γιατί μ' ακολουθείς;
Βρε ίσκιε μου δε πας να μου χαθείς...
Σε απαντώ στο σπίτι και στο δρόμο
και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο.

Η Ζωγραφιά Μου

Μπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Κούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Μακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σα το Χριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.

Μούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σα πεθαμένη.

Κανένα χρώμα
δε της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.

  Ο Ρωμηός Στον Παράδεισο

Θεούλη μου, τι σου 'λθε να μ' αγιάσεις;
νομίζεις πως θα μ' έμελλε καθόλου,
αν ήθελες κι εμένα να κολάσεις
και μ' έστελνες παρέα του διαβόλου;
Μ' αρέσει ο Παράδεισος, αλήθεια,
χωρίς δουλειά σκοτώνω το καιρό
βλέπω αγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ακούω και τραγούδια θεϊκά,
μα, έλα που δεν έχετε συνήθεια,
να λέτε κι ένα δυο πολιτικά!

Συ κυβερνάς για πάντα με γαλήνη
κι ώρα απ' το θρόνο σου δε πέφτεις...
Ας ήταν δυνατόν Θεός να γίνει
και άλλος σαν εσένα, λίγο ψεύτης,
να μοιρασθεί των ουρανών τ' ασκέρι,
να πάνε και μ' εκείνον οι μισοί,
να 'ρχεται αυτός, να πέφτεις συ,
να γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μα όλα εδώ είναι τακτικά,
ο ουρανός Θεό εσένα ξέρει,
και δε μιλούν πολιτικά!

Εδώ που μ' ησυχία όλοι ζούνε,
για μένα είναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικά τ' αυτιά μου ας ακούνε,
κι ας είμαι και στη κόλαση, χαλάλι!
Αν είχες εις το νου να με κολάσεις,
και μ' έφερες κοντά σου για ποινή,
να! κόλαση για 'με αληθινή...
Μα, φθάνει πια, Θεέ μου, μη με σκάσεις,
και διώξε με στο λέω παστρικά,
γιατί αλλιώς στιγμή δε θα 'συχάσεις...
Μονάχος θα μιλώ πολιτικά!

             Στην Ευρώπη

Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω

και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε
αλλά ως τώρα τίποτε μ’ αυτά δεν κατορθώνω
και συ Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.

Και απορώ, μα τον σταυρό, πώς ως αυτή την ώρα
και άλλα δεν μας έστειλες εδώ Θωρακοφόρα.
Προθύμως σας εκάμαμεν εκείνο που ζητείτε
και αν δεν μας πιστεύετε, κοπιάστε να δείτε.

Ποια ειρήνη κατ’ αυτάς στο κράτος βασιλεύει
και πώς καθένας ήσυχα γλεντά και χουζουρεύει.
Ήλθε το άντε status quo με τόσες αναπαύσεις
kαι άρχισαν να γίνονται διορισμοί και παύσεις.

Λοιπόν, τι άλλο από μας Ευρώπη απαιτείς
kι ακόμη από το λαιμό πιασμένους μας κρατείς;

 Εις Τα Θεμέλια Του Φρενοκομείου

     (Το φρενοκομείο χτίστηκε με κληροδότημα του Χίου φιλάνθρωπου Τζωρτζή Δρομοκαΐτη (που πέθανε το 1880) έξω από την Αθήνα, κοντά στη Μονή Δαφνίου, γι' αυτό πολλοί το λένε και "Δαφνί". Ο Σουρής δεν άφησε την ευκαιρία που του 'δινε το γεγονός και το ...καυτηρίασε δεόντως...  Απρίλης 1884)

Ω Εορτή των Εορτών... Ω ευτυχής ημέρα!
Ω! τώρα πρέπει ο καθείς του 'Αστεως πολίτης
να βάλει στο μπαλκόνι του μια κόκκινη παντιέρα
με μια χρυσήν επιγραφή "Ζωρζής Δρομοκαΐτης".
Ναι! τώρα πρέπει στολισμός με δάφνες και μυρσίνες,
ναι! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια και ρετσίνες.

Φρενοκομείο κτίζεται και στη σοφήν Ελλάδα!
α! ο Θεός εφώτισε τον Χιώτη τον Ζωρζή
και τώρα μέσα στου Δαφνιού τη τόση πρασινάδα
θα βρίσκουμε παρηγοριά κι η μνήμη του θα ζει.
Ω μέγα ευεργέτημα των ευεργετημάτων!
Ω μόνον οικοδόμημα των οικοδομημάτων!

Θέλει λαμπρόν Μαυσώλειον αυτός ο κληροδότης,
παιάνας κι αποθέωσιν εις τρίτους ουρανούς!...
Ευρέθη μες στους Χιώτηδες, με γνώση κι ένας Χιώτης
κι εσκέφθη ο μεγάλος του και πρακτικός του νους
πως μέσα στην Ελλάδα μας που πλημμυρούν τα φώτα,
Φρενοκομείον έπρεπε να γίνει πρώτα-πρώτα.

   Το Παραπαίον Γήρας

Τας τρίχας άσπρης κεφαλής
σκοπόν τας έχουν προσβολής
κι ειν' εμπαιγμός της μοίρας
το παραπαίον γήρας.

Όπου το πόδι μου σταθεί
και όπου περπατήσω
σιγά-σιγά μ' ακολουθεί
ο χάρος από πίσω.

Αυτό το έρημο κορμί
το τριγυρίζουν σκύλοι
και "χόρτασες κι εσύ ψωμί"
μου λεν εχθροί και φίλοι.

Ως φάσμα τρέχω της νυκτός
μακράν του δρώντος κόσμου
και όπου τάφος ανοικτός
μου φαίνεται δικός μου.

    Και Όμως!

Και όμως ενώ πλέον
εσάπισα παλαίων
εις της ζωής τη πάλη
το γήρας το μισώ
και θέλω και λυσσώ
να γίνω νέος πάλι.

         Τεμπελιά

Δεν έχω κέφι για δουλειά,
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα...
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και ολ' η γη δε με χωρεί
κι ο ουρανός ακόμα.

Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ επάνω...
Σ' αυτό τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα... δίχως να πεθάνω.

                    Εις Τον Άγγελο Βλάχο
                                                            (αφιερωμένο στα 50κοστά γενέθλιά του)

Βλάχε για πες, στη πίστη σου, σε μας τους διαβασμένους
                                      τους ντόπιους και τους ξένους,
πώς τους πενήντα πέρασες της προκοπής σου χρόνους
και δείξε μας τα πλούτη σου και των δαφνών τους κλώνους.

                   Και γλυκολάλητα πουλιά
                   τέτοια κελάδησαν λαλιά.

Πενήντα χρόνους έσυρε της Μούσης το χορό,
πενήντα χρόνους σε μικρά ποτήρια του κρασιού
της Κασταλίας έπινε το γάργαρο νερό
πούναι χωνευτικότερο από του Μαρουσιού.

Βιβλία φυλλομέτρησε, άδετα και δεμένα
και μύρισε για βάλσαμο τη μυρωδιά της στάμπας,
με συλλογή και γράψιμο και σκύψιμ' ολοένα
και με τον ήλιο το λαμπρό και με το φως της λάμπας.

Κι απ' τ' όνομα που του 'δωσαν τη χάρη δε τη κόλλησε
Άγγελο τον βαφτίσανε μα κόσμον εδιαβόλισε!

Πενήντα χρόνους οι σοφοί κι οι Νάθαν σύντροφοί του
μα και... Μινίστρος έγινε... δε ξέρω πως του 'φάνη...
κι έσμιξαν κι αδερφώθηκαν στην άσπρη κορυφή του
και διπλωμάτου τρικαντό και ποιητού στεφάνι.

Και λόγους σήμερα πεζούς κι εμμέτρους του διαβάζουν
και στα παλιά του στέφανα καινούριαις δάφναις βάζουν.

                  Γεράματα χιονάτα
                 κι ανθοσπαρμένα νειάτα.

Πενήντα χρόνους ν' ακουμπά στων λεξικών το πάχος,
να βλέπει και τη Θάλεια, τον Μάκβεθ, τον Ορέστη...
που τόσους χρόνους νάτανε ψιλικατζής ο Βλάχος,
θάχε κι αμπέλια στη Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.

Πενήντα χρόνους έκαμε πρωτόσχολος στα γράμματα,
μα τώρα θα κατάλαβε κι ο Βλάχος στα γεράματα,
                       ότι χρωστούν στη Μιχαλού
                       όσοι σου λεν: Επιμελού
και βασανίζου διαρκώς εφόσον είσαι νέος
γιατ' ύστερα μετανοείς και μένεις κεχηναίος!

Κι είναι πολύ καλύτερα σε τούτο τον αιώνα,
σα νοικοκύρης φρόνιμος να κάθεσαι στ' αβγά σου,
παρά ταις Μούσαις να ζητάς ψηλά στον Ελικώνα
και να κοψομεσιάζεσαι στη ράχη του Πηγάσου.

Πενήντα χρόνους μάθησις, σοφία και σπουδή,
αλλ' όμως εύκολα μ' αυτά δε βγάζεις το καρβέλι
κι ακούς τον Πτωχοπρόδρομο να πικροκελαηδεί:
Ανάθεμα τα γράμματα Χριστέ, και που τα θέλει! 

                     Επιγράμματα

Στον Καφέ

Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου
και σαν είμαι με παρέα
και σαν έχω μοναξιά
κάθε μία ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.

     Επίγραμμα

Ο Έλλην δύο δίκαια
ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι,
εις όποιο θέλει μέρος.

                      Εις Τον Μαΐον

Όταν ερχόσουν άλλοτε με λούλουδα και μύρα
και τι και τι δε σου 'ψελνε των παλαβών η λύρα!
Μα τώρα πια επέρασε και η δική σου φούρια
και ψάλται καλλικέλαδοι σου μείναν τα ...γαϊδούρια.

                Οι Έλληνες Λόγιοι

Δροσίνης γλαφυρότατος, με πνεύμα δροσερό
αλλά προφέρει πάντοτε πολυ ψευδά το ρο.

Πολέμης λιγυρότατος και πολυχαϊδεμένος,
αλλά πειράζεται πολύ, για κρίσεις, ο καημένος.

Ο Προβελέγγιος λαμπρός στα δράματα και σ' όλα,
μα δύο γλώσσες παίζουνε στο νου του καραμπόλα.

Ο Παλαμάς βαθύτατος, με ποίηση ζοφώδη,
αλλά φρενιάζει σαν του πεις κακό για τη δημώδη.

Παράσχος μέγας ποιητής, συνάδελφος εν Μούση,
που τα μαλλιά του τα 'κοψε μα όχι και το μούσι.

Λασκαράτος
γέρος γάτος!

Ο Μαρκοράς Γεράσιμος
κι επίσημος και άσημος.

Βλέπω πυρ εις τον Στρατήγη, του Αβέρωφ τον κολλήγα,
που στην Αίγυπτον επήγε, σαβουρώσας ουκ ολίγα.

Ο Βλάχος μέγας κριτικός, τον έχω και κουμπάρο,
αλλά ποτέ μου δε μπορώ στο σκάκι να τον πάρω.

Ο Ροΐδης ή Τσουρίδης, φιλολόγος ξεβαμμένος,
αγελαίος κατά Κόντον και πολύ γεγανωμένος.

Ο Άννινος θαυμάσιος, με καλαμπούρια πρώτης,
ωσάν κι εμένα πλούσιος, μα του Σταυρού Ιππότης.

Δαμβέργης φίνος συγγραφεύς κι αυτός γεμάτος φώτα
και κρητικός τρικούβερτος με ήτα και με γιώτα.

Ξενόπουλος πολυ κομψός, μα χωρατά δε δέχεται,
εις δε το μάους πάντοτε απ' όλους κατατρέχεται.

Βικέλας, Λάρας δηλαδή, με μάθηση και κρίση,
απ' το Παρίσι έρχεται και πάει στο ...Παρίσι.

Πολύ τιμάται παρ' εμού και ο Παπαδιαμάντης,
που είναι πάντ' a quatres epingles και φαίνεται γαλάντης.

Ο Πολυλάς
σοφός μπελάς.

Εγώ μεγάλως εκτιμώς κι αυτόν τον Καρκαβίτσα,
που 'ναι γιατρός στ' ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα.

Τι σου λέει ο Ψυχάρης,
κάβο δε μπορείς να πάρεις.

Κουρτίδης εμβριθέστατος, με γράμματα περίσσια,
μα κάνει τον ρομαντικό και μένει στα Πατήσια.

Ο Καλοσγούρος κριτικός, αλλ' όμως δε τον ξέρω,
γι' αυτά που δεν εδιάβασα εκ μέσης τον συγχαίρω.

Γαβριηλίδης ο πολύς, με κύρος κι αυθεντίαν,
που βγάζει πότε Χαλιμάν και πότε Λαυρεντίαν.

Όποιος χάσει δε τον χάνει,
τον Καμπούρογλου τον Γιάννη,
τ' άντερά του στο τηγάνι,
να τα τρων οι Ατσιγγάνοι!

(Τόσον καιρό κορόιδευα με την εφημερίδα μου
και με τις κοροϊδίες μου γινήκαν όλα ρόιδο,
μα μου τα πλήρωσαν διπλά εις την δεκαετηρίδα μου
κι όλοι εμμέτρως και πεζώς με πήραν στο κορόιδο
!...)


Για Ωραία Κυρία & Τη Κόρη Της

Ω της ωραίας κόρης
ωραιοτέρα μήτερ.

Για Αντρόγυνο Με Δυσανάλογα Αναστήματα

Όταν στο δρόμο περπατεί κοντά στον κύριό της,
εκείνη μοιάζει εκκλησιά κι αυτός καμπαναριό της.

Για Κάποια Κακιά Μέσα Στη Καλωσύνη Της

Το στοματάκι σου μπορεί καλό ή κακό να κάνει.
Έχει τα χείλη να φιλεί, τα δόντια να δαγκάνει.

Για Το Ζεύγος Άγγελου κι Ελένης Βλάχου

Εσύ κι ο Άγγελος, οι δυο, τι ταιριαστό ζευγάρι!
Εκείνος έχει τ' όνομα κι εσύ έχεις τη χάρη.

Γεώργιος Σουρῆς - Ποιήματα

Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919): σατιρικὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν Σύρο,
ἐξέδιδε ἐπὶ μακρὸν τὴν καθὅλα ἔμμετρη ἐφημερίδα «ὁ Ῥωμηός».

Ἡ ζωγραφιά μου

Σατίριζε τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὸν
ἑαυτό του ὁ Σουρῆς, ὅπως ἔκανε
μὲ τὸ ἀκόλουθο ποίημα:

Μπόι δυὸ πῆχες,
κόψη κακή,
γένια μὲ τρίχες
ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Κούτελο θεῖο,
λίγο πλατύ,
τρανὸ σημεῖο
τοῦ ποιητῆ.

Δυὸ μάτια μαῦρα
χωρὶς κακία
γεμάτα λαύρα
μὰ καὶ βλακεία.

Μακρὺ ρουθούνι
πολὺ σχιστό,
κι ἕνα πηγούνι
σὰν τὸ Χριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιὰ χυτὰ
γεμίζεις στρῶμα
μόνο μ᾿ αὐτά.

Μούρη ἀγρία
καὶ ζαρωμένη,
χλωμὴ καὶ κρύα
σὰν πεθαμένη.

Κανένα χρῶμα
δὲν τῆς ταιριάζει
καὶ τώρ᾿ ἀκόμα
βαφὲς ἀλλάζει.

Δόντια φαφούτη
ὅλο σχισμάδες,
ὕφος τσιφούτη
γιὰ μαστραπᾶδες.

 

Νὰ ἤμουν παππούς

«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.

Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.

Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.

Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.

Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.

Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».

Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...

 

Ὁ παιχνιδιάρης

Μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μου
πὼς σὰν γενῶ μεγάλος,
ὅλα μου τὰ παιχνίδια
θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια
καὶ θἆμαι τότε ἄλλος.

Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω
πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω,
μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω
ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω
κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω.

Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια,
στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω...
Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε
καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε,
ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω.

Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου
κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια.
Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω!
Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω,
μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια.

Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει
πὼς ἔχω καὶ μουστάκια
καὶ παίζω κι ὁλοένα,
τότε κι αὐτὸς μαζί μου
θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια.

 

Τὸ παραπαῖον γῆρας

Τὰς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆς
σκοπὸν τὰς ἔχουν προσβολῆς
κι εἰν᾿ ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας
τὸ παραπαῖον γῆρας.

Ὅπου τὸ πόδι μου σταθεῖ
καὶ ὅπου περπατήσω
σιγὰ-σιγὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ
ὁ χάρος ἀπὸ πίσω.

Αὐτὸ τὸ ἔρημο κορμὶ
τὸ τριγυρίζουν σκύλοι
καὶ «χόρτασες κι ἐσὺ ψωμί»
μοῦ λὲν ἐχθροὶ καὶ φίλοι.

Ὡς φάσμα τρέχω τῆς νυκτὸς
μακράν του δρῶντος κόσμου
καὶ ὅπου τάφος ἀνοικτὸς
μοῦ φαίνεται δικός μου.

 

Και Ὅμως!

Καὶ ὅμως ἐνῷ πλέον
ἐσάπισα παλαίων
εἰς τῆς ζωῆς τὴ πάλη
τὸ γῆρας τὸ μισῶ
καὶ θέλω καὶ λυσσῶ
νὰ γίνω νέος πάλι.

 

Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.

Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

 

Στὸν ἴσκιο μου

Βρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω;
Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς,
πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω;

Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο,
πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο,
τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω
σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω.

Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω,
μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ.
Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω
καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ.

Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς...
Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο
καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο.

 

Οἱ Ἥρωες

Μέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότους
ἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ
κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά.

Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει,
κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει,
κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι,
κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι.

Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι.

Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια
κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα
θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα.

 

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

 

Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!

 

Ὁ Φασουλῆς φιλόσοφος

Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...
τί ἄνθρωπος τᾠόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ἂν κι ἦτο Βασιλέως Κραταιοτάτου θρέμμα
ἐμούντζωσε τὸν θρόνον, ἐμούντζωσε τὸ στέμμα,
καὶ τὰ βουνὰ ἐπῆρε μὲ ἱερὰν μανίαν
κι ἐδίδασκε τὸν κόσμον ἀγάπnν αἰωνίαν.

Κι ἐμόναζε ρεμβάζων αὐτὸς ὁ Ἡγεμὼν
πότε παρὰ τὸν Γαγγην ἡ ἄλλον ποταμόν,
καὶ πότε εἰς χειμάρρους κι ὑπὸ σκιὰν συκῆς,
ἀκούων ἁρμονίας ἀγνώστου μουσικῆς,
κι ἐφούντωναν ὡς δάσος τὰ μαῦρα του μαλλιὰ
κι ἐφώλιαζαν ἀπάνω λογῆς-λογῆς πουλιά.

Τροφή του ἦσαν μόνη τὰ χόρτα κι αἱ ὀπώραι
καὶ πρὸς τὰ ὕψη στρέφων καθ᾿ ἑαυτὸν ἐλάλει,
κι ἐφάνησαν ἐμπρός του τῆς Ἡδονῆς αἱ κόραι,
παγίδας νὰ τοῦ στήσουν μὲ τὰ γυμνά των κάλλη,
καὶ τῶν σαρκῶν τὸ σφρῖγος πολὺ τὸν ἐσκανδάλιζε
κι ἐκείνη τὸν ἐφίλει κι αὕτη τὸν ἐγαργάλιζε.

Ὅμως ὁ μέγας Βούδδας, κατανικῶν τὰ πάθη,
στοὺς δόλους τῆς μαγείας ἀτρόμητος ἐστάθη,
καὶ πρὶν στὸν δόλον φθάσουν τῆς Ἡδονῆς τὸν ἔννατον
καὶ εἶδαν πὼς ἐκεῖνος δὲν χάνει τὰ πασχάλια του,
μ᾿ ἀφροὺς θυμοῦ καὶ λύσσης ἐπῆραν τὰ βρεμμένα των
καὶ ἄφησαν τὸν Βούδδα νὰ κάθεται στὰ χάλια του.

Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...
τί ἄνθρωπος τῳόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ν᾿ ἀνθέ᾿ εἰς τόσα κάλλη τὴν ράχη νὰ γυρίση;
νὰ μὴ τοῦ φέρῃ ρῖγος καὶ τῆς σαρκὸς τὸ χνούδι; . . .
δόξα πολλὴ στὸν Βούδδα, μὰ νὰ μὲ συγχωρήσῃ
ἂν τοῦ εἰπῶ μὲ σέβας πὼς εἶναι λίγο βούδι.

Κι ἐμπρός μου εἶχαν ἔλθει μία φορὰ
γυναῖκες πονηραὶ νὰ μὲ τρελλάνουν,
ποὺ ἦσαν σὰν τὰ κρύα τὰ νερά,
καὶ ἄρχισαν τὰ μάγια νὰ μοῦ κάνουν.
Ἐστάθησαν ὁλόρθαις ἐμπροστά μου
κι ἐσκόρπιζαν ἀρώματα καὶ μύρα,
κι ἐπέμεινα κι ἐγὼ μὲ τὰ σωστά μου
νὰ δείξω σὰν τὸν Βούδδα χαρακτῆρα.

Μὰ μόλις εἶδα κάποιας λίγο πόδι
κι ἡ ἄλλη τὅνα χέρι ξεμανίκωσε,
ὁ Βούδδας μοῦ ἐφάνη τότε βώδι
κι ὁ διάβολος μ᾿ ἐπῆρε καὶ μὲ σήκωσε.

Κι ἂν ὁ Βούδδας πρὸ τῶν νεύρων
ἠγωνίζετο τὴν δρᾶσιν,
μὰ δὲν ζῇ κανεὶς εἰξεύρων
ποίαν ἄρα εἶχε κρᾶσιν.

Ἀλλ᾿ ἂν ἦτο σὰν κι ἐμένα
τὸν ἀχρεῖον, τὸν κανάγια,
δὲν θὰ πήγαιναν χαμένα
τῆς ἀγάπης τόσα μάγια.

 

Λίγο Μελάνι...

Ἀφιέρωμα τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1878,
στὴ μετέπειτα γυναῖκα του Μαρία.

Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ λίγοι πάλι στίχοι
εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ σοῦ χαρίσω...
Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ ἀκριβή μου τύχη,
γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς νὰ σὲ χαιρετήσω.

Ὡς τώρα ἄλλο τίποτα ἀπ᾿ τὸ δικό μου χέρι,
παρὰ πολλοὺς νερόβραστους καὶ κρύους στίχους εἶδες.
Ἀλλὰ κι οἱ στίχοι ποῦ καὶ ποῦ, καμμιὰ φορά, ποιὸς ξέρει,
ἂν ἔχουν δῶρα ζηλευτὰ καὶ ζωντανὲς ἐλπίδες.

Οἱ εὐτυχίες πού ῾ψαλλα τόσες φορὲς γιὰ σένα
ἂν ἔξαφνα φτερούγιζαν μὲ τὴν αὐγὴ μπροστά σου,
θὰ ἔβλεπες τί εἴχανε οἱ στίχοι μου κρυμένα
κι ἄλλη χαρὰ δὲ θά ῾θελε στὸ κόσμο ἡ καρδιά σου.

 

Στὴ γυναῖκα μου

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἂν μὲ σὲ κακιώνω στὴ κακή μου ὥρα
κι ἀρχινᾷ μουρμούρα καὶ κακογλωσσιά,
μοῦ ἀρέσει νά ῾χω καὶ ὀλίγη μπόρα,
μοῦ ἀρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.

Δίχως πεῖσμ᾿ ἀγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δὲν ἀξίζει διόλου καὶ δὲν ἔχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναῖκα, μοῦτρα σοβαρὰ
καὶ κλωστὴ σοῦ κόβω, κάκια σοῦ κρατῶ,
ἐπειδὴ νομίζω πὼς καμμιὰ φορά
κι η πολλὴ μπουνάτσα φέρνει ἐμετό.

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, μὰ καὶ θυμωμένη
κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά,
πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει
ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά.

 

Εἰς τὰ θεμέλια τοῦ φρενοκομείου

(Τὸ φρενοκομεῖο χτίστηκε μὲ κληροδότημα τοῦ Χίου
φιλάνθρωπου Τζωρτζῆ Δρομοκαΐτη (ποὺ πέθανε τὸ
1880) ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὴ Μονὴ Δαφνίου,
γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ τὸ λένε καὶ «Δαφνί». Ὁ Σουρῆς δὲν
ἄφησε τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ ῾δινε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ
...καυτηρίασε δεόντως... Ἀπρίλης 1884)

Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!
Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».
Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.

Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα!
ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ
καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα
θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ.
Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων!
Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων!

Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,
παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!...
Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,
κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς
πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,
Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα.

 

Ἀρχηγοί

Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.

Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.

Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.

Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.

Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.

Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.

 

Παράπονα Φαντάρου

Μὲς ᾿στὸ παλάτι γίνεται χορός,
κι᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ἔξω στέκομαι φρουρός.
Μιὰ ὥρα, τριγυρίζω ἐδῶ πέρα,
κι᾿ ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ὅλη ᾿μέρα.

Γιᾶ σᾶς ὁποὺ πηδᾶτε ῾στὸ χορό,
περνοῦνε καὶ οἱ ὥρες στὸ φτερό.
Γιὰ τὸ φτωχὸ φαντάρο ποὺ φυλάγει,
θαρρεῖς πὼς καὶ ἡ ὥρα πίσω ᾿πάγει.

Στὸν πόλεμο σὰν εἶσαι καὶ νὰ κρυώνῃς,
καθόλου δὲν σὲ μέλλει, δὲν θυμώνεις.
Μὰ νὰ χορεύῃ ὅλη ἡ Ἑλλάς,
καὶ σὺ μὲ τόσο κρύο νὰ φυλᾷς;

Ὄρσε λοιπὸν εἰς ὅλο τὸ ντουνιᾶ,
τὸν ἄδικο, τὸν ψεύτη, τὸν φονιᾶ.
Ἄλλος νὰ τρώῃ κόταις καὶ καπόνια,
καὶ νἄχῃ κάθε ᾿λίγο καὶ γαλόνια.

Καὶ ἄλλος μὲς στὴν νύκτα νὰ παγώνη,
χωρὶς νὰ πιῇ κρασὶ μισὸ γαλόνι!
Ἂς ἤμουν δυνατὸς σὰν τὸν Σαμψῶνα,
ν᾿ ἀγκάλιαζα ἐκείνη τὴν κολῶνα!

Νὰ γκρεμνισθοῦν κορώνες καὶ παλάτια,
κι᾿ εὐθὺς ἂς ἐγινόμουνα κομμάτια.
Χορεύετε καὶ πίνετε καὶ τρῶτε,
κομψοί μου γαλονάδες καὶ ἱππόται.

Καθόλου τὰ καλά σας δὲν ζηλεύω,
καὶ οὔτε νύφες πλούσιες γυρεύω.
Ἐγὼ μιὰ μόνο ἔχω συλλογή,
πότε θὲ νὰ φωνάξω -Ἀλλ... αγή!

 

Ὁ σκαρτάδος

Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος
ἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του,
κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.

Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.

Τί διάβολο;... κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.

Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.

Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.

Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα...
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.

Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.

 


Οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες τοῦ 1896
μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ «Ρωμηοῦ»

Κείμενα καὶ σχόλια τοῦ παρόντος τμήματος ἐστάλησαν στὸν ἱστοτόπο ἀπὸ ἀναγνώστη, ὁ ὁποῖος τὰ ἔλαβε ...ἄνευ ἀδείας... ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικοῦ περιεχομένου δικτυακὸ τόπο www.sarantakos.com τοῦ Νίκου Σαραντάκου, μὲ τὴν πλούσια συλλογὴ κειμένων νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Τὰ σχόλια στὸ ποιητικὸ κείμενο παρατίθενται καὶ στὸ μονοτονικὸ σύστημα, ὅπως ἐγράφησαν ἀπὸ τὸν Ν.Σ.

Ὁ σατιρικὸς ποιητὴς Γεώργιος Σουρῆς δὲν ἀπέβλεπε στὴν ὑστεροφημία. Τρομερὰ εὔκολος στὸ γράψιμο, ἐπὶ 35 συναπτὰ χρόνια (ἀπὸ τὸ 1883 ἕως τὸ 1918) ἔγραφε μόνος του κάθε βδομάδα τὴν τετρασέλιδη ἐφημερίδα του Ὁ Ρωμηός, ἡ ὁποία, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται ἀπίθανο σήμερα, ἦταν ὁλόκληρη ἔμμετρη, ἀπὸ τὸν τίτλο της (Ὁ Ρωμηός, ἐφημερίς - ποὺ τὴν γράφει ὁ Σουρῆς) μέχρι τὶς μικρὲς ἀγγελίες της!

Στὶς σελίδες τοῦ Ρωμηοῦ σχολιάζεται εὔθυμα ὅλη ἡ ἱστορία αὐτῶν τῶν 35 χρόνων. Αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη, πέρα ἀπὸ τὴν ἀβίαστη ροὴ τοῦ στίχου τοῦ Σουρῆ, εἶναι τὸ πόσο λίγο ἔχουν ἀλλάξει ὁρισμένες καταστάσεις καὶ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἑλλήνων.

Ἂς δοῦμε λοιπόν, πῶς περιέγραψε ὁ Σουρῆς στὸ Ρωμηὸ τοὺς πρώτους Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τοῦ 1896.

Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά εύκολος στο γράψιμο, επί 35 συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918) έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της!

Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων.

Ας δούμε λοιπόν, πώς περιέγραψε ο Σουρής στο Ρωμηό τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.

Ἡ ἀνάθεση

Η ανάθεση

Βρισκόμαστε στὰ τέλη τοῦ 1894, ἕνα χρόνο μετὰ τὸ «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν». Παρὰ τὴ σταθερὴ κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ἐπιβάλει ἐπαχθεῖς φόρους γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὴν ὑπερχρέωση τῆς χώρας. Στὸ φύλλο 486 τοῦ Ρωμηοῦ (12 Νοεμβρίου 1894), ὁ Φασουλὴς καὶ ὁ Περικλέτος, φιγοῦρες ἀπὸ τὸ κουκλοθέατρο καὶ μόνιμοι ἥρωες τοῦ Ρωμηοῦ, σχολιάζουν τὸ μέγα θέμα τῆς ἐπικαιρότητας, τὴν ἀπόφαση γιὰ τέλεση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τὸ 1896 στὴν Ἑλλάδα.Βρισκόμαστε στα τέλη του 1894, ένα χρόνο μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Παρά τη σταθερή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τρικούπη είναι αναγκασμένη να επιβάλει επαχθείς φόρους για να αντεπεξέλθει στην υπερχρέωση της χώρας. Στο φύλλο 486 του Ρωμηού (12 Νοεμβρίου 1894), ο Φασουλής και ο Περικλέτος, φιγούρες από το κουκλοθέατρο και μόνιμοι ήρωες του Ρωμηού, σχολιάζουν το μέγα θέμα της επικαιρότητας, την απόφαση για τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Ελλάδα.
-- Θάρρος, καημένε Περικλῆ, κι ἡ μέρα ξημερώνει
ποὺ θὰ ξυπνήσουν τὴν ἠχὼ τῶν λόφων τῶν ἐρήμων
παιᾶνες νέων ἀθλητῶν καὶ παλαιστῶν ἀλκίμων,
ἀπὸ παντοῦ τῆς ράτσας μας θὰ φθάσουν θιασῶται,
προσπάθησε δέ, Περικλῆ, νὰ ζήσῃς ἕως τότε
κι ὅλων τῶν ζῴων τοὺς ὀροὺς νὰ πίνεις μονορούφι,
ἀλλιῶς καθένας θὰ σὲ πεῖ μισέλληνα μαγκούφη,
ποὺ βρῆκες τὴν περίσταση γιὰ νὰ τὰ κακαρώσεις
πρὶν τῶν ἰοστεφάνων μας τὶς φέστες καμαρώσεις.
-- Θὰ κάνω κούρα, Φασουλῆ, μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει
γιὰ νὰ προφθάσω ζωντανὸς τὸ ἐνενηνταέξη
-- Ἦλθε κι ὁ φίλος Κουβερτέν, ὁ Γάλλος ὁ Βαρόνος,
καὶ στοῦ Συλλόγου «Παρνασσοῦ» ἐφώναξε τὸ βῆμα
πὼς τὴν Ἐλλάδ᾿ ἀθάνατος τὴν περιμένει χρόνος
κι οἱ δόξες θάβγουν οἱ παλιὲς μέσ᾿ ἀπὸ κάθε μνῆμα.
Κι ἐγὼ ποὺ λὲς ἐστάθηκα στὸν ρήτορα καρσὶ
κι αὐτὸς μιλοῦσε, μάτια μου, τὰ Γαλλικὰ φαρσί,
κι ἐγὼ ποὺ τὸ κατάφερα νὰ μὴν τὸν καταλάβω
ἐφώναξα μὲ τοὺς λοιποὺς «Βαρόνε, μπράβο, μπράβο»,
καὶ λόγ᾿ ἠκούσθησαν θερμοὶ στομάχων κεχηνότων
κι ὅλοι τὸν χειροκρότησαν οἱ Μαραθωνομάχοι,
γιὰ νἆναι δέ, βρὲ Περικλῆ, φιλέλλην ἐκ τῶν πρώτων
Ἑλληνικὰ χρεώγραφα πιστεύω πὼς δὲν θἄχη.
(...)
Καὶ μὴ νομίζῃς Περικλῆ, πὼς μπόλικον Ἀργύρη
προθύμως θὰ ξοδέψωμε γι᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι.
Γιὰ τοὺς ἀγῶνες μηδεμιὰ δὲν θὰ γενῆ θυσία,
μὲ χρήματα τὴν δόξα τῶν δὲν θὰ τὴν κηλιδώσωμε,
καὶ τούτους θὰ τοὺς βγάλωμε εἰς τὴν δημοπρασία
κι ὅποιος τοὺς πάρει πιὸ φτηνὰ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ τοὺς δώσωμε.
Ἡ μὲν Ἑλλὰς τὸ Στάδιον προσφέρει τῶν προγόνων
κι ἂς δώσουν ἄλλοι τὸν παρᾶ πρὸς πέρας τῶν ἀγώνων.
καὶ ὁ Σουρῆς φαντάζεται τοὺς ἀγῶνες:και ο Σουρής φαντάζεται τους αγώνες:
πάλιν ὁ Λόρδος προχωρεῖ ἐκ μέσου τῶν ὁμίλων
κι ὅπως ὁ περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων
φορτώνεται τοὺς δανειστὰς ἀντὶ βωδιῶν στὸν ὦμο
κι ἀμέσως παίρνει δρόμο
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ Στάδιον μὲ τούτους φέρνει γύρα
κι ὅλοι φωνάζουν «ἐλελεῦ, ἀθάνατε Σωτῆρα»
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεῶνας
ποὺ παίζουν Καραΐσκο,
νὰ βγαίνουν πρῶτοι νικηταὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας
προπάντων δὲ στὸν Δίσκο.
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ κολυμβητῶν παράποτε σπανίων
κατέρχεται φουσᾶτο,
ὁ δὲ Τρικούπης κολυμπᾷ εἰς πέλαγος δανείων
χωρὶς νὰ βρίσκει πάτο.

Οἰκονομικὰ προβλήματα

Ὅσο κι ἂν ἡ διοργάνωση ἐκείνων τῶν πρώτων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων ἦταν σπαρτιατική σε σύγκριση μὲ τὸν σημερινὸ γιγαντισμό, τὸ οἰκονομικὸ κόστος ἦταν ὑπερβολικὸ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία. Μιὰ λύση (ποὺ δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει σήμερα!) ἀποτελοῦσαν οἱ εὐεργέτες. Ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος ἀπευθύνει ἐπιστολὴ στὸν Ἀβέρωφ, ὁ ὁποῖος προσφέρεται νὰ καλύψει τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν ἐπιμαρμάρωση τοῦ Παναθηναϊκοῦ Σταδίου, καὶ ὁ Φασουλῆς τοῦ Σουρῆ σατιρίζει στὸ φύλλο 507 τοῦ Ρωμηοῦ (8 Ἀπριλίου 1895).

Οικονομικά προβλήματα

Όσο κι αν η διοργάνωση εκείνων των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σπαρτιατική σε σύγκριση με τον σημερινό γιγαντισμό, το οικονομικό κόστος ήταν υπερβολικό για την ελληνική οικονομία. Μια λύση (που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα!) αποτελούσαν οι ευεργέτες. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος απευθύνει επιστολή στον Αβέρωφ, ο οποίος προσφέρεται να καλύψει τα έξοδα για την επιμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, και ο Φασουλής του Σουρή σατιρίζει στο φύλλο 507 του Ρωμηού (8 Απριλίου 1895).
Πρὸς τὸν Ἀβέρωφ ἐπιστολὴ
τοῦ κακομοίρη τοῦ Φασουλῆ

Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
νὰ κουτουλήσ᾿ ἡ δόξα μας μὲ τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ
κι ὅταν κοτζὰμ Διάδοχος σοῦ γράφῃ κοπλιμέντα
κι ὅλος Ὑμέτερος πρὸς σὲ διὰ παντὸς πὼς μένει,
ἄνοιξε τὸ κεμέρι σου χωρὶς πολλὴ κουβέντα
κι ἂς εἶναι κάθε λέξις του ἀκριβοπληρωμένη.
Τοῦ κράτους τὴν ὑπόληψιν θέλεις δὲν θέλεις, σῶσε,
ἂν δὲ καὶ γράμμα δεύτερον σοῦ στείλουν ὡς τὸ πρῶτον,
ἂς πάει τὸ παλιάμπελο κι ὅ,τι κι ἂν ἔχεις δῶσε
πρὸς χάριν τῶν Ἀγώνων μας καὶ τῆς μητρὸς τῶν φώτων.
Κι ἂν τῶν Ἀγώνων ἡ πομπὴ καὶ σὲ χρεωκοπήσει
ἀλλ᾿ ὅμως μυριόστομος, Ἀβέρωφ, θὰ σαλπίσει
κι εἰς Δύσιν κι εἰς Ἀνατολὴν ἡ φήμη τ᾿ ὄνομά σου
καὶ θὰ καυχᾶσαι διαρκῶς γιὰ τὸ κατόρθωμά σου.
Κι ἂν καταντήσῃς νὰ μᾶς λὲς μὲ τὸν ντορβᾶ στὸν ὦμο
«δῶστε στὸν εὐεργέτη σας δυὸ ψίχουλα ψωμιοῦ»
ἀλλ᾿ ὅμως θὰ σὲ δείχνωμε μ᾿ εὐλάβεια στὸν δρόμο
κι ἔτσι τὸ στόμα θὰ μιλεῖ τοῦ καθενὸς Ρωμηοῦ:
«Βλέπεις αὐτὸν τὸν φουκαρᾶ,
ποὺ μὲ ντορβᾶ γυρίζει
καὶ κρυφομουρμουρίζει
γιὰ τὴν κακὴ κατάντια του
καὶ τὸν πικρὸ καημό του;...
Κροῖσος ἐλέγετο ποτὲ κι εἶχ᾿ εὐεργέτου πόζα,
ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Διάδοχος τὸν πῆρε στὸν λαιμό του
μὲ γράμματα Βασιλικὰ πολὺ κοπλιμεντόζα,
κι ἀπεμαρμάρωσε λαμπρῶς τὰ Στάδια προγόνων
καὶ θῦμ᾿ ἀπέμειν᾿ ἔνδοξον ἀρχαϊκῶν ἀγώνων.»
Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
... νὰ σκούξωμ᾿ ἔξω νοῦ
Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται,
ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι,
καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται
ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει.

Στὸ μεταξύ, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη ἔχει πέσει καὶ τὴν ἐξουσία ἔχει ἀναλάβει ὁ Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ἡ κατάσταση τῆς οἰκονομίας προχωρεῖ πρὸς τὸ χειρότερο, καὶ ὁ Σουρῆς ἀναφέρεται ἐν παρόδῳ συχνὰ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ὅπως στὸ φ. 524 (21 Ὀκτωβρίου 1895), ὅπου ἐμφανίζει τὸν βασιλέα τῆς Πορτογαλίας νὰ λέει τὰ ἀκόλουθα στὸν βασιλέα Γεώργιο:Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Τρικούπη έχει πέσει και την εξουσία έχει αναλάβει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Η κατάσταση της οικονομίας προχωρεί προς το χειρότερο, και ο Σουρής αναφέρεται εν παρόδω συχνά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως στο φ. 524 (21 Οκτωβρίου 1895), όπου εμφανίζει τον βασιλέα της Πορτογαλίας να λέει τα ακόλουθα στον βασιλέα Γεώργιο:
Φαντάζομαι τὸ κράτος σου
Παράδεισον ἐπίγειον
καὶ δίχως ἰσοζύγιον
σφοδρὸς δὲ πόθος, ἀδελφέ,
μὲ διαφλέγει τώρα
νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ
καὶ τὴν φυλὴν νὰ δῶ,
ποὺ δὲν χαλᾷ τὸ κέφι της
τῶν δανεικῶν ἡ ψώρα,
κι Ἀγῶνας Ὀλυμπιακοὺς
στὸ μέλλον ἑτοιμάζει,
ἀλλὰ κι ἐκείνους δανεικοὺς
κι ὁ κόσμος τὴν τρομάζει.

Οἱ ἀγῶνες

Φτάνει ἐπιτέλους ἡ μέρα τῆς ἔναρξης τῶν Ἀγώνων, ἡ 25η Μαρτίου 1896. Παρὰ τὴ μικρὴ ἀριθμητικὰ συμμετοχή τους, οἱ Ἀμερικανοὶ κατακτοῦν τὰ περισσότερα χρυσὰ μετάλλια, ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα ἔρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ὁ Σουρῆς στὸ φύλλο 547 τοῦ Ρωμηοῦ (30 Μαρτίου 1896):

Οι αγώνες

Φτάνει επιτέλους η μέρα της έναρξης των Αγώνων, η 25η Μαρτίου 1896. Παρά τη μικρή αριθμητικά συμμετοχή τους, οι Αμερικανοί κατακτούν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια, ενώ η Ελλάδα έρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ο Σουρής στο φύλλο 547 του Ρωμηού (30 Μαρτίου 1896):

Ὕμνους ἀναξιφόρμιγγας, βρὲ Περικλῆ, θὰ ψάλω
καὶ δι᾿ Ἀγῶνας διεθνεῖς τὸν σβέρκο μου θὰ βγάλω.
Τίνα μεγάλον ἥρωα, τίν᾿ ἄνδρα κελαδήσομεν;
ἐλᾶτε βάρη ν᾿ ἄρωμεν, ἐλᾶτε νὰ πηδήσωμεν,
καὶ νὰ παρακαλέσωμεν μὲ δίσκους εἰς τὸ χέρι
Ἀβέρωφ τὸν περίδοξον νὰ λύσει τὸ κεμέρι,
κι ὁλάκερο τὸ Στάδιο μαρμάρινο νὰ κάνει
γιὰ ν᾿ ἁλωνίζουν Κόννολυ καὶ Φλὰκ κι Ἀμερικάνοι.
(...)
Ποία ῥώμη, ποῖον νεῖκος!...
θέλεις ἅλμα κατὰ μῆκος,
θέλεις ἅλμα κατὰ πλάτος;
πρῶτος καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει
καὶ κερδίζει τὸ στεφάνι
Θοδωρὴς ὁ κορδονάτος.
(...)
Ἂν ρωτᾷς καὶ γιὰ τὴ σφαῖρα
πρῶτος εἶναι κι ἐκεῖ πέρα,
κι ὅταν δανεισταὶ τὸν δοῦν
εἰς τὸ χέρι νὰ τὴν πάρει,
τρέμουν μὴν τὴν ἀμολάρει
καὶ τὰ γένεια των μαδοῦν.
Πιὸ κάτω, ὁ Σουρῆς σατιρίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε τοὺς ἀγῶνες ὁ μέσος Ἕλληνας:Πιο κάτω, ο Σουρής σατιρίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τους αγώνες ο μέσος Έλληνας:
Ἀγῶνες, ποὺ ξετίναξε καθένας τὰ χαλιά του
καὶ ξένους ἐπερίμενε τὴν τύχη του νὰ κάνει,
Ἀγῶνες, ποὺ παραίτησε καθένας τὴ δουλειά του
καὶ μὲ πηλάλες δυνατὲς στὸν Μαραθῶνα φθάνει.
Ἀγῶνες, ποὺ κατήντησε ἡ τῶν προγόνων δόξα
γιὰ τοὺς συγχρόνους λόξα,
Ἀγῶνες, ποὺ μᾶς ζούρλανε τὸ τόσο μας ὀνόρε
καὶ κόσμος πάει κι ἔρχεται στῆς Ἀθηνᾶς τὸ φιόρε,
Ἀγῶνες, ποὺ δὲν βρίσκεται κανεὶς νὰ σωφρονίσει
τῆς ράτσας τῆς Ρωμαίικης τ᾿ ἀκράτητα παιδιά,
Ἀγῶνες, ὁποὺ νόμισαν καὶ στὸ Βαθρακονήσι
πὼς θὰ νοικιάσουν κάμαρες δυὸ λίρες τὴν βραδυά.
Ἀγῶνες, ὁποὺ πίστεψαν πολλοὶ μὲς στὴν Ἀθήνα
ὅτι μονάχα τό῾ν᾿ αὐγὸ θὰ πάει μία στερλίνα,
Ἀγῶνες, ποὺ πτερώνεται τὸ φρόνημα τοῦ γένους
κι οἱ γάτες κάνουν ἅλματα ψηλὰ στὰ κεραμίδια,
Ἀγῶνες, ὁποὺ φύλαξαν καμπόσοι γιὰ τοὺς ξένους
τὰ ψάρια των, τὰ χάβαρα, τὶς πίνες καὶ τὰ μύδια.
Ἀγῶνες, ποὔδειξε μικρὸ τὸν κάθε κουνενὲ
ἡ γῆ μας ἡ μεγάλη
κι ὁ Πύργος διεσπάθισε τὸν Γάλλον Περρονὲ
μεθ᾿ ὅσης τέχνης ἄλλοι
διασπαθίζουν φανερὰ
τῶν φουκαράδων τὸν παρᾶ.
Ἀγῶνες, ποὺ κουνήθηκε καὶ τοῦτο τὸ ρημάδι,
ποὺ πρῶτος ὁ Καρασεβντᾶς ἐβγῆκε στὸ σημάδι,
κι εἰς ὅλους ἄναψε σεβντᾶ τὸ γέρας τοῦ κοτίνου
κι ἂς βάλῃ τὸ χεράκι της ἡ Παναγιὰ τῆς Τήνου.
(...)
Ἀγῶνες, ποὺ μὲ σώματα παρέστημεν ἀκμαῖα
κι ἐθάμβωσε μισέλληνας ἡ πάγκαλος ἀλκή μας,
μὰ πάντ᾿ Ἀμερικάνικη σηκώνετο σημαία
μ᾿ ἐλπίδα πὼς θὰ σηκωθεῖ στὸ μέλλον κι ἡ δική μας.
Ἀγῶνες, ὁποὺ λύσσαξαν τὰ ξένα τὰ σκυλιὰ
καὶ τὸν μπελᾶ μας βρήκαμε μὲ τοὺς Ἀμερικάνους,
μὰ βάλαμε τῆς φίλης μας Εὐρώπης τὰ γυαλιὰ
καὶ τοὺς δευτέρους πήραμε περιφανεῖς στεφάνους.
Παρὰ τὰ πολλὰ ἑλληνικὰ χρυσὰ μετάλλια, οἱ θεατὲς ἦσαν ἀπογοητευμένοι ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε κερδίσει καμιὰ πρώτη νίκη σὲ ἀγωνίσματα στίβου. Στὸ τελευταῖο ἀγώνισμα, τὸν Μαραθώνιο, ἦρθε ὁ θρίαμβος τοῦ Σπύρου Λούη νὰ ἀναπτερώσει τὸ φρόνημα ὅλων, καὶ ὁ Σουρῆς προλαβαίνει νὰ τυπώσει στὴν τελευταία σελίδα τοῦ ἴδιου φύλλου τὴ χαρμόσυνη εἴδηση:Παρά τα πολλά ελληνικά χρυσά μετάλλια, οι θεατές ήσαν απογοητευμένοι επειδή δεν είχαμε κερδίσει καμιά πρώτη νίκη σε αγωνίσματα στίβου. Στο τελευταίο αγώνισμα, τον Μαραθώνιο, ήρθε ο θρίαμβος του Σπύρου Λούη να αναπτερώσει το φρόνημα όλων, και ο Σουρής προλαβαίνει να τυπώσει στην τελευταία σελίδα του ίδιου φύλλου τη χαρμόσυνη είδηση:

Ὁ μαραθώνιος

Τελευταία ὥρα
μὲ μεγάλη φόρα

Τὸν νικητήριον χορὸν καὶ σύ, «Ῥωμηέ» μου, σῦρε...
τὸν δρόμον τὸν περίδοξον, ποὺ χίλιους δούλους κάνει,
Ἁμαρουσιώτης κρατερός, ὁ Λούης τὸν ἐπῆρε,
κι ὁλόκληρον τὸ Στάδιον φρενῆρες ἐξεμάνη.
Ὕμνους Πινδάρου σήμερον ὁ Λούης ἂς ἀκούσῃ...
Ζήτω τὸ Γένος, ὁ Λαός, τὸ Στέμμα, τὸ Μαρούσι.

Οἱ Ἀγῶνες πέρασαν γρήγορα, μόλις καὶ μετὰ βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατὰ σύμπτωση, τὴν ἴδια σχεδὸν στιγμὴ τῶν πανηγυρισμῶν γιὰ τὴ νίκη τοῦ Λούη, φτάνει στὴν Ἀθήνα ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Χαριλάου Τρικούπη στὶς Κάννες. Μετὰ τὴν ἧττα του στὶς ἐκλογές, ὁ μεγάλος πολιτικὸς εἶχε ἐγκαταλείψει ἀπογοητευμένος τὴν Ἑλλάδα. Ἡ πρώτη σελίδα τοῦ ἑπόμενου φύλλου (548) τοῦ Ρωμηοῦ κοσμεῖται ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐκλιπόντος μέσα σὲ μαῦρο πένθιμο πλαίσιο. Ὡστόσο, οἱ ἐσωτερικὲς σελίδες σχολιάζουν τὸν ἀπόηχο τῆς νίκης τοῦ Λούη, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα κοπάσει...Οι Αγώνες πέρασαν γρήγορα, μόλις και μετά βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατά σύμπτωση, την ίδια σχεδόν στιγμή των πανηγυρισμών για τη νίκη του Λούη, φτάνει στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του Χαριλάου Τρικούπη στις Κάννες. Μετά την ήττα του στις εκλογές, ο μεγάλος πολιτικός είχε εγκαταλείψει απογοητευμένος την Ελλάδα. Η πρώτη σελίδα του επόμενου φύλλου (548) του Ρωμηού κοσμείται ολόκληρη από την εικόνα του εκλιπόντος μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο. Ωστόσο, οι εσωτερικές σελίδες σχολιάζουν τον απόηχο της νίκης του Λούη, που δεν έχει ακόμα κοπάσει...
...

μὰ τώρα νενικήκαμεν καὶ δὲν μὲ μέλει δράμι
ἂν μία γιὰ πάντα τῆς Βουλῆς κλεισθεῖ τὸ Παρλαμέντο
κι ἂν κάνωμ᾿ ἑκατὸ φορὲς καινούργιο φαλιμέντο.
--Μέσα σε τούτη τὴν κοινὴ Μαραθωνομανία,
ὁποὺ καθεὶς φρενιάζει,
κι ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει,
ἂν πᾶν οἱ παλιό-Βούλγαροι μὲς στὴν Μακεδονία.
Ἐμπρὸς στὸν Μαραθώνιον Βουλγάρους ποιὸς κοιτᾷ;
κι ἂν νέος Ξέρξης στρατιᾶς στὸν Μαραθῶνα στείλει,
ἀλλ᾿ ὅμως κάποιος θὰ βρεθεῖ μὲ πόδια δυνατὰ
νὰ σπεύσει τὴν ἐπιδρομὴν ἐγκαίρως ν᾿ ἀναγγείλει.

καὶ πιὸ κάτω, ὁ Σουρῆς ἀπευθύνεται στὸν Λούη, λέγοντάς του:και πιο κάτω, ο Σουρής απευθύνεται στον Λούη, λέγοντάς του:
Ψάλλω κι ἐγὼ εὐγνώμων
τὸν Μαραθωνοδρόμον

Ὦ νικητῶν ἀπόγονε κι Ἀμαρουσίου θρέμμα,
ἔστεψε τοὺς θριάμβους σου τὸ θριαμβεῦον Στέμμα,
Διάδοχοι καὶ Πρίγκηπες σ᾿ ἐπῆραν ἀγκαλιά,
ξένες περιηγήτριες σ᾿ ἐχόρτασαν φιλιά,
κι ἴσως, λεβέντη χωρικὲ καὶ πρῶτο παλληκάρι,
καμμία Μὶς παράξενη θελήσει νὰ σὲ πάρει.
(...)
μὰ σὺ γι᾿ αὐτὰ κι αὐτὰ
μὴ δίνεις δυὸ λεφτά.
Ἄκου μὲ φλέγμα στωικὸν τὸ τί καθεὶς σοῦ ψάλλει
καὶ μὴν ἀφήνεις τὸ τσαπὶ
γιὰ ν᾿ ἀποδείξεις, τσελεπῆ,
πὼς ἔχεις σὰν τὰ πόδια σου γερὸ καὶ τὸ κεφάλι.

Τὸ κάθε θάμα τρεῖς ἡμέρες καὶ τὸ μεγάλο τέσσερις, λέει ὁ λαός μας. Ἔτσι, τόσο ἡ νίκη τοῦ Λούη, ποὺ ἔγινε καὶ παροιμιώδης ἔκφραση, ὅσο καὶ ὁ θάνατος τοῦ Τρικούπη, ἔφυγαν μοιραῖα ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἐπικαιρότητας καὶ ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ Ῥωμηοῦ. Ἕναν χρόνο ἀργότερα, ἡ χώρα γνώριζε τὴν ἀτιμωτικὴ ἧττα τοῦ ῾97. Οἱ Ἀγῶνες δὲν ἦταν πανάκεια γιὰ ὅλα τὰ προβλήματα...Το κάθε θάμα τρεις ημέρες και το μεγάλο τέσσερις, λέει ο λαός μας. Έτσι, τόσο η νίκη του Λούη, που έγινε και παροιμιώδης έκφραση, όσο και ο θάνατος του Τρικούπη, έφυγαν μοιραία από το προσκήνιο της επικαιρότητας και από τις σελίδες του Ρωμηού. Έναν χρόνο αργότερα, η χώρα γνώριζε την ατιμωτική ήττα του 97. Οι Αγώνες δεν ήταν πανάκεια για όλα τα προβλήματα...

Ἀνθολογία τῆς Φωτιᾶς ἢ Πυροσβεστικὴ Ἀνθολογία

Ἐλήφθη ἀπὸ τὴν σελίδα τοῦ Νίκου Σαραντάκου http://www.sarantakos.com
Ἄρθρο τοῦ Ἀντιπυράρχου Χρήστου Κων. Μητροπέτρου στὸ περιοδικὸ τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος

Ἀπὸ τότε ποὺ πέρασα, πρὶν εἰκοσιπέντε χρόνια, τὸ κατῶφλι τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος ἄρχισα νὰ συγκεντρώνω, μὲ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, κάθε μορφῆς ἔντυπο ὑλικὸ ποὺ σχετίζεται μὲ σημαντικὰ γεγονότα τῆς πορείας τοῦ Σώματος, τὸ ὁποῖο ἔχω τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ ὑπηρετῶ, τοὺς λειτουργούς του Πυροσβέστες καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς δουλειᾶς μας. Καὶ νιώθω βαθιὰ συγκίνηση κάθε φορὰ ποὺ ἡ τύχη μὲ βοηθᾷ ν᾿ ἀνακαλύψω κάποιο σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ φωτίζει τὰ περασμένα μας1.

Σημαντικὴ θέση καὶ ἔκταση, στὴν πλούσια αὐτὴ ἀρχειακὴ συλλογή μου, καταλαμβάνουν ἑκατοντάδες ποιητικὰ δημιουργήματα, εὔθυμα καὶ σοβαρά, ποὺ γράφηκαν, κατὰ καιροὺς ἀπὸ τοὺς νεότερους ὁμότεχνους τοῦ Ὁμήρου, γιὰ τὴ φωτιὰ καὶ τοὺς πολέμιούς της Πυροσβέστες. Στὸν ποιητικὸ αὐτὸ θησαυρὸ συμπεριλαμβάνονται στίχοι ἀπὸ τὶς ἀστραφτερὲς γραφίδες καταξιωμένων ποιητῶν, ποιητικὲς ἀπόπειρες συναδέλφων μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζουν - πολλὲς φορὲς συγκλονιστικὰ - τοὺς καημούς, τὰ βάσανα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς δουλειᾶς μας καὶ ἁπλοϊκὰ στιχουργήματα, μὲ τὰ ὁποῖα συνάνθρωποί μας ἐκφράζουν τὴν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη τους στοὺς Πυροσβέστες σωτῆρες τους καὶ ὑμνοῦν τὶς τιτάνιες προσπάθειές τους σὲ κατασβέσεις πυρκαγιῶν καὶ διασώσεις, ἀτόμων καὶ ἀγαθῶν, ποὺ συγκλόνισαν τὸ Πανελλήνιο.

Ἐπειδὴ πιστεύω πὼς εἶναι, τουλάχιστον, ἐγωιστικὸ ὅτι γνωρίζει ἢ κατέχει κανεὶς νὰ τὸ κρατᾷ σφαλισμένο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, θεώρησα χρέος μου νὰ κάνω γνωστά, στοὺς συναδέλφους μου Πυροσβέστες καὶ τοὺς φίλους τοὺς ἀναγνῶστες μας, στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ σημειώματος - μὲ τὴ συνοδεία τῶν ἀπαραίτητων γιὰ τὴν κατανόηση τῶν σχολίων καὶ πληροφοριῶν γιὰ τοὺς δημιουργούς τους - μερικὰ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ πιὸ χαρακτηριστικὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν, ὡς τώρα, γιὰ τὸ σινάφι μας καὶ τὰ ἀντικείμενα τοῦ λειτουργήματός μας.

Θὰ ξεκινήσω τὴν παρουσίαση αὐτὴ παραθέτοντας τὸ ποίημα, «Χριστὲ καὶ Παναγιὰ καρσί μας πυρκαγιά» τοῦ μεγαλύτερου ἕλληνα σατιρικοῦ ποιητῆ Γεωργίου Σουρῆ, (Ἑρμούπολη Σύρου 1853 - Ἀθήνα 1919), μὲ τὸ ὁποῖο περιγράφει τὶς καταστροφικὲς συνέπειες μιᾶς πυρκαγιᾶς σὲ ξυλουργεῖο ποὺ ἔλαβε χώρα, τὸ Μάιο τοῦ 1883, στὴν περιοχὴ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Στὸ τέλος τοῦ ποιήματος, ὁ Σουρῆς, ἐπιβεβαιώνοντας ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ ἱερὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, κάνει ἔκκληση στοὺς Ἀθηναίους φιλάνθρωπους νὰ βοηθήσουν τὸν ἄτυχο βιοτέχνη.

ΧΡΙΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΡΣΙ ΜΑΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑ2

Πᾶν τοῦ Ῥωμιοῦ τὰ σύνορα, μὰ πᾶν κι οἱ τορναδόροι!
Ἐκάηκε τὸ μαγαζὶ τοῦ ξυλουργοῦ Δημώρη.
Τώρα θὰ συνορεύουμε μ᾿ Ἁγίους Θεοδώρους,
κι ἀντίκρυ μας θὰ ἔχουμε καμένους τορναδόρους.
Ἄλλ᾿ ὅμως ἂς ἀφήσουμε αὐτὰ τὰ κολοκύθια...
πρέπει σ᾿ αὐτὸν τὸν δυστυχῆ νὰ γίνει μία βοήθεια.
Εἰς τὰ καλὰ καθούμενα ὁ ἄνθρωπος ἐχάθη,
καὶ δὲν φοβᾶται συμφορὰ χειρότερη νὰ πάθει.
Ὅλα του τἄφαγ᾿ ἡ φωτιά, δὲν τ᾿ ἄφησε σανίδα,
καὶ τώρα κλαίει ὁ πτωχὸς χωρὶς καμμιὰ ἐλπίδα.
Κι ὅταν κανένας χάνεται, πρὸ πάντων φαμελίτης,
πρέπει καθεὶς νὰ βοηθεῖ ἀληθινὸς πολίτης.
Ἐμπρός, στὴν τόση συμφορὰ ἁπλώσετε τὸ χέρι,
καὶ ὁ Ῥωμιὸς ὁ φουκαρὰς ὅ,τι μπορεῖ προσφέρει.

Μάιος 1883

Ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἦταν πολὺ δημοφιλὴς στὸ κοινό της ἐποχῆς του, κυρίως, χάρη στὴν ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα ὁ Ρωμιός, στὴν ὁποία δυὸ τύποι - δημιουργήματά του, ὁ Φασουλῆς καὶ ὁ Περικλέτος σχολίαζαν καὶ διᾳκωμωδοῦσαν γεγονότα, πολιτικὰ καὶ ἄλλα, τῆς ἐποχῆς. Ὁ Θαυμασμὸς τῶν συγχρόνων του ὑπῆρξε πολὺ μεγάλος, θεωρήθηκε καὶ πολὺ σωστὰ ὡς «ὁ νέος Ἀριστοφάνης» προτάθηκε μάλιστα, τὸ 1906, γιὰ τὸ βραβεῖο Νόμπελ.

Ὁ σατιρικὸς ποιητικὸς διάλογος, μεταξὺ Φασουλῆ καὶ Περικλέτου ποὺ ἀκολουθεῖ, ἔχει ὡς ἀφορμὴ μία πυρκαγιὰ ποὺ ἐκδηλώθηκε, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1884, στὸ Παλάτι3 καὶ ἔδωσε ἀφορμὴ στὸ Σουρῆ νὰ ἐκδηλώσει, γιὰ μία ἀκόμη φορά, τ᾿ ἀντιβασιλικά του αἰσθήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε ὑποστεῖ πολλὲς διώξεις. Διάχυτη στοὺς πικάντικους στίχους του ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ θαυμασμός του γιὰ τοὺς προδρόμους μας σκαπανεῖς τῆς Διλοχίας Σκαπανέων ποὺ ἐκτελοῦσαν τότε πυροσβεστικὰ καθήκοντα.

ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ4

Φασουλῆς καὶ Περικλέτος,
ὁ καθένας νέτος σκέτος

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οὔφ! ἄφησε μέ, Περικλῆ, καὶ σοῦ ῾χω μία λύπη!

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, βρὲ κουτέ; ἐσένα τί σοῦ λείπει;
ἔχεις τὰ παραδάκια σου, ἔχεις κι ἐμένα φίλο,
πηγαίνεις καὶ στὸ Φάληρο, τρῷς κάποτε καὶ ξύλο...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μὰ δὲν ἀφίνεις, Περικλῆ αὐτὰ τὰ χωρατά σου,
δὲν ἔρχεσαι γιὰ μία στιγμὴ καὶ λίγο στὰ σωστά σου;
Ἐδῶ ὁ κόσμος καίεται...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Τί καίεται, βρέ, πάλι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Νάτα! λοιπὸν στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἤσουν τὴν μεγάλη;

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ποιὰ πυρκαγιά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τοῦ Παλατιοῦ.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ἐκάη τὸ Παλάτι;
Πάλι σὲ τρώει, φαίνεται, ἡ ἔρημή σου πλάτη.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μὰ πῶς, μωρέ; στὴν πίστη σου δὲν πῆρες σὺ χαμπάρι;
Ἐδῶ ὁ κόσμος σύσσωμος σηκώθη στὸ ποδάρι
καὶ ἔτρεχε ξεσκούφωτος στὸ ντάλα μεσημέρι,
καὶ ὅλοι ἐβαστούσανε κι ἕναν κουβᾶ στὸ χέρι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Πάλι τὰ ἴδια μ᾿ ἄρχισες καὶ θὰ σὲ μπαγκλαρώσω.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Βρὲ ἄφησέ με μία μικρὴ ἰδέα νὰ σοῦ δώσω
γι᾿ αὐτὸ τὸ φοβερὸ κακό, ποὺ πάλι μᾶς συνέβη,
γιατί ἐμένα ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ σαλεύει.
Ἄκου λοιπόν.... ἐφύσαγε ἕνα μελτέμι πρώτης,
ὅταν ἐμπρός μου πέρασε δρομαῖος στρατιώτης.
Γειά σου τοῦ λέω, ἀδελφέ, μὰ στάσου καὶ κομμάτι,
πολλὰ τὰ ἔτη μ᾿ ἁπαντᾶ .... φωτιὰ εἰς τὸ Παλάτι!
Τότε κι ἐγώ, βρὲ Περικλῆ, διόλου καιρὸ δὲν χάνω,
τὸ βάζω εἰς τὰ τέσσερα καὶ στὸ παλάτι φθάνω,
καὶ τί νὰ δῶ, βρὲ μάτια μου;....σπίθες, καπνό, φαντάρους,
καὶ τὸν Τρικούπη στὴ σκεπὴ μὲ δυὸ ψηλοὺς κολλάρους,
καὶ νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Περικλῆ, τὸν θαύμασα στ᾿ ἀλήθεια...
Εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος, ποὔχει ζωὴ στὰ στήθια.
Μπορεῖ καὶ τὸν Κουταλιανὸ ὁλάκερο νὰ φάει.
αὐτὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, αὐτὸς καὶ ποῦ δὲν πάει;
στὶς πυρκαγιές, στὰ δάνεια, στὶς Τράχωνες, στὰ δάση
στοὺς φόρους, στοὺς προβιβασμοὺς κι ὅπου ἀλλοῦ προφθάσει.
Προφθαίνει καὶ στὸ θέατρο ἀκόμη τοῦ Φαλήρου....
Αὐτὸς εἶν᾿ ἄνδρας τοῦ πυρός, καθὼς καὶ τοῦ σιδήρου,
γιατὶ σὲ τοῦτο τὸν καιρὸ ὅλ᾿ ἡ Ἑλλὰς ἀνάβει,
καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς γιατί καὶ πῶς νὰ καταλάβει.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε αὐτὸν κι ἂς ἔλθουμε καὶ πάλι
στὴ φοβερὴ τὴν πυρκαγιὰ καὶ τὴν ἀνεμοζάλη.
Λοιπὸν κοντὰ στὸν Πρόεδρο στεκόταν ὁ Μαμούρης,
εἰς τὸν Μαμούρη δὲ κοντὰ στεκόταν ὁ Μπουντούρης,
εἰς τὸν Μπουντούρη δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Σοῦτσος,
καὶ εἰς τὸν Σοῦτσο δὲ κοντὰ στεκότανε ἕνας μοῦτσος,
καὶ εἰς τὸν μοῦτσο δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Λέλης,
καὶ εἰς τὸν Λέλη δὲ κοντὰ στεκόταν ὁ Γουβέλης,
καὶ στὸ Γουβέλη δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Λάγγες,
καὶ εἰς τὸν Λάγγες δὲ κοντά, ἕνα φουσάτο μάγγες,
καὶ εἰς τοὺς μάγγες δὲ κοντὰ καμπόσοι λωποδύτες,
καὶ πυροσβέστες ἄπειροι ἀπάνω στὶς σοφίτες,
καὶ ὁ Πηνειός, ὁ Τσέρνοβιτς, ὁ Σέκερης, ὁ Πάλλης,
ἀκόμη κι ὁ Γενήσαρλης, ὁ Λάμπρος ὁ Μιχάλης,
καὶ μὲ τὸ σκύλο του μαζὶ ὁ Φὼν Κολοκοτρώνης,
ὁ Γιώργης τῆς Δημήτραινας κι ὁ Σπύρος ὁ Πομόνης...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ τέλος τί ἀπέγινε;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί ἤθελες νὰ γίνει
μέσα σὲ τέτοιο φλογερὸ καὶ ἄσβεστο καμίνι;
Πρῶτα ἐπήρανε φωτιὰ ἄξαφνα οἱ κουζίνες,
ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ καὶ οἱ κουρτίνες,
ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ κι οἱ καναπέδες,
ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ κι οἱ λακέδες,
κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς τὸ θέατρο, μαζὶ κι ἡ ἐκκλησία,
καὶ τέλος πάντων ἔγινε ἑσπερινὴ θυσία.
Καὶ ὅταν πιὰ ἐπήρανε φωτιὰ καὶ τὰ φουγάρα,
ἀπελπίσθηκαν ὅλοι των καὶ ἄναψαν τσιγάρα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ πές μου, τούτη τὴ φωτιὰ ποιὸς νὰ τὴν ἔχει βάλει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καὶ θέλει ρώτημα κι αὐτό, μωρὲ στραβὸ κεφάλι;
Τί ἄνθρωπος! ... αἰώνια ζητᾷ νὰ μὲ πειράζει!...
Σοῦ εἶπα ὅλες τί φωτιές, πὼς ὁ Μελᾶς τὶς βάζει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπόν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Λοιπὸν ἐκάηκαν καμπόσοι στρατιῶται,
μὰ παλληκάρια τῆς φωτιᾶς κι ἀληθινοὶ ἱππόται,
ποὺ βασιληᾶς γιὰ μία στιγμὴ λαχτάριζα νὰ γίνω,
νὰ τοὺς φορέσω στέφανο, καὶ Φασουλῆς νὰ μείνω.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ ποιοὶ ἀκόμη τὄδειξαν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οἱ σκαπανεῖς κι οἱ ναῦτες,
κι οἱ ἄλλοι ὅλοι ἤτανε σπουδαῖοι μυϊγοχάφτες.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ λὲς ἡ νέα πυρκαγιά, νὰ ἔχει σημασία,
ἡ λὲς κι αὐτὴ πὼς ἔγινε γιὰ τὴ φωτοχυσία;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἔ! ὅταν βλέπεις σκαπανεῖς καὶ μέσα στὸ Παλάτι,
καὶ βασιλεῖς μὲ βασιλεῖς καὶ κράτη ἐπὶ κράτη,
καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἀνάβει καὶ ὁ θρόνος,
αὐτὸ θὰ πεῖ, συντέλεια, πὼς ἦλθε τοῦ αἰῶνος.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ ἡ ζημία πόσο λὲς νὰ εἶν᾿ ἀπάνω κάτω;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ὅσα περίπου ἔχασε, θαρρῶ τὸ Συνδικᾶτο.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ τώρα τούτη τὴ ζημιὰ ποιὸς λὲς θὰ τὴν πληρώσει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Στὴ ράχη σας ὁ βασιλιὰς κι αὐτὴ θὰ τὴν φορτώσει.
Καὶ τίποτα παράξενο ν᾿ ἀκούσεις σὲ κομμάτι
καινούργιους φόρους γιὰ φωτιὲς ποὺ βάζουν στὸ Παλάτι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ ὕστερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιληᾶς τί κάνει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τοῦ τηλεγράφησαν, θαρρῶ, καὶ μὲ τὸ πρῶτο φθάνει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς αὐτὸς δὲν τὸ κουνάει διόλου
κι ἂν ὅλο τὸ Παλάτι του πάει κατὰ διαβόλου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς θἄρθῃ...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω σκάσε.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς θὰ ῾ρθῇ καὶ νὰ μοῦ τὸ θυμᾶσαι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ σὺ τὸ παραξίλωσες μ᾿ αὐτό σου τὸ γινάτι...
ὅρσε λοιπὸν δυὸ τρεῖς σβερκιὲς καὶ σῦρε στὸ Παλάτι.

Ἰούλιος 1884

Θα συνεχίσουμε καὶ θὰ τελειώσουμε τὴν ἀναφορά μας στὸν ἀνεπανάληπτο Σουρῆ, ποὺ μὲ τοὺς στίχους του μαστίγωνε τὴν Κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, μ᾿ ἕνα ποίημά του ποὺ ἐμπνεύστηκε ἀπὸ πυρκαγιὰ ποὺ συνέβη, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1884, στὴν κεντρικὴ Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν.

ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ5

Κοντὰ στὴ μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,
κοντὰ στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες,
δὲν ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει
καὶ κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες.
Καὶ δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι,
καὶ μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι.
Ἐκάηκαν τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια,
οἱ μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια,
οἱ λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια,
ἡ ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια.
Γιατ᾿ ἦλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
νὰ ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια
Ἦτο σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα,
ὁ Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα,
ὅταν μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα,
κι ὅλος ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα:
Συναθροισθῆτε, σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι,
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι.

Κι ἰδοὺ μὲ σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια,
γυναῖκες κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι,
μὲ στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια,
κι ἔβλεπες σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη.
Ἐν τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο,
πὼς μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο.
Ὡς τὰ ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες,
κι ἐφώτιζαν τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα,
σὰν σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες,
καὶ πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία.
Κοκκίνζ᾿ ἡ Ἀκρόπολις ἀπ᾿ τὴν πολλὴ χαρά της,
ποὺ ἔβλεπε νὰ καίεται τὸ δῶρον τοῦ Ἐλγίνου,
γιατί αὐτὴ δὲν ξέχασε ἀκόμη τὰ παλιά της,
πῶς θαῦμα ἔγιν᾿ ἄλλοτε τοῦ κλέφτη της ἐκείνου.
Ἂν τὸ ξεχνοῦνε οἱ Ρωμιοί, οἱ πέτρες δὲν ξεχνοῦνε
μὲ ποιοὺς ἐζοῦσαν ἄλλοτε καὶ τώρα μὲ ποιοὺς ζοῦνε.
Ὢ τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
μὲ τ᾿ ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια,
τὶς ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη,
τὶς ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια,
αἰώνια στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει
καὶ γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.

Αὔγουστος 1884

ΠΗΓΗ http://www.peri-grafis.net


https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.

 



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only