Μια φορά και έναν καιρό,ήταν ένα κοριτςάκι,που μίσησε όσους της χαλούσαν το όνειρο.
Γιατί πίστεψε σε αυτούς ,μα όλοι τους ήθελαν να τη βλέπουν να τους ακούει και να τους υπακούει,ώστε πάντα να έκανε αυτό,που οι άλλοι της έλεγαν,ότι δήθεν ήταν το σωστό και δίκαιο.
Την ήθελαν ένα πιόνι στα χέρια τους,στο μέλλημά τους,αδιαφορώντας για τα δικά της θέλω και τα όνειρά της,που όμως κάποια στιγμή,όπως λένε,αυτά που δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να τα ακολουθήσουμε,έρχονται στα δικά μας όνειρα ,μας κρατούν συντροφιά και μας ζητούνε να τα πραγματοποιήσουμε,να δούμε ότι ήδη είναι μαζί μας,μας κάνουν συντροφιά και απλά θέλουν να δούνε και αυτά ,ότι εμείς τα ζητήσαμε τα ψάξαμε και τα πετύχαμε.
Ετσι σκέφτηκε,αν είναι να κάνω ότι θέλουν οι άλλοι και να παραμερίζουν τα δικά μου θέλω,τότε και εγώ ,ας φύγω ,ας πετάξω μακριά ,κάπου που θα συναντήσω όντως τη γιαγιά μου ,που μου χει λείψει τόσο.
Το κοριτςάκι αυτό,ήταν ένα ζωηρό ,όμορφο σγουρομάλλικο μελαχρινό,που η ματιά του σπινθήριζε και έλαμπε ,σε κάθε σκέψη και νοσταλγία,για τα περασμένα της χρόνια,τα παιδικά της,που τότε είχε κάνει τις πρώτες προσπάθεις και είχε αρχίσει να γράφει δειλά δειλά ,κάποιους στίχους,κάποιες ,από ότι μπορούσε να θυμηθεί,4 ή 5 στροφές το πολύ,μα πάντα με ιδιαίτερο νόημα και στόχο να προβληματίσει τον ίδιο της τον εαυτό ή ακόμα και τους άλλους.
Ενα βράδυ που ήταν πολύ δύσκολο για τη φίλη μας,αφού όλοι ,οι πιο πολλοί της έλεγαν να παρατήσει το γράψιμο και να αφοσιωθεί στα γράμματά της,νομίζοντας ότι θα τα παραμελούσε και δε θα ήταν και τόσο καλή μαθήτρια,όχι όσο θα έπρεπε,αλλά όσο θα ήθελε η ίδια να είναι ,για να μη στεναχωρεί τους δασκάλους της και την οικογένειά της ,όπως πάντα,πίστευε και στο τέλος το έκανε.
Μα ήταν τόσο στεναχωρεμένη,που παρακάλαγε με δάκρυα στα μικρά της και αθώα ματάκια ,να φύγει,να πετάξει σε εκείνη τη γωνιά,που παντα ήξερε πως την περίμενε η πολυαγαπημένη της γιαγιάκα και τώρα πια θα ήταν συνέχεια μαζί,αχώριστες,σε έναν άλλο όμως κόσμο,σε άλλη διάσταση.
Οι μεγάλοι λένε,πως αν θες κάτι και το παρακαλάς με τόσο δύναμη και πόνο ψυχής.ίσως και να πραγματοποιηθεί,αν είναι να σε απαλλάξει από περισςότερους πόνους δάκρυα και ξενύχτια,περιμένοντας να βρει τη λύτρωση την ευτυχία,μα κυρίως μια ηρεμία ,που άδικα ζητούσε και αναζητούσε ,όταν ζούσε ανάμεσα σ αυτούς ,που την αγαπούσαν μεν,αλλά με το δικό τους και μόνο βέβαιο και σίγουρο τρόπο.
Οι γραφές μου πλέον,θα είναι αόρατες ,σκεπασμένες με νέφαλα,μα θα αναδειχτούν περισςότερο εκεί??μπαα....μονολογούσε.
Ολο και κάτι θα είδαν στα λεγόμενά μου,στα γραφτά μου,όσοι θέλησαν να με παροτρύνουν,να με βοηθήσουν ,έστω και να μου πουν έναν καλό και ανθρώπινο λόγο.
Μα από αυτούς που το περίμενε?τίποτα..όπως η ίδια το αντιλαμβανόταν,όπως το λαχταρούςε και το επιθυμούςε ,κρυφά ή και φανερά ακόμη.
Μα αυτό που της ήταν αδύνατο να εξηγήσει και να καταλάβει,ήταν πως από μικρό κοριτςάκι,είχε καταφέρει να πετάει στα σύννεφα,ανάμεσα σε ψυχούλες που είχαν χαθεί άδικα,αλλά διακοσμούσαν και στόλιζαν τον ουρανό μας,το ουράνιο αυτό στερέωμα,με τόση λάμψη και φωτεινά χρώματα,που ήθελε πια να μείνει εκεί κοντά τους,να τους κάνει παρεούλα και να μοιράζεται τις τυχερές ή ακόμα και τις άτυχες στιγμές,εκείνες που τη στιγμάτησαν και της πόνεσαν την καρδούλα.
Γι αυτό και η καλήτης μοίρα,αποφάσισε να τη μετατρέψει σε μια νεραιδούλα των ευχών,που όταν έβλεπε κάποιο παιδάκι να ταλαιπωρείται ή ακόμα και να πονάει και να τυραννιέται,να πηγαίνει στον ύπνο του,να το καθησυχάζει και με όμορφα και παρήγορα λόγια ,να του κάνει παρεούλα .
Τώρα πια,το μικρό κάποτε κοριτςάκι,μα μια πικραμένη μεν,αλλά ήρεμη νεραιδούλα ,είχε βρει αυτό που τόσο πολύ ποθούσε και επιζητούσε,την παρηγοριά την ησυχία ,μα κυρίως, είχε δίπλα της ,την αξέχαστη από τη στιγμή που έφυγε ,,,για το τελευταίο της ταξίδι,τη γιαγιούλα της,που τόσο λάτρευε και αγαπούσε ,που στιγμή δεν της άφηνε το χέρι ,κοιτώντας την παράξενα ,μέσα από το διαφανές βλέμμα της ψυχής της και τον όμορφο της εσωτερικό πάντα ψυχικό της κόσμο.
Δε θα τρομάζω έλεγε,δε θα λιγοψυχώ γιαγιάκα μου,τώρα πια δε θα νοιώθω την απανθρωπιά και την κακή συμπεριφορά των ανθρώπων,που θέλησαν να με τιμωρήσουν,με άδικο και ανεύθυνο τρόπο.
Ηςύχασε καρδούλα μου της είπε,ήρεμα και γαλήνια,όπως πάντα ένοιωθε τη μορφή της και την παρουςία της ,κοντά της.
Μη φοβάσαι πια,είσαι μαζί μου.
Θυμάσαι πόσες φορές μου ζήτησες τη βοήθειά μου και πόσες φορές σου έδωσα κουράγιο και υπομονή?
Ναι....πολλές,,,αμέτρητες γιαγιάκα μου καλή,υπέροχη και αξιαγάπητη.
Πάντα σε εςένα έτρεχα να βρω τη γαλήνη μου ,την ηρεμία μου και αν δεν τα κατάφερνα γιατί οι άνθρωποι με φόβισαν με τρομοκράτησαν,πάντα επικαλόμουν και παρακαλούσα να με πάρεις κοντά σου,να ζήσω δίπλα σου,χωρίς να πονάω ,να λυγάω,μα κυριως χωρίς να πρέπει να δικαιολογούμαι και να παλεύω να δείξω σε όλους τους άλλους ,ότι άξιζα και εγώ ,όχι ένα τους βλέμμα ,ένα χάδι,παρά έναν καλό λόγο και όχι τόσο απαξίωση και υποτιμηση που είχα δεχθεί,,,ούτε η δραχμή τέτοια,,,είχε πει,και άρχισε λίγο να διαγράφεται ένα μικρό χαμογελάκι στα μικρά της αέρινα πια χειλάκια.
Ηταν τόσο δεμένες η πικραμένη νεραιδούλα με τη γιαγιά της,που ακόμα και η παρουςία της αυτή,δεν τις εμπόδισε να ενωθούν ξανά και να ορκιστούνε η μια στην άλλη ,πως ποτέ δε θα χάνονταν ,ούτε θα αμελλούσαν να συναντιούνται,αφού η ήδη γερασμένη πλέον γιαγιά,ήταν ανήμπορη για καθημερινούς περιπάτους,στα όμορφα και πράσινα λειβάδια ,τα ουράνια,με χρώματα όμορφα ,φανταχτερά για να δηλώνουν την ευτυχία τη χαρά και την ομορφιά ενός Παραδείσου,που όλοι κυνηγούμε στη Γη,χωρίς να γνωρίζουμε,πως οι καλές μας πράξεις,είναι αυτές που θα μας ανταμείψουν,οχι εδώ ,σε αυτή τη διαφορετική διάσταση,αλλά κάτω στη Γη,εκεί που όπως λένε είναι η Κόλαση και ο Παράδεισος μαζί.
Μα σαν καλοί Χριστιανοί,οφείλουμε όπως μας μάθανε οι γονείς μας και οι γιαγιάδες μας,να φερόμαστε με ανθρωπιά,ευαισθηςία και καλοςύνη και όχι με μίσος κακία,ζήλια και φθόν
Μετά η νεραιδούλα ,χαιρέτησε τη γιαγιά της και πήγε να κοιμηθεί σε ένα όμορφο σύννεφο.που εκείνη της είχε υποδείξει.
Το χαμόγελο που είχε σκάσει στη γιαγιά της,ήταν τόσο φωτεινό και όμορφο ,που δεν πέρασε απαρατήρητο,ήταν εκείνο που κάποιοι στη γη ,είχαν φροντίσει να της το παγώσουν,μα δεν το είχαν πετύχει.αφού βίαια και σκόπιμα ,δεν κατάφεραν να της το αποσπάσουν.
Κατόπιν χτύπησε την πόρτα της καρδούλας της,ένας άγγελος Κυρίου και της είπε...
Μικρή μου ,μη φοβάσαι,το μετάννοιωσαν ειλικρινά ,θέλουν να επανορθώσουν,της είπε.
Είμαι ελεύθερηηηη φώναξε η πικραμένη νεραιδούλα,ανασαίνω χωρίς να πνίγομαι,χωρίς τους κόμπους να θέλουν να πνίξουν την αναπνοή μου...μα τι γίνεται??είπε και χάθηκε αιωρούμενη στα σύννεφα εκείνα που θα ήταν πλέον η μόνιμη και απαραίτητη συντροφιά της.
Στο χρυσοκέντητο στερέωμα ,του δικού της πλέον ήρεμου και νηφάλιου απαλλαγμένου από ευθύνες και ενοχές κόσμου.
Ενός κόσμου,απαλλαγμένου από πόνο,έννοιες ,βάσανα,στεναχώριες ,ευθύνες μα κυρίως απαλλαγμένον από σκληρές συμπεριφορές ,που ίσως και κάποια στιγμή να οδηγούσαν σε άσσχημα αποτελέσματα ,κινήσεις ακόμα και αποφάσεις.
Γι αυτό σαν καλοί Χριστιανοί που είμαστε ,πρέπει πρώτα να κρίνουμε τους εαυτούς μας και έπειτα να κατηγορούμε και εναντιωνόμαστε με μίσος κακία ,απέναντι στους συνανθρώπους μας .
Η μόνη ελάφρυνση ψυχής και ίσως και νοερής συννείδησης ,είναι η προσφυγή μας ,στην Εκκληςία,ερχόμενοι μετά ΦΌΒΟΥ ΘΕΟΥ,,,ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ,,,κοινωνώντας των ΑΧΡΑΝΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ φυσικά,,,προηγουμένως,,,πλησιάζοντας και εξομολογουμενοι στοβ ιερέα ,τον παππά της ενορίας μας,ότι τυχόν βαραίνει τη συννειδηςή μας και ταλαιπωρεί τα βράδια μας.
Γιατί στα όνειρά μας ,να ξέρουμε αναπαρίσταται η πρωινή μας καθώς και κατά τη διάρκεια της μέρας ή των προηγούμενων εβδομάδων ,μηνών,ότι όποιες ταραγμένες εικόνες και χαρακτηριστικές έντονες στιγμές μας ,είτε διαφωνίας είτε διαπληκτισμών ,ανάμεσα σε μας και στους δικού ςμας,γνωστούς ,φίλους ,ακόμα και εκτός του οικογενειακού μας χώρου και περιβάλλοντος,αρκεί να φταίξαμε ,να γίναμε αιτία για προστριβή,μάλωμα ,ακόμα και για μια παραμικρή διένεξη.
Ο Άγγελος Κυρίου,είχε έρθει κοντά στη μικρή μας νεραιδούλα,βλέποντας με τα μάτια της ψυχής του,ότι η δική της η ψυχούλα 'ηταν πολυταραγμένη και ήθελε να της πει κάποιος ,έναν καλό και καθησυχαστικό λόγο.
Βέβαια τώρα ήταν κοντά στη γιαγιά της,τον καλύτερο φύλακα άγγελο ,που θα μπορούσε κανείς να είχε,ήξερε ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή θα βρισκόταν κοντά της και θα της συμπαραστεκόταν.
Αλλωστε τώρα πια ,δεν είχε να φοβηθεί και τίποτα,
Ολα ήταν ήρεμα ,όμορφα ,ήσυχα.
Μόνο οι υμνωδίες,οι ψαλμοί που παιάνιζαν τα αγγελούδια όλα ,ήταν η μόνη δυνατή εκεί,είδους ηχορύπανση...όχι με τίποτα.
Είχε συναντήσει τόσο όμορφα μουτράκια,ψυχούλες,που αιωρούνταν ανάλαφρες ,μα πάντα είχαν και κάτι να συζητήσουν να τους προβληματίσει,αφού στον κόσμο τον ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ,ένοιωθαν ότι τους είχαν ανάγκη ,να δείξουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο την παρουςία τοςυ,τη δική τους φροντίδα και το δικό τους ανεπανάληπτο νοιάξιμο.
Αλήθεια παιδιά μου,οι άγγελοί μας ,οι δικοί μας ,οι δικοί σας,είναι εκεί, φωτίζουν τα δύσκολα βράδια μας ,τα μοναχικά μονοπάτια ζωής ,αυτά που ζητάμε απελπισμένα τη βοήθειά τους ,και αυτοί με τον ιδιαίτερο τρόπο επαφής ,μέσα από την έννοια τους και τη θέληςή τους,.
Ως φάροι αναμένοι δείχνουν ασταμάτητα τις πορείες που πρέπει να ακολουθήσουμε,ώστε να μην πέσουμε σε σφάλματα ,σε υφάλους και σκοπέλους,για να χάσουμε τη ρότα της ζωής μας ,την πορεία ,που πρέπει να ακολουθούμε και να τηρούμε,στη ζωή μας,με αγνότητα και καθαρότητα ψυχής ,με αλήθεια και σοβαρότητα,μακριά από πάθη ,λάθη ,που αν γίνουν,να είμαστε σε θέση να τα δούμε να τα διορθώσουμε και να μην τα επαναλάβουμε.
Τώρα πια ήταν τόσο χαρούμενο το μικρό κάποτε κοριτςάκι,που είχε μεταμορφωθεί από πικραμένη νεραιδούλα ,σε μια νεραιδούλα των ευχών,που δεν κρατούσε σε κανέναν κακία και ήθελε πάντα ,όταν συναντούσε στα ονειρικά της ταξίδια ,τα παιδάκια ,τους νέους της κάθε φορά φίλους,να τους γεμίζει χαρά αισιοδοξία αγάπη ευτυχία και ποτέ ,σκοτεινές και κακόβουλες σκέψεις .
Να τους δίνει μηνύματα ,να κρίνουν με θετικές σκέψεις και να παίρνουν όσο το δυνατό γινόταν πιο σωστές και δίκαιες αποφάσεις ,που θα έκριναν είτε το δικό τους μέλλον είτε των άλλων,μα ποτέ με εγωιστικό και απότομο ,σκληρό κι απάνθρωπο τρόπο,προςέγγισης ,του κάθε προβλήματος ,που είχαν κληθεί να αντιμετωπίσουν και να ξεπεράσουν ή να προσπεράσουν ,αφήνοντας πίςω τις πικρές γεύσεις και να γευτούν τη χαρά και την ευχαρίστηση των στιγμών,δηλώνοντας ευχαριστημένοι,που για μια ακόμη φορά,είχαν ξυπνήσεικαι είχαν δει την ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ....ΕΝΟΣ ΗΛΙΟΥ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ.
Ω
Δεν πειράζει , είπε με δάκρυα στα ματάκια ,τα τόςο πονεμένα , θλιμμένα,χρόνια τώρα.
Ας κριθούν Χριστέ μου,αλλά όχι τόσο σκληρά όπως έκριναν εμένα. ΤΣΑΚΑΛΑΚΙ.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.