– Ἔλα συχάστε, διαβολάκια!
– Γιαννάκη Γιαννακάκη – κομάτι κρεατάκι…
Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ γιὸς τοῦ κὺρ-Νικόλα τοῦ μυλωνᾶ. Ὅπου ἐγύριζε τὰ μάτια του, ὅπου ἅπλωνε τὰ χέρια του δὲν ἐπίανε ἄλλο ἀπὸ Καλικαντζάρους. Ἦταν τόσοι δὰ κοντοί, σὰν ἕνα καρύδι καὶ εἶχαν τὰ γένια μακριὰ καὶ τὰ πόδια τους τράγινα καὶ ἕνα μυτερὸ ψηλὸ σκοῦφο εἰς τὸ κεφάλι τους. Ἐσκέπαζαν ὅλο τὸ πάτωμα τοῦ μύλου· βελόνι νὰ ἔριχνες δὲν θὰ ἔπεφτε χάμω.
Ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ ἔψηνε εἰς τὴν σούβλα χοιρινὸ καὶ ξίγκι καθὼς ἔσταζε εἰς τὰ κάρβουνα ἔβγαζε καπνὸ καὶ πεντοβολοῦσε, ποὺ ἦταν νὰ λιγώνεται κανείς. Τὰ διαβολάκια φυσικὰ λιχούδικα δὲν ἠμποροῦσαν νὰ κρατηθοῦν καὶ τὰ μικρὰ σὰν καρδαμόσπορος μάτια τους, ἄναβαν ὅπως τὰ κάρβουνα τῆς θράκας. Ἐκεῖνα τουλάχιστον ἐρουφοῦσαν τὸ λίπος· μὰ οἱ Καλικάντζαροι;
– Γιαννάκη, Γιαννακάκη – κομμάτι κρεατάκι! ἐζητιάνευαν ἀδιάκοπα, κολλώντας ἀπάνου εἰς τὸν Γιαννάκη σὰν τσιμπούρια.
– Ἔλα, συχᾶστε διαβολάκια· τοὺς ἔλεγε καλοπιαστὰ ἐκεῖνος.
Καὶ κάθε τόσο γιὰ νὰ τὰ ξεφορτώνεται, ἔβγαζε ἀπὸ τὴ σούβλα μισοψημένο κομμάτι κρέας καὶ τὸ ἔριχνε στὸ σωρό! Ἐκεῖνοι χιμοῦσαν, πατεῖς με πατῶ σε ἀπάνω εἰς τὸ κομμάτι, οὔρλιαζαν, ἐχτυπιόνταν, δαγκώνονταν συναμεταξύ τους, ὥσπου τὸ κομμάτι ἐχώνευε εἰς τὴν ἀχόρταγη κοιλιὰ μερικῶν. Οἱ ἄλλοι δυσαρεστημένοι ἐρίχνονταν πάλι εἰς τὸν Γιαννάκη τὸν τσίμπαγαν, τὸν ἔκρυβαν ὁλόκορμον. Καὶ ἐκεῖνος ἐπέταε ἄλλο κομμάτι καὶ ὕστερα ἄλλο ὥσπου ἡ σούβλα ἐκόντευε νὰ μείνῃ δίχως κρέας καὶ ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ θεονήστικος.
Ὁ πατέρας του ἀρρώστησε ξαφνικὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μύλο τὴν αὐγή. Ὁ Γιαννάκης ἔμεινε στὸ πόδι του νὰ τελειώσῃ τ᾿ ἁλέσματα. Κάθε στιγμὴ φόρτωμα ξεφόρτωμα. Ἀπὸ τὶς πλάτες τοῦ γαϊδάρου ἔσερνε τὸ σιτάρι στὴ σκάφη τοῦ μύλου καὶ ἀποκεῖ πάλι, ζεστὸ τὸ ἀλεύρι τὸ ἔριχνε στὸ σακὶ καὶ τὸ ἐφόρτωνε ξανὰ εἰς τὶς πλάτες τοῦ ζώου. Ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν ἧβρε μία στιγμὴ νὰ ἡσυχάσῃ τὸ παιδί. Οὔτε νὰ φάῃ καλὰ καλὰ δὲν μπόρεσε ὥσπου νύχτωσε. Καὶ τώρα ποὺ ἐπίστευε πὼς ἐτελείωσαν πιὰ τὰ βάσανά του, πλάκωσαν οἱ Καλικάντζαροι καὶ ἤθελαν παιχνίδια.
Μπρὲ ὄρεξη ποὺ τὴν εἶχαν! Μὰ καὶ γιατί νὰ μὴν ἔχουν; Μήπως δούλεψαν ποτέ τους; Ἐκόπιασαν στὴ ζωή τους γιὰ τὸ καρβέλι; Κάθονται ὅλη τὴν ἡμέρα ξαπλωμένοι στὶς σπηλιές, χορταίνουν μὲ τὶς σαῦρες καὶ τὰ φίδια ποὺ τοὺς στέλνει ἡ τύχη καὶ βγαίνουν τὴ νύχτα νὰ παιγνιδίζουν καὶ νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι αὐτό!
Καὶ ὁ Γιαννάκης ἐβασάνιζε τὸ μυαλό του μὲ τί τρόπο θὰ πείσῃ τὰ διαβολάκια νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάῃ.
– Νὰ σᾶς πῶ, ρὲ παιδιά· τοὺς εἶπε μαλακά.
– Νὰ μᾶς πῇ ὁ ἄγουρος ὁ κολοκυθομάγουλος!… Νὰ μᾶς πῇ ὁ ἄγουρος ὁ κολοκυθομάγουλος! ἐβάβιζαν ἀμέσως ὁμόφωνα οἱ Καλικάντζαροι.
Καὶ συνάχτηκαν γύρω του, ἀνέβηκαν εἰς τὰ γόνατά του, ἐσκάλωσαν εἰς τοὺς ὤμους του· ἄλλοι κρεμάστηκαν ἀπὸ τὰ μουστάκια καὶ τὸ κοντὸ γουνάκι του, καὶ γιὰ μία στιγμὴ τὸν σκέπασαν ὅλον σὰν ἥμερο γατάκι οἱ ποντικοί. Χαχάνιζαν μεταξύ τους σὰν χῆνες· τὸν τσιμποῦσαν στὰ γυμνὰ τάχα γιὰ νὰ τὸν χαϊδέψουν· τὸν δάγκωναν τάχα γιὰ νὰ τὸν φιλήσουν καὶ τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! ἔτριζαν καὶ πορδοκοποῦσαν ξαδιάντροπα, ποὺ ἔκαμαν τὸ μύλο νὰ βρομάῃ σκορδίλας.
Καὶ παπᾶς θὰ γένεις Κώστα – ἔτσι τὸ φέρε ἡ κατάρα· ἐσκέφτηκε ὁ Γιαννάκης. Ἔτσι ποὺ βρέθηκε ὁλομόναχος μέσα στὸ μύλο, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἤξερε καλὰ πὼς οἱ Καλικάντζαροι, μόνον τὰ Δωδεκαήμερα γυρίζουν εἰς τὴ γῆ καὶ θέλουν νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλον τὸν ἄλλο χρόνο βρίσκονται κάτω εἰς τὰ βαθειὰ καὶ τ᾿ ἄπατα καὶ πριονίζουν τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς ποὺ βαστάῃ τὸν κόσμο, μὲ τὴν κακὴ πρόθεση νὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο. Πριονίζουν πριονίζουν ὡς τὰ Δωδεκαήμερα καὶ δὲν ἀπομένει παρὰ μία φλούδα. Τότε ὅμως τὸ ἀφήνουν καὶ βγαίνουν εἰς τὴ γῆ γιὰ νὰ χαροῦν τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουν ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο νὰ πειράξουν τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ξέρουν πὼς ἅμα γυρίσουν πάλι, θὰ εὕρουν τὸ Δέντρο θρεμμένο καὶ φτοὺ κι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς.
Μὰ τὸ ἀφήνουν· γιατὶ ἡ χαρά τους νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους εἶναι πολὺ μεγάλη. Μὰ πόσο θὰ εἶναι ἡ βασιλεία τους ἀκόμη; συλλογίζεται ὁ Γιαννάκης. Αὔριο θ᾿ ἁγιάσουν τὰ νερὰ καὶ μὲ τὸ χάραμα τὰ δαιμόνια θὰ φύγουν φοβισμένα γιὰ νὰ κρυφτοῦν πάλι εἰς τὶς σπηλιές τους. Ὧρες ἔχουν ἀκόμα. Καὶ αὐτὲς τὶς ὧρες πρέπει νὰ κάμει τρόπο νὰ τὶς περάσῃ ὅσο μπορέσῃ καλύτερα μαζί τους.
– Μὰ ῾συχᾶστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! λέει μὲ χαμόγελο, πιάνοντας μερικοὺς ἁπαλὰ γιὰ νὰ τοὺς ξεκολλήσῃ ἀπὸ πάνω του.
– Ἔλα, λέγε…
– Καθίστε πρῶτα χάμου.
Ἀκούστηκε ἕνα δυνατὸ φάπ! σὰ νὰ ἔσκασε καμιὰ φούσκα γεμάτη ἀέρα καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι βρέθηκαν κατάχαμα. Καὶ ἐκεῖ ποὺ περίμεναν περίεργοι νὰ τὸν ἀκούσουν, ὁ γιὸς τοῦ μυλωνᾶ σοβαρὸς ἔβγαζε ἀπὸ τὴ σούβλα τὸ κρέας κι ἔχαφτε ζεστὰ καυτὰ τὰ κομμάτια.
– Ἔλα, θὰ μᾶς πεῖς; εἶπαν πολλοὶ ἀνυπόμονα.
– Μωρὲ θὰ μᾶς πῇς! εἶπε θυμωμένα καὶ ὁ Μπάκακας.
Αὐτὸς ὁ Μπάκακας εἶναι ἕνα γεροντάκι μὲ ἄσπρη γενειάδα, μακριὰ ὅσο δύο ὀργιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της κρέμεται καὶ ἕνα καλικαντζαρόπουλο, ὅπως εἰς τὰ ψιλὰ κλωνιὰ οἱ κουρμᾶδες. Ὅταν περιπατῇ καὶ σέρνεται ἡ ἄσπρη γενειάδα του εἰς τὸ χῶμα, καθὼς πηδοῦν τὰ Καλικαντζαρόπουλα ἀπάνω, θαρρεῖς πὼς πηδοῦν τὰ ψάρια στὴν ἀπόχη. Κρατοῦσε εἰς τὸ χέρι του ἕνα λιανὸ ραβδὶ – τὸ σκῆπτρο του – καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ἐγινόταν σεβαστὸς εἰς τοὺς συντρόφους του. Ὁ Γιαννάκης ἐκατάλαβε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ παίξῃ γιὰ πολὺ μὲ τὸν παμπόνηρο Μπάκακα καὶ ἠθέλησε νὰ μιλήσῃ. Μὰ δὲν μπόρεσε γιατ᾿ ἦταν μπουκωμένος καὶ βιαζότανε νὰ καταπιῇ τὸ κρέας ποὺ τοῦ ζεμάτισε τὸ στόμα. Καὶ ὅσο ἐβιαζόταν τόσο ἐκιντύνευε νὰ πνιγῇ καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του σὰν τάλαρα.
Τὸ γεροντάκι κατάλαβε κι ἔγνεψε μὲ θυμὸ εἰς τὴ συντροφιά. Ἐκεῖνοι χύθηκαν σὰν μανιασμένοι ἀπάνω στὴ σούβλα, ἅρπαξαν τὰ κρέατα, τὰ σκόρπισαν κατάχαμα καὶ ἄρχισαν νὰ τὰ κλωτσοπατοῦν μὲ πεῖσμα.
– Τρίτσι πρίτς… τρίτσι πρὶτς … ἔκαναν κοιτάζοντας μὲ γέλια καὶ χάχανα τὸ Γιαννάκη.
Ὡστόσο ὁ μυλωνᾶς κάτι ἔφαγε καὶ ἂν δὲν ἐχόρτασε κάπως ἐκράτησε τὴν πείνα του. Γιὰ τοῦτο δὲν τὸν ἔμελλε καὶ πολύ. Θύμωσε ὅμως περισσότερο γιὰ τὰ βρομερὰ παιγνίδια τους καὶ ἀπάνω εἰς τὸ θυμό του, ἅρπαξε ἕνα δαυλὶ ἀναμμένο καὶ τὸ ἔριξε ἀπάνω στὰ διαβολάκια.
Τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πρίτς!
Ἐσκόρπισαν ὅλοι ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν κοπάδι πρόβατα ποὺ βλέπουν τὸ λύκο. Οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὴ φωτιά. Δὲν ξέχασαν ἀκόμα τὸ τί τοὺς ἔκαμε ἡ πονηρὴ γριά, λίγο παραμπρὸς σὲ μερικοὺς ἀπ᾿ αὐτούς. Τοὺς ξεγέλασε, τοὺς ἔκλεισε εἰς ἕνα μικρὸ βουτσὶ καὶ τοὺς ἔκαψε ὁλοζώντανους. Καὶ γιατί αὐτό; Γιατὶ τ᾿ ἀναθεματισμένα πῆγαν καὶ ντρόπιασαν τὴν κόρη της στὸν ὕπνο. Τὴν γκάστρωσαν κι ἀπὸ τότε εἶναι τὰ καλικαντζαρόπουλα στὸν κόσμο…
Ὡστόσο ὁ Γιαννάκης ἄρχισε νὰ σκέπτεται εἰς τὰ σοβαρὰ πῶς νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ δαύτους. Ἡ νύχτα πῆρε δρόμο· σὲ λίγο θὰ ξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπε νὰ πάῃ τὸ ἅλεσμα σπίτι του, γιὰ νὰ ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Μὰ πῶς νὰ κάμῃ νὰ ξεφύγῃ τὰ δαιμόνια;
– Παιδιά, χορεύουμε; ρώτησε ξαφνικὰ πηδώντας ὀρθός.
– Ναί, χορεύουμε! εἶπαν ὅλοι πρόθυμα.
Καὶ ἄρχισαν νὰ κινοῦν τὰ ἀραχνένια πόδια τους, ἄλλοι νὰ σηκώνουν ψηλὰ τὰ χέρια, νὰ φωνάζουν βραχνά, νὰ σφυρίζουν κι ἕνας μικρὸς ἅρπαξε ἀπὸ κάπου ἕνα κουρέλι καὶ τὸ κουνοῦσε γιὰ μαντίλι τάχα.
– Ὄχι μέσα· εἶπε ὁ Γιαννάκης. Ἔξω, στὸ φεγγαράκι.
– Ναὶ ἔξω! ἐσυμφώνησαν ὅλοι.
Καὶ κοπαδιαστὰ ἐχύθηκαν ἔξω καὶ γέμισαν τὴν αὐλὴ τοῦ μύλου. Τὸ φεγγάρι ἦταν εἰς τὸ μεσουράνημα· τὰ ἄστρα τῆς αὐγῆς ἕνα μὲ τὸ ἄλλο φαίνονταν λαμπρὰ εἰς τὸν ὁρίζοντα. Ὁ ἀγέρας ποὺ ὅλη τὴ νύχτα φυσοῦσε ἄγριος καὶ κουνοῦσε τὰ δέντρα, ἐσάρωσε κάθε σύγνεφο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μακριὰ φαίνονταν τὰ βουνὰ ποὺ ἔκλειαν ὁλόγυρα τὸν πλατὺ κάμπο. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων λουσμένα γυάλιζαν μὲ τὴν αὐγινὴ δροσιά.
Οἱ Καλικάντζαροι μὲ τὸ γιὸ τοῦ μυλωνᾶ χόρευαν καὶ χόρευαν. Οἱ στριγκὲς φωνές τους γίνονται ἕνα μὲ τὰ νυχτοπούλια καὶ τὰ τριζόνια.
– Μωρὲ παιδιά· τ᾿ ἄλογο φρουμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης ξαφνικά. Νὰ ἰδῶ μία ματιὰ κι ἔφτασα.
Ἐμπῆκε βιαστικὰ εἰς τὸ μύλο, ἐφόρτωσε δύο σακιὰ ἀλεύρι στὸ ἄλογο, μπῆκε σ᾿ ἄλλο σακὶ κι ἔπεσε ἀπανογώμι εἰς τὸ σαμάρι. Ντί! τὸ ζῶο καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἄλλη πόρτα, παίρνοντας τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ.
Ὡστόσο οἱ Καλικάτζαροι εἶχαν τόση ὄρεξη γιὰ χορό, ποὺ δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου πὼς ἔλειπε ὁ μυλωνᾶς. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον ἔμπαιναν μπροστὰ καὶ χόρευαν διαβολεμένα κι ἐτραγουδοῦσαν δυνατά:
– Χορεύ᾿ ἡ λάσπη κι ἡ σβουνιὰ
κι ἡ γιδοκακαρέτζα·
χορεύει τὸ παλιόσκουτο
μὲ τὴν παλιανδρομίδα!…
κι ἡ γιδοκακαρέτζα·
χορεύει τὸ παλιόσκουτο
μὲ τὴν παλιανδρομίδα!…
– Μωρ᾿ ὁ μυλωνᾶς τί ἔγινε; ἔξαφνα ὁ Μπάκακας.
– Ναί, ὁ μυλωνᾶς! ποῦ εἶν᾿ ὁ μυλωνᾶς! ἐρώτησαν καὶ οἱ ἄλλοι μεταξύ τους.
Μερικοὶ ἔτρεξαν ἀμέσως εἰς τὸ μύλο, ἔφεραν γύρα ὅλα τὰ σακιά, ἔψαξαν εἰς τὴ σκάφη, κοίταξαν τὸ βαρδάρι, χώθηκαν καὶ κάτω ἀπὸ τὴ μυλόπετρα· μὰ πουθενὰ Γιαννάκης.
– Ἔφυγε! εἶπαν κοιτάζοντας ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀπορία καὶ ὀργή.
– Τί νὰ κάνουμε;
– Νὰ τὸν φτάσουμε· ἐπρόσταξε θυμωμένος ὁ Μπάκακας.
Εἰς τὴν στιγμὴν ἐχάθηκαν ὅλοι σὰν ἀνεμοστρόβιλος ἐμπρός, πατῶντες τὴ λάσπη μὲ φωνὲς καὶ θόρυβο, σὰν κοπάδι τσακάλια ποὺ βαβίζουν. Σὲ λίγο πρόφτασαν τὸ ἄλογο τοῦ Γιαννάκη ποὺ πήγαινε εἰς τὸ χωριὸ μὲ τὸ κανονικὸ βῆμα του. Τριγύρισαν ὅλοι τ᾿ ἄλογο καὶ κοίταξαν ν᾿ ἀνακαλύψουν τὸ μυλωνᾶ.
– Νά τό ᾿να πλευρό, νά καὶ τ᾿ ἄλλο, νά καὶ τ᾿ ἀπονογώμι· μὰ ὁ μυλωνᾶς ποῦ εἶναι; ἐρωτοῦσαν μεταξύ τους ἀγαναχτισμένοι.
– Πίσω θά ᾿μεινε· εἶπε ὁ Μπάκακας. Ἀμέσως τὸ ᾿βαλαν ὅλοι πίσω μὲ σουρητά, τριποδίζοντας σὰν ἄγρια πουλάρια. Ἔψαξαν ὅλο τὸ δρόμο ὡς τὸ μύλο, τοὺς τράφους καὶ τὰ βάτα, σήκωσαν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη· μὰ δὲν ἀπάντησαν πουθενὰ τὸ Γιαννάκη. Ἐγύρισαν τότε πάλι κοντὰ εἰς τὸ ἄλογο, ποὺ ἐπήγαινε ἥσυχα τὸ δρόμο του καὶ ἄρχισαν μὲ περισσότερο πεῖσμα τὸ ψάξιμο.
– Νά τὸ ᾿να πλευρό, νά καὶ τ᾿ ἄλλο, νά καὶ τ᾿ ἀπονωγόμι· μὰ ὁ κερατᾶς ὁ μυλωνᾶς ποῦ ᾿ναι; ἔλεγαν συναμεταξύ τους.
– Μπροστὰ πάει· φώναξε πάλι θυμωμένος ὁ Μπάκακας.
Τώρα ἔτρεξαν ὅλοι μπροστά, ἔψαξαν ὅλο τὸ δρόμο ὡς τὰ πρῶτα σπίτια τοῦ χωριοῦ.
* * *
Ὡστόσο ὁ Γιαννάκης χωμένος εἰς τὸ σακὶ καὶ μ᾿ ὅλο του τὸ φόβο, δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια, ὅσο ἔβλεπε τὰ τρεχάματα τῶν Καλικατζάρων. Κάποτε σήκωνε φοβιχτὰ τὸ κεφάλι καὶ κοίταζε ἀνυπόμονα ἐμπρὸς νὰ ἰδῇ τὸ χωριό του. Τέλος κάτω ἀπὸ τὸ πρῶτο γλυκοχάραμα τὸ εἶδε ἀριστερά, μὲ τὶς πολλὲς μουριές του καὶ τὰ ἄσπρα σπιτάκια του.
– Ξύλα κούτσουρα δαυλιὰ καυμένα! ἐφώναξε ἀμέσως μὲ ὅλη του τὴ δύναμη.
Οἱ Καλικάτζαροι ἐγύρισαν καὶ εἶδαν κι ἐκεῖνοι τὸ χωριό. Κρύος φόβος τοὺς κυρίεψε ἀμέσως καὶ στάθηκαν γιὰ κάμποση ὥρα ἄφωνοι, ἄλαλοι ὅπου βρισκόταν καθένας, σὰν καρφωμένοι. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ χωριὸ τὸ πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ – Κουκούκου!…
– Πάμετε! εἶπε πικραμένος ὁ Μπάκακας, ὅταν εἶδε τὸ Γιαννάκη καθισμένον ἀπάνω εἰς τὸ ἄλονό του νὰ τοὺς περιγελᾶ. Δὲν εἶναι πιὰ δουλειὰ στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι μᾶς πέρασαν.
Καὶ σηκώνοντας τὸ ραβδί του ψηλὰ σὰ σημαία μπῆκε μπροστὰ καὶ οἱ ἄλλοι τὸν ἀκολουθοῦσαν φωνάζοντας:
Φεύγετε νὰ φεύγουμε
γιατ᾿ ἔφτασ᾿ ὁ τουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
γιατ᾿ ἔφτασ᾿ ὁ τουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε
καὶ μᾶς καψοκώλιασε!…
καὶ μᾶς καψοκώλιασε!…
Τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς! τρὶτς πρίτς!
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.