Ο μάστορας αποφάσισε να πάει στο καφενείο. Η εμφάνισή του στο καφενείο προκάλεσε ενθουσιασμό, οι τακτικοί πελάτες τον καλωσόρισαν σαν συγγενή τους που γύρισε από την ξενιτιά.
Τον κέρασαν καφέ, τσιγάρο, τους άκουσε, τον άκουσαν, συζήτησαν διάφορα κι’ έτσι πέρασε η ώρα.
Ο μάστορας Αλή και ο Νουρή μπέης μπήκαν σε λίγο στο καφενείο. Μετά την ιστορία της Γκιουλιζάρ οι σχέσεις του μαστρο-Νουρή με τον μάστορα Αλή δεν ήταν και τόσο καλές, μόνο χαιρετιόντουσαν, όσο για τον Νουρή μπέη, όταν συναντούσε τον μάστορα Νουρή, γύριζε το κεφάλι του αλλού.
Ο μαστρο-Νουρή κοίταξε τον μάστορα Αλή. Παλιά, ντυνόταν από ρετάλια. Τώρα φοράει άσπρο πουκάμισο χωρίς κολάρο και στο γιλέκο του κρέμεται μια χοντρή μαλαματένια αλυσίδα που κάθε λίγο και λιγάκι με ή χωρίς λόγο, βγάζει το ρολόι, και βλέπει, και αφού το βάλει πάλι στην τσέπη του, φτιάχνει τα ξανθά μουστάκια του, μάλλον με τον Νουρή μπέη έγιναν καλοί φίλοι. Όταν ο μάστορας Αλή νικάει το Νουρή μπέη, δεν τον πειράζει όπως παλιά. Και η ομιλία του άλλαξε ακόμα- χρησιμοποεί κουλτουριάτικη γλώσσα. Μιλάει δυνατά για να τον ακούν γύρω του.
– Να είσαι σίγουρος, αδέρφι μου Νουρή μπέη, το εμπόριο, στους ρωμιούς και οι φόροι στους Αρμένιους οι άνθρωποι από, γεννησιμιού τους είναι εργατικοί, όμως και το τούρκικο μιλέτι πρέπει ν’ ανοίξει τα μάτια του, «η υπομονή και η επιμονή οδηγεί τον άνθρωπο στο σκοπό του», χρειάζεται υπομονή και θέληση Νουρή μπέη μου, δεν το λέω για να παινευτώ, αλλά χτες παράγγειλα και άλλο πάγκο, το μαγαζί είναι μικρό πλέον, ψάχνω για κάτι πιο κατάλληλο.
Ο παπλωματάς Σελήμ που καθόταν δίπλα στο μάστορα Νουρή γελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Ακούγοντας τα λόγια αυτά, είπε φωναχτά από την θέση του:
– Μάθαμε ότι θα φύγεις από τον μαχαλά, μάστορα Αλή, είναι αλήθεια;
Ο μάστορας Αλή κόβοντας την τράπουλα απάντησε:
– Μάλλον κάτι τέτοιο σκοπεύω.
Ο Σελήμ τον ξαναρωτά ειρωνικά:
– Μήπως δεν σε χωράει και το σπίτι;
Ο μάστορας Αλή δίνει την τράπουλα το Νουρή μπέη.
– Ορίστε, κόψε αδερφέ Νουρή… είπε, ο Σελήμ σκουντά τον μάστορα Νουρή.
– Βλέπεις; δεν απαντά.
– Τι σε νοιάζει… είπε αν το σπίτι του είναι πια μικρό ή όχι; άλλωστε και οι δύο σας είστε ενωτικοί. Πρέπει να υποστηρίζεστε.
Ο Σελήμ κάτι είπε μέσα από τα δόντια του.
Ο μάστορας Αλή και ο Νουρή μπέης τελείωσαν την παρτίδα τους, χαιρέτησαν όλους κι” έφυγαν.
Βγαίνοντας έξω ήταν μια βραδιά ξάστερη. Ο Μάστορας Αλή κοιτάζοντας τον ουρανό είπε:
– Έσπασαν τα κρύα πια.
Ο Νουρή μπέης ήταν αφηρημένος, δεν απάντησε. Περπάτησαν, δεξιά φάνηκε το σπίτι του μάστορα Αλή. Μάλλον η φαμίλια του Νουρή μπέη θα πήγε για επίσκεψη στου μάστορα Αλή. Από τα παράθυρα φαίνεται φως. Πριν ο μάστορας Αλή χτυπήσει την πόρτα, ο Νουρή μπέης έβηξε και είπε με σοβαρή φωνή:
– Αρχηγέ μου, δεν βρισκόμαστε στο έτος της ντροπής, αλλά του κέρδους, υπάρχουν ορισμένες υποδέσεις πλειοδοσίας σχετικά με επισκευές των βακουφιών μας· αυτές οι δουλειές κανονίζονται στο δικό μας τμήμα. Ο επιθεωρητής περνάει το λόγο του στο διευθυντή του τμήματός μας κι’ εγώ μπορώ να επιβληθώ στον επιθεωρητή. Έγινα αντιληπτός αρχηγέ μου; είναι καλύτερα και πιο σωστό οι υποθέσεις αυτές, που δίνονται συνήθως στους άπιστους, να δίνονται στους μουσουλμάνους αδελφούς μας. Χτες, τη σκέψη αυτή την είπα στον επιθεωρητή: «αν ξέρεις κάποιον, θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας», είπε κι έτσι, θυμήθηκα εσένα· κατάφερα να σου δώσω να καταλάβεις, αρχηγέ μου;
Ο μάστορας Αλή χάρηκε γιατί είχε καταλάβει αλλά έκανε το βαρύ· σκέφτηκε: το μεριδιο του Νουρή μπέη, του επιθεωρητή, του διευθυντή, να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο.
– Εντάξει, αδερφέ μου Νουρή μπέη. Αύριο, το συζητάμε μετά το γραφείο, ελάτε στο μαγαζί μας… να συζητήσουμε.
Ήρθε η άνοιξη που θ’ άνοιγε μεγάλες δουλειές στο κεφάλι του μάστορα Νουρή. Η φιλία με τον Σεΐχη Αβδουρραχμάν συνεχιζόταν. Ο άνθρωπος αυτός είχε δημιουργήσει στον μάστορα πολλές καινούργιες απορίες.
Ο μάστορας παρομοίαζε τα λόγια του Αβδουρραχμάν με καρπό που έχει χρωματιστή και χοντρή φλούδα. Όταν καθαρίζεις τη φλούδα του, είναι δυνατό να φτάσεις στο κρέας του και μέσα από την φλούδα αυτή, η ύπαρξη του κρέατος με την περίεργη γεύση και το δροσερό χυμό κρυβόταν με περισσότερη προσοχή απ’ όσο χρειαζόταν. Ο μάστορας κάθε φορά του έλεγε:
– Σεΐχη μου, εσύ αρχίζεις πάντα από μια σκοτεινή και ασήμαντη φασαρία.
Και καταλήγεις σε μια φωτεινή πλατεία. Αυτό που είναι ωραίο σε σένα, είναι το αποτέλεσμα που φτάνεις, και όχι το σημείο που αρχίζεις. Λες ότι στον κόσμο υπάρχει αδικία, είναι σωστό, αλλά για να το πεις αυτό, αναφέρεις ότι «ο θεός είναι η δικαιοσύνη»’ όλα αυτά όμως το μόνο που καταφέρνουν είναι να μπερδεύουν τα πράγματα.
Μετά λες: «γιατί ορισμένοι άνθρωποι να ζουν σε παλάτια και άλλοι σε χαμόσπιτα;» είναι σωστό, αλλά προσπαθείς να το, αποδείξεις, λέγοντας ότι ο θεός είναι ένας κι εφόσον ο θεός φαίνεται σ’ όλους τους ανθρώπους, πρέπει και οι άνθρωποι να γίνουν όπως ο Θεός». Άσε τον θεό κατά μέρος, και ας προσπαθήσουμε να τα βρούμε με τα εγκόσμια…
Παρά τις αντιδράσεις και τις αντιρρήσεις του, ο μάστορας Νουρή λίγο – λίγο βρέθηκε κάτω από την επίδραση του Αβδουρραχμάν και η επίδραση αυτή εκδηλώθηκε αμέσως στην πρακτική, στην καθημερινή ζωή. Πίστεψε ότι η ευτυχία, η δικαιοσύνη, η ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους είναι δυνατό .να κατορθωθεί μόνο αν κατεβάσουμε τις κοσμικές μας ανάγκες στο ελάχιστο και χωρίς πλέον να το θέλει άρχισε να παραμελεί τον εαυτό του, να μην ξυρίζεται, και να λιγοστεύει το φαγητό στο σπίτι σ’ ένα πιάτο. Και όπως οι δουλειές, δεν πήγαιναν καλά, βοηθούσαν στη νίκη της νέας αυτής φιλοσοφίας στην πράξη.
Μετά από αρκετούς μήνες, ήρθε στο μαγαζί ο Γκιαούρης Τζεμάλ και όπως συζητούσαν, του διηγήθηκε την ιστορία:
– Ερχόμασταν από Τραπεζούντα πριν από μια νύχτα είχαμε ένα δυνατό νοτιά. Στη βάρδια, απέναντι στο τζάκι, από τη μια ζέστη, και από την άλλη το κούνημα, ένοιωθα ναυτία, την άλλη μέρα η φουρτούνα σταμάτησε. Κοντεύαμε για Σαμψούντα. Είπα ν’ ανέβω στο κατάστρωμα για να πάρω αέρα. Έγειρα στην κουπαστή. Τα κύματα, όταν υπάρχει αδύνατος νοτιάς στο πέλαγος, μοιάζουν με δελφίνια, μάστορα. Κοίταζα αφηρημένος, κάποιο χέρι μου άγγιξε τον ώμο. Γύρισα, τον γνώρισα. Κάποτε είχε κυκλοφορήσει ένα λεύκωμα, που είχε όλες τις φωτογραφίες των εξοχότατων βουλευτών. Την φωτογραφία του την είχα δει εκεί.
Δεν τον ξέχασα, γιατί είχε ένα πολύ περίεργο πρόσωπο. Το μόνο που δεν θυμόμουν ποιας εποχής βουλευτής ήταν ούτε και τ’ όνομα του θυμόμουν, ο Βουλευτής ρώτησε:
– Πώς λένε αυτά τα βουνά;
– Δεν ξέρω, βουλευτή αφέντη, είπα. Χάρηκε που ήξερα πως ήταν βουλευτής, έδειξε ενδιαφέρον για μένα.
Με ρώτησε από που είμαι, και χωρίς να περιμένει απάντηση: «έχεις παιδιά; πες χαιρετίσματα στο χωριό σου από μένα» είπε. Ήθελα να τον προσβάλω τον άνθρωπο αυτόν.
– Αφέντη, είπα, θα δώσω τους χαιρετισμούς σας, μόνο επιτρέψτε μου, μια και είστε βουλευτής μας, ας συζητήσουμε λίγο.
Ο άνθρωπος ξαφνιάστηκε. Του φάνηκε περίεργο, πως ένας θερμαστής μουντζουρωμένος, να μπορεί να λέει τέτοιες κουβέντες, μιλούσα χωρίς να σταματώ, κατάκρινα την παιδεία, χρησιμοποιούσα κυρίως λέξεις λατινικές, του έκανα μια διάλεξη περίπου μισής ώρας. Μετά, του ζήτησα συγνώμη γιατί, άλλαζε η βάρδια, και λέγοντας τα αυτά άφησα τον εξοχότατο, και κατέβηκα κάτω. Τί λες, μάστορα; δεν είναι υπέροχο το παιχνίδι;
Ο μάστορας δεν βρήκε το «παιχνίδι» καθόλου υπέροχο, γιατί η συμπεριφορά του Τζεμάλ ήταν μια επίδειξη χωρίς νόημα. Είχε πάντα μια τάση για επίδειξη. Ούτε και η φωτιά στο τζάκι του καραβιού δεν μπόρεσε να κάψει το πάθος του Γκιαούρη Τζεμάλ, να τον απαλλάξει απ’ τον εγωισμό.
Το περιστατικό αυτό έκανε τον μάστορα ν’ απογοητευθεί τελείως από τον Γκιαούρη Τζεμάλ και να συνδεθεί περισσότερο με τον Αβδουρραχμάν.
Κάποια Παρασκευή, κατά το μεσημέρι στο μαχαλά ακούστηκε μια ζεστή θρηνητική κραυγή. Ο μάστορας Νουρή ήταν μόνος με τον Ομέρ στο δωμάτιο. Η μάνα του και η Γκιουλιζάρ ήταν κάτω στην κουζίνα κοίταξε από το παράθυρο στο έρημο σοκάκι ήταν ένας τυφλός ζητιάνος, με λυπητερή φωνή έλεγε τραγούδια της ανατολής μαζί μ’ ευχές από μνημόσυνο και το κοράνι.
Ήταν γυμνός από την μέση και πάνω, ξυπόλυτος, και στην πλάτη είχε ριγμένο ένα τσουβάλι. Ο ζητιάνος σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του μάστορα. Ο μάστορας είχε δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα παλιό κι’ ένα καινούργιο, πήρε το καινούργιο, είχε δύο σακάκια επίσης το ίδιο, πήρε το καινούργιο, άνοιξε την πόρτα και χωρίς να πει τίποτα τα έβαλε στην αγκαλιά του ζητιάνου, έκλεισε την πόρτα και όπως πήγαινε προς τα σκαλοπάτια, συνάντησε την μάνα του.
– Τί του έδωσες, Νουρή;
– Τίποτα… παπούτσια και σακάκι.
– Ναι, παιδί μου, θα ήταν αρκετό να του έδινες λίγο ψωμί. Μήπως έχεις πολλά παπούτσια και πολλά σακάκια:
– Είχα δύο όμως, έδωσα το ένα και αυτός θα ντυθεί κι’ εγώ δεν θα μείνω γυμνός.
Η μάνα του τον κοίταξε περίεργα, βλέπει πως εδώ και αρκετό καιρό πολλά πράγματα άλλαξαν στον γιό της.
– Ευλογημένο μου παιδί, είπε, είναι δυνατόν να ντυθούν τόσοι γυμνοί με το να τους δώσουμε εμείς ρούχα; ο μάστορας δεν μίλησε, για λίγο βρήκε την πράξη αυτή ανόητη και γελοία, ανεβαίνοντας τις σκάλες, σταμάτησε.
– Δίκιο, έχεις μάνα, είπε, αλλά τί να γίνει; τί πρέπει να κάνουμε; ο κόσμος είναι χάλια. Είναι άδικος, μάνα. Ο μάστορας δεν ρώτησε τον Αβδουρραχμάν «τί πρέπει να γίνει;» γιατί ήξερε πως και εκείνος δεν ξέρει τι χρειάζεται. Θέλει πολύ υπομονή και είναι πολύ μακρύς ο δρόμος. για να δει μόνος του ο καθένας τον συνείδηση του. Όμως η υπομονή του μάστορα μέρα με τη μέρα εξαντλιόταν κι’ ενώ ο μάστορας βρισκόταν στην θλιβερή αυτή κατάσταση, ένα τελευταίο επεισόδιο του δηλητηρίασε τη ζωή.
Ο μαστρο-Νουρή, γυρίζοντας μια μέρα από την δουλειά του, νωρίς, βρήκε την πόρτα μισάνοιχτη, την έσπρωξε και μπήκε μέσα, κοίταξε στην κουζίνα- η μάνα του δεν ήταν εκεί.
Ανέβηκε επάνω, βρήκε την Γκιουλιζάρ στον δωμάτιο. Ήταν γυρισμένη προς την πόρτα, και γονατισμένη μπρος σ’ ένα σεντούκι. Ακούγοντας το άνοιγμα της πόρτας η Γκιουλιζάρ σηκώθηκε απότομα.
– Αχ εσύ είσαι, με τρόμαξες, Νουρή. Της αρέσει της Γκιουλιζάρ να τον φωνάζει Νουρή όταν λείπει η μάνα του.
– Που είναι η μάνα, Γκιουλιζάρ; γιατί η πόρτα κάτω είναι ανοιχτή;
– Η μάνα, Νουρή, πήγε δίπλα και φαίνεται την ξέχασε ανοιχτή.
– Εσύ τί κάνεις εκεί;
– Φτιάχνω το σεντούκι μου, ήταν στο καρβουναριό, και το ανεβάσαμε επάνω με την μάνα.
Ο μάστορας ένοιωθε άσχημα’ το ότι το σεντούκι θα είχε πράγματα μέσα από το Γκιόζτεπε τον ενοχλούσε. Έριξε μια ματιά μέσα, ήταν σκεπασμένο με τενεκέ και με ξύλινες βέργες, μπροστά υπήρχε η φωτογραφία ενός παγονιού. Πλησίασε το σεντούκι, ένας μικρός τορβάς ξεχωρίζει από τους άλλους μπούγους, τον πήρε.
– Τί είναι αυτό, Γκιουλιζάρ;
– Λεβάντα έχει μέσα, αλλά ξεράθηκε κι’ έφυγε η μυρωδιά του, Νουρή, λεβάντα από το Γκιόζτεπε. Ο μάστορας πέταξε τον ντουρβά στο ντιβάνι, το έκανε όμως τόσο νευρικά που η Γκιουλιζάρ σάστισε. Τον κοίταξε περίεργα. Ο μάστορας μετάνιωσε γι’ αυτό που έκανε.
– Να σε βοηθήσω, Γκιουλιζάρ, είπε, και έσκυψε πλάι στο σεντούκι, το σεντούκι ήταν άδειο το μισό, στο βάθος ήταν ένας μπόγος με κομμάτια ύφασμα σε διάφορα χρώματα και πάνω στο μπόγο μια φωτογραφία… ο μάστορας πιάνει την φωτογραφία, η Γκιουλιζάρ πέφτει πάνω της.
– Άφησέ την Νουρή, λέει φωνάζοντας άφησέ την! σε παρακαλώ μην την κοιτάζεις…
Η Γκιουλιζάρ έγινε κατακίτρινη. Τα μάτια της δάκρυσαν, η ταραχή της Γκιουλιζάρ μαρτύρησε πολλά στον μάστορα. ‘ Ήταν η φωτογραφία του Σεϊφη μπέη. Παίρνει με δύναμη τη φωτογραφία από το χέρι της Γκιουλιζάρ, την κοιτά. Ένας ξανθός νέος ακουμπισμένος σ’ ένα τραπέζι, το κεφάλι του είναι ξεσκούφωτο, πιο πίσω ένας μεγάλος διάδρομος παλατιού, σα σκηνή θεάτρου που βαθαίνει με κολόνες. Ο μάστορας εξακολουθεί να κοιτά την φωτογραφία. Η Γκιουλιζάρ σηκώθηκε. Ο μάστορας γονατισμένος μπροστά στο σεντούκι, σηκώνει το κεφάλι του και την ρωτά:
– Αυτός είναι ο Σέίφης μπέης, έτσι; γιατί δεν μιλάς; στο σεντούκι λοιπόν που ήταν στο καρβουναριό υπήρχε ο Σέίφης μπέης. Γιατί δεν μιλάς; Το χέρι του τρέμει, όσο μιλάει, ζηλεύει, και όσο ζηλεύει, γίνεται όπως ο παπλωματάς Σελήμ.
– Δεν μιλάς; γι αυτό ταχτοποίησες-το σεντούκι, έτσι;… ο Σέίφης μπέης. Ένα παλικάρι σα λιοντάρι και όχι σαν και μένα μονόφθαλμος και κακορίζικος!… η καρδία σου δεν άντεξε να την σκίσεις!
Ο Ομέρ βάζει τα κλάματα.
Ο μάστορας σηκώνεται αμέσως, η Γκιουλιζάρ τρέχει σαν τρελή στην κούνια, παίρνει τον Ομέρ στην αγκαλιά της και τον κρατά σφιχτά σα να θέλει να τον σώσει από κάποιο τρομερό κίνδυνο· σκεπάζει με τα χέρια της το κεφάλι του παιδιού. Ο μάστορας αντιλαμβάνειτα την σημασία των κινήσεων της Γκιουλιζάρ. Θέλει να της φωνάξει, «νόμισες πώς θα σκοτώσω το παιδί;». Ένοιωσε πολύ πικραμένος, για την συμπεριφορά της Γκιουλιζάρ. Ενώ η ζήλεια του, που .είχε ανάψει έσβησε ξαφνικά, νόμισε πως δέχτηκε γροθιά στο κεφάλι του, άφησε την Γκιουλιζάρ με τον Ομέρ στην αγκαλιά της και βγήκε στο δρόμο.
Το βράδυ εκείνο δεν πήγε σπίτι, την άλλη μέρα το μεσημέρι πήγε η μάνα του στο μαγαζί. ‘ Ήταν και η πρώτη φορά που πήγαινε από τότε που άνοιξε ο μάστορας το μαγαζί.
– Νουρή, παιδί μου, η Γκιουλιζάρ μου τα εξήγησε όλα, τάχασα στα αλήθεια…
– Αν όμως τα εξηγούσα εγώ μάνα σίγουρα δεν θα τα έχανες, μπορεί να έχω άδικο στο θέμα της φωτογραφίας, το σκέφτηκα όλη την νύχτα. ‘ Ίσως η Γκιουλιζάρ να είχε ξεχάσει ότι στο σεντούκι υπήρχε η φωτογραφία του Σέίφη μπέη, αλλά τί να κάνω, μάνα, άντρας είμαι ζήλεψα. Να δεν μπόρεσα ν’ αντέξω αλλά εκείνη πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι μπορώ να κάνω κακό στον Ομέρ; Η μάνα του τον ρώτησε με απορία;
– Κακό στον Ομέρ; :
Ο μάστορας πήγε να της εξηγήσει τις αντιδράσεις της Γκιουλιζάρ, αλλά μετάνοιωσε’ για πρώτη φορά έλεγε ψέματα στην μάνα του.
– Δηλαδή, το ότι τη ζηλεύω και ότι θυμώνω, δεν σημαίνει αυτό κακό για τον Ομέρ… η μάνα του κατάλαβε ότι κάτι ήθελε να της κρύψει αλλά δεν επέμεινε.
– Εντάξει, είπε, άστα αυτά, και έλα απόψε σπίτι είναι ντροπή για τους γείτονες.
Το βράδυ πήγε σπίτι, μίλησε με την Γκιουλιζάρ μπροστά στη μάνα του αλλά σαν έμειναν μόνοι, δεν κατάφεραν να πουν τίποτα .Δεν μπορούσε να συγχωρέσει το ότι η Γκιουλιζαρ θέλησε να προστατέψει τον Ομερ από τον ίδιο.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.