Το 1920 η εφημερίδα «Πειρασμός» έψαξε εν χρήσει τότε ελληνικά επίθετα που προέρχονταν κυρίως από τουρκικές ρίζες και σήμαιναν επάγγελμα.
Ιδού λοιπόν κάποια από αυτά:
«Κουντουριώτης, Κουντούρης, Κουντουράς: Από το τουρκικόν κουντούρα δηλ το παπούτσι.
Καζαντζής, Καζαντζάκης, Καζαντζόπουλος: Από το καζάνι. Δηλαδή ο κατασκευαστής καζανιών και γενικώτερον ο χαλκουργός
Κανταρτζής: Ο κατασκευαστής κανταριών και γενικώτερον ο ορειχαλκουργός.
Τουφεξής: Από το επάγγελμά του οπλοποιού και του κατασκευαστού κοντακιών όπλων.
Καζάζης: Ο μεταξουργός.
Σέκερης: Ο ζαχαροπλάστης
Αμπατζής: Ο κατασκευαστής ωρισμένου μαλλίνου υφάσματος
Σαγιαξής: Ο κατασκευαστής επίσης ωρισμένου είδους μαλλίνου υφάσματος
Κιατίπης: Ο γραμματικός
Φεσάς, Φεσόπουλος: Ο κατασκευαστής φεσιών
Σαράφης, Σαραφίδης, Σαραφόπουλος: Από το σαράφης, αργυραμοιβός.
Ταμπάκης, Ταμπακόπουλος, Ταμπακάς: Από το ταμπάκης, ο βυρσοδέψης.
Χασάπης, Κασάπης, Χασαπίδης και Κασαπίδης: Από το χασάπης ή κασάπης, σφαγεύς, κρεοπώλης.
Αραμπατζής: Καραγωγεύς
Τσορμπατζής, Τσορμπατζόγλου: Ο προϊστάμενος εργασίας.
Μπαξεβάνης: Ο περιβολάρης
Καλαιτζής, Καλαντζόπουλος, Καλαντζάκης: Ο κασσιτερωτής
Καπιτσάλας, Καπιτσάλης και Καψάλης: Ο κεντητής ή κατασκευαστής ζωνών.
Κατιρτζής και Κατιρτζόγλου: Ο μουλαράς.
Τσαούσης, Τσαουσίδης, Τσαουσόπουλος: Ο λοχίας.
Βογιατζής, Βογιατζάκης, Βογιατζίδης: Ο βαφεύς
Κουγιουμτζής: Ο χρυσοχόος.
Χεκίμης, Χεκίμογλου: Ο ιατρός.
Καλεμκερής: Ο κατασκευαστής σταμπαρισμένων υφασμάτων.
Βερβέρης: Ο κουρεύς.
Γιουρούκος: Ο πλανόδιος.
Αλμπάνης και Ναλμπάντης: Ο πεταλωτής.
Σαμαρτζής και Σαμαρτζίδης: Ο σαγματοποιός
Κυρίτσης: Από το κυρετζής δηλ. ασβεστάς»
Αν δεν βρήκατε το δικό σας επώνυμο ψάξτε το καλύτερα … Για το δικό μου πάντως τα πράγματα είναι απλά: Σιταράς όλο και με κάποια σιτάρια θα είχαν να κάνουν οι παππούδες!
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.