Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1970, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε συγκεντρώνει το 36,63% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές της Χιλής και με την υποστήριξη του υποψηφίου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ραντομίρο Τόμιτς (που ήρθε τρίτος με 28,09%) στο Κογκρέσο αναδεικνύεται πρόεδρος της Χιλής.
«Αξιώνουμε να δημιουργήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, να αποδείξουμε ότι μπορούν να γίνουν βαθιές αλλαγές που αποτελούν επανάσταση. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κυβέρνηση δημοκρατική, εθνική, επαναστατική και λαϊκή που θα οδηγήσει στον Σοσιαλισμό». Σαλβαδόρ Αλιέντε
Στις 26 Ιουνίου του 1908 έρχεται στη ζωή μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, που χάραξε με τρόπο ανεξίτηλο την ιστορία της παγκόσμιας Αριστεράς. Στην πόλη του Βαλπαραΐσο γεννιέται από μια προοδευτική μεγαλοαστική οικογένεια ο Σαλβαδόρ Αλιέντε: ο άνθρωπος που εξήντα δύο χρόνια μετά θα εκλεγεί πρόεδρος της χώρας του, εγκαινιάζοντας μια λαμπρή σελίδα για τη Χιλή αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Αλιέντε σπουδάζει ιατρική γιατί θέλει να βοηθά ανήμπορους και φτωχούς ανθρώπους που δεν έχουν καμιά δυνατότητα περίθαλψης στο ανάλγητο αμερικανόφιλο καθεστώς που κυβερνά τη χώρα από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια μυείται στον μαρξισμό και ασπάζεται τα προτάγματα και τις αξίες του. Το 1933, σε ηλικία 25 ετών, ο Αλιέντε συμμετέχει στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Χιλής. Παλεύει από τη πρώτη στιγμή για τον κοινωνικό εκδημοκρατισμό και την πολιτική χειραφέτηση της χώρας του. Οργίζεται από το καθεστώς του «αφανούς» προτεκτοράτου των Η.Π.Α και επιθυμεί την ανατροπή αυτής της κατάστασης.
Ως υπουργός Υγείας στη κυβέρνηση του Πέντρο Αγκίρε Σέντρα (1937-1941) επιβεβαιώνει τον ριζοσπαστισμό του παίρνοντας φιλολαϊκά μέτρα. Θεσπίζει τη δωρεάν περίθαλψη για τους άνεργους και τους αγρότες, εκσυγχρονίζει τα νοσοκομεία και ξεκινά μια σπουδαία προσπάθεια εθνικοποίησης του συστήματος υγείας. Όλες οι προσπάθειες του όμως αναιρούνται από τους επόμενους συντηρητικούς κυβερνώντες.
Χάρη στην πολιτική που ακολουθεί ο Αλιέντε ως υπουργός, καθιερώνεται ως ηγετική προσωπικότητα της Αριστεράς, αλλά και μια από τις πλέον μισητές φιγούρες για τη Δεξιά. Άλλωστε η μαρξιστική του ιδεολογία, η εκπεφρασμένη εναντίωσή του στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και η εμμονή του στην ενότητα όλων των αριστερών δυνάμεων της Χιλής, δικαιολογεί τη στάση συντρόφων και ορκισμένων εχθρών.
Το 1952 κατεβαίνει για πρώτη φορά υποψήφιος πρόεδρος της Χιλής. Τερματίζει τελευταίος, καθώς στο μεταξύ έχει διαγραφεί από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, λόγω της στήριξης που του παρέχει το παράνομο –τότε– Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1958, με τη στήριξη αυτή τη φορά του Σοσιαλιστικού κόμματος και του –νόμιμου πλέον– κομμουνιστικού κόμματος, τερματίζει δεύτερος στις προεδρικές εκλογές. Από εκείνη τη στιγμή ο Αλιέντε γίνεται σχεδόν αμέσως το σύμβολο αντίστασης των καταπιεσμένων και των υποτελών. Στο πρόσωπό του, οι εξαθλιωμένες μάζες βλέπουν την περηφάνια και την ευκαιρία για χειραφέτηση. Ο ίδιος χτίζει γέφυρες με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου και στέκεται αποφασιστικά απέναντι σε κάθε πρακτική που ακολουθούν οι «πουλημένες στις Η.Π.Α κυβερνήσεις μας», όπως λέει.
Η πραγματικότητα όμως δείχνει να διαψεύδει πολλά από τα οράματα και τις απόψεις του Χιλιανού ηγέτη. Η ενότητα στους κόλπους της Αριστεράς αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση. Μολονότι έχουν προϋπάρξει πολλές κυβερνήσεις αριστερών μετώπων από το 1933 μέχρι το 1952 –πάντα υπό τον πρωταγωνιστικό ρόλο του κραταιού τότε Ριζοσπαστικού Κόμματος–, ωστόσο η ιδεολογική περιχαράκωση τόσο του σοσιαλιστικού, όσο και του κομμουνιστικού κόμματος, ταλανίζουν τον χώρο. Ο Αλιέντε, άνθρωπος με ιδεολογική συνέπεια αλλά «διπλωματικός» και συναινετικός καταφέρνει να υπερκεράσει εντέλει τις αγκυλώσεις των δύο κύριων εργατικών κομμάτων και να τα φέρει πιο κοντά.
Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι η δημιουργία ενός μεγάλου και μοναδικού για την εποχή αριστερού μετώπου, με το όνομα Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular), την οποία αποτελούν το Κομμουνιστικό Kόμμα, το Σοσιαλιστικό Kόμμα του Αλιέντε, το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα, το Ριζοσπαστικό Kόμμα, η Κίνηση της Ενωμένης Λαϊκής δράσης (MAPU), η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και ένας μεγάλος αριθμός ανένταχτων αριστερών. Πρόκειται για έναν ετερόκλητο σχηματισμό και ο Αλιέντε είναι ο κύριος παράγοντας σταθερότητάς του.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 γίνεται εμφανές σε όλους ότι μια δημοκρατική κατάληψη της εξουσίας από την ενωμένη Αριστερά θα γίνει μόνο με την ανοχή του μεγάλου κεντρώου κόμματος της χώρας, του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος – που δεν πρέπει να ταυτίζεται όμως σε καμία περίπτωση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά χριστιανοδημοκρατικά κόμματα. Οι συγκρούσεις εντός της Λαϊκής Ενότητας θα είναι συχνές και ορισμένες φορές ο Αλιέντε θα αδυνατεί να βρει συμβιβαστική λύση. Το 1969 το Κομμουνιστικό Κόμμα, θέλοντας να αποσπάσει την ανοχή των Χριστιανοδημοκρατών, σκέφτεται να προτείνει για υποψήφιο στις επικείμενες προεδρικές εκλογές κάποιον από το MAPU, κόμμα που προήλθε από τη διάσπαση της αριστερής πτέρυγας των Χριστιανοδημοκρατών. Γρήγορα όμως εγκαταλείπει αυτή την ιδέα, γιατί αναγνωρίζουν στον Αλιέντε τον μόνο πολιτικό που θα μπορούσε να ασκήσει σοσιαλιστική διακυβέρνηση χωρίς την αντίθεση των Χριστιανοδημοκρατικών.
Οι Χριστιανοδημοκράτες θα απαιτήσουν από τον Αλιέντε σοβαρά ανταλλάγματα προκειμένου να «παραιτηθούν» από τη διεκδίκηση της προεδρίας. Ο «Νόμος Δημοκρατικών Εγγυήσεων», όπως ονομάσθηκε το consensus της Λαϊκής Ενότητας και των Χριστιανοδημοκρατών, ορίζει τη συνέχιση των δημοκρατικών θεσμών και τη διασφάλιση της ουδετερότητας του Στρατού. Με λίγα λόγια, οποιαδήποτε ριζική μεταρρύθμιση θα επιχειρούσε ο Αλιέντε όσο θα ήταν στην εξουσία, θα έπρεπε να περνάει από τη Βουλή, με το στρατό να αναλαμβάνει τον ρόλο του τελικού εγγυητή των –αστικών– θεσμών. Η Λαϊκή Ενότητα θα πιστέψει ότι αυτή είναι η χρυσή ευκαιρία για τη χιλιανή Αριστερά. Ο Αλιέντε θα τιμήσει αυτή τη συμφωνία για καιρό, παρόλο που οι Χριστιανοδημοκράτες δείχνουν να την εγκαταλείπουν σχεδόν αμέσως. Αυτό θα αποδεικνυόταν και το μεγαλύτερο λάθος στην εποχή της διακυβέρνησής του. Ένα λάθος που θα βύθιζε τη χώρα στην πιο αιμοσταγή δικτατορία που γνώρισε ο κόσμος μετά την Γερμανία του Χίτλερ.
Στις προεδρικές εκλογές του 1970 ο Αλιέντε κερδίζει με σχετική μονάχα πλειοψηφία τον ακροδεξιό αντίπαλο του Αλεσσάντρι, με ποσοστό 36,2%, έναντι 34,9%. Οι Χριστιανοδημοκράτες, που έχουν παρακινήσει πολλά στελέχη τους να ψηφίσουν την Λαϊκή Ενότητα, τερματίζουν τρίτοι με ποσοστό 27,8%. Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, η Βουλή πρέπει να διαλέξει το νέο πρόεδρο της χώρας ανάμεσα στους δύο πρώτους υποψηφίους. Οι Χριστιανοδημοκράτες θα στηρίξουν τελικά την Λαϊκή Ενότητα και έτσι ο Αλιέντε θα γίνει ο πρώτος μαρξιστής πρόεδρος που εκλέγεται δημοκρατικά σ’ ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο. Δίπλα του στέκεται και ο άνθρωπος σύμβολο της χιλιανής αντίστασης και διανόησης, ο ποιητής Πάμπλο Νερούντα.
Από τη πρώτη στιγμή η κυβέρνηση του Αλιέντε φαίνεται να περπατά σε τεντωμένο σχοινί. Από τη μια πλευρά στέκεται ο εξαθλιωμένος λαός και από την άλλη ο στρατός. Από τη μία η διχασμένη στους ριζοσπάστες και τους μετριοπαθείς Λαϊκή Ενότητα, και από την άλλη μια ηττημένη πολιτικά αστική τάξη που δείχνει να ανασυγκροτείται με γοργούς ρυθμούς. Ο Αλιέντε δηλώνει στους συντρόφους του πως ο «Νόμος Δημοκρατικών Εγγυήσεων» είναι μια τακτική αναγκαιότητα και ότι σύντομα το αστικό κράτος θα καταρρεύσει. Ο ίδιος θα προσπαθήσει να επιβάλει μια πολιτική ριζοσπαστική στην οικονομία και ταυτόχρονα κατευναστική προς τον στρατό. Στα τρία χρόνια που θα μείνει στην εξουσία η Λαϊκή Ενότητα, θα πέτυχε μόνο στο πρώτο.
Το πρόγραμμα που εφαρμόζει η Λαϊκή Ενότητα είναι ένα εξαιρετικά προοδευτικό και ρηξικέλευθο μείγμα πολιτικής. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες θα γίνει ο μεγαλύτερος αναδασμός γης που γνώρισε μέχρι τότε η αμερικανική ήπειρος. Εκατομμύρια εκτάρια γης θα δοθούν σε ακτήμονες στο πλαίσιο της αγροτικής μεταρρύθμισης, το γάλα θα μοιράζεται δωρεάν στα παιδιά, ο μισθός των στρατιωτικών θα αυξηθεί, η θέση των εργατών θα βελτιωθεί ραγδαία με την ίδρυση συνδικάτων, οι μισθοί θα αυξηθούν. Επιπλέον, θα ψηφιστεί ένας νέος εργατικός νόμος, θα εισαχθεί ο θεσμός της αυτοδιαχείρισης σε πολλές εταιρίες και θα επιβληθεί η εθνικοποίηση ενός τεράστιου αριθμού επιχειρήσεων. Ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας θα συρρικνωθεί στο ελάχιστο και ο δημόσιος θα αρχίζει να παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που του αναλογεί. Την ίδια περίοδο θα ιδρυθεί ο Αναπτυξιακός Συνεταιρισμός Ιθαγενών Πληθυσμών και το Ινστιτούτο εκπαίδευσης των Μαπούτσε, προκειμένου να καλυφθούν οι τρομακτικές ανάγκες των αυτοχθόνων της Χιλής.
Στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, ο Αλιέντε θα επιδιώξει να απαγκιστρωθεί από την κηδεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και θα συνάψει σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο. Θα ασκήσει ανεξάρτητη πολιτική εντός του Ο.Η.Ε και θα παγώσει τις σχέσεις της Χιλής με τις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου έχουν επιβληθεί φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις –ή δικτατορίες. Αυτό θα εξοργίσει τον Νίξον, που θα δηλώσει: «Τώρα με τον Κάστρο στην Κούβα και τον Αλιέντε στη Χιλή έχουμε στην Λατινική Αμερική ένα κόκκινο σάντουιτς και μοιραία όλη θα γίνει κόκκινη».
Από την πρώτη στιγμή, ο αμερικανικός παράγοντας στέκεται ανοιχτά απέναντι στον Αλιέντε. Ξαφνιάζεται από την νίκη του, μιας και ο Αλεσσάντρι –που έχει πριμοδοτηθεί για τον προεκλογικό του αγώνα από τις Η.Π.Α με το ποσό των 350 χιλιάδων δολαρίων μέσω της μεγάλης εταιρίας τηλεπικοινωνιών ITT– διαβεβαιώνει ότι θα είναι αυτός νικητής.
Ο Νίξον γρήγορα θα επιβάλει έναν «αόρατο οικονομικό αποκλεισμό» της Χιλής ήδη από τη πρώτη μέρα της κατάκτησης της εξουσίας από την ενωμένη Αριστερά. Θα ανακόψει κάθε ενδεχόμενο σύναψης εξωτερικού οικονομικού δανείου από την Παναμερικανική Τράπεζα και θα διατάξει τη CIA και τον ΥΠΕΞ Χένρι Κίσινγκερ να «σώσει τη Χιλή από τα χέρια αυτού του σοσιαλιστή».
Το σχέδιο πραξικοπήματος σχεδιάζεται ήδη πριν από την εκλογή του Αλιέντε. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, ο Νίξον δεν θέλει να δει άλλη μια χώρα της αμερικανικής ηπείρου να πέφτει στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος θα πει στον τότε αρχηγό της CIA, Ρίτσαρντ Χέλμς: «Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, ξόδεψε όσα χρήματα χρειάζεσαι, λύγισε την Οικονομία, αλλά σώσε την Χιλή. Koίτα να εμποδίσεις τον Αλιέντε να είναι ο πρώτος ελεύθερα εκλεγμένος Σοσιαλιστής Πρόεδρος. Κάνε αυτό που πρέπει».
Η CIA πλησιάζει τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων της Χιλής Σνάιντερ, και του ζητά να ρίξει την κυβέρνηση Φρέι –για να μη χρεωθεί η ίδια το πραξικόπημα–, εκείνος όμως αρνείται. Έτσι, δύο μέρες πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία που θα έβαζε τον Αλιέντε στον προεδρικό θώκο, τρία αμάξια κλείνουν τον δρόμο του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων και οι άγνωστοι επιβάτες τους τον δολοφονούν. Η επιχείρηση αυτή της CIA είναι σήμερα γνωστή με το όνομα «Επιχείρηση FU BELT».
Εκείνο όμως που ωθεί τις Η.Π.Α να ξοδέψουν εκατομμύρια δολάρια για την ανατροπή του Αλιέντε είναι η κρατικοποίηση των μεταλλείων χαλκού. Ο χαλκός είναι το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Χιλής και τα μεταλλεία ανήκουν εξολοκλήρου σε μεγάλες εταιρίες των Η.Π.Α. Η καταστροφή των συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ολοκληρωτική. Από την επομένη, λοιπόν, των εκτεταμένων κρατικοποιήσεων στη βαριά βιομηχανία, η CIA θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο της ανατροπής του προέδρου Αλιέντε. Πληρώνει περίπου 400 εκατομμύρια δολάρια για να εξαγοράσει το συνδικάτο των οδηγών Φορτηγών, το οποίο κηρύσσει αμέσως απεργία. Για μια χώρα σαν τη Χιλή, αυτή η απεργία είναι καταστροφική, καθώς κοστίζει στο κράτος 200 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Αλιέντε όμως δείχνει αλώβητος στην συνείδηση του λαού. Η δημοτικότητα του αυξάνεται κατακόρυφα και πλατιές μάζες δείχνουν να συμμερίζονται τις αντιαμερικανικές του απόψεις. «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος», φωνάζουν τα πλήθη κάθε φορά που εμφανίζεται, ανησυχώντας τη χιλιανή αστική τάξη και τον στρατό. Τα σχέδια των εχθρών του Αλιέντε και του καθημαγμένου λαού είναι γνωστά πλέον. Στις δημοτικές εκλογές του Απριλίου του 1971, η Λαϊκή Ενότητα κερδίζει το 50,08% και παρόλο που το Σύνταγμα δίνει δυνατότητα στον πρόεδρο να διαλύσει τη Βουλή μετά από δημοψήφισμα, ο Αλιέντε τηρεί την συμφωνία με τους Χριστιανοδημοκράτες και δεν παρεμβαίνει στην ανεξαρτησία του στρατού ή στη διάλυση του κοινοβουλίου. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ένα μήνα πριν τις δημοτικές εκλογές έχει αποτύχει απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, την οποία έχει στηρίξει υπογείως και το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών.
Ο Αλιέντε ακάθεκτος συνεχίζει τις επαναστατικές μεταρρυθμίσεις του. Η πρόοδος στην αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού είναι θεαματική. Η παιδική θνησιμότητα μειώνεται κατά 20,01% και η ανεργία πέφτει από το 8,8% στο 3%. Το πρόβλημα του πληθωρισμού όμως έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, αφού ο οικονομικός στραγγαλισμός των Η.Π.Α δυσκολεύει πολύ τον Αλιέντε. Η CIA δεν θα αργήσει να κάνει φανερή τη προσπάθεια της να τον ανατρέψει.
Ο πρόεδρος, στην προσπάθειά του να περιορίσει τη δράση του στρατού, κάνει ανασχηματισμό και βάζει στο νέο υπουργικό συμβούλιο τρεις στρατιωτικούς, ανάμεσά τους και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, στρατηγό Πρατς. Τον Μάρτιο του 1973 γίνονται νέες εκλογές και η αντιπολίτευση χάνει και πάλι. Αυτή τη φορά όμως η Λαϊκή Ενότητα παίρνει 44% από το 50,08% που είχε πετύχει δύο χρόνια πριν.
Με διάφορες αφορμές, η αντιπολίτευση υποκινεί ταραχές και απεργίες, προσπαθώντας να δημιουργήσει εμφυλιακό κλίμα. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1972 γίνεται η δεύτερη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Αλιέντε, η οποία αποτυγχάνει και πάλι. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, το –ταγμένο στο πλευρό των Η.Π.Α– συνδικάτο Ιδιοκτητών Φορτηγών κηρύσσει απεργία που παραλύει τη χώρα. Τον Ιούλιο του 1973 αποτρέπεται νέα προσπάθεια πραξικοπήματος και έτσι το «σχέδιο Ζ» της CIA αποτυγχάνει.
Την κατάσταση έρχεται να εντείνει λίγο αργότερα και ένα κύμα διώξεων και βασανισμών που υφίστανται δημοκρατικοί αξιωματικοί σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ίδιος ο στρατηγός Πρατς προπηλακίζεται δημόσια στον δρόμο και παραιτείται, καταγγέλλοντας την ύπαρξη νέων σχεδίων πραξικοπήματος. Ο Αλιέντε δείχνει να αγνοεί την παραίνεση του Πρατς να ανοίξει της αποθήκες των όπλων και να οπλίσει τον λαό. Αντ’ αυτού, τοποθετεί αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, τον στρατηγό Πινοσέτ, τον άνθρωπο που θα εγκαταστήσει σε λίγο καιρό το πιο άγριο καθεστώς που γνώρισε ποτέ η Λατινική Αμερική.
Η νέα απεργία των Ιδιοκτητών Φορτηγών στα τέλη του Ιουλίου του 1973 είναι η αρχή του τέλους για την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Οι μέρες που περνούν είναι δραματικές. Τελικά στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, ο Πινοσέτ, με υπόδειξη της CIA, εξαπολύει συντονισμένη επίθεση από ξηράς και αέρα εναντίον του προεδρικού μεγάρου. Ο λαός υπερασπίζεται τον πρόεδρο Αλιέντε. Λίγο μετά το μεσημέρι, οι δυνάμεις του Πινοσέτ καταλαμβάνουν το προεδρικό μέγαρο, μέσα στο οποίο βρίσκεται ο νεκρός πλέον Αλιέντε. Έχει αυτοκτονήσει λίγο μετά την τελευταία ραδιοφωνική του ομιλία, στην οποία καλεί τον λαό να αντισταθεί, με το όπλο που του είχε δωρίσει ο Φιντέλ Κάστρο όταν επισκέφτηκε τη Χιλή τον Νοέμβριο του 1971. Αυτή είναι η επίσημη εκδοχή του θανάτου του. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι ο πρόεδρος σκοτώθηκε προσπαθώντας να υπερασπιστεί το προεδρικό μέγαρο μαζί με τους ελάχιστους συντρόφους του. Αξίζει να αναφερθεί πως ο στρατηγός Κάρλος Πρατς, φίλος και σύντροφος του Αλιέντε, δολοφονήθηκε από μία ακροδεξιά οργάνωση στην Αργεντινή το 1974, πληρώνοντας κι αυτός με τη ζωή του τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού του χιλιανού στρατού.
Σήμερα είναι γνωστό ότι ο Αλιέντε είχε εγκρίνει τη σύσταση της δημιουργίας της Εργατικής Πολιτοφυλακής μετά από εισήγηση της Συνομοσπονδίας Εργατών. Ο εξοπλισμός και η ανάπτυξή της, όμως, γίνονταν με απελπιστικά αργούς ρυθμούς, ώστε οι αμερικανοί να πετύχουν τελικά αυτό για το οποίο πάλευαν ήδη από το 1969.
Το καθεστώς Πινοσέτ βύθισε τη χώρα στην τρομοκρατία. Διέλυσε κάθε κατάκτηση των εργαζομένων και των αγροτών και επέβαλε την πιο άγρια μορφή νεοφιλελευθερισμού που γνώρισε ποτέ η υφήλιος μέχρι τότε. Δεκαεφτά χρόνια έμεινε στην εξουσία και τα αποτελέσματα της βάναυσης διακυβέρνησής του είναι ορατά μέχρι και σήμερα. Η Χιλή είναι μία διαλυμένη χώρα και η Αριστερά εκεί βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον Αλιέντε. Για την αποφασιστικότητά του να εφαρμόσει μια ριζοσπαστική σοσιαλιστική πολιτική, αλλά και για την ατολμία του να παλέψει ενάντια στον στρατό, παρόλο που είχε τη λαϊκή νομιμοποίηση. Η ηθική του τον έκανε να υποβαθμίζει τα σχέδια εκείνων που στήριζαν και υποκινούσαν δολοφονικές απόπειρες εναντίον του. Ο Αλιέντε έμεινε εντούτοις στην ιστορία ως ο γνήσιος λαϊκός ήρωας της Χιλής. Είναι εκείνος που πήρε έναν καθημαγμένο λαό και τον εξύψωσε, εφαρμόζοντας μια δίκαιη σοσιαλιστική πολιτική. Σήμερα πολλά καθεστώτα στον κόσμο εμπνέονται από αυτόν τον χαρισματικό πολιτικό και τα οράματά του. Το πείραμα της Λαϊκής Ενότητας άνοιξε νέους δρόμους σκέψης και πολιτικής στοχοθεσίας στο παγκόσμιο αριστερό κίνημα. Ήταν κάτι τόσο ελπιδοφόρο και δυναμικό, που προκειμένου να κατασταλεί, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάστηκε να ξοδέψουν δισεκατομμύρια δολαρίων και να αιματοκυλίσουν έναν ολόκληρο λαό.
Ο Πάμπλο Νερούντα, που στήριξε τον Αλιέντε, όταν ο Πινοσέτ κατέλαβε την εξουσία έγραψε το ποίημα Σατράπες:
Νίξον, Φρέϋ και Πινοτσέτ
ως τώρα, ως τούτο τον πικρό
μήνα Σεπτέμβρη του 1973,
με τον Μπορνταμπέρι, τον Γκαρατσάτσου και τον Μπαντζέρ,
ύαινες αχόρταγες, τρωκτικά,
σιγοτρώνε τα λάβαρα,
τα καταχτημένα με τόσο αίμα, με τόση φωτιά,
στα τσιφλίκια ποδοπατημένα,
διαβολικοί δραγουμιστές,
σατράπες, μύριες φορές πουλημένοι,
ξεπουλητάδες βαλτοί
από τους λύκους της Νέας Υόρκης…
πεινασμένες για δολλάρια μηχανές,
σημαδεμένοι από τα θύματα
των λαών που θυσιάσατε,
εκπορνευμένοι μικροπωλητές
ψωμιού και αέρα αμερικάνικου,
εγκληματικοί βούρκοι, συμμορίες
από μαστρωπούς μπόσηδες
δίχως άλλο νόμο απ’τα βασανιστήρια
και την πείνα που μαστιγώνει τους λαούς…
Γεννήθηκε στο Βαλπαραΐσο το 1908 και δολοφονήθηκε[1] στο Σαντιάγο το 1973. Καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο, απ΄ όπου και έλαβε το δίπλωμά του το 1932. Ασχολήθηκε έντονα με την πολιτική αναπτύσσοντας μαρξιστική δράση. Ένα χρόνο μετά συνέβαλε στην ίδρυση του σοσιαλιστικού κόμματος της Χιλής. Το 1937 συμμετείχε στη κυβέρνηση του Πέδρο Αγκίρρε Σέντρα, στην οποία και ανέλαβε για τέσσερα χρόνια υπουργός Υγιεινής. Το 1945 εκλέχθηκε για πρώτη φορά μέλος της Γερουσίας.
Το 1952, όταν έβαλε υποψηφιότητα για την Προεδρία, επειδή είχε δεχθεί την υποστήριξη του παράνομου τότε κομμουνιστικού κόμματος, διαγράφτηκε από το σοσιαλιστικό κόμμα με συνέπεια να καταταγεί τελευταίος των τεσσάρων υποψηφίων. Επανήλθε όμως στις εκλογές του 1958 με την υποστήριξη των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, των οποίων το κόμμα τους είχε πλέον νομιμοποιηθεί. Παρά ταύτα κατατάχθηκε δεύτερος των υποψηφίων. Τελικά εκλέχθηκε πρόεδρος της Χιλής το 1970 με τη βοήθεια του κομμουνιστικού κόμματος και άλλων αριστερών δυνάμεων με μικρή διαφορά από τον δεύτερο υποψήφιο. Στην ομιλία του μετά την νίκη του ο Αλιέντε είπε: «Αξιώνουμε να δημιουργήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, να αποδείξουμε ότι μπορούν να γίνουν βαθιές αλλαγές που αποτελούν επανάσταση. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κυβέρνηση δημοκρατική, εθνική, επαναστατική και λαϊκή που θα οδηγήσει στον Σοσιαλισμό». Αμέσως μετά την ορκωμοσία του, στις 3 Νοεμβρίουτου 1970, άρχισε να εφαρμόζει ένα ευρύτατο πρόγραμμα σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων κρατικοποιώντας μεγάλες εκτάσεις γης, τον ορυκτό πλούτο της χώρας και τις τράπεζες.
Το πρόγραμμα του Αλιέντε περιελάμβανε αναβάθμιση των συμφερόντων των εργατών, εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας σε δημόσιο, μικτό και ιδιωτικό τομέα, εξωτερική πολιτική διεθνούς αλληλεγγύης και εθνικής ανεξαρτησίας, καθώς και νέα θεσμική οργάνωση του κράτους, ως λαϊκού πλέον κράτους, με την ίδρυση ενός ενιαίου σώματος αντιπροσώπων. Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ένωσης πρότεινε επίσης την εθνικοποίηση των κύριων ορυχείων χαλκού της Χιλής, που άνηκαν σε ξένα συμφέροντα, κυρίως των ΗΠΑ. Ορισμένες χαρακτηριστικές μεταρρυθμίσεις κατά το πρώτο διάστημα της προεδρίας του Αλιέντε περιλάμβαναν την ανακατανομή εκατομμυρίων στρεμμάτων γης σε ακτήμονες ως μέρος της αγροτικής μεταρρύθμισης, αύξηση μισθών στις ένοπλες δυνάμεις και παροχή δωρεάν γάλατος στα παιδιά. Επίσης, ιδρύθηκαν ο Αναπτυξιακός Συνεταιρισμός Ιθαγενών Πληθυσμών και το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης των Μαπούτσε για να καλύψουν τις ανάγκες των αυτοχθόνων κατοίκων της Χιλής.
Παράλληλα ο Αλιέντε εφάρμοσε νέα εξωτερική πολιτική, ξεκινώντας τη συνεργασία πρώτα με τη Κίνα και στη συνέχεια με την Κούβα. Η πολιτική του αυτή τον έφερε σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με συνέπεια οι σχέσεις των δύο χωρών να ψυχραθούν. Ο τότε ένοικος του λευκού οίκου Νίξον είπε χαρακτηριστικά: "Τώρα με τον Κάστρο στην Κούβα και τον Αλιέντε στη Χιλή έχουμε στην Λατινική Αμερική ένα κόκκινο σάντουιτς και μοιραία όλη θα γίνει κόκκινη". Δύο χρόνια αργότερα από την εκλογή του άρχισε να καλπάζει ο πληθωρισμός και να πλήττεται βεβαίως η μεσαία τάξη.
Επειδή ο Αλιέντε είχε στο πρόγραμμα του να κρατικοποιήσει τα μεταλλεία χαλκού, τα οποία ανήκαν σε Αμερικάνους ιδιώτες, έπρεπε να ανατραπεί. Έτσι, ο Νίξον αποφάσισε να ανατρέψει τον Αλιέντε. Το έργο αυτό το αναθέτει στην C.I.A. και οργανωτής του πραξικοπήματος επιλέγεται ο Χένρυ Κίσινγκερ. Οι μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. προσπαθούν να δωροδοκήσουν τον στρατό της Χιλής, αλλά ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Ρενέ Σνάιντερ ήταν πιστός στο σύνταγμα και η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος απέτυχε. Ο Σνάιντερ βρέθηκε δολοφονημένος λίγες μέρες μετά.
Έπειτα από αυτό ο Λευκός Οίκος διέταξε τον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας. Η δεύτερη απόπειρα δωροδοκίας στέφθηκε με επιτυχία. Οι φορτηγατζήδες που μετέφεραν τα τρόφιμα σταμάτησαν να κάνουν την δουλειά τους. Το κόστος αυτής της απεργίας ήταν 200 εκατομμύρια δολάρια για το κράτος της Χιλής, ενώ η C.I.A. είχε ξοδέψει τα διπλάσια. Παρ’ όλα τα δεινά που περνούσε η χώρα, η δημοτικότητα του Αλιέντε συνεχώς αυξανόταν. Κατόπιν αυτού οι Αμερικανοί οργάνωσαν το σχέδιο Ζ. Τον Ιούνιο του 1973 οργανώνεται ένα δεύτερο πραξικόπημα, που κατεστάλη από τη νόμιμη ηγεσία του στρατού και τον στρατηγό Πρατς. Μετά την καταστολή ο στρατηγός Πρατς συμβούλεψε τον Αλιέντε να δώσει όπλα στο λαό ανοίγοντας τα οπλοστάσια. Ο Αλιέντε όμως, όντας πιστός στις αξίες του, του απάντησε: "Όχι. Αυτή η επανάσταση θα γίνει χωρίς σταγόνα αίμα. Βασίζεται σε ειρηνικές αξίες και όχι στην βία".
Θάνατος
Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Αλιέντε αποφασίζει να αλλάξει την ηγεσία του στρατού και στην θέση του Πρατς τοποθετεί τον Αουγούστο Πινοσέτ. Την Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 1973, γίνεται συγχρονισμένη επίθεση από ξηρά και αέρα στο προεδρικό μέγαρο. Η δημοκρατία καταλύεται και στην εξουσία ανεβαίνει ο Πινοσέτ.
Προσωπική ζωή
Ήταν παντρεμένος με την Ορτένσια Μπούσι [2] η οποία απεβίωσε το 2009 σε ηλικία 94 ετών. Είχαν αποκτήσει τρεις κόρες [3].
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.