Πάντα θα βρίσκεται και θα κατέχει σημαντικότατο κομμάτι ,στα αβαθή και ασυλλόγιστα κομμάτια του είναι μου ,εκείνο το Καλοκαίρι,που συναντήθηκε η χαρά με την ευτυχία,η προσμονή με την έκπληξη μα κυρίως,ο έρωτας με την αγάπη
Το συνηθισμένο και τετριμμένο,τι δε θα δινα να ζούσα ακόμα και τώρα εκείνες τις στιγμές,θα προσπαθήσω να το αποφύγω,αν και μου είναι πολύ δύσκολο.
Δεν έχω να σβήσω καμιά όμορφη ή πικρή μου από τότε ανάμνηση.Τα πάντα κατέχουν ξεχωριστή θέση στο μυαλό μου ,στην καρδιά μου ,σ όλο μου το είναι.
Δεν υπάρχει η παραμικρή λεπτομέρεια ,που να μην έχει στοιχειώσει όλο μου το είναι
Τα πάντα είχαν ακολουθήσει μια τρελλή και ξέφρενη πορεία,λες και τίποτα δεν ήταν ικανό να τη σταματήσει,να βάλει τους δικούς τους φραγμούς,ηθικούς ή μη.
Οταν νοιώσεις κάτι τέλειο αξεπέραστο μοναδικό,κανείς και τίποτα δεν είναι σε θέση ,είτε να σε κατηγορήσει,είτε να ταχθεί με το μέρος σου,άλλωστε δεν το χουμε και ιδιαίτερη ανάγκη όλο αυτό.
Ποτέ δε θα ξεχάσω,γιατί δεν το θέλω θα μου πείτε,ή γιατί δεν πρέπει?
Εγώ θα απαντήσω απόλυτα ειλικρινά και αξιοπρεπή ,όπως έχω μάθει να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου πάντα, και να μην αποστασιοποιούμαι αυτών,ποτέ και για τίποτα.
Το καλοκαιράκι εκείνο ,λες και ήταν φτιαγμένο ,μόνο για μένα και τον έρωτα,που απρόσμενα και ακαριαία,ήρθα και με συνεπήρε.
Λες και όλο το σύμπαν είχε συνομωτήσει υπέρ μας και τα πάντα κινούνταν και διακινούνταν για τη δική μας ευτυχία και κυρίως για την ατομική μας ανωτερότητα,ψυχής καρδιάς και γνώσης.
Ισως βρεθεί κάποιος να μου πει,ότι το πιο ερωτικό του καλοκαίρι,θα είναι συννειφασμένο με έρωτα ακατάπαυστο,να ξεχύνονται σε ακρογιαλλιές και ειδυλλιακά τοπία και τα πάντα να μυρίζουν και να γεύονται ερωτικές πτυχές και στιγμές των χαρακτήρων τους ,των απρόσμενων ορμών τους.
Δε λέω και εγώ τα πέρασα κατά ένα μέρος όλα αυτά,αλλά το μοναδικό που με συνεπήρε και με άγγιξε ,ήταν ένα καλοκαίρι ερωτικό ,απρόσμενο παθιασμένο,αλλά με μόνη διαφορά,ότι εμπεριείχε κομμάτια καρδιάς,που ήταν πονεμένα κατατεμαχισμένα ,μα κυρίως προδωμένα.
Οχι από έναν άλλο ανεκπλήρωτο έρωτα ,όχι από φανταστικές ή φαντασιωμένες ερωμένες,αλλά από μια Θεά,που την αποκαλούσε Μούσα του.
Το τι λέγαμε ,το τι νοιώθαμε το τι αισθανόμασταν,δεν μπορώ να το περιγράψω με απλά λόγια ,να καταγράψω τις σκέψεις μου σ αυτά τα αποτυπώματα ψυχής.
Ηταν κάτι που με ξεπερνούσε.
Αυτός ο έρωτας,ήταν έρωτας γραφής ,σκέψης ,έμπνευσης ,στοχασμού ,μα και διαμαρτυρίας.
Και οι δύο ξέραμε,ότι ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να το ελέγξουμε να το χειραγωγήσουμε και στην τελική να το χειριστούμε.
Προσπαθούσα να αντιδράσω να αντισταθώ ,όμως μάταια,τα πάντα γυρόφερναν τη σκέψη μου,λες και έλεγχε με κάποιο τρόπο το μυαλό μου και κατήθυνε τις κινήσεις μου.
Δεν ήταν όλο αυτό τυχαίο θαρρώ,επειδή στη ζωή μας ,πολλές φορές πράττουμε και συμπράττουμε εξαιτίας των δικών μας βλέψεων και προβλέψεων ,καθώς και με τα δικά μας μέτρα και σταθμά που ορίζουν και καθορίζουν τις κινήσεις μας και τις αποφάσεις μας.
Αναπολώντας αυτή την όμορφη ιστορία,έχω πολλά να θυμηθώ ,να πω να εκφράσω,μα ότι κατέχει η καρδιά μου,συγχωρήστε με ,το αφήνω εκεί ,διπλοκλειδωμένο και επτασφράγιστο μυστικό ,στο καλοδιατηρημένο σεντούκιι των εσωψύχων μου.
Για μένα αυτός ο άνθρωπος,θαύμα,τον αποκαλώ,είναι τεράστιο δείγμα και υπόδειγμα ψυχής αντρείας σκέψης,μα συγχρόνως ενός ακατάπαυστου και απροσπέραστου τρόπου έμπνευςής μου και διατριβής μου ,πάνω στον ανθρώπινο νου και στις εύκολες μετατροπές και ανατροπές του χαρακτήρα του.
Το καλοκαίρι εκείνο ,έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ,σα λαβωματιά του είναι μου του καθωςπρεπισμού μου.
Ποτέ δε θα μου περνούσε η ιδέα,εγώ πρώτη να τον ψάξω να το βρω,καθότι είχε μάθει για το ξενοδοχείο που βρισκόμουν από μια κοινή,χωρίς να είχα ιδέα φίλη,και είχε έρθει να με συναντήσει.
Μα η όλη του σκέψη ήταν να φανεί κάτι τυχαίο και απρόσμενο,
Εγώ δεν είχα πάρει διόλου χαμπάρι,το τι γινόταν.
Μα εκείνος είχε φροντίσει να αφήσει τα χνάρια του πλέον,όχι μόνο στο κορμί μου ,αλλα και στην ψυχή μου ,που σα φάρος στέκουν αδιαμαρτύρητα και φωτισμένα ,σε κάθε σκοτείδι του υπαρξιακού μου προβληματισμού.
Δεν υπάρχει περίπτωση να παραπονεθώ ή να διαμαρτυρηθώ ,για την τότε τροπή των γεγονότων.
Αλλωστε μας χώριζαν κάμποσα χρόνια ,πείρας,εμπειρίας σχέσεων ,μα κυρίως αυτό που μας ένωνε και μας κατήθυνε ,ηταν η κοινή γραφή,πορεία και συγχρόνως έντονη αντιδραστική καταβολή.
Ημουν δε θα μουν 22.
Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα αποφαςίσει με τη φίλη μου,να πάω να τη βρω,εκεί που έμενε και να περνούσαμε μαζί τις διακοπές μας.
Είχα αποφαςίσει να ταξιδέψω στην Κρήτη,το νηςί,που πάντα θα κουβαλάω μέσα μου ,χωρίς να ξέρω το γιατί και να το ψάχνω φυσικά ,μα γνωρίζοντας τις ρίζες μου ,τώρα τελευταία,έχω στηρίζει όλη μου αυτή τη λατρεία ,σε κάτι που αναβλύζει από μέσα μου ,σα μια εσωτερική ανάγκη ,και κατοχύρωση,της προέλευςής μου.
Απ ότι θυμάμαι,γιατί πέρασαν και αρκετά χρόνια,στο λιμάνι ,είχε έρθει η Αγνούλα,η κολλητή μου στο Πανεπιστήμιο,και πλέον πολύ καλή μου φίλη.
Δεν έχασα καιρό,και κατευθύνηκα προς το μέρος της.
Οι αλλαλαγμοί μας δεν είχαν σταματημό,λες και είμαστε εςώκλειστες κάπου και είχαμε πάρει το περίφημο διαβατήριο ελευθερίας.
Μα και τέτοια πλάκα ,θυμάμαι της είχα κάνει,
Μόλις με αντίκρυσε,κρατούσα ένα μικρό χρωματιςτό πανό ,που έλεγε,ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΌ ΤΑ ΕΔΡΑΝΑ...
Περιττό να πω ,ότι ο κόσμος όλος γύριζε και μας κοιτούσε,
Αλλοι χαρούμενοι ,διασκεδάζοντας τη δική μας γλυκιά τρέλλα και άλλοι προβληματισμένοι,σα να μην καταλάβαιναν αυτό που γινόταν
Κι όμως εμάς δε μας ένοιαζε τίποτα,τα πάντα γυρνούσαν και στριφογύριζαν γύρω από την ξενοιασιά μας την ελευθερίας μας,τα σχέδια που είχαμε ήδη κάνει για τις διακοπές μας.
Οι μέρες κυλούσαν όμορφες,ζωντανές,γεμάτες αισιοδοξία ,τρέλλα και γλυκές στιγμές,που θα γέμιζαν τον πολύχρωμο καμβά των μετέπειτα αναμνήσεών μας ,με τα χρωματιστά απομνημονεύματα των πολλοιποίκυλτων λεπτών της μέχρι τότε ζωής μας.
Πανέμορφα τοπία,υπέροχες ακρογιαλλιές,ονειρεμένα και αξέχαστα ξενύχτια ,είχαν γεμίσει τις ήδη προς ετοιμαςία ,αποσκευές μου.
Μελένια ,Μελένια,,,,τάξε μου.......
Είχα τόση ένταση εκείνη τη στιγμή που απευθύνθηκα μέσα στην ταραχή μου.
Ελα ρε συ Αγνούλα ,τι έγινε πάλι?τι θέλεις?
Δε θα σου πωωωω ....και συνέχισε το πείραγμα
Καλά ,όρεξη για αστεία έχεις,δε βλέπεις ότι παιδεύομαι να τελειώσω με τα ρούχα και να πάμε για κανένα τελευταίο μπανάκι,μιας και αύριο είναι η μέρα της επιστροφής μου?
Μμμμ δεν το βλέπω....δε θα φύγεις....
Γιατί???τι άλλαξε???αφού έκλεισα τις θέσεις καλέ ,πλάκα μου κάνεις?
Αφού είχα συννενοηθεί να φύγω μαζί με την αδερφή της φίλης μου,που υποτίθεται είχε κάποιες δουλειές στην Αθήνα.
Καλά ,έλα να πάμε για κανένα μπανάκι και μετά σε βοηθάω και εγώ και τις ετοιμάζουμε μαζί,μην αγχώνεσαι και για αυτό..έλεος πιαι με αυτό το άγχος σου.
Δεν ήξερα τι να απαντήσω,Όλα ήταν τόσο περίεργα ,η ατμόσφαιρα υπερβολικά αρνητική,μα κάτι μέσα μου μου προμήνυε ότι καλό και θετικό θα εξελισςόταν.
Τραγικά ,τραγελαφικά ,σιγοψιθύρισσα και είπα της φίλης μου να πάμε για καμιά βουτιά ,ώστε τα νεύρα μου ,μπας και καταλαγιάσουν και είμαι αργότερα σε θέση να χειριστώ την όλη κατάσταση,
Δε μου είχε αφήσει περιθώρια ,ότι δε θα εξελισςόταν κάτι,δε θα έπαιρνε τροπή.
Μα όλο αυτό το σκηνικό,που είχα ήδη στο νου,μου χε εξάψει τη φανταςία.
Κάθε κύτταρό μο,είχε πάψει να πάλλεται αργά νωχελικά ,λες και κάποιος κεραυνός,έμελλε να το χτυπήσει,να το διαπεράσει και τελικά ,να το θέσει ανίκανο προς σκέψη και αντίληψη.
Πριν,προλάβω να τελειώσειω τις σκέψεις μου,που κι εκείνες λες και είχανε στήσει θέατρο παραλόγου,προσπαθούσαν να με προβληματίσουν να με αποδιοργανώσουν,μα κυρίως να με κάνουν να ξεφύγω,τόσο στη σκέψη,όσο και στο χειρισμό τους.
Ωχχχ κάνω με μιας,αφού αντίκρυσα τον κεραυνό που ήρθε και με χτύπησε κατακέφαλα.
Ενας δίμετρος όμορφος άντρας,το πολύ,50..τον είχα υπολογίσει τάκα τάκα ,στο κομπιουτεράκια του μυαλού μου,με ένα αγέρωχο παράστημα ,λες και βγήκε από σκηνές από ιστορική μάχη.
Μμ λέω από μέσα μου,καλώς το Λεωνίδα μας και δεν είχα πέσει ειλικρινά διόλου έξω.
Μπορεί να μην το λέγαν Λεωνίδα,να τον έλεγαν Αχιλλέα.αλλά και αυτός από ότι φάνηκε αργότερ α είχε τη δική του πτέρνα,ευματάβλητη και καθοριστική.
Ηταν αυτός ο άνθρωπος,που ακόμα και τώρα ,δε θα βγάλω ποτέ από την καρδιά μου ,την ψυχή μου ,θα τον κουβαλώ πάντα και παντού.
Ενα καλοκαίρι ,το ερωτικότερο,το σημαντικότερο,αφού οι οργασμοί σκέψης ,είχαν κατευθύνει όλη μας την ύπαρξη.
Βλέπετε ,υπάρχει και ο έρωτας της γραφής,του νου,των συναντήσεων,ερωτοτροπώντας η σκέψη με τη δημιουργία,το μυαλό με την αναζωογονητική δημιουργία.
Ο οργασμός γραφής,με σύλληψη ιδεών,ήταν πάντα το μοναδικό και ανεπανάληπτο στοιχείο που μπορούσα να καταλογήσω σε μένα ,όσο αφορά το βάρος της ευθύνης μου καθώς και τον τρόπο με τον οποίο είχα αφήσει,επιτρέψει τον εαυτό μου να παραδοθεί στη δίνη ενός ακαταμάχητου άντρα,ενός ανεπανάληπτου έρωτα ,που ακόμα και τώρα,υποκλίνομαι εμπρός του.
Δε θα ξεχάσω τα μάτια της φίλης μου,που από τη μια είχαν καρφωθεί σε μας τους δύο και από την άλλη ,όλο περιέργεια και εξεταστικά ,προσπαθούσε να καταλάβει ,τόσο τη δικη μου αντίδραση ,όσο και του υπέροχου εκείνου λεβεντόκορμου για την ηλικία του άντρα.
Το όλο του παρουσιαστικό,υπενθύμιζε σε εμένα καθώς και στη φίλη μου,αφού είχαμε μάθει να συννενοούμαστε με κλεφτές ματιές,έναν ήρωα της αρχαιότητας,βγαλμένο από μύθο της,δίνοντας σημεία αναφοράς,όσο αφορούσε τόσο την εμφάνιςή του,όσο και τη δύναμη μυαλού,που με τον καιρό ,ήμουν σε θέση να καταλάβω και να αντιληφθώ .
.
Μα όπως λένε,λέμε όλοι κάθε αρχή έχει και ένα τέλος,κάθε τέλος ξεκινάει και μια νέα αρχή.
Ποτέ δεν ήθελα να βρεθώ στη δυςάρεστη θέση να το χαιρετήσω,να τον αποχαιρετήσω,έχοντας γνώση,ότι ήταν μια γνωριμία,σχέση,υπόσχεση ,καλοκαιρινή,φερμένη από τις καλοπροαίρετες νεραιδούλες μα είχαν ήδη αφυπνιστεί οι δράκοι και είχαν στήσει καρτέρι,που αλλού?
Στο λημέρι όπου σύχναζα εγώ με τον καλό μου.σε μέρος τόσο μοναδικό και ανεπανάληπτα υπέροχο,μη προσβάσιμο εύκολα από ανθρώπους,πεζούς,αλλά μόνο όσοι είχαν πρόσβαση να κάνουν μια βαρκάδα ,να εξερευνήσουν εκείνα τα υπέροχα γαλανά νερά,που σε πλάνευαν,έτσι και τολμούσες να τα κοιτάξεις,ξελογιαζόσουν και βρισκόσουν ,ένοιωθες ήδη τον ακατάπαυστο πόθο να χάνεσαι μέσα σε αυτά,ψάχνοντας να βρει τι άλλο?
Τον έρωτά σου ,το μοναδικό ,τον ανεπανάληπτο ,που ήδη μέτραγε αντίστροφα,καθώς οι μέρες που μπορούσα και είχα τη δυνατότητα να καταναλώσω ,είχαν φτάσει στο τέρμα τους.
Ενοιωθα,ένοιωθε και εκείνος ,σαν κάτι να μας έπνιγε ,μα δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα,αναπνοή,
Μόνο βαθεις αναστεναγμοί κατάφερναν να ακουστούν και να σπάσουν την τραγική ηρεμία και σιωπή ,που προσπαθήσαμε να έχουμε ,λες και ήμασταν συννενοημένοι,απολαμβάνοντας την τελευταία μας ξάστερη,,,έναστρη νυχτιά,
Μια νυχτιά που τα σώματά μας πάλλονταν σε ρυθμούς πότε αργούς πότε λυκνίζονταν υπό το φως του φεγγαριού,λες και θέλαμα να αποθανατίσουμε τις τελευταίες μας στιγμές,έρωτα ,αγάπης ,φροντίδας ,νοιαξίματος,αλλά ξέραμε και οι δύο ,πως το πρωί,θα ήταν μια άλλη ,ξέχωρη και για τους δυο μας μέρα.
Μια μέρα που θα πήγαινε ο καθένας στις δικές του ασχολίες και που η καθημερινότητα θα μας τριβέλλιζε τα αυτιά,δυνατά και επίμονα,κάνοντας αισθητή τη δική της πλέον παρουςία.
Λες και θέλαμε να παγώσουμε το χρόνο ,να επικαλεστούμε τις δυνάμεις του σύμπαντος και να τραπούμε σε μια φυγή,όπου η λογική αδυνατούσε να τη διαχειριστεί,μα το πάθος και η ένταση,παραλληρούσε στο άκουσμα ,στο πέρασμά της.
Για μια στιγμή,νομίζαμε πως το σύμπαν είχε συνομωτήσει υπέρ μας και όλα θα γινόταν όπως εμείς τα θέλαμε και τα σχεδιάζαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας.
Ενα ξαφνικό κουδούνισμα στο κινητό μου,έσπασε αυτή την αρμονία και σκέψεςι άρχισαν και με προβλημάτιζα,εξατίας της ώρας ,μέχρι να καταφέρω να φύγω από τη ζεστή αγκαλιά του και τα θερμά φιλιά του και να πάρω το κινητό μου στα χέρια.
Ηταν η κολλητή μου ,η αδερφή μου ,η φίλη μου ,τα πάντα για μένα και εγώ γι αυτήν
Διάβασα προσεκτικά το μήνυμα ,και είχα αφήσει το βλέμμα μου παγωμένο και στέρεο.σε δυο γραμμές που έλεγαν συνοπτικά μεν αλλά ουσιαστικά δε,
Κούκλα μου,προσπάθησε να φύγεις,να βρεις τρόπο,γιατί ήρθε η γυναίκα του και έχει κάνει τη χώρα άνω κάτω.
Νομίζει ότι κάτι άλλο κρύβεται και έφυγε ο άντρας της ,καθώς ήταν ήδη σε διάσταση μεν,αλλά χωρίς να την ειδοποιήσει λέει ,δε θα έφευγε ποτέ .
Η η γη κινούνταν γρήγορα και βιαστικά ,θέλοντας να πάρει το όλο μυστικό που επιμελλως και επιδέξια μας είχε αποκρύψει,ο κύριος Τέλειος,έτσι το λέγαμε ,πειράζοντας η μια την άλλη.
Η άρχισαν και γύριζαν τα πάντα γύρω μου,
Δεν ήξερα τι να πω ,τι να κάνω,πως να αντιδράσω.
Να φύγω?να μείνω?να του δώσω μια στο κεφάλι να πάρει μπρος ?
Μμμ βρήκα τον καλύτερο τρόπο,
Αποφάσισα ,να γυρίσω ,με τρεμμάμενα φυσικά πόδια και στην ερώτηςή του,τι έπαθε το μωρό μου,πήρα όλο το κουράγιο που μπορείτε να φανταστείτε και του αποκρίθηκα.
Το μωρό σου?τίποτα Πινόκιε .
Τότε δειλά ,μα με όση δύναμη μπορούσα να πάρω και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ,του αποκρίθηκα ,με εμφανή νεύρα και φυσικά το κυριότερο,με ειλικρινή τότε απαξίωση προς αυτόν,
Αλήθεια του είπα,,,τι σου έφταιξα?'όταν κάποιος δεν είναι ικανός να κάνει μια νέα αρχή,ας είναι ικανός να δώσει και το πιο πρέπον και αξιοπρεπή τέλος σε μια σχέση σε ένα γάμο,τελοπάντων...αυτό.
Μάζεψα όση δύναμη μου χε απομείνει και ετοίμασα τα ρούχα μου ,απευθυνόμενη σε εκείνον και του είπα,,,υποτιθέμενε κύριε Τέλειε ,θα είχατε την καλοςύνη να με μεταφέρετε στο σπίτι της φίλης μου ,στο λιμάνι ,βασικά ,και μετά να πάτε να μαζέψετε τη σύζυγό σας που φωνάζει και τσιρίζει,λες και ήσουν κανένα ανήλικο και απεσπάσθης της προσοχής της μητρός σου.
Ηθελα να βρω λόγια ,φράσεις,να τον πονέσω ,όπως με πόνεσε και με διέλυσε στο τάκα τάκα ο ίδιος ,χωρίς καν το ίχνος ειλικρίνειας ,ακόμα και παραδοχής ,έστω και την τελευταία στιγμή.
Περίμενα να αντιδράσει,να πει κάτι,μα μόνο με κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια και δεν έλεγε κουβέντα.
Ηταν ότι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί.
Εγώ ένοιωθα σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκρραγεί και εκείνος ήταν τόσο ήρεμος που μου χε σπάσει κυριολεκτικά και τα νεόυρα και την τεράσιια που πάλευα να κρατήσω υπομονή μου.
Το μόνο που έκανε,μια κίνηση ,που ακόμα και τώρα τη θυμάμαι και βουρκώνω,ήταν ένα σημείωμα που μου χε δώσει με καθαρά ιδρωμένα και τρεμμάμενα χέρια,όπου έγραφε.
Περάσαμε καλά χρόνια,μα κάποτε η αγάπη ο έρωτας στερεύει,
Εγώ είχα την τύχη και δε θα την αφήσω ,δε θα τη χάσω,να βρω αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα και αναζητούσα σε σένα ,μα εςύ επιδεικτικά και επιδέξια αρνιόσουν καιρό τώρα.
Τελειώσαμε ...ας μείνουμε με τις καλές αναμνήσεις και ας αφήσουμε ότι χειρότερο μας πόνεσε και μας πλήγωσε να το γιατρέψει ο χρόνος,
Δεν πίστευα στα μάτια μου,δεν κατάφερα να πω τίποτα,ακόμα και το συγνώμη είχε παγώσει στα χείλια μου,που βιάστηκα να τον κρίνω να τον κατακρίνω,
ΠΗΓΗ ΑΝΝΑ ΖΑΝΙΔΑΚΗ,
Το συνηθισμένο και τετριμμένο,τι δε θα δινα να ζούσα ακόμα και τώρα εκείνες τις στιγμές,θα προσπαθήσω να το αποφύγω,αν και μου είναι πολύ δύσκολο.
Δεν έχω να σβήσω καμιά όμορφη ή πικρή μου από τότε ανάμνηση.Τα πάντα κατέχουν ξεχωριστή θέση στο μυαλό μου ,στην καρδιά μου ,σ όλο μου το είναι.
Δεν υπάρχει η παραμικρή λεπτομέρεια ,που να μην έχει στοιχειώσει όλο μου το είναι
Τα πάντα είχαν ακολουθήσει μια τρελλή και ξέφρενη πορεία,λες και τίποτα δεν ήταν ικανό να τη σταματήσει,να βάλει τους δικούς τους φραγμούς,ηθικούς ή μη.
Οταν νοιώσεις κάτι τέλειο αξεπέραστο μοναδικό,κανείς και τίποτα δεν είναι σε θέση ,είτε να σε κατηγορήσει,είτε να ταχθεί με το μέρος σου,άλλωστε δεν το χουμε και ιδιαίτερη ανάγκη όλο αυτό.
Ποτέ δε θα ξεχάσω,γιατί δεν το θέλω θα μου πείτε,ή γιατί δεν πρέπει?
Εγώ θα απαντήσω απόλυτα ειλικρινά και αξιοπρεπή ,όπως έχω μάθει να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου πάντα, και να μην αποστασιοποιούμαι αυτών,ποτέ και για τίποτα.
Το καλοκαιράκι εκείνο ,λες και ήταν φτιαγμένο ,μόνο για μένα και τον έρωτα,που απρόσμενα και ακαριαία,ήρθα και με συνεπήρε.
Λες και όλο το σύμπαν είχε συνομωτήσει υπέρ μας και τα πάντα κινούνταν και διακινούνταν για τη δική μας ευτυχία και κυρίως για την ατομική μας ανωτερότητα,ψυχής καρδιάς και γνώσης.
Ισως βρεθεί κάποιος να μου πει,ότι το πιο ερωτικό του καλοκαίρι,θα είναι συννειφασμένο με έρωτα ακατάπαυστο,να ξεχύνονται σε ακρογιαλλιές και ειδυλλιακά τοπία και τα πάντα να μυρίζουν και να γεύονται ερωτικές πτυχές και στιγμές των χαρακτήρων τους ,των απρόσμενων ορμών τους.
Δε λέω και εγώ τα πέρασα κατά ένα μέρος όλα αυτά,αλλά το μοναδικό που με συνεπήρε και με άγγιξε ,ήταν ένα καλοκαίρι ερωτικό ,απρόσμενο παθιασμένο,αλλά με μόνη διαφορά,ότι εμπεριείχε κομμάτια καρδιάς,που ήταν πονεμένα κατατεμαχισμένα ,μα κυρίως προδωμένα.
Οχι από έναν άλλο ανεκπλήρωτο έρωτα ,όχι από φανταστικές ή φαντασιωμένες ερωμένες,αλλά από μια Θεά,που την αποκαλούσε Μούσα του.
Το τι λέγαμε ,το τι νοιώθαμε το τι αισθανόμασταν,δεν μπορώ να το περιγράψω με απλά λόγια ,να καταγράψω τις σκέψεις μου σ αυτά τα αποτυπώματα ψυχής.
Ηταν κάτι που με ξεπερνούσε.
Αυτός ο έρωτας,ήταν έρωτας γραφής ,σκέψης ,έμπνευσης ,στοχασμού ,μα και διαμαρτυρίας.
Και οι δύο ξέραμε,ότι ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να το ελέγξουμε να το χειραγωγήσουμε και στην τελική να το χειριστούμε.
Προσπαθούσα να αντιδράσω να αντισταθώ ,όμως μάταια,τα πάντα γυρόφερναν τη σκέψη μου,λες και έλεγχε με κάποιο τρόπο το μυαλό μου και κατήθυνε τις κινήσεις μου.
Δεν ήταν όλο αυτό τυχαίο θαρρώ,επειδή στη ζωή μας ,πολλές φορές πράττουμε και συμπράττουμε εξαιτίας των δικών μας βλέψεων και προβλέψεων ,καθώς και με τα δικά μας μέτρα και σταθμά που ορίζουν και καθορίζουν τις κινήσεις μας και τις αποφάσεις μας.
Αναπολώντας αυτή την όμορφη ιστορία,έχω πολλά να θυμηθώ ,να πω να εκφράσω,μα ότι κατέχει η καρδιά μου,συγχωρήστε με ,το αφήνω εκεί ,διπλοκλειδωμένο και επτασφράγιστο μυστικό ,στο καλοδιατηρημένο σεντούκιι των εσωψύχων μου.
Για μένα αυτός ο άνθρωπος,θαύμα,τον αποκαλώ,είναι τεράστιο δείγμα και υπόδειγμα ψυχής αντρείας σκέψης,μα συγχρόνως ενός ακατάπαυστου και απροσπέραστου τρόπου έμπνευςής μου και διατριβής μου ,πάνω στον ανθρώπινο νου και στις εύκολες μετατροπές και ανατροπές του χαρακτήρα του.
Το καλοκαίρι εκείνο ,έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ,σα λαβωματιά του είναι μου του καθωςπρεπισμού μου.
Ποτέ δε θα μου περνούσε η ιδέα,εγώ πρώτη να τον ψάξω να το βρω,καθότι είχε μάθει για το ξενοδοχείο που βρισκόμουν από μια κοινή,χωρίς να είχα ιδέα φίλη,και είχε έρθει να με συναντήσει.
Μα η όλη του σκέψη ήταν να φανεί κάτι τυχαίο και απρόσμενο,
Εγώ δεν είχα πάρει διόλου χαμπάρι,το τι γινόταν.
Μα εκείνος είχε φροντίσει να αφήσει τα χνάρια του πλέον,όχι μόνο στο κορμί μου ,αλλα και στην ψυχή μου ,που σα φάρος στέκουν αδιαμαρτύρητα και φωτισμένα ,σε κάθε σκοτείδι του υπαρξιακού μου προβληματισμού.
Δεν υπάρχει περίπτωση να παραπονεθώ ή να διαμαρτυρηθώ ,για την τότε τροπή των γεγονότων.
Αλλωστε μας χώριζαν κάμποσα χρόνια ,πείρας,εμπειρίας σχέσεων ,μα κυρίως αυτό που μας ένωνε και μας κατήθυνε ,ηταν η κοινή γραφή,πορεία και συγχρόνως έντονη αντιδραστική καταβολή.
Ημουν δε θα μουν 22.
Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα αποφαςίσει με τη φίλη μου,να πάω να τη βρω,εκεί που έμενε και να περνούσαμε μαζί τις διακοπές μας.
Είχα αποφαςίσει να ταξιδέψω στην Κρήτη,το νηςί,που πάντα θα κουβαλάω μέσα μου ,χωρίς να ξέρω το γιατί και να το ψάχνω φυσικά ,μα γνωρίζοντας τις ρίζες μου ,τώρα τελευταία,έχω στηρίζει όλη μου αυτή τη λατρεία ,σε κάτι που αναβλύζει από μέσα μου ,σα μια εσωτερική ανάγκη ,και κατοχύρωση,της προέλευςής μου.
Απ ότι θυμάμαι,γιατί πέρασαν και αρκετά χρόνια,στο λιμάνι ,είχε έρθει η Αγνούλα,η κολλητή μου στο Πανεπιστήμιο,και πλέον πολύ καλή μου φίλη.
Δεν έχασα καιρό,και κατευθύνηκα προς το μέρος της.
Οι αλλαλαγμοί μας δεν είχαν σταματημό,λες και είμαστε εςώκλειστες κάπου και είχαμε πάρει το περίφημο διαβατήριο ελευθερίας.
Μα και τέτοια πλάκα ,θυμάμαι της είχα κάνει,
Μόλις με αντίκρυσε,κρατούσα ένα μικρό χρωματιςτό πανό ,που έλεγε,ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΌ ΤΑ ΕΔΡΑΝΑ...
Περιττό να πω ,ότι ο κόσμος όλος γύριζε και μας κοιτούσε,
Αλλοι χαρούμενοι ,διασκεδάζοντας τη δική μας γλυκιά τρέλλα και άλλοι προβληματισμένοι,σα να μην καταλάβαιναν αυτό που γινόταν
Κι όμως εμάς δε μας ένοιαζε τίποτα,τα πάντα γυρνούσαν και στριφογύριζαν γύρω από την ξενοιασιά μας την ελευθερίας μας,τα σχέδια που είχαμε ήδη κάνει για τις διακοπές μας.
Οι μέρες κυλούσαν όμορφες,ζωντανές,γεμάτες αισιοδοξία ,τρέλλα και γλυκές στιγμές,που θα γέμιζαν τον πολύχρωμο καμβά των μετέπειτα αναμνήσεών μας ,με τα χρωματιστά απομνημονεύματα των πολλοιποίκυλτων λεπτών της μέχρι τότε ζωής μας.
Πανέμορφα τοπία,υπέροχες ακρογιαλλιές,ονειρεμένα και αξέχαστα ξενύχτια ,είχαν γεμίσει τις ήδη προς ετοιμαςία ,αποσκευές μου.
Μελένια ,Μελένια,,,,τάξε μου.......
Είχα τόση ένταση εκείνη τη στιγμή που απευθύνθηκα μέσα στην ταραχή μου.
Ελα ρε συ Αγνούλα ,τι έγινε πάλι?τι θέλεις?
Δε θα σου πωωωω ....και συνέχισε το πείραγμα
Καλά ,όρεξη για αστεία έχεις,δε βλέπεις ότι παιδεύομαι να τελειώσω με τα ρούχα και να πάμε για κανένα τελευταίο μπανάκι,μιας και αύριο είναι η μέρα της επιστροφής μου?
Μμμμ δεν το βλέπω....δε θα φύγεις....
Γιατί???τι άλλαξε???αφού έκλεισα τις θέσεις καλέ ,πλάκα μου κάνεις?
Αφού είχα συννενοηθεί να φύγω μαζί με την αδερφή της φίλης μου,που υποτίθεται είχε κάποιες δουλειές στην Αθήνα.
Καλά ,έλα να πάμε για κανένα μπανάκι και μετά σε βοηθάω και εγώ και τις ετοιμάζουμε μαζί,μην αγχώνεσαι και για αυτό..έλεος πιαι με αυτό το άγχος σου.
Δεν ήξερα τι να απαντήσω,Όλα ήταν τόσο περίεργα ,η ατμόσφαιρα υπερβολικά αρνητική,μα κάτι μέσα μου μου προμήνυε ότι καλό και θετικό θα εξελισςόταν.
Τραγικά ,τραγελαφικά ,σιγοψιθύρισσα και είπα της φίλης μου να πάμε για καμιά βουτιά ,ώστε τα νεύρα μου ,μπας και καταλαγιάσουν και είμαι αργότερα σε θέση να χειριστώ την όλη κατάσταση,
Δε μου είχε αφήσει περιθώρια ,ότι δε θα εξελισςόταν κάτι,δε θα έπαιρνε τροπή.
Μα όλο αυτό το σκηνικό,που είχα ήδη στο νου,μου χε εξάψει τη φανταςία.
Κάθε κύτταρό μο,είχε πάψει να πάλλεται αργά νωχελικά ,λες και κάποιος κεραυνός,έμελλε να το χτυπήσει,να το διαπεράσει και τελικά ,να το θέσει ανίκανο προς σκέψη και αντίληψη.
Πριν,προλάβω να τελειώσειω τις σκέψεις μου,που κι εκείνες λες και είχανε στήσει θέατρο παραλόγου,προσπαθούσαν να με προβληματίσουν να με αποδιοργανώσουν,μα κυρίως να με κάνουν να ξεφύγω,τόσο στη σκέψη,όσο και στο χειρισμό τους.
Ωχχχ κάνω με μιας,αφού αντίκρυσα τον κεραυνό που ήρθε και με χτύπησε κατακέφαλα.
Ενας δίμετρος όμορφος άντρας,το πολύ,50..τον είχα υπολογίσει τάκα τάκα ,στο κομπιουτεράκια του μυαλού μου,με ένα αγέρωχο παράστημα ,λες και βγήκε από σκηνές από ιστορική μάχη.
Μμ λέω από μέσα μου,καλώς το Λεωνίδα μας και δεν είχα πέσει ειλικρινά διόλου έξω.
Μπορεί να μην το λέγαν Λεωνίδα,να τον έλεγαν Αχιλλέα.αλλά και αυτός από ότι φάνηκε αργότερ α είχε τη δική του πτέρνα,ευματάβλητη και καθοριστική.
Ηταν αυτός ο άνθρωπος,που ακόμα και τώρα ,δε θα βγάλω ποτέ από την καρδιά μου ,την ψυχή μου ,θα τον κουβαλώ πάντα και παντού.
Ενα καλοκαίρι ,το ερωτικότερο,το σημαντικότερο,αφού οι οργασμοί σκέψης ,είχαν κατευθύνει όλη μας την ύπαρξη.
Βλέπετε ,υπάρχει και ο έρωτας της γραφής,του νου,των συναντήσεων,ερωτοτροπώντας η σκέψη με τη δημιουργία,το μυαλό με την αναζωογονητική δημιουργία.
Ο οργασμός γραφής,με σύλληψη ιδεών,ήταν πάντα το μοναδικό και ανεπανάληπτο στοιχείο που μπορούσα να καταλογήσω σε μένα ,όσο αφορά το βάρος της ευθύνης μου καθώς και τον τρόπο με τον οποίο είχα αφήσει,επιτρέψει τον εαυτό μου να παραδοθεί στη δίνη ενός ακαταμάχητου άντρα,ενός ανεπανάληπτου έρωτα ,που ακόμα και τώρα,υποκλίνομαι εμπρός του.
Δε θα ξεχάσω τα μάτια της φίλης μου,που από τη μια είχαν καρφωθεί σε μας τους δύο και από την άλλη ,όλο περιέργεια και εξεταστικά ,προσπαθούσε να καταλάβει ,τόσο τη δικη μου αντίδραση ,όσο και του υπέροχου εκείνου λεβεντόκορμου για την ηλικία του άντρα.
Το όλο του παρουσιαστικό,υπενθύμιζε σε εμένα καθώς και στη φίλη μου,αφού είχαμε μάθει να συννενοούμαστε με κλεφτές ματιές,έναν ήρωα της αρχαιότητας,βγαλμένο από μύθο της,δίνοντας σημεία αναφοράς,όσο αφορούσε τόσο την εμφάνιςή του,όσο και τη δύναμη μυαλού,που με τον καιρό ,ήμουν σε θέση να καταλάβω και να αντιληφθώ .
.
Μα όπως λένε,λέμε όλοι κάθε αρχή έχει και ένα τέλος,κάθε τέλος ξεκινάει και μια νέα αρχή.
Ποτέ δεν ήθελα να βρεθώ στη δυςάρεστη θέση να το χαιρετήσω,να τον αποχαιρετήσω,έχοντας γνώση,ότι ήταν μια γνωριμία,σχέση,υπόσχεση ,καλοκαιρινή,φερμένη από τις καλοπροαίρετες νεραιδούλες μα είχαν ήδη αφυπνιστεί οι δράκοι και είχαν στήσει καρτέρι,που αλλού?
Στο λημέρι όπου σύχναζα εγώ με τον καλό μου.σε μέρος τόσο μοναδικό και ανεπανάληπτα υπέροχο,μη προσβάσιμο εύκολα από ανθρώπους,πεζούς,αλλά μόνο όσοι είχαν πρόσβαση να κάνουν μια βαρκάδα ,να εξερευνήσουν εκείνα τα υπέροχα γαλανά νερά,που σε πλάνευαν,έτσι και τολμούσες να τα κοιτάξεις,ξελογιαζόσουν και βρισκόσουν ,ένοιωθες ήδη τον ακατάπαυστο πόθο να χάνεσαι μέσα σε αυτά,ψάχνοντας να βρει τι άλλο?
Τον έρωτά σου ,το μοναδικό ,τον ανεπανάληπτο ,που ήδη μέτραγε αντίστροφα,καθώς οι μέρες που μπορούσα και είχα τη δυνατότητα να καταναλώσω ,είχαν φτάσει στο τέρμα τους.
Ενοιωθα,ένοιωθε και εκείνος ,σαν κάτι να μας έπνιγε ,μα δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα,αναπνοή,
Μόνο βαθεις αναστεναγμοί κατάφερναν να ακουστούν και να σπάσουν την τραγική ηρεμία και σιωπή ,που προσπαθήσαμε να έχουμε ,λες και ήμασταν συννενοημένοι,απολαμβάνοντας την τελευταία μας ξάστερη,,,έναστρη νυχτιά,
Μια νυχτιά που τα σώματά μας πάλλονταν σε ρυθμούς πότε αργούς πότε λυκνίζονταν υπό το φως του φεγγαριού,λες και θέλαμα να αποθανατίσουμε τις τελευταίες μας στιγμές,έρωτα ,αγάπης ,φροντίδας ,νοιαξίματος,αλλά ξέραμε και οι δύο ,πως το πρωί,θα ήταν μια άλλη ,ξέχωρη και για τους δυο μας μέρα.
Μια μέρα που θα πήγαινε ο καθένας στις δικές του ασχολίες και που η καθημερινότητα θα μας τριβέλλιζε τα αυτιά,δυνατά και επίμονα,κάνοντας αισθητή τη δική της πλέον παρουςία.
Λες και θέλαμε να παγώσουμε το χρόνο ,να επικαλεστούμε τις δυνάμεις του σύμπαντος και να τραπούμε σε μια φυγή,όπου η λογική αδυνατούσε να τη διαχειριστεί,μα το πάθος και η ένταση,παραλληρούσε στο άκουσμα ,στο πέρασμά της.
Για μια στιγμή,νομίζαμε πως το σύμπαν είχε συνομωτήσει υπέρ μας και όλα θα γινόταν όπως εμείς τα θέλαμε και τα σχεδιάζαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας.
Ενα ξαφνικό κουδούνισμα στο κινητό μου,έσπασε αυτή την αρμονία και σκέψεςι άρχισαν και με προβλημάτιζα,εξατίας της ώρας ,μέχρι να καταφέρω να φύγω από τη ζεστή αγκαλιά του και τα θερμά φιλιά του και να πάρω το κινητό μου στα χέρια.
Ηταν η κολλητή μου ,η αδερφή μου ,η φίλη μου ,τα πάντα για μένα και εγώ γι αυτήν
Διάβασα προσεκτικά το μήνυμα ,και είχα αφήσει το βλέμμα μου παγωμένο και στέρεο.σε δυο γραμμές που έλεγαν συνοπτικά μεν αλλά ουσιαστικά δε,
Κούκλα μου,προσπάθησε να φύγεις,να βρεις τρόπο,γιατί ήρθε η γυναίκα του και έχει κάνει τη χώρα άνω κάτω.
Νομίζει ότι κάτι άλλο κρύβεται και έφυγε ο άντρας της ,καθώς ήταν ήδη σε διάσταση μεν,αλλά χωρίς να την ειδοποιήσει λέει ,δε θα έφευγε ποτέ .
Η η γη κινούνταν γρήγορα και βιαστικά ,θέλοντας να πάρει το όλο μυστικό που επιμελλως και επιδέξια μας είχε αποκρύψει,ο κύριος Τέλειος,έτσι το λέγαμε ,πειράζοντας η μια την άλλη.
Η άρχισαν και γύριζαν τα πάντα γύρω μου,
Δεν ήξερα τι να πω ,τι να κάνω,πως να αντιδράσω.
Να φύγω?να μείνω?να του δώσω μια στο κεφάλι να πάρει μπρος ?
Μμμ βρήκα τον καλύτερο τρόπο,
Αποφάσισα ,να γυρίσω ,με τρεμμάμενα φυσικά πόδια και στην ερώτηςή του,τι έπαθε το μωρό μου,πήρα όλο το κουράγιο που μπορείτε να φανταστείτε και του αποκρίθηκα.
Το μωρό σου?τίποτα Πινόκιε .
Τότε δειλά ,μα με όση δύναμη μπορούσα να πάρω και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ,του αποκρίθηκα ,με εμφανή νεύρα και φυσικά το κυριότερο,με ειλικρινή τότε απαξίωση προς αυτόν,
Αλήθεια του είπα,,,τι σου έφταιξα?'όταν κάποιος δεν είναι ικανός να κάνει μια νέα αρχή,ας είναι ικανός να δώσει και το πιο πρέπον και αξιοπρεπή τέλος σε μια σχέση σε ένα γάμο,τελοπάντων...αυτό.
Μάζεψα όση δύναμη μου χε απομείνει και ετοίμασα τα ρούχα μου ,απευθυνόμενη σε εκείνον και του είπα,,,υποτιθέμενε κύριε Τέλειε ,θα είχατε την καλοςύνη να με μεταφέρετε στο σπίτι της φίλης μου ,στο λιμάνι ,βασικά ,και μετά να πάτε να μαζέψετε τη σύζυγό σας που φωνάζει και τσιρίζει,λες και ήσουν κανένα ανήλικο και απεσπάσθης της προσοχής της μητρός σου.
Ηθελα να βρω λόγια ,φράσεις,να τον πονέσω ,όπως με πόνεσε και με διέλυσε στο τάκα τάκα ο ίδιος ,χωρίς καν το ίχνος ειλικρίνειας ,ακόμα και παραδοχής ,έστω και την τελευταία στιγμή.
Περίμενα να αντιδράσει,να πει κάτι,μα μόνο με κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια και δεν έλεγε κουβέντα.
Ηταν ότι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί.
Εγώ ένοιωθα σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκρραγεί και εκείνος ήταν τόσο ήρεμος που μου χε σπάσει κυριολεκτικά και τα νεόυρα και την τεράσιια που πάλευα να κρατήσω υπομονή μου.
Το μόνο που έκανε,μια κίνηση ,που ακόμα και τώρα τη θυμάμαι και βουρκώνω,ήταν ένα σημείωμα που μου χε δώσει με καθαρά ιδρωμένα και τρεμμάμενα χέρια,όπου έγραφε.
Περάσαμε καλά χρόνια,μα κάποτε η αγάπη ο έρωτας στερεύει,
Εγώ είχα την τύχη και δε θα την αφήσω ,δε θα τη χάσω,να βρω αυτό που τόσα χρόνια ζητούσα και αναζητούσα σε σένα ,μα εςύ επιδεικτικά και επιδέξια αρνιόσουν καιρό τώρα.
Τελειώσαμε ...ας μείνουμε με τις καλές αναμνήσεις και ας αφήσουμε ότι χειρότερο μας πόνεσε και μας πλήγωσε να το γιατρέψει ο χρόνος,
Δεν πίστευα στα μάτια μου,δεν κατάφερα να πω τίποτα,ακόμα και το συγνώμη είχε παγώσει στα χείλια μου,που βιάστηκα να τον κρίνω να τον κατακρίνω,
ΠΗΓΗ ΑΝΝΑ ΖΑΝΙΔΑΚΗ,
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.