Ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος [1] ὑπῆρξε ἕνας γνωστὸς λόγιος καὶ παράλληλα ἕνα ἐνεργὸ πολιτικὸ πρόσωπο τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων. Συγκεκριμένα ἔδρασε στὰ χρόνια τῆς μακρᾶς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, δηλαδὴ στὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ 13ο στὸ 14ο αἰώνα.
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ 1250/5 καὶ πέθανε τὸ 1327 ὡς μοναχὸς Ναθαναὴλ στὸ μοναστήρι τοῦ Φιλανθρώπου Σωτῆρος στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀνῆκε σὲ μία μεγάλη καὶ πλούσια οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ἀρκετὰ μέλη εἶναι γνωστά, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα καὶ ἡ κόρη του Εἰρήνη Χούμναιναμοναχὴ Εὐλογία, μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς της [2].
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Νικηφόρου Χούμνου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μεγάλο μέρος παραμένει ἀκόμη ἀνέκδοτο, εἶναι ἐξαιρετικὰ πλούσιο καὶ περιλαμβάνει λόγους, ἐπιστολές καὶ ποιήματα. Ἀνάμεσα στοὺς τριάντα περίπου λόγους του ξεχωριστὴ θέση κατέχει ὁ συμβουλευτικὸς λόγος του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πολὺ γνωστὴ εἶναι ἀκόμη ἡ πνευματική διαμάχη του μὲ τὸν ἄλλο μεγάλο λόγιο καὶ πολιτικό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, τὸν Θεόδωρο Μετοχίτη, γύρω ἀπὸ ἐπιστημονικὰ καὶ ἀστρονομικὰ θέματα [3].
Ὡς πολιτικὸς ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος ὑπηρέτησε σὲ διάφορες ὑψηλὲς κρατικὲς θέσεις, ὅπως μεσάζων, κοιαίστωρ, μυστικός, ἐπί τοῦ κανικλείου. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἀξίωμα διατήρησε ὁ Χοῦμνος γιὰ ἕνα μακρύ χρονικό διάστημα ἀπὸ τὸ 1295 καὶ ἑξῆς, ὑπῆρξε δηλαδὴ κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ προϊστάμενος τῆς αὐτοκρατορικῆς γραμματείας. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ 13ου ἢ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ 14ου αἰῶνα, ὑπηρέτησε γιὰ λίγο στὴ Θεσσαλονίκη ὡς διοικητὴς τῆς πόλης. Ἔτσι τουλάχιστον ἑρμηνεύουν οἱ ἐκδότες ἕνα ἔγγραφο τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται «πανσέβαστος, σεβαστὸς καὶ κεφαλὴ τῆς μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης καὶ αὐθέντης ἡμῶν ὁ ἐπὶ τοῦ κανικλείου» χωρὶς νὰ γίνεται ἀναφορὰ συγκεκριμένου ὀνόματος [4]. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, συνέγραψε ἕνα λόγο «περὶ δικαιοσύνης», τὸν ὁποῖο ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ στὸν ὁποῖο προέταξε ἕνα ἐγκώμιο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ λόγος αὐτὸς ἔχει ἐκδοθεῖ μόνο μία φορά στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα (1830) ἀπὸ τὸν J. Fr. Boissonade μὲ βάση ἕνα μόνο χειρόγραφο, τὸν παρισινό κώδικα 2105. Σήμερα βέβαια εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Νικηφόρου Χούμνου, καὶ μαζὶ ὁ λόγος του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, σώζονται σὲ πολὺ περισσότερα χειρόγραφα [5]. Ὁ λόγος ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μέρη, καὶ πολὺ σωστὰ σημειώνεται στὴν Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας τοῦ H. Hunger ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα λόγο μὲ δύο θέματα.
Τὸ πρῶτο θέμα εἶναι ὁ ἔπαινος τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὸ δεύτερο ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ σημασία της [6]. Ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος ἀρχίζει τὸν λόγο του ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς «ἄνδρας Θεσσαλονικεῖς», «τοὺς κατοικοῦντας εὐδαιμόνως τὴν μεγάλην καὶ θαυμαστὴν ταύτην πόλιν» καὶ διακηρύσσει τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ φιλία τοῦ ἴδιου πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ τῶν Θεσσαλονικέων πρὸς αὐτόν.
Στὴ συνέχεια ὁ συγγραφέας δηλώνει τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἀγαπημένη του πόλη, ἀλλὰ ἐπειδή αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, στέλνει τὸν λόγο του, γιὰ νὰ ἐπαινέσει τὴν πόλη «διὰ βραχέων» καὶ γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς κατοίκους της. Ἀκολουθεῖ τὸ ἐγκώμιο τῆς Θεσσαλονίκης. Παρουσιάζεται πρῶτα ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὴν πόλη: ἀπὸ τὰ δυτικὰ πλούσια δάση, αἰωνόβια ποτάμια καὶ ἀπέραντες πεδιάδες, ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ μεγάλες λίμνες, εὔφορη γῆ καὶ ἄφθονα βοσκοτόπια χαρίζουν ὀμορφιὰ καὶ πλοῦτο στὴν πόλη. Ἀπὸ τὸ Βορρᾶ ἡ ὀρεινὴ ἀκρόπολη προσφέρει προστασία, ἐνῷ ἀπὸ τὸ Νότο ἁπλώνεται ἡ θάλασσα, ποὺ μὲ τοὺς κόλπους της καλεῖ τοὺς ταξιδιῶτες νὰ ἀναπαυθοῦν στὰ ἀσφαλῆ λιμάνια τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐξυμνεῖται στὴ συνέχεια τὸ μέγεθος καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς πόλης, ἡ εὐρύχωρη Ἀκρόπολη, τὰ δημόσια οἰκοδομήματα, οἱ πολυτελεῖς ναοὶ καὶ τὰ πολυώροφα σπίτια.
Ἡ παλαιότητα τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλὰ καὶ ἡ διαρκὴς παρουσία της ὡς τὰ πρόσφατα χρόνια, ἡ ἱκανότητά της νὰ δέχεται καὶ νὰ ἀφομοιώνει τοὺς ξένους, ἡ σωστὴ τοπικὴ αὐτοδιοίκηση καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ εὐσέβεια τῶν κατοίκων εἶναι τὰ ἄλλα θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸ συγγραφέα τοῦ ἐγκωμίου. Καί βέβαια ἐπειδὴ δέν μπορεῖ νὰ τελειώσει ἕνας ἔπαινος τῆς Θεσσαλονίκης χωρὶς νὰ γίνει ἰδιαίτερα λόγος γιὰ τὸν πολιοῦχο της Ἅγιο Δημήτριο, ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος ἐκθειάζει τὸν προστάτη Ἅγιο τῆς πόλης, ποὺ πάντοτε στηρίζει, προστατεύει καὶ ὑπερασπίζεται τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τοὺς κατοίκους της.
Ἐδῶ τελειώνει τὸ ἐγκώμιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὁ συγγραφέας προχωρεῖ στὸ δεύτερο μέρος τοῦ λόγου του, ποὺ ὁ ἴδιος θεωρεῖ σημαντικότερο, νὰ συμβουλεύσει δηλαδὴ αὐτούς ποὺ πρέπει νὰ ἀκοῦν. Σὲ μία τόσο πολυάνθρωπη πόλη, ὅπως ἡ Θεσσαλονίκη, ἀρκετοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ νουθεσίες. Γίνεται λοιπόν ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα λόγος γιὰ τὴ δικαιοσύνη, ποὺ εἶναι ἡ σημαντικότερη ἀπὸ τὶς ἀρετές. Αὐτὴ προσφέρει ἀσφάλεια, ὁμόνοια, ἀγάπη, εἰρήνη καὶ ὁδηγεῖ σὲ ὅλα τὰ καλά. Ἀντίθετα ἡ πλεονεξία, μὲ τὴν ὁποία ἀντιπαραβάλλει ὁ Χοῦμνος τὴ δικαιοσύνη, εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν κακῶν. Σ’ αὐτὴν ὀφείλονται οἱ ἀτομικές καὶ ὁμαδικές συμφορές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ συγγραφέας παρουσιάζει ἕνα πλῆθος παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἄποψή του. Ὁ διωγμός τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο, ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Νῶε, τὰ γεγονότα τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ κ.ἄ., οἱ πόλεμοι καὶ οἱ καταστροφὲς ὀφείλονται ὅλα στὴν πλεονεξία τῶν ἀνθρώπων καὶ στὶς τιμωρίες ποὺ ἐπέβαλε ὁ Θεός στοὺς πλεονέκτες ἀνθρώπους.
Παρόλα αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἄπληστοι. Εἰδικότερα τὴν ἐποχὴ τοῦ Χούμνου οἱ πλούσιοι ζητοῦν ὅλο καὶ περισσότερα καὶ ἀδικοῦν τοὺς πένητες καὶ δωροδοκοῦν τοὺς δικαστές, γιὰ νὰ ἔχουν ἔστω καὶ ἕνα μικρὸ κέρδος. Ὁ Χοῦμνος ἀμφισβητεῖ τὴν κρίση τῶν δικαστῶν τῆς ἐποχῆς του καὶ καταφεύγει στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀπειλήσει μὲ θεϊκή τιμωρία τόσο τοὺς ἴδιους τοὺς πλεονέκτες ὅσο καὶ τοὺς ἀπογόνους τους. Τελειώνοντας τὸν λόγο του ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος φέρνει ὡς παράδειγμα ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπάει τὴ δικαιοσύνη καὶ ἀποφεύγει τὴν πλεονεξία τὸν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο, ὁ ὁποῖος ἀνάμεσα στὰ ἄλλα φροντίζει γιὰ τὴν εὐνομία τῶν πόλεων καὶ ἰδιαίτερα τῆς Θεσσαλονίκης. Πρέπει λοιπὸν καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς νὰ κάνουν τὴν πόλη τους «καλῶν ἁπάντων ἑστία» καὶ νὰ θεωροῦν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ὁμόνοια ὡς τὰ σημαντικότερα στολίδια τῆς κοινωνίας τους. Ὁ λόγος κλείνει λοιπὸν μὲ συμβουλές ποὺ ἀναφέρονται πάλι εἰδικά στοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ ἐγκαταλείπονται οἱ κοινοί τόποι ποὺ κάλυπταν τό δεύτερο μέρος του. Εἶναι βέβαιο ὅτι γράφοντας αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος δὲν βρισκόταν ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου.
Ἀντίθετα ἀντιμετώπιζε ἕνα μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς του. Ἡ ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης τὴν ἐποχή τῶν Παλαιολόγων προσκρουε σὲ σοβαρές δυσκολίες καὶ ἀπασχόλησε τόσο τοὺς σύγχρονους λογίους ὅσο καὶ τὶς κρατικὲς ὑπηρεσίες. Ἀπὸ τοὺς λογίους τῆς ἐποχῆς μποροῦν ἐνδεικτικά νὰ ἀναφερθοῦν ὁ Θωμᾶς Μάγιστρος [7] καὶ ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς [8]. Ἀλλὰ καὶ οἱ κυβερνήσεις τῆς Κωνσταντινούπολης γνώριζαν τὸ θέμα καὶ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν μὲ δύο σοβαρὲς δικαστικὲς μεταρρυθμίσεις. Ἡ πρώτη πραγματοποιήθηκε τὸ 1296 μὲ τὴ δημιουργία ἑνὸς σώματος ἀπὸ 12 δικαστές (6 λαϊκοὺς καὶ 6 κληρικοὺς), ποὺ θὰ ἐπέβλεπαν τὴν ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης σὲ ὅλο τὸ κράτος, ἀλλὰ ἡ προσπάθεια αὐτὴ δὲν εὐοδώθηκε.
Ἡ δεύτερη μεταρρύθμιση ἔγινε στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου τὸ 1329 καὶ συνδέθηκε μὲ τὸ θεσμὸ τῶν «καθολικῶν κριτῶν τῶν Ρωμαίων». Οἱ «καθολικοὶ κριταὶ τῶν Ρωμαίων» ἦταν τέσσερις, δύο λαϊκοὶ καὶ δύο κληρικοί, καὶ δίκαζαν μόνο κατ’ ἔφεση, ἀρχικὰ ὅλοι μαζί ἀργότερα ὁ καθένας χωριστά. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς θεωρήθηκε ἐπιτυχημένος καὶ διατηρήθηκε ἕως τὴν Ἄλωση [9]. Ἡ Θεσσαλονίκη τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 13ου καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ 14ου αἰώνα ἦταν μία πόλη μεγάλη, ἐμπορικὴ καὶ πλούσια, μὲ ἀξιόλογη πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἀνεπτυγμένη οἰκονομία, ἀλλὰ καὶ πολλὰ προβλήματα, ὅπως θὰ δείξει τὸ κίνημα τῶν Ζηλωτῶν, ποὺ θὰ ξεσπάσει στὴν πόλη τὸ 1342.
Ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος βέβαια προσπαθεῖ νὰ ἀναδείξει τὶς καλὲς πλευρὲς τῆς πόλης καὶ γενικεύει γιὰ ὁλόκληρη τὴν Αὐτοκρατορία τὰ προβλήματα ποὺ συνδέονται μὲ ἀδικίες καὶ καταπιέσεις τῶν φτωχότερων στρωμάτων τοῦ πληθυσμοῦ. Πετυχαίνει ἔτσι νὰ δώσει μία ἐντυπωσιακή εἰκόνα τῆς πόλης. Ἔχει γίνει μεγάλη συζήτηση γιὰ τὶς ὁμοιότητες ποὺ παρουσιάζει ἡ περιγραφὴ τῆς πόλης ἀπὸ τὸ Νικηφόρο Χοῦμνο μὲ τὴν περιγραφὴ ποὺ δίνει γιὰ τὸν ἴδιο χῶρο ὁ Ἰωάννης Καμινιάτης τέσσερις αἰῶνες παλαιότερα. Οἱ ὁμοιότητες αὐτὲς ἔχουν ἤδη ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐκδότη τοῦ κειμένου J. Fr. Boissonade καὶ ἀπὸ τότε ἔχουν ἐπαναληφθεῖ πολλὲς φορές. Οἱ ὁμοιότητες ὅμως εἶναι ἀναπόφευκτες, ἐφόσον καὶ οἱ δύο συγγραφεῖς περιγράφουν τὸν ἴδιο φυσικό χῶρο καὶ ἀκολουθοῦν τὶς ἴδιες ὑποδείξεις τῶν συγγραφέων τῆς Ἑλληνιστικῆς περιόδου γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ συντάσσεται τὸ ἐγκώμιο μίας πόλης. Ἄλλωστε ὑπάρχουν καὶ σημαντικές διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ δύο κείμενα.
Εἶναι φανερό λοιπὸν ὅτι ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος γράφει σὲ μία μεταγενέστερη ἐποχή, ὅταν τὰ λιμάνια τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι περισσότερα καὶ ὄχι ἕνα, ὅπως τὴν ἐποχὴ τοῦ Καμινιάτη, ὅταν ἡ πόλη διαθέτει μία τοπικὴ γερουσία μὲ ἀρκετὲς ἁρμοδιότητες, ὅπως συμβαίνει στὶς βυζαντινές πόλεις κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς αἰῶνες, καὶ ὅταν ἡ Θεσσαλονίκη μπορεῖ νὰ ἐνσωματώνει στὸν πληθυσμό της ἀνθρώπους ἀπὸ κάθε σημεῖο τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου καὶ ὄχι μόνο κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας. Γενικότερα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ἐγκώμιο τοῦ Νικηφόρου Χούμνου δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στὸ ἔμψυχο στοιχεῖο παρὰ στὸ φυσικό περιβάλλον.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. J. Verpeaux, Nicephore Choumnos, Homme d`Etat et Humaniste Byzantin, Paris 1959. Ν. Παπατριανταφύλλου-Θεοδωρίδου, Ἡ χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων τοῦ Νικηφόρου Χούμνου, Θεσσαλονίκη 1984 (διδακτορικὴ διατριβή). Prosopografisches Lexikon der Palaiologenyeit (ΡLΡ) 30961. 2. PLP. 30936.
3. Ι. Sevcenco, Etudes sur la polémique entre Théodore Métochite et Nicéphore Choumnos, Bruxelles 1962. Βλ. ἐπίσης τὴν εἰσαγωγὴ στὴν ἔκδοση τοῦ Ἰ .Δ. Πολέμη, Θεοδώρου Μετοχίτη Ἠθικὸς ἢ περὶ παιδείας, Αθήνα 1995, σελ. 35-44.
4. Actes de Chilandar n. 15, ἔκδ. M. Zinojinovic-V. Kravari-Chr. Gyros (Archives de l Athos XX), Paris 1998.
5. Παπατριανταφύλλου, Χειρόγραφη παρά- δοση, σ. 2.
6. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, Ἡ λό- για κοσμικὴ Λογοτεχνία τῶν Βυζαντινῶν, [ΜΙΕΤ], Ἀθῆνα 1987, Α΄, σ. 209-210.
7. PG. 145. 448-496.
8 Εἰς τὸν ρῆγα τῆς Κύπρου, ἐκδ. P. Leone, Byzantion 51 (1981) 211-224. 9. D. Nicol, The Last Centuries of Byzantium, London 1972, σελ 187-188. P. Lemerle, Le Juges Général des Grecs et la reforme judiciaire d`Andronic III, Memorial Louis Petit, Bucarest 1948, σελ. 242-316. P. Lemerle, Recherches sur les institutions judiciaires a l`epoque des Paleologues, I. le tribunal imperial, Annuaire de l`Institut de Phil. et Hist. Orient. et Slaves
9 (1949) (=Melanges Henri Gregoire) I.369-384. II. Le tribunal du patriarcat ou tribunal synodal, Anal. Boll. 68(1950) (= Melanges Paul Peeters II) 318-333. P. Lemerle, Note sur la carrière judiciaire de Constantin Harmenopoulos, Τόμος Κ. Ἀρμενοπούλου (=ΕΕΝΣ 6) Θεσσαλονίκη 1952, σελ. 243-249. P. Lemerle, Documents et problèmes nouveaux concernants les Juges Generaux, Δελτίον Χριστιαν. Ἀρχαιολ. Ἐται- ρείας 4 (1964-1965) (=Εἰς μνήμην Γ. Σωτη- ρίου) σελ. 29-44. E. Shilbach Die hypotyposis der καθολικοὶ κριταὶ τῶν Ρωμαίων vom Juni 1398, BZ. 61 (1968) 44-70
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.