Ο οίκος του Ηρακλείου
Οι διάδοχοι του Ηρακλείου Κωνσταντίνος και Κώνστας. Φιλιππικός. Αναστάσιος Β’ και Θεοδόσιος Γ’.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Ηράκλειος ετελεύτησεν, ως είπομεν, τω 641, αφού κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας αυτού είχε την ατυχίαν να ίδη αμαυρουμένην την αίγλην και την μεγάλην δόξαν των προηγουμένων χρόνων και μεγάλας και ιστορικωτάτας εν Ασία και εν Αφρική χώρας αφαιρουμένας από του κράτους, να ίδη δε προς τούτοις αποτυχούσας και πάσας τας προς εκκλησιαστικήν εν τω κράτει ειρήνην ενεργείας αυτού. Τον Ηράκλειον διεδέξατο ο υιός αυτού Κωνσταντίνος Γ’, ολίγους μόνον βασιλεύσας μήνας. Τούτον δε τω 642 ο υιός αυτού Κώνστας Β’ (641-668). Επί τούτου οι Άραβες, καθώς είδομεν, επί των χαλιφών Ωμάρ και Οσμάν εξακολούθησαν νικηφόρως την επί του Αβού Βεκίρ αρξαμένου κατά του Ελληνικού κράτους επιδρομήν και αφήρεσαν πολλάς εν Ασία και εν Αφρική επαρχίας. Και κατώρθωσαν μεν οι Έλληνες ν’ ανακτήσωνται προσωρινώς (646) την Αλεξάνδρειαν διά του στόλου αυτών, αλλά μετ’ ολίγον αυτοί οι Άραβες κατασκευάσαντες στόλον προσέβαλον και την Κύπρον, κυριεύσαντες την πρωτεύουσαν αυτής Κωνσταντίαν και τα παράλια της Μικράς Ασίας, εισβαλόντες συγχρόνως κατά ξηράν και εις την Μικράν Ασίαν. Εκυρίευσαν παροδικώς την Ρόδον εν ναυμαχία και παρά την νήσον ταύτην έτρεψαν εις φυγήν (654) τον Ελληνικόν στόλον. Αλλ’ εν τη Μικρά Ασία, αφού κατέλαβον πλείστον μέρος αυτής, απεκρούσθησαν, όπως και εν Αφρική, δεν ηδυνήθησαν δε να επωφεληθώσι και τας κατά θάλασσαν νίκας αυτών ένεκα των επελθουσών εσωτερικών εν τω κράτει αυτών ταραχών, περί ών είπομεν. Ο Κώνστας ήτο άλλως και ηγεμών ηθικώς ασθενής. Περιπεσών δε και εις βαθείαν δυσθυμίαν ένεκα του φόνου του αδελφού αυτού Θεοδοσίου, ού ην ηθικός αυτουργός, κατέστη έτι ασθενέστερος την ψυχήν και το φρόνημα. Τω 666 μετέβη εις Σικελίαν διελθών διά των Αθηνών, ένθα διήνυσε τον χειμώνα (86). Αλλά κατά την περιοδείαν ταύτην εδολοφονήθη τω 668 εν Συρακούσαις υπό συνωμοτών ανακηρυξάντων αυτοκράτορα εξ εαυτών τον Μιζίδιον.
Κωνσταντίνος Δ’ ο Πωγωνάτος (668-685 μ. Χ.)
Τον Κώνσταντα Β’ διεδέξατο ο Κωνσταντίνος Δ’, ο επικαλούμενος Πωγωνάτος. Ο Κωνσταντίνος ην εν Βυζαντίω, ότε εφονεύθη ο πατήρ αυτού. Αναρρηθείς δε αυτοκράτωρ, επί τω ακούσματι του φόνου του πατρός, μετέβη μετά στόλου εις την Σικελίαν, και τιμωρήσας τους δολοφόνους του πατρός, φονεύσας δε και τον Μιζίδιον, επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν (φέρων ήδη πώγωνα, ενώ είχεν απέλθει αγένειος έτι ών, εντεύθεν δε και Πωγωνάτος επικληθείς), καταβαλών δε και ενταύθα άλλην στάσιν υπέρ άλλων αδελφών αυτού γενομένην, εστερέωσε την αρχήν αυτού.
Βασιλεύοντος του Κωνσταντίνου Δ’, ο της Χαλιφείας την αρχήν σφετερισάμενος τότε διοικητής της Δαμασκού Μωαβίας έπεμψε στόλον μέγαν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, ταυτοχρόνως δε και στρατόν κατά ξηράν εις την Μικράν Ασίαν, σκοπών διά της εκπορθήσεως της Κωνσταντινουπόλεως να καταλύση άπαν το Ελληνικόν κράτος. Επί επτά έτη (672-679) η Κωνσταντινούπολις επολιορκίθη υπό των Αράβων κατά γην και κατά θάλασσαν. Αλλά και οι πολιορκούμενοι αγωνιζόμενοι τον περί ζωής και θανάτου αγώνα ουχί απλώς υπέρ της πόλεως, αλλά και υπέρ του όλου κράτους και της πίστεως, αντέταξαν κρατεράν άμυναν, χρησιμοποιήσαντες το λεγόμενον Ελληνικόν ή υγρόν ή πολεμικόν, ως καλείται, πυρ, επινοηθέν κατά χρόνους προγενεστέρους, αλλά νυν πρώτον τελεσφόρως χρησιμοποιηθέν. Η πολιορκία μετά 7 έτη απέτυχεν εντελώς, ο στόλος ο Αραβικός κατεστράφη κατά μέγα μέρος, τα δε λείψανα του στόλου απώλοντο υπό τρικυμίας κατά την επιστροφήν, και η Κωνσταντινούπολις σωθείσα έσωσε και το κράτος, ως συνέβη και κατά τας προγενεστέρας βαρβαρικάς επιδρομάς. Αλλ’ η σωτηρία του Ελληνικού κράτους από της φοβεράς επιδρομής έσωσε και όλην την Ευρώπην, ήτις τότε οικουμένη υπό βαρβάρων εν μέρει προσελθόντων, εν μέρει δε μη προσελθόντων έτι εις τον Χριστιανισμόν, ταχέως ηδύνατο, υποτασσομένη υπό των Αράβων, να εξισλαμισθή, καταστρεφομένου ούτως εν σπέρματι του Ευρωπαϊκού χριστιανικού πολιτισμού. Η Κωνσταντινούπολις εφάνη νυν μέγα και δυσπόρθητον προπύργιον της Ευρώπης και του Χριστιανικού κόσμου.
Οι Άραβες ου μόνον ηττήθησαν, αλλά και υπεβλήθησαν εις ταπεινωτικούς όρους ειρήνης, αφού ο Χαλίφης υπεχρεώθη να τελή καθ’ έκαστον έτος τρισχιλίας λίτρας χρυσού (περίπου 3,700,000 δραχμ.), πεντήκοντα ίππους ευγενείς Αραβικούς και να αποδίδη ετησίως 8 χιλιάδας αιχμαλώτων Χριστιανών εκ των απείρων τοιούτων αιχμαλώτων, ούς μέχρι νυν εν πολέμοις και επιδρομαίς ηχμαλώτιζον οι Άραβες.
Ούτως ενδόξως επερατώθη ο προς τους Άραβας πόλεμος και συνωμολογήθη η πρώτη προς αυτούς από της ιδρύσεως του Αραβικού κράτους, συνθήκη ειρήνης, μία των ενδοξοτάτων συνθηκών, άς συνωμολόγησε το Ελληνικόν Χριστιανικόν κράτος προς ξένα κράτη. Αλλά και άλλα εγένοντο έργα σπουδαία επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’. Επί τούτου εγένετο η εγκατάστασις των Βουλγάρων εις την Κάτω Μοισίαν, την έκτοτε απ’ αυτών Βουλγαρίαν καλουμένην. Τα κατά το γεγονός τούτο έχουσιν ως εξής: Ως ερρήθη εν τοις έμπροσθεν, οι Βούλγαροι, αφού εκ της Ασίας ή εκ της Ανατολικής Ρωσίας (εκ των περί τον Καύκασον, Κασπίαν και Βόλγαν χωρών) μετενάστευσαν κατά τον 5 μ. Χ. αιώνα εις τας περί Τύραν (Δνίστερ) χώρας της νοτιοδυτικής Ρωσίας, όθεν εποιήσαντο τας πρώτας περί τα τέλη του 5 μ. Χ. αιώνος μεγάλας εις το Ελληνικόν κράτος επιδρομάς αυτών, υπετάχθησαν υπό το μέγα βαρβαρικόν κράτος, των Αβάρων. Υπό τον Χαγάνον των Αβάρων εστράτευσαν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως επί του Ηρακλείου. Μετά την αποτυχίαν της μεγάλης εκείνης εν συμμαχία μετά των Περσών γενομένης επιδρομικής στρατείας φαίνεται ότι το Αβαρικόν κράτος, όπερ εν ταις νυν χώραις της Ουγγαρίας και της Αυστρίας διετηρήθη μέχρι τέλους του 8ου αιώνος, εξησθένησεν εν ταις Ανατολικαίς χώραις. Πρώτοι επανέστησαν κατά των Αβάρων οι Βούλγαροι υπό τον Κουβράτ Χαν (635). Είς δε των υιών τούτου ο Ασπαρούχ συναινέσει του Κωνσταντίνου Δ’ εγκατέστη μετά των Βουλγάρων αυτού εν τη μεταξύ του Δανουβίου και του Αίμου χώρα. Η χώρα αύτη καλουμένη Κάτω Μοισία, οικουμένη δε παλαιότερον υπό Θρακών, είχεν εξελληνισθή κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ως είδομεν, τω 374 επί του Ουάλεντος εγκατέστησαν ενταύθα οι Βησιγότθοι. Μετά την τούτων δε περί τα τέλη του 4 αιώνος υπό τον Αλάριχον εκ Μοισίας μετανάστευσιν η χώρα αύτη επανήλθεν υπό την άμεσον αρχήν των αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως. Αλλ’ από των μέσων του 6 μ. Χ. αιώνος, από των χρόνων του Ιουστινιανού, ήρξαντο να μεταναστεύωσιν εις την Κάτω Μοισίαν Σλαυικοί λαοί λεγόμενοι Σκλαβηνοί των επτά γενών. Νυν ο Κωνσταντίνος Δ’ παρέδωκε την χώραν εις τους Βουλγάρους, ίνα ούτοι εισερχόμενοι ούτως εντός των ορίων του Κράτους διάγωσιν εν ειρήνη προς αυτό, κωλύωσι δε και τας Σλαυικάς επιδρομάς, και μάλιστα τας των Αβάρων, ών ήσαν πολέμιοι. Εν Κάτω Μοισία οι Τούρκοι το γένος και την γλώσσαν Βούλγαροι, αναμιχθέντες μετά των αυτόθι Σλαύων, αφωμοιώθησαν κατά μικρόν προς αυτούς και εξεσλαυίσθησαν μετά αιώνας, λησμονήσαντες την εαυτών εθνικήν τουρκικήν γλώσσαν και προσλαβόντες την σλαυικήν γλώσσαν των υπηκόων. Ούτως ο Κωνσταντίνος Δ’ εγκατέστησεν εν τη Ελληνική χερσονήσω και εν τη γειτονία των Ελλήνων τους Βουλγάρους, όπως ο πάππος αυτού Ηράκλειος τους Σέρβους και Κροάτας.
Επί του Κωνσταντίνου Δ’ εγένετο και η έκτη οικουμενική Σύνοδος (680) προς λύσιν των εκ της αιρέσεως των Μονοφυσιτών θρησκευτικών ερίδων, χωρίς μηδέν να επενέγκη αποτέλεσμα ως προς το ζήτημα τούτο. Ο Κωνσταντίνος Δ’ ετελεύτησε τω 685 καταλιπών τον θρόνον εις τον υιόν αυτού Ιουστινιανόν Β’.
Ιουστινιανός Β’ (685 711 μ. Χ.)
Ο Ιουστινιανός Β’ υπήρξε καθ’ όλην την βασιλείαν αυτού ανήρ πολύτροπος, άμα δε και κακεντρεχής και φαύλος. Ούτως εν τη κακοτροπία αυτού διά μηδαμινούς λόγους διέρρηξε την προς τους Άραβας επί τοσούτον επωφελέσιν όροις υφισταμένην ειρήνην και περιήλθεν εις πόλεμον προς το αύθις επί του χαλίφου Αβδ-αλ-μαλέκ ισχυρόν γενόμενον Αραβικόν κράτος· ηττήθη δ’ αισχρώς εν τω πολέμω τούτω απολέσας πάντα τα πλεονεκτήματα της τέως υφισταμένης συνθήκης ειρήνης και εκθέσας το κράτος εις νέον κίνδυνον. Αλλ’ εκ τούτου προεφύλαξεν αυτό η μεγάλη στρατηγική ικανότης του στρατηγού Λεοντίου, όστις πολλάς μετά ταύτα ήρατο νίκας εναντίον των Αράβων. Ο Ιουστινιανός Β’ ένεκα της φαυλότητος της καθόλου κυβερνήσεως αυτού προυκάλεσε καθ’ εαυτού στάσιν και καθαιρεθείς από του θρόνου και την ρίνα τμηθείς (εκ τούτου εκλήθη Ρινότμητος) εξωρίσθη εις Χερσώνα, εις δε τον θρόνον ανήλθεν ο μνημονευθείς Λεόντιος (695). Αλλά και ο Λεόντιος μετ’ ολίγον εγένετο θύμα νέας στρατιωτικής ανταρσίας και καθηρέθη, έλαβε δε τον θρόνον ο Αψίμαρος ή Τιβέριος Γ’. Επί τούτου πολλάς κατά των Αράβων ήρατο νίκας ο του αυτοκράτορος αδελφός στρατηγός Ηράκλειος. Αλλά εναντίον του Τιβερίου Γ’ επήλθεν ο έκπτωτος βασιλεύς Ιουστινιανός Β’. Ούτος φυγών από Χερσώνος μετέβη εις τον Χαγάνον των εν Κριμαία Τούρκων Χαζάρων, οίτινες νυν είχον προσέλθει εις τον Χριστιανισμόν, και ενυμφεύθη την αδελφήν του Χαγάνου Θεοδώραν. Φυγών δ’ έπειτα και εντεύθεν εις την Βουλγαρίαν και λαβών σύμμαχον τον Χάνον των Βουλγάρων Τέρβελιν επήλθε μετ’ αυτού εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως (705), ήν και κατέλαβε διά δόλου εισελθών αυτός διά των αγωγών υδραγωγείου τινός και ανοίξας πύλην τινά μετά τριών ημερών γενναίαν αντίστασιν των κατοίκων. Ούτως ο Ιουστινιανός γενόμενος το δεύτερον αυτοκράτωρ εβασίλευσεν άλλα έξ έτη (705-711) μετά της αυτής και μείζονος τυραννικής φαυλότητος ουδέν άλλο ποιών ή τιμωρών αγριώτατα τους συντελέσαντας πρότερον εις την καθαίρεσιν αυτού, εν οίς εφονεύθησαν και οι πρώην βασιλείς Λεόντιος και Τιβέριος Γ’.
Τέλος δε ότε έπεμψε στόλον ολόκληρον προς τιμωρίαν των κατοίκων της Χερσώνος, ως μη περιποιηθέντων αυτόν προσηκόντως κατά την ενταύθα εξορίαν αυτού. Ο στόλος ούτος αφικόμενος εις Χερσώνα επανέστη μετά των κατοίκων της Χερσώνος εναντίον του Ιουστινιανού Β’. Αναγορεύσας δε, βασιλέα ευπατρίδην τινά Φιλιππικόν καλούμενον, εκ Κωνσταντινουπόλεως εκεί εξωρισμένον, επανήλθε μετ’ αυτού εις Κωνσταντινούπολιν. Ο Ιουστινιανός Β’, εγκαταλειφθείς νυν υπό πάντων, συνελήφθη υπό του αρχηγού του στόλου και εφονεύθη, εγένετο δε βασιλεύς ο Φιλιππικός.
Επί της αθλίας υπό πάσαν έποψιν βασιλείας του Ιουστινιανού Β’ κατελήφθησαν εν Αφρική υπό των Αράβων η Καρχηδών και πάσαι αι μέχρι του Ατλαντικού εκτεινόμεναι κτήσεις του Ελληνικού κράτους. Επί της πρώτης δε βασιλείας αυτού συνεκροτήθη εν Κωνσταντινουπόλει (691) και η Πενθέκτη λεγομένη Σύνοδος.
Φιλιππικός. Αναστάσιος Β’ και Θεοδόσιος Γ’
Ο Φιλιππικός μετά διετή βασιλείαν καθηρέθη ειρηνικώς υπό των ανωτάτων πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών του κράτους ως ανίκανος να κυβερνά το κράτος απέναντι του εκ των Αράβων επικειμένου νέου κινδύνου, και ανηγορεύθη αυτοκράτωρ ο τέως πρωτοασηκρήτις ήτοι βασιλικός αρχιγραμματεύς Αναστάσιος Β’ (713). Επί του Αναστασίου Β’ οι Άραβες, οίτινες ουδέποτε από του άφρονος πολέμου, όν ο Ιουστινιανός Β’ είχεν επιχειρήσει κατ’ αυτών, συνωμολόγησαν ειρήνην προς το κράτος και έμενον διαρκώς εν Αφρική και εν Μικρά Ασία, μεγάλας εποιήσαντο επιδρομάς εις την χώραν ταύτην, παρεσκευάζοντο δε να επέλθωσι και εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Αναστάσιος Β’ παρασκευαζόμενος εκ των ενόντων εις άμυναν της πρωτευούσης έπεμψε συγχρόνως και στόλον εις τα παράλια της Φοινίκης, ίνα, ει δυνατόν, επιπέση απροσδοκήτως επί τον κατά της Κωνσταντινουπόλεως παρασκευαζόμενον στόλον και κατακαύση αυτόν. Αλλ’ ο στόλος ούτος εστασίασε κατά τον πλουν και εφόνευσε τον υπό του βασιλέως ταχθέντα αρχηγόν. Ίνα δε αποφύγη την διά την πράξιν ταύτην τιμωρίαν, εστασίασε και κατά του αυτοκράτορος και επανερχόμενος εις Κωνσταντινούπολιν, ότε αφίκετο εις Αδραμύττιον, υπεχρέωσέ τινα εκεί εισπράκτορα των δημοσίων φόρων, Θεοδόσιον καλούμενον, να λάβη το αυτοκρατορικόν αξίωμα. Ελθόντος δε του στόλου εις την πρωτεύουσαν, ο Αναστάσιος μετά μικράν αντίστασιν έφυγε καταλιπών την πόλιν, εις ήν εισήλασε νυν ο Θεοδόσιος ως αυτοκράτωρ (716). Αλλά του Θεοδοσίου η αρχή μόλις διήρκεσεν ολίγους μήνας. Υπήρχεν ανήρ εν Μικρά Ασία αρχιστράτηγος των εκεί πολεμουσών εναντίον των Αράβων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, Λέων ο Ίσαυρος, στρατηγός γενναιότατος. Ούτος βλέπων ένθεν μεν το μέγεθος του επικειμένου εις το κράτος κινδύνου, ένθεν δε την αθλιότητα των εν Κωνσταντινουπόλει πραγμάτων, επεχείρησε να σώση το κράτος αναλαμβάνων εις τας στιβαράς αυτού χείρας την των όλων πραγμάτων διεύθυνσιν. Επελθών λοιπόν εναντίον του μόλις καταλαβόντος την αρχήν Θεοδοσίου και νικήσας παρά την Νικομήδειαν τον κατ’ αυτού πεμφθέντα στρατόν του Θεοδοσίου, εισήλασεν εν θριάμβω εις την πρωτεύουσαν (717), του Θεοδοσίου παραιτησαμέου την αρχήν επί τη υποσχέσει της ασφαλείας της ζωής αυτού.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.