Οι βραχογραφίες στο Σπήλαιο του Ασφένδου είναι πολύ παλαιότερες από ότι θεωρούσαμε μέχρι σήμερα.
Γνωρίζαμε ότι η Σπηλιά µε εγχάρακτα σχέδια στο χωριό Ασφένδου / Σφακιά (νότια Κρήτη) με βραχογραφίες είναι από τη νεολιθική εποχή της Κρήτης (6500 – 5500 π.Χ.).Όμως... Τα πετρογλυφικά του Ασφέντου στα Σφακιά της Κρήτης είναι αρχαιότερα των 12.000 χρόνων... ! Και είναι από τις αρχαιότερες εικονοτεχνίες στην Κρήτη και στην Ελλάδα.
Τι γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα...
1ο ΜΕΡΟΣ
ΣΠΗΛΑΙΟΝ ΑΣΦΕΝΔΟΥ
Αν και οι βραχογραφίες σύµφωνα µε την A. Πετροχείλου (1992) έχουν µελετηθεί από τον Χ. Παπουτσάκη, η ερµηνεία τους παραµένει µέχρι σήµερα άγνωστη. Φαίνεται βέβαιο ότι οι βραχογραφίες ανήκουν στη νεολιθική και χρονολογούνται πριν από περίπου 7.500 έως 8.500 έτη.
Το σπήλαιο βρίσκεται στην περιοχή Σκορδολάκια στο χωριό Ασφένδου / Σφακιά (Ο Άσφενδος ή το Ασφένδου είναι χωριό της περιοχής των Σφακίων, στη νοτιοδυτική Κρήτη. ) Για να πάτε στο Ασφένδου όπως έρχεστε από τα Χανιά (µε κατεύθυνση προς τα Σφακιά), στρίβετε αριστερά µετά το χωριό Ασκύφου µε κατεύθυνση προς Κοµιτάδες (για την περιοχή γύρω από το Ασκύφου ).
Το σπήλαιο είναι «κλειδωµένο» και δεν µπορεί να βρεθεί χωρίς τη βοήθεια ντόπιων. Το κλειδί και τις οδηγίες για να πάτε έως την είσοδο του σπηλαίου µπορείτε όµως να τα βρείτε εκεί: στην έξοδο του Ασφένδου προσέξτε να εντοπίσετε στη δεξιά πλευρά την τελευταία κολώνα της ΔΕΗ και ένα σπίτι (στέγη) που βρίσκεται εκεί (περίπου 100 µέτρα από το δρόµο) [βλ. εικόνα δεξιά]. Δίπλα ακριβώς στην κολώνα της ΔΕΗ υπάρχει ένα δροµάκι που οδηγεί σε αυτό το σπίτι (µέσα από ένα συρµατόπλεγµα). Εκεί κατοικεί ένα ζευγάρι ηλικιωµένων που είναι πολύ φιλόξενοι. Η οικοδέσποινα του σπιτιού είναι η «κλειδοκράτορας», η οποία µε χαρά πάει τους ενδιαφερόµενους µέχρι την είσοδο της σπηλιάς (είναι αυτονόητο ότι θα λάβει και κάποιο «οβολό» για αυτήν της την υπηρεσία). Όταν την επισκεφτήκαµε µας είπε και ότι τα τελευταία 10 χρόνια δεν έχει επισκεφτεί κανένας επιστήµονας τη σπηλιά αυτή. Οι τελευταίοι επισκέπτες ήταν Έλληνες αρχαιολόγοι από την Αθήνα, τα Χανιά και το Ηράκλειο.
Η διαδροµή µέχρι την σπηλιά (περίπου 500 µ.) ξεκινάει ανατολικά του σπιτιού και περνάει µέσα από µια µικρή πεδιάδα (µε γαϊδουράγκαθα, γι’ αυτό να έχετε κλειστά παπούτσια, µακριά παντελόνια κ.λπ.). Στα µέσα περίπου της διαδροµής φτάνετε σε µια στέρνα, η οποία έχει βάθος πάνω από 15 µέτρα φέρει «ίχνη σχοινιού πάνω στην πέτρα» [βλ. εικόνα] που αποτελούν ένδειξη ότι χρησιµοποιείται εδώ και πάνω από 100 χρόνια.
Η πρόσβαση στη σπηλιά γίνεται από τη νότια πλευρά στους πρόποδες του βουνού (υψόµετρο περίπου 700 µέτρα) που βρίσκεται αριστερά (από το σπίτι). Η σπηλιά ήταν αρχικά επίπεδη και βρισκόταν κάτω από βράχο (στο παρελθόν χρησιµοποιούταν πιθανόν ως καταφύγιο) πλάτους περίπου 5 µέτρων µε περίπου 16 µέτρα οριζόντιο σχεδόν βάθος και ύψος περίπου 2 µέτρα στην είσοδο έως το ανώτατο 1 µέτρο στο τέλος του σπηλαίου.
Η είσοδος µετά την πρώτη ανακάλυψη του σπηλαίου κλείστηκε µε βράχους και αφέθηκε µόνο µια είσοδος στα δεξιά διαστάσεων περίπου 60 x 80 εκατ., η οποία κλείστηκε µε µια σιδερένια πόρτα [βλ. εικόνα κάτω].
Μέσω αυτής της «εισόδου» βρίσκεται κανείς (έρποντας) στο εσωτερικό της σπηλιάς (βλ. εικόνα κάτω )
Μέσω αυτής της «εισόδου» βρίσκεται κανείς (έρποντας) στο εσωτερικό της σπηλιάς (βλ. εικόνα κάτω )
Το ύψος της σπηλιάς εδώ είναι το ανώτατο 60 εκατοστά, κάτι που περιορίζει κατά πολύ την «ελευθερία κίνησης». Οι βραχογραφίες βρίσκονται κοντά στην είσοδο στο έδαφος του σπηλαίου.
Η επάλληλη επικάλυψη και η ποικιλία των βραχογραφιών μαρτυρεί μακρά χρήση του σπηλαίου και έχει προκαλέσει διαφωνίες μεταξύ των μελετητών σχετικά με τη χρονολόγησή τους. Οι Χ. Παπουτσάκης και Α. Ζώης θεωρούν ότι χρονολογούνται στη Μεσολιθική περίοδο (11.000-9.000 έτη πριν από σήμερα). Ο Α. Ζώης μάλιστα διερωτάται αν ορισμένες από αυτές ανήκουν στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (40.000-11.000 έτη πριν από σήμερα). Ο P. Faure δίνει μία χρονολόγηση αρκετά νεότερη (γύρω στο 2.000 ή 2.000-1600 π.Χ.), ενώ ο S. Hood πιστεύει ότι έγιναν κατά τη διάρκεια των Πρωτογεωμετρικών χρόνων (1.050-900 π.Χ.). Τέλος, οι B. Rutkowski και K. Nowicki αμφισβητούν τον αρχαιολογικό τους χαρακτήρα. ΠΛΗΡΟΦ ΥΠ.ΠΟ
Οι µορφές των σχεδίων έχουν χαραχθεί πάνω σε φυσικά προϋπάρχουσες επιφάνειες, οι οποίες σε ορισµένα σηµεία φαίνονται να έχουν λειανθεί, κοντά σε δύο κοιλώµατα νερού που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο και τα οποία σήµερα έχουν γεµίσει µε χώµα . Η µεγαλύτερη από αυτές , έχει διάµετρο περίπου 23 εκατοστών, ενώ η µικρότερη περίπου 16 εκατοστά.
Τα µεµονωµένα εγχάρακτα σχέδια έχουν µέγεθος µερικών µόλις εκατοστών και είναι φτιαγµένα µε διάφορες τεχνικές χάραξης. Η συνολική επιφάνεια των εγχάρακτων σχεδίων καλύπτει περίπου 2 τετραγωνικά µέτρα του εδάφους του σπηλαίου. Με βάση τις διαφορετικές τεχνικές χάραξης και τα θέµατα των σχεδίων µπορούµε να διακρίνουµε µε βεβαιότητα διάφορες εποχές κατά τις οποίες αυτά δημιουργήθηκαν καθώς και οµάδες θεµάτων. Οι βραχογραφίες διατηρούνται σε καλή κατάσταση και αυτό ισχύει τόσο για τις βαθύτερες χαράξεις µε στίγµατα αλλά και για τις λεπτότερες χαράξεις, βλ. σχετικά και τις 3 εικόνες που ακολουθούν .
Στο βιβλίο της Τα Σπήλαια της Ελλάδας (1992) η Άννα Πετροχείλου αναφέρεται στο σπήλαιο Ασφέντου µε πέντε µόνο προτάσεις τονίζοντας την προϊστορική του σηµασία, χωρίς να εµβαθύνει περαιτέρω. Γράφει για «εγχάρακτα σχέδια από ανθρώπους της νεολιθικής περιόδου όπως απεικονίσεις άγριων ζώων, τόξα και βέλη, κλαδιά και άλλα». Ούτε σε αυτή την πηγή όµως δεν δίνεται κάποια ερµηνεία για τα παλαιότερα, το πιο πιθανό, σχέδια και τα κοιλώµατα που είναι διατεταγµένα σε κύκλους.
Οι βραχογραφίες ήταν πρακτική γνωστή σε αναρίθµητους λαούς από όλες τις ηπείρους, πλην της Ανταρκτικής.
Συχνά οι απεικονίσεις σηµαίνουν πολλά από πολιτισµικής και θρησκευτικής πλευράς αναφορικά µε τις κοινότητες όπου ανήκουν. Στις περιπτώσεις αυτές όµως δεν επιτρέπονται οι γενικές υποθέσεις. Η ερµηνεία της σηµασίας των βραχογραφιών, είναι δυνατή, υπό προϋποθέσεις πάντα, µόνον εφόσον προϋπάρχει πολύ καλή γνώση του πολιτισµού, από όπου προέρχονται. Όλα τα άλλα είναι υποθέσεις.
Εν κατακλείδι, ας πάρουµε τις βραχογραφίες του Ασφένδου προς το παρόν ως αυτό που είναι – ένα µοναδικό αποτύπωµα ενός πολιτισµού της νεολιθικής περιόδου στην Κρήτη, που µέχρι στιγµής δεν έχει ερευνηθεί αρκετά.
Σηµείωση: Όπως αξίζει στη μοναδικότητα των βραχογραφιών που έχουν βρεθεί και στην σηµασία τους αναφορικά µε την προϊστορία της Κρήτης, θα συνεχίσουµε να κάνουµε έρευνα και να αναζητούµε πληροφορίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
MAIS, K., SEEMANN, ROBERT & N. SYMENOIDIS (1978): Vorlaufiger Bericht uber Funde von Felsritzzeichnungen in Hohlen
Nordgriechenlands. – Ann. Naturhistor. Mus. Wien, 81: 633-636, 1 Taf. (σε µορφή pdf (5 σελίδες) εδώ: [biologiezentrum.at/pdf_frei_remote/ANNA_81_0633-0636.pdf ]).
ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΥ, A (1992): Τα σπήλαια της Ελλάδας - ISBN 960-213-195-0, σελ. 155-156.
2ο ΜΕΡΟΣ
Όμως... Τα πετρογλυφικά του Ασφέντου στα Σφακιά της Κρήτης είναι αρχαιότερα των 12.000 χρόνων!
Τα πετρογλυφικά στο Σπήλαιο Ασφέντου στην περιοχή Σφακίων Χανίων στην Δυτική Κρήτη δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Περιλαμβάνουν μια ποικιλία γεωμετρικών και αφηρημένων μοτίβων, καθώς και τετράποδα. Ο προσδιορισμός της απόλυτης χρονολογίας των χαρακτικών αυτών είχε αποδειχθεί προβληματικός.
Όμως... Τα πετρογλυφικά του Ασφέντου στα Σφακιά της Κρήτης είναι αρχαιότερα των 12.000 χρόνων!
Τα πετρογλυφικά στο Σπήλαιο Ασφέντου στην περιοχή Σφακίων Χανίων στην Δυτική Κρήτη δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Περιλαμβάνουν μια ποικιλία γεωμετρικών και αφηρημένων μοτίβων, καθώς και τετράποδα. Ο προσδιορισμός της απόλυτης χρονολογίας των χαρακτικών αυτών είχε αποδειχθεί προβληματικός.
Η αρχική δημοσίευση τα χρονολόγησε πριν από 8.500 χρόνια, αλλά… κάποιοι τα είπαν της… Εποχής Χαλκού ή της μινωικής πριν από 5.000 χρόνια…Αλλά μια πρόσφατη μελέτη των πετρογλυφικών, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Archaeological Science ( Available online 11 January 2018.) λέει ότι τουλάχιστον μερικά από αυτά έγιναν, στην πραγματικότητα κατά την διάρκεια της Ύστερης Πλειστόκαινης ή της Άνω Παλαιολιθικής περιόδου!
Με φωτογραμμετρία οι ερευνητές παρήγαγαν ένα λεπτομερές 3-D μοντέλο των χαράξεων. Αν και πολλά από τα γλυφικά έχουν μικρότερο από…1 χιλιοστό βάθος, το μοντέλο ήταν σε θέση να συλλάβει την επιφάνεια με ακρίβεια 0,01 χλστ. και να συλλάβει ακόμη και μικρολεπτομέρειες.
Από το 3-D μοντέλο δημιουργήθηκε ορθοφωτομετρικό ακριβές. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για την ανίχνευση ενός νέου σχεδίου των πετρογλυφικών. Αυτή η προσέγγιση απέδωσε ένα πιο ακριβές και λεπτομερές σχέδιο, από αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί με πιο παραδοσιακές μεθόδους.
Η επιφάνεια του σπηλαίου.- Πάνω : εικόνα, που παράγεται από ένα 3D μοντέλο υψηλής ανάλυσης, που δείχνει το εύρος του σκαλίσματος ή το βάθος στο σκάλισμα κυδωνιών, κέρατων και άλλων «γρατζουνιών» στην Ασφενδου. Κάτω :Χάρτης βάθους γκρίζου των πετρογλυφικών στην Ασφενδου. Καθε εικονοστοιχείο είναι χρωματισμένο σύμφωνα με την απόστασή του από το επίπεδο (επιφάνεια) του σπηλαιοθέματος, έτσι ότι τα πιο σκούρα εικονοστοιχεία δείχνουν βαθύτερα χαρακτικά και ελαφρύτερα εικονοστοιχεία δείχνουν ρηχά χαρακτικά. (S. Murray και Ρ. Sapirstein)
Έτσι εντοπίσθηκαν σχέδια, πολύ πιο σχολαστικά από ό,τι ήταν δυνατόν να δουν οι προηγούμενοι μελετητές, που εξέτασαν το σπήλαιο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ορισμένες τομές ήταν σκαλισμένες αργότερα από άλλες, δείχνοντας μια χρονική συνέχεια (ακολουθία) των χαρακτικών. Ανακαλύφθηκαν 4 σημαντικά γεγονότα ή επίπεδα χαρακτικής.
Τα ανασκαφικά απολιθώματα από ελάφια από τα σπήλαια Λύκου και Γερανίου δείχνουν ότι τα 37 τετράπτοδα στο βασικό επίπεδο ομοιάζουν περισσότερο με εξαφανισμένα ελάφια-νάνους (Candiacervus) του Πλειστόκαινου και όχι με άγρια κατσίκια της Κρήτης (agrimia Capra aegragus cretica) του 7000 π.Χ. και ένα κοινό μοτίβο τέχνης της Εποχής του Χαλκού (δηλαδή την μινωική).
Κατά συνέπειαν, το βασικό επίπεδο των πετρογλυφικών είναι παλαιολιθικά (πριν από 12.000 χρόνια), και είναι η αρχαιότερη εικονοτεχνία στην Κρήτη και στην Ελλάδα.
Τα τέσσερα επίπεδα που αναγνωρίσθηκαν από την ακολουθία χαρακτήρων έχουν επίσης διαφορετικά αντίστοιχα σήματα εργαλείων και εικονογραφία.
Στο επάνω επίπεδο ευρέθησαν βαθειά σκαλισμένα μια «βάρκα» και ένα «αστέρι». Είναι φιλοτεχνημένα από ένα εργαλείο με βαθύτερη τομή και διαφορετικό από τα υποκείμενα επίπεδα.
Στο Επίπεδο 2, βρέθηκε μια σειρά κυπέλλων, διατεταγμένη σε διάφορους σχηματισμούς, όπως σε κύκλους και σπείρες.
ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
Η σημασία αυτών είναι αινιγματική. Παρόμοιες κυψέλες-κύπελλα έχουν βρεθεί και στα νησιά της Άνδρου, της Νάξου, αλλά και αλλαχού της Κρήτης, τα οποία είναι σταθερά χρονολογημένα στην Τελική Νεολιθική ή στις πρώτες φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (περίπου 3500-2800 π.Χ.). Κατά συνέπειαν, τα Επίπεδα 3 & 4 έχουν ημερομηνία πρωιμότερη.
Στα Επίπεδα 3 & 4 βρέθηκαν 37 τετράποδα και «κουπιά». Στο επίπεδο 3 υπάρχουν τουλάχιστον 17 εικόνες με μορφές «κουπιών», των οποίων η ερμηνεία παραμένει αινιγματική.
Φαίνεται να είναι χαραγμένα από τον ίδιο τύπο εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε για τα τετράποδα στο επίπεδο 4. Ίσως υποδηλώνουν εργαλεία κυνηγιού.
Οι ερευνητές κατέγραψαν ένα κοπάδι τουλάχιστον 37 τετράποδων, ενώ οι παλαιότεροι μελετητές αναγνώρισαν 19-20 ή 24-25. Αυτά είναι μηρυκαστικά με μακρά κρανιακά προσαρτήματα, γενικά ασθενώς καμπυλωμένα και έχουν διαφορετικά μήκη σε σχέση με το μήκος του σώματος.
Σε μερικά τετράποδα, τα εξαρτήματα είναι πιο οριζόντια, ενώ άλλα είναι μικρά με σαφή αλλαγή γωνίας στα μισά.
Κανένα από τα εξαρτήματα δεν έχει σχήμα όπως των σύγχρονων αγριοκάτσικων (agrimia). Τα εξαρτήματα δεν είναι διχαλωτά, αλλά ομαλά.
Το εξαφανισμένο ενδημικό ελάφι της Κρήτης (Candiacervus).
a.Curved ropalophorus-type of antler (AMPG(V) 560; Gerani Cave 4).
b.Multitined, short antler of Candiacervus sp. IIc (AMPG(V) 561; Liko Cave).
c.Antler with bifurcation of the first tine and a short back tine of Candiacervus sp. IIb (AMPG(V) 1733; Liko Cave).
d.Straight ropalophorus-type antler (Ge4–2870; Gerani Cave 4).
e.composite mount of an adult stag of a dwarf form (withers height c. 50 cm) with ropalophorus-type of antler d
ΠΗΓΗ: G. Lyras / Λύρας, S. Murray and A. van der Geer.
Το ελαφρύ ελάφι, Candiacervus ropalophorus
Στην ιστορία των οπληφόρων στην Κρήτη, στα τέλη του Πλειστόκαινου ή του Άνω Παλαιολιθικού (περίπου 12.000 πριν από σήμερα), υπήρχαν 7-8 είδη ελαφιών, που ανήκαν στο γένος Candiacervus. Τα μεγαλύτερα είχαν πολυεπίπεδα κέρατα.
Κρανίο και κέρατο του ελαφιού νάνου Candiacervus.
Μόνο το ελαφρύ ελάφι, Candiacervus ropalophorus, και ένα σχετικό είδος (που δεν έχει ακόμη περιγραφεί πλήρως και επίσημα ονομασθεί), είχαν μοναδικά περίεργα επιμήκη κέρατα, και ένα μικρό.
Το ελάφι-νάνος στο τέλος της Εποχής των Παγετώνων ήταν περίπου 40 εκατοστά υψηλό στο επίπεδο του ώμου του ως ενήλικας. Αντίθετα, είχε ασυνήθιστα μακρά κέρατα που καμπυλώνουν απαλά προς τα πίσω. Η χερσαία πανίδα αυτών των νάνων είναι κοινή σε νησιωτικά περιβάλλοντα. Αυτή είναι η εξέχουσα χερσαία πανίδα κατά το τέλος του Παλαιού Πλειστόκαινου ή του Άνω Παλαιολιθικού (περίπου πριν από 12.000 χρόνια).
Αριστερά: Κέρατο, που δείχνει την ελαφρά καμπυλότητα προς το πρόσθιο. Από το σπήλαιο Γεράνι 4. Δεξιά: Λεπτομέρεια ενός τετράποδου από το επίπεδο 4 του Ασφέντου. [ΠΗΓΗ: C. Kolb].
Δεν υπάρχουν στοιχεία από την Μεσολιθική Κρήτη (περίπου 10.000-7000 π.Χ.). Τα κατάλοιπα στην Νεολιθική Κνωσό έχουν τους γνωστούς τύπους αιγοπροβάτων, βοοειδών και χοίρων. Τα αγρίμια (Agrimia Capra aegragus cretica) είναι άγριες μορφές κατσίκας και δεν μπορεί να προηγηθούν του 7000 π.Χ., αρκετές χιλιάδες χρόνια μετά την εξαφάνιση του γένους Candiacervus. Στο Ολόκαινο (10.000 π.Χ.-σήμερα) υπάρχουν ερυθρά ελάφια και ελάφια, τα οποία έχουν παλαμοειδή ή διχαλωτά κέρατα.
Κατά συνέπειαν, τα Candiacervus ropalophorus και τα αγρίμια (agrimia Capra aegragus cretica) είναι τα μόνα δύο είδη που θα μπορούσαν να έχουν τόσο απλά, αδιαίρετα κρανιακά επιπρόσθετα. Κάθε τετράποδο με κρανιακές επιφάνειες αντιπροσωπεύει ένα Candiacervus, και όχι ένα Capra aegragus cretica. Άρα, χρονολογούνται ενωρίτερα από το τέλος της Παλαιολιθικής, περίπου πριν από 12.000 χρόνια.
Η έλλειψη εδάφους στην απόδοση του κοπαδιού είναι παρόμοια στην παλαιολιθική τέχνη, και παρατηρείται αλλαχού σε ολόκληρον τον κόσμο. Η απουσία γραμμής εδάφους είναι πολύ σπάνια στην μινωική τέχνη.
Ο εντοπισμός των απεικονιζομένων ειδών ως Candiacervus ropalophorus έχει μεγαλύτερη επεξηγηματική φαντασία από μια μινωική απεικόνιση αγριμιών. Το Candiacervus είχε εξαφανισθεί για τουλάχιστον… 7000 χρόνια, από την εποχή του Χαλκού, οπότε ένας καλλιτέχνης Εποχής Χαλκού… δεν θα μπορούσε να τα είχε δει!
Η τυχαία «καλλιτεχνική αδεία» δεν μπορεί να το εξηγήσει αυτό. Τα χαρακτικά είναι μια προσπάθεια αναπαραγωγής του γύρω τοπίου στην Άνω Παλαιολιθική. Στην περίπτωση δε του Σπηλαίου Ασφένδου, είναι φιλοτεχνημένα στο Πλειστόκαινο.
Το σχεδόν «αόρατο» Σπήλαιο του Ασφέντου, που δεν το βρίσκει κανείς, εάν δεν στο υποδείξουν εντόπιοι…
Τώρα, το επόμενο που θα πρέπει να μελετηθεί είναι εάν τα διάστικτα τμήματα των βραχογραφιών περιέχουν και αστρονομικές πληροφορίες
ΠΗΓΕΣ:
Thomas F. Strasser, Sarah C. Murray, Alexandra van der Geer, Christina Kolb, Louis A. Ruprecht Jr. «Palaeolithic cave art from Crete, Greece», στο Journal of Archaeological Science.
Και: https://doi.org/10.1016/j.jasrep.2017.12.041
Και: Rust Family Foundation, 18.1.2018.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.