Ο πρώτος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας υπήρξε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 6 Αυγούστου 1844. Έχοντας επικρατήσει στις αιματηρές εκλογές του 1844, με την συνδρομή του Ανδρέα Μεταξά ηγέτη του ρωσικού κόμματος, θα μείνει στην εξουσία μέχρι τον θάνατο του, τον Αύγουστο του 1847. Τα τρία χρόνια της εξουσίας του έμειναν χαραγμένα στην νεότερη ιστορία ως περίοδος διαφθοράς των πολιτικών ηθών, καθιέρωσης του μικροκομματισμού και θριάμβου της ρουσφετολογίας. Ο πονηρός Βλάχος από το χωριό Συράκο της Ηπείρου, αφού τελείωσε το γυμνάσιο του Αθανάσιου Ψαλίδα στα Γιάννενα, έφυγε για σπουδές ιατρικής στην Ιταλία. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στα Γιάννενα και προσλήφθηκε ως προσωπικός γιατρός του Μουχτάρ πασά, πρωτότοκου γιου του Αλή πασά. Στο σαράι του Αλή μυήθηκε στα μυστικά της εξουσίας, ήτοι την πονηριά, τον εκβιασμό, την κούφια υποσχεσιολογία, τον πολιτικό χαμαιλεοντισμό και τη βία. Οι πολιτικές του πρακτικές βρήκαν πεδίο δόξης λαμπρό, αρχικά, στην διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, όπου αναδείχτηκε στην κυρίαρχη μορφή των Ρουμελιωτών αγωνιστών, καθώς και αργότερα, όταν διορίστηκε από την Αντιβασιλεία Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου στην πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον Μάιο του 1834. Εξ ίσου ευεργετική για την πολιτική του σταδιοδρομία στάθηκε η μετέπειτα αποστολή του, στα 1835, στην Γαλλία ως πρεσβευτή. Η εκεί παραμονή του επί οκταετία, εμπλούτισε τις γνώσεις του σχετικά με το «κυβερνάν», αποφέροντας του πλήθος πολιτικών φίλων, μεταξύ των οποίων και τον ισχυρό François Pierre Guillaume Guizot, μετέπειτα πρωθυπουργό της Γαλλίας.
Ο Όθωνας από την στιγμή που εξαναγκάστηκε στην παραχώρηση συντάγματος, είχε υποστεί μια οδυνηρή πολιτική ήττα. Στη διάρκεια των συζητήσεων για την κατάρτιση του συντάγματος είχε λάβει ένα υπόμνημα από τον κόμη του Wallerstein, που ουσιαστικά τον συμβούλευε να δεχτεί το σύνταγμα χωρίς όμως να το εφαρμόζει ή να το τηρεί εμπράκτως. Προφανώς, έχοντας υπόψη τις οδηγίες του «υπομνήματος Wallerstein», ο Όθωνας περιέβαλε εξ αρχής τον Κωλέττη με εμπιστοσύνη. Όχι, βέβαια, λόγω των πολιτικών ικανοτήτων του όσο λόγω του χαρακτήρα του Βλάχου πολιτικού. Ο Κωλέττης από την θητεία του παρά τον Λέοντα των Ιωαννίνων, είχε διδαχτεί πως η κατάκτηση της εξουσίας είναι ο κυριότερος σκοπός ενός πολιτικού και όχι η κοινωνική προσφορά, ενώ κάθε μέσο που οδηγούσε στο «γκουβέρνο» ήταν θεμιτό. Ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας προσωποπαγούς μορφής διακυβέρνησης, ενός συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού με αυτόν στην κορυφή της εξουσίας. Στο πρόσωπο του Κωλέττη ο βασιλιάς Όθωνας βρήκε το κατάλληλο εργαλείο υπονόμευσης των συνταγματικών θεσμών. Όπως αναφέρει ο Δημ. Ηλιόπουλος σε μελέτη του για τον βίο και την πολιτεία του Κωλέττη: «Ο νεανικός αυτού υπέρ Συντάγματος ενθουσιασμός μετετράπη κατόπιν εις άκραν προς τας πολιτικάς του έθνους ελευθερίας περιφρόνησιν και ουδεμίαν παρέλειπεν κατάχρησιν εναντίον αυτών, αρκεί να εθεώρει ταύτην πρόσφορον εις την πραγματοποίησιν του κυβερνητικού προγράμματός του». Οι παρανομίες στις εκλογές, η καταστρατήγηση των νόμων, η ρουσφετολογία ήταν τα κυριότερα μέσα στερέωσης της εξουσίας του Κωλέττη στα τρία χρόνια που κυβέρνησε τον τόπο. Πολύ σωστά ο Τρ. Ευαγγελίδης στην «Ιστορία του Όθωνος» σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αμέριστον δ’ απολαύων την του βασιλέως εύνοιαν αποβλέποντος προς αυτόν, δικαίως, ως προς τον ειλικρινέστερον φίλον του θρόνου αυτού, επεδίωξε την δια της πλειοψηφίας εν τη εξουσία διατήρησιν αυτού, επιψόγως, και συνετέλεσεν εις την πολιτικήν διαφθοράν του τόπου». Ο Όθων και η αυλή του γρήγορα αντιλήφθηκαν την αξία των ντόπιων πολιτικάντηδων στην προσπάθεια τους να επιβάλλουν το Βαυαρικό μισοαποικιακό καθεστώς. Οι εκδουλεύσεις του Κωλέττη προς τον θρόνο αναγνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1846, όταν ο Όθων του απένειμε παράσημο, τον Μεγαλόσταυρο του τάγματος του Αγίου Μιχαήλ. Και ο Παύλος Καρολίδηςαναφέρει ότι «η Αυλή ην σφόδρα ευχαριστημένη από της κυβερνήσεως Κωλέττου».
Εξ ίσου ευχαριστημένη ήταν και η προστάτιδα Μεγάλη Δύναμη του Κωλέττη, η Γαλλία. Από την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου η Αγγλία ήταν αυτή που είχε επενδύσει περισσότερο στο νεοπαγές κράτος. Με την άνοδο του Κωλέττη στην εξουσία η Γαλλία διείδε τις δυνατότητες επιρροής των ελληνικών πραγμάτων προς το συμφέρον της, καθώς και τις δυνατότητες που ανοίγονταν για ενεργότερη συμμετοχή της στο «Ανατολικό ζήτημα». Ο Guizot, δια της γαλλικής πρεσβείας, ήταν σε συνεχή επαφή με τον Κωλλέτη, φθάνοντας στο σημείο να χαράζει λεπτομερώς και την ίδια την εσωτερική πολιτική του κράτους. Ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» του σημειώνει χαρακτηριστικά: «Από τότε που έπεσε ο Μαυροκορδάτος και η φατρία του, έπεσε ολωσδιόλου και η επιρροή της αγγλικής πρεσβείας. Ελαμπρύνθη ο Κωλλέτης και η συντροφιά του, όλες οι ξεσκλησμένες παντιέρες και οι σαβούρες του τόπου. Κι ο πρέσβυς της Γαλλίας ήταν το παν και κοντά εις τον βασιλέα και εις την κυβέρνησιν.[…] Κι ό, τι οδηγίες έστελνε ο Φίλιππας ο βασιλιάς της Γαλλίας και η κυβέρνησή του εκείνα γενόνταν». Ήταν τέτοια η εξάρτηση από την Γαλλία που σε πολλές διαδηλώσεις των οπαδών του κόμματός του, που σημειωτέον ονομαζόταν «Εθνικό»…, οι οπαδοί του κρατούσαν γαλλικές σημαίες. Ο Παύλος Καρολίδης αναφέρει για την σχέση του Κωλλέτη με την Γαλλία: «Κυβερνώντος του Κωλέττου επί τρία έτη (1844-1847) ως πρωθυπουργού, η όλη κυβέρνησις του κράτους εν τε τη εσωτερική και εν τη εξωτερική πολιτική περιήλθεν υπό το κράτος της Γαλλίας, της γαλλικής πρεσβείας διεπούσης τα πάντα».
Στην διάρκεια των εκλογών του 1844 ο Κωλέττη ξεδίπλωσε όλα τα «πολιτικά» του ταλέντα. Ο Γ. Κρέμοςσημειώνει χαρακτηριστικά: «Αι εξελέγξεις των εκλογών εν τη πρώτη συνόδω της πρώτης περιόδου της συνταγματικής των Ελλήνων βουλής, εν η έδει να πρυτανεύη η ευνομία και δικαιοσύνη, εγένοντο παρανομόταται. Το υπουργείον Κωλέττη πάντα μεν οπαδόν αυτού, καίπερ παρανομώτατα εκλεχθέντα, ανεκήρυττε γνήσιον βουλευτήν, πάντα δε αντιπολιτευόμενον απεσκυβάλιζεν εκ του βουλευτηρίου». Σκοπός της κυβέρνησης Κωλέττη ήταν αφού κατακτήσει την εξουσία να κουρελιάσει το σύνταγμα, να το δυσφημίσει στα μάτια των απλών πολιτών. Σοφά συνεχίζει ο Γ. Κρέμος στην «Νεωτάτη Γενική Ιστορία» του: «Εντεύθεν ευθύς εν τη πρώτη επισήμω εφαρμογή αυτού το σύνταγμα παρεβιάσθη ανέδην. Εκ τούτου ο λαός διεφθείρετο οσημέραι. Επίστευσεν ότι το σύνταγμα είνε μάχαιρα, δι’ ης ανθ’ ενός πλείονες κακουργούσιν. Ο όχλος παρανοών ή ευφυώς παρερμηνεύων την σημασίαν της λέξεως έλεγε: «σύνταγμα είνε σύναγμα» δηλαδή κλοπή, αρπαγή. Ουδέποτε ενεφανίσθησαν τόσοι λησταί ή άρπαγες, όσοι επί του υπουργείου Κωλέττη». Πράγματι οι ληστές, που σε μεγάλο ποσοστό αποτελούνταν από ανέργους πρώην πολεμιστές της επανάστασης που δεν είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά στον στρατό του μικρού βασιλείου, ήταν ένα από τα κύρια ερείσματα της κωλεττικής αυθαιρεσίας. Έχοντας με πολλούς από τους αρχιληστές και προσωπικές σχέσεις, ο τετραπέρατος Βλάχος άλλοτε συναινούσε στα αιτήματα τους, που ως επί το πλείστον αφορούσαν απονομές χάριτος και διορισμούς στο στράτευμα και άλλοτε τους κατεδίωκε, χωρίς όμως να τους εξοντώνει ποτέ. Διατηρούσε σκόπιμα αυτήν την ελεγχόμενη παρανομία επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του ρυθμιστή- διαμεσολαβητή. Η δράση των ληστρικών σωμάτων στα χρόνια της πρωθυπουργίας του Κωλέττη φαίνεται ότι δεν ήταν ανταγωνιστική προς της κεντρική εξουσία αλλά συμπληρωματική. Ο Γ. Ασπρέας στην «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας» σημειώνει: «Εις τας επαρχίας και ιδίως καθ’ όλην την Στερεάν Ελλάδα, όλοι οι λησταί και οι αρχηγοί των μικροί και μεγάλοι ώμνυον εις το όνομά του».
Το σημαντικότερο όμως εργαλείο στερέωσης της εξουσίας του Κωλέττη ήταν το ρουσφέτι. Στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες είχε δημιουργήσει στρατό ευνομουμένων, ενώ με το που κατέλαβε την εξουσία απέβαλε από τους δημόσιους οργανισμούς όλους όσοι δεν συντάσσονταν με το κόμμα του. Ο Νικ. Δραγούμης, που κατείχε αξιώματα στις κυβερνήσεις Κωλέττη ως το 1845 στις «Ιστορικές Αναμνήσεις» που έγραψε αναφέρει και τα παρακάτω αξιοπρόσεκτα και ολίγον χιουμοριστικά: «Εν τη παρά τον ναόν του Ολυμπίου Διός οικία αυτού έβλεπες από βαθέως όρθρου σειράν εξηπλωμένων φουστανελλοφόρων, από των προθύρων, των βαθμίδων της κλίμακος και των προδρόμων μέχρι της θύρας του υπουργικού κοιτώνος.[…] Εισερχόμενος δε εις την αίθουσαν εύρισκες τον πρωθυπουργόν εκμυζώντα όρθιον μακράν καπνοσύριγγα και μεθ’ υπομονής ακροώμενον των αιτούντων θέσιν, σύνταξιν, παράσημον ή τι τοιούτο». Σε όλους δε έδινε την ίδια απάντηση: «έχεις δίκαιον, αγαπητέ. Εγώ γνωρίζω κάλλιστα και τας πατρικάς και τας προσωπικάς σου υπηρεσίας και τα δικαιώματα της οικογενείας σου. Έσο ήσυχος, θα λάβω υπ’ όψιν την αίτησίν σου και θα σ’ ευχαριστήσω». Ήταν τέτοια η πειθώ του που οι περισσότεροι έφευγαν πιστεύοντας ότι το ζήτημα τους είχε τελειώσει… Τα χρήματα του κράτους μοιράζονταν αφειδώς στους πολιτικούς φίλους του, ενώ όταν έρχονταν στην επιφάνεια παρανομίες και καταχρήσεις των οπαδών του απαντούσε ατάραχος: «Ε, μήπως τα κλέπτουν ξένοι; Οι Ελληνάδες μου»! Κατάφερε να στήσει έτσι έναν κομματικό μηχανισμό ιδιαίτερα ισχυρό, μια πολιτική φατρία που ο λαός εύστοχα αποκαλούσε «το κόμμα της μοσχομάγκας». Οι Bower και Bolitho στην ιστορία τους για τον βασιλιά Όθωνα σημειώνουν ενδεικτικά: «Ο Κωλέττης μεγάλωσε απίστευτα το κόμμα του πιστεύοντας στις αρχές του Αλή Πασά, της εξαγοράς των συνειδήσεων με την κατάχρηση του δημοσίου χρήματος».
Πέρα από την αγκίστρωση στην εξουσία ο Κωλέττης δεν είχε κανένα πρόγραμμα πολιτικό. Η εσωτερική ανασυγκρότηση του κράτους τον άφηνε σχεδόν αδιάφορο! Οι χιλιάδες πενόμενοι αγρότες που ανέμεναν την αγροτική μεταρρύθμιση, το μόνο που άκουγαν από τον Κωλέττη ήταν κούφιες υποσχέσεις. Η διάνοιξη δρόμων και η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του κράτους δεν ήταν ποτέ ψηλά στην ατζέντα του. Αντί προγράμματος εκσυγχρονιστικού σκαρφίστηκε την «Μεγάλη Ιδέα». Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει η μικρή Ελλάς, σύμφωνα με τον Κωλέττη, ήταν να στραφεί στην ανασύσταση του… Βυζαντίου. Το πεπρωμένο του νέου κράτους ήταν να επανακτήσει τα εδάφη της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας και να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Ακουμπώντας στους μύχιους πόθους των λαϊκών μαζών, που για χρόνια είχαν γαλουχηθεί στις προφητείες του Αγαθαγγέλου και τον θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, δημιούργησε μια πρώιμη σοβινιστική- επεκτατική ιδεολογία. Μια εθνικιστική ιδεολογία που περισσότερο λειτουργούσε ως αποπροσανατολισμός από τα εσωτερικά προβλήματα, παρά ως εφαρμόσιμη εξωτερική πολιτική. Ο Επ. Κυριακίδης στην «Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού» σχολιάζει σχετικά με την «Μεγάλη Ιδέα»: «[…] το εμπόριον και η βιομηχανία ουδαμώς απασχολούσι τας σκέψεις και την διάνοιάν του (ενν. του Κωλέττη). Περί συγκοινωνίας, περί διαχαράξεως οδών, ουδέ σκέπτεται, διότι μίαν και μόνην διανοείται να διαχαράξη οδόν, την προς την Θεσσαλονίκην και την Κωνσταντινούπολιν. […] Εκράτει την σημαίαν της μεγάλης ιδέας και έσυρεν όπισθεν αυτού το έθνος». Το ότι η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν μια πολιτική απάτη για να παραπλανηθεί ο λαός εξάγεται και από την στάση της προστάτιδας του Κωλέττη, Γαλλίας, η οποία εγγράφως δια του πρωθυπουργού Guizot είχε δεσμευτεί στην διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην αποχή από κάθε εχθρική ενέργεια εναντίον της. Μάλιστα, σε γράμμα προς τον Κωλέττη ο Guizot τον συμβουλεύει τα εξής: «Η Ευρώπη δεν θέλει την προσεχή πτώσιν του οθωμανικού κράτους. Η Ευρώπη θα πράξη ό, τι δυνατόν ίνα βραδύνη την πτώσιν ταύτην και τα επακόλουθα αυτής. Εάν δε τις νομίση ότι υμείς εργάζεσθε ίνα επιταχύνητε το πράγμα, όπερ η Ευρώπη θέλει ν’ αναβάλλη, η πολιτική της Ευρώπης θα στραφή εναντίον υμών, και οι κράτιστοι των φίλων υμών ουδέν δυνήσονται να πράξωσιν υπέρ υμών». Για να ακολουθήσει και η διαβεβαίωση του Κωλέττη προς τον πολιτικό του πάτρωνα, που διαλύει κάθε αμφιβολία για την κοροϊδία προς τον ελληνικό λαό: «Μετά λύπης μου είδον ότι υμείς φοβείσθε μη επί κυβερνήσεώς μου γίνηται τι κίνημα εναντίον των οθωμανικών ορίων. Καθήκόν μου θεωρώ να διαλύσω τους φόβους υμών τούτους.[…] Κηρύττω υμίν, σεβαστέ μοι φίλε, ότι, εφ’ όσον θα ήμαι πρωθυπουργός, η Τουρκία ουδένα θα έχη φόβον εκ μέρους εμού». Η εφαρμογή της «Μεγάλης Ιδέας» περιορίστηκε σε συμμαχίες με Αλβανούς τοπάρχες της Ηπείρου, με τους οποίους ο Κωλέττης διατηρούσε άριστες σχέσεις και λόγω καταγωγής, προκειμένου να ξεκινήσει εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς. Πράγματι, σε συνεννόηση με τον Αλβανό Γκιουλέκα προσπάθησε να στήσει αντάρτικο στην περιοχή ανάμεσα στο Αργυρόκαστρο και στα Ιωάννινα, αλλά δίχως επιτυχία. Κατά τα λοιπά η εφαρμογή της «Μεγάλης ιδέας» περιορίστηκε στην εξαγωγή της ληστείας προς την οθωμανική επικράτεια.
Στον Αβραάμ Λίνκολν αποδίδεται ένα ευφυές ρητό σχετικό με τον βίο και την πολιτεία του Κωλέττη. Σύμφωνα με τον 16ο πρόεδρο των Η.Π.Α. : «Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό». Έτσι και Κωλέττης με τις ασύστολες υποσχέσεις που έδινε προς πάσα κατεύθυνση και την αδιαφορία του για τον εκσυγχρονισμό του κράτους σταδιακά άρχισε να εκτίθεται. Τον Ιανουάριο του 1847 σημειώνεται ένα σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο με την Οθωμανική αυτοκρατορία, που έμεινε στην ιστορία ως τα «Μουσουρικά», εκ του ονόματος του Οθωμανού πρεσβευτή στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, του Έλληνα στην καταγωγή, Κωστάκη Μουσούρου. Αιτία ήταν η άρνηση της Οθωμανικής πρεσβείας να δώσει διαβατήριο στον Τσάμη Καρατάσο, υπασπιστή του Όθωνα, που στα 1841 είχε οργανώσει λησταντάρτικα κινήματα σε οθωμανικές περιοχές. Ο Όθωνας θεώρησε προσωπική την προσβολή και σε μια χοροεσπερίδα διαμαρτυρήθηκε στον Μουσούρο. Ο τελευταίος, παρακινημένος και από τον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Αθήνα Edmund Lyons, αποχώρησε από την πρωτεύουσα. Ο Κωλέττης σε επιστολή του προς τον Οθωμανό ΥΠ.ΕΞ. κατηγόρησε τον Μουσούρο για το περιστατικό, ρίχνοντας λάδι στην φωτιά. Σε απάντηση η Οθωμανική κυβέρνηση έπαψε να αναγνωρίζει τον Έλληνα επιτετραμμένο και έκλεισε την ελληνική πρεσβεία. Και δεν σταμάτησε εκεί. Έδιωξε όλους τους Έλληνες προξένους και απαγόρευσε στα ελληνικά καράβια να εισέρχονται στον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο. Για την ανερχόμενη τότε ελληνική εμπορευματική αστική τάξη αυτό ήταν ένα καίριο χτύπημα. Ο πρεσβευτής της Αγγλίας Lyons σε διακοίνωσή του τόνιζε τις συνέπειες από την διακοπή των εμπορικών συναλλαγών. Σε ερώτησή του για την τύχη των Ελλήνων ναυτών και τεχνιτών, ο Κωλέττης απάντησε: «οι ναύτες θα γίνουν πειρατές και οι τεχνίτες ληστές»! Το επεισόδιο με τον Μουσούρο έληξε μετά τον θάνατο του Κωλέττη, αλλά απέδειξε περίτρανα πόσο κενά περιεχομένου και «έπεα πτερόεντα» ήταν τα περί «Μεγάλης ιδέας» από ένα ασθενικό κράτος που μαστιζόταν από εσωτερική αναρχία.
Παράλληλα εντός του 1847 απανωτές εξεγέρσεις και σκάνδαλα άρχισαν να δημιουργούν τριγμούς στο εξουσιαστικό του οικοδόμημα του Κωλέττη. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης, υπό την υλική και ηθική υποστήριξη της Αγγλίας, άρχισαν να οργανώνουν συνεχείς στάσεις. Τρείς άξιες λόγου στάσεις σημειώθηκαν από καπετάνιους που μέχρι πριν λίγο καιρό «έπιναν νερό» στο όνομα του Κωλέττη και τώρα ξεσηκώνονταν επειδή, κατ’ ουσίαν, εμπαίζονταν από τον πολιτικό τους προστάτη. Πρώτος ο Θοδωράκης Γρίβας, που λίγο καιρό πριν ήταν επιθεωρητής του στρατού, τον Ιούνιο ξεσήκωσε ανταρσία στην Ακαρνανία και οχυρώθηκε στο χωριό Παραταριά, απέναντι από την Λευκάδα. Το κίνημα ήταν ανοργάνωτο και εύκολα ο τακτικός στρατός το διέλυσε και ο Θ. Γρίβας πέρασε στην Λευκάδα με αγγλικό πολεμικό… Και η δεύτερη εξέγερση ξέσπασε στην Ακαρνανία από τον αντισυνταγματάρχη Ι. Φαρμάκη. Από την Ναύπακτο την 17η Αυγούστου 1847, με την συνδρομή και του φρουράρχου της πόλης Α. Βοζαΐτη, έβγαλε προκήρυξη ενάντια στις αυθαιρεσίες του Κωλέττη. Μαζί τους ενώνονται αργότερα και οι Παπακώστας Τζαμάλας, ο Γιάννης Βελέντζας και άλλοι αντάρτες. Και αυτοί όμως υπέκυψαν στα υπέρτερα κρατικά στρατεύματα, των οποίων ηγείτο ο δήμιος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννης του Γκούρα Μαμούρης. Η σοβαρότερη, πάντως, ανταρσία σημειώθηκε στην Χαλκίδα από τον Ν. Κριεζώτη. Αρχικά, οπαδός του Κωλέττη είχε την θέση νομοεπιθεωρητή. Επειδή κατηγορήθηκε για βασανισμό ενός πολίτη κλείστηκε στις φυλακές Χαλκίδας. Με τη βοήθεια συντρόφων του δραπετεύει και στήνει το στρατόπεδό του σε ένα χωριό δίπλα από την Χαλκίδα. Με περίπου 600 άνδρες ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη. Στην μάχη που έδωσε με τα κρατικά στρατεύματα, αν και έχασε το δεξί του χέρι, κατάφερε να ξεφύγει και να βρει καταφύγιο στην Σμύρνη, όπου έγινε δεκτός με τιμές ήρωα από τους Έλληνες της πόλης, ενώ οι οθωμανικές αρχές τον καλοδέχτηκαν και τον φρόντισαν… Στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κωλέττη ξέσπασε και το πρώτο οικονομικό σκάνδαλο που ενέπλεξε τον τότε υπουργό οικονομικών Ν. Πονηρόπουλο. Είναι ο πρώτος υπουργός του ελληνικού κράτους που κατηγορήθηκε «επί νοσφίσει του δημοσίου χρήματος»! Κατηγορήθηκε για κερδοσκοπία στην εισαγωγή σιταριού και παραπέμφθηκε σε κοινοβουλευτική ανακριτική επιτροπή. Η τελευταία τον έκρινε ένοχο και αποφάσισε την παραπομπή του σε δίκη. Η αντίδραση της κυβέρνησης, όμως, υπήρξε άμεση και κατάφερε η πρόταση της επιτροπής να μην γίνει δεκτή από την Βουλή.
Ο Κωλέττης όταν ανέλαβε την εξουσία ήταν ήδη 70 ετών. Η υγεία του άρχισε σταδιακά να επιβαρύνεται και από το 1846 αντιμετώπιζε πρόβλημα με τα νεφρά του, πάθηση που επιδεινώθηκε τον Αύγουστο του 1847. Τελικά, καταλήγει την 1η Σεπτεμβρίου 1847. Η κηδεία του Κωλέττη ήταν μια από τις λαμπρότερες που είχε δει μέχρι τότε η Αθήνα, ενώ η απώλεια του έγινε αισθητή και στην γαλλική εξωτερική πολιτική. Η μοναδική παρακαταθήκη του ήταν η «Μεγάλη Ιδέα» και η προσκόλλησή του στην Γαλλία. Ο πόθος για απελευθέρωση της πατρίδας του, της Ηπείρου, τον οδήγησε σε αυταπάτες σχετικά με τον ρόλο των Γάλλων. Αλλά και στην εσωτερική πολιτική δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το στενό κομματικό συμφέρον, το οποίο υπηρετούσε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Ο Douglas Dakin στο βιβλίο του «Η ενοποίηση της Ελλάδας» σχολιάζει για την περίοδο της πρωθυπουργίας Κωλέττη: «[…]ο Κωλέττης δημιούργησε από τα λιγότερο σταθερά, και συχνά τα πιο αντιπαθητικά στοιχεία της ελληνικής πολιτικής ζωής, το «σύστημα» όπως το αποκάλεσαν- ένα κράμα των μεθόδων των παλαιών πατρόνων του, του Guizot και του Αλή πασά». Ο Guizot σε επιστολή του αναφέρει: «Η Ελλάς απώλεσε τον ενδοξότατον των επιζώντων στρατιωτικών, οι οποίοι κατέκτησαν την ελευθερίαν της, τον μόνον έξοχον πολιτικόν της, τον μοναρχικότατον μεν υπουργόν του βασιλέως Όθωνος ενθερμότατον φίλον της πατρίδος. Η φιλοπατρία του, η ελευθέρωσις, η ανεξαρτησία και το μεγαλείο της ελληνικής φυλής υπήρξαν το μόνο πάθος του Κωλέττη». Από την άλλη πλευρά οι ντόπιοι, και κυρίως οι πολιτικοί του αντίπαλοι, μάλλον ανακουφισμένοι, δήλωναν από τις σελίδες της «Αθηνάς»: «Τέλος πάντων, απέθανεν ο Κωλέττης…». Ο Π. Καρολίδης είναι λάβρος για τον Κωλέττη: «Ο Κωλέττης υπήρξεν ο πρώτος Έλλην πολιτευτής και δη πρωθυπουργός δημιουργήσας εαυτώ περιουσίαν και δη περιουσίαν σημαντικωτάτην εν τοις τότε χρόνοις […] είναι τρανόν μαρτύριον ότι ο ανήρ εστερείτο πάμπαν της απαραιτήτου εις κυβερνήτην λαού αρετής του είναι κρείσσονα χρημάτων». Εξ ίσου δηκτικός είναι και ο Μακρυγιάννης, που αναφέρει για τον θάνατο του Κωλέττη: «Ο Κωλέττης έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη εναντίον της πατρίδος του, της θρησκείας και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων- και να χύσει τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του όπου μας κυβερνούν, και οι προκομένες του οι βουλές και άλλοι τοιούτοι όπου δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο και όλο το κράτος τόφεραν σε μιαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία». Η δε εφημερίδα «Ελπίς» αναφερόμενη στο Κωλέττη αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: «Αν ως άνθρωποι ελυπήθημεν τον θάνατον του ανθρώπου, ως πολίται της Ελλάδος, επιθυμούντες την ευδαιμονίαν της πατρίδος, εχάρημεν, ως εχάρη όλο το Κοινόν της Πρωτευούσης, ως θέλει χαρή όλον το κοινόν της Ελλάδος…».Τέλος και η ρωσόφιλη εφημερίδα «Αιών» καυτηριάζει τον βίο και την πολιτεία του Κωλέττη: «[…] Άλλον δεν εγνώρισεν η Ελλάς Κωλέττην ειμή τον εγνωσμένον προ του 1821 ως θεράποντα πιστόν του Μουχτάρ πασσά εν Ιωαννίνοις.[…] εκείνον, όστις φιλάργυρος ων ιδιώτης εσπατάλα τα δημόσια […]Άλλον δι’ ολίγων λέξεων δεν εγνώρισε η Ελλάς Κωλέττην, ειμή εκείνον, όστις, πρωτότυπον ων αγυρτείας, επιορκίας, ψεύδους και πλάνης, παρέλαβεν την Ελλάδα ειρηνεύουσαν και άφησεν αυτήν σπαρασσομένην υπό των επαναστάσεων».
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.