«Ενεκρώθησαν λοιπόν τόσο πολύ οι ρωμαίοι οπού χρειάζεται θαύμα θείον δια να τους αναστήση; Όχι βέβαια! Παύσον την τυραννίαν των τούρκων, και την αλαζονικήν φιλαρχίαν των καλογήρων και εις διάστημα ολίγων χρόνων οι ρωμαίοι θέλουν σοφισθώσιν ως οι Ευρωπαίοι.»
Α. Κοραής
Η αυτοβιογραφία του Αδαμάντιου Κοραή, ένα μικρό βιβλιαράκι 24 σελίδων, γράφτηκε στο Παρίσι το 1829 και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1870. Όπως αναφέρει σεμνά ο ίδιος, γράφει κυρίως για να διορθώσει κάποια σφάλματα των σύγχρονων βιογράφων του: «Γράφω λοιπόν τινά της ζωής μου συμβάματα· και τούτο όχι δι’ άλλο (μαρτύρομαι την ιεράν αλήθειαν), πλην δια να επανορθώσω τινά σφάλματα εκείνων, οι οποίοι και ζώντα ακόμη (δεν εξεύρω δια ποίαν αιτίαν) ηθέλησαν να με βιογραφήσωσιν.» Το κείμενο έχει τίτλο «Αδαμαντίου Κοραή βίος» και ξεκινάει με τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια του στη Χίο: «Εγεννήθην πρωτότοκος την 27 Απριλίου του 1748 έτους εις την Σμύρνην, από τον Ιωάννην Κοραήν Χίον την πατρίδα, και την Θωμαΐδα Ρυσίαν, Σμυρναίαν. Από τα οκτώ των τέκνα, έμεινα εγώ και ο τρία έτη νεώτερός μου αδερφός Ανδρέας.». Ο πατέρας του, αν και δεν είχε την τύχει να «λάβη παιδείαν», αφού το έθνος ήταν σκλαβωμένο και «απαίδευτο», κι επιπλέον είχε μείνει ορφανός «εις παντάπασι τρυφεράν ηλικίαν.» Ο Ιωάννης Κοραής «αν και στερημένος παιδείας, ήτο στολισμένος από την φύσιν με νουν οξύτατον, και άλλα της φύσεως δωρήματα πολλά, ώστε εκατάλαβεν, ότι μόνη η παιδεία τελειοποιεί τα δώρα της φύσεως, και επυρώθη με τον έρωτα της παιδείας·» χάρη στη «φυσικήν οξύνοιαν» και «το χάρισμα του λόγου», συμμετείχε στα κοινά κι εκλέχτηκε πολλές φορές «δημογέρων», επίτροπος της εκκλησίας ή του νοσοκομείου και «πρωτομαγίστωρ» του συστήματος των Χίων εμπόρων.
Ο παππούς από την πλευρά της μητέρας, ο Αδαμάντιος Ρύσιος, ήταν από τους «σοφότατους» φιλολόγους της εποχής και είχε διδάξει ελληνικά στο σχολείο της Χίου· ο Ρύσιος δεν απέκτησε αρσενικά παιδιά, προς μεγάλη του λύπη, και φρόντισε να μορφώσει όσο μπορούσε τις τρεις θυγατέρες του: «Ούτος μη γεννήσας αρσενικόν, επαρηγόρησεν την αποτυχίαν του σπουδάσας να αναθρέψη ως υιούς τας τέσσαρας θυγατέρας του, Θωμαίδα την μητέρα μου, και τας τρεις αυτής αδελφάς, Αναστασίαν, Θεοδώραν και Ευδοκίαν. Η κατάστασις του γένους ήτο τοιαύτη τότε, ώστε εις την μεγαλόπολην Σμύρνην, μόναι σχεδόν αι θυγατέρες του Ρυσίου ήξευραν να αναγιγνώσκωσι και να γραφωσι· παρά την ανάγνωσιν και την γραφήν εδιδάχθησαν (πολλά ολίγον όμως) και την ελληνικήν γλώσσαν.»
Ο πάππος φιλόλογος πεθαίνει έναν χρόνο πριν τη γέννηση του Κοραή και ο πατέρας του «πυρωμένος από τόσον έρωτα παιδείας», στέλνει τον άρρενα υιό στο ελληνικό σχολείο της Χίου: «…αλλ’ ο θάνατος εκείνου τον ηνάγκασε να μας παραδώσει εις το τότε προ μικρού συσταθέν ελλ. σχολείον από άνδρα Χίον, Πανταλέοντα τον Σεβαστόπωλον, το οποίον εσχολαρχείτο τότε από Μοναχόν τίνα, Ιθακήσιον την πατρίδα. Ο διδάσκαλος και το σχολείον ωμοίαζαν όλους τους αλλού διδασκάλους και τα σχολεία της τότε Ελλάδας, ήγουν έδιδαν διδασκαλίαν πολλά πτωχήν, συνωδευμένην με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον. Τόσον άφθονα εξυλοκοπούμεθα, ώστε ο αδελφός μου μην υποφέρων πλέον, παρητήθη την ελληνικήν παιδείαν και παρά την γνώμην των γονέων μας.» Με πολλές δυσκολίες, ο Κοραής καταφέρνει να τελειώσει το ελληνικό σχολείο, πρώτος αυτός από τα ξαδέρφια του, και βρίσκεται κληρονόμος της βιβλιοθήκης που άφηνε ο Ρύσιος με τη διαθήκη του: «Το πρώτον αυτής κεφάλαιον άφινε κληρονόμον των βιβλίων του, από τους αρσενικούς μέλλοντας απογόνους, τον, όστις έμελλε πρώτος ν΄ αφήσει το ελληνικόν σχολείον, διδαγμένος καν όσα ήξευρε ο διδάσκαλος του σχολείου. Οι συνεριζόμενοι μ’ εμέ εξάδελφοι και συσχολασταί μου, δεν έδειξαν ολιγωτέραν προθυμίαν να κληρονομήσωσι τα βιβλία· η τύχη όμως έσυρεν πρώτον εμέ από το σχολείον, και μ’ εκατέστησε κληρονόμον της παππικής βιβλιοθήκης.»
Τα βιβλία που βρέθηκαν στα χέρια του νεαρού μαθητή δεν ήσαν πολλά, ήσαν όμως αρκετά για να αισθανθεί «…πόσον ήτον ευτελής η με πολλούς ραβδισμούς αποκτηθείσα παιδεία, και πόσον ήτο γελοίος ο τύφος της κεφαλής μου γεννημένος από τον συνήθως και κοινώς τότε διδόμενον τίτλον Λ ο γ ι ώ τ α τ ο ς ή και Σ ο φ ο λ ω γ ι ώ τ α τ ο ς, εις όλους χωρίς εξαίρεσιν τους γνωρίζοντας τας κλίσεις των ονομάτων και τα συζυγίας των ρημάτων.»
Παρά τα προβλήματα υγείας που αρχίζουν να εμφανίζονται νωρίς, («Από το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας ήρχισα να πτύω αίμα, και το έπτυσα αδιαλείπτως μέχρι του εικοστού.»), ο Κοραής είναι αποφασισμένος να ικανοποιήσει τη δίψα της παιδείας. Με τη συνδρομή του πατέρα του, βρίσκει δασκάλους στη Χίο και σπουδάζει Ιταλικά και Γαλλικά: «Και τας δύο ταύτας γλώσσας εσπούδασα, όχι τόσον δια την απ’ αυτάς ωφέλειαν, επειδή ούτ’ είχα, ούτ’ εύκολον ήτο να δανεισθώ, εις ανάγνωσιν, Ιταλικά ή Γαλλικά βιβλία, όσον ως προειδοποίησιν εις την γνώσιν της Λατινικής γλώσσης.»
Ωστόσο, στο νησί ελάχιστοι γνώριζαν Λατινικά και οι περισσότεροι ήταν Ιησουίτες μοναχοί, οι οποίοι μάλλον δεν είχαν καλή φήμη ανάμεσα στους ορθοδόξους Χριστιανούς: «Δια να αποκτήσω την γνώσιν της Λατινικής γλώσσης έπρεπε να προσδάμω εις τους ευρισκόμενους εις την Σμύρνην Δυτικούς ιερωμένους, και εξαιρέτως τους Ιησουίτας πράγμα δύσκολον, δια την κατ’ αυτών πρόληψιν, τρεφόμενην μάλιστα από την κατέχουσαν αυτούς μανίαν του προσυλητισμού, μανίαν τόσον σφοδράν, ώστε ενόμιζαν, και νομίζουσιν ακόμη σήμερον, οι εχθροί του Ιησού Ιησουίται την επιστροφήν ενός Γραικού εις την εκκλησίαν των πολύ πλέον αξιόμισθον έργον παρά να κατηχήσωσι δέκα Τούρκους, ή δέκα ειδωλολάτρας.» Μάλιστα, ο παππούς του, ο Αδαμάντιος, «…εσύνταξε ποίημα ολόκληρων δια στίχων Ιαμβικών κατά των καταχρήσεων του Παπισμού, επιγραφόμενον, Λατίνων θρησκείας έλεγχος, εις 36 κεφάλαια, κ’ εφρόντισε να τυπωθή εις το Αμστελόδαμον δια να το μοιράζη δωρεάν εις τους ομογενείς του, ως προφυλακτικόν κατά της παπικής μανίας φάρμακον.»· αν ζούσε, ασφαλώς δε θα παρέδιδε ποτέ τον εγγονό του «εις χείρας Ιησουιτών.»
Τελικά, ο Κοραής θα διδαχθεί τη λατινική γλώσσα από έναν Ολλανδό πάστορα της Χίου, χωρίς μάλιστα να πληρώσει «αργυρικόν μισθόν»: «Ιεράτευε τότε εις τον ναΐσκον του προξένου (consul) των Ολλανδών ανήρ σοφός, σεβάσμιος και σεβαστός, Βερνάρδος Κεύνος (Bernhard Keun). Επειδή ήκουσα ότι εζήτει Γραικόν επιστήμονα της ελληνικής γλώσσης, δια να τελειοποιήσει την οποίαν είχε γνώσιν αυτής, επρόσφερα διά φίλου τινός την διδασκαλίαν μου εις μαθητήν, όστις εγνώριζε την γλώσσαν ίσως εντελέστερον παρ’ εμέ, και δεν εχρειάζετο παρά την διδαχήν της σημερινής προφοράς. Νομίζων ο χρηστός Βερνάρδος, ότι επεθύμουν αργυρικόν μισθόν της διδαχής μου, και έτοιμος να τον πληρώση όταν ήκουσε ότι δεν εζητούσα άλλο πλην να με αντιδιδάξει την Λατινικήν γλώσσαν, το εδέχθη μετά χαράς, πλέον από φιλάνθρωπον επιθυμία να ευεργετήση νέον πρόθυμον να διδαχθή, παρά από χρείαν, ήτις έμελλε να παύση μετ’ ολίγας εβδομάδας.» Ο Βερνάρδος θα παίξει σημαντικό ρόλο στην πνευματική διαμόρφωση του Κοραή και θα συμβάλλει με πολλούς τρόπους στην έκδοση των βιβλίων του· στην επιστολογραφία του ο Κοραής αναφέρεται πάντοτε μ’ ευγνωμοσύνη στον «σοφό» Ολλανδό ιερέα.
Θέλοντας κατ’ αρχήν να μάθει αραβικά, βρίσκεται μ’ έναν Εβραίο δάσκαλο να διδάσκεται την εβραϊκή γλώσσα, προς μεγάλη έκπληξη του πατέρα του: «Ελησμόνησα να ιστορήσω, ότι, πριν γνωρίζω τον σεβάσμιον τούτον διδάσκαλον, επόθησα γνώσιν της Αραβικής γλώσσης. Παρατρέχω την αιτία του πόθου τούτου, μη φανώ, ότι γράφω μυθιστορίαν. Άλλ’ έπρεπ’ εξανάγκης να λάβω διδάσκαλον Τούρκον· και τούτο ήτον αδύνατον εις εμέ, επειδή και μόνον τόνομα, Τούρκος, μ’ επροξένει σπασμούς αλλοκότους. Έμαθα ότι των Αράβων η γλώσσα είχε μεγάλην συγγένειαν με την Εβραϊκήν, όθεν απεφάσισα να ζητήσω, και εύρηκα διδάσκαλον Εβραίον. Άλλ’ οποίον διδάσκαλον! Έπαθαν και αυτοί οι ταλαίπωροι, ό,τι επάθαμεν ημείς· καθώς χάσαντες την προγονικήν γλώσσαν εκαταντήσαμεν εις τα νομιζόμενα και ονομαζόμενα από τίνας Κ α λ ά γ ρ α μ μ α τ ι κ ά της γλώσσης, παρόμοια και αυτοί εκαυχώντο εις τα Κ α λ ά ε β ρ α ϊ κ ά τ ω ν. Μ’ όλον τούτον εσπούδαζα την Εβραϊκήν γλώσσαν ως προειδοποίησιν της Αραβικής, μ’ ελπίδα να εύρω ποτέ και ταύτης διδάσκαλον όχι Τούρκον. Η χρεία να πληρόνω τον Εβραίον διδάσκαλον με ηνάγκασε φυσικά να προσδάμω εις τον πατέρα μου. Εις εκείνη του χρόνου την περίοδον (1764), και του γένους την κατάστασιν, πας άλλος πατήρ από τους κατοίκους της πόλεως, χωρίς εξαίρεσιν, ακούων τον υιόν του να ζητή εβραϊκής γλώσσης διδάσκαλον, ήθελε καλέσει ιατρόν, νομίζων ότι επαραφρόνησεν ο υιός του. Aλλ’ ο χρηστός και φρόνιμος πατήρ μου, ηρκέσθη μόνον να μ΄ ερωτήση, εις τι ωφέλει η Εβραϊκή γλώσσα. Αφού του είπα, ότι εχρησίμευεν εις ακριβεστέραν κατάληψιν της Παλαιάς διαθήκης, Κ α λ ά ! Ά ρ χ ι σ ε λ ο ι π ό ν, μ’ απεκρίθη.»
Ο πατέρας του Κοραή εργαζόταν πολλά χρόνια στην αγορά της Κωνσταντινούπολης (εις το Βεζεστένιον) ως έμπορος μεταξωτών υφασμάτων, μαζί με πολλούς άλλους Χιώτες· αποφάσισε λοιπόν να στείλει τον νεαρό Κοραή στο Άμστερνταμ, ως αντιπρόσωπό του στις εμπορικές συναλλαγές με την Ολλανδία: «Επεθύμει να εκτείνη το εμπόριόν του και διά θαλάσσης εις την Ολλανδίαν, κατά μίμησιν του πενθερού του και πάππου μου· άλλ’ επεθύμει να έχει εκεί άνθρωπον οικείον, και όχι να εμπορεύεται διά μέσου των Ολλανδών, ως έκαμνεν ο πάππος μου.» Ο Κοραής καθόλου δεν επιθυμούσε το «εμπορικό στάδιο», ωστόσο είναι ο μόνος δρόμος που του απομένει· θέλει οπωσδήποτε να μορφωθεί κι ακόμα περισσότερο να «μη βλέπει» Τούρκους, οι οποίοι του προκαλούσαν «σπασμούς αλλοκότους» και τον έφερναν κάποτε στα όρια της «παραφροσύνης». Η απέχθεια του Κοραή για τη ζωή του εμπόρου φαίνεται και στις επιστολές που έγραψε αργότερα προς τον φίλο του Δημήτριο Λωτό (Πρωτοψάλτη): «Διότι έμαθες, νομίζω, ότι έζησα ποτέ και βίον εμπορικόν· το πταίσμα δεν ήτον εδικόν μου· ο μακαρίτης πατήρ μου ηθέλησεν να με κάνει έμπορον, εμέ! Όστις, καθώς λέγει η παροιμία Δεν είμαι καλός να μοιράσω δύο γαδάρων άχυρα.»
Παρά τις έντονες αντιρρήσεις της μητέρας του, το 1772 ο εικοσιτετράχρονος Αδαμάντιος, επιβιβάζεται σε δανέζικο πλοίο και φτάνει στο Άμστερνταμ (Άμστερναμ), της Ολλανδίας, μετά από 26 μέρες θαλασσοπορία: «Η μήτηρ μου ελογίζετο το διά θαλάσσης ταξείδιον ολίγον διάφορον από τον θάνατόν μου· εγώ δε πάλι αποστρεφόμην τον εμπορικόν βίον, ως μέγα εμπόδιον να απολαύσω την ποθούμενην παιδείαν. Μ’ όλον τούτο έκρινα το ταξείδιον ευτύχημα μέγα, διά την ελπίδα ότι η ασχολία του εμπορίου έμελλε να μ’ αφίνη και καιρόν ικανόν να θησαυρίζω όση ήτο δυνατόν, αν όχι όσην εδιψούσα, σοφίαν.»
Στο Αμστελόδαμο με συστατική επιστολή του Βερνάρδου, γνωρίζεται με τον Καλβινιστή* «Αδριανόν Βύρτον» (Adrien Buurt) άνδρα μεταξύ των τότε ευρισκόμενον εκεί μινίστρων σοφώτατον, σεβασμιώτατον και σεβαστότατον.» Ο νεοφερμένος Κοραής αρχίζει να συχνάζει τακτικά στο σπίτι του Αδριανού και συναναστρέφεται με πολλούς νέους σπουδαστές και ανθρώπους των γραμμάτων: «Ο σοφός ούτος ανήρ και η σοφή του σύζυγος ήσαν άτεκνοι, ευδαίμονες όμως, διότι εσυνεργούσαν και οι δύο εις την ευδαιμονίαν των ιδίων πολιτών. Παρά την πλουσίαν βιβλιοθήκην είχαν και ταμείον φυσικής ιστορίας· και αι δύο της εβδομάδος ημέραι, αι δωρηθήσαι εις εμέ τον ξένον, ήσαν διωρισμέναι και εις πολλών επισήμων πολιτών υιούς και θυγατέρας. Αι θυγατέρες ήρχοντο να ακούωσι την διδαχήν της Καρολίνας, και οι υιοί, εδιδάσκοντο από τον σύζυγον αυτής Αδριανόν.» Όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, οι εμπορικές επιχειρήσεις δεν ευδοκίμησαν και η εταιρία του Κοραή διαλύθηκε.
Αφού έμεινε στην Ολλανδία συνολικά έξι χρόνια, ήρθε ο καιρός να επιστρέψει στην Χίο, ελπίζοντας πάντοτε να μην αναγκαστεί στο εξής να ζει μαζί με Τούρκους· τον χειμώνα του 1778 βρίσκεται στη Βιέννη, «…βοσκόμενος ακόμη από την ελπίδα» να λάβει από τους γονείς του «τη ζητηθείσαν άδειαν» να περάσει στη Γαλλία, για να σπουδάσει την ιατρική. Κατά την παραμονή του εκεί γνωρίζει με μια Λουθηρανή κοπέλα και δρομολογεί γάμο μαζί της, όμως ο θάνατός της μετά από σύντομη ασθένεια ανατρέπει τα σχέδια περί γάμου. Πάντως, δεν είχε σκοπό ν’ ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού: «Ο σκοπός μου δεν ήτο να κατασταθώ ιατρός· εις δύο μόνα πράγματα απέβλεπα, να κερδαίνω τον καιρόν να μη βλέπω Τούρκους, ή αν αναγκασθώ τελευταίον να τους ιδώ, να ζω μεταξύ των ως ιατρός, επειδή το θηριώδες έθνος τούτο εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα.»
Τελικά φτάνει στη Σμύρνη, όπου και διαμένει τέσσερις περίπου μήνες· οι γονείς του έτρεφαν ακόμα την ελπίδα να κρατήσουν τον Κοραή στο νησί και χρησιμοποίησαν «παντοίους τρόπους» για να το πετύχουν, ακόμα και τον γάμο: «…έως και αυτό του γάμου δέλεαρ, να μεταβάλωσι την γνώμην μου. Το δέλεαρ τούτο ήθελεν εξάπαντος με συναρπάσειν, και διά τον νέον της ηλικίας μου, και διά το κάλλος, έτι δε και τον πλούτον της νύμφης, ορφανής από πατέρα βαθύπλουτον, αν ο έρως της ελευθερίας δεν μ’ εβίαζε να καταφρονήσω πάσης λογής άλλους έρωτας.» Οι δικοί του, βλέποντας πως ούτε η προοπτική του γάμου κατάφερε να τον «μαλάξη» και «τον μέγαν κίνδυνον της φθειρομένης καθημέραν υγείας» του, συμφώνησαν να περάσει στη Γαλλία για σπουδές ιατρικής· αργότερα, προς τη δύση του βίου του, θα γράψει: «Είναι, φίλε μου, βίος δυστυχέστατος ο άγαμος βίος· και ο φρόνιμος και χρηστοήθης άνθρωπος έχει χρέος, καθώς έλαβεν από τους γονείς του τη λαμπάδα του βίου, ούτω να την παραδώση εις άλλους. Τούτο είναι το βούλημα και δόγμα της φύσεως.»
Πράγματι, το φθινόπωρο του 1782, φτάνει «εις το Μοντσπελλιέρον (Monpellier), όπου σπούδασε ιατρική για έξι χρόνια, όσο του επέτρεπε «…σώμα ασθενημένον από τους καθημερινούς κόπους της σπουδής και από τον σκώληκα λογισμόν ότι έμελλα τελευταίον να επιστρέψω εις τυραννούμενην από Τούρκους πατρίδα.» Στην Ολλανδία ζει χάρη την οικονομική βοήθεια του Βερνάρδου και κάποιων φίλων ή συγγενών του, ενώ ταυτόχρονα βγάζει κάποια χρήματα από τις πωλήσεις των βιβλίων του· πρακτικά, ψωμίζεται ως επαγγελματίας συγγραφέας και δεν θ’ ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του γιατρού: «…δεν έλειψεν όμως ούτ’ αυτός [σ.σ. ο Βερνάρδος] ούτ΄ οι συγγενείς μου να παχύνωσι με προσωρινάς δωρεάς την από τους γονείς μου, ενόσω ζούσαν, και μετά θάνατον αυτών, από την πώλησιν της ανακτισθείσης γονικής οικίας, και από τους ίδιους μου κόπους χορηγούμενην βοήθειαν. Εκ των κόπων τούτων ήτο και η από το Γερμανικόν εις το Γαλλικόν μετάφρασις του Ρώσου Πλάτωνος, της Κλινικής ιατρικής (Μedecine Clinique) του Selle, την οποίαν εξέδωκα κατά το 1787 έτος εις το Μοντσπελλιέρον ευρισκόμενος, και άλλα τινά ιατρικά συγγράμματα μεταφρασμένα από την Γερμανικήν και Αγγλικήν γλώσσαν εις την Γαλλικήν, και εκδομένα έπειτα εις τους Παρισίους.»
Ο Κοραής ολοκληρώνει τις σπουδές στο Μονπελιέ και τον Μάιο του 1788 βρίσκεται στους Παρισίους, έχοντας μαζί του «συστατικές επιστολές των «Προφεσσόρων» του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί θα ζήσει από κοντά το κλίμα και την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης· θα είναι μάλιστα παρών στην πτώση της Βαστίλης (14 Ιουλίου 1789) και θα περιγράψει τη συγκλονιστική κηδεία του Μιραμπώ (2 Απριλίου 1791). Για την πολιτική μεταβολή της Γαλλίας και την ομοιότητα των «ελαφρών» Γάλλων με τους αρχαίους Αθηναίους σημειώνει τα εξής: «Αλλ’ ήλθα εις καιρόν, ότ’ έμελλε μετ’ ολίγον να γεννηθή η από τα μέσα ταύτης της εκατονταετηρίδος κυοφορούμενη παράδοξος, και πρώτη εις την ιστορίαν, πολιτική μεταβολή έθνους, από το οποίο δεν ηλπίζετο τοιαύτη μεταβολή. Οι Γάλλοι, έως τότε, όμοιοι των Αθηναίων την σοφίαν, την ημερότητα, την φιλανθρωπίαν, την ερασμιότητα, εκρίνοντο και ελαφροί ως οι Αθηναίοι, και άξιοι όσων έγραψε κατά της ελαφρίας εκείνων ο κωμικός Αριστοφάνης. Η μεταβολή έδειξεν, ότι εις το φαινόμενον ελαφρόν τούτον έθνος εκρύπτετο μέγας αριθμός φιλοσόφων ανδρών, τους οποίους ανεκάλυψεν απροσδοκήτως η κατάχρησις της απολύτου μοναρχίας και κατέστησε νέας πολιτείας νομοθέτας.»
Στο Παρίσι θα μεταφράσει έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων με χρηματοδότηση της γαλλικής κυβέρνησης· για τον Ναπολέοντα διαβάζουμε: «Αι συμβάσαι ταραχαί από τους έπειτα δημαγωγούς της Γαλλίας, ανομοίους ολότελα των αρχηγών της μεταβολής, έπρεπεν εξανάγκης να γεννήσωσι δημαγωγόν νεώτερον, δια να καταπαύση τας ταραχάς· και τον εγέννησαν. Ούτος ήτον ο περιβόητος Ναπολέων.Στολισμένος με κυβερνητικάς και στρατηγικάς αρετάς υπερτέρας όσων μας παρέδωκεν η ιστορία, και δημιουργημένος από την φύσιν να εμπνέη φόβον εις τους ταραχοποιούς και σέβας εις τους επιθυμητάς της ησυχίας, εις τούτο μόνον επλανήθη, ότι δεν ενόησεν οποίους καρπούς επρόσμεναν οι άνθρωποι από τα τόσα του προτερήματα. Αντί να ελευθερώση τους καταπονουμένους της Ευρώπης λαούς από τους δεσπότες των, επρόκρινε να γενή αυτός δεσποτών δεσπότης. Αντί να σπείρη την ευδαιμονίαν εις όλην την Ευρώπην, και να κατασταθή θεός επί της γης, μακαριζόμενος από αθάνατους ύμνους της παρούσης και της επερχόμενης απείρου γενεάς ανθρώπων, επροτίμησε τα βρωμερά των βρωμερών κολάκων θυμιάματα. Επλανήθη ο ταλαίπωρος!»
Αν και διακρίνεται στην πνευματική ζωή της Γαλλίας δε θα γίνει ποτέ μέλος του Πανεπιστημίου: «Απόρησαν τινές διά τι δεν εζήτησα ποτέ να ψηφισθώ μέλος του Πανεπιστημίου. Ιδού πώς ηκολούθησε το πράγμα. Όστις επιθυμή να εκλεχθή μέλος του Πανεπιστημίου, χρεωστεί πρώτον να ζητήσει δι’ επιστολής από τον πρόεδρον να τον καταγράψη εις τον κατάλογον των υποψηφίων· χρεωστεί δεύτερον προ της ψηφοφορίας να επισκεφθή προσωπικώς ένα καθένα από τους ψηφοφόρους, και να τον παρακαλέση ταπεινώς, να του χαρίση την ψήφον του. Το πρώτον μόνον εγνώριζα, και το πρώτον επλήρωσα, αν όχι ως χρέος αναγκαίον, ως καν έθιμον άψογον, και κατεγράφθην ως υποψήφιος.» Με άλλα λόγια, ο φιλόλογος Κοραής απορρίφθηκε, επειδή δεν καταδέχθηκε να κάνει τις συνήθεις «φράγκικες τσιριμόνιες» στους εκλέκτορες του.
Κατά την εκτίμησή του, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων ξέσπασε νωρίς, πριν ακόμα ωριμάσουν συγκεκριμένες συνθήκες. Η πολιτική ηγεσία των Ελλήνων, οι «κυβερνήτες» τους, βρέθηκαν «απαίδευτοι» και κατώτεροι των περιστάσεων· αντιθέτως, οι στρατιωτικοί και το πλήθος του απλού λαού τα κατάφεραν καλύτερα: «Ότι δε συνέβη παρά καιρόν, εφάνη και από την θρασύτητα των αρχηγών της επαναστάσεως (είτε αυτομάτως, είτε και από την Ρωσίαν κινηθέντων) και από την έπειτα μέχρι της σήμερον αφρονεστάτην διαγωγήν πολλών πολιτευομένων εις την Ελλάδα· διαγωγήν, ήτις έδωκεν αφορμήν εις τόσην αίματος αθώου χύσιν, και παρ’ ολίγον ήθελ’ αφανίσει και αυτό το Ελληνικόν όνομα από το πρόσωπον της γης, αν οι στρατευόμενοι κατά του τυράννου, και πεζοί και θαλάσσιοι δεν έπρασσαν αληθώς άξια του Μαραθώνος και της Σαλαμίνας κατορθώματα. Αν το έθνος είχε και κυβερνήτας στολισμένους με παιδείαν (κ΄ήθελεν τους έχειν εξάπαντος, αν η επανάστασις συνέβαινε τριάκοντα χρόνους αργότερα) έμελλε και την επανάστασιν να κάμη με πλειοτέραν πρόνοιαν, και εις τους αλλογενείς να εμπνεύση τόσον σέβας, ώστε ν’ αποφύγη όσα έπαθε κακά από την αντίχριστον Αγίαν συμμαχίαν.»
Και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του (έπασχε από αρθίτιδα), ο Κοραής συνεχίζει να εργάζεται για το «φωτισμό» των Ελλήνων· για τις έντονες αντιδράσεις που αντιμετώπισε κάποτε για το έργο του γράφει: «Αι εκδόσεις μου δεν έλειψαν όμως να μου γεννήσωσι και εχθρούς, ολίγους τινάς σχολαστικούς, ενωμένους με όχι πολλούς του ιερατικού τάγματος, οι οποίοι με κατεπολέμησαν αγρίως, ως καινοτόμον όχι μόνον εις τα περί παιδείας, αλλά και εις αυτήν μου την θρησκείαν. Μετανοώ τώρα, ότι τους αντεπολέμησα κ’ εγώ· φρονιμώτερα ήθελα πράξειν, αν ακολουθούσα το σοφόν παράγγελμα του Επίκτητου «Έδοξεν αυτώ». Πριν επιχειρίση τις να συμβουλεύη διόρθωσιν έργων στραβών, πρέπει να προβλέπη και τον μέλλοντα απαραιτήτως πόλεμον από τους όσων η τιμή και η ευτυχία κρέμεται και τρέφετ’ από τα στραβά· και αντί να ελπίζη πράγμ’ αδύνατον, ειρήνην, απ’ αυτούς, χρεωστεί ν’ ακολουθή το έργον του ατάραχα, αρκούμενος εις την εύνοιαν των ωφελούμενων απ’ αυτό.»
Στα 1820 μετέφρασε και εξέδωσε ανωνύμως την παράδοξον Σ υ μ β ο υ λ ή ν τ ρ ι ώ ν Ε π ι σ κ ό π ω ν π ρ ο ς τ ο ν Π ά π α ν Ι ο ύ λ ι ο ν τ ο ν τ ρ ί τ ο ν, με σκοπό την «διόρθωσιν και δικαίωσιν ενταυτώ της Ανατολικής εκκλησίας.»· παρά το πολεμικό πνεύμα που διακρίνει τις αναφορές του για την ορθόδοξη εκκλησία και ειδικά για τους μοναχούς, ο αρχηγέτης των Ελλήνων φιλολόγων δεν φτάνει ποτέ τα όρια της αθεΐας ούτε διαφοροποιείται από το επίσημο δόγμα της ανατολικού Πατριαρχείου· στο επίκεντρο της σκληρής κριτικής του δεν βρίσκεται η θρησκεία αλλά η δεισιδαιμονία του λαού και η διαφθορά μερίδας του κλήρου και των καλογήρων. Ο Κοραής, με πολλές παραπομπές στην Αγία Γραφή, υποστηρίζει την «αληθή» θρησκεία, όπως αυτήν παρουσιάστηκε ως ηθικό και πρακτικό αίτημα τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Ωστόσο, φροντίζει πάντοτε να κρατάει τις απαραίτητες αποστάσεις, καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια προώθησης των έργων του στην Ελλάδα περνούσε μέσα από ισχυρούς εκκλησιαστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι ελέγχουν σχεδόν τα πάντα. Όσα κι αν ήταν η διαφθορά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις «φριχτές» καταχρήσεις της παπικής αυλής. Σε πολλές ιδιωτικές επιστολές από το Παρίσι ο Πάπας χαρακτηρίζεται «παπίδιον» και «ηλίθιος»: «Η μακρά δουλεία αφανίσασα την παιδείαν του γένους, ήτον αδύνατον να μη φθείρη τον κλήρον, μηδέ να συγχύση τα θρησκευτικά μας προβλήματα· οποία όμως και οπόσα αν ήναι τα αμαρτήματα των Ανατολικών χριστιανών παραβαλλόμενα με τας φρικτάς της Παπικής αυλής καταχρήσεις, εις την στάθμην της δικαιοσύνης, πρέπει να λογίζωνται ολίγοι τινές προς ωκεανόν ύδατος σταλαγμοί· και οι συνήγοροι της Παπικής αυλής, κατηγορούντες πικρώς δι’ αυτά τους Γραικούς κατηγορούν ανθρώπους ενοχλούμενους από κάρφος, τυφλωμένοι από παχύτατην δοκόν αυτοί. Να κατακρίνει τις όλους τους ιερωμένους ανατολικούς, διά την τρυφήν ολίγων σαρδαναπάλων αρχιερέων, τρυφώντων εις το Βυζάντιον, είναι το αυτό και να παραβάλλη όλους τους κοσμικούς με τους Φαναριώτας του Βυζαντίου.» Μεταξύ άλλων, ο ίδιος προτείνει, οι επίσκοποι και οι κληρικοί να είναι «κάτοχοι παιδείας» και να εκλέγονται από ειδικό σώμα με την αποφασιστική συμμετοχή και κοσμικών εκλεκτόρων. Η αληθινή θρησκεία πρέπει να στέκει «…μακράν και από την Σκύλλαν της απιστίας και από την Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας.» Φυσικά, τέτοιες θέσεις προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις από συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς κύκλους, δεν συνάντησαν όμως την καθολική αντίδραση της Εκκλησίας. Εξάλλου, πολλοί μορφωμένοι ιεράρχες στήριζαν πλέον την προσπάθεια για την εκπαιδευτική και πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων και πρωταγωνιστούσαν τοπικά στην ίδρυση και τη λειτουργία σχολείων.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Κοραής φαίνεται απογοητευμένος από τ’ αποτελέσματα του αγώνα ενάντια στη δεισιδαιμονία και τις προλήψεις· οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι δύσκολο ν’ αλλάξουν τις αντιλήψεις τους: «…πρέπει με φαίνεται να μη μετακινή τις τη δεισιδαιμονίαν από των απαιδεύτων τας κεφαλάς, όταν δεν είναι πλέον σε ηλικία δεκτική φρονιμωτέρας παιδείας.» Προτιμότερο είναι να καταπιάνεται κάποιος με την παιδεία της νέας γενιάς: «Άλλην λοιπόν θεραπείαν δεν ευρίσκω παρά να αφίνη τις την δεισιδαιμονία εις τους ηλικιωμένους, και να καταγίνεται όλως διόλου με την ανατροφήν των νέων· αυτούς μόνους είναι ελπίς να κάνει τις αδεισιδαίμονας και τιμίους ανθρώπους.»
Στο ζήτημα της γλώσσας ο Κοραής προσπάθησε ν’ ακολουθήσει τη λεγόμενη μέση οδό, ανάμεσα στους οπαδούς της «χυδαίας» γλώσσας, τους «μακαρονιστές» και στους λεγόμενους «ελληνίζοντες» ή αττικιστές όπως ονομάστηκαν αργότερα· ωστόσο, αναγνωρίζει ότι το πράγμα δεν ήταν καθόλου εύκολο, λόγω του ατέλειωτου όγκου της ελληνικής γραμματείας αλλά κι επειδή ο ίδιος, όπως ομολογεί, δεν γνωρίζει καλά τη «λαλούμενη» γλώσσα. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε μια διάκριση ανάμεσα στη λαϊκή ή δημοτική και τη λαλούμενη γλώσσα: η πρώτη μιλιέται με πολλούς τοπικούς και άλλους ιδιωματισμούς, απ’ όλους τους ανθρώπους του λαού, δηλαδή κυρίως τα φτωχά και απαίδευτα στρώματα, αγρότες, χειρώνακτες, ναύτες κλπ.· η «λαλούμενη» συμπεριλαμβάνει τη γλώσσα του λαού και τη γλώσσα των μορφωμένων στρωμάτων (υπάλληλοι, αστοί, έμποροι, δάσκαλοι κλπ.), απαλλαγμένη όμως από «βαρβαρισμούς» και «ξενισμούς». Συχνά, οι αττικιστές επιχειρούσαν να εισάγουν μια νέα λέξη ή να διορθώσουν μια παλιά, με βάση τις αναφορές της αρχαίας γραμματείας, η οποία όμως είχε χαθεί σε μεγάλο βαθμό. Όπως και νάχει, ο Κοραής ελπίζει ειλικρινά ότι δεν έκανε λάθος στις εκτιμήσεις του και κάποτε η νέα ελληνική γλώσσα θα διαμορφωθεί περίπου όπως τη φαντάστηκε: ούτε να τυραννεί τους «χυδαίους», ούτε να γίνει δούλα στη «χυδαιότητά» τους. Αν πάλι έσφαλλε, και είναι αδύνατον να «καθαριστεί» η γλώσσα όπως ήθελαν οι σχολαστικοί, συμβουλεύει τα εξής: «Φρονιμωτέραν άλλην συμβουλήν εις το έθνος να δώση τις δεν έχει παρά την συμβουλήν του χυδαϊσμού, ήγουν να γράφη καθώς μιλεί και να μη γυρεύη να σιάση την γλώσσαν οπού έλαβεν από τους γονιούς του.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
Απάνθισμα επιστολών Αδαμάντιου Κοραή, έκδοση Ιάκωβου Ρώτα, Αθήνα 1839.
Δεύτερο απάνθισμα επιστολών Αδαμάντιου Κοραή, έκδοση Ιάκωβου Ρώτα, Αθήνα 1839.
Αδαμάντιου Κοραή, Τα μετά θάνατον ευρεθέντα συγγράμματα, τόμος Α’ , επιμέλεια Νικολάου Α. Δαμαλά, Αθήνα 1885.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.