Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Ἡ Μακρακιστίνα



Μικρά διηγήματα

Ἡ οἰκογένεια ἐκατοίκει ἀκριβῶς εἰς τὸ ἔξω δωμάτιον τῆς αὐλῆς, τὸ πρὸς τὸν δρόμον, εἰς μέρος τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὅτι εἶχεν ἐκλεχθῆ ἐπίτηδες διὰ ν᾿ ἀκούεται ἡ κυρία ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, ἂν ἦτο ἢ ὄχι φωνακλού, νευροπαθὴς καὶ ὀξύθυμος. Τὰ παράθυρα ἀντίκρυζαν μὲ τὸν ἐνοριακὸν ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀκινδύνων, ὅπου μέγα πλῆθος λαοῦ ἐκκλησιάζετο κατὰ Κυριακήν.
Ὁ κ. Καίσαρας Ὀρδινάριος, ὡς ἔλεγε τοὐλάχιστον ὁ ἴδιος, ἐφαίνετο πὼς ἦτο ἄνθρωπος ἀπὸ οἰκογένειαν. Διηγεῖτο ὅτι εἶχε κτήματα· σταφιδαμπέλους, ἀγρούς, ἐπαύλεις, ἀκόμη καὶ μοναστήρια εἰς τὴν ὡραίαν πατρίδα του, ὅπου εἶχον συμβῆ δυστυχῶς ὀλέθριοι σεισμοί. Ἐκ τούτου καὶ ἐξ ἄλλων περιστάσεων, εἶχεν ἐκπέσει οἰκονομικῶς ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ κυρία ἦτο φιλεργὸς καὶ ἀνήσυχος· ἐσιδέρωνεν, ἔρραπτεν, ἐπωλοῦσε καὶ πούδρα εἰς τὴν γειτονιάν. Τί νὰ κάμῃ; Ἐμπόριον ποὺ περνᾷ. Ὅλαι αἱ σύζυγοι τῶν σιδηρουργῶν καὶ βαφέων, καθὼς καὶ αἱ κόραι τῶν ἀνθρακοπωλῶν, ἦσαν πελάτιδές της.
Τὰ τρία θυγάτρια ―ἄρρεν δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὴν οἰκογένειαν― ἦσαν ἡ δεκαεξαέτις Ἀδελαΐτσα, καθὼς τὴν ὑπεκόριζεν ἡ μητέρα της ―ἀλλ᾿ ἡ σπιτονοικοκυρά, ἡ Μπαμπήλιω, ὡς λίαν ἑλληνόφρων, ἐπρόφερε τ᾿ ὄνομα «Ἀγλαΐτσα»― ἡ Κατίνα, 7 ἐτῶν, καὶ ἡ Τυχούλα, χαριεστάτη μικρά ― 4 ἢ 5 ἐτῶν.
Ἀλλ᾿ ἡ μὲν Ἀδελαΐτσα δὲν ἦτο τέκνον τοῦ κ. Καίσαρα. Ἡ Κατίνα ἦτο καὶ δὲν ἦτο παιδίον τῶν δύο γονέων της. Καὶ ἡ Τυχούλα ἦτο ὡρισμένως, ὅπως ἰσχυρίζετο ὁ σύζυγος, γέννημα τῆς κυρίας Διονυσούλας.
Ἡ μόνη εἰρηνεύτρια τῆς οἰκογενείας ἦτο ἡ κυρα-Γιωργούλα. Ἀρτινή, ἐπιτηδεία πολύ, οἰκονόμος, μαγείρισσα, ἀναγνώστρια, ψάλτρια. Ἐπήγαινε τακτικὰ εἰς τὴν «Σχολὴν τοῦ Λόγου». Ἦτο πάντοτε πρόθυμος ἐξαγορεύτρια καὶ παρηγορήτρια τῆς φίλης της, τῆς κυρα-Διονυσούλας.
Ἐσύχναζον μαζὶ εἰς τὴν σχολήν. Τὸ Σάββατον ἑσπέρας ἐπὶ δίωρον ἤκουον τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν προσευχήν. Τὸ Σάββατον τὴν νύκτα, κοντὰ τὰ μεσάνυχτα, ὅλ᾿ ἡ γειτονιά, γύρω γύρω εἰς τὰ σπιτάκια τῆς κυρα-Μπαμπήλιως, ἐξυπνοῦσεν ἀπὸ τὸν θόρυβον· ἤκουε τὰς ὕβρεις καὶ τὰς ἀράς, τὰς ὁποίας ἡ Διονυσούλα ἐτόξευε, μὲ διάτορον ὀξυφωνίαν, κατὰ τοῦ συζύγου της.
― Βρὲ κανάγια!… βρὲ κ… ποὺ ἤσουν ἐσὺ νὰ μπῇς στὸν κόσμο*, νὰ πάρῃς ψυχὲς στὸ λαιμό σου, παλιάνθρωπε! Βρὲ ἄτιμε, ἂν εἶσαι ἄντρας ἐσύ, ποὺ μ᾿ ἐκατάντησες σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση… ἀπὸ τὸ μπεκριλίκι σου κι ἀπὸ τὴν κακομοιριά σου! Σῦρε νὰ χαθῇς, βρέ, ποὺ βγάζεις βαρέλι ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα… Σῦρε νὰ πέσῃς νὰ πνιγῇς, νὰ γλυτώσω ἀπ᾿ τὰ χέρια σου!
Τοιοῦτος ἦτο ὡς ἔγγιστα ὁ τόνος, ἂν ὄχι τὸ περιεχόμενον. Στενογράφος δὲν ἔτυχε νὰ παρευρεθῇ, καὶ τὸ μηχάνημα τοῦ φωνογράφου δὲν εἶχε διαδοθῆ τότε ἀκόμη.
Τὴν Κυριακὴν πρωὶ ἐπήγαιναν συνήθως μαζὶ αἱ δύο γυναῖκες διὰ νὰ λειτουργηθοῦν, εἰς τὸν ναΐσκον τῆς ὁδοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἐπέστρεφον πρωὶ ἀκόμη, κ᾿ ἐνίοτε, ὡς νὰ ἐνήδρευεν ὁ διάβολος ἐκεῖ, διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁ φθονερὸς πᾶν ἀγαθὸν σπέρμα ―ἤ, ἴσως, νὰ τὴν εἶχε παρακολουθήσει ἀχώριστος εἰς ὅλον τὸ διάστημα· ποῦ θὰ εὕρισκεν ἴσως συντροφιὰν καὶ ἀσχολίαν;― ἡ Διονυσούλα ἔπιανε καυγὰν μὲ τὸν σύζυγόν της, εὑρίσκουσα αὐτὸν κοιμώμενον ἀκόμη. Συνέπιπτε νὰ εἶναι ἀκριβῶς πρὸ τῆς ἀπολύσεως τοῦ ἀντικρινοῦ ναοῦ, ἢ περὶ τὴν ἀπόλυσιν καὶ μετ᾿ αὐτήν. Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὁ ἐξερχόμενος ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ἤκουεν. Ἄλλως, οἱ τοιοῦτοι θυμοὶ τῆς κυρίας συνήθως διήρκουν ὑπὲρ τὴν ὥραν, καὶ εἶχε καιρὸν ὅλος ὁ κόσμος ν᾿ ἀκούσῃ ἐν ἀνέσει.
― Οὔξω νὰ χαθῇς βρὲ κατακ… βρὲ ρ… Σῦρε νὰ πνιγῇς, βρωμόσκυλο! Ποὺ βρωμᾷς πρωὶ-πρωὶ ἀπ᾿ τὸ ρώμι… Ἀποκαὴς* πάντα ὁ φοῦρνος, βρὲ κ… Δὲν θὰ κρυώσῃ καὶ μιὰ φορά, βρὲ… βρέ, ποὺ!…
*
* *
Ἐδέησεν ἡ κυρα-Μπήλιω, ἀφοῦ ἔχασε τὴν ὑπομονήν, νὰ διαμαρτυρηθῇ. Ἄλλως, εἶχε τρεῖς μῆνας νὰ ἰδῇ νοίκι. Ἐβίασε τὴν οἰκογένειαν νὰ εὕρῃ σπίτι νὰ κουβαληθῇ, ἐπειδὴ ἦτο σκάνδαλον δι᾿ ὅλην τὴν γειτονιάν. Ἀφοῦ μάλιστα ἡ κυρία δὲν ντράπηκε καὶ εἶχε τόσην ἀσέβειαν, νὰ «μπουκώσῃ»* τοὺς Χριστιανοὺς τὴν ὥραν ποὺ ἐμασοῦσαν τὸ ἀντίδωρό τους, καθὼς ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
*
* *
Ποῦ ν᾿ ἀνακοινώσῃ τὴν στενοχωρίαν της ἡ Διονυσία; Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ εἰς τὴν Γιωργούλαν, τὴν πιστὴν φίλην της. Εἶχε παρακαλέσει πρὸ ἡμερῶν ἡ ἰδία τὴν κυρα-Ρήνην τοῦ Ροδίτη, μίαν ὁποὺ ἐνοικίαζε δωμάτια δύο δρομίσκους παρακάτω, κ᾿ ἐκείνη τῆς εἶχε μισοϋποσχεθῆ ὅτι, εὐθὺς ἅμα ἄδειαζεν ἕν, ἐπειδὴ ἕνας νοικάρης εἶχε δηλώσει ὅτι θὰ ἔφευγεν, εὐχαρίστως θὰ τοὺς τὸ παρεχώρει. Τώρα λοιπὸν παρεκάλεσε τὴν Γιωργούλαν νὰ ὑπάγῃ ἐκ μέρους της πρὸς τὴν κυρα-Ρήνην νὰ τῆς ὑπομνήσῃ τὴν ὑπόσχεσιν, νὰ πληροφορηθῇ ἂν ἔφυγεν ὁ ρηθεὶς νοικάρης καὶ νὰ τὴν ἱκετεύσῃ νὰ τοὺς δώσῃ τὸ δωμάτιον νὰ μετοικήσουν. Ἦτο ἄλλως μία ἀνακούφισις διὰ τὴν οἰκογένειαν τὸ πρᾶγμα, καθόσον θὰ ἐπλήρωναν μὲν προκαταβολικῶς τὸ ἐνοίκιον τὸ ἐκεῖ, ἀλλ᾿ ἡ Μπήλιω θὰ παρέβλεπε διὰ τὰ ὀφειλόμενα ἐδῶ, καὶ… εἶχεν ὁ Θεός.
Ἡ Γιωργούλα ἐπῆγε καὶ διεβίβασε πρὸς τὴν κυρα-Ρήνην τὸ μήνυμα. Ἡ γραῖα, ἥτις ἐλάχιστα ἐγνώριζε περὶ τῆς οἰκογενείας Ὀρδιναρίου, τὴν ἠρώτησεν:
― Κ᾿ ἐσύ, τί λές;… Πῶς σοῦ φαίνουνται; Τί μοῦτρα ἔχουν;… Τί καπνὸ φουμάρουν;… Θὰ πληρώνουν τοὐλάχιστο;… Μήπως χρωστοῦν νοίκια; Γιατί τοὺς βγάζουν ἀποκεῖ;
Πράγματι, οὐδὲν εἶχεν ἀκούσει περὶ καθυστερουμένων ἐνοικίων. Ἴσως ἡ Μπαμπήλιω εἶχε φροντίσει νὰ μὴ κοινολογηθῇ τίποτε. Ὅταν μία σπιτονοικοκυρὰ ἀποφασίσῃ νὰ ξεφορτωθῇ ἕνα νοικάρην καὶ τὸ χωνεύσῃ κατ᾿ ἀρχὴν ὁ νοῦς της, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ χάσῃ μέρος ἢ καὶ τὸ ὅλον τῶν ὀφειλομένων, δὲν συμφέρει νὰ διαδοθῇ τὸ χρέος εἰς τὴν γειτονιάν, διότι τότε κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ εὑρεθῇ πρόθυμος νὰ διαδεχθῇ τὸ βάρος. Ἄλλως καὶ τὰ περὶ ἐξώσεως ἐνοικιαστῶν δὲν εἶχον κανονισθῆ τότε ὅπως σήμερον καὶ ἰκμὰς φιλανθρωπίας ἐσώζετο ἀκόμη εἰς τὸ βάθος μερικῶν καρδιῶν, παρὰ τῇ κτηματικῇ τάξει.
Ἡ Γιωργούλα ἀπήντησε:
― Κάμε τὴ δουλειά σου, χριστιανή μου!… Νοίκια, λέει;… Θέλεις νὰ βρῇς τὸν μπελά σου; Ὅλο καυγάδες καθεμέρα καὶ διαολιὲς μὲ τὸν ἄνδρα της!
― Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ τὸ εἶπες, εἶπεν ἡ Ρήνη.
Καὶ ἡ Γιωργούλα ἀπῆλθε.
― Καλὴ Χριστιανή! εἶπεν ἡ κυρα-Ρήνη ὄπισθεν τῶν ὤμων της. Μπράβο της! λέει τὴν ἀλήθεια!
Ἡ Γιωργούλα ἐπέστρεψε πρὸς τὴν φίλην της.
― Δὲν ἔκαμα τίποτε, εἶπε. Ἡ κυρα-Ρήνη τὴν ἔδωσε ἀλλοῦ τὴν κάμαρα… Θέλει, λέει, μπεκιάρηδες. Δὲν τὴν συμφέρει νὰ βάλῃ οἰκογένεια.
― Καὶ τώρα, τί νὰ κάμουμε; εἶπεν ἐν ἀμηχανίᾳ ἡ Διονυσούλα· ἡ Μπήλιω μᾶς διώχνει.
― Θὰ πάω τὸ βράδυ νὰ ψάξω ἐδῶ, ἐκεῖ. Ἔχω δυὸ-τρία μέρη στὸ μάτι. Θὰ κάμω νόμο-τρόπο* νὰ σᾶς βρῶ κάμαρη.
― Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀδελφή· ὁ Θεὸς νὰ σοῦ τὸ πληρώσῃ.
― Τὸ χρέος μου κάνω, εἶπεν ἀπερχομένη ἡ Γιωργούλα.
― Καλὴ Χριστιανή! εἶπεν ἡ Διονυσούλα ὄπισθεν τῶν ὤμων της. Ἀβάρετη εἶναι νὰ κάνῃ τὸ καλό. Βλέπεις, ὅσες πηγαίνουνε στὸ Δάσκαλο… μαθαίνουνε χριστιανικὴ διαγωγή.
*
* *
Ἀφοῦ ἡ Γιωργούλα ἔκαμε «νόμο-τρόπο» ―βεβαίως ὅπως εἶχε κάμει καὶ πλησίον τῆς κυρα-Ρήνης― καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ εὕρῃ κατοικίαν διὰ τὴν οἰκογένειαν τῆς φίλης της, ἐπῆλθε πάλιν ὁ τακτικὸς περιοδικὸς καυγὰς μεταξὺ τοῦ ἀνδρογύνου. Εἶτα αἴφνης ἔγινε γαλήνη, καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια, μίαν Κυριακὴ βράδυ, ἤρχισε νὰ τραγουδῇ καντάδα. Ὁ κ. Καίσαρας Ὀρδινάριος εἶχε φανῆ ἅμα ἐνύκτωσε, κρατῶν πιατέλαν μὲ γλυκὰ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιον τὸ πλησίον τῆς αὐλόπορτας.
― Αὐτὰ εἶναι τὰ νυφιάτικα, καλέ, εἶπε πονηρῶς γελῶσα ἡ κυρα-Μπήλιω, πρὸς ἕνα εὑρεθέντα ἐκεῖ νοικάρην.
― Καὶ δὲ μοῦ λές, κυρα-Μπήλιω, ἠρώτησεν ἐπωφεληθεὶς τὴν εὐκαιρίαν ὁ νέος, τί ἔχουν καὶ μαλώνουν; Γιατί τρώγονται τόσο συχνὰ τὸ ἀνδρόγυνο αὐτό;
― Τί νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου; Εἶναι τρικολόρο ὅλοι τους. Ἡ Ἀγλαΐτσα, τὸ μεγάλο κορίτσι, εἶναι ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα, δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Καίσαρα. Ἡ κυρὰ μοῦ εἶπε, μεταξύ μας (καὶ ἐταπείνωσεν ἡ Μπήλιω τὴν φωνήν), πὼς αὐτὸς ἐκατήντησε, στὸ μεθύσι του ἐπάνω, ἀκόμα καὶ νὰ χαδέψῃ μὲ ἄσχημο σκοπὸ τὸ κορίτσι!! Ἂς εἶναι. Δὲν θέλω νὰ τὸ πιστέψω. Ζηλεύονται ἀναμεταξύ τους· αὐτὸ εἶναι. Ἡ Κατίνα εἶναι παιδί του. Μὰ τὴν Τυχούλα, τὴ μικρή, δὲ θέλει νὰ τὴν βλέπῃ ὁ Καίσαρας. Τὸν τρώει κακὴ ὑποψία. Εἶναι, λέει, παιδὶ τοῦ γιατροῦ. Τίνος γιατροῦ; Αὐτοὶ ξέρουνε.
Μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, τέλος, ἡ οἰκογένεια μετεκομίσθη. Εἶχε κατορθώσει ὁ κ. Καίσαρας νὰ εὕρῃ οἴκημα εἰς ἄλλην συνοικίαν, μακράν, πολὺ μακράν ― ὅπου δὲν ἔφθανεν ἡ ἐπιρροὴ τῆς κυρα-Γιωργούλας.
(1906)

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only