Ήταν ο πρωτότοκος γιος του καπετάν Κεραυνού με το όνομα. Ένα βράδυ, το 1945, είδε, εφτά χρόνων παιδί, τους χωροφύλακες να «σπάζουν στο ξύλο» τον κομμουνιστή πατέρα του – σεσημασμένο στα αρχεία κράτους και παρακράτους για τη συμμετοχή του στον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Στα χρόνια του εμφυλίου, ο Παναγιώτης Κοεμτζής έδρασε ως Καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή του Ολύμπου, ενώ «φακελωμένη» ήταν και η ομοϊδεάτισσα σύζυγός του, Αναστασία. Ο μικρός Νίκος μεγάλωσε σε ένα κλίμα διώξεων κατά τη μεταπολεμική περίοδο, σταμπαρισμένος ως γιος αριστερών. Μαζί και καταδικασμένος από εκείνη τη νύχτα, που η κρατική βία πήρε για πάντα την παιδική αθωότητα του, να σιχαίνεται όποιον φορά στολή.
Ο πατέρας του συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως πολιτικός κρατούμενος πριν από το τέλος του εμφυλίου. Μετά την αποφυλάκισή του, η οικογένειά του αναγκάζεται να μετακομίζει διαδοχικά, κυνηγημένη «από χωρίου εις χωρίον».
Στιγματισμένος απ’ όλα αυτά, ο νεαρός Νίκος τρέφει τάσεις φυγής. Θέλει να κυνηγήσει τυχοδιωκτικά ένα πιο ευοίωνο μέλλον, μακριά από τη φτώχεια και την «κακόφημη» προέλευση του. Το εξομολογείται στον πατέρα του. «Όπου και να πας ο φάκελος θα σε ακολουθεί», του απαντά.
Δεν τον αποθαρρύνει όμως κιόλας. Σε ηλικία 20 ετών ο Νίκος Κοεμτζής φτάνει στην Αθήνα και πιάνει δουλειά. Κάποια στιγμή ο εργοδότης του σταματάει να τον πληρώνει και ο Κοεμτζής υποβάλλει μήνυση. Το δικαστήριο όμως παίρνει πολλές αναβολές και ο μπαρουτοκαπνισμένος από τα βιώματά του νέος χάνει την υπομονή του.
Διακατεχόμενος από σύνδρομο καταδίωξης, τον εξοργίζει και η αδικία. Παίρνει το νόμο στα χέρια του. Ξυλοκοπεί το αφεντικό του και τον κλέβει. Λίγες ημέρες αργότερα ακολουθεί η πρώτη σύλληψη. Όταν φτάνει στην Ασφάλεια και διαπιστώνεται πως είναι γιος αντάρτη τον περιμένει ιδιαίτερη… μεταχείριση. Η ευκαιρία για να διαβιώσει ως νομοταγής πολίτης έχει μόλις χαθεί. Στο σταυροδρόμι που κοντοστάθηκε, η μοίρα τον είχε ωθήσει να διαβεί το μονοπάτι της παρανομίας.
Έκτοτε οι επισκέψεις του Κοεμτζή στο τμήμα γίνονται τακτικές. Είτε για τις μικροκλοπές που διέπραττε, είτε επειδή… υπήρχε. Το μίσος του για την Αστυνομία έγινε ακόμη πιο έντονο όταν κατά την περίοδο της Χούντας οι Αρχές ξεκίνησαν να κυνηγούν τον ίδιο, λόγω του αριστερού παρελθόντος των γονιών του.
«Κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με έριχναν σε ένα δωμάτιο, πετούσαν μέσα νερό και με είχαν τρεις-τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. “Τώρα σκοτώνουμε και δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν”».
Σε μια από αυτές τις επισκέψεις, οι αστυνομικοί της Ασφάλειας προσπάθησαν να τον κάνουν χαφιέ τους, δελεάζοντάς τον. «Αφού είσαι καμένο χαρτί γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για εμάς; Θα μας λες όσα ξέρεις ή ακούς και εμείς θα σε προσέχουμε. Θα έχεις και τα τυχερά σου…»
Ο Κοεμτζής αρνήθηκε μετά απέχθειας τη συνεργασία, θεωρώντας την πρόταση προσβλητική. Η απάντηση ήταν φυσικά επιβαρυντική της θέσης του…
Οι μνήμες του βασάνιζαν το θυμικό. Τα συνεχή πάρε-δώσε με τους χωροφύλακες υποδαύλιζαν το αίσθημα αδικίας. Αντισυστημικός και αντιφρονούντας εκ συνειδήσεως πια, δεν ένιωθε τον εαυτό του ως κομμάτι της κοινωνίας, αλλά ως απόκληρο της.
Σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση βγήκε να ξεδώσει στις Απόκριες του 1973. Ήταν το πρώτο Σάββατο ελευθερίας μετά από μία ακόμα ολιγοήμερη φυλάκιση του για μικροκλοπή. Μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δήμο, και την παρέα τους, επιλέγουν να διασκεδάσουν στο θρυλικό νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα».
Ο Κοεμτζής ξυρίζεται, φοράει τα καλά του, θέλει εκείνο το βράδυ να μη διαφέρει σε τίποτα από τους καθωσπρέπει θαμώνες του μαγαζιού. Υποπίπτει όμως σε ένα μοιραίο λάθος. Πριν φύγει, βάζει στην τσέπη και τον αγαπημένο σουγιά του.
Έχει προηγηθεί ένας καυγάς με την τότε σύντροφό του Σοφία Χαρατζή, όχι ο καλύτερος οιωνός για να κυλήσει ομαλά η βραδιά.
Στην αρχή του μουσικού προγράμματος, οι τραγουδιστές -Κώστας Καρουσάκης και Παναγιώτης Αθανασιάδης- ζητούν να μη γίνουν παραγγελιές. Ο Νίκος δεν έχει δώσει όμως σημασία και κάποια στιγμή στη βραδιά ζητάει από τον Δήμο, στον οποίο είχε τρομερή αδυναμία, να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για «πάρτη» του.
Ο μικρός πάει στην ορχήστρα και ζητάει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Καρουσάκης, που τραγουδούσε εκείνη την ώρα, αρνείται ευγενικά, λέγοντας πως αφενός δεν γνωρίζει το τραγούδι και αφετέρου επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο δεν θα δεχόταν παραγγελιές. Ο Δήμος κατεβαίνει από την πίστα απειλώντας πως «θα τα σπάσουν όλα»
Η νέα απόπειρα του, προς τον Τάκη Αθανασιάδη αυτή τη φορά, έχει αποτέλεσμα. Προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού Δημήτρης Σχίζας δίνει εντολή να εκτελεστεί η παραγγελιά και καλεί τον κόσμο να κατέβει από την πίστα.
Στον «άγραφο νόμο» της νύχτας, κανείς δεν παραβίαζε το δικαίωμα στην παραγγελιά και το ζεϊμπέκικο. Η αστυνομία, εκείνη την εποχή όμως, ήταν υπεράνω των πάντων. Καθώς ο Δήμος χορεύει, δύο άλλοι θαμώνες ανεβαίνουν στην πίστα και χορεύουν, παρενοχλώντας τον επιδεικτικά.
Είναι αστυνομικοί της Ασφάλειας που έχουν αναγνωρίσει τον Νίκο από τα μπλεξίματα του με τις Αρχές και τις επισκέψεις. Ο Δήμος αντιδρά στους ασεβείς «εισβολείς» και αυτοί τον σπρώχνουν, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στα σπασμένα πιάτα, να τραυματιστεί και να σκιστεί το σακάκι του.
Και τότε, ο Νίκος θολώνει. Η προσβολή δεν προέρχεται από όποιον και όποιον, αλλά από το χειρότερο είδος ανθρώπων στα μάτια του. «Παραγγελιά ρε!», φωνάζει, βγάζοντας τη φαλτσέτα από την τσέπη του. Σε κατάσταση αμόκ, ορμά μαινόμενος και καρφώνει όποιον βρει μπροστά του. Η πίστα γεμίζει αίματα, την ώρα που κόσμος τρέχει πανικόβλητος για να γλιτώσει από τη μανία του φονιά.
Η τραγική κατάληξη του παροξυσμού του είναι τρεις νεκροί και οχτώ τραυματίες. Στο μακελειό χάνουν τη ζωή τους ο 28χρονος υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο 31χρονος αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας και ο 34χρονος φανοποιός Γιάννης Κούρτης, που διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών.
Λίγα 24ωρά αργότερα ο Κοεμτζής συλλαμβάνεται στη Δάφνη, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Τους αστυνομικούς ειδοποίησε ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι θα τον φυγάδευε. Όταν τον περικύκλωσαν, εκείνος έβγαλε το σουγιά και τους απειλούσε πως αν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει. Η καταδίωξη έληξε όταν ένας από τους αστυνομικούς τον πυροβόλησε στο πόδι.
«Ζητάω συγνώμη. Ξέρω ότι δεν αλλάζει κάτι αλλά ζητάω συγγνώμη. Επισπεύστε τις διαδικασίες για να εκτελεστώ», είπε, στον ανακριτή, πανέτοιμος να υποστεί την εσχάτη των ποινών.
Δεν επικαλέστηκε ποτέ πολιτικά κίνητρα στο θανατικό που προκάλεσε. «Ήμουν μεθυσμένος. Θόλωσα», κατέθεσε στη δίκη. Ουδέποτε, όμως, ξεκόψε και τα όσα έγιναν από το μίσος που είχε για οποιονδήποτε ένστολο, δεδομένου πως στο πρόσωπό τους έβλεπε την εξουσία που τον καταδίωκε σε κάθε του βήμα.
Τη μοιραία νύχτα στη «Νεράιδα» τον είχαν αναγνωρίσει και τους είχε αναγνωρίσει. Χρόνια μετά, σε μια τηλεοπτική συνέντευξη του, ο Κοεμτζής αποκάλυψε και μια στιχομυθία. «Όταν το αδερφάκι μου τους ζήτησε να κατέβουν κάτω για να χορέψει, εκείνοι του απάντησαν: “Τι είπες ρε Κοεμτζάκι; Θες και ειδική παραγγελιά; Ετοιμάσου και εσύ και μάγκας ο αδερφός σου να φάτε την ξεφτίλα της ζωής σας”».
Η δίκη ολοκληρώθηκε τρεις ημέρες πριν από την τραγική νύχτα στο Πολυτεχνείο. Ο Νίκος Κοεμτζής καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια! Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Αύγουστο του ’72, είχε εκτελεστεί ο Βασίλης Λυμπέρης, έμελλε όμως σε αυτόν να τελειώσει η ιστορία των θανατικών ποινών στην Ελλάδα.
Ο Κοεμτζής έζησε τρία χρόνια στη φυλακή ως μελλοθάνατος, με τη δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι του. Το 1976 ωστόσο η θανατική ποινή καταργήθηκε και η δική του μετατράπηκε σε ισόβια. Ο αδερφός του, Δήμος, καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση, ενώ ο τρίτος της παρέας, Θωμάς Καραμάνης, αθωώθηκε.
Τον άνθρωπο Νίκο Κοεμτζή «απενοχοποίησαν» πολλοί στη συνείδηση τους, γνωρίζοντας τον μετά το μακελειό. Μεταξύ αυτών ο Διονύσης Σαββόπουλος, που το 1979 έγραψε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» και ο πρώην βουλευτής και υπουργός Γιώργος Λιάνης, με τον οποίο δέθηκαν στενά, όταν ακόμα ήταν στη φυλακή και ο ίδιος δούλευε ως ρεπόρτερ των «Νέων».
«Το έγκλημα του Νίκου Κοεμτζή είναι καταδικαστέο, όμως η μακρά φιλία μου μαζί του, μου έδειξε ότι ήταν ένας ηθικός άνθρωπος», είχε δηλώσει στο «VICE» о Γιώργος Λιάνης. «Ο φόβος με κυρίευσε όταν ήρθε και μου συστήθηκε. Διαβάζαμε φοβερά πράγματα για εκείνον, οι εφημερίδες τον χαρακτήριζαν «κτήνος», ενώ ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για έναν από τους σκληρούς «ηγέτες» της φυλακής στην Κέρκυρα. Ήταν ένας θανατοποινίτης που απλώς δεν πρόλαβε να εκτελεστεί».
Ο πρώην υφυπουργός αθλητισμού περιέγραψε τον Κοεμτζή ως έναν απόλυτα μεταμελημένο εγκληματία, που δεν έβλαψε ποτέ ξανά κανέναν, παρά την κακομεταχείριση του στα πρώτα χρόνια της φυλάκισης του. «Και ακόμα ως έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, με ευαισθησίες, με έναν δικό του κώδικα τιμής και δικαιοσύνης».
Έκπληκτος και ο ίδιος από τη συμπεριφορά του, κατάλαβε ότι αυτό που τον άλλαξε δεν ήταν η φυλακή, αλλά το έγκλημα.Και συνειδητοποίησε ότι είχε τη δύναμη να μην επιτρέψει τη φυλακή να τον κάνει χειρότερο.
«Μία φορά ηλίθιος, όλη τη ζωή ηλίθιος», έλεγε ο Κοεμτζής, γνωρίζοντας ότι αυτό που έκανε κατέστρεψε τη ζωή του. Διάβαζε και έγραφε ποίηση και το δικό του βιβλίο στο κελί του. Εξελίχθηκε, σύμφωνα με τον Γιώργο Λιάνη, σε «υπόδειγμα τιμιότητας και ήθους», κρατώντας το λόγο του να μη βλάψει ποτέ ξανά κανέναν.
Χαρακτηριστική ήταν η άποψη που σχημάτισε για αυτόν και ο γνωστός αρχιφύλακας του Κορυδαλλού Αντώνης Αραβαντινός, ο οποίος τον αποκάλεσε ως «τον μεγάλο δάσκαλο μου» στη φυλακή.
Κάπως έτσι, ο Κοεμτζής αποφυλακίστηκε το Μάρτιο του 1996, 23 χρόνια μετά το τριπλό φονικό. Έκτοτε ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας. Τα δύο πιο γνωστά «πόστα» του ήταν έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι.
«Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα… Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα… Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου», αναφέρει μεταξύ άλλων στην αυτοβιογραφία του, η οποία ξεκινάει με τη διήγηση των τραυματικών παιδικών χρόνων του.
Το τελευταίο «κεφάλαιο» της πολυτάραχης ζωής του Νίκου Κοεμτζή γράφτηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011. Υπέστη έμφραγμα προσπαθώντας να βιοποριστεί, καθήμενος στο τραπεζάκι στο Μοναστηράκι, όπου πουλούσε τα βιβλία του. Μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο σε Πολυκλινική, αλλά η 45λεπτη προσπάθεια των γιατρών δεν κατέστη δυνατό να αποτρέψει την ανακοπή.
«Πέθανε από την αφαγία και τη ζέστη. Τουλάχιστον, στο τέλος της ζωής του πολλοί τον αγάπησαν, διότι είδαν αυτό που κατάλαβα όντας φίλος του για πάνω από 30 χρόνια», είχε πει ο κ. Λιάνης, στον οποίο η τελευταία σύντροφος του Κοεμτζή παρέδωσε μια βαλίτσα, κλεισμένη με καραβόπανο. Μέσα υπήρχαν φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και τετράδια με σημειώσεις και ποιήματα του. Ήταν η επιθυμία του να παραδοθούν στον καλύτερο φίλο του, μετά το θάνατό του.
Ο Νίκος Κοεμτζής προκάλεσε ανείπωτο πόνο σε τρεις οικογένειες, αφήνοντας χήρες γυναίκες και ορφανά παιδιά. Ό,τι ήταν δυνατό όμως να κάνει για να εξιλεωθεί στα μάτια Θεού και ανθρώπων το έκανε.
Ο ίδιος, κατά τα φαινόμενα, δεν βρήκε ποτέ μέσα του την εξιλέωση.
Εκτός κι αν τη βρήκε τότε, στο πιο άβολο αρχικά, συναπάντημα της ζωής του. Ήταν στα ύστερά του όταν συναντήθηκε στο Μοναστηράκι με το παιδί ενός από τους ανθρώπους που σκότωσε. Η επιθετική διάθεση δεδομένη, ο Κοεμτζής όμως έμεινε ήρεμος και γαλήνεψε τον συνομιλητή του. Κατέληξαν να συζητούν επί 8 ώρες και στο «αντίο» συμφώνησαν να συναντηθούν ξανά.
Δεν πρόλαβαν. Λίγο καιρό αργότερα, ο Κοεμτζής εγκατέλειψε τον κόσμο που τον πλήγωσε και πλήγωσε. Λες και είχε κάνει εκείνη τη συνάντηση «παραγγελιά» ως τελευταία επιθυμία του.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.