ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ὅπως ὁ γερο-Σειληνός, τὸν παλαιὸν καιρόν, εἶχε τοὺς Σατύρους του, ὁμοίως καὶ ὁ Φοραμπάλλας, εἰς τὰς ἡμέρας μας, εἶχε τοὺς μόρτηδές του. Τοὺς ἔβοσκε, τοὺς ἐποίμαινε, τοὺς ἐσαλάγα, τοὺς ἐσφύριζε, καὶ τοὺς ὡδήγει εἰς νομὰς… ἀπωλείας.
Ἐστρώνετο ὅλην τὴν ἡμέραν ἔξωθεν τοῦ καφενείου, παρὰ τὴν ὁδόν, χονδρός, παχύς, προγάστωρ, βωμολόχος, κυνικός, χαλκοπρόσωπος. Μία ὁλόκληρος ἀγέλη νέων ἠκολούθει τὴν διδασκαλίαν του. Δευτέρα ἀγέλη μαθητευομένων παιδαρίων ἠκολούθει τὰ παραδείγματά του.
Τὸ κτίριον τοῦ καφενείου ἦτο κτῆμά του. Ἡ οἰκία ἡ συνεχομένη, ὄπισθεν, κτῆμά του. Ἦτο ἀρχιμόρτης μὲ περιουσίαν.
Σχεδὸν ὅλον τὸ ἔτος ἐκάθητο διαρκῶς ἐκεῖ, ἡμίγυμνος, τετραχηλισμένος, μὲ ὑποκάμισον καὶ περισκελίδα. Συνήθως ἔπαιρνε κ᾿ ἕνα ὕπνον ἐπὶ τῆς καθέκλας, εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐντερλίκωνε* εἰς ἓν μπακάλικον ἀντικρινόν, ἐμπεκρομεθοῦσε, ἐφλυάρει, ᾐσχρολόγει, ὠργίαζε. Κάποτε, ὅταν μία γραῖα γειτόνισσα ἀπηύθυνεν ἐναντίον του παράπονα, ὅτι τῆς εἶχε ξεβγάλει τὸν ἐγγονόν της, αὐτὸς ἀπήντησε δι᾿ ἀναιδεστάτης, ἀλλὰ καὶ φρικώδους, εἰς τὸν δρόμον, χειρονομίας. Τοιοῦτος ἦτο, ὁ μόρταρος.
Συνέβαινεν ὅμως, κατὰ σελήνην, νὰ στολίζεται, νὰ φορῇ καλὰ ροῦχα, καὶ νὰ λείπῃ ἐπὶ ὥρας ἀπὸ τὴν γειτονιάν. Ἴσως ὑπάγει πρὸς ἐπίσκεψιν εἰς ἑνὸς πολιτευομένου, ἴσως ὑπουργοῦ διατελοῦντος ―εἰς τοῦ Ζ. ἢ τοῦ Κ. ἢ τοῦ Λ., ἀδιάφορον― βεβαίως διὰ νὰ ζητήσῃ ρουσφέτια. Εἶχε ψήφους, ὁ ἀρχιμόρταρος.
*
* *
* *
Ὁ νέος, περὶ οὗ ἐμνημονεύσαμεν, ὁ ἐγγονὸς τῆς γραίας γειτόνισσας, εἶχε κάμει ἱκανὸν στάδιον ἤδη, ἂν καὶ ἦτο μόλις εἰκοσαετής. Διὰ νὰ κερδίζῃ εὔκολα λεπτά ―διότι ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων ἔσωζε μόνον τὴν ἀγάπην πρὸς τὰ χρήματα― εἶχεν ἀλλάξει τόσα ἐπαγγέλματα, ὅσα ἦσαν τὰ χρόνια του. Ἐπὶ μίαν σελήνην ὑπῆρξεν ἐφημεριδοπώλης. Εἶτα φανοφόρος, εἰς τὰς ἑταιρείας τῶν κηδειῶν. Συνώδευεν ἕνα ἄνθρωπον μὲ κάρο, ὅστις ἐκουβάλα νερὸ εἰς στάμνες ἀπὸ τὸ Μαρούσι. Εἰς τὰ καροτσάκια τῶν λεμοναδοποιῶν ἐπήγαινε βοηθός. Εἰς τὶς ρετσίνες ἐδούλευε, τὸν καιρὸν τοῦ τρύγου. Ἔπωλοῦσε πασατέμπο. Ἔκαμε τὸν λοταρτζὴν μὲ φιστίκια.
Ἔψηνεν ἀραποσίτια, ἕνα καλοκαίρι. Κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν συνέβη νὰ τοῦ κλέψουν, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο τὴν νύκτα εἰς τὸν δρόμον, κοντὰ στὸ Θησεῖον, ὄχι τὶς δεκάρες του μόνον, ἀλλὰ ὅλην τὴν ἐνδυμασίαν του. Τὸν ἔγδυσαν, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθανθῇ· βεβαίως, ἡ ἰδία ἡ παρέα του, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε μεθύσει.
Ἀπὸ τὸν Καραγκιόζην τῆς πλατείας δὲν ἔλειπε. Τέλος, ἔλαβε πεῖραν τοῦ χασίς, καὶ ἄλλων πραγμάτων. Τότε ἔπαθε νευρικὴν διατάραξιν. Εἶτα ἡ οἰκογένειά του τὸν ἔκλεισεν εἰς τοῦ Δρομοκαΐτη. Ἐξῆλθε μετὰ δύο μῆνας ὑγιής· ἀλλ᾿ ὁ Φοραμπάλλας τὸν προσέλαβε, καὶ μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας ἔγινε χειρότερος ἀπὸ πρῶτα.
*
* *
* *
Ἔτυχε νὰ εἰσέλθωμεν, τὸ θέρος, εἰς τὸ ἀντικρινὸν μπακάλικο, ἐγὼ κι ὁ φίλος μου Σπύρος Γ…
― Κοίταξε, μοῦ λέγει, κοίταξε!
Μοῦ ἐδείκνυε τὸν Φοραμπάλλαν μὲ τὴν ἀγέλην του. Δὲν τὸν ἤξευρα. Καὶ τότε μοῦ διηγήθη ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω.
Μετ᾿ ὀλίγον εἰσῆλθε μικρὸς ὑπάλληλος τοῦ Γκαζιοῦ, ἀκολουθούμενος ἀπὸ παιδίον 12 ἢ 13 ἐτῶν, φορτωμένον τὴν γνωστὴν τρόμπαν, τὴν ἔχουσαν σχῆμα κώδωνος. Τὸ παιδίον, κάθιδρον, ἐφαίνετο πολὺ κουρασμένον. Ἡ ἀριστερά του ἦτο δεμένη ὅλην τὴν παλάμην, κ᾿ ἐπόνει τὴν χεῖρα· ἴσως νὰ εἶχε πληγωθῆ, εἰς τὴν ἐξάσκησιν τοῦ ἐπαγγέλματός του.
Ἐπλησίασαν εἰς τὴν γωνίαν, διὰ νὰ διορθώσουν τὸ ἀέριον. Ὁ μικρὸς ὑπάλληλος εἶπεν ἓν βραχὺ «ἐμπρός!», καὶ τὸ παιδάριον ἔβαλε τὴν ἀντλίαν κάτω, καὶ μὲ τὸ πίεστρον, μὲ τὰ δύο χέρια, τὸ πονεμένον καὶ τὸ γερόν, ἤρχισε μὲ ταχείας κινήσεις νὰ πιέζῃ καὶ ν᾿ ἀντλῇ.
― Κοίταξε! μοῦ εἶπε πάλιν ὁ φίλος μου. Αὐτὸ (δεικνύων τὸ ἐργαζόμενον παιδίον) θὰ ἦτο τὸ ἀντίδοτον ἐκείνου (ἔδειξε τὴν ἀγέλην τοῦ Φοραμπάλλα ἀντικρύ), ἐὰν δὲν ἦτο ἐν μέρει ἀποτέλεσμά του, καὶ οὕτω μόνον θ᾿ ἀπετελεῖτο κοινωνικὴ ἁρμονία.
*
* *
* *
Ἕνα Σαββατόβραδο, ἐξαναπέρασα ἀποκεῖ. Εἶδα τὸν φίλον μου νὰ κάθεται ἔξωθεν τοῦ καφενείου ἐκείνου. Μ᾿ ἔκραξε, κ᾿ ἐπῆγα νὰ καθίσω πλησίον του.
―Ἠξεύρω ὅτι δὲν ἔχεις προλήψεις, μοῦ εἶπε.
Ἡ θέσις ἦτο διαβατική, πρὸς τὸν παλαιὸν σταθμὸν τοῦ ΣΑΠ. Ἐκεῖθεν διήρχοντο οἱ βαίνοντες ἐπὶ ἁμαξῶν, κατευθυνόμενοι διὰ Πειραιᾶ, καὶ μάλιστα διὰ τὸ Φάληρον, κ᾿ ἔβλεπέ τις ποικιλίαν μορφῶν καὶ τύπων, ὥστε διεσκέδαζε κάπως τὸ βλέμμα.
― Καὶ τί γίνεται ὁ Φοραμπάλλας; τοῦ εἶπα.
― Δὲν φαίνεται. Βάζω στοίχημα ὅτι θὰ πῆγε στὸ ὑπουργεῖο, γιὰ κανένα ρουσφέτι.
Μακρὸν φορτηγὸν ἁμάξιον διῆλθε πρὸς τ᾿ ἄνω. Ἔφερε σάκκους μὲ χόρτον. Ὁ ἐμπροσθινὸς σάκκος, ἐφ᾿ οὗ εἶχε καθίσει ὁ ἡνίοχος, νέος μόλις 19 ἐτῶν, εἶδα μὲ ταχὺ βλέμμα ὅτι εἶχε γλιστρήσει ἀπὸ τὴν θέσιν του, καὶ ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πέσῃ κάτω, μεταξὺ τῶν ρυμῶν καὶ τοῦ σκελετοῦ. Βεβαίως ὁ νέος δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ τίποτε, καθόσον ἡ μετατόπισις θὰ ἔγινε βαθμηδὸν καὶ ἠρέμα.
Δὲν ἐπρόφθασα νὰ φωνάξω πρὸς τὸν νέον νὰ ἐπισύρω τὴν προσοχήν του· διότι, μόλις τὸ εἶχα παρατηρήσει καὶ ὁ σάκκος ἀκριβῶς ἔπιπτε, μαζὶ καὶ ὁ ἡνίοχος.
Οἱ παρεστῶτες ὅλοι ἀφήκαμεν αὐτομάτως κραυγὴν ἀγωνίας. Φυσικὸν μᾶς ἐφαίνετο τὸ ἄλογον νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν δρόμον του, οἱ τροχοὶ νὰ διέλθωσιν ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ…
Ἀλλ᾿ ὅμως οὐδὲν τοιοῦτον συνέβη. Τὸ ἄλογον πάραυτα ἐσταμάτησεν, ὡς νὰ τὸ ἐφώτισε θεία τις ἀκτίς. Ὁ ἄνθρωπος ἐσηκώθη ἀβλαβής, καὶ ὁ σάκκος ἐτοποθετήθη ἀσφαλέστερον.
― Βλέπεις; εἶπεν ὁ Σπύρος, ὅστις εἶχε θρησκευτικὰς ἐξάρσεις. Εἶναι Σάββατο βράδυ. Οἱ καμπάνες τοῦ Ἑσπερινοῦ ἐσήμαναν, θυμίαμα εὐωδιάζει στὰ σπίτια καὶ στὰ μαγαζιά. (Μᾶς εἶχεν ἔλθει τῷ ὄντι ὀσμὴ εἰς τοὺς μυκτῆρας.) Εἶναι ἱερὰ ὥρα. Ὁ νέος εἶναι ἀθῷος ἀκόμα, καὶ θὰ εἶναι χρήσιμος εἰς τοὺς δικούς του. Δὲν ἦτο παραχώρησις Θεοῦ νὰ πάθῃ. Θαῦμα ἔγινε.
Μετὰ μίαν ὥραν, ὅταν ἤρχισε νὰ νυκτώνῃ, εὑρισκόμεθα ἀκόμη ἐκεῖ. Ὁ Φοραμπάλλας, καλοφορεμένος, ἦλθε, κ᾿ ἐκάθισεν ὄχι μακράν μας. Ἡ ἀγέλη του τὸν περιεστοίχισε.
Μία πτωχὴ γραῖα, κοντή, ἄσχημη, ἤναψε κηρίον, καὶ ἤρχισε νὰ ψάχνῃ πλησίον μας, εἰς τὸ ρυάκιον τοῦ πεζοδρομίου καὶ γύρω-γύρω στὸν δρόμον. Εἶχεν ὑπάγει, ὡς μᾶς εἶπε, πρὸ μικροῦ τὰ πλυμένα ροῦχα εἰς τοὺς πελάτας της εἰς τὴν γειτονιάν, εἶχε λάβει ἓν πεντάδραχμον χαρτί, καὶ τὸ εἶχε χάσει αἴφνης ἐκεῖ τριγύρω.
Ἦτο ἀξιολύπητον τὸ θέαμα. Ὅλον τὸν κόπον τῆς ἑβδομάδος της, εἰς μίαν στιγμήν, τὸν εἶχε χάσει ἡ ταλαίπωρος πτωχὴ βιοπαλαίστρια.
Οἱ σατυρίσκοι τῆς ἀγέλης τοῦ Φοραμπάλλα, ἅμα ἔμαθαν τὸ πρᾶγμα, ἤρχισαν νὰ κοροϊδεύουν τὴν γραῖαν.
― Νά, αὐτὸς τὸ ηὗρε, ποῦ εἶσαι, γριά.
― Ψάξε κ᾿ ἐκεῖ πέρα, γριά.
―Ἄχ! νὰ τό ᾽βρισκα!
― Νὰ μὴ τό ᾽χες κλεμμένο, γριά;
*
* *
* *
― Ἀκοῦς; μοῦ εἶπεν ὁ Σπύρος. Ἀκοῦς; Χωρὶς ἄλλο, ἐκεῖνο τὸ ἄλογο τοῦ φορτωμένου ἁμαξιοῦ ἐφάνη λογικώτερον ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐδῶ, τοὺς μόρτηδες. Ἐκεῖνο τὸ τετράποδον δὲν ἐπάτησε τὸν πεσμένον νὰ τὸν λυώσῃ, ἐνῷ αὐτά, τὰ δίποδα, ποδοπατοῦν καὶ κλωτσοῦν τὴν σκυμμένην κάτω καὶ ἀδικημένην· «ἐπεμβαίνουσι τῷ κειμένῳ», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
Ἐνῷ εἴχομεν σηκωθῆ διὰ ν᾿ ἀπέλθωμεν, τὸν εἶδα νὰ πλησιάσῃ κάπως ἐν παρόδῳ δίπλα εἰς τὴν πτωχήν. Ἐμάντευσα ὅτι ἠθέλησε νὰ τὴν παρηγορήσῃ, προσφέρων αὐτῇ μικρὸν ἀντιστάθμισμα ἀπέναντι τοῦ χαμένου ποσοῦ.
(1906)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.