Η Αναγέννηση είχε τις καταβολές της στην Ιταλία για διάφορους λόγους. Ο ένας ήταν ότι η Ιταλία είχε ισχυρότερη κλασική παράδοση από κάθε άλλη χώρα της δυτικής Ευρώπης. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Ιταλοί είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την πεποίθηση ότι κατάγονταν από τους αρχαίους Ρωμαίους.
Σε μερικές ιταλικές πόλεις, ίχνη του παλιού ρωμαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος είχαν επιζήσει στα σχολεία των δήμων. Και είναι επίσης αλήθεια ότι η Ιταλία είχε περισσότερη κοσμική κουλτούρα από τις περισσότερες χώρες της λατινικής χριστιανοσύνης. Τα ιταλικά πανεπιστήμια είχαν ιδρυθεί κυρίως για τη μελέτη του δικαίου και της ιατρικής, παρά της θεολογίας.
Οι ιταλικές οικονομικές εξελίξεις έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο, δίνοντας έμφαση στα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αναγέννησης. Οι ιταλικές πόλεις ήταν οι πλουσιότερες και μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, είχαν περισσότερους πόρους, σε σύγκριση με τις πόλεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, για να χρηματοδοτήσουν τις τέχνες. Αρχικά, κυβερνήσεις πόλεων και ιδιωτικές εταιρείες χρηματοδοτούσαν τους καλλιτέχνες που δούλευαν στις εκκλησίες και σε δημόσια μνημεία- δημόσιοι πόροι εξάλλου χρησιμοποιούνταν για να ενισχύσουν συγγραφείς που ο ρόλος τους ήταν να πλέκουν εγκώμια πόλεων στα γραπτά και στις ομιλίες τους.
Ύστερα όμως από το 1450 περίπου, η χρηματοδότηση μονοπωλήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα: εξέχουσες αριστοκρατικές οικογένειες, όπως οι Σφόρτσα (Sforza) στο Μιλάνο, οι Μέδικοι (Medici) στη Φλωρεντία, οι Έστε (Este) στη Φεράρα και οι Γονζάγα (Gonzaga) στη Μάντουα, έγιναν προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών, προκειμένου να δοξάσουν τους εαυτούς τους. Οι οικογένειες αυτές μπορεί να μην ήταν πλουσιότερες από τις αντίστοιχές τους στη βόρεια Ευρώπη, αλλά στράφηκαν νωρίτερα στην ενίσχυση της αναγεννησιακής κουλτούρας. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν ότι πάντα ζούσαν σε αστικά κέντρα, σε αντίθεση με τους βόρειους αριστοκράτες που από παράδοση ζούσαν στην ύπαιθρο, σε κάστρα ή σε αγροκτήματα και, κατά συνέπεια, εμποτίστηκαν από τα ιδανικά της Αναγέννησης σε ένα πρωϊμότερο στάδιο.
Η προστασία των τεχνών δεν περιορίστηκε στην κοσμική σφαίρα. Μετά το 1450, οι πάπες άρχισαν να υποστηρίζουν τα γράμματα και τις τέχνες προκειμένου να ενισχύσουν τη φήμη της Ρώμης και των παπικών κρατών. Ο Νικόλαος Ε” (1447-1455), που επονομάστηκε «ουμανιστής Πάπας», ίδρυσε τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Εξυμνήθηκε από ένα σύγχρονό του για τη «μεγάλη εκτίμηση που είχε για τα βιβλία και τους συγγραφείς». Κατοπινοί πάπες, συμπεριλαμβανομένων και των Αλεξάνδρου ΣΤ (1492-1503), Ιουλίου Β’ (1503-1513), του λεγάμενου «πάπα-πολεμιστή», και του Λέοντα Γ(1513-1521), του πιο κοσμικού από όλους τους πάπες της Αναγέννησης, εξασφάλισαν τις υπηρεσίες ιων μεγαλύτερων καλλιτεχνών των ημερών τους, συμπεριλαμβανομένου του Ραφαήλ και του Μιχαήλ “Αγγέλου, υψώνοντας έτσι τη Ρώμη για λίγες δεκαετίες, στο ύψος της απαράμιλλης καλλιτεχνικής πρωτεύουσας του κόσμου.
Πετράρχης, ο πρώτος ουμανιστής
Θα επιστρέφουμε αμέσως στην τέχνη, αλλά πρώτα ας επισκοπήσουμε τα μεγαλύτερα επιτεύγματα των Ιταλών λογίων και συγγραφέων της Αναγέννησης. Η ιστορία των γραμμάτων της Αναγέννησης πρέπει να αρχίσει από τον Φραγκίσκο Πετράρχη (Francesco Petrarcha, 1304-1374), τον πρώτο ουμανιστή με την τεχνική έννοια του όρου. Ο Πετράρχης ήταν ένας βαθιά πιστός Χριστιανός που πίστευε ότι η σχολαστική θεολογία και φιλοσοφία βρίσκονταν σε τελείως λανθασμένη κατεύθυνση, επειδή συγκεντρώνονταν στην αφηρημένη θεωρητικολογία αντί να διδάσκουν τους ανθρώπους πώς να συμπεριφέρονται σωστά για να πετύχουν τη σωτηρία τους.
Ο Πετράρχης πίστευε ότι ο Χριστιανός συγγραφέας πρέπει, πάνω απ’ όλα, να καλλιεργεί τη φιλολογική γλαφυρότητα, έτσι ώστε να εμπνέει τους ανθρώπους να κάνουν το καλό. Γι’ αυτόν, τα μόνα πρότυπα αληθινής γλαφυρότητας δεν βρίσκονταν παρά στους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς που, επιπλέον, ήταν γεμάτοι ηθική σοφία. Έτσι, ο Πετράρχης αφιέρωσε τον εαυτό του στην αναζήτηση άγνωστων λατινικών κειμένων και στη συγγραφή των δικών του ηθικών πραγματειών, οι οποίες ακολουθούσαν το ύφος των αρχαίων και περιείχαν χωρία τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο εγκαινίασε ένα πρόγραμμα «ουμανιστικών» (ανθρωπιστικών) μελετών, που έμελλε να επηρεάσει τον κόσμο επί αιώνες.
Ο Πετράρχης έχει επίσης μια θέση στην καθαρή λογοτεχνική ιστορία εξαετίας της ποίησής του. Αν και εκτιμούσε τα λατινικά του ποιήματα περισσότερο από κείνα που έγραφε στην καθομιλουμένη, μόνο τα τελευταία άντεξαν στο χρόνο. Πάνω απ’ όλα, τα ιταλικά σονέτα, γραμμένα για την πολυαγαπημένη του Λάουρα, με το ιπποτικό ύφος των τροβαδούρων, έγιναν αντικείμενα ευρύτατης μίμησης, σε μορφή και περιεχόμενο, σ’ ολόκληρη την περίοδο της Αναγέννησης.
Αστικός ουμανισμός
Όντας πιστός Χριστιανός, το τελικό ιδανικό του Πετράρχη, αναφορικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά, ήταν η μοναχική ζωή στοχασμού και ασκητισμού. Στις επόμενες ωστόσο γενιές, από το 1400 περίπου ως το 1450, πολλοί Ιταλοί στοχαστές και λόγιοι ανέπτυξαν ένα εναλλακτικό ιδανικό που παραδοσιακά ονομάζεται «αστικός ουμανισμός». Δύο από τους ηγετικούς αστούς ουμανιστές ήταν οι Φλωρεντινοί Λεονάρδος Μπρούνι, (Leonardo Bruni, 1370-1444) και Λέων Μπατίστας Αλμπέρτι, (Leon Battista Alberti, 1404-1472)· υπήρξαν, ωστόσο, και άλλοι πολλοί.
Οι αστοί ουμανιστές συμφωνούσαν με τον Πετράρχη για την ανάγκη της γλαφυρότητας και της μελέτης της κλασικής φιλολογίας, αλλά επίσης δίδασκαν ότι η φύση του ανθρώπου τον εξοπλίζει για τη δράση, για τη χρησιμότητά του στην οικογένειά του και στην κοινωνία, για την εξυπηρέτηση του κράτους. Κατά την άποψή τους, η φιλοδοξία και η επιδίωξη της δόξας ήταν ευγενικά κίνητρα που έπρεπε να ενθαρρύνονται.
Ο πολιτισμός της Αναγέννησης
Αρνήθηκαν να καταδικάσουν τον αγώνα για την απόκτηση υλικών αγαθών. Και τούτο, γιατί υποστήριζαν ότι η ιστορία της ανθρώπινης προόδου είναι αξεχώριστη από την επιτυχία του ανθρώπου στην κατάκτηση της γης και των πόρων της. Κανένας από τους αστούς ουμανιστές δεν ήταν αντίπαλος της θρησκείας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έπαιρναν τον χριστιανισμό ως δεδομένο και συγκεντρώνονταν κυρίως στα εγκόσμια ζητήματα.
Πέρα από τη διαφοροποίησή τους από τον Πετράρχη, όσον αφορά στην προτίμησή τους για μια δραστήρια ζωή αντί για εκείνη του ασκητισμού ή της περισυλλογής, οι αστοί ουμανιστές προχώρησαν πολύ πιο πέρα απ’ αυτόν στην κατεύθυνση της μελέτης της αρχαίας φιλολογικής κληρονομιάς. Πολλοί απ’ αυτούς ανακάλυψαν σημαντικά καινούργια λατινικά κείμενα, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία τους στην αποκάλυψη του τομέα των κλασικών ελληνικών σπουδών. Σ’ αυτό ενισχύθηκαν πολΰ από τη συνεισφορά διάφορων Βυζαντινών λογιών που είχαν μεταναστεύσει στην Ιταλία κατά το πρώτο μισό του Μου αιώνα. Οι λόγιοι από το Βυζάντιο δίδαξαν την Ελληνική γλώσσα και τα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων τους. Με τη δράση τους αυτή ενέπνευσαν Ιταλούς λογίους να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Εγγύς Ανατολής αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα.
Το 1423 μόνο ένας Ιταλός ουμανιστής, ο Ιωάννης Αουρίσπα (Giovanni Aurispa), μετέφερε 238 χειρόγραφα βιβλία, όπου συμπεριλαμβάνονταν έργα του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Θουκυδίδη. Έτσι τα περισσότερα κλασικά ελληνικά έργα, ιδιαίτερα τα γραφτά του Πλάτωνα, των δραματικών και των ιστορικών, έγιναν προσιτά στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Νεοπλατωνισμός της Αναγγένησης: Φιτσίνο και Πίκο
Μετά από το 1450 και μέχρι το 1600 περίπου, η κυριαρχία των αστών ουμανιστών στον κόσμο της ιταλικής σκέψης κλονίστηκε από τη σχολή νεοπλατωνικών στοχαστών, που αποσκοπούσαν να συνδυάσουν τις ιδέες του Πλάτωνα, του Πλωτίνου, καθώς και διάφορων παραφυάδων του αρχαίου μυστικισμού, με τον Χριστιανισμό. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί τους ήταν ο Μαρσίλιος Φιτσίνο (Marsilio Ficino) (1433-1499) και ο Ιωάννης Πίκο (Giovanni Pico Della Mirandola) (1463 -1494)· και οι δυο τους ήταν μέλη της Πλατωνικής Ακαδημίας που είχε ιδρυθεί από τον Κόσιμο Μέδικο στη Φλωρεντία.
Η Ακαδημία ήταν μια χαλαρά οργανωμένη εταιρεία λογίων που συγκεντρώνονταν για να ακούσουν αναγνώσεις κειμένων και διαλέξεις. Ο ήρωάς τους ήταν αναντίρρητα ο Πλάτων. Μερικές φορές γιόρταζαν τα γενέθλια του Πλάτωνα, οργανώνοντας συμπόσια προς τιμήν του, μετά από τα οποία όλοι έβγαζαν λόγους, σαν να ήταν πρόσωπα ενός πλατωνικού διαλόγου. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Φιτσίνο ήταν η μετάφραση των έργων του Πλάτωνα στα λατινικά το 1469, καθιστώντάς τα έτσι ιδιαίτερα προσιτά στους Δυτικοευρωπαίους για πρώτη φορά.
Η φιλοσοφία του ίδιου του Φιτσίνο, ωστόσο, είναι αναμφίβολο αν θα μπορούσε να ονομαστεί ουμανιστική, γιατί απομακρύνεται από την ηθική και προσεγγίζει τη μεταφυσική. Δίδασκε ο Φιτσίνο ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή του πρωταρχικά στον άλλο κόσμο. Κατά τη γνώμη του, «η αθάνατη ψυχή εξαθλιώνεται πάντα στο θνητό της σώμα». Το ίδιο ισχύει και για το μαθητή του Φιτσίνο, τον Πίκο, το πιο γνωστό έργο του οποίου είναι η Δημηγορία γύρω από την αξιοπρέπεια τον ανθρώπου. Ο Πίκο δεν ήταν σίγουρα αστός ουμανιστής, επειδή δεν έβρισκε παρά μικρή αξία στα εγκόσμια δημόσια πράγματα. Αλλά πίστευε πραγματικά ότι «δεν υπάρχει τίποτε πιο θαυμάσιο από τον άνθρωπο», επειδή ακριβώς είχε την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με την ικανότητα να επιτύχει την ένωσή του με το Θεό, αν το επιθυμεί.
Η πολιτική σκέψη του Μακιαβέλι
Δύσκολα μπορεί να λεχθεί ότι κάποιος από τους Ιταλούς στοχαστές ανάμεσα στον Πετράρχη και τον Πίκο πρωτοτύπησε πραγματικά- το μεγαλείο τους βρισκόταν στον τρόπο έκφρασής τους και στην εκλαΐκευση από μέρους τους διάφορων θεμάτων της αρχαίας σκέψης. Δεν μπορεί, ωστόσο να λεχθεί το ίδιο και για τον μεγαλύτερο πολιτικό φιλόσοφο της αναγεννησιακής Ιταλίας, τον Μακιαβέλι (Niccolo Machiavelli, 1469-1527), ο οποίος δεν ανήκε σε καμιά σχολή αλλά συνιστούσε ο ίδιος μια σχολή, από μόνος του. Κανένας δεν πρόσφερε περισσότερα από τον Μακιαβέλλι προς την κατεύθυνση της ανατροπής των παλιότερων αντιλήψεων για την ηθική βάση της πολιτικής ή τη θεμελίωση της αμερόληπτης άμεσης παρατήρησης της πολιτικής ζωής.
Στις Ομιλίες για τον Λίβιο εξύμνησε την αρχαία Ρωμαϊκή Δημοκρατία ως πρότυπο για όλες τις εποχές. Επαίνεσε το συνταγματικό καθεστώς, την ισότητα, την ελευθερία με την έννοια της ανεξαρτησίας από κάθε εξωτερική επέμβαση και υποστήριξε την υποταγή της θρησκείας στα συμφέροντα του κράτους. Αλλά ο Μακιαβέλλι έγραι^ε επίσης και τον Ηγεμόνα που αντανακλά τη δυσάρεστη κατάσταση της Ιταλίας της εποχής του. Στο τέλος του 15ου αιώνα, η Ιταλία είχε γίνει πεδίο διεθνών συγκρούσεων. Τόσο η Γαλλία, όσο και η Ισπανία είχαν εισβάλει στην ιταλική χερσόνησο και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τον προσεταιρισμό των ιταλικών κρατών, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, συγκλονίζονταν από εσωτερικούς διχασμούς που τα έκαναν εύκολη λεία των ξένων κατακτητών.
Το 1498, ο Μακιαβέλι μπήκε στην υπηρεσία της νεοϊδρυθείσας Δημοκρατίας της Φλωρεντίας ως δεύτερος Καγκελάριος και Γραμματέας. Τα καθήκοντά του περιλάμβαναν, σε μεγάλο βαθμό, διπλωματικές αποστολές σε άλλα κράτη. Όταν πήγε στη Ρώμη, εντυπωσιάστηκε από τα επιτεύγματα του Καίσαρα Βορ-γία, γιου του Πάπα Αλεξάνδρου ΣΤ”, στον τομέα της οικοδόμησης ενός σταθερού κράτους από διασκορπισμένα αρχικά στοιχεία. Υπογράμμισε και ενέκρινε τον συνδυασμό της ασπλαχνίας με την πανουργία στο πρόσωπο του Καίσαρα, καθώς και την πλήρη υποταγή της ηθικής στους πολιτικούς στόχους.
Το 1512, οι Μέδικοι επέστρεψαν για να ανατρέψουν τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας και ο Μακιαβέλλι έχασε τη θέση του. Απογοητευμένος και πικραμένος, αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στη συγγραφή. Στα βιβλία του, ιδιαίτερα στον Ηγεμόνα, περιέγραψε την πολιτική και πρακτική κυβερνήσεων, όχι εμφορούμενη από κάποιο υψηλό ιδανικό, αλλά όπως πραγματικά ήταν. Η υπέρτατη υποχρέωση του ηγεμόνα, διακήρυξε, ήταν να διατηρήσει την ισχύ και την ασφάλεια της χώρας που κυβερνούσε. Και σ’ αυτό δεν επιτρεπόταν να σταθεί εμπόδιο καμιά αντίληψη δικαιοσύνης, οίκτου ή προσήλωσης στην τήρηση οποιωνδήποτε συνθηκών. Κυνικός όσον αφορά στις απόψεις του για την ανθρώπινη φύση, ο Μακιαβέλλι υποστήριξε ότι όλοι οι άνθρωποι ωθούνται από κίνητρα ιδιοτελούς συμφέροντος, ιδιαίτερα από την επιθυμία της προσωπικής εξουσίας και υλικής ευημερίας.
Ο αρχηγός του κράτους, κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να θεωρεί καθόλου δεδομένη τη νομιμοφροσύνη ή την αφοσίωση των υπηκόων του προς αυτόν. Το μοναδικό ιδανικό που ο Μακιαβέλλι διατήρησε ως τα τελευταία του χρόνια ήταν εκείνο της ενοποίησης της Ιταλίας. Αλλά πίστευε ότι δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί παρά μόνο αν παραμεριζόταν κάθε ηθικός ενδοιασμός.
Άλλα ιταλικά φιλολογικά επιτεύγματα
Εκτός από το έργο του Μακιαβέλλι σημειώθηκαν μετά το 1500 πολυάριθμα άλλα επιτεύγματα στο χώρο της ιταλικής (φιλολογίας. Ένα από αυτά ήταν Το Βιβλίο τον Αυλικού, που δημοσιεύτηκε το 1516 από τον διπλωμάτη και κόμη Καστιλιόνε (Baldassare Castiglione, 1478-1529). Το έργο του Καστιλιόνε παρουσιάζει ζωντανά τη ζωή στις ιταλικές (χυλές, με σκοπό να προσδιορίσει όλα τα προσόντα που ήταν απαραίτητα για να γίνει κανείς «ευγενής». Περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο, πρόβαλε και εκλαΐκευσε το ιδανικό του τυπικού «ανθρώπου της Αναγέννησης»- του ανθρώπου που πετυχαίνει σε πολλούς διαφορετικούς τομείς και είναι παράλληλα γενναίος, έξυπνος και «ευγενής», δηλαδή πολιτισμένος και μορφωμένος.
Η δημοτικότητα τον Αυλικού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε γρήγορα μεταφράστηκε σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και εκδόθηκε πάνω από εκατό φορές. Περισσότερο σοβαρό ήταν το έργο του ιστορικού Φραγκίσκου Γκουιτσαρντίνι (Francesco Guicciardini, 1483-1540). Πρεσβευτής της Φλωρεντίας και κυβερνήτης περιοχών των παπικών κρατών για πολλά χρόνια, ο Γκουιτσαρντίνι είχε το σπάνιο πλεονέκτημα της εξοικείωσης με την περιπεπλεγμένη πολιτική ζωή των ημερών του.
Διέθετε ως ιστορικός δύο βασικά προσόντα: θαυμαστή δυνατότητα λεπτομερειακής και ρεαλιστικής ανάλυσης και μοναδική ικανότητα να αποκαλύπτει τα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης. Το αριστούργημά του, η Ιστορία της Ιταλίας, είναι μια εμπεριστατωμένη και νηφάλια έκθεση των ποικιλόμορφων δοκιμασιών αυτής της χώρας από το 1492 μέχρι το 1534. ()ύτε ο Καστιλιόνε ούτε ο Γκουιτσαρντίνι ήταν συγγραφείς με φαντασία.
Οι Ιταλοί του 16ου αιώνα όμως διέπρεψαν εξίσου και στην ποίηση, πάνω απ’ όλα στο χώρο της επικής ποίησης στην καθομιλούμενη γλώσσα. Ο κυριότερος από ιούς εκπροσώπους της επικής ποίησης ήταν ο Αριόστο (Ludovico Ariosto, 1474-1533), συγγραφέας ενός εκτεταμένου ποιήματος με τίτλο Μαινόμενος Ορλάνδος. Αν και είχε συνυφανθεί κατά μεγάλο μέρος από υλικά παρμένα από τις περιπετειώδεις ιστορίες και τους θρύλους του Καρλομάγνειου κύκλου, το έργο διαφέρει ριζικά από κάθε άλλο μεσαιωνικό έπος: ενσωματώνει πολλά στοιχεία που προέρχονται από κλασικές πηγές· δεν χαρακτηρίζεται από το απρόσωπο στοιχείο των μεσαιωνικών ιστοριών είναι τέλος, ελεύθερο από κάθε στοιχείο ιδεαλισμού.
Ο Αριόστο, ο μεγαλύτερος ίσως Ιταλός ποιητής μετά τον Δάντη, έγραφε για να κάνει τους αναγνώστες του να γελούν και για να τους γοητεύσει με πετυχημένες περιγραφές του ήσυχου μεγαλείου της φύσης και της παθιασμένης ομορφιάς του έρωτα. Το έργο του αντιπροσωπεύει την απογοήτευση της τελευταίας περιόδου της Αναγέννησης, την απώλεια της ελπίδας και της πίστης και την τάση αναζήτησης παρηγοριάς στην επιδίωξη της αισθητικής ικανοποίησης.
E.M.Burns «Ευρωπαϊκή ιστορία – ο δυτικός πολιτισμός : Νεότεροι χρόνοι»
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Σε μερικές ιταλικές πόλεις, ίχνη του παλιού ρωμαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος είχαν επιζήσει στα σχολεία των δήμων. Και είναι επίσης αλήθεια ότι η Ιταλία είχε περισσότερη κοσμική κουλτούρα από τις περισσότερες χώρες της λατινικής χριστιανοσύνης. Τα ιταλικά πανεπιστήμια είχαν ιδρυθεί κυρίως για τη μελέτη του δικαίου και της ιατρικής, παρά της θεολογίας.
Οι ιταλικές οικονομικές εξελίξεις έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο, δίνοντας έμφαση στα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αναγέννησης. Οι ιταλικές πόλεις ήταν οι πλουσιότερες και μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, είχαν περισσότερους πόρους, σε σύγκριση με τις πόλεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, για να χρηματοδοτήσουν τις τέχνες. Αρχικά, κυβερνήσεις πόλεων και ιδιωτικές εταιρείες χρηματοδοτούσαν τους καλλιτέχνες που δούλευαν στις εκκλησίες και σε δημόσια μνημεία- δημόσιοι πόροι εξάλλου χρησιμοποιούνταν για να ενισχύσουν συγγραφείς που ο ρόλος τους ήταν να πλέκουν εγκώμια πόλεων στα γραπτά και στις ομιλίες τους.
Ύστερα όμως από το 1450 περίπου, η χρηματοδότηση μονοπωλήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα: εξέχουσες αριστοκρατικές οικογένειες, όπως οι Σφόρτσα (Sforza) στο Μιλάνο, οι Μέδικοι (Medici) στη Φλωρεντία, οι Έστε (Este) στη Φεράρα και οι Γονζάγα (Gonzaga) στη Μάντουα, έγιναν προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών, προκειμένου να δοξάσουν τους εαυτούς τους. Οι οικογένειες αυτές μπορεί να μην ήταν πλουσιότερες από τις αντίστοιχές τους στη βόρεια Ευρώπη, αλλά στράφηκαν νωρίτερα στην ενίσχυση της αναγεννησιακής κουλτούρας. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν ότι πάντα ζούσαν σε αστικά κέντρα, σε αντίθεση με τους βόρειους αριστοκράτες που από παράδοση ζούσαν στην ύπαιθρο, σε κάστρα ή σε αγροκτήματα και, κατά συνέπεια, εμποτίστηκαν από τα ιδανικά της Αναγέννησης σε ένα πρωϊμότερο στάδιο.
Η προστασία των τεχνών δεν περιορίστηκε στην κοσμική σφαίρα. Μετά το 1450, οι πάπες άρχισαν να υποστηρίζουν τα γράμματα και τις τέχνες προκειμένου να ενισχύσουν τη φήμη της Ρώμης και των παπικών κρατών. Ο Νικόλαος Ε” (1447-1455), που επονομάστηκε «ουμανιστής Πάπας», ίδρυσε τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Εξυμνήθηκε από ένα σύγχρονό του για τη «μεγάλη εκτίμηση που είχε για τα βιβλία και τους συγγραφείς». Κατοπινοί πάπες, συμπεριλαμβανομένων και των Αλεξάνδρου ΣΤ (1492-1503), Ιουλίου Β’ (1503-1513), του λεγάμενου «πάπα-πολεμιστή», και του Λέοντα Γ(1513-1521), του πιο κοσμικού από όλους τους πάπες της Αναγέννησης, εξασφάλισαν τις υπηρεσίες ιων μεγαλύτερων καλλιτεχνών των ημερών τους, συμπεριλαμβανομένου του Ραφαήλ και του Μιχαήλ “Αγγέλου, υψώνοντας έτσι τη Ρώμη για λίγες δεκαετίες, στο ύψος της απαράμιλλης καλλιτεχνικής πρωτεύουσας του κόσμου.
Πετράρχης, ο πρώτος ουμανιστής
Θα επιστρέφουμε αμέσως στην τέχνη, αλλά πρώτα ας επισκοπήσουμε τα μεγαλύτερα επιτεύγματα των Ιταλών λογίων και συγγραφέων της Αναγέννησης. Η ιστορία των γραμμάτων της Αναγέννησης πρέπει να αρχίσει από τον Φραγκίσκο Πετράρχη (Francesco Petrarcha, 1304-1374), τον πρώτο ουμανιστή με την τεχνική έννοια του όρου. Ο Πετράρχης ήταν ένας βαθιά πιστός Χριστιανός που πίστευε ότι η σχολαστική θεολογία και φιλοσοφία βρίσκονταν σε τελείως λανθασμένη κατεύθυνση, επειδή συγκεντρώνονταν στην αφηρημένη θεωρητικολογία αντί να διδάσκουν τους ανθρώπους πώς να συμπεριφέρονται σωστά για να πετύχουν τη σωτηρία τους.
Ο Πετράρχης πίστευε ότι ο Χριστιανός συγγραφέας πρέπει, πάνω απ’ όλα, να καλλιεργεί τη φιλολογική γλαφυρότητα, έτσι ώστε να εμπνέει τους ανθρώπους να κάνουν το καλό. Γι’ αυτόν, τα μόνα πρότυπα αληθινής γλαφυρότητας δεν βρίσκονταν παρά στους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς που, επιπλέον, ήταν γεμάτοι ηθική σοφία. Έτσι, ο Πετράρχης αφιέρωσε τον εαυτό του στην αναζήτηση άγνωστων λατινικών κειμένων και στη συγγραφή των δικών του ηθικών πραγματειών, οι οποίες ακολουθούσαν το ύφος των αρχαίων και περιείχαν χωρία τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο εγκαινίασε ένα πρόγραμμα «ουμανιστικών» (ανθρωπιστικών) μελετών, που έμελλε να επηρεάσει τον κόσμο επί αιώνες.
Ο Πετράρχης έχει επίσης μια θέση στην καθαρή λογοτεχνική ιστορία εξαετίας της ποίησής του. Αν και εκτιμούσε τα λατινικά του ποιήματα περισσότερο από κείνα που έγραφε στην καθομιλουμένη, μόνο τα τελευταία άντεξαν στο χρόνο. Πάνω απ’ όλα, τα ιταλικά σονέτα, γραμμένα για την πολυαγαπημένη του Λάουρα, με το ιπποτικό ύφος των τροβαδούρων, έγιναν αντικείμενα ευρύτατης μίμησης, σε μορφή και περιεχόμενο, σ’ ολόκληρη την περίοδο της Αναγέννησης.
Αστικός ουμανισμός
Όντας πιστός Χριστιανός, το τελικό ιδανικό του Πετράρχη, αναφορικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά, ήταν η μοναχική ζωή στοχασμού και ασκητισμού. Στις επόμενες ωστόσο γενιές, από το 1400 περίπου ως το 1450, πολλοί Ιταλοί στοχαστές και λόγιοι ανέπτυξαν ένα εναλλακτικό ιδανικό που παραδοσιακά ονομάζεται «αστικός ουμανισμός». Δύο από τους ηγετικούς αστούς ουμανιστές ήταν οι Φλωρεντινοί Λεονάρδος Μπρούνι, (Leonardo Bruni, 1370-1444) και Λέων Μπατίστας Αλμπέρτι, (Leon Battista Alberti, 1404-1472)· υπήρξαν, ωστόσο, και άλλοι πολλοί.
Οι αστοί ουμανιστές συμφωνούσαν με τον Πετράρχη για την ανάγκη της γλαφυρότητας και της μελέτης της κλασικής φιλολογίας, αλλά επίσης δίδασκαν ότι η φύση του ανθρώπου τον εξοπλίζει για τη δράση, για τη χρησιμότητά του στην οικογένειά του και στην κοινωνία, για την εξυπηρέτηση του κράτους. Κατά την άποψή τους, η φιλοδοξία και η επιδίωξη της δόξας ήταν ευγενικά κίνητρα που έπρεπε να ενθαρρύνονται.
Ο πολιτισμός της Αναγέννησης
Αρνήθηκαν να καταδικάσουν τον αγώνα για την απόκτηση υλικών αγαθών. Και τούτο, γιατί υποστήριζαν ότι η ιστορία της ανθρώπινης προόδου είναι αξεχώριστη από την επιτυχία του ανθρώπου στην κατάκτηση της γης και των πόρων της. Κανένας από τους αστούς ουμανιστές δεν ήταν αντίπαλος της θρησκείας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έπαιρναν τον χριστιανισμό ως δεδομένο και συγκεντρώνονταν κυρίως στα εγκόσμια ζητήματα.
Πέρα από τη διαφοροποίησή τους από τον Πετράρχη, όσον αφορά στην προτίμησή τους για μια δραστήρια ζωή αντί για εκείνη του ασκητισμού ή της περισυλλογής, οι αστοί ουμανιστές προχώρησαν πολύ πιο πέρα απ’ αυτόν στην κατεύθυνση της μελέτης της αρχαίας φιλολογικής κληρονομιάς. Πολλοί απ’ αυτούς ανακάλυψαν σημαντικά καινούργια λατινικά κείμενα, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία τους στην αποκάλυψη του τομέα των κλασικών ελληνικών σπουδών. Σ’ αυτό ενισχύθηκαν πολΰ από τη συνεισφορά διάφορων Βυζαντινών λογιών που είχαν μεταναστεύσει στην Ιταλία κατά το πρώτο μισό του Μου αιώνα. Οι λόγιοι από το Βυζάντιο δίδαξαν την Ελληνική γλώσσα και τα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων τους. Με τη δράση τους αυτή ενέπνευσαν Ιταλούς λογίους να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Εγγύς Ανατολής αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα.
Το 1423 μόνο ένας Ιταλός ουμανιστής, ο Ιωάννης Αουρίσπα (Giovanni Aurispa), μετέφερε 238 χειρόγραφα βιβλία, όπου συμπεριλαμβάνονταν έργα του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Θουκυδίδη. Έτσι τα περισσότερα κλασικά ελληνικά έργα, ιδιαίτερα τα γραφτά του Πλάτωνα, των δραματικών και των ιστορικών, έγιναν προσιτά στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Νεοπλατωνισμός της Αναγγένησης: Φιτσίνο και Πίκο
Μετά από το 1450 και μέχρι το 1600 περίπου, η κυριαρχία των αστών ουμανιστών στον κόσμο της ιταλικής σκέψης κλονίστηκε από τη σχολή νεοπλατωνικών στοχαστών, που αποσκοπούσαν να συνδυάσουν τις ιδέες του Πλάτωνα, του Πλωτίνου, καθώς και διάφορων παραφυάδων του αρχαίου μυστικισμού, με τον Χριστιανισμό. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί τους ήταν ο Μαρσίλιος Φιτσίνο (Marsilio Ficino) (1433-1499) και ο Ιωάννης Πίκο (Giovanni Pico Della Mirandola) (1463 -1494)· και οι δυο τους ήταν μέλη της Πλατωνικής Ακαδημίας που είχε ιδρυθεί από τον Κόσιμο Μέδικο στη Φλωρεντία.
Η Ακαδημία ήταν μια χαλαρά οργανωμένη εταιρεία λογίων που συγκεντρώνονταν για να ακούσουν αναγνώσεις κειμένων και διαλέξεις. Ο ήρωάς τους ήταν αναντίρρητα ο Πλάτων. Μερικές φορές γιόρταζαν τα γενέθλια του Πλάτωνα, οργανώνοντας συμπόσια προς τιμήν του, μετά από τα οποία όλοι έβγαζαν λόγους, σαν να ήταν πρόσωπα ενός πλατωνικού διαλόγου. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Φιτσίνο ήταν η μετάφραση των έργων του Πλάτωνα στα λατινικά το 1469, καθιστώντάς τα έτσι ιδιαίτερα προσιτά στους Δυτικοευρωπαίους για πρώτη φορά.
Η φιλοσοφία του ίδιου του Φιτσίνο, ωστόσο, είναι αναμφίβολο αν θα μπορούσε να ονομαστεί ουμανιστική, γιατί απομακρύνεται από την ηθική και προσεγγίζει τη μεταφυσική. Δίδασκε ο Φιτσίνο ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή του πρωταρχικά στον άλλο κόσμο. Κατά τη γνώμη του, «η αθάνατη ψυχή εξαθλιώνεται πάντα στο θνητό της σώμα». Το ίδιο ισχύει και για το μαθητή του Φιτσίνο, τον Πίκο, το πιο γνωστό έργο του οποίου είναι η Δημηγορία γύρω από την αξιοπρέπεια τον ανθρώπου. Ο Πίκο δεν ήταν σίγουρα αστός ουμανιστής, επειδή δεν έβρισκε παρά μικρή αξία στα εγκόσμια δημόσια πράγματα. Αλλά πίστευε πραγματικά ότι «δεν υπάρχει τίποτε πιο θαυμάσιο από τον άνθρωπο», επειδή ακριβώς είχε την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με την ικανότητα να επιτύχει την ένωσή του με το Θεό, αν το επιθυμεί.
Η πολιτική σκέψη του Μακιαβέλι
Δύσκολα μπορεί να λεχθεί ότι κάποιος από τους Ιταλούς στοχαστές ανάμεσα στον Πετράρχη και τον Πίκο πρωτοτύπησε πραγματικά- το μεγαλείο τους βρισκόταν στον τρόπο έκφρασής τους και στην εκλαΐκευση από μέρους τους διάφορων θεμάτων της αρχαίας σκέψης. Δεν μπορεί, ωστόσο να λεχθεί το ίδιο και για τον μεγαλύτερο πολιτικό φιλόσοφο της αναγεννησιακής Ιταλίας, τον Μακιαβέλι (Niccolo Machiavelli, 1469-1527), ο οποίος δεν ανήκε σε καμιά σχολή αλλά συνιστούσε ο ίδιος μια σχολή, από μόνος του. Κανένας δεν πρόσφερε περισσότερα από τον Μακιαβέλλι προς την κατεύθυνση της ανατροπής των παλιότερων αντιλήψεων για την ηθική βάση της πολιτικής ή τη θεμελίωση της αμερόληπτης άμεσης παρατήρησης της πολιτικής ζωής.
Στις Ομιλίες για τον Λίβιο εξύμνησε την αρχαία Ρωμαϊκή Δημοκρατία ως πρότυπο για όλες τις εποχές. Επαίνεσε το συνταγματικό καθεστώς, την ισότητα, την ελευθερία με την έννοια της ανεξαρτησίας από κάθε εξωτερική επέμβαση και υποστήριξε την υποταγή της θρησκείας στα συμφέροντα του κράτους. Αλλά ο Μακιαβέλλι έγραι^ε επίσης και τον Ηγεμόνα που αντανακλά τη δυσάρεστη κατάσταση της Ιταλίας της εποχής του. Στο τέλος του 15ου αιώνα, η Ιταλία είχε γίνει πεδίο διεθνών συγκρούσεων. Τόσο η Γαλλία, όσο και η Ισπανία είχαν εισβάλει στην ιταλική χερσόνησο και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τον προσεταιρισμό των ιταλικών κρατών, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, συγκλονίζονταν από εσωτερικούς διχασμούς που τα έκαναν εύκολη λεία των ξένων κατακτητών.
Το 1498, ο Μακιαβέλι μπήκε στην υπηρεσία της νεοϊδρυθείσας Δημοκρατίας της Φλωρεντίας ως δεύτερος Καγκελάριος και Γραμματέας. Τα καθήκοντά του περιλάμβαναν, σε μεγάλο βαθμό, διπλωματικές αποστολές σε άλλα κράτη. Όταν πήγε στη Ρώμη, εντυπωσιάστηκε από τα επιτεύγματα του Καίσαρα Βορ-γία, γιου του Πάπα Αλεξάνδρου ΣΤ”, στον τομέα της οικοδόμησης ενός σταθερού κράτους από διασκορπισμένα αρχικά στοιχεία. Υπογράμμισε και ενέκρινε τον συνδυασμό της ασπλαχνίας με την πανουργία στο πρόσωπο του Καίσαρα, καθώς και την πλήρη υποταγή της ηθικής στους πολιτικούς στόχους.
Το 1512, οι Μέδικοι επέστρεψαν για να ανατρέψουν τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας και ο Μακιαβέλλι έχασε τη θέση του. Απογοητευμένος και πικραμένος, αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στη συγγραφή. Στα βιβλία του, ιδιαίτερα στον Ηγεμόνα, περιέγραψε την πολιτική και πρακτική κυβερνήσεων, όχι εμφορούμενη από κάποιο υψηλό ιδανικό, αλλά όπως πραγματικά ήταν. Η υπέρτατη υποχρέωση του ηγεμόνα, διακήρυξε, ήταν να διατηρήσει την ισχύ και την ασφάλεια της χώρας που κυβερνούσε. Και σ’ αυτό δεν επιτρεπόταν να σταθεί εμπόδιο καμιά αντίληψη δικαιοσύνης, οίκτου ή προσήλωσης στην τήρηση οποιωνδήποτε συνθηκών. Κυνικός όσον αφορά στις απόψεις του για την ανθρώπινη φύση, ο Μακιαβέλλι υποστήριξε ότι όλοι οι άνθρωποι ωθούνται από κίνητρα ιδιοτελούς συμφέροντος, ιδιαίτερα από την επιθυμία της προσωπικής εξουσίας και υλικής ευημερίας.
Ο αρχηγός του κράτους, κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να θεωρεί καθόλου δεδομένη τη νομιμοφροσύνη ή την αφοσίωση των υπηκόων του προς αυτόν. Το μοναδικό ιδανικό που ο Μακιαβέλλι διατήρησε ως τα τελευταία του χρόνια ήταν εκείνο της ενοποίησης της Ιταλίας. Αλλά πίστευε ότι δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί παρά μόνο αν παραμεριζόταν κάθε ηθικός ενδοιασμός.
Άλλα ιταλικά φιλολογικά επιτεύγματα
Εκτός από το έργο του Μακιαβέλλι σημειώθηκαν μετά το 1500 πολυάριθμα άλλα επιτεύγματα στο χώρο της ιταλικής (φιλολογίας. Ένα από αυτά ήταν Το Βιβλίο τον Αυλικού, που δημοσιεύτηκε το 1516 από τον διπλωμάτη και κόμη Καστιλιόνε (Baldassare Castiglione, 1478-1529). Το έργο του Καστιλιόνε παρουσιάζει ζωντανά τη ζωή στις ιταλικές (χυλές, με σκοπό να προσδιορίσει όλα τα προσόντα που ήταν απαραίτητα για να γίνει κανείς «ευγενής». Περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο, πρόβαλε και εκλαΐκευσε το ιδανικό του τυπικού «ανθρώπου της Αναγέννησης»- του ανθρώπου που πετυχαίνει σε πολλούς διαφορετικούς τομείς και είναι παράλληλα γενναίος, έξυπνος και «ευγενής», δηλαδή πολιτισμένος και μορφωμένος.
Η δημοτικότητα τον Αυλικού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε γρήγορα μεταφράστηκε σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και εκδόθηκε πάνω από εκατό φορές. Περισσότερο σοβαρό ήταν το έργο του ιστορικού Φραγκίσκου Γκουιτσαρντίνι (Francesco Guicciardini, 1483-1540). Πρεσβευτής της Φλωρεντίας και κυβερνήτης περιοχών των παπικών κρατών για πολλά χρόνια, ο Γκουιτσαρντίνι είχε το σπάνιο πλεονέκτημα της εξοικείωσης με την περιπεπλεγμένη πολιτική ζωή των ημερών του.
Διέθετε ως ιστορικός δύο βασικά προσόντα: θαυμαστή δυνατότητα λεπτομερειακής και ρεαλιστικής ανάλυσης και μοναδική ικανότητα να αποκαλύπτει τα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης. Το αριστούργημά του, η Ιστορία της Ιταλίας, είναι μια εμπεριστατωμένη και νηφάλια έκθεση των ποικιλόμορφων δοκιμασιών αυτής της χώρας από το 1492 μέχρι το 1534. ()ύτε ο Καστιλιόνε ούτε ο Γκουιτσαρντίνι ήταν συγγραφείς με φαντασία.
Οι Ιταλοί του 16ου αιώνα όμως διέπρεψαν εξίσου και στην ποίηση, πάνω απ’ όλα στο χώρο της επικής ποίησης στην καθομιλούμενη γλώσσα. Ο κυριότερος από ιούς εκπροσώπους της επικής ποίησης ήταν ο Αριόστο (Ludovico Ariosto, 1474-1533), συγγραφέας ενός εκτεταμένου ποιήματος με τίτλο Μαινόμενος Ορλάνδος. Αν και είχε συνυφανθεί κατά μεγάλο μέρος από υλικά παρμένα από τις περιπετειώδεις ιστορίες και τους θρύλους του Καρλομάγνειου κύκλου, το έργο διαφέρει ριζικά από κάθε άλλο μεσαιωνικό έπος: ενσωματώνει πολλά στοιχεία που προέρχονται από κλασικές πηγές· δεν χαρακτηρίζεται από το απρόσωπο στοιχείο των μεσαιωνικών ιστοριών είναι τέλος, ελεύθερο από κάθε στοιχείο ιδεαλισμού.
Ο Αριόστο, ο μεγαλύτερος ίσως Ιταλός ποιητής μετά τον Δάντη, έγραφε για να κάνει τους αναγνώστες του να γελούν και για να τους γοητεύσει με πετυχημένες περιγραφές του ήσυχου μεγαλείου της φύσης και της παθιασμένης ομορφιάς του έρωτα. Το έργο του αντιπροσωπεύει την απογοήτευση της τελευταίας περιόδου της Αναγέννησης, την απώλεια της ελπίδας και της πίστης και την τάση αναζήτησης παρηγοριάς στην επιδίωξη της αισθητικής ικανοποίησης.
E.M.Burns «Ευρωπαϊκή ιστορία – ο δυτικός πολιτισμός : Νεότεροι χρόνοι»
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.