Ο βλάχικης καταγωγής κλέφτης Ραφτογιάννης (Βλάχος είμαι και ατζαμής και ελληνικά δεν ηξεύρω), ο οποίος μαζί με άλλους διώχθηκε από το νησί υπό την πίεση του «κυρ κουμαντάντε της Ρόσκας» από τους «επίλοιπους άρχοντες (δηλ. τους προύχοντες) της Αγίας Μαύρας», γράφει ξανά απειλητικά προς την πολιτική ηγεσία της Λευκάδας – στις «1799 Αυγούστου»:
«Όπως έχει και η εντιμότης τους νόμο, οπού ο κλέφτης να προσκηνάγη, ό,τι πάρει να το δόση, έτσι έχομε και εμείς (οι κλέφτες) νόμο, οπού όποιον πιάσομε τα ό,τι έκαμε να πλερώση…. Όμως σας μιλώ να μην ντέσω καέναν από αυτούθε μέσα, όχι φτωχός να ειπή, όχι φίλος να ειπή και τον πάρη ο θάρρος, διατί, μα του Θεού τα’ όνομα, είναι γελασμένος και πολύ βασανισμένος, γιατί αν ξαγοράζετε πέντε, δεν ξαγοράζετε δέκα, δεν ξαγοράζετε. Και είναι φτωχός, θε λα πάρητε την ευχαρίστηση τη μύτη και τ’ αφτιά και όποιος τα βαστάγει αυτά ας έβγη ούθε θέλει να περπατή, θέλεις εις το πέλαγο, θέλεις εις τη στεριά,… Εγώ έλεγα να κάμω το(ν) παλιογαλαντόμο, μα σα με γνωρίσετε για ζαβό, εγώ είμαι, οπού σας άδειασα τον τόπο, με γειά σας με χαρά σας! μονάχα να διαβάσετε το χαρτί να τα’ αγκούση η φτωχολογιά να μη με λένε άπιστον. Αν δεν φτειάσ’τι το τουφέκι ασημένιο δε(ν) τραυώ άπαρτο το κισμέτι. Και α δε(ν) το διαβάσετε πούπλικι (σ.σ. =δημόσια) ό,τι ζαράρι (σ.σ = ζημιά) έλθη είναι το κρίμα εις το λαιμό του εκείνου, οπού να κρύψει το χαρτί. Βλάχος είμαι και ατζαμής και ελληνικά δεν ηξεύρω και βλάχικα αποκρίθηκα, μα νά ‘χω το συ(μ)πάθιο».
[1] Η επιστολή είναι από το άρθρο Παρακοινωνικά στοιχεία στη Λευκάδα του 18ου και 19ου αιώνα, Γιώργος Κοντογιώργης, στο συλλογικό Αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Σβορώνου, εκδ. Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1992
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.