Ὀρθώνεται ὑψηλό, τετράγωνο, βαρὺ σὰν κολοσσὸς τὸ οἰκοδόμημα. Τὰ παράθυρά του, τὰ δώματα, ἀνοίγονται εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰς τὸν ἥλιο. Οἱ πόρτες του διάπλατες δείχνουν μαρμαροστρωμένες τὶς σκάλες του, διαδρόμους πλακόστρωτους, τοίχους βαμμένους φιστικὶ ποὺ ἀντιλάμπουν σὰν καθρέφτες.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν εἴσοδο καὶ εἰς τοὺς διαδρόμους ἀνάμεσα βουὴ καὶ σάλαγος στρατῶνος. Βροντοῦνε τὰ σπαθιά, λάμπουν γαλόνια, ἀντιλαλοῦν αὐστηρὰ προστάγματα. Τί θυμὸς καὶ ποιὰ φρίκη! Σείονται καὶ λυγίζονται κορμιά, μάτια γυαλίζουν, μουστάκια στρίβονται· βροντᾶ εἰς τὸ πάτωμα τὸ πάτημα, φλυαροῦν τὰ σπιρούνια: γλὶν γλίν!… γλὶν γλίν!… Ὁ Ἄρης βασιλεύει μέσα εἰς τὸ πλατύχωρο οἰκοδόμημα. Ντυμένος τὸν ὁλόχρυσον λεπιδωτὸν θώρακά του, μὲ τὸ μεγάλο σπαθὶ στὸ πλευρὸ καὶ τὸ βαρὺ κοντάρι στὸ χέρι, ἁρματοδροδεῖ ὁ θεὸς τοῦ πολέμου φοβερός. Ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας του χύνει ἀνεμοστρόβιλο γύρω. Ὁ Δεῖμος καὶ ὁ Φόβος τρέχουν ἐμπρός του, σκορπίζοντας τὸν πανικόν. Ἡ Ἐνυὼ μὲ τὸ δαδὶ ἀναμμένο εἰς τὸ χέρι κρατεῖ ἄσβεστη τὴν ἀμάχη. Ἡ Διχόνοια, ὁ Θυμὸς καὶ ἡ Βοὴ τρέχουν κατόπιν τοῦ σπείροντας τὴν φρίκην καὶ τὴν ἀπόγνωσιν…
Ἔξαφνα ἀκούστηκε ἡ προσταγή:
– Ἀναφορά!…
Ἀμέσως εἴκοσι τριάντα ἄνδρες, ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, μὲ βῆμα σταθερόν, μὲ κορμὶ ὀρθὸν καὶ ζωντανὸ βλέμμα, μπαίνουν καὶ παρατάσσονται εἰς τὴν γραμμήν. Ὅλοι φοροῦν τὸ ἴδιο μαῦρο φόρεμα· κρατοῦν τὰ πιλίκια εἰς τὴν ἀριστερὰν μασχάλη· κρέμεται τὸ σπαθὶ στὸ πλευρὸ ἀκίνητο· πέφτει δεξιὰ τὸ χέρι καὶ τὸ κεφάλι ὀρθοκάθεται ἐμπρὸς μὲ τὰ μάτια ἀτενῶς. Ἀπέναντι ἕνας γηραλέος κύριος μὲ τὴν ἴδια στολή, μὲ τὴν ἴδια στάση. Τὸ βλέμμα του γλιστρὰ ἀπὸ τὸν ἕνα εἰς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὰ πόδια ὡς τὴν κεφαλή, ἐρευνητικό, αὐστηρό. Καὶ ἀπὸ τὸ ἄφωνο ἐκεῖνο βλέμμα σὰν νὰ εἶναι μαγνητικὸ κουμπί, ἀναταράσσονται εἰς τὴν τάξιν ὅλοι. Ἕνα πόδι τραβιέται ἔξαφνα πίσω· ἕνα χέρι κολλᾶ εἰς τὸ μηρί· κάποια δάχτυλα περνοῦν ἀστραπὴ ἐμπρὸς εἰς τὸ στῆθος· ἕνα σπαθὶ πατᾶ στὸ πάτωμα δειλά, τάκ! Καὶ ψηλὰ εἰς τοὺς τοίχους μέσα ἀπὸ τὶς μεγάλες χρυσὲς κορνίζες, κοιτάζουν οἱ συνάδελφοι, περασμένοι συνάδελφοι, λησμονημένοι ἤδη μὲ τὸ ἴδιο αὐστηρὸ βλέμμα, ἀλλὰ καὶ μὲ χαμόγελο ἀγαθοσύνης, ἴσως εἰρωνικό, ξένοι ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο καὶ τὴν πειθαρχία του.
Ἔξαφνα προβάλλει ἕνας δύο βήματα καὶ λέγει:
– Λαμβάνω τὴν τιμὴ ν᾿ ἀναφέρω ὅτι παραδίδω ὑπηρεσίαν.
Προχωρεῖ ἄλλος καὶ προσθέτει:
– Λαμβάνω τὴν τιμὴν ν᾿ ἀναφέρω ὅτι παραλαμβάνω ὑπηρεσίαν.
Ἄλλος:
– Λαμβάνω τὴν τιμὴν ν᾿ ἀναφέρω ὅτι παρουσιάζομαι ὡς τοποθετηθεὶς ἐνταῦθα.
Καὶ ἄλλος:
– Λαμβάνω τὴν τιμὴν ν᾿ ἀναφέρω ὅτι ἐπανέρχομαι ληξάσης τῆς ἀδείας μου…
Ἔπειτα ἀρχίζει τὸ διάβασμα τῆς Ἡμερησίας Διαταγῆς. Ἀκούονται: ὁ Παλαιὸς Στρατών, τὰ Παραπήγματα, οἱ φυλακὲς Ἀβέρωφ. Μνημονεύονται ὀνόματα, τοποθεσίες, συντάγματα, ὑπηρεσίες. Ἀναφέρονται τιμωρίες, νουθεσίες, ἔπαινοι, παρατηρήσεις. Καὶ μέσα εἰς τὴν νεκρικὴν σιγήν, ἐπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀκίνητα ἐκεῖνα κορμιὰ καὶ τὰς νεκρὰς θελήσεις, ἀκούεται ἔξαφνα μία φωνὴ ποὺ παγώνει τὸ αἷμα εἰς τὶς φλέβες καὶ φέρνει στὰ μάτια τὸ δάκρυ.
– Ὤχ, Ὤχ!…
Εἶναι ὁ πόνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ κάπου γύρω ἀόρατος. Εἶναι τὸ ἄσθμα ποὺ ξεσπᾶ σὲ ἀγωνίαν. Εἶναι πολλὲς φορὲς ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου. Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν εἶναι πόνος ἢ ρόγχος ἡ ὑπηρεσία δὲν ἀνησυχεῖ· ἡ πειθαρχία δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκούσῃ. Κάπου ἴσως νὰ παίξῃ ἕνα βλέμμα συμπαθείας. Σὲ κάποιο κρανίον μπορεῖ νὰ σχηματισθῇ ἕνας θλιβερὸς συλλογισμός. Μὰ μόνον ὡς ἐκεῖ. Ἀλλὰ νὰ ἐκδηλωθῇ σὲ κίνηση ὄχι. Τὰ κορμιὰ ἐξακολουθοῦν νὰ μένουν ἀκίνητα, τὰ πρόσωπα αὐστηρὰ καὶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνωτέρου ἀποδίδει τὸ δίκαιον μονοκόμματη, χτυπητὴ καὶ τελειωτικὴ σὰν μπαλταδιά:
– Δέκα ἡμέρες φυλάκισις! ἑξαήμερος κράτησις! περιορισμός! Ἐγκρίνεται – δὲν ἐγκρίνεται· νὰ γίνῃ ἔγγραφον! νὰ σταλῇ εἰς τὸ σῶμα του!…
Κι ἐνῶ ξεστομίζονται αὐτά, οἱ φυσιογνωμίες γύρω μένουν ἀπολιθωμένες ὡς νὰ μὴ λέγεται γι᾿ αὐτούς, ὡς νὰ μὴν ἐνδιαφέρουν αὐτούς· νὰ μὴ θίγουν τὰ συμφέροντά τους, τὴ ζωή τους, τὴν ἐλευθερία τους, τὴν ὕπαρξίν τους. Ἕνα χαλάζι καταστρεπτικὸ εἴτε ἕνας ἥλιος ζωογόνος πέφτει ἀπάνω εἰς τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνα τὸν δέχονται μὲ τὴν αὐτὴν ὑπομονήν, μὲ τὴν αὐτὴν ἐγκαρτέρησιν.
– Δέκα ἡμέρες φυλάκισις!
Τέλος ἀντήχησε ἡ προσταγή:
– Διάλυσις!…
Καὶ μέσα εἰς τὸ σούσουρο ποὺ σηκώνεται παρόμοιο μὲ σάλαγος φουσκοθαλασσιᾶς ἀκούεται καμπάνας κλαγγή:
– Στοὺς θαλάμους!… ἐπίσκεψις!… πετᾶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα.
Τρέχουνε ἀμέσως δῶθε κεῖθε τὰ γαλόνια. Στρατιῶτες, ὑπαξιωματικοί, ἀξιωματικοί, ἀνακατεύονται, συναλλάσσονται, προστάζουν, φωνάζουν, ὅπως τὸ πλήρωμα πλοίου καταληφθέντος ὑπὸ θυέλλης. Μὴν εἶναι τάχα πολεμικὴ κραυγή, ἐφόδου καμπανοχτύπημα; Μὴν αἷμα θὰ τρέξῃ καὶ θὰ πέσουν κορμιά: Ὠιμὲ τί ἔχει νὰ γένῃ! Νάτοι, ἔρχονται!… Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄγριοι πιά, δὲν εἶναι πολεμόχαροι. Τὰ στριμμένα μουστάκια δὲν φοβερίζουν τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ μάτια εἶναι ἱλαρά, παιγνιδιάρικα. Στὰ πρόσωπά τους κάθεται γαλήνη καὶ συμπάθεια. Σεμνὴ χαμογελοῦσα ἡ Ἐπιστήμη προπορεύεται. Κι ἐκεῖνοι τὴν ἀκολουθοῦν πρόθυμα μ᾿ ἕνα κονδυλοφόρο εἰς τὸ χέρι τοὺς καθένας. Τὴν ἀκολουθοῦν καὶ χάνονται μέσα εἰς τοὺς θαλάμους, ποὺ ἡ ἀρρώστια βασιλεύει καὶ ἐνεδρεύει ὁ θάνατος.
Τὰ πατήματα γίνονται ἐλαφρά, οἱ φωνὲς συμπαθητικές.
– Καλημέρα, παιδί μου.
– Πῶς εἶσαι, λεβέντη μου;
– Ποῦ πονεῖς;
– Θὰ περάσει… ἡσύχασε…
– Θὰ γράψουμε τῆς μάνας σου νά ᾿ρθῃ…
– Θὰ σοῦ δώσουμε ἄδεια. Κάνε ὑπομονή. Καὶ τὰ προστάγματα γίνονται ἁπλὰ σὰν κουβέντα, σὰν φιλικὴ σύστασις.
– Ἥμισυ.
– Δύο σοῦπες.
– Μία ὀκὰ γάλα, τέσσερα ὠά.
– Νηστεία.
Καὶ τὸ βαρὺ τετράγωνο οἰκοδόμημα δὲν μοιάζει πιὰ στρατώνας, ἀλλὰ ναός, μέγας καὶ σιωπηλὸς ναὸς ποὺ τελεῖται μυσταγωγία. Κάπου ν᾿ ἀκουσθῇ κανεὶς καλπασμὸς ἀγγελιοφόρου. Κάπου νὰ φανῇ καμία στρατιωτικὴ στολή. Ὁ θυρωρὸς μισοκοιμᾶται ξαπλωμένος στὸ κάθισμά του. Οἱ διάδρομοι χάσκουν ἀδειανοί. Οἱ τοῖχοι καὶ τὸ πάτωμα ἀλληλοκαθρεφτίζονται στὴν λάμψιν τοὺς φιλάρεσκα. Καὶ τὰ σπαθιὰ τ᾿ ἀράθυμα, κείτονται τώρα σωριασμένα εἰς τὶς γωνίες σὰν περιττὰ παλιοσίδερα. Κλαῖνε τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴ μοίρα τους. Κανεὶς δὲν τὰ χρειάζεται· οὔτε θὰ χύσουν αἷμα, οὔτε θὰ λιανίσουν κόκαλα. Ὁ Ἄρης ὁ δικός τους εὐνουχίστηκε…
* * *
* * *
Ὅμως τὴν ἴδια ὥρα κάποιος ἴσκιος ἐφάνηκε. Εἶναι ἡ Ὑγεία. Δάφνινο στεφάνι κάθεται στὸ κεφάλι της. Ἕνα ραβδὶ στὸ χέρι καὶ στὸ ἄλλο φιάλη ὁλόχρυση. Μεγάλο φίδι, μακρύτατο, διπλώνεται καὶ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴ μέση στοὺς κόρφους της. Βαδίζει ἀργὰ καὶ μεγαλόπρεπα ἡ Ὑγεία. Τὴν ἀκολουθοῦν ἡ Ἰασώ, ἡ Πανάκεια καὶ ὁ Τελεσφόρος, τυλιγμένοι σὲ μακριὰ πέπλα. Μπαίνουν ἐλαφρὰ ἀπὸ θάλαμο σὲ θάλαμο, πλησιάζουν εἰς τὰ κρεβάτια τῶν ἀρρώστων, ἐδῶ ἀφήνουν τὸν Ὕπνο – ἕνα φτερωτὸ σγουρόμαλλο παιδὶ ποὺ ἀκουμπᾶ σὲ λαμπάδα καὶ κρατεῖ ἀγκαλιὲς παπαροῦνες· ἐκεῖ παραιτοῦν τὰ Ὄνειρα – κάτι παιδιὰ παχουλά, ὀμορφοντυμένα, γελαστά. Καὶ στὴν παρουσία τοὺς τρέχουν νὰ κρυφθοῦν φοβισμένες οἱ Ἀσθένειες, ὁ Πόνος καὶ αὐτὸς ὁ Θάνατος.
Ἡ Ὑγεία ἔτσι προχωρεῖ μὲ τὴν καλόβουλη συντροφιά της, φθάνει ἐμπρὸς εἰς τὰ σπαθιά. Τὰ κοιτάζει μὲ συμπάθεια κι ἐκεῖνα, σὰν νὰ βλέπει ἄρρωστο, χαμογελάει. Ἔπειτα βουτᾶ τὸ κρινάτο χέρι της στὸ ὑγρό της φιάλης, τὸ τινάζει ἀπάνω τους καὶ ψιθυρίζει πονετικά:
– Νὰ μὴ βασκαθεῖτε!…