Μετά την επανάσταση του 1821, πολλοί οπλαρχηγοί θέλησαν να καταγράψουν τα κατορθώματά τους, άλλοι για λόγους υστεροφημίας και άλλοι επειδή θεώρησαν υποχρέωσή τους να διατηρήσουν τη μνήμη αυτών των γεγονότων. Πολλοί, έγραψαν τα απομνημονεύματά τους με συνέπεια και ταπεινότητα. Άλλοι μεγαλοποίησαν την προσφορά τους, και κάποιοι άλλοι ανέθεσαν σε τρίτους τη σύνταξη διθυράμβων που καμία σχέση δεν είχαν με την πραγματικότητα.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ενοχλημένος από τις υπερβολές και τις υπερφίαλες αυτές καταγραφές, θέλησε να απαντήσει και να αποδείξει «αυτεινών τις ψευτιές και χαμέρπιές τους κατά δύναμιν» αλλά και να καταθέσει πώς ο ίδιος έζησε και είδε τον «Αγώνα της Πατρίδας».
«Η ιστορία, θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου τα καλά και τα κακά και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι όπου θα τη διαβάσουν, να μη πέφτουν σε λάθη˙ και τότε σχηματίζονται τα έθνη».
Ο Μακρυγιάννης, έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα Απομνημονεύματά του, αφού, όπως οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, ήταν αναλφάβητος. Έμαθε να γράφει αλλά δεν έμαθε ποτέ να ζωγραφίζει και, καθώς πρόθεσή του είναι να εξιστορήσει πως ακριβώς έγιναν οι μάχες, προσπάθησε να συνεργαστεί με ένα Ευρωπαίο ζωγράφο για την εικονογράφηση των Απομνημονευμάτων του.
Εκείνος θα ιστορούσε με την δική του λαϊκή και απροσποίητη γλώσσα όσα η μνήμη και η καρδιά του είχαν να πουν, κι ο « Φράγκος» θα έπρεπε να τα ζωντανέψει με τα πινέλα του. Το εγχείρημα όμως σταμάτησε μετά τον τρίτο πίνακα, λόγω της δυσκολίας του ζωγράφου να αντιληφθεί όσα ο Μακρυγιάννης ήθελε να εκφράσει στους πίνακές του.
«Πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο, γράφει ο Μακρυγιάννης, και τον είχα να μου φκιάση σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δυο τρεις, δεν ήταν καλές. Τον πλέρωσα και έφυγε».
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο «Φράγκος» ζωγράφος που προσέλαβε ο Μακρυγιάννης αλλά μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο τρόπος που απέδωσε τις περιγραφές του, ήταν παρόμοιες με αυτές του Βαυαρού καλλιτέχνη Πέτερ φον Ες (Peter von Hess), ο οποίος φιλοτέχνησε το1839 σαράντα σχέδια με θέμα τον Αγώνα των Ελλήνων. Τα σχέδια αυτά θα χρησιμοποιήσει ο Κόχλερ αργότερα για να χαράξει το 1852 μία σειρά λιθογραφιών.
Είναι σαφές ότι η «εξωραϊστική» οπτική που είχε υιοθετήσει ο Ες, εναρμονισμένη με τον βαυαρικό Ακαδημαϊσμό, δεν μπορούσε να αποδώσει την πιστή ανάπλαση των γεγονότων, όπως τη γνώριζε ο Μακρυγιάννης ως αυτόπτης μάρτυρας όπως και ότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα καλλιτεχνικά πρότυπα που γνώριζε ο στρατηγός. Οι λόγοι αυτοί λοιπόν τον οδήγησαν σε μία διαφορετική επιλογή.
«…έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα: Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη, αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
«Ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, αγωνιστής και ο ίδιος, ιδανικά προικισμένος για να αισθητοποιήσει τα οράματα του Στρατηγού. Οι αρχέτυπες εικόνες που είχαν στο πνεύμα τους κατάγονταν απ’ τον ίδιο πολιτισμό: έναν πολιτισμό λαϊκό αλλά αυτάρκη, ζωογονημένο από ένα πλούσιο παρελθόν που είχε περάσει μέσα στους φορείς του, όχι σαν ξηρή ιστορική μνήμη, αλλά σαν ύφος ζωής, σαν παραδομένη τεχνική και καλαισθησία», γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, στο άρθρο της “ Εικονογραφία του Αγώνα” που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Ιουνίου του 1997.
Πράγματι, βλέποντας τη «Μάχη Πρώτη των Αθηνών», παρατηρούμε πως η καλλιτεχνική προσέγγιση του Ζωγράφου είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν του Ες. Η τέχνη του Ζωγράφου προδίδει την πλήρη άγνοιά του για την κυρίαρχη τότε Ακαδημαϊκή σχολή του Μονάχου.
Στόχος του ήταν η απόδοση όσων περισσότερων λεπτομερειών, με βάση τη διήγηση του Μακρυγιάννη, έστω και εις βάρος των κανόνων της εικαστικής αναπαράστασης που είχαν επικρατήσει τους τελευταίους τέσσερις αιώνες στην Ευρώπη.
«Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μείγμα βυζαντινής παράδοσης, λαϊκής και αφελούς τέχνης που παραπέμπει σε περσικές και τούρκικες μινιατούρες», γράφει ο Νίκος Χατζηνικολάου για το έργο του Ζωγράφου. Πρόκειται για την πλέον ενδεικτική άρνηση αποδοχής ενός δυτικού καλλιτεχνικού προτύπου. Η ζωγραφική του Ζωγράφου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το ζωγραφικό ιδίωμα της Ανατολής, πολιτιστικό ιδίωμα που ήταν ζωντανό και ακμαίο στην Ελλάδα, όσο κι αν η επίσημη κρατική γραμμή ήθελε να εισάγει στον Βαυαρικό Ακαδημαϊσμό».
Το πόσο υποταγμένη ήταν η «επίσημη» ελληνική τέχνη στον Ακαδημαϊσμό του Μονάχου, γίνεται φανερό από έργα των πρώτων Ελλήνων που σπούδασαν στη βαυαρική πρωτεύουσα, όπως του Θεόδωρου Βρυζάκη, όπως διαπιστώνεται εύκολα «Στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα, με τις εξωραϊσμένες μορφές, τις «ατσαλάκωτες» φουστανέλας, το αποστασιοποιημένο συναισθηματικό στοιχείο και βέβαια τους «φιλέλληνες» παρόντες σε σημαντική θέση να οργανώνουν τον αγώνα (μορφή με τηλεσκόπιο).
Τρία χρόνια κράτησε η συνεργασία του Μακρυγιάνη με τον Ζωγράφο, από το 1836 έως το 1839. Επισκέφτηκαν τα διάφορα πεδία των μαχών που είχε λάβει μέρος ο Μακρυγιάννης και ενώ ο Στρατηγός του εξιστορούσε « έτσι είναι εκείνη η θέσις, έτσι εκείνη, αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε, αρχηγός των Ελλήνων ήτο εκείνος, αρχηγός των Τούρκων εκείνος», ο Ζωγράφος φιλοτεχνούσε τον πίνακα.
Το αποτέλεσμα αυτής της αρμονικής συνεργασίας γέννησε είκοσι τέσσερα κάδρα σε ξύλο, διαστάσεων 0, 565 x 0,40 ζωγραφισμένα με την βυζαντινή τεχνική.
Από τους 24 πρωτότυπους πίνακες, κατασκευάστηκαν 4 πλήρεις σειρές αντιγράφων σε χαρτί στράτζο, διαστάσεων 0,64 x0,50 με την τεχνική της υδατογραφίας.
Τους πίνακες αυτούς ο Μακρυγιάννης τους έδειξε για πρώτη φορά στους φίλους του, τους οποίους είχε καλέσει σε επίσημο γεύμα στο σπίτι του. Ο ίδιος γράφει:
«… Τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους Φιλέλληνας, τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και τους υπουργούς και δικούς μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους πενήντα ανθρώπους. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα τις εικονογραφίες και τις θεώρησαν…»
Από τις 4 σειρές, ο Μακρυγιάννης χάρισε τις τρεις στους Πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας ενώ μία σειρά πρόσφερε στον βασιλιά Όθωνα. Οι καλές κριτικές που δέχτηκε και ο ενθουσιασμός των συναγωνιστών του και των άλλων ομοτράπεζων, ενίσχυσαν την σκέψη του Στρατηγού για την έκδοση ενός λευκώματος προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα της απόκτησής του από πολλούς.
Για τον σκοπό αυτό συμφώνησε με τον δάσκαλο Αλέξανδρο Ησαΐα και συνυπέγραψε την 583 συμβολαιογραφική πράξη, έτους 1839 του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Πίταρη. Σ’ αυτήν βεβαιώνεται η παράδοση στον Ησαΐα της σειράς των αντιγράφων, που είχε δωρίσει ο Μακρυγιάννης στον Όθωνα και την οποία δανείστηκε ο Στρατηγός για να υλοποιηθεί η έκδοση. Ο Ησαΐας υποσχέθηκε να πάει στο Παρίσι για να λιθογραφήσει τους πίνακες και αφού προβεί σε κάποιες μικροδιορθώσεις των θέσεων και των προσώπων, χωρίς να απομακρυνθεί από την ιδέα ή να παραλλάξει κάτι από τις εκθέσεις των περιστατικών και των περιγραφών, να τυπώσει κάποια αντίτυπα.
Παρά την συμφωνία τους, ο Ησαΐας στην Βενετία φιλοτέχνησε νέους πίνακες, δυτικού τύπου, τελείως διαφορετικούς από εκείνος των Μακρυγιάννη- Ζωγράφου και τους τύπωσε. Όταν το 1840 οι λιθογραφίες αυτές κυκλοφόρησαν στην Αθήνα, ο Μακρυγιάννης τις αποδοκίμασε και κατήγγειλε δημόσια ότι ο Ησαΐας νόθευσε τους πίνακές του, ότι τους πλαστογράφησε και ότι δολίως παρέβη την συμφωνία περί των πνευματικών δικαιωμάτων του.
Η αλήθεια είναι ότι η κατηγορία του Στρατηγού δεν ήταν σταθερή και δίκαια. Ο Ησαΐας εξέδωσε άλλους, τελείως διαφορετικούς πίνακες, που καθόλου δεν υστερούσαν σε καλλιτεχνικό και ιστορικό ενδιαφέρον.
Μετά τον θάνατο του Ησαΐα στην Τεργέστη, ολόκληρη η σειρά του Όθωνα χάθηκε. Το 1909 όμως ο Ιωάννης Γεννάδιος την εντόπισε στην Ρώμη και την αγόρασε. Σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η σειρά που χάρισε στον Άγγλο πρεσβευτή Έντμοντ Λάιονς παραδόθηκε στον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστον, ο οποίος τα πρόσφερε στην βασίλισσα Βικτωρία.
Από την πρωτότυπη σειρά που ο Μακρυγιάννης κράτησε για τον εαυτό του, σώζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, άλλοτε Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 8 κομμάτια διαστάσεων 0,565 x0,40 μ. Ακόμη τρία αντίγραφα σε χαρτόνι. Τα έργα αυτά χάρισε στην Εταιρία ο Στρατηγός Κίτσος Ιωάννου Μακρυγιάννης το 1927. Οι σειρές που χαρίστηκαν στον Γάλλο Πρεσβευτή και τον Ρώσο δεν έχουν βρεθεί και αγνοούμε την τύχης.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, υπήρξε άριστος στρατιωτικός, πολιτικός, συγγραφέας. Σε όλα αυτοδίδακτος. Σε όλα άριστος. Ακόμη και στους πίνακες που μπορεί να μη ζωγράφισε με το χέρι του αλλά σημάδεψε με το μεγαλείο της ψυχής του.
ΠΗΓΕΣ
Νίκου Δασκαλοθανάση «Αρχές και Αξίες της νεότερης Ελληνικής Τέχνης» στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, ΕΛΠ, Πάτρα 2000.
Νίκου Χατζηνικολάου, «Καλλιτεχνικά Κέντρα και περιφερειακή τέχνη» στο Νοήματα της Εικόνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο 1994.
Ι.Σ. Ασδραχάς, «Μακρυγιάννης και Παναγιώτης Ζωγράφος – το ιστορικό της Εικονογραφίας του Αγώνα», Μέλισσα, Αθήνα 1976.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.