Ο Θουκυδίδης του Ολόρου ο Αλιμούσιος (περ. 460 π.Χ. – περ. 399 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται με τεκμηριωμένο τρόπο τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π.Χ.), μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης. Το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή σε ιστορικούς και μελετάται ως σήμερα από πολιτικούς επιστήμονες, καθώς θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού ως προσέγγιση στη μελέτη των διεθνών σχέσεων
Ο Μίνωας και η πειρατεία
Κείμενο: Θουκυδίδης σε μετάφραση Ελευθέριου Βενιζέλου
Ο Μίνως, εξ όσων κατά παράδοσιν γνωρίζομεν, πρώτος απέκτησε πολεμικόν ναυτικόν, και εκυριάρχησεν επί του μεγαλυτέρου μέρους της θαλάσσης, η οποία ονομάζεται σήμερον Ελληνική. Κατακτήσας τας Κυκλάδας νήσους, ίδρυσεν αποικίας εις τας περισσοτέρας από αυτάς, αφού εξεδίωξε τους Κάρας και εγκατέστησε τους υιούς του ως κυβερνήτας. Ως εκ τούτου και την πειρατείαν φυσικά κατεδίωκεν όσον ημπορούσεν από την θάλασσαν αυτήν, διά να περιέρχωνται εις αυτόν ασφαλέστερον τα εισοδήματα των νήσων.
Διότι εις την παλαιάν εποχήν οι Έλληνες, και όσοι από τους βαρβάρους εκατοικούσαν είτε τα ηπειρωτικά παράλια, είτε νήσους, όταν ήρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ των συχνότερον δια θαλάσσης, επεδόθησαν εις την πειρατείαν υπό την αρχηγίαν ανδρών εκ των δυνατωτάτων, οι οποίοι ωθούντο εις τούτο και από τον πόθον του προσωπικού κέρδους και από την ανάγκην όπως επαρκούν εις την συντήρησιν των απορωτέρων οπαδών των. Και επιτιθέμενοι κατά πόλεων ατειχίστων και αποτελουμένων από άθροισμα κωμών, τας διήρπαζαν και εντεύθεν επορίζοντο κυρίως τα προς το ζην, διότι το έργον τούτο δεν έφερεν εντροπήν, αλλ’ επέσυρε τουναντίον και κάποιαν δόξαν. Τον ισχυρισμόν μου τούτον αποδεικνύει όχι μόνον η μέχρι σήμερον συνεχιζομένη δράσις των κατοίκων της Στερεάς, οι οποίοι σεμνύνονται δια τα πειρατικά των κατορθώματα, αλλά και οι παλαιοί ποιηταί, εις τους στίχους των οποίων απευθύνεται πάντοτε στερεότυπος προς τους καταπλέοντας η ερώτησις εάν είναι πειραταί, καθόσον ούτε οι ερωτώμενοι εθεώρουν το έργον τούτο ανάξιον δια τους εαυτούς των, ούτε οι τυχόν απευθύνοντες την ερώτησιν αυτήν υβριστικήν. Και επί της Στερεάς, άλλωστε, ελήστευαν οι μεν τους δε. Και μέχρι σήμερον διατηρείται η συνήθεια αυτή της κατά κώμας οικήσεως και της διαρπαγής εις πολλά μέρη της Ελλάδος, όπως εις την χώραν των Οζολών Λοκρών, την Αιτωλίαν, την Ακαρνανίαν και τας παρακειμένας λοιπάς ηπειρωτικάς περιφερείας. Και η συνήθεια προς τούτοις της οπλοφορίας έχει διατηρηθή μεταξύ των πληθυσμών αυτών από την εποχήν της παλαιάς ληστείας.
Διότι όλοι οι Έλληνες ωπλοφόρουν λόγω του ότι αι κατά κώμας διεσπαρμένοι εγκαταστάσεις των ήσαν ανοχύρωτοι και αι προς αλλήλους συγκοινωνίαι επισφαλείς και ούτως εσυνήθισαν να διαιτώνται, φέροντες όπλα όπως οι βάρβαροι. Το γεγονός άλλωστε, ότι εις τα διαμερίσματα αυτά της Ελλάδος διατηρείται ακόμη ο τρόπος αυτός της διαίτης, είναι τεκμήριον ότι η συνήθεια αυτή επεκράτει άλλοτε γενικώς. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, υπήρξαν μεταξύ των πρώτων, οι οποίοι, αφού παρήτησαν την οπλοφορίαν, ηκολούθησαν δίαιταν μάλλον αβίαστον και ετράπησαν εις την τρυφηλότητα. Και από τους πλέον ηλικιωμένους μεταξύ των, οι πλούσιοι, ένεκα του αβροδιαίτου αυτών, μόλις εσχάτως έπαυσαν να φορούν λινούς χιτώνας και να συμπλέκουν επί της κεφαλής την κόμην των εις κρώβυλον διά χρυσής πόρπης, εχούσης το σχήμα τέττιγος. Ως εκ τούτου, άλλωστε, και ο ιματισμός αυτός επεκράτησεν επί πολύ μεταξύ των πλέον ηλικιωμένων Ιώνων, λόγω της φυλετικής προς τους Αθηναίους συγγενείας. Εξ άλλου, οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι μετεχειρίσθησαν την απλουστέραν ενδυμασίαν, η οποία σήμερον συνηθίζεται, και συγχρόνως η δίαιτα των ευπορωτέρων αφωμοιώθη γενικώς, όσον ήτο δυνατόν, προς την του κοινού λαού. Πρώτοι ωσαύτως κατά τους αθλητικούς αγώνας, αποβάλλοντες τα ενδύματά των, παρουσιάζοντο γυμνοί και ηλείφοντο με έλαιον. Αλλά παλαιότερον, ακόμη και εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, οι αθληταί, όταν ηγωνίζοντο, έφεραν διαζώματα περί τα αιδοία, και η συνήθεια αυτή διετηρείτο μέχρι προ ολίγων ετών και διατηρείται, ακόμη και σήμερον εις μερικούς βαρβάρους και ιδίως Ασιάτας, όπου οι αγωνιζόμενοι δια τα έπαθλα πυγμής και πάλης φέρουν διαζώματα. Αλλά θα ημπορούσε κανείς ν’ αποδείξη ότι και πολλάς άλλας συνήθειας είχαν οι παλαιοί Έλληνες, ομοίας με τας συνηθείας των σημερινών βαρβάρων.
Από τας πόλεις, εξ άλλου, όσαι συνωκίσθησαν εις μεταγενεστέρους χρόνους, όταν η ναυσιπλοΐα είχεν ήδη γίνει ασφαλεστέρα και συνεπώς είχαν αφθονίαν πλούτου, εκτίζοντο επάνω εις τα παράλια και οι ισθμοί κατελαμβάνοντο και απεχωρίζοντο με τείχος από το επίλοιπον έδαφος, χάριν του εμπορίου και της αμύνης εκάστης πόλεως εναντίον των γειτόνων της. Αλλ’ αι παλαιαί πόλεις, ένεκα της πειρατείας, η οποία επί πολύν χρόνον επεκράτησε, συνωκίσθησαν εις μεγαλυτέραν από την θάλασσαν απόστασιν, όπου και διατηρούνται μέχρι σήμερον. Διότι οι πειραταί δεν ελήστευαν μόνον οι μεν τους δε, αλλά και εκείνους, οι οποίοι, χωρίς να είναι ναυτικοί, κατώκουν τα παράλια.
Αλλ’ ακόμη περισσότερον επεδίδοντο εις την πειρατείαν οι νησιώται Κάρες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν κατοικήσει τας περισσοτέρας από τας νήσους, όπως τεκμαίρεται από το γεγονός ότι, όταν οι Αθηναίοι, διαρκούντος του πολέμου, προέβησαν εις τον καθαρμόν της Δήλου, εσήκωσαν όλους τους νεκρούς και τα φέρετρα όσων είχαν αποθάνει εις την νήσον, περισσότεροι από τους μισούς θαμμένους ευρέθησαν ότι ήσαν Κάρες και ανεγνωρίσθησαν ως τοιούτοι και από το είδος του οπλισμού, ο οποίος είχε συνταφή με αυτούς, και από τον τρόπον της ταφής, ο οποίος και σήμερον συνηθίζεται μεταξύ των. Αλλ’ αφότου συνεκροτήθη το πολεμικόν ναυτικόν του Μίνωος, αι δια θαλάσσης συγκοινωνίαι έγιναν ασφαλέστεροι, αφ’ ενός μεν διότι οι κακοποιοί των νήσων αυτών εξεδιώχθησαν υπ’ αυτού, κατά την εποχήν ακριβώς που προέβη εις εποικισμόν των περισσοτέρων, εξ αλλού δε διότι οι κάτοικοι των παραλίων ήρχισαν ήδη ν’ αποκτούν μεγαλυτέρας περιουσίας και να έχουν μονιμωτέραν κατοικίαν, και μερικοί μάλιστα, όπως ήτο φυσικόν δι’ ανθρώπους, των οποίων ηύξανε καθημερινώς ο πλούτος, και με τείχη περιέβαλλαν τας πόλεις των. Διότι, ένεκα του γενικού πόθου του κέρδους και οι ασθενέστεροι ηνείχοντο την εξάρτησιν από τους ισχυροτέρους και οι δυνατώτεροι, διαθέτοντες πλούτον, καθίστων υπηκόους των τας υποδεεστέρας πόλεις.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.