Εκκλησιαστικές έριδες. Οι πατριάρχες Ιγνάτιος και Φώτιος
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πατριάρχης Οικουμενικός επί του Μιχαήλ και του Βάρδα ήτο ο Ιγνάτιος, ανήρ αυστηρών ηθών και υπερηφάνου αριστοκρατικού χαρακτήρος, καταγόμενος εκ γένους βασιλικού, άτε ων υιός του βασιλέως Μιχαήλ Α’ και εγγονός από θυγατρός (της Προκοπίας) του Νικηφόρου Α’. Ο Ιγνάτιος γινώσκων τον ανήθικον βίον του Βάρδα, διατελούντος εν αθεμίτοις σχέσεσι προς την νύμφην αυτού, απεστέρησεν αυτόν δημοσία της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων. Τούτο, ως εικός, παρώργισε τον καίσαρα Βάρδαν, όστις προέβη νυν εις την εν τω θρόνω τω Πατριαρχικώ αντικατάστασιν του Ιγνατίου διά του Φωτίου, ανδρός λογιωτάτου πάντων των συγχρόνων αυτού και συγγραφέως πολυμαθεστάτου και πολυγραφωτάτου. Ο Φώτιος δεν ήτο κληρικός, προήχθη δ’ ευθύς από λαϊκού εις το υπέρτατον αξίωμα της Ιερωσύνης και εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, διελθών εντός ολίγων ημερών πάσας τας βαθμίδας της χειροτονίας.
Αλλ’ η του Ιγνατίου από του Οικουμενικού θρόνου νόμιμος και οριστική απομάκρυνσις δεν ήτο κατορθωτή, ενόσω δεν παρητείτο αυτός ή δεν καθηρείτο υπό κανονικής Συνόδου αρχιερέων. Αλλ’ ούτε το πρώτον εγίνετο ούτε το δεύτερον. Ο δε Βάρδας προς εκτέλεσιν του βουλεύματος αυτού προέβη εις την αυθαίρετον χρήσιν υλικής βίας, εξορίσας τον Ιγνάτιον εις τι εν τη Προποντίδι έρημον νησίδιον και καταδιώκων πάντας τους μένοντας πιστούς εις τον Ιγνάτιον κληρικούς. Αλλά τούτο επήνεγκε δεινάς ταραχάς εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα μεγάλη μερίς κλήρου και λαού απεκήρυττον τον Φώτων και ως πατριάρχην νόμιμον ανεγνώριζον τον εξόριστον Ιγνάτιον. Προς τούτοις οι περί τον Ιγνάτιον επεκαλέσαντο νυν και την υπέρ αυτών επέμβασιν του τότε πάπα Ρώμης Νικολάου Α’. Η τοιαύτη υπό μερίδος του εν Κωνσταντινουπόλει κλήρου επίκλησις της διαιτησίας του Πάπα εγένετο ακριβώς καθ’ όν χρόνον η παπική εξουσία είχεν ανέλθει εν τη Δύσει εις μεγάλην περιωπήν ηθικήν και μεγίστην εκέκτητο δύναμιν ηθικήν αξιούσα να δικάζη και δικάζουσα μάλιστα έριδας μεταξύ ηγεμόνων ως υπέρτατος άρχων και διαιτητής του χριστιανικού κόσμου. Ο Νικόλαος Α’ λοιπόν εθεώρησε νυν την περίστασιν κατάλληλον ίνα επεκτείνη την δύναμιν αυτού και επί την Ανατολήν. Και εν αρχή μεν απεδοκίμασε σφοδρώς τα κατά Ιγνατίου γενόμενα εν Κωνσταντινουπόλει, αλλ’ είτα δελεασθείς υπό τινων ελπίδων συνήνεσεν εις την σύγκλησιν Οικουμενικής Συνόδου προς λύσιν της έριδος. Η Σύνοδος αύτη συνήλθεν εν Κωνσταντινουπόλει τω 861 και συναινούντων και των εν αυτή παρισταμένων ληγάτων, ήτοι απεσταλμένων του Πάπα, καθήρεσε τον Ιγνάτιον και επεκύρωσε την εκλογήν του Φωτίου. Αλλ’ ο πάπας ψευσθείς των ελπίδων αυτού, συγκαλέσας ιδίαν τοπικήν Σύνοδον εν Ρώμη, κατεδίκασε την τ’ εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον και τους ιδίους αυτού επιτρόπους ως υπερβάντας τα όρια της δοθείσης αυτοίς εντολής, αφώρισε δε και τον Φώτιον. Αλλά και ο Φώτιος μετ’ ολίγον (τω 867) απέστειλεν εγκύκλιον εις όλας τας Εκκλησίας της Ανατολής, εν ή δεινώς εμέμφετο την πολιτείαν και τας πράξεις του επισκόπου Ρώμης, καταγγέλλων προς τοις άλλοις την παπικήν Εκκλησίαν και επί καινοτομία αιρετική γενομένη εν τω Συμβόλω της πίστεως. Σύνοδος δε οικουμενική συνελθούσα τω αυτώ έτει κατεδίκασε και ανεθεμάτισε τον πάπαν. Αλλά τω αυτώ έτει, καθ’ ό ταύτα εποίει ο Φώτιος, ο υπό του Μιχαήλ μετά τον υπ’ αυτού γενόμενον φόνον του καίσαρος Βάρδα εις το αξίωμα τούτο υψωθείς πρώην ιπποκόμος αυτού Βασίλειος ο Μακεδών φονεύσας αυτόν ανήλθεν εις τον θρόνον γενόμενος ιδρυτής νέας βασιλικής δυναστείας, της Μακεδονικής καλουμένης. Ο Βασίλειος ευθύς μετά την εις τον θρόνον άνοδον κατέπαυσε τας εκκλησιαστικάς έριδας και επανήγαγε παροδικώς και την προς τον Πάπαν ειρήνην ανακαλέσας από της εξορίας τον Ιγνάτιον και αποκαταστήσας αυτόν εις τον θρόνον τον πατριαρχικόν, εξορίσας δε τον Φώτιον και είτα διά Συνόδου Οικουμενικής, επέτυχε την επικύρωσιν των γενομένων (869)· ο δε Ιγνάτιος έμεινεν επί του θρόνου εν ειρήνη μέχρι του θανάτου (879). Ότε δε πάλιν ο Βασίλειος επανήγαγεν εις τον θρόνον τον Φώτιον, Σύνοδος Οικουμενική συνελθούσα, εις ήν παρίστατο και Επίτροπος του Πάπα, επεκύρωσε την του Φωτίου ανάρρησιν.
Ούτω τα γεγονότα ταύτα τα περί τον Ιγνάτιον και Φώτιον δεν επήνεγκον οριστικόν σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών· αλλ’ η του Φωτίου σθεναρά προς την παπικήν Εκκλησίαν πολιτεία συνετέλεσεν εις τον βαθύτερον χωρισμόν των δύο Εκκλησιών. Ως δε είπομεν εν τοις έμπροσθεν, ο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως χωρισμός προήρχετο εκ γενικωτέρων ιστορικών αιτίων, εις ά νυν προσετέθησαν και οι λόγοι οι θρησκευτικοί, οι επιτείναντες την διάστασιν και επενεγκόντες μετά τινα χρόνον το οριστικόν μεταξύ των δύο Εκκλησιών σχίσμα.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.