“Χάρη λοιπόν στη Θεία Πρόνοια, η Κωνσταντινούπολη πέρασε ξανά στην εξουσία του βασιλιά των Ρωμαίων, όπως ήταν δίκαιο και όπως έπρεπε την εικοστή Πέμπτη Ιουλίου, κατά την τέταρτη επινέμηση και κατά το έτος έξι χιλιάδες εφτακόσια εξήντα εννιά από γενέσεως κόσμου, ενώ ήταν υπό κατοχή για πενήντα οχτώ χρόνια…”
Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τη φράγκικη τυραννία πριν από περίπου 760 δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη. Σημειώνεται ότι η πανηγυρική είσοδος του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου στην Πόλη έγινε ανήμερα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου του 1261.
Ο καθηγητής Γεώργιος Θ. Ζώρας, σε άρθρο του στο περιοδικό “Παρνασσός” – του ομώνυμου Φιλολογικού Συλλόγου- έγραψε στην 700ή επέτειο, το 1961:” Η ανάκτησις της
Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αξιοσημείωτος μόνον διότι επεξέτεινε κατά δύο όλους αιώνας την ζωή της μεσαιωνικής ελληνικής αυτοκρατορίας, αλλά – και κυρίως – διότι ετόνωσε το εθνικόν φρόνημα και έσωσεν από την πλήρη καταστροφήν τον Ελληνισμόν και την Ορθοδοξίαν. Αν οι Φράγκοι περέμενον επί τινας αιώνας εις την Ελλάδα και τούτους διεδέχετο αμέσως η τουρκική κυριαρχία είναι πολύ αμφίβολον αν ο Ελληνισμός θα είχε δυνηθή να επιζήση. Αλλ’ η επί δύο αιώνας αναζωπύρωσις έδωκε την ηθικήν δύναμιν εις το Έθνος δια την πραγμάτωσιν της ενδόξου θυσίας του 1453 και της μακράς αντιστάσεως κατά τα μακρά έτη της τουρκοκρατίας. Χωρίς το 1261 ίσως να μην υπήρχε το 1821“.
Η άλωση της Βασιλεύουσας από τους Φράγκους, το 1204, δεν έχει όμοια της στην Ιστορία, γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν, στην εξιστόρηση του των Σταυροφοριών. Και συνεχίζει πως οι μεν Βενετοί γνωρίζοντας την αξία του πολιτισμικού πλούτου της Κωνσταντινούπολης αφαίρεσαν τα αριστουργήματα της και τα μετέφεραν στην πόλη τους, για να στολίσουν πλατείες, παλάτια και εκκλησίες.
Όμως οι Φράγκοι και οι Φλαμανδοί κατέστρεψαν ό,τι έβρισκαν στο δρόμο τους. Δεν άφησαν τίποτε που να μην το καταστρέψουν.
Στην Αγία Σοφία μπήκαν οι μεθυσμένοι Φράγκοι και βεβήλωσαν την Αγία Τράπεζα, κατασκίσανε τα πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα που είχε πάνω της, κομμάτιασαν το ασημένιο εικονοστάσι του τέμπλου, έκαμαν παρανάλωμα του πυρός πολύτιμα χειρόγραφα και ποδοπάτησαν εικόνες. Τραυμάτιζαν, και σκότωναν αδιακρίτως παιδιά, γυναίκες και γέροντες, και βίαζαν νεαρά κορίτσια. Και όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης ακόμη και οι αλλόθρησκοι Σαρακηνοί έδειξαν στους Έλληνες περισσότερο έλεος από τους, υποτιθέμενους, χριστιανούς.
Με περισσή πολιτισμική, πολιτική, θρησκευτική, γλωσσική, ηθική και κοινωνική βία οι Φράγκοι προσπάθησαν να ξεριζώσουν τις ρίζες των Ελλήνων.
Στη μεγάλη αυτή συμφορά ο Ελληνισμός διασώθηκε από την πολιτική και την εκκλησιαστική ηγεσία του. Θα περιγράψουμε απλά τα τότε γεγονότα και τα σχόλια και οι συγκρίσεις του κάθε αναγνώστη. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης και μια πλειάδα σημαντικών Ελλήνων βρήκαν καταφύγιο στη Νίκαια και ο Θεόδωρος ίδρυσε εκεί την εν εξορία Αυτοκρατορία της Νικαίας και στέφθηκε ο πρώτος της αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Μιχαήλ Αυτωρειανό, που τον είχε ακολουθήσει.Από τον πάτο που βρισκόταν ο Ελληνισμός άρχισε να βρίσκει τα πατήματα του προς τα πάνω. Και για να ανεβούν του καλού τη σκάλα πρώτα ομολόγησαν τα αμαρτήματα τους, που οδήγησαν στην άλωση της Πόλης.
Γράφει σχετικά ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο βιβλίο του ‘Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος”:
” Η μοναρχία έδωκε πασίδηλον ομολογίαν των προηγουμένων αυτής αμαρτημάτων’ καθαρίζεται εις τα νάματα της δυστυχίας ειλικρινώς και ανυποκρίτως, ασπάζεται την αυθεντίαν της πνευματικής αρχής, και συμμαχεί μετά του ήδη αγωνιζομένου Ελληνισμού άνευ επιβουλής και δολιότητος. Διαδέχονται ο εις τον άλλον άνδρες ενάρετοι και πολεμικοί, βασιλείς τιμώντες μεν την θεολογίαν, τιμώντες δε και τα γράμματα, πολιτευόμενοι εμπείρως μετά των Γενουιτών, των Σικελών και των Ενετών, φειδόμενοι πατρικώς των δημοσίων χρημάτων, συντόνως διοικούντες επ’ αγαθώ των υπηκόων τα τε κοσμικά και τα εκκλησιαστικά της Δύσεως πράγματα, εξοικονομούμενοι το περί ενώσεως Εκκλησιών ζήτημα ( όπερ ήτο ακριβώς ό,τι σήμερον διατελεί το Ανατολικόν ζήτημα) μετά σπανιωτάτης ικανότητος και τέλος πάντων διακρινόμενοι καθ’ ημέραν επί ανδρεία και ηρωισμώ εις τους κατά βαρβάρων και Λατίνων πολέμους“. Επαναλαμβάνω δικά σας τα σχόλια και η σύγκριση με το σήμερα.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης απεβίωσε το 1222 και τον διαδέχθηκε ο γαμπρός του Ιωάννης Βατάτζης. Όταν αυτός απέθανε, το 1254, άφησε μιαν ισχυρή ελληνική αυτοκρατορία, έτοιμη να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη.
Χαρακτηριστικά ο υιός του Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης έγραψε για τον πατέρα του:
” Ένωσε τη χώρα, που είχε τεμαχιστεί από τους Λατίνους, Πέρσες, Βουλγάρους, Σκύθας, Μογγόλους και άλλους τυραννικούς ξένους. Ετιμώρησε τους άρπαγες και προστάτεψε τη χώρα του“.
Ο αρχιμανδρίτης και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Νικόλαος Ιωαννίδης στην μελέτη του για τον Νικηφόρο Βλεμμύδη σημειώνει πως παράλληλα με τις μεγάλες πολεμικές επιτυχίες που είχαν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της αυτοκρατορίας της Νικαίας και για να επιτύχουν το σκοπό τους, που ήταν η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, θέλησαν να διατηρήσουν και να συνεχίσουν την παράδοση του Βυζαντίου.
Γι’ αυτό και εργάσθηκαν για την άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών τόσο, που ορισμένοι λόγιοι παρομοίασαν τη Νίκαια με την αρχαία Αθήνα!. Επίσης η Νίκαια εκτός από κέντρο των γραμμάτων αναδείχθηκε και κέντρο κοινωνικής προνοίας.
Σημειώνει σχετικά ο π. Νικ. Ιωαννίδης:
” Η κοινωνική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νικαίας ήταν έργο κοινό Εκκλησίας και Πολιτείας. Επί της βασιλείας του Ιωάννη Γ’ Βατάτζη κτίσθηκαν νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και φιλανθρωπικά καταστήματα. Ο ίδιος ο Βατάτζης ονομάστηκε “ελεήμων” λόγω του φιλανθρωπικού του έργου“.
Παράλληλα με την κοινωνική πρόνοια ο Βατάτζης έδωσε ζωή και ανάπτυξη στην οικονομία. Επί των ημερών του άνθισαν το εμπόριο, η βιοτεχνία, η γεωργία, η κτηνοτροφία και η κτιριακή ανοικοδόμηση. Άνθιση είχε και η πολεμική βιομηχανία, που ήταν απαραίτητη για την αμυντική πολιτική της αυτοκρατορίας.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, όπως γράφει ο ιστορικός Βασίλιεφ, το όνομα του Ιωάννη Βατάτζη ήταν τόσο αγαπητό και σεβαστό από τον Ελληνικό Λαό, ώστε λίγο μετά τον θάνατο του έγινε ένας Άγιος στη λαϊκή ψυχή. Θαύματα άρχισαν να συνδέονται με τη μνήμη του και συγχρόνως συνετέθη ” Ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Ευσπλάχνου”. Η μνήμη του εορταζόταν πάντα, έως το 1922, στις 4 Νοεμβρίου, στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου ήταν και ο τάφος του. Την ιερή αυτή παράδοση συνεχίζει σήμερα η Μητρόπολη Διδυμοτείχου.
Σήμερα περνάμε μιαν ανάλογη κατάσταση με εκείνη που περνούσαν οι Έλληνες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Ένας Λάσκαρης και ένας Βατάτζης μας λείπουν.-
Ο καίσαρας-στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος που ανακατάλαβε την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους ήταν ευγενικής καταγωγής και είχε έναν γιο τον Κωνσταντίνο..[...Ο στρατηγός Αλέξιος άκουσε ότι οι Φράγκοι έλειπαν πανστρατιά. Έτσι, έβαλε το σχέδιό του σε λειτουργία. Μάζεψε τα παλληκάρια που είχε στις διαταγές του, έκανε ένα περίγραμμα των τειχών της θεόκτιστης πόλης, τους έδειξε την πύλη της Σηλυμβρίας και τους είπε πώς θα μπουν μέσα και πώς θα εξοντώσουν την φρουρά της πόλης.
Τείχη Κωνσταντινουπόλεως -Η Πύλη της Συληβρίας |
Τα παλληκάρια του Αλέξιου είδαν την τρύπα στα τείχη και ένας - ένας μπήκαν μέσα. Μπήκαν 50 περίπου, αλλά οι φρουροί τους αντιλήφησαν, οπότε επιτέθηκαν στους φρουρούς. Η μάχη έγινε σώμα με σώμα. Τα σπαθιά των Ελλήνων χτυπούσαν ανηλεώς τους βάρβαρους. Οι Φράγκοι αναταπέδοσαν τα χτυπήματα. Η μάχη πάνω στα τείχη είχε ανάψει. Ο Αλέξιος με το ξίφος στο χέρι φώναξε να ανοίξουν την πύλη για να μπουν και οι υπόλοιποι.
Στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης ο Φράγκος βασιλιάς κοιμόταν χωρίς να πάρει είδηση τι γινόταν στα τείχη της πόλης. Ο Αλέξιος έστειλε μήνυμα στον Μιχαήλ Η' να στείλει στρατό για να καταλάβουν την Πόλη. Η φρουρά των τειχών δεν άντεξε στο πείσμα και την γενναιότητα των στρατιωτών του Αλέξιου και υποχώρησε προς το λιμάνι της Πόλης. Οι Φράγκοι και οι Λατίνοι ακούγοντας τις φωνές από τους δρόμους της πόλης ξύπνησαν και μην ξέροντας τι συνέβαινε και ποιοι ήταν αυτοί που φώναζαν μέσα στην νύχτα πανικοβλήθηκαν. Όταν κατάλαβαν τι γινόταν έτρεξαν όλοι προς το λιμάνι μαζί με τον Φράγκο βασιλιά Βαλδουίνο Β' και τον Λατίνο πατριάρχη. Η Πόλη είχε χαθεί πια για αυτούς. Το πρωί της 25ης Ιουλίου στην Πόλη κυριαρχούσαν οι Έλληνες.
Μολυβδόβουλο (μολύβδινη σφραγίδα) του Αλέξιου Στρατηγόπουλου, περίπου 1251-8. Zacos, G., Veglery, A., Byzantine Lead Seals, Vol. 1, Part III, Basel 1972, p. 1577, pl. 190, no. 2756. |
Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης φώναζαν θριαμβευτικά το όνομα του Αλέξιου Στρατηγόπουλου. Ο ενετικός στόλος έφτασε και επιβίβασε όλους τους Φράγκους για να τους σώσει από το μένος των Ελλήνων που είχαν περικυκλώσει το λιμάνι για τα δεκάδες χρόνια φραγκικής καταπίεσης....]
Στις 15 Αυγούστου του 1261 μετά από 57 χρόνια φραγκοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη, στέφθηκε ο Έλληνας αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' στην Αγία Σοφία από τον πατριάρχη Αρσένιο και άφησε τον Αλέξιο να τελέσει θρίαμβο στην Πόλη. Όλοι επευφημούσαν τον Αλέξιο και τους στρατιώτες του για το κατόρθωμά του.Ο Μιχαήλ Η' έδωσε εντολή για έναν ολόκληρο χρόνο να μνημονεύεται το όνομα του Αλέξιου στις λειτουργίες των εκκλησιών. Με αυτόν τον τρόπο απελευθερώθηκε από τους Φράγκους η Βασιλεύουσα. Ο Αλέξιος πέθανε από άγνωστη αιτία και σε άγνωστο μέρος κάπου μεταξύ του 1271 και 1275. ΕΚ ΤΟΥ Αίας ο Τελαμώνιος 22 Μαΐου 2012
Η περιγραφή του ιστορικού της Λατινοκρατίας και αυτόπτη μάρτυρα Γεώργιου Ακροπολίτη
[… Ξαφνικά λοιπόν ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος εξορμώντας κατά τη διάρκεια της νύχτας, προσέγγισε την Κωνσταντινούπολη. Καθώς όμως είχε μαζί του και κάποιους άνδρες που προέρχονταν από την Πόλη και γνώριζαν επακριβώς τι συνέβαινε σ΄ αύτήν και αφού τους ρώτησε έμαθε ότι υπήρχε κάποια τρύπα στην περιφέρεια του τείχους της Πόλης, από την οποία θα μπορούσε να εισχωρήσει στρατιώτης.
Χωρίς λοιπόν διόλου να χρονοτριβήσει, ανέλαβε την επιχείρηση. Και πέρασε από την τρύπα έναν και τον ακολούθησε άλλος, εκείνον ύστερα άλλος κι έτσι έγινε ως τον δέκατο πέμπτο.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα μπήκαν περισσότεροι άνδρες στην Πόλη. Όταν όμως ανακάλυψαν κατά το τείχος της πόλης έναν από αυτούς που ήταν επιφορτισμένοι με την υπεράσπισή του, σκαρφαλώνοντας και πιάνοντάς τον από τα πόδια κάποιοι από τους δικούς μας τον γκρέμισαν έξω από την πόλη.
Οι υπόλοιποι παίρνοντας στα χέρια τους αξίνες και σπάζοντας τις αμπάρες των πυλών κατέστησαν απρόσκοπτη την είσοδο του στρατεύματος στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο καίσαρ Στρατηγόπουλος κι όλοι όσοι, Ρωμαίοι και Σκύθες τον ακολουθούσαν βρέθηκαν μέσα στην Πόλη .
(…) Ο ηγεμόνας της πόλης Βαλδουίνος κατευθύνθηκε στο μεγάλο παλάτι. Και οι Λατίνοι που είχαν μεταβεί στη Δαφνουσία ( εννοεί το στρατιωτικό σώμα των Λατίνων που είχε βγει από την Πόλη και κινήθηκε για να καταλάβει τη νήσου Δαφνουσία) χωρίς να έχουν μάθει τίποτα, κάνοντας την αντίθετη κίνηση, επέστρεψαν στην πόλη (…) μόλις έφτασαν και πληροφορήθηκαν τα γεγονότα κινήθηκαν βιαστικά για να εισβάλλουν στην πόλη. Αλλά οι Ρωμαίοι στρατιώτες, όταν το αντιλήφθηκαν, έβαλαν φωτιά στα σπίτια των Λατίνων που βρίσκονταν κοντά στην προκυμαία και τα πυρπόλησαν και πρώτα τα σπίτια των Βενετών, στην περιοχή <<κάμποι>>.
Κι όταν οι Λατίνοι στρατιώτες είδαν την πόλη να καίγεται, γρονθοκοπώντας τα μάγουλά τους και παίρνοντας μαζί τους όσους μπόρεσαν στις τριήρεις τους τράπηκαν σε φυγή μαζί με τον αυτοκράτορά τους Βαλδουίνο, που παραλίγο θα είχε συλληφθεί.
Χάρη λοιπόν στη Θεία Πρόνοια, η Κωνσταντινούπολη πέρασε ξανά στην εξουσία του βασιλιά των Ρωμαίων, όπως ήταν δίκαιο και όπως έπρεπε την εικοστή Πέμπτη Ιουλίου, κατά την τέταρτη επινέμηση και κατά το έτος έξι χιλιάδες εφτακόσια εξήντα εννιά από γενέσεως κόσμου, ενώ ήταν υπό κατοχή για πενήντα οχτώ χρόνια...].
[… Ξαφνικά λοιπόν ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος εξορμώντας κατά τη διάρκεια της νύχτας, προσέγγισε την Κωνσταντινούπολη. Καθώς όμως είχε μαζί του και κάποιους άνδρες που προέρχονταν από την Πόλη και γνώριζαν επακριβώς τι συνέβαινε σ΄ αύτήν και αφού τους ρώτησε έμαθε ότι υπήρχε κάποια τρύπα στην περιφέρεια του τείχους της Πόλης, από την οποία θα μπορούσε να εισχωρήσει στρατιώτης.
Χωρίς λοιπόν διόλου να χρονοτριβήσει, ανέλαβε την επιχείρηση. Και πέρασε από την τρύπα έναν και τον ακολούθησε άλλος, εκείνον ύστερα άλλος κι έτσι έγινε ως τον δέκατο πέμπτο.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα μπήκαν περισσότεροι άνδρες στην Πόλη. Όταν όμως ανακάλυψαν κατά το τείχος της πόλης έναν από αυτούς που ήταν επιφορτισμένοι με την υπεράσπισή του, σκαρφαλώνοντας και πιάνοντάς τον από τα πόδια κάποιοι από τους δικούς μας τον γκρέμισαν έξω από την πόλη.
Οι υπόλοιποι παίρνοντας στα χέρια τους αξίνες και σπάζοντας τις αμπάρες των πυλών κατέστησαν απρόσκοπτη την είσοδο του στρατεύματος στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο καίσαρ Στρατηγόπουλος κι όλοι όσοι, Ρωμαίοι και Σκύθες τον ακολουθούσαν βρέθηκαν μέσα στην Πόλη .
(…) Ο ηγεμόνας της πόλης Βαλδουίνος κατευθύνθηκε στο μεγάλο παλάτι. Και οι Λατίνοι που είχαν μεταβεί στη Δαφνουσία ( εννοεί το στρατιωτικό σώμα των Λατίνων που είχε βγει από την Πόλη και κινήθηκε για να καταλάβει τη νήσου Δαφνουσία) χωρίς να έχουν μάθει τίποτα, κάνοντας την αντίθετη κίνηση, επέστρεψαν στην πόλη (…) μόλις έφτασαν και πληροφορήθηκαν τα γεγονότα κινήθηκαν βιαστικά για να εισβάλλουν στην πόλη. Αλλά οι Ρωμαίοι στρατιώτες, όταν το αντιλήφθηκαν, έβαλαν φωτιά στα σπίτια των Λατίνων που βρίσκονταν κοντά στην προκυμαία και τα πυρπόλησαν και πρώτα τα σπίτια των Βενετών, στην περιοχή <<κάμποι>>.
Κι όταν οι Λατίνοι στρατιώτες είδαν την πόλη να καίγεται, γρονθοκοπώντας τα μάγουλά τους και παίρνοντας μαζί τους όσους μπόρεσαν στις τριήρεις τους τράπηκαν σε φυγή μαζί με τον αυτοκράτορά τους Βαλδουίνο, που παραλίγο θα είχε συλληφθεί.
Χάρη λοιπόν στη Θεία Πρόνοια, η Κωνσταντινούπολη πέρασε ξανά στην εξουσία του βασιλιά των Ρωμαίων, όπως ήταν δίκαιο και όπως έπρεπε την εικοστή Πέμπτη Ιουλίου, κατά την τέταρτη επινέμηση και κατά το έτος έξι χιλιάδες εφτακόσια εξήντα εννιά από γενέσεως κόσμου, ενώ ήταν υπό κατοχή για πενήντα οχτώ χρόνια...].
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗΣ,
Η χρονική συγγραφή της λατινοκρατίας (1204-1261
Έμβλημα του Αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως - Οικόσημα Nicolas de Lutzelbourg (NLU).Έτος 1561 Έκδοση από την S Clemmensen το 2005 – |
Ανακατάληψη Κωνσταντινούπολης, έτος 6769 από Κτίσεως Κόσμου
Εισαγωγή
Η άλωση της λατινοκρατούμενης (από το 1204) Κωνσταντινούπολης από το στρατό της λεγόμενης Αυτοκρατορίας της Νίκαιας το 1261 χαρακτηρίζεται γενικά στη βιβλιογραφία ως ανακατάληψη.
Κωνσταντινούπολη την εποχή της Λατινοκρατίας : Η λατινική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης διήρκεσε 57 χρόνια: από τις 13 Απριλίου 1204 μέχρι τις 25 Ιουλίου 1261. Κατά τη διάρκεια της μικρής σε διάρκεια επικυριαρχίας στα βυζαντινά εδάφη και στην ίδια την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, οι Λατίνοι εισήγαγαν πολλές αλλαγές, αλλά ταυτόχρονα διατήρησαν κάποιες από τις παραδόσεις της βυζαντινής διακυβέρνησης. Δεν πραγματοποιήθηκαν σημαντικά οικοδομικά προγράμματα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το 1230, η Λατινική Αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο διαρκούς παρακμής και σταδιακής πτώσης.
Η είσοδος του βυζαντινού στρατού στην Πόλη έγινε από κάποιο σημείο των τειχών στην περιοχή της πύλης της Πηγής, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου 1261 (ιουλιανό ημερολόγιο).
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την άλωσή της το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε σε ένα καθεστώς συγκυριαρχίας του Λατίνου (Γάλλου) [Φράγκου] αυτοκράτορα και του Κοινού των Βενετών. Στις περιοχές που δεν καταλήφθηκαν από τους σταυροφόρους, τα μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συσπειρώθηκαν γύρω από δύο ηγεμονικές αυλές, οι οποίες διεκδικούσαν το ρόλο του συνεχιστή της αυτοκρατορίας: την αυλή των Δουκών Κομνηνών στη δυτική Ελλάδα και εκείνη των Λασκαριδών στη Μικρά Ασία.
Έμβλημα του Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως |
Το δεύτερο κρατίδιο, γνωστό ως Αυτοκρατορία της Νίκαιας, κατόρθωσε μέσα σε τέσσερις δεκαετίες να επιβληθεί ως η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με διαρκείς εκστρατείες κατά την περίοδο 1242-1260, οι αυτοκράτορες Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης (1221-1254), Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) και Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) κατέλαβαν τη Μακεδονία και τη Θράκη, εκτοπίζοντας τους βασικούς τους αντιδιεκδικητές, δηλαδή τους Δούκες Κομνηνούς της Ηπείρου και τους ηγεμόνες της Βουλγαρίας.
Η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το 1240 έως το 1261 βασίλευε ο Βαλδουίνος Β΄, απέμεινε απομονωμένη και χωρίς εδάφη. Λόγω της έλλειψης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, η άμυνά της ήταν εξαρτημένη πλέον μόνο από το βενετικό στόλο και ενδεχόμενες ενισχύσεις από την Καθολική Δύση. Από την άλλη, τα ισχυρά χερσαία τείχη και η ανωτερότητα των Βενετών στη θάλασσα καθιστούσαν οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της Κωνσταντινούπολης εξαιρετικά δύσκολη και εξηγούν την επιβίωση της λατινικής κυριαρχίας επί τόσο μεγάλο διάστημα.
Πρώτες επιθέσεις
Οι πρώτες επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης έγιναν από τον Ιωάννη Γ΄ σε συνεργασία με τους Βουλγάρους το 1235 και το 1236, αλλά απέτυχαν.
Ο επόμενος αυτοκράτορας που έθεσε σε προτεραιότητα την προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης ήταν ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος. Τη δυνατότητα αυτή του την έδωσε η νίκη επί των συνασπισμένων αντιπάλων του στην Πελαγονία το 1259. Πρόσθετο κίνητρο για τον αυτοκράτορα ενδεχομένως ήταν η επιθυμία του να παγιώσει τη θέση του στο θρόνο, η οποία το 1259 ήταν ακόμη επισφαλής, δεδομένου ότι τυπικά συμβασίλευε με το νόμιμο αυτοκράτορα, τον ανήλικο Ιωάννη Δ΄.
Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις : Βυζαντινός αυτοκράτορας (1258-1261). Γιος και διάδοχος του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως. Δεν άσκησε αυτοπροσώπως την εξουσία λόγω της μικρής του ηλικίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του βρήκε υποστήριξη από το Γεώργιο Μουζάλωνα και τον Πατριάρχη Αρσένιο. Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος που επικράτησε στην πολιτική σκηνή σφετερίστηκε τα δικαιώματά του. Με εντολή του ο Ιωάννης Δ΄ τυφλώθηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή (1261). Πέθανε στη φυλακή μετά το 1284 και πιθανόν γύρω στο 1305.
Το 1260 ο Μιχαήλ αποπειράθηκε, χωρίς επιτυχία, να καταλάβει το Γαλατά, την οχυρωμένη συνοικία στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου κόλπου. Επίσης αναφέρεται ότι είχε προβεί σε συνεννοήσεις με κάποιο Λατίνο, εξάδελφό του, κατά τον Ακροπολίτη, ο οποίος κατοικούσε στην Πόλη, με σκοπό να ανοίξει κρυφά κάποια πύλη, αλλά ούτε αυτό το σχέδιο τελεσφόρησε.4
Η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το 1240 έως το 1261 βασίλευε ο Βαλδουίνος Β΄, απέμεινε απομονωμένη και χωρίς εδάφη. Λόγω της έλλειψης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, η άμυνά της ήταν εξαρτημένη πλέον μόνο από το βενετικό στόλο και ενδεχόμενες ενισχύσεις από την Καθολική Δύση. Από την άλλη, τα ισχυρά χερσαία τείχη και η ανωτερότητα των Βενετών στη θάλασσα καθιστούσαν οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της Κωνσταντινούπολης εξαιρετικά δύσκολη και εξηγούν την επιβίωση της λατινικής κυριαρχίας επί τόσο μεγάλο διάστημα.
Πρώτες επιθέσεις
Οι πρώτες επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης έγιναν από τον Ιωάννη Γ΄ σε συνεργασία με τους Βουλγάρους το 1235 και το 1236, αλλά απέτυχαν.
Ο επόμενος αυτοκράτορας που έθεσε σε προτεραιότητα την προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης ήταν ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος. Τη δυνατότητα αυτή του την έδωσε η νίκη επί των συνασπισμένων αντιπάλων του στην Πελαγονία το 1259. Πρόσθετο κίνητρο για τον αυτοκράτορα ενδεχομένως ήταν η επιθυμία του να παγιώσει τη θέση του στο θρόνο, η οποία το 1259 ήταν ακόμη επισφαλής, δεδομένου ότι τυπικά συμβασίλευε με το νόμιμο αυτοκράτορα, τον ανήλικο Ιωάννη Δ΄.
Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις : Βυζαντινός αυτοκράτορας (1258-1261). Γιος και διάδοχος του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως. Δεν άσκησε αυτοπροσώπως την εξουσία λόγω της μικρής του ηλικίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του βρήκε υποστήριξη από το Γεώργιο Μουζάλωνα και τον Πατριάρχη Αρσένιο. Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος που επικράτησε στην πολιτική σκηνή σφετερίστηκε τα δικαιώματά του. Με εντολή του ο Ιωάννης Δ΄ τυφλώθηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή (1261). Πέθανε στη φυλακή μετά το 1284 και πιθανόν γύρω στο 1305.
Το 1260 ο Μιχαήλ αποπειράθηκε, χωρίς επιτυχία, να καταλάβει το Γαλατά, την οχυρωμένη συνοικία στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου κόλπου. Επίσης αναφέρεται ότι είχε προβεί σε συνεννοήσεις με κάποιο Λατίνο, εξάδελφό του, κατά τον Ακροπολίτη, ο οποίος κατοικούσε στην Πόλη, με σκοπό να ανοίξει κρυφά κάποια πύλη, αλλά ούτε αυτό το σχέδιο τελεσφόρησε.4
Γεώργιος Ακροπολίτης, "Χρονική Συγγραφή" : Η Χρονική συγγραφή κατατάσσεται στα σημαντικότερα βυζαντινά ιστοριογραφικά έργα. Καλύπτοντας την περίοδο 1203-1261, αποτελεί βασική πηγή για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Νικαίας. Έργο του ανώτατου αξιωματούχου (μέγα λογοθέτη) και ενεργού παράγοντα στον πολιτικό στίβο Γεώργιου Ακροπολίτη, διακρίνεται για την αντικειμενική εξιστόρηση των γεγονότων, τις αξιόπιστες πληροφορίες και τη σαφήνεια της έκφρασης, κατέστη δε σημείο αναφοράς για τους μετέπειτα Bυζαντινούς ιστοριογράφους και χρονογράφους. Διασκευάστηκε από τον ίδιο συγγραφέα σε επίτομη μορφή με τον τίτλο Ποίημα Χρονικόν.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη εντάσσεται και η συνθήκη του Νυμφαίου (Μάρτιος 1261) ανάμεσα στο Μιχαήλ Η΄ και τη Γένουα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να ανταγωνιστεί το βενετικό στόλο.5 Τελικά η κατάληψη της Πόλης επήλθε απρόσμενα, χωρίς να απαιτηθεί κάποια οργανωμένη εκστρατεία ή πολιορκία.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη εντάσσεται και η συνθήκη του Νυμφαίου (Μάρτιος 1261) ανάμεσα στο Μιχαήλ Η΄ και τη Γένουα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να ανταγωνιστεί το βενετικό στόλο.5 Τελικά η κατάληψη της Πόλης επήλθε απρόσμενα, χωρίς να απαιτηθεί κάποια οργανωμένη εκστρατεία ή πολιορκία.
Η ανακατάληψη
Το καλοκαίρι του 1261, κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα, ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος διαπεραιώθηκε από τη Μικρά Ασία στην Καλλίπολη της Θράκης, επικεφαλής ενός σώματος περίπου 800 Ρωμαίων και Κουμάνων στρατιωτών.
Κουμάνοι : Οι Κουμάνοι ήταν τουρκικό φύλο που μετακινήθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα από την Ασία και άρχισε να συμπιέζει τον εθνικά συγγενικό του λαό, τους Πετσενέγους, στις στέπες της ανατολικής Ευρώπης. Στα τέλη του 11ου αιώνα, οι Κουμάνοι διενεργούσαν λεηλασίες σε βυζαντινά εδάφη, όμως στη μάχη στο Λεβούνιο το 1091 βοήθησαν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό να προκαλέσει βαριά ήττα στους Πετσενέγους. Οι επιθέσεις τους κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν έως το 1160. Μερίδα των Κουμάνων εγκαταστάθηκε σε βυζαντινά εδάφη, προσηλυτίστηκαν στο χριστιανισμό, έλαβαν κτήματα και υπηρετούσαν στον αυτοκρατορικό στρατό
Αποστολή του σώματος ήταν να προλάβει ενδεχόμενη βουλγαρική εισβολή στη Θράκη όσο ο κύριος όγκος του βυζαντινού στρατού ήταν απασχολημένος σε επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Από την Καλλίπολη πήγε στη Σηλύβρια, με σκοπό να προσεγγίσει την Κωνσταντινούπολη και να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση στην Πόλη.
Το καλοκαίρι του 1261, κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα, ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος διαπεραιώθηκε από τη Μικρά Ασία στην Καλλίπολη της Θράκης, επικεφαλής ενός σώματος περίπου 800 Ρωμαίων και Κουμάνων στρατιωτών.
Κουμάνοι : Οι Κουμάνοι ήταν τουρκικό φύλο που μετακινήθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα από την Ασία και άρχισε να συμπιέζει τον εθνικά συγγενικό του λαό, τους Πετσενέγους, στις στέπες της ανατολικής Ευρώπης. Στα τέλη του 11ου αιώνα, οι Κουμάνοι διενεργούσαν λεηλασίες σε βυζαντινά εδάφη, όμως στη μάχη στο Λεβούνιο το 1091 βοήθησαν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό να προκαλέσει βαριά ήττα στους Πετσενέγους. Οι επιθέσεις τους κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν έως το 1160. Μερίδα των Κουμάνων εγκαταστάθηκε σε βυζαντινά εδάφη, προσηλυτίστηκαν στο χριστιανισμό, έλαβαν κτήματα και υπηρετούσαν στον αυτοκρατορικό στρατό
Αποστολή του σώματος ήταν να προλάβει ενδεχόμενη βουλγαρική εισβολή στη Θράκη όσο ο κύριος όγκος του βυζαντινού στρατού ήταν απασχολημένος σε επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Από την Καλλίπολη πήγε στη Σηλύβρια, με σκοπό να προσεγγίσει την Κωνσταντινούπολη και να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση στην Πόλη.
ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΗΠΕΙΡΟΥ Ιδρύθηκε από το Μιχαήλ Α' τον Άγγελο, με πρωτεύουσα την Άρτα. Επεκτάθηκε στη Δυτική Ελλάδα και στη Μακεδονία, όπου ελευθέρωσε και τη Θεσσαλονίκη(1224), την οποία κράτησε 20 χρόνια. |
Οι πληροφοριοδότες του προέρχονταν από μία ομάδα ντόπιων, τους θεληματάριους, οι οποίοι κατοικούσαν στην αγροτική περιοχή στα περίχωρα της Πόλης.6 Καλλιεργούσαν τη γη, αλλά φαίνεται πως παρείχαν και στρατιωτικές υπηρεσίες στο Λατίνο αυτοκράτορα, αφού ένα μέρος τους ήταν οργανωμένο σε στρατιωτικό σώμα.
Οι θεληματάριοι ενημέρωσαν το Στρατηγόπουλο πως ο βενετικός στόλος είχε αναχωρήσει για να επιτεθεί στη Δαφνουσία, ένα μικρό νησί στον Εύξεινο Πόντο, και η Πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλακτη. Προσφέρθηκαν να συμπράξουν ώστε να εισχωρήσει στην Πόλη ο στρατός του Στρατηγόπουλου.
Οι θεληματάριοι ενημέρωσαν το Στρατηγόπουλο πως ο βενετικός στόλος είχε αναχωρήσει για να επιτεθεί στη Δαφνουσία, ένα μικρό νησί στον Εύξεινο Πόντο, και η Πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλακτη. Προσφέρθηκαν να συμπράξουν ώστε να εισχωρήσει στην Πόλη ο στρατός του Στρατηγόπουλου.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι θεληματάριοι ανέβηκαν με σκάλες στα τείχη ενώ βρίσκονταν μέσα, σκότωσαν τους φρουρούς και στη συνέχεια άνοιξαν μία πύλη από την οποία εισήλθαν οι στρατιώτες.
Σύμφωνα με μία άλλη, μία μικρή ομάδα στρατιωτών εισήλθε από ένα άνοιγμα· στη συνέχεια ανέβηκαν στα τείχη, όπου εξουδετέρωσαν τους φρουρούς.
Μετά την είσοδο του στρατού του Στρατηγόπουλου στην πόλη, κάποιοι από τους Λατίνους στρατιώτες δοκίμασαν να αντισταθούν· ακολούθησαν αψιμαχίες, οι οποίες όμως δεν εμπόδισαν τους Βυζαντινούς να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Ο Βαλδουίνος Β΄, ο οποίος βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών, πληροφορήθηκε τα συμβάντα και τράπηκε σε φυγή διασχίζοντας την πόλη έως το παλάτι του Βουκολέοντος, στις ακτές της Προποντίδας, όπου και επιβιβάστηκε σε πλοίο.
Πίσω του εγκατέλειψε τα διάσημα της αυτοκρατορικής εξουσίας, τα οποία στη συνέχεια απεστάλησαν στο Μιχαήλ Η΄.
Επειδή παρέμενε πάντα ο κίνδυνος της επιστροφής του βενετικού στόλου από τη Δαφνουσία, ο Στρατηγόπουλος διέταξε την πυρπόληση των συνοικιών των Βενετών και των άλλων Δυτικών, οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου. Ακολούθησαν σκηνές χάους. Όταν επέστρεψε ο στόλος, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να διασώσει τις οικογένειες των Λατίνων της Πόλης και να τις μεταφέρει σε άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές ή στη Δύση.7
Πίσω του εγκατέλειψε τα διάσημα της αυτοκρατορικής εξουσίας, τα οποία στη συνέχεια απεστάλησαν στο Μιχαήλ Η΄.
Επειδή παρέμενε πάντα ο κίνδυνος της επιστροφής του βενετικού στόλου από τη Δαφνουσία, ο Στρατηγόπουλος διέταξε την πυρπόληση των συνοικιών των Βενετών και των άλλων Δυτικών, οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου. Ακολούθησαν σκηνές χάους. Όταν επέστρεψε ο στόλος, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να διασώσει τις οικογένειες των Λατίνων της Πόλης και να τις μεταφέρει σε άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές ή στη Δύση.7
Από άλλη περίοδο . Θρίαμβος του Αυτοκράτορα Τσιμισκή στην Κωνσταντινούπολη Κωδ- Ιωαν.Σκυλίτση |
Η θριαμβευτική είσοδος του Μιχαήλ Η΄ στην Κωνσταντινούπολη έγινε με επίσημο τρόπο στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Τόσο η επιλογή της ημέρας (γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου για τη χριστιανική εκκλησία) όσο και ο έντονα θρησκευτικός χαρακτήρας της τελετής (ο αυτοκράτορας εισήλθε στην Πόλη από τη Χρυσή Πύλη πεζός, ενώ προπορευόταν σε άμαξα η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας) δείχνουν την προσπάθεια του Μιχαήλ να παρουσιάσει την ανακατάληψη ως θεία παραχώρηση, και τον εαυτό του ως φορέα θείας εύνοιας. Στην ίδια κατεύθυνση βρισκόταν και η κοπή χρυσών υπερπύρων με έναν εντελώς νέο εικονογραφικό τύπο: στη μία όψη εικονίζεται η Θεοτόκος Βλαχερνίτισσα μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ στην άλλη ο αυτοκράτορας γονατιστός μπρος στο Χριστό.8
Η έδρα του αυτοκράτορα και του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε, αυτονόητα, στην ανακαταληφθείσα Κωνσταντινούπολη. Επίσης στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν τα μέλη της ανώτατης αριστοκρατίας και της κεντρικής διοίκησης. Ο Μιχαήλ Η΄ ακολούθησε μια συστηματική πολιτική εποικισμού για την ενίσχυση του πληθυσμού της Πόλης, ενώ προέβη και σε επισκευές ή ανακαινίσεις πολλών κτηρίων, θρησκευτικών και μη.
Άσπρον τραχύ.1272 - Χριστός ένθρονος - Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος και ο γιος του Ανδρόνικος Β' στεφόμενοι από το Χριστό
|
Συνέπειες της ανακατάληψης
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε ευνόητη ευφορία στους Βυζαντινούς, καθώς παγίωνε τη θέση της αυτοκρατορίας ως της κυρίαρχης δύναμης στο χώρο της Ρωμανίας και γεννούσε την ελπίδα για αποκατάστασή της στα σύνορα του 12ου αιώνα. Για τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, ο οποίος πρόσθεσε στον τίτλο του το χαρακτηρισμό «Νέος Κωνσταντίνος», ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να ολοκληρώσει τη δυναστική αλλαγή του 1259: μετά την είσοδό του στην Πόλη στέφθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά μαζί με το γιο του Ανδρόνικο, ενώ ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις παραμερίστηκε και στη συνέχεια τυφλώθηκε.
Για την ίδια την Κωνσταντινούπολη ο εποικισμός, η επανασύνδεσή της με το γεωγραφικό της περίγυρο, η ενίσχυση του ρόλου της ως κέντρου του διεθνούς εμπορίου και η επανεγκατάσταση στην πόλη της αυτοκρατορικής αυλής και της αριστοκρατίας σήμαναν μια βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη μετά την κρίση που είχε ακολουθήσει την άλωση του 1204, αν και δε φαίνεται να έφτασε ο πληθυσμός της ποτέ στα επίπεδα του 12ου αιώνα.
Για τους Βενετούς, η απώλεια της Κωνσταντινούπολης ήταν σοβαρό πλήγμα, αφού προς στιγμήν τους εκτόπισε από το εμπόριο του Εύξεινου Πόντου προς όφελος των ανταγωνιστών τους Γενουατών, την ώρα που λόγω της Pax Mongolica ο συγκεκριμένος εμπορικός δρόμος αποκτούσε τεράστια σημασία. Αν και οι Βενετοί επανήλθαν στην Πόλη το 1267, η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης σηματοδοτεί την αρχή της γενουατικής ηγεμονίας στο εμπόριο της Ρωμανίας.
Από μεσαιωνικό χάρτη της Δύσης το φλάμουλο των Παλαιολόγων |
Κωνσταντινούπολη την εποχή των Παλαιολόγων : Η Κωνσταντινούπολη τα χρόνια της παλαιολόγειας δυναστείας ήταν αρκετά μικρότερη από τη μεσοβυζαντινή πόλη, παραμένοντας όμως ένα από τα μεγαλύτερα μεσαιωνικά αστικά κέντρα. Το πολιτικό κέντρο της είχε μετακινηθεί στην περιοχή των Βλαχερνών, ενώ το Μέγα Παλάτιο διατηρούσε πολύ περιορισμένο τελετουργικό ρόλο. Πολλά από τα λαμπρά οικοδομήματα προηγούμενων περιόδων δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ωστόσο, με πρωτοβουλία των μελών της αυτοκρατορικής δυναστείας και αριστοκρατικών οικογενειών συντηρήθηκαν, ανακαινίστηκαν και διακοσμήθηκαν πολλές μονές, ενώ η Κωνσταντινούπολη διατήρησε το ρόλο του καλλιτεχνικού κέντρου. Η πόλη παρέμεινε μείζον κέντρο εμπορίου, αν και η εμπορική δραστηριότητα βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ιταλικών παροικιών.
Κωνσταντινούπολη ως κέντρο εμπορίου : Η Κωνσταντινούπολη ήταν κέντρο τοπικού, περιφερειακού και διαπεριφερειακού εμπορίου, δεσπόζοντας στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο του βυζαντινού κράτους για το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής του. Από το 13ο αιώνα όμως ο έλεγχος της εμπορικής κίνησης της βυζαντινής πρωτεύουσας πέρασε σταδιακά στα χέρια των Δυτικών εμπόρων και ιδιαίτερα των Ιταλών.
Μακροπρόθεσμα, η ανακατάληψη είχε και αρνητικές συνέπειες. Οι εχθροί της αυτοκρατορίας συσπειρώθηκαν γύρω από την προοπτική μιας νέας σταυροφορίας εναντίον των Βυζαντινών. Ο Μιχαήλ Η΄ υποχρεώθηκε να αναλώσει τεράστιους πόρους και διπλωματικές προσπάθειες στην αποτροπή των σχεδίων αυτών, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της αυτοκρατορίας.9 Η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, μέρος των προσπαθειών αυτών, προκάλεσε βαθύ εσωτερικό διχασμό, ο οποίος προστέθηκε στη δυσαρέσκεια για το σφετερισμό του θρόνου από τους Παλαιολόγους. Η μεταφορά του κέντρου βάρους στην Κωνσταντινούπολη και τη Δύση έπληξε κυρίως τη βυζαντινή Μικρά Ασία, η οποία αντιμετώπισε την αδιαφορία ή και την εχθρότητα του Μιχαήλ Η΄, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της άμυνάς της και εν τέλει την κατάκτησή της από τους Τούρκους στα τέλη του 13ου αιώνα.10
Κωνσταντινούπολη ως κέντρο εμπορίου : Η Κωνσταντινούπολη ήταν κέντρο τοπικού, περιφερειακού και διαπεριφερειακού εμπορίου, δεσπόζοντας στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο του βυζαντινού κράτους για το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής του. Από το 13ο αιώνα όμως ο έλεγχος της εμπορικής κίνησης της βυζαντινής πρωτεύουσας πέρασε σταδιακά στα χέρια των Δυτικών εμπόρων και ιδιαίτερα των Ιταλών.
Μακροπρόθεσμα, η ανακατάληψη είχε και αρνητικές συνέπειες. Οι εχθροί της αυτοκρατορίας συσπειρώθηκαν γύρω από την προοπτική μιας νέας σταυροφορίας εναντίον των Βυζαντινών. Ο Μιχαήλ Η΄ υποχρεώθηκε να αναλώσει τεράστιους πόρους και διπλωματικές προσπάθειες στην αποτροπή των σχεδίων αυτών, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της αυτοκρατορίας.9 Η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, μέρος των προσπαθειών αυτών, προκάλεσε βαθύ εσωτερικό διχασμό, ο οποίος προστέθηκε στη δυσαρέσκεια για το σφετερισμό του θρόνου από τους Παλαιολόγους. Η μεταφορά του κέντρου βάρους στην Κωνσταντινούπολη και τη Δύση έπληξε κυρίως τη βυζαντινή Μικρά Ασία, η οποία αντιμετώπισε την αδιαφορία ή και την εχθρότητα του Μιχαήλ Η΄, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της άμυνάς της και εν τέλει την κατάκτησή της από τους Τούρκους στα τέλη του 13ου αιώνα.10
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Ανακατάληψη Κωνσταντινούπολης, έτος 6769 από Κτίσεως Κόσμου ΑΝΑΦΟΡΕΣ :
1. Για την Aυτοκρατορία της Νίκαιας βλ. Angold, M., A Byzantine Government in Exile. Government and Society under the Lascarids of Nicaea (1204-1261) (Oxford 1975). Για το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί βυζαντινή η λατινική αυτοκρατορία, βλ. Lock, P., “The Latin Emperors as Heirs to Byzantium”, στο Magdalino, P. (επιμ.), New Constantines: The Rhythm of Imperial Renewal in Byzantium, 4th-13th Centuries (Aldershot 1974), σελ. 295-304. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέπεται πως οι αξιώσεις των αυτοκρατόρων της Νίκαιας εν τέλει νομιμοποιήθηκαν ex eventu.
2. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera 1 (Stuttgart 1978), σελ. 183.
3. Angold, M., A Byzantine Government in Exile. Government and Society under the Lascarids of Nicaea (1204-1261) (Oxford 1975), σελ. 198.
4. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera 1 (Stuttgart 1978), σελ. 174-175. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymérès. Relations Historiques 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24, Paris 1984), σελ. 172-173. Για την ταύτιση των γεγονότων που περιγράφουν οι δύο συγγραφείς, βλ. Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 69-71.
5. Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 77-80.
6. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymérès. Relations Historiques 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24, Paris 1984), σελ. 157.
7. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera 1 (Stuttgart 1978), σελ. 181-183· Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymérès. Relations Historiques 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24, Paris 1984), σελ. 192-204. Σχολιασμός και συμπληρωματικές αναφορές σε πηγές στο Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 82-95.
8. Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5:1 (Washington 1999), σελ. 106 κ.ε.
9. Βλ. Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 82-95.
10. Συνοπτική αποτίμηση της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄, στο Laiou, A., Constantinople and the Latins: The Foreign Policy of Andronicus II (1282-1328) (Cambridge Mass. 1972), σελ. 11-31.
2. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera 1 (Stuttgart 1978), σελ. 183.
3. Angold, M., A Byzantine Government in Exile. Government and Society under the Lascarids of Nicaea (1204-1261) (Oxford 1975), σελ. 198.
4. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera 1 (Stuttgart 1978), σελ. 174-175. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymérès. Relations Historiques 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24, Paris 1984), σελ. 172-173. Για την ταύτιση των γεγονότων που περιγράφουν οι δύο συγγραφείς, βλ. Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 69-71.
5. Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 77-80.
6. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymérès. Relations Historiques 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24, Paris 1984), σελ. 157.
7. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera 1 (Stuttgart 1978), σελ. 181-183· Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymérès. Relations Historiques 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24, Paris 1984), σελ. 192-204. Σχολιασμός και συμπληρωματικές αναφορές σε πηγές στο Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 82-95.
8. Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5:1 (Washington 1999), σελ. 106 κ.ε.
9. Βλ. Γιαννακόπουλος, Κ.Ι., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις, 1258-1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετάφραση Κ. Πολίτης (Αθήνα 1969), σελ. 82-95.
10. Συνοπτική αποτίμηση της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄, στο Laiou, A., Constantinople and the Latins: The Foreign Policy of Andronicus II (1282-1328) (Cambridge Mass. 1972), σελ. 11-31.
ΜΕ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ :
Άρθρο του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου - https://antexoume.wordpress.com
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗΣ, Η χρονική συγγραφή της λατινοκρατίας (1204-1261
Κυρίτσης Δημήτρης, «Ανακατάληψη Κωνσταντινούπολης, 1261», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
ΕΚ.ΤΟΥ.ΣΥΝΕΡΓΆΤΗ
ΜΑΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Σας
προσκαλώ να εγγραφείτε στο νέο κανάλι μου στο you tube
Να το
στηρίξετε και να έχετε έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση.
Όπως
επίσης μπορείτε να μου στέλνετε στο mail μου dsgroupmedia@gmail.com
τα video σας να τα ανεβάζουμε άμεσα.
Αν σας άρεσε το άρθρο κάντε ένα like, κοινοποιήστε το
στους φίλους σας και μοιραστείτε μαζί τους την γνώση
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.