«Για τον πόλεμο έχω μία πίκρα γιατί αν δεν γινόταν θα είχα σπουδάσει». Ο Δημήτρης Μήτσιου γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1931 και έζησε από μικρή ηλικία την κατοχή από τους Γερμανούς και τον εμφύλιο. Ανήκε σε μία πολυμελή οικογένεια, ωστόσο, μεγάλωσε σχεδόν μόνος.
Έχει ζήσει τους γερμανούς κατακτητές να μπαίνουν στην Αθήνα, έχει ζήσει τον εμφύλιο, έχει ζήσει τον θάνατο, αλλά δεν έχει κανένα παράπονο από τη ζωή του. Ο Δημήτρης Μήτσιου μας λέει την ιστορία του και μας εξομολογείται το μοναδικό πράγμα για το οποίο νιώθει πίκρα σε σχέση με τον πόλεμο.
Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα
«Toν Απρίλιο του 1941 που μπήκαν στην Αθήνα οι Γερμανοί ήμουν 10 χρονών. Έμενα στην Ηλιούπολη με την οικογένειά μου. Τότε ήμασταν τέσσερα αδέρφια, αγόρια, και μία αδερφή που ήταν παντρεμένη. Είχε και ένα παιδί γεννημένο τον ίδιο μήνα με τον μικρό μου αδερφό. Ο γαμπρός μου ήταν στην Αλβανία φαντάρος» περιγράφει.
Θυμάται τη μεγάλη εξαθλίωση του λαού καθώς, όπως μας λέει, μπαίνοντας οι Γερμανοί μέσα στην Αθήνα αφαιρέσαν όλα τα τρόφιμα. Έτσι για να βρεις ο,τιδήποτε έπρεπε να το ψάξεις στη μαύρη αγορά. Επίσης είχαν ξεκινήσει και τα συσσίτια «που όμως έπρεπε να ψάξεις να βρεις που γίνονται για να πας να πάρεις φαγητό».
Ιδιαίτερα έντονη είναι η περιγραφή της στιγμής που την Αθήνα εγκαταλείπουν οι Βρετανοί, ώρες πριν φτάσουν οι κατακτητές. «Μπαίνοντας οι Γερμανοί έφευγαν οι Εγγλέζοι. Φορτώνονταν τα καράβια πέρα στη Βάρκιζα και καθώς έφευγαν γρήγορα άφηναν πίσω τους σε όλη τη διαδρομή κατά μήκος της παραλιακής άψυχα πράγματα. Αυτός ο δρόμος σκηνές, τρόφιμα, αυτοκίνητα. Ό,τι είχαν τα παρατούσαν και έφευγαν. Στην αρχή τα ξεφόρτωναν σε συγκεκριμένα σημεία και τα έκαιγαν αλλά μετά δεν προλάβαιναν και τα παρατούσαν στον δρόμο. Ξεκίνησε λοιπόν και πήγαινε ο κόσμος, παιδιά, γυναίκες, ο καθένας, και έπαιρνε ό,τι ήθελε».
«Πήγαμε και εμείς και πήραμε κάποια πράγματα. Συγκεκριμένα ο αδερφός μου πήρε μία βαλίτσα σφραγισμένη και τι είχε μέσα; Μαχαίρια για χασάπικο. Ό,τι χρειάζεται ένα χασάπικο», θυμάται και γελάει ακόμα και σήμερα με την ατυχία του αδερφού του.
Η επίσκεψη που έγινε εγκλωβισμός
«Ήταν μία επίμονη απαίτηση της μάνας αυτό που άλλαξε τη ζωή της οικογένειας. Τον Σεπτέμβριο ο μεγάλος μου αδερφός μαζί με τον γαμπρό μου και την αδερφή μου είχαν φύγει στο χωριό, στο Νεοχώρι Καρδίτσας. Άρχισε η μάνα μου να λέει "θέλω να δω το εγγόνι μου, θέλω να δω τον Στράτο μου". Εξαναγκάστηκε ο γέρος μου να μας βάλει στο φορτηγό, τον καρνάβαλο που λέγανε. Φύγαμε στις 10 Δεκεμβρίου από την Αθήνα».
Το ταξίδι κράτησε μέρες. Περίπου 22 άτομα, τέσσερις-πέντε οικογένειες άλλες από Τρίκαλα άλλες από Καρδίτσα, Λάρισα ανέβηκαν στην καρότσα του φορτηγού πάνω στα πράγματα και με έναν μουσαμά στο κεφάλι καθώς έριχνε ψιλό χιόνι.
Η μάνα, ο μικρός γιος δύο χρονών και ο κ. Δημήτρης έφτασαν στο Νεοχώρι, όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Η επιστροφή στην Αθήνα ήταν αδύνατη.
Η μεγάλη πείνα
«Την άνοιξη του 1942 είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα στην επαρχία και έπεσε μεγάλη πείνα» λέει. Ο κόσμος προσπαθούσε να βρει φαγητό δίνοντας ό,τι είχε. Η μητέρα του κ. Δημήτρη είχε φέρει μαζί της από την Αθήνα σεντόνια, φλυτζάνια, πιάτα που χωρίς να το ξέρει τότε θα ήταν αυτά που θα εξασφάλιζαν το λιγοστό και φτωχό φαγητό.
Όπως θυμάται, εκείνη την άνοιξη «η μάνα έδινε ένα ζευγάρι σεντόνια και έπαιρνε 1 κιλό πίτουρα, όχι αλεύρι». Τα σεντόνια όμως δεν έφταναν. «Τον Μάρτιο η μάνα έδωσε ένα χωράφι 12 στρέματα και πήρε 35 οκάδες καλαμπόκι και με αυτό βγάλαμε την άνοιξη γιατί ήμασταν και πέντε άτομα».
Ο μεγάλος αδερφός, που ήταν και εκείνος στο Νεοχώρι μαζί με την αδερφή του και τον γαμπρό του, επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια με κάτι εμπορικά ζώα και από τότε χάνεται. «Κλείστηκε στην Αθήνα 17 χρονών και δούλευε σε κάτι αμπέλια και περιβόλια στα Πατήσια» όπου έμενε σε συγγενείς.
Την ίδια περίοδο, τον Απρίλιο του 1942, ο πατέρας της οικογένειας και ο δεύτερος γιος, 14 χρονών τότε, πήραν τον αντίστροφο δρόμο. Έφυγαν από την Αθήνα και περπατώντας νηστικοί επιχείρησαν να φτάσουν στο Νεοχώρι. Όμως μόνο ο 14χρονος έφτασε.
Ο πατέρας βρίσκει δουλειά σε έναν παππά στην Αγόριανη, όμως, η πείνα και η εξαθλίωση κάνουν φανερά τα σημάδια τους. Ο παππάς βλέπει τον πατέρα να είναι πρησμένος από τη λαχανίδα που έτρωγαν και όπως μας εξηγεί ο κ. Δημήτρης «την τρώγανε χωρίς λάδι και πρηζόντουσαν. Και όταν πρηζόσουν πέθαινες δεν είχες σωτηρία. Όμως αν είχες να πιεις λίγο λάδι, τη γλίτωνες».
«Ο παππάς τον είδε, σου λέει τι να τον κάνω να μου πεθάνει εδώ, και τον έδιωξε». Ο πατέρας του λοιπόν φεύγει και στον δρόμο βλέπει έναν «μαυραγορίτη». «Του λέει "ρε πατριώτη θα πεθάνεις" και του απαντάει ο πατέρας "κι αν πεθάνω τι να κάνουμε;"». Η εξαθλίωση ήταν τέτοια που το να ζεις ήταν από μόνο του μία μάχη. Η ιστορία είχε ευτυχές τέλος καθώς ο «μαυραγορίτης» μάζεψε λάδι από τους χωριανούς και του έδωσε να πιει.
Ο πατέρας, η μάνα και οι τρεις γιοι βρέθηκαν μαζί ξανά το καλοκαίρι, μαζεύοντας στάρι σε διπλανά χωριά.
Ο θάνατος και η υιοθεσία
Ήταν Ιούλιος του 1942 όταν η μητέρα της οικογένειας αρρώστησε. Ο 14χρονος αδερφός του κ. Δημήτρη, την πήγε στο νοσοκομείο όπου πέθανε από ελονοσία.
«Κάτι ξαδέρφες που είχε ο πατέρας μου την πήγαν και την έθαψαν στο νεκροταφείο, ούτε που ξέρω πού. Καθίσαμε μια — δυο μέρες, λέμε μετά τι να μας κάνει ο πατέρας, εγώ 10 χρονών, ο μικρός δύο χρονών. Μας λέει φύγετε για το χωριό το Νεοχώρι. Φεύγουμε εγώ και ο μικρός με τα πόδια, χωρίς φαγητό». Ο τρίτος αδερφός, ο 14χρονος, έμεινε στην Καρδίτσα.
Έτσι λοιπόν, ένας 10χρονος κρατώντας στην αγκαλιά του τον δίχρονο αδερφό του και χωρίς φαγητό ξεκινάει για το χωριό στο βουνό. «Δεν είχαμε τίποτα να φάμε στον δρόμο, στον κάμπο είχε κάτι σταφύλια, φάγαμε καμιά ρόγα, κανένα σύκο. Τον δρόμο τον ήξερα γιατί είχα περάσει μια-δυο φορές».
Τελικά, καταφέρνουν να ανέβουν στο χωριό. Εκεί όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Η αδερφή του κ. Δημήτρη έπρεπε να βρει τρόπο να ταΐσει τα επιπλέον άτομα. Ο μικρός αδερφός αρρώστησε και τα δύο αδέρφια του αποφάσισαν να τον δώσουν ψυχοπαίδι σε ένα ζευγάρι στη γειτονιά που δεν είχε παιδιά. «Εκεί μεγάλωσε μετά, υιοθετημένος».
Η εμφάνιση των ανταρτών
Τον Νοέμβριο του 1942 ο πατέρας ανέβηκε στο χωριό και έναν μήνα μετά μαζί με τον 11χροο πλέον γιο του και ακόμα ένα παιδί φτιάχνουν μία καλύβα στο δάσος όπου μένουν για να φτιάχνουν κάρβουνο από τα δέντρα που κόβουν και να το πουλάνε στην Καρδίτσα.
Τα καμίνια είναι δύσκολα, θέλουν «τάισμα» κάθε 12 ώρες τα παιδιά όμως τα καταφέρνουν και τα καταφέρνουν και την πρωτοχρονιά του 1943 όταν ο πατέρας τους άφησε για να ανέβει στο χωριό να φέρει τρόφιμα και όχι μόνο. «Αγάπαγε και το χαρτί, δεν φεύγουν αυτά από τον άνθρωπο, ας ήταν και κατοχή».
«Πέρασε ο χειμώνας, δώσαμε τα κάρβουνα, δώσαμε και τα καμίνια», θυμάται ο κ. Δημήτρης.
«Τον Ιανουάριο του 1943 ήρθαν οι πρώτοι αντάρτες στο χωριό. Ήρθαν δύο από την Καστανιά, ο Γεροδήμος και ο Οδυσσέας. Ήρθαν με τη σημαία την ελληνική, τραγουδώντας. Σταματήσαν στο χωριό, χτυπήσαν τις καμπάνες, έβαλαν τη σημαία και έβγαλαν λόγο για αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Όλο το χωριό έκλαιγε με τους λόγους και την σημαία. Πέρασε ο χειμώνας οργανώθηκε η αυτοάμυνα στα χωριά» περιγράφει.
Την άνοιξη του 1943 «φουντώνει το αντάρτικο» και αρχίζουν τα αντίποινα. Γερμανοί, όπως μας λέει, φάνηκαν μόνο μία φορά στα χωριά όλα τα χρόνια της κατοχής.
Όμως «το καλοκαίρι ήρθαν οι Ιταλοί να μαζέψουν τα όπλα από το χωριό. Την πρώτη φορά που ήρθαν το χωριό άδειασε πήγαμε όλοι στα δάση. Τη δεύτερη φορά που ήρθαν μας βρήκαν όλους εκεί. Μάζεψαν καμιά 40αριά άντρες από το χωριό στο σχολείο, γέμισαν μία αίθουσα με χιόνι, τους έγδυσαν και τους έβαλαν μέσα για να μαρτυρήσουν πού βρίσκονταν τα όπλα. Αν είχε κανένας μπορεί και να το έλεγε, αν δεν είχε τι να πει; Έκαναν κάτι τέτοια, έκαναν και πλιάτσικα. Ήταν κι ένας χωριανός μου που υποστήριζε τους Ιταλούς, σου έλεγε δώσε μου μία λίρα, δύο να μη σε προδώσω ότι έχεις όπλο».
Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του βρισκόταν σε κοντινό χωριό και δούλευε ως μάγειρας στην εφημερίδα Αναγέννηση. Μαζί με τον αδερφό του που ανέβηκε από την Καρδίτσα πήγαν να τον βρουν.
«Τον βρήκαμε, ήταν όλοι τυπογράφοι καμιά 20αρια άτομα. Ήταν στο αντάρτικο όλοι. Ο αδερφός μου έμεινε στο τυπογραφείο, είχε βγάλει και την Πέμπτη δημοτικού, ήξερε γράμματα. Τύπωναν εφημερίδες, τις πήγαινε ο αδερφός μου κρυφά στην Καρδίτσα και της μοίραζε στην οργάνωση εκεί. Ήταν πιτσιρικάς και δεν του έδιναν σημασία. Σιγά σιγά άρχισε να γράφει τακτικά, ‘ο μικρός Παντελής'».
Ο πατέρας φεύγει από την εφημερίδα και αρχίζει να γυρνάει τα χωριά πουλώντας μικροπράγματα, ό,τι μπορούσε να βρει.
Ο Δημήτρης Μήτσιου είναι τρίτος από δεξιά στην κάτω σειρά
«Ο εμφύλιος ήταν αναπόφευκτος»
Κάπως έτσι «φτάσαμε στα Δεκεμβριανά. Αυτά όμως έγιναν στην Αθήνα, εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα. Ο αδερφός μου που ήταν στην Αθήνα είχε μπει στον ΕΛΑΣ στα Πατήσια. Ήταν στην ΕΠΟΝ και μετά πήγε και στο εφεδρικό του ΕΛΑΣ. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα, δεν είχαμε καμία επαφή. Φτάσαμε στα Δεκεμβριανά με την παράδοση των όπλων».
Ο δεύτερος αδερφός που ήταν στην Αναγέννηση έφτασε στο χωριό και «μπλέχτηκε με αυτούς που δεν είχαν παραδώσει τα όπλα, ήταν φυγάδες».
«Στην επαρχία άρχισαν οι εθνικές ομάδες, αυτοί που ήταν με τους Γερμανούς, αυτοί που ήταν με τον Ζέρβα. Σε εμάς το 80% του πληθυσμού ήταν με το αντάρτικο. Αλωνίζανε αυτές οι ομάδες όλο τον κάμπο, χτυπάγανε, δέρνανε, τότε σκοτώθηκε και ο Βελουχιώτης. Ο εμφύλιος ήταν αναπόφευκτος. Αυτοί που αγωνιστήκανε τόσα χρόνια να κλείνονται φυλακή. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην γίνει εμφύλιος. Με την κατάσταση που δημιουργήθηκε με τις εθνικές ομάδες δεν υπήρχε άλλη περίπτωση. Τους έλεγαν τότε κομμουνιστές. Τι ήξερε ο κόσμος τότε από κομμουνισμό; Ήταν ορισμένοι οργανωμένοι αλλά αυτοί ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα» τονίζει.
Ακολουθεί ο εμφύλιος. «Τον Ιανουάριο του 1947 έκαναν οι αντάρτες επιστράτευση στο χωριό μου, πήραν 70 παιδιά μεταξύ αυτών και τον αδερφό μου. Ήταν 19 χρονών. Κανονικά ήταν επιστρατευτείς άλλο που δεν το παραδέχτηκε και έλεγε ότι ήταν εθελοντής» θυμάται. «Άρχισε ο εμφύλιος, άρχισαν να βγαίνουν μίση. Έγιναν εγκλήματα και από τις δύο πλευρές».
Την άνοιξη του 1947 αρχίζει ο στρατός να αδειάζει τα χωριά που βρίσκονταν στο βουνό για να μην βρίσκουν τροφή οι αντάρτες.
«Ο γαμπρός μου πήρε την οικογένειά του και πήγε στην Καρδίτσα όπου νοίκιασαν ένα σπίτι. Ο μικρός αδερφός ήταν ψυχοπαίδι, ο άλλος είχε πάει στο αντάρτικο, εγώ με τον πατέρα μου καθίσαμε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να κατέβουμε μετά στην Καρδίτσα».
Ο κ. Δημήτρης όμως απέμεινε για άλλη μία φορά ολομόναχος, 16 χρονών. Μετά από μία αιφνίδια έφοδο του στρατού ο πατέρας του βρέθηκε στη φυλακή και ο ίδιος υπάλληλος σε τσοπάνηδες σε άγνωστα χωριά. Έψαχνε τον δρόμο του για την Καρδίτσα, σε μία χώρα που χειμάζονταν από τον εμφύλιο. Τον βρήκε. «Τον Σεπτέμβριο του 1947 παρατάω τα πρόβατα και πάω στην Καρδίτσα το 1948. Έμεινα εκεί, δούλευα μας έδιναν 9 δραχμές την ημέρα, έτρωγες κάτι. Είχε 1,5 φράγκο η φασολάδα».
Το αντάρτικο αρχίζει να διαλύεται
Ήταν Απρίλιος του 1949 όταν το αντάρτικο άρχισε να διαλύεται. «Τον Οκτώβριο του 1949 μας λένε τον Οκτώβριο θα πάτε στα χωριά σας. Θα πάρετε μας είπαν και 80 όπλα, υπήρχαν 100 αντάρτες που δεν είχαν παραδοθεί ακόμα».
«Ποιοι θα τα πάρουν τα όπλα; Στους δεξιούς δεν τα έδιναν. Τα δώσανε σε μας που είχαμε αδέρφια αντάρτες. Και ο αρχηγός που βάλανε είχε και εκείνος αδερφό αντάρτη. Εγώ 18 χρονών πήρα το όπλο, κάναμε εκπαίδευση, το βράδυ φυλάκιο, ενέδρες. Να σκοτώσουμε ποιον; Τον αδερφό μας».
Ο χαμένος μεγάλος αδερφός
Στην απελευθέρωση «ο αδερφός μου που ήταν στο εφεδρικό του ΕΛΑΣ και είχε μείνει στην Αθήνα, κατέβηκε όπως όλος ο κόσμος να γιορτάσει. Κατέβηκε με ένα αυτοκίνητο και καθόταν πάνω στο φτερό του. Στην οδό Πανεπιστημίου χτυπάει στο γόνατο. Τον πάνε στο Λαϊκό, όμως μετά από περίπου έναν μήνα μαζεύουν χιλιάδες νεαρούς, μεταξύ τους και ο αδερφός μου, και τους στέλνουν στην έρημο, στην Αφρική».
Ο αδερφός έμεινε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα το 1945 και το 1946, οπότε τους επέστρεψαν στην Αθήνα. «Τους είχαν πάρει διαλεχτούς, νέους, γιατί τους θεωρούσαν επικίνδυνους».
«Από το 1940 που έφυγε από το χωριό τον ξαναείδα το 1951. Το 1946 που τον πήραν στον στρατό είχαμε μάθει κάποια νέα του».
Μάλιστα, όπως μας αποκαλύπτει ο κ. Δημήτρης στην μάχη στον Γράμμο «τα δύο αδέρφια μου πολέμησαν αντίπαλοι και δεν το ήξεραν».
Ο δεύτερος αδερφός «είναι νεκρός»
Μετά τη μάχη του Γράμμου ο αντάρτης αδερφός τραυματίζεται. Η οικογένεια αρχικά δεν γνωρίζει τίποτα για την τύχη του και στη συνέχεια ένας ξάδερφος τους ενημερώνει ότι είχε σκοτωθεί. «Ο ξάδερφός μου μας είπε ότι τον σκότωσαν μπροστά του» σημειώνει.
Πέρασαν τα χρόνια και ενώ ο μεγάλος αδερφός είχε πλέον ενωθεί με τους υπόλοιπους στο χωριό από το 1951, ο αντάρτης θεωρείτο νεκρός.
Το 1952 ο κ. Δημήτρης πέρασε επιλογή για να πάει στον στρατό. «Μας ζητούσαν να συμπληρώσουμε την οικογενειακή μας κατάσταση. Εγώ δεν τον έβαλα τον αδερφό μου αφού μας είπαν ότι είχε σκοτωθεί. Συμπληρώνω την κατάσταση, φεύγω και λίγο μετά ακούω να με φωνάζουν από το μεγάφωνο» περιγράφει.
«Πάω στον υπολοχαγό και με ρωτάει ‘γιατί δεν έβαλες όλη την οικογένεια μέσα, γιατί δεν έβαλες τον αδερφό σου τον αντάρτη;' Του απαντάω πως έχουμε πληροφορίες ότι έχει σκοτωθεί» συνεχίζει και προσθέτει την απάντηση του λοχαγού «ο αδερφός σου ζει, είναι στην Τασκένδη, έχει παντρευτεί και έχει δυο παιδιά». Ο κ. Δημήτρης κάνει μία παύση, γελάει, «ξέρανε και πόσα δόντια είχε» σχολιάζει.
Ο αντάρτης αδερφός στέλνει το 1954 την πρώτη επικοινωνία και την πρώτη φωτογραφία με την οικογένειά του και το 1965 ήρθε μόνιμα στην Ελλάδα από την Τασκένδη. Την ίδια χρονιά, το 1965 πέθανε η μοναδική αδερφή, με την οποία ήταν ο κ. Δημήτρης ήταν και πιο δεμένος γιατί αυτή τον μεγάλωσε.
Όλα τα —εν ζωή- μέλη της οικογένειας ξαναβρίσκονται, από το 1941 που η μάνα και οι δύο μικρότεροι γιοι ανέβηκαν στον «καρνάβαλο».
Τον ρωτάμε αν νιώθει κάποια πίκρα για εκείνα τα χρόνια, για τη σκληρή ζωή από μικρό παιδί. «Από μικρός αγαπούσα τα γράμματα πολύ. Και αυτά που έχω μάθει τα έμαθα απέξω, έχω διαβάσει πολλά βιβλία, με το ζόρι, με το κερί στον τοίχο. Για τον πόλεμο έχω μία πίκρα, γιατί αν δεν γίνονταν θα είχα σπουδάσει. Θα είχα μάθει τα γράμματά μου, θα ήμουν ένας χρήσιμος άνθρωπος. Και δεν ήθελα τίποτα άλλο, μόνο να είχα βγάλει το δημοτικό σχολείο».
Η ιστορία είναι γραμμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων, χρόνο το χρόνο. Τη διαβάζεις στις ρυτίδες του προσώπου, στους ώμους, στις αρθρώσεις των δαχτύλων, στις παλάμες των χεριών, στο βάθος των ματιών, στο περπάτημα. Την ιστορία επίσης την διαβάζεις και στις φωτογραφίες: στα ρούχα, στη στάση του σώματος, στο βλέμμα, τον τρόπο και την ένταση που κοιτάζει το φακό
"Όταν φτάσαμε στην Ηλιούπολη, το 1933, μέναμε σε μια καλύβα στην Πλατεία Κανάρια, εκεί που τώρα είναι η Τράπεζα Πειραιώς. ...
Δείτε περισσότερα
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.