ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἀφοῦ ἔδωκεν ἐξετάσεις κ᾿ ἐπῆρεν ἄριστα κι αὐτή, μαζὶ μὲ τόσας ἄλλας ―214, νομίζω, εἶχαν ἐξετασθῆ τὴν χρονιὰν ἐκείνην· ἐξ αὐτῶν 147 ἐβγῆκαν πρωτοβάθμιες, πενηντατρεῖς δευτεροβάθμιες, καὶ καμμία δὲν ἀπερρίφθη― διωρίσθη κι αὐτὴ δασκάλα (ὁ τύπος τῆς λέξεως εἶναι μᾶλλον ἀλβανικὸς ἢ ἑλληνικός· τὸν παλαιὸν καιρόν, εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα τοὐλάχιστον, ἔλεγαν δασκάλισσα) πρωτοβαθμία εἰς ἓν ἀπὸ τὰ πολλὰ σχολεῖα τῆς πρωτευούσης.
Ἡ γυνή, βλέπετε, κόρη ἢ κούκλα, συμβία ἢ πενθερά, εἶναι πάντοτε «ἀδύνατο μέρος». Εἰς τὸ μέρος τὸ πλέον ἀδύνατον, ἐκεῖ καὶ πλέον ἀδυνατεῖ κανείς. Ἀδυνατεῖ κυρίως, ἀδυνατεῖ καὶ ἠθικῶς. Αἱ χάριτες καὶ εὔνοιαι, εἶτε χατίρια τὰς ὀνομάσῃ τις, εἴτε ρουσφέτια, εἴτε ὅπως ἂν τὰς ὀνομάσῃ, ἂν εἰς ὅλους τοὺς κλάδους ἐπιβάλλωνται, εἰς αὐτὸν τὸν κλάδον κυριαρχοῦσι. Πῶς ν᾿ ἀρνηθῇ τις ἓν δίπλωμα ―ἕνα τόσο-δὰ χαρτάκι διπλωμένο― εἰς μίαν τρυφερὰν κόρην, εἴτε πρὸς τιμὴν καὶ ἔπαινον τὸ ζητᾷ αὕτη, εἴτε πρὸς βιοπορισμόν;
Εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα ἐκπαιδευτικὰ τμήματα, τὰ τῶν ἀρρένων, τὰ «χατίρια» συμψηφίζονται μὲ τοὺς ἀξίους προβιβασμούς, πολλοὶ ἀνάξιοι προβιβάζονται, ἀλλὰ καὶ κανεὶς πράγματι ἄξιος δὲν ἀδικεῖται. Ἔπειτα ἀκούονται κάποτε πιστολιές, συχνότερα πέφτουν μπαστουνιὲς εἰς τὴν ράχιν τῶν κ.κ. καθηγητῶν. Ἀδικήθηκε, βλέπετε, τὸ παιδί μας. Πῶς θέλετε ποτὲ γονεῖς νὰ πεισθοῦν ―φιλότιμοι καὶ φιλόμουσοι γονεῖς Ἕλληνες― ὅτι ὁ υἱός των εἶναι ἀνεπίδεκτος μαθήσεως;
Μεγάλη σκληρότης θὰ ἦτο τοῦτο, καὶ δι᾿ αὐτὸ ἡ θέσις τῶν καθηγητῶν εἶναι ἀκανθώδης καὶ λεπτοφυεστάτη.
Ἀλλ᾿ εἰς τὰ κορίτσια μας, ἂν καὶ μπαστουνιὲς δὲν φαίνεται ν᾿ ἀπειλοῦνται οὔτε χαστουκιές ―δὲν ἐνθυμούμεθα ἄν ποτε κανεὶς ἀδελφὸς κούτσαβος* ἐρράβδισε καθηγητὴν πρὸς χάριν τῆς ἀδελφῆς του· μόνον μία καθηγήτρια, θέλομεν νὰ εἴπωμεν φοιτήτρια ἢ ἀπόφοιτος τῆς φιλολογίας, ὠμπρέλιασε, καθὼς ἐνθυμεῖσθε, ἕνα καθηγητὴν κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους―, εἰς τὰ κορίτσια μας, λέγω, ὅλοι, καὶ ἐξετασταί, καὶ ἐπόπται, καὶ ἄλλοι ἁρμόδιοι, εἶναι χαριστικώτατοι. Ἂς πάρῃ ἐπὶ τέλους ἕνα δίπλωμα κι αὐτή· θὰ πῆτε δὲν ἔμαθε ἀρκετὰ γράμματα. Ἀλλὰ μήπως ὁ γυναικεῖος ἐγκέφαλος εἶναι κατεσκευασμένος διὰ γράμματα; Ἐργόχειρα κάλλιον νὰ ἠξεύρῃ. Καὶ ἀφοῦ ὅλα διὰ τὸν τύπον καὶ πρὸς τὸ θεαθῆναι γίνονται εἰς αὐτὸν τὸν τόπον, ἂς πάῃ κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα.
Ἔπειτα γίνεται λόγος καὶ ἀκούονται φωναί, ὕστερον ἀπὸ κάθε ἐξετάσεις ποὺ ἔχουν γίνει, περὶ ἀκυρώσεως καὶ ἐπαναλήψεως. Εἶναι τόσον εὔκολον πρᾶγμα! Φεῦ, αἱ ἐξετάσεις χρειάζονται κόπους καὶ δαπάνας καὶ φέρουν τόσην ἀγωνίαν καὶ βάσανα! Ἀλλὰ διατί δὲν ἐμπιστεύεσθε αὐτὴν τὴν ἐπιτροπὴν καὶ θὰ ἐμπιστευθῆτε τὴν ἄλλην; Περιμένετε, μετὰ 4 ἢ 5 γενεάς, ὅταν θὰ μορφωθῶσι χαρακτῆρες εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ τότε θὰ ἰδῆτε. Ὣς τότε πιθανὸν ν᾿ ἀποκτήσητε μερικοὶ καὶ τὸ Γνῶθι σαυτόν, ὥστε νὰ μάθητε νὰ μὴ ἔχετε ὑπερβολικὰς ἀπαιτήσεις.
*
* *
* *
Τέλος ἡ Φιλίππα ―οὕτως ἐκαλεῖτο― ἐγκατεστάθη εἰς τὸ σχολεῖον τῆς γειτονιᾶς, μαζὶ μὲ ἄλλας δύο βοηθούς της. Πληθώρα διδασκαλισσῶν παντοῦ. Ὅσαι «ἔχουν τὰ μέσα» νὰ διορισθοῦν εἰς τὰς Ἀθήνας, καλῶς. Ἀνὰ 13 ἐὰν ἔχῃ ἕκαστος ἐκ τῶν 13 Ἀττικαρχῶν νὰ προστατεύσῃ, λογαριάσατε· 13×13 = 169. Καὶ ἀπὸ ἄλλας ὀλίγας ἢ πολλὰς ἂν ἔχῃ ἕκαστος ἐκ τῶν οἰκειοτέρων τῶν Ὑπουργῶν, ἐκ τῶν ἐπαρχιωτῶν βουληφόρων καὶ λοιπῶν ἰσχυρῶν νὰ συστήσῃ ―μὲ ὅλους τοὺς φαινομένους δεσμοὺς καὶ τοὺς διαφόρους ἱεραρχικοὺς κρίκους τῶν ἐπιθεωρητῶν, τῶν ἐποπτικῶν συμβουλίων, κτλ.― ἐδῶ λείπουν καὶ οἱ δύο ὅροι τοῦ πολλαπλασιασμοῦ, καὶ ποῦ νὰ εὕρωμεν τὸ γινόμενον;
Αἱ τρεῖς διδασκάλισσαι εἶχον εἰς ἕνα θαλαμίσκον τὴν τουαλέτα τους, τὶς μυρουδιὲς καὶ τὰ καθρεφτάκια τους. Μέγα μέρος τοῦ καιροῦ των ἐξώδευον νὰ σιάζωνται καὶ νὰ βεργολυγοῦν ἐντὸς τοῦ σχολείου. Ἰδίως εἰς τὴν τέχνην τῆς σεισουρίδος μεγάλως διέπρεπον καὶ αἱ τρεῖς. Ἡ τέχνη αὕτη ἐτελειοποιεῖτο ἐντὸς τοῦ μικροῦ παρθεναγωγείου, κ᾿ ἐδιδάσκετο καθημερινῶς διὰ τοῦ παραδείγματος, τοῦ μᾶλλον τελεσιουργοῦ τρόπου τῆς διδασκαλίας, εἰς τὰς μικρὰς μαθητρίας.
Περὶ τούτου, ἄς μοι συγχωρηθῇ βραχεῖα παρέκβασις. Ἰδοὺ τί μ᾿ ἐπληροφόρησεν ἡ κυρα-Ρήνη, πεπειραμένη Ἀθηναία γερόντισσα, διὰ τὴν μικρὰν ψυχοκόρην της, τὴν ὁποίαν εἶχε πάρει νήπιον ἀπὸ τὸ Βρεφοκομεῖον, τὴν εἶχεν ἀναθρέψει καὶ τώρα θὰ ἦτο ὣς ἕνδεκα ἐτῶν, πρώιμος, καὶ ἤδη μὲ στήθη σχηματιζόμενα.
― Πιστεύεις, χριστιανέ μου, εἶπε· μὰ τί κορίτσι εἶν᾿ αὐτό; Τῆς εἶχα πεῖ νὰ μὴ σειέται· ἀπὸ τοσοδὰ κοριτσάκι ἄρχισε νὰ σειέται, φαντάσου! καὶ νὰ κάνῃ τσακίσματα. Μαθημένα γεννιῶνται τολοιπόν;
―Ἔ, ὕστερα;
― Τῆς εἶπα νὰ μὴ σειέται· ἀπ᾿ τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ τῆς τὸ εἶπα, αὐτὴ τώρα, ὡς νὰ τῆς εἶχα πεῖ τὸ ἐνάντιο, τόσο περισσότερο σειέται, καὶ σειέται, καὶ τὸ παρακάνει… Δὲν ξέρω τί νὰ πῶ κ᾿ ἐγώ· καλύτερα νὰ μὴ τῆς τό ᾽χα πεῖ!
*
* *
* *
Κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ φθινοπώρου, ἀφοῦ εἶχε διορισθῆ ἡ Φιλίππα, ἤρχοντο καθ᾿ ἑκάστην κοράσια μὲ τοὺς κηδεμόνας των διὰ νὰ ἐγγραφῶσι. Ἡ συνάδελφός της, ἡ δευτεροβαθμία, παλαιὰ οὖσα, ἠθέλησε νὰ τῆς δείξῃ πῶς νὰ κάμνῃ τὰς ἐγγραφάς.
― Ξέρω ἐγώ! εἶπεν ἡ Φιλίππα, προσπαθοῦσα συγχρόνως νὰ κλέψῃ μὲ τὸ μάτι ἀπὸ τὰ περυσινὰ ἔγγραφα τοῦ Σχολείου, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἰδιόχειρα τῆς δευτεροβαθμίας.
Ἡ πρώτη μικρὰ μαθήτρια ἥτις ἐπαρουσιάσθη τῆς ἐμύρισε σκόρδα.
― Μπά! μυρίζεις… Νὰ μὴ τρῷς σκόρδα, ὅταν ἔρχεσαι στὸ Σχολεῖον.
Μία ἄλλη ἐρωτηθεῖσα ἀπήντησεν, ὅτι ὀνομάζεται Μαρούσα Σκυλοβοριᾶ.
― Τί ἄσχημο ὄνομα! εἶπεν ἡ δασκάλισσα.
Μία τρίτη, καθὼς εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ γραφεῖον, εἶπε, ὅτι ὁ πατήρ της ἦτο ἁμαξάς.
― Μπά! μυρίζεις σταύλους! εἶπεν ἡ δασκάλα. Τί ἄσχημη μυρωδιά!
*
* *
* *
Μίαν τῶν ἡμερῶν, εἰς τὴν καρδίαν τοῦ χειμῶνος, ἡ δασκάλισσα συνέβη νὰ χάσῃ τὴν χρυσῆν καδέναν τοῦ ὡρολογίου της.
Τί δυστύχημα! Ἡ ὑποψία ἔπεσεν εἰς τὰς μικρὰς μαθητρίας, εἰς ὅλην τὴν τάξιν. Κάποια ἀπ᾿ αὐτὰς θὰ τὴν εἶχε κλέψει.
Ἡ δασκάλα, ἀφοῦ ἀπηύθυνε μικρὸν λογύδριον εἰς τὰ πτωχὰ κοράσια, καὶ τὰ συνεβούλευσε νὰ μὴ εἶναι κλέπτριαι κτλ., διέταξε ν᾿ ἀδειάσουν ὅλον τὸ νερὸν τῆς στάμνας εἰς μικρὰν σκάφην, τὴν ὁποίαν εἶχε στείλει νὰ δανεισθοῦν ἀπὸ τὴν γείτονα πλύστραν.
Τὸ νερὸν ἦτο κρύον, παγωμένον. Διέταξε νὰ φέρουν τὴν σκάφην εἰς τὸ μέσον, πρὸ τῆς δασκαλοκαθέδρας, εἶτα εἶπεν:
―Ὀρέξατε χεῖρας ὅλαι!
Αἱ μικραὶ ἥπλωσαν τὰ χεράκια τους.
―Ἐμβαπτίσατε ἤδη τὰς χεῖρας εἰς τὸ ὕδωρ.
Αἱ μαθήτριαι ἐβούτηξαν τὰ χέρια μέσα εἰς τὸ κρύον νερόν!
― Κρατήσατε ὅλαι τὰς χεῖρας ἐντός, εἶπεν ἡ δασκάλα· ὁποία ἀπὸ σᾶς ἀποσύρῃ πρώτη τὴν χεῖρα, ἐκείνη εἶναι ἡ κλέπτρια.
Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥραν διήρκεσεν ἡ δοκιμασία. Νομίζω ὅτι πολλαὶ συγχρόνως ἠναγκάσθησαν ν᾿ ἀποσύρουν τὰ τρυφερὰ παπουδιασμένα* χεράκια τους, καὶ ἡ ἔνοχος δὲν ἀνεκαλύφθη.
(1906)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.