Πᾶσαν φορὰν ὅταν ἔφθανα στὴν πατρίδα μου, ἀνὰ πᾶν τρίτον ἢ τέταρτον ἔτος, μὲ συνήντα καὶ μοῦ προσέφερε γενναίως τὰ ξένια ὁ Μπεφάνης ὁ Γιαλένιος. Ὄχι ὅμως γενναιότερον ἀπὸ ἕνα δεύτερον θεῖόν μου, τὸν καπετὰν Γεωργὸν τὸν Ἀγαγᾶν, ὅστις ἐθυσίασέ ποτε ὁλόκληρον χῆνα καὶ ἤνοιξε μέγα βυτίον ροδίτου οἴνου, κεφαλοκρούστου, πρὸς τιμήν μου. Τὴν θυσίαν ταύτην ἔκαμεν εἰσάπαξ, δι᾿ ὅλας τὰς ἑκάστοτε ἀφίξεις μου, τάς τε παρελθούσας καὶ τὰς μελλούσας, διὰ νὰ μὴ ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος Μπεφάνης ἦτο παλαιὸς φίλος μου. Ἄλλοτε, στὴν νεότητά του, εἶχε μαγαζὶ εἰς τὴν ἀγοράν. Ἦτο «ἐμπορορράπτης». Ὅταν ἤθελες νὰ ψωνίσῃς, καὶ εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5.90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5.60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5.40. Εἰς ὀλίγον καιρὸν τὸ ἔκλεισεν. Εὐτυχῶς εἶχε προφθάσει νὰ νυμφευθῇ, κ᾿ ἐπῆρε καλὴν προῖκα. Κατόπιν ἀπέκτησε δύο υἱούς, ὕστερον ἐχήρευσεν· ἐνυμφεύθη ἐκ δευτέρου καὶ πάλιν ἐπῆρε κτήματα ὡς προῖκα. Ἐγέννησε πάλιν τέκνα, κ᾿ ἐγήρασε συζῶν μὲ τὴν δευτέραν γυναῖκά του.
Κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς χρόνους, ὅταν μὲ συνήντα ἐπανελθόντα ἀρτίως εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ μὲ ἔκαμε τὴν συνήθη δεξίωσιν, εἶτα, συνήθως κατὰ τὴν δευτέραν συνάντησίν μας, ἤρχιζε πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὁμιλίαν, καὶ ὑπέβαλλε μίαν ἀπαράλλακτον πρότασιν.
― Ξέρεις ὅτι τὰ δυὸ παιδιά μου, ὁ Γιωργὴς κι ὁ Παυλάκης, εἶναι ἀπὸ χρόνια στὴν Ἀμερική, καὶ δὲν μοῦ γράφουν τί γίνονται. Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης* εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.
Εὐτυχῶς ὁ Μπεφάνης, συνήθως τὴν Κυριακήν, ἔλεγε μίαν ἡμέραν νὰ κάμῃ αὐτό, τὸ ἐξανάλεγε μάλιστα πολλὲς φορὲς ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας, κατόπιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, δὲν εἶχε πλέον κέφι, δὲν ἤθελε νὰ ἐνθυμηθῇ ὅ,τι εἶπε τὴν προτεραίαν, ἴσως διότι τοῦ ἐφαίνετο ἀνιαρόν, κ᾿ ἐκάθητο ἐν ἡσυχίᾳ διὰ νὰ χωνέψῃ, ἐπειδὴ ἦτον «ἀποκαής»*, καθὼς λέγουν.
Τὴν Τρίτην ἐπήγαινε στὸν ἐλαιῶνα, ὅπου εἶχεν ἐργάτας νὰ ποτίζουν τὰ δένδρα, τὴν Πέμπτην στὸ ἀμπέλι, ὅπου εἶχεν ἀργολόγι* ἢ θειάφισμα, κτλ. Τὸ Σάββατον τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸ χωράφι, ἦτο πολὺ κουρασμένος, καὶ τὴν Κυριακὴν ἀπολείτουργα εἶχε συνεδρίασιν, καθότι ἦτο δημοτικὸς σύμβουλος. Τὸ ἀπόγευμα ἔπαιζε κοντσίνα ἢ πρέφα, καὶ τὸ βράδυ ἂν τὸν συνήντων, παρουσίᾳ καὶ ἄλλων πολλῶν, ἡ ὁμιλία θὰ ἦτο μακρὰ καὶ θορυβώδης, καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καιρὸς καὶ χῶρος διὰ νὰ μοῦ ξαναπῇ ὅ,τι ἅπαξ μοῦ εἶχεν εἴπει.
*
* *
* *
Μετὰ τρία ἔτη πάλιν, ὅταν ἐπανῆλθα εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, μ᾿ ἐδεξιώθη ὁ Μπεφάνης, κ᾿ ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ:
― Οὔτε γράμμα οὔτ᾿ ἐνθύμηση, μὲ ξέχασαν κεῖνα τὰ παιδιά. Ἔχουν ἑφτὰ χρόνια ποὺ λείπουν, τέσσερα ἔχουν νὰ μᾶς γράψουν. Νὰ πιάσῃς νὰ μοῦ συντάξῃς ἕνα γράμμα, ἀγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, ἐσὺ ξέρεις τί γλῶσσα περνᾷ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος ποὺ εἶν᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά· στὸ Μπουὲνς-Ἄυρς, στὸ Μεξικό, ἢ στὴ Βρασιλία. Νὰ γράψουμε στὸν Πρόξενό μας ἐκεῖ, γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ ξέρῃ ρωμέικα, ἴσως νὰ εἶναι ντόπιος ἀποκεῖ. Θέλετε πάλι νὰ τὸ στείλουμε στὸν διευθυντὴ τῆς ἀστυνομίας; ἐσὺ ξέρεις. Νὰ μοῦ τὸ σκαρώσῃς καλά, νὰ τὸ κουρδίσῃς, καὶ νὰ τὸ στείλουμε. Πότε λὲς νὰ τὸ κάμουμε;
―Ὅποτε θέλῃς.
― Καλά, ἔχουμε καιρό.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ κακὴ καὶ ἀστεία φήμη πολλὰ μὲ εἶχεν ἐνοχλήσει. Γυναῖκες, γέροντες τῆς ἀγορᾶς, θαλασσινοὶ καὶ χερσαῖοι ἄνδρες, ὅπου μ᾿ εὕρισκαν, μ᾿ ἐφορτώνοντο νὰ τοὺς κάμω τὴ «σύσταση», νὰ τοὺς γράψω δηλαδὴ τὴν ἀδρέσσα* ἢ τὸ πανώγραμμα ἀγγλιστὶ διὰ τὰς διαφόρους Πολιτείας καὶ πόλεις τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ὑπομονή ! Ἀλλ᾿ ἤρχοντο στὴν πτωχικὴν πατρικήν μου οἰκίαν καὶ μ᾿ ἐπολιορκοῦσαν. Ἄλλος πατριώτης εἶχεν ἀποθάνει σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἢ εἶχε πνιγῆ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πέλαγα, κ᾿ ἐστέλλοντο ἔγγραφα δικαστικὰ ἑτερόγλωσσα, καὶ μοῦ τὰ ἔφεραν διὰ νὰ τὰ μεταφράσω. Ἄλλος ἦτον ἀγράμματος, παραπλανημένος εἰς μακρινήν τινα πόλιν, κ᾿ ἔβαλλεν Ἀμερικανὸν φίλον του νὰ τοῦ κάμῃ γράμμα πρὸς τοὺς οἰκείους, ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε γεννηθῆ ἐκ πατρὸς πατριώτου μου εἰς τὴν Αὐστραλίαν ἢ τὴν Καλκούταν καὶ δὲν ἤξευρε ἑλληνικά· ἄλλος εἶχε ξεχάσει τὴν γλῶσσαν σαράντα χρόνια ποὺ ἔλειπε, κ᾿ ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε νυμφευθῆ Ἀμερικανίδα, καὶ αὐτὴ θέλουσα νὰ φανῇ εἰρωνικῶς φιλόφρων πρὸς τὴν ἀγνώριστον πενθεράν της ―εὐτυχῶς δι᾿ ἀμφοτέρας δὲν ἦτο ἐλπὶς νὰ γνωρισθῶσι ποτέ― ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ὅλ᾿ αὐτὰ ὤφειλα νὰ τὰ μεταφράσω. Θεέ μου! Καὶ ἦσαν τόσοι καὶ τόσοι στὸ χωρίον, σχολάρχαι, καθηγηταί, μισθοφόροι ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, μορφωμένοι εὐπρόσωποι, καλλωπισμένοι. Καὶ τόσοι ἄλλοι ξενιτευμένοι ἐπανέκαμπτον ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐξ Ἀμερικῆς, καὶ κανεὶς δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ διαβάσῃ σωστὰ ἕνα γράμμα. Ὤ! τί βάσανον.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι σχεδὸν καμμία καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἐστοχάσθη ὅτι αὐτὸ ἦτον κόπος, καὶ ἂν ὤφειλε νὰ δώσῃ ἀντάλλαγμα διὰ τὸν κόπον. Πλὴν ἀξιοπρεπέστερον δι᾿ ἐμὲ θὰ ἦτο νὰ μὴ ἐδεχόμην ποτὲ ἀμοιβήν, ἀπείρως ὅμως εὐκτότερον νὰ μ᾿ ἄφηναν εἰς τὴν ἡσυχίαν μου, εἰς τὴν ὀλιγάρκειάν μου. Εἶχα ἐγὼ ἐργασίας νὰ κάμω, κ᾿ ἐβιαζόμην νὰ τὰς ἀφήσω, διὰ νὰ κάμω τὰς ἀλλοτρίας. Εἶχα ἐγκαταλίπει τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, παραιτηθεὶς πρὸ πολλοῦ πᾶν δικαίωμα κληρονομίας, ἰδιοκτησίας, κτλ., κ᾿ ἔπρεπε νὰ φροντίζω διὰ τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων. Ὑπῆρξαν καὶ ἄνθρωποι ἐλθόντες νὰ μὲ συμβουλευθῶσι διὰ δικαστικὰς ὑποθέσεις. Καὶ ὅταν ὡμολόγησα ὅτι δὲν ἐννοοῦσα σκρὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, σείοντες τὰς κεφαλὰς ἔλεγον πρὸς ἑαυτούς: Καὶ τί γράμματα ξέρει λοιπόν;
*
* *
* *
Τὸ κροῦσμα, τὸ ὁποῖον ἀντεπροσώπευεν ὁ Μπεφάνης ὁ Γιαλένιος, περὶ ἐπιστολῆς πρὸς τὸν Ἕλληνα Πρόξενον, ἢ πρὸς τὴν «ἀστυνομίαν τῆς Ἀμερικῆς», εἰς πόλιν τὴν ὁποίαν οὔτε αὐτὸς ἤξευρεν, οὔτε ἦτο βέβαιος περὶ τῆς ὀνομασίας της, εἶχε λάβει ἀφορμὴν ἔκ τινος δοκιμῆς γενομένης πράγματι πρὸ πολλῶν ἐτῶν, τῷ 188…, ὁπότε εἷς συγγενής μου, Μανώλης Παπαγιάννης λεγόμενος, εἶχε χαθῆ ἀπὸ πέντε ἢ ἓξ ἐτῶν, καὶ δὲν ἠκούετο ἂν ἔζη ἀκόμη ἢ ὄχι, εἰς Φιλαδέλφειαν, ὅπου ἦτο ὁ τελευταῖος γνωστὸς τόπος τῆς διαμονῆς του. Τότε ἡ μήτηρ του, γηραιὰ θεία μου, μὲ παρεκάλεσεν ἐπιμόνως «νὰ γράψω γράμμα», κ᾿ ἐγὼ ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ μου, διὰ νὰ τὴν ἀναπαύσω, ἐπειδὴ θὰ ἦτο ἀδύνατον ἄλλως νὰ γεμίσω τὴν κεφαλήν της καὶ τὴν πληροφορήσω, ἢ καὶ νὰ πραΰνω τὸν μητρικὸν πόνον της, ηὐτοσχεδίασα εἶδος ἐπιστολῆς πρὸς τὴν ἀστυνομίαν τῆς Φιλαδελφείας, ἱκετεύων ἐκ μέρους τῆς μητρός, ν᾿ ἀναζητήσῃ τὸν λησμονημένον ἄνθρωπον, ἂν ἐπέζη, καὶ πείσῃ τὸν ἴδιον ν᾿ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν μητέρα του. Τὴν ἐπιστολὴν ταύτην ἔστειλα ἢ ἔρριψα ὡς βολίδα εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ ὅμως, παρ᾿ ἐλπίδα, μετὰ δύο μῆνας σχεδὸν ἦλθεν αἰσία ἀπάντησις, καὶ ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν τῆς πόλεως, καὶ ἀπὸ τὸν ἐξάδελφόν μου τὸν ξενιτευμένον. Καὶ τοῦτο παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, διότι οὐδεμίαν πεποίθησιν εἶχα, ὅταν ἐθεματογραφοῦσα τὴν ξενόγλωσσον ἐπιστολήν.
Ἔκτοτε, καθ᾿ ὅλας τὰς ἐπανόδους μου εἰς τὴν γενέθλιον νῆσον, δὲν ὑπῆρξε μήτηρ χήρα ἢ γραῖα, λησμονημένη καιροὺς καὶ χρόνους ἀπὸ τὸν ξενιτευμένον υἱόν της, ἥτις νὰ μὴν ἦλθε πρὸς ἐμὲ ζητοῦσα «νὰ τῆς γράψω γράμμα» πρὸς ὅλας τὰς ἀστυνομίας καὶ τὰς προξενικὰς ἀρχὰς τοῦ κόσμου, διὰ νὰ τὰς παρακαλέσω ν᾿ ἀνιχνεύσουν τὸν χαμένον υἱόν της. Καὶ ἄνδρες πολλάκις μ᾿ ἐφορτώθηκαν μὲ παρομοίας ἀπαιτήσεις. Εἷς τῶν πολλῶν τούτων, ὁ ἐπιμονώτερος, ἀλλὰ καὶ ἀσταθέστερος καὶ πλέον ἀναποφάσιστος ὅλων, ἦτον ὁ Μπεφάνης. Διὰ τοῦτο ἔλεγεν, «ἐσὺ ξέρεις, ξέρεις». ᾘνίττετο τὸ προηγούμενον αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐγνώριζεν.
Εἰς τὰ 189… εἶχα διαμείνει εἰς Ἀθήνας ἐπὶ ἑπτὰ συναπτὰ ἔτη αὐτὴν τὴν φοράν, ὅταν δὲ ἐπανῆλθα εἰς τὴν πατρίδα μοῦ λέγει:
― Τώρα, σωθῆκαν πλιὰ τὰ ψέματα, θὰ μοῦ τὸ κάμῃς τὸ γράμμα.
Ἄπορον μοῦ ἐφάνη πῶς, καὶ μετὰ τόσα ἔτη, ὁ ἀτεκνωμένος πατὴρ ἤλπιζε νὰ ἐπανεύρῃ τοὺς υἱούς του διὰ τῆς ἐμπειρικῆς ταύτης μεθόδου, ἀφοῦ αὐτοί, ἐὰν ἐζοῦσαν ἀκόμη, βεβαίως θὰ τὸν εἶχαν «ξεπονέσει», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε.
― Ἀκούοντ᾿ ἐδῶ ἐκεῖ, μοῦ εἶπεν ὁ Ἐπιφάνιος, ὡς νὰ ἐμάντευσε τὸν στοχασμόν μου· τοὺς ἀντάμωσαν πρόπερσι ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦν νὰ μοῦ γράψουν. Κοίταξε τώρα, ἐσὺ ξέρεις πῶς θὰ τὸ σταμπάρῃς τὸ γράμμα, καὶ ποῦ θὰ τὸ στείλουμε· στὸ Μπουὲνς Ἄυρς, στὸ Μεξικό, ἢ στὴν Ἀργεντίνα;… Στὴν ἀστυνομία, ἢ στὸν Πρόξενο, πῶς λές, νὰ τὸ στείλουμε; Κ᾿ ἔχει τάχα ἐκεῖ Ἑλληνικὸ Προξενεῖο;
― Φίλε μου Ἐπιφάνιε, τοῦ εἶπα, οὔτε τὰ Προξενεῖα ξέρω, οὔτε παγκόσμια χάρτα εἶμαι, οὔτε πῆγα ποτέ μου στὴν Ἀμερική. Ἰδοὺ πῶς θὰ γίνῃ, ἂν θέλῃς, γιὰ νὰ τελειώσῃ ὕστερ᾿ ἀπὸ δώδεκα χρόνια κι αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Ἔχεις τὸν ἐξάδελφό σου τὸν Γιώργην τὸν Ζ., πεπειραμένον ἄνθρωπον, ὅστις καὶ ναυτικὸς ἔκαμε, καὶ γραμματεὺς τῆς Δημαρχίας εἶναι, καὶ τὸν δικολάβο κάνει. Αὐτὸς νοιώθει ἀπὸ διοικητικά, ἀπὸ προξενικά, καὶ ἄλλα· ἴσως δὲ καὶ νὰ εὕρῃ εἰς τὰ ἀρχεῖα κάπου, ἂν ψάξῃ, κανένα κατάλογον τῶν Ἑλληνικῶν προξενείων τῆς ἀλλοδαπῆς· βάλε τον νὰ σοῦ κάμῃ ἕνα εἶδος γράμμα στὴν γλῶσσά μας, κι ἂς τὸ ἀπευθύνῃ αὐτὸς ὅπου ξέρει καὶ ὅπου πρέπει· φέρε μου τὸ γράμμα, τὸ σχέδιον αὐτό, νὰ σοῦ μεταφράσω τὰς λέξεις στὴν ἀράδα, ὅπως μπορῶ. Ἔτσι γλυτώνω κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ σκοτοῦρες, καὶ κάνω μόνον ἕνα μικρὸν κόπον· διὰ τὸν κόπον δὲν μὲ μέλει, διὰ σκοτοῦρες ὅμως καὶ μπελάδες δὲν εἶμαι ἐπιδεκτικός.
Ὁ φίλος μου κατένευσεν. Ἔμεινα πέντε μῆνας ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν μοῦ ἔφερε κανὲν τοιοῦτον γράμμα πρὸς μετάφρασιν.
(1910)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.