Τα ζώα χρησιμοποιούνταν σε πολεμικές επιχειρήσεις επί χιλιετίες. Στοιχεία από Ελληνο-Ρωμαϊκές φιλολογικές πηγές, αποκαλύπτουν αξιοσημείωτη ποικιλία πλασμάτων του κόσμου των ζώων και των εντόμων, από σφήκες έως ελέφαντες, τα οποία «επιστρατεύτηκαν» για την επίτευξη νικηφόρων μαχών κατά την αρχαιότητα. Τον 3ο μ.Χ αιώνα, ο μελίγλωττος ιστορικός Αιλιανός (Περὶ ζῴων ἰδιότητος 9.40, 1.54, 5.16, 9.15) πιθανολόγησε ότι το οπλοστάσιο των δηλητηρίων που είχαν στην διάθεσή τους τα ιοβόλα φίδια και κεντροφόρα έντομα, για να κυνηγούν και να αμύνονται, ενέπνευσε του ανθρώπους να οπλοποιήσουν επιβλαβή πλάσματα σε πολεμικές επιχερήσεις. Στην αρχαιότητα θεωρούσαν ότι τα φίδια ενίσχυαν το δηλητήριό τους τρώγοντας δηλητηριώδη φυτά. Ως εκ τούτου κάποιος τοξότης μπορούσε να ενισχύσει την φονικότητα των βελών του εμποτίζοντας την αιχμή με δηλητήριο.
Ο επί μακρόν παρατηρημένος συγχρονισμός ανάμεσα σε επιδρομές τρωκτικών και επιδημίες πανώλης οι οποίες έπλητταν στρατεύματα εισβολής, ενδέχεται να ενέπνευσε την ιδέα της προμελετημένης επιχείρησης στροφής των ζώων ενάντια σε εχθρούς. Γράφοντας τον 1ο π.Χ αιώνα ο Λουκρήτιος [Για την φύση των πραγμάτων (De Rerum Natura) 5.1298-1349] προτείνει ότι οι πρώιμοι άνθρωποι ενδέχεται να προσπάθησαν να εντάξουν άγρια ζώα, όπως λιοντάρια ή αγριόχοιρους στην υπηρεσία του πολέμου, αλλά σύντομα έμαθαν να επικεντρώνονται σε ζώα τα οποία μπορούσαν να εξημερωθούν και να εκπαιδευτούν.
Προγυμνασμένα άλογα και ελέφαντες μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά την ισχύ κρούσεως των ανθρώπων πολεμιστών. Κάποια ήμερα και άγρια ζώα διαθέτουν φυσικά χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν την χρησιμοποίησή τους σε επιθετικές και αμυντικές τακτικές. Μερικά είδη ενστικτωδώς δειλιάζουν ή πανικοβάλλονται από την παρουσία ασυνήθιστων ζώων, για παράδειγμα, η δυσωδία που αναδύουν οι καμήλες μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση σε κοντινά ευρισκόμενα άλογα ιππικού. Θα επικρατούσε χάος όταν ασυμβίβαστα είδη ζώων οδηγούνταν στο πεδίο της μάχης και πανούργοι στρατηλάτες αντιλαμβάνοντανν πως θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την εν λόγω αντιπαλότητα προς όφελός τους. Όπως με όλα τα βιολογικά όπλα, η ένταξη ζώων σε πολεμικές υπηρεσίες μπορούσε να έχει απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη έκβαση: η απειλή οπισθοχώρησης, αυτοτραυματισμού και ακούσιων συνεπειών ήταν πάντοτε υπαρκτή (Mayor, 2009: 39, 179, 190, 197).
Μερικά πλάσματα παρατεταγμένα εναντίων εχθρών, ήταν δίχως να το θέλουν βιολογικοί σύμμαχοι, όπως κοπάδια αθώων προβάτων ή βοοειδών ή δηλητηριώδη όντα των οποίων η επιθετικότητα τα ωθούσε να επιτεθούν σε ανθρώπινους στόχους. Αλλά, σε αντίθεση με σφήκες, οχιές, σκορπιούς και ποντίκια, των οποίων τα ένστικτα ίσως λειτουργούσαν προς όφελος κάποιας πλευράς σε πολεμικές συρράξεις, μεγαλόσωμα, ευφυή ζώα, θα μπορούσαν να προετοιμασθούν ή εκπαιδευτούν κατάλληλα για μάχη. Σχεδόν σε κάθε αρχαίο στράτευμα γινόταν χρήση ανθεκτικών ζώων για την μεταφορά εφοδίων, σκύλων δε, κατά κανόνα, σε υπηρεσίες περιφρούρησης. Άλλα, ήταν σχολαστικά εκπαιδευμένα να συμμετέχουν σε μάχη: άλογα και καμήλες στο ιππικό, κυνίδες και πολεμικοί ελέφαντες στα μέτωπα των επιθέσεων.
1. Έντομα και Αρθρόποδα
Στην Ελληνική μυθολογία, οι Μυρμιδόνες ήσαν μυρμηγκάνθρωποι σταλμένοι να ανασυστήσουν το νησί της Αίγινας μετά από φοβερό λοιμό. Σύμφωνα με την Ομηρική Ιλιάδα, οι Μυρμιδόνες ήταν θαρραλέοι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές διοικούμενοι από τον Αχιλλέα. Τα μυρμήγκια-πολεμιστές ήταν μυθολογικά, αλλά τα κοινωνικά έντομα φημισμένα για την άκαμπτη άμυνα και τις μαζικές επιθέσεις, επιφέροντας δαγκωματιές και τσιμπήματα, είχαν προ πολλού υπηρετήσει ως μιμητικά μοντέλα της τέχνης του πολέμου για τον άνθρωπο. Οι μέλισσες θαυμάζονταν για το μέλι τους —παρότι κάποιες ποικιλίες ήταν από την φύση τους τόσο τοξικές που χρησιμοποιήθηκαν ως φονικό όπλο εναντίον του Ρωμαϊκού στρατού του Γναίου Πομπήιου το 65 π.Χ στον Πόντο, κατά την διάρκεια του Γ´ Μιθριδατικού Πολέμου (Mayor, 2009: 145-48; Mayor, 2010: 315). Μέλισσες, σφήκες και σκούρκοι, αντιμετωπίζονταν ως επιθετικά πλάσματα, εξαιρετικά μοχθηρής φύσης (John Ambrose, 1974). Από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας, τα κοινωνικά έντομα είχαν κατανοηθεί ως ατρόμητοι υπερασπιστές του βασιλείου και της περιοχής τους, τα σμήνη των οποίων «θυμίζουν εικόνα πειθαρχημένης φάλαγγας εξαγριωμένων στρατιωτών να υποχρεώνει σε ήττα πολυπληθέστερο στράτευμα» (Lockwood, 2009: 9).
Οι πρώιμοι άνθρωποι ανακάλυψαν γρήγορα ότι εξοργισμένες μέλισσες, σφήκες ή σκούρκοι, μπορούσαν να αναγκάσουν πραγματικό στρατό σε άτακτη υποχώρηση. Μεγάλος αριθμός από τσιμπήματα μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο: σύμφωνα με λαϊκή πίστη όπως την καταγράφει ο Πλίνιος (Natural History,11.24) εικοσι-τέσσερα κεντρίσματα αρκούσαν για να σκοτωθεί κάποιος. Στοιχεία από Ελληνο-Ρωμαϊκά ιστορικά κείμενα μας αποκαλύπτουν ότι μέλισσες, σφήκες και σκορπιοί (δηλητηριώδη αρθρόποδα) χρησιμοποιούνταν αποτελεσματικά σε καιρούς πολέμου ως επιθετικοί και αμυντικοί συντελεστές. Δρώντας απλά όπως όριζε η φύση τους, τα μικρά αυτά πλάσματα μπορούσαν να επιφέρουν καταστροφή κατά πολύ μεγαλύτερη του μεγέθους τους. Μελίσσια «βόμβες» βουλωμένα με λάσπη ήταν πιθανώς ανάμεσα στα πρώτα ακατέργαστα πολεμικά βλήματα, σύμφωνα με τον Edward Neufeld (1980), ο οποίος υπαινίχθηκε ότι οι Νεολιθικοί λαοί ίσως έβαλλαν με μελίσσια ή φωλιές σφηκών εναντίον εχθρών κρυμμένων σε σπηλιές.
Η στρατηγική του εκσφενδονισμού κεντροφόρων εντόμων σε εχθρούς συνεχίστηκε ακόμα και μετά την ανάπτυξη πιο εξελιγμένων πολιορκητικών κατασκευών. Οι καταπέλτες αποτέλεσαν τελεσφόρα μέθοδο ρίψης μελισσιών ή σφηκοφωλιών, καλά γνωστή Ρωμαϊκή τακτική βομβαρδισμού εχθρικών στρατευμάτων, σύμφωνα με τον John Ambrose (1974) ο οποίος υποστήριξε ότι η εκτεταμμένη χρήση μελισσών από τους Ρωμαίους σε πολεμικές επιχειρήσεις, ενδέχεται να ευθύνεται για την καταγεγραμμένη μείωση του αριθμού των μελισσιών την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Κεντροφόρα έντομα προάσπιζαν, επίσης, οχυρά κατά την αρχαιότητα. Τον 4ο αιώνα π.Χ ο Αινείας Τακτικός συμβούλευσε πολιορκημένους λαούς «να απελευθερώσουν μέλισσες και σφήκες σε σήραγγες σκαμμένες κάτω από τα τείχη τους, ώστε να ταλαιπωρήσουν τους επιτιθεμένους». Η αμυντική αυτή πρακτική χρησιμοποιήθηκε εναντίον των Ρωμαίων το 72 π.Χ. από τους συμμάχους του Μιθριδάτη ΣΤ᾽ Ευπάτορος του Πόντου. Ο Αππιανός [(Μιθριδατικοί Πόλεμοι 12.78 βλ.¶ Ο Λούκουλλος πολιορκεί πόλεις στον Πόντο Χείλων ⇒)] αφηγείται ότι ο Λούκουλλος πολιόρκησε οχυρά του Μιθριδάτη σε Αμισό, Ευπατορία και Θεμίσκυρα. Οι Ρωμαίοι έσκαψαν υπόγειες διόδους κάτω από τα τείχη, αλλά οι υπερασπιστές της πόλης ξετρύπησαν την οροφή τους και άφησαν μέσα αγριεμένα σμήνη μελισσών να τσιμπήσουν τους σκαπανείς. Σε κάποια άλλη περίσταση, παρόμοιας φύσεως, οι αμυνόμενοι κατεύθυναν αρκούδες και άλλα άγρια ζώα μέσα στα περάσματα για να απωθήσουν τους Ρωμαίους.
Ίσως η πλέον γνωστή αμυντική χρήση εντόμων συνέβη το 198-99 μ.Χ, κατά την διάρκεια του Β᾽ Παρθικού Πολέμου, όταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος απέτυχε να καταλάβει το απομακρυσμένο οχυρό της Χάτρα (πλησίον της Μοσούλης, Ιράκ). Ο βασιλέας των Χατρινών, Μπαρσέμιος (Barsemius) πρόσταξε τους πολίτες να συγκεντρώσουν δηλητηριώδη έντομα στην έρημο και να τα τοποθετήσουν σε πήλινα δοχεία ώστε να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης (Ηρωδιανός 3.9).
Άγνωστο ποιά ακριβώς είδη εντόμων σφραγίζονταν μέσα στα αγγεία, αλλά φονικοί σκορπιοί βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία στις ερήμους παραπλεύρως της Χάτρα, όπως και άλλα φαρμακερά ιπτάμενα ζωύφια, έντομα-δολοφόνοι, σφήκες και πλήθος επικίνδυνων κολεοπτέρων. Οι σκορπιοί ενέπνεαν τρόμο: Ο Πλίνιος Πρεσβύτερος (Natural History, 11.87-91; 27.6) σχολίασε ότι «είναι τόσο δηλητηριώδεις όσο τα φίδια και πρόκειται για φριχτή μάστιγα καθώς το αβάστακτο μαρτύριο που επιφέρουν τα έντονα, επώδυνα τσιμπήματά τους, ακολουθείται από αργό και βασανιστικό θάνατο».
Ο πανάρχαιος φόβος για τους σκορπιούς εμφανίστηκε σε πολεμικής χρήσεως συμβολισμούς από αρχαίους Έλληνες πολεμιστές, οι οποίοι ζωγράφιζαν εμβλήματα σκορπιών στις ασπίδες τους για να τρομάξουν τους εχθρούς και καθιερώθηκε ως επίσημο διακριτικό της Ρωμαϊκής Πραιτωριανής Φρουράς. Καλάθια γεμάτα σκορπιούς, συστείνει επίσης στους πολιορκουμένους, ο Βυζαντινός ηγέτης Λέων ΣΤ᾽ στο στρατιωτικό του εγχειρίδιο Τακτικά (Tactica, 19.53). Ο εντομολόγος Jeffrey Lockwood (2009: 19) σημειώνει ότι το Ιράκ είναι πατρίδα για τουλάχιστον δύο είδη φονικού σκορπιού και τριών ακόμη τα οποία καταφέρνουν δριμύτατα αλλά όχι θανατηφόρα κεντρίσματα. Εξαιτίας του πανικού που προκαλούσαν οι σκορπιοί, η ρίψη ζωντανών τέτοιων αρθρόποδων εν είδει βροχής πάνω σε πλήθος επιτιθέμενων, ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική ψυχολογική τακτική.
Η εντομολογική υπεράσπιση της Χάτρα ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Καθώς οι άντρες του Σεβήρου άρχισαν να αναρριχώνται στα τείχη, βροχή εύθραυστων πήλινων δοχείων τα οποία έσπαγαν με την επαφή, τους έπληξε. «Τα έντομα έπεφταν στα μάτια και τα εκτεθειμένα μέρη του σώματος των Ρωμαίων, γράφει ο Ηρωδιανός (3.9.3-8), ορμούσαν, δάγκωναν και κέντριζαν τους στρατιώτες προκαλώντας σοβαρούς τραυματισμούς». Ο Σεβήρος εγκατέλειψε την πολιορκία της πόλης μετά από είκοσι ημέρες (Mayor 2009: 181-86). Η ψυχολογική επίδραση έμελλε να γίνει εξίσου τρομακτική με τον πόνο που προκαλούσαν τα κεντρίσματα.
2. Ιοβόλα φίδια
Πολυάριθμα τοξικά είδη φιδιών κατοικούσαν τον αρχαίο κόσμο της Μεσογείου· το φονικό τους δηλητήριο προκαλούσε μεγάλο φόβο. Η έννοια των δηλητηριασμένων βελών έχει ενσωματωθεί στην αρχαία Ελληνική γλώσσα: η λέξη τοξίνη, η οποία νοηματοδοτεί το δηλητήριο, προέρχεται από την επίσης Ελληνική τοξικόν και αυτή με την σειρά της από το τόξον. Η πλέον πρώιμη περιγραφή εμβάπτισης βελών σε δηλητήριο φιδιού, εμφανίζεται από την Ελληνική Μυθολογία στην ιστορία του Ηρακλή και της Ύδρας, ενός ιοβόλου φιδόμορφου τέρατος με πολλαπλασιαζόμενα κεφάλια. Ο Ηρακλής σκότωσε την Ύδρα και βούτηξε τα βέλη του στο δηλητήριό της. Ο ίδιος, υπέκυψε μετά από παθητική επαφή με το δηλητήριο της Ύδρας, θύμα του δικού του βιολογικού οπλοτασίου [(Mayor, 2009: 42-54) βλ. Μυθική βιοτεχνολογία_Χείλων ⇒].
Σε κρυσταλλική μορφή, το αποξηραμένο δηλητήριο διατηρεί την φονική ισχύ του για μεγάλες χρονικές περιόδους, γεγονός το οποίο καθιστά αποτελεσματική την χρήση του σε βέλη. Πολλοί αρχαίοι πολιτισμοί συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των εχθρών τους, άλειφαν αιχμές βελών, δοράτων και σπαθιών με δηλητήριο φιδιών. Ελληνο-Ρωμαίοι συγγραφείς υποστήριξαν ότι τοξότες από Γαλατία, Δαλματία, Δακία, Θράκη, Σαρματία, Παρθία, Ινδία, Σκυθία και Αρμενία χρησιμοποιούσαν βέλη των οποίων οι αιχμές ήταν επιχρισμένες με τοξίνες (Mayor, 2009: 75-97). Πρώιμο παράδειγμα χρήσης δηλητηριασμένων όπλων συνιστά η ιστορική μάχη που συνέβη το 326 π.Χ, όπου οι υπερασπιστές της Αρματελίας (Harmatelia, Πακιστάν) επιτέθηκαν στον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τέτοια όπλα [πιθανή χρήση τοξίνης από την οχιά του Ράσελ –Russell’s viper- (Curtius 9.8.13-28; Diodorus 17.102-103; Mayor, 2009: 89-91)].
Από όλους τους τοξότες που βύθιζαν τα βέλη τους σε δηλητήριο, ουδείς ενέπνεε περισσότερο φόβο από τους Σκύθες της κλασσικής αρχαιότητας, των οποίων οι σαμάνοι γνώριζαν τα δηλητηριώδη μυστικά των φιδιών. Σύμφωνα με τους Αιλιανό (Περί Ζώων 9.15), Διοσκουρίδη (1.106; 2.79) και Ψευδο-Αριστοτέλη (Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων 845), οι Σκύθες παρασκεύαζαν θανάσιμο και αποτρόπαιο φαρμάκι για βέλη, αποκαλούμενο σκυθικόν, μίγμα ιοβόλων φιδιών σε κατάσταση σήψης, ανθρωπίνου αίματος και κοπριάς ζώων, αφημένο για μήνες ωσότου αποσυντεθεί και υγροποιηθεί εντός δερμάτινου σάκου θαμμένου στο χώμα. Τα είδη φιδιών στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας περιλαμβάνουν τις εχιδνίδες του Καυκάσου και της στέππας [Caucasus viper και Vipera ursinii (νανόχεντρα), αντίστοιχα], την Ευρωπαϊκή οικογένεια εχιδνίδων [(αστρίτες) European adder] και την κοινή οχιά [Vipera ammodytes]. Οι αιχμές των βελών βυθίζονταν στην βακτηριακή ιλύ, τα δε ακόντιά τους βάφονταν στα πρότυπα δερμάτων φιδιού (Mayor, 2009: 77-86). Όπως συμβαίνει με πολλές βιολογικές και ζωολογικές πρακτικές, έκπληξη και φόβος αποτελούσαν σημαντικές ψυχολογικές πτυχές, οι οποίες ενδεχομένως βοηθούν να εξηγηθεί γιατί οι λεπτομέρειες της συνταγής του σκυθικού και τα επώδυνα επακόλουθά του, ήταν τόσο καλά γνωστά σε Έλληνες και Ρωμαίους.
Σύγχυση και τρόμο μπορούσαν να σκορπίσουν στους κόλπους του εχθρού και τα ζωντανά φίδια. Κατά την διάρκεια αποφασιστικής ναυμαχίας εναντίον του βασιλέα Ευμένη Β᾽ της Περγάμου, από το 190 έως το 184 π.Χ περίπου, ο στρατηγός Αννίβας συναντήθηκε με στόλο ο οποίος υπερτερούσε αριθμητικώς. Όπως αναφέρει ο Κορνήλιος Νέπως (Hannibal, 23.10- 11) ο Αννίβας κατέφυγε σε τέχνασμα «εξαιτίας της υπεροπλίας του εχθρού του». Πρόσταξε τους άντρες του να βγούν στην ακτή και να αιχμαλωτίσουν δηλητηριώδη φίδια μέσα σε πήλινα δοχεία. Το μυστικό αυτό φαρμακερό όπλο, τόνωσε την αυτοπεποίθηση των Καρχηδονίων, οι οποίοι ξαφνικά άρχισαν να εκτοξεύουν αγγεία στα καταστρώματα των πλοίων του Ευμένη. Οι ναύτες του εχθρού αρχικά γέλασαν, νομίζοντας ότι ο Αννίβας του έριχνε άδεια κεραμικά σκεύη αλλά σύντομα βρέθηκαν να πηδούν σαν τρελλοί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τα κουκλουριασμένα ερπετά. Ο Αννίβας λέγεται ότι κέρδισε την μάχη. Σύμφωνα με τον Φροντίνο (Στρατηγήματα, 4.7.10-11), στο στρατήγημα του Αννίβα προσέφυγε επίσης ο βασιλέας της Βιθυνίας, Προυσίας.
Δηλητήριο φιδιού φέρεται να υπηρέτησε ως σωτήριο φάρμακο στην μάχη της Ζέλας το 67 π.Χ, κατά την διάρκεια του Γ᾽ Μιθριδατικού Πολέμου, όταν το χρησιμοποίησαν Σκύθοι θεραπευτές, γνωστοί ως Άγαροι, για να περιποιηθούν σοβαρό τραύμα που είχε υποστεί ο βασιλέας του Πόντου Μιθριδάτης ΣΤ᾽ στον μηρό του (Αππιανός, Μιθριδατικοί Πόλεμοι _Χείλων 12.88-89). Αυτό είναι η πρώτη επίσημη καταγραφή χορήγησης μικρής ποσότητας δηλητηρίου φιδιού ως αιμοστατικό —χρήση η οποία ανακαλύφθηκε πρόσφατα από σύγχρονους τοξικολόγους (Mayor, 2010: 310-11).
3. Τρωκτικά
Τα ποντίκια ήταν ακούσιοι σύμμαχοι στην αναχαίτηση εισβολέων της αρχαιότητας. Κάποιες επιδημίες, όπως η βουβωνική πανώλη, μεταφέρονταν από έντομα σε τρωκτικά, αλλά ο ρόλλος των ψύλλων στην διάδοση λοιμών ήταν άγνωστος εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ήταν ευρέως διαδεδομένος ως οιωνός επικείμενης καταστροφής, αρουραίοι ή ποντίκια να τρώνε ή να ροκανίζουν στρατιωτικό υλικό από δέρμα (φαρέτρες, λαβές όπλων κ.α) οι δε ορδές τρωκτικών αναγνωρίζονταν ως σημάδια επαπειλούμενων επιδημιών (Pliny, Natural History, 8.221-23). Ο Ηρόδοτος (2.141) αφηγήθηκε ιστορία ποντικών σε ρόλο στρατιωτικού λυτρωτή. Αιγύπτιοι ιερείς στο ναό του Πτα (Ptah) φανέρωσαν μπροστά στον βασιλέα άγαλμα του Φαραώ να κρατά ποντίκι σε ανάμνηση της νίκης του επί των Ασσυρίων εισβολέων με επικεφαλής τον Σαναχάριβο περί το 700 π.Χ. Σύμφωνα με την περιγραφή, ο Πτα έστειλε στρατιά ποντικών να τους βοηθήσει να νικήσουν τους επελαύνοντες Ασσυρίους, οι οποίοι είχαν στρατοπευδεύσει στο Πηλούσιο. Τα τρωκτικά κατέφαγαν όλα τα κατασκευάσματα από δέρμα όπως λουριά, φαρέτρες και χορδές τόξων. Αυτό εξελήφθη ως τρομερός οιωνός για τον αφανισμό του Ασσυριακού στρατού. Ως εκ τούτου, ματαίωσαν την εισβολή τους. Ο στρατός της Αιγύπτου τους κατεδίωξε καταφέρνοντας σοβαρές απώλειες στους άντρες του Σαναχαρίβου. Όπως ισχυρίζεται ο Ιώσιππος (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 10.15-27; cf. 2 Kings 19.35) «λοιμώδες νόσημα εφόνευσε 185,000 Ασσυρίους καθώς αποτραβιόντουσαν από την Αίγυπτο μέσω της Παλαιστίνης».
Ο στρατός του Σαναχαρίβου επλήγη από ποντίκια ξενιστές μικροβίων τα οποία έφαγαν τα δερμάτινα μέρη των όπλων τους στο Πηλούσιο. Ενώ οι Ασσύριοι υποχωρούσαν, επιδημία — γέννημα των τρωκτικών, σάρωσε το στράτευμα. Σε άλλες περιπτώσεις που διηγήθηκαν Έλληνες ιστορικοί, συσχετίζεται παρόμοια θεία βοήθεια, για την εκτροπή επιτιθέμενων στρατευμάτων, με την μορφή τρωκτικών και ασθενειών σταλμένα από τον Απόλλωνα, θεό της ιατρικής και των λοιμών, ο οποίος λατρευόταν επίσης ως θεός των ποντικών.
4. Κυνίδες
Από πολύ νωρίς στην ιστορία του ανθρώπου, σκύλοι υπηρέτησαν ως φρουροί προαναγγέλοντας με το γάβγισμά τους επερχόμενους εισβολείς, ενώ μπορούσαν επιπλέον να ιχνηλατούν εχθρούς. Αφενός οι οξείες αισθήσεις τους κι αφετέρου η αφοσίωση, η επαγρύπνηση, η ταχύτητα και η εξυπνάδα που επεδείνκυαν, σύντομα τους κατέστησαν πολύτιμα μέλη πιό οργανωμἐνων στρατιωτικών αποστολών. Για να προστατεύσει την ακρόπολη της Ακροκορίνθου από τον Φίλιππο της Μακεδονίας το 243 π.Χ, για παράδειγμα, ο Κορίνθιος στρατηγός Άρατος συντηρούσε πενήντα σκύλους. Επιγραφή από την Ελληνική πόλη της Τίου αναγράφει ότι αγοράσθηκαν τρείς σκύλοι για υπηρεσίες φύλαξης στο φυλάκιο των τειχών. Τον 4ο αιώνα π.Χ ο Έλληνας Αινείας ο Τακτικός αναφέρει συχνά την χρήση σκύλων σε ρόλο αγγελιαφόρων και φρουρών προειδοποιώντας όμως για απρόοπτα που θα μπορούσε να προκαλέσει το ενστικτώδες γάβγισμά τους (22.14, 22.20, 23.2, 38.2-3).
Σκύλοι συμμετείχαν σε αρχαίες μάχες. Μεγαλόσωμες ράτσες μπορούσαν να τρέξουν με διπλάσια ταχύτητα από τους ανθρώπους όπως επίσης να εκπαιδευτούν στο δάγκωμα, την συγκράτηση και τον περιορισμό των θυμάτων στο έδαφος. Όταν χιμούν τέτοιοι σκύλοι, πολλοί άνθρωποι ενστικτωδώς πέφτουν στο έδαφος. Για τους πολιτισμούς που δεν διατηρούσαν οικόσιτα σκυλιά, τα αντίστοιχα πολεμικά ενέπνεαν τρόμο και το ψυχολογικό φόβητρο ήταν σημαντικό. Η πλέον πρώιμη, καλλιτεχνικού είδους, απόδειξη για πολεμικούς σκύλους εμφανίζεται σε Ασσυριακή ανάγλυφη βραχογραφία χρονολογίας περί το 600 π.Χ στην περιοχή της αρχαίας πόλης Borsippa (σημερινή Birs Nimrud, Ιρακ). Απεικονίζει πολεμιστή να κρατά ασπίδα και να οδηγεί μεγαλόσωμο θωρακισμένο μαντρόσκυλο.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο (Φυσική Ιστορία, 8.142-43) ο ηγέτης του λαού των Γαράμαντες (Garamantes) στην αφρικανική ενδοχώρα, είχε εκπαιδεύσει 200 σκυλιά τα οποία πολέμησαν εναντίον «όσων του αντιστέκονταν». Στις μικρασιατικές πόλεις Κολοφώνα και Καστάβαλα, εκγύμναζαν επίσης σκύλους να μάχονται μανιασμένα στις πρώτες γραμμές των μετώπων (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 8.40; 8.142-3). Τέτοιοι σκύλοι ήταν αξιοσημείωτα πιστοί σύμμαχοι, αστειεύεται ο Πλίνιος, επειδή «ουδέποτε απαιτούσαν πληρωμή». Οι Μάγνητες της βορειοανατολικής Ελλάδος και οι Υρκάνιοι κοντά στην Κασπία Θάλασσα, συντροφεύονταν στα πεδία των μαχών από κυνηγόσκυλα εκτροφής τους, στα οποία φορούσαν περιλαίμια με καρφιά. «Τούτοι οι συμπολεμιστές προσέδιδαν σημαντικό πλεονέκτημα» όπως σημειώνει ο Αιλιανός (Περί Ζώων, 7.38). Ο Πολύαινος, ο οποίος αφιέρωσε τα Στρατηγήματά του στους Ρωμαίους αυτοκράτορες τον 2ο μ.Χ αιώνα, εξιστόρησε το πώς οι Κιμμέριοι των Στεππών εκδιώχθησαν από την Μικρά Ασία τον 6ο αιώνα π.Χ από τα άγρια κυνηγόσκυλα του Αλυάττη, βασιλέα της Λυδίας στην Ανατολία. Ο Αλυάττης επιτέθηκε στους βαρβάρους με τα πιο δυνατά σκυλιά του σαν να ήταν άγρια ζώα. Ο Πολύαινος έγραψε (7.2) ότι οι σκύλοι της Λυδίας θανάτωσαν πολλούς από τους Κιμμερίους εισβολείς και έτρεψαν σε φυγή τους υπολοίπους.
Στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ, όταν οι Αθηναίοι και οι Έλληνες σύμμαχοί τους απώθησαν τα Περσικά στρατεύματα εισβολής του Δαρείου Α᾽, ένας θαρραλέος σκύλος τιμήθηκε στο πλευρό των ηρώων του πολέμου «για τους κινδύνους που αντιμετώπισε». Επειδή «συστρατεύθη με τους Αθηναίους στην μάχη» έγραψε ο Αιλιανός (Περί Ζώων, 7.38) η μορφή του προβλήθηκε στην περίφημη τοιχογραφία της ένδοξης νίκης στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηνών.
5. Βοοειδή, Πρόβατα, Άγρια και Οικόσιτα ζώα
Όπως ήδη γνωρίζουμε, τα στρατεύματα συνηθιζόταν να χρησιμοποιούν βοοειδή, μουλάρια και γαϊδούρια ως υποζύγια. Η μυική δύναμη και αντοχή των βοοειδών τους έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στην μεταφορά πολιορκητικών μηχανών βαρέως τύπου, πύργων, καταπελτών και εφοδίων. Περιστασιακά, κοπάδια τέτοιων ζώων, όπως και αγέλες κατοικιδίων, εξυπηρέτησαν με πιό άμεσο τρόπο, αντισυμβατικά πολεμικά στρατηγήματα της αρχαιότητας.
Για παράδειγμα, ο Φροντίνος (Στρατηγήματα, 2.4.17) περιέγραψε πως οι Ισπανοί προώθησαν, με επιτυχία, κτήνη εναντίον του Αμίλκα Βάρκα, πατέρα του Αννίβα, το 229 π.Χ. Οι στρατηγοί τους, τοποθέτησαν βοϊδάμαξες φορτωμένες με πίσσα, ζωικό λίπος και θειάφι στις πρώτες γραμμές της παράταξής τους. Οι στρατιώτες του Αμίλκα ετράπησαν σε άτακτη φυγή όταν αυτά τα κάρα παραδόθηκαν στις φλόγες και οδηγήθηκαν μέσα στις τάξεις των Καρχηδονίων. Ο νεαρός Αννίβας είχε συνοδεύσει τον πατέρα του στην κατάκτηση της Ισπανίας και πιθανόν έγινε μάρτυρας του χάους που προκλήθηκε από τα ζώα και την φωτιά.
Ενδεχομένως εκείνη η ανάμνηση να ενέπνευσε το δικό του τέχνασμα εναντίον των Ρωμαίων, κατά την διάρκεια της εισβολής του στην Ιταλία το 218 π.Χ. Στον Φαλερνό Aγρό (Ager Falernus, περιοχή της Καμπανίας) παγιδευμένος σε στενή κοιλάδα, ο Αννίβας επινόησε τακτική για να εκτρέψει την προσοχή και να αποφύγει τις δυνάμεις των Ρωμαίων που τον περικύκλωναν. Οι Καρχηδόνιοι συγκέντρωσαν τα δικά τους βόδια μαζί με άλλα από κοντινά χωριά, πάνω στο βουνό. Το βράδυ εκείνο, τους έδεσαν εύφλεκτα κουρέλια στα κέρατα, τα άναψαν και κατεύθυναν τα πανικόβητα ζώα τάχιστα από την πλαγιά κάτω στην κοιλάδα. Ο θόρυβος και οι πυρσοί, όπως έμοιαζαν οι φωτιές στο σκοτάδι, έκαναν τους Ρωμαίους να πιστέψουν ότι ο στρατός των Καρχηδονίων πραγματοποιούσε έφοδο. Την ώρα που εκείνοι έσπευδαν στο κυρίως πέρασμα, ο Αννίβας και οι άντρες του ξεγλιστρούσαν από το άλλο, το οποίο είχε μείνει σχεδόν ανυπεράσπιστο.
Αγελαία ζώα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να παραπλανήσουν εχθρούς στο να πιστέψουν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν τεράστιο αριθμό επιτιθεμένων, τέχνασμα το οποίο προτάθηκε από τον Πολύαινο και άλλους αρχαίους στρατηγούς. Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέφυγε σε αυτό το κόλπο στην Περσία, όταν έδεσε κλαδιά στις ουρές κοπαδιών από πρόβατα, ώστε, στο πέρασμά τους να σηκωθούν μεγάλα σύννεφα σκόνης. Οι Πέρσες, από το στρατόπεδό τους, εξέλαβαν την ποσότητα της σκόνης αυτής ως ένδειξη ογκωδέστατου στρατεύματος.
Σε άλλη περίσταση, ακολουθώντας τακτική παρόμοια με εκείνη του Αννίβα, ο Αλέξανδρος έδεσε πυρσούς σε πρόβατα, δημιουργώντας, με την βοήθεια του σκοταδιού, την ψευδαίσθηση ότι χιλιάδες φωτιές ήταν αναμμένες στην κοιλάδα. Ο διάδοχος του Αλεξάνδρου, Πτολεμαίος, μεταχειρίστηκε με παρόμοιο τρόπο κατοικίδια ζώα εναντίον του Περδίκκα στην Αίγυπτο το 321 π.Χ. Ο Πτολεμαίος, προσάρμοσε δέσμες θαμνόκλαδων σε βοοειδή, πρόβατα και γουρούνια ώστε να σηκωθούν παχιά σύννεφα σκόνης καθώς θα πλησίαζε με το ιππικό του. Ο Περδίκκας ετράπη σε φυγή, θεωρώντας ότι κάποια τεράστια δύναμη ιππικού κάλπαζε προς το μέρος του και υπέστη βαρύτατες απώλειες κατά την οπισθοχώρησή του.
Αρκετά νωρίτερα, τον 6ο π.Χ αιώνα, όταν ο Πέρσης βασιλέας Καμβύσης πολιόρκησε το Πηλούσιο στην Αίγυπτο, δημιούργησε μια μοναδική ζωολογική ασπίδα. Το σχέδιο είχε βασιστεί στην γνώση του για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του εχθρού του. Ο Καμβύσης συγκέντρωσε και τοποθέτησε στις επάλξεις του στρατεύματός του, πλήθος αγριοκάτσικων, προβάτων, σκύλων και γατών. Γνώριζε ότι το καθένα από αυτά τα ζώα λατρευόταν από τους Αιγυπτίους. Όλα εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν: οι Αιγύπτιοι συγκράτησαν τα πυρά τους φοβούμενοι ότι θα πλήγωναν κάποιο από τα ιερά πλάσματα. Το Πηλούσιο έπεσε και ο Καμβύσης συνέχισε για να κατακτήσει την Αίγυπτο (Πολύαινος 15.6, 7.9).
Οι οικόσιτες χήνες είναι πουλερικά τα οποία βρίσκονται σε διαρκή υπερεγρήγορση. Σύμφωνα με τον Λίβιο (5.47) κοπάδι από ιερές χήνες, οι οποίες εκτρέφονταν στο Ιερό της Ήρας επί του Καπιτωλίνου Λόφου, έσωσε την Ρώμη από νυκτερινή επίθεση του Βρέννου και των Γαλατών του περί το 390 π.Χ. Με τον πρώτο Γαλάτη να σκαρφαλώνει πάνω στον προμαχώνα, οι φύλακες σκύλοι παρέμειναν σιωπηλοί, αλλά οι χήνες άρχισαν να κακαρίζουν, ειδοποιώντας έγκαιρα την Ρωμαϊκή φρουρά να απωθήσει τους επιτιθέμενους.
6. Ίπποι, Όνοι και Ημίονοι
Ανάλογα με την λειτουργικότητά τους, άλογα πολλών διαφόρων ειδών, είχαν χρησιμοποιηθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις για περισσότερο από 3.000 χρόνια. Σάκες-Σκύθες τοξότες, ίππευαν σκληροτράχηλα, ευκίνητα πόνυ, ιδανικά για την μέθοδο των αιφνιδίων αψιμαχιών —τύπου «επιτίθεμαι-αποσύρρομαι» —που τους χαρακτήριζε ως πολεμιστές. Τεχνολογικά επιτεύγματα όπως η σέλα, οι αναβολείς και τα χαλινάρια έκαναν τα άλογα ακόμη πιο αποτελεσματικά σε μάχες και επιδρομές. Πολεμικές άμαξες με οδηγό και πολεμιστή να σύρονται από μέχρι τέσσερα μικρόσωμα άλογα, ήταν συνήθεις στην Εγγύς Ανατολή και τις Στέππες πρωτού εξαπλωθούν σε Ελλάδα και Ρώμη. Μιά από τις αρχαιότερες φυλές αλόγων που επιβιώνει στις ημέρες μας, είναι τα μικρά, ευέλικτα, θυμοειδή και δυνατά άλογα της Κασπίας, βραβευμένα κάποτε από την Περσική αυλή για τις επιδόσεις τους σε μονάδες ιππικού και την ικανότητά τους να σέρνουν πολεμικές άμαξες [σφραγίδα του Δαρείου Α᾽ απεικονίζει άλογα της Κασπίας (βλ. εικόνα)].
Το 2011, αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φώς απομεινάρια αλόγου της Κασπίας θαμμένου μαζί με ανθρώπινες σορούς στην θέση Gohar-Tappeh, ιστορικό μνημείο για την εποχή του Χαλκού στο βόρειο Ιράν. Δυνατά άλογα μπορούσαν να τραβούν κάρα εφοδίων, αλλά στα γαϊδούρια και τα μουλάρια άρμοζε περισσότερο η επίπονη εργασία καθώς και η χρήση τους ως υποζύγια. Τα άλογα του πολέμου εκπαιδεύονταν ώστε να ξεπεράσουν το φυσικό τους ένστικτο να δραπετεύουν από τον κίνδυνο.
Οι τακτικές του ιππικού εξελίσσονταν για πάνω από χίλια χρόνια. Άρτια εξασκημένα άλογα προσέδιδαν στα στρατεύματα πλεονεκτήματα όπως ύψος, σβελτάδα και κινητικότητα, επαυξάνοντας συνάμα τις επιπτώσεις της σύγκρουσης στα αντίπαλα πεζοπόρα τμήματα (Ξενοφών, Περί Ιππικής και The Cavalry Commander, Sidnell 2006). Αρχαία Ελληνικά στρατεύματα συντηρούσαν άλογα ανιχνευτές και κάποιες μονάδες ιππικού (με πρώτες και καλύτερες αυτές των Θηβών και της Θεσσαλίας) αλλά ωστόσο ήταν δαπανηρό να εκτρέφεις άλογα. Ο Φίλιππος Β᾽ της Μακεδονίας ανέπτυξε τακτικές γενικευμένων επιθέσεων ιππικού· ο γιός του, Αλέξανδρος ο Μέγας, φημιζόταν για τις βαρέως τύπου ιππικές μονάδες του, τον 4ο αιώνα π.Χ.
Μονάδες τέτοιου τύπου θεωρείται ότι αναπτύχθηκαν από αρχαίους Πέρσες ή Σαρμάτες. Τα Παρθικά άλογα ήταν πολύ πιο σωματώδη και ρωμαλέα, μεγαλωμένα να φορούν πανοπλία και να μεταφέρουν βαριά οπλισμένους πολεμιστές. Μετά την ήττα τους από τους Πάρθους στην Μάχη των Καρρών το 53 π.Χ, οι Ρωμαίοι άρχισαν να εκτιμούν τα πλεονεκτήματα των καλά οργανωμένων τμημάτων ιππικού.
Τα άλογα ήταν ευάλλωτα στις συγκρούσεις με άλλα ζώα του είδους τους. Ο Ηρόδοτος (1.80-82; 4.130-36) αναφέρει ότι ο Δαρείος ο Μέγας όταν προσπαθούσε να καθυποτάξει την Σκυθία, βρήκε ακραία ενοχλητικές τις τακτικές ανταρτοπολέμου των νομάδων. Ιππεύοντας ευέλικτα πόνυ, οι έμπειροι τοξότες ενέδρευαν και στη συνέχεια εξαφανίζονταν, αποφεύγοντας μάχες κατά μέτωπο. Αλλά ο Δαρείος ανακάλυψε ένα μικρό πλεονέκτημα σχετικά με τις Σκυθικές αυτές αψιμαχίες. Ο περσικός στρατός μετέφερε τα εφόδιά του με άμαξες τις οποίες έσερναν γαϊδούρια, ζώα άγνωστα στην Σκυθία. Ο Δαρείος παρατήρησε ότι ο τραχύς ήχος του ογκανίσματος των γαϊδουριών, αναστάτωνε τόσο τα άλογα των νομάδων που κοντοσκέκονταν ανασηκώνοντας τα αυτιά τους από την κατάπληξη. Με τα αποθέματα να λιγοστεύουν ο Δαρείος αποφάσισε να διακόψει την εισβολή του στην Σκυθία, αλλά χρειαζόταν να προστατεύσει τις οπισθοχωρούσες φάλαγγες του στρατεύματός του. Έτσι, με την κάλυψη που τους προσέφερε η νύχτα, απομακρύνθηκαν όλοι από το στρατόπεδο, αφήνοντας τα ζώα πίσω τους. Η φασαρία που προκαλούσαν τα γαϊδούρια παραπλάνησε τους νομάδες να θεωρήσουν ότι οι Πέρσες βρίσκονταν ακόμη εκεί.
7. Καμήλες
Οι Καμήλες —δρομάδες, ενός ύβου και βακτριανές, δύο ύβων— χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον για την μεταφορά αποσκευών, τροφίμων, πολεμοφοδίων και εξοπλισμού αλλά υπηρέτησαν συνάμα σε μονάδες ιππικού με τοξότες από την Μέση Ανατολή. Για το ιππικό οι καμήλες ήταν λιγότερο ευέλικτες από τα άλογα, αλλά εξαιτίας του ύψους τους οι τοξότες αναβάτες μπορούσαν να βάλλουν ευρισκόμενοι πίσω από τις γραμμές του πεζικού.
Σε άλλη περίπτωση εχθρότητας μεταξύ ζωικών ειδών, οι καμήλες επιστρατεύθηκαν σε προσπάθεια απόκρουσης πολεμικών ελεφάντων. Τον 9ο αιώνα π.Χ, ο βασιλέας της Ινδίας Σταβροβάτης, συγκέντρωνε χιλιάδες πολεμικών ελεφάντων για να εισβάλλει στην Ασσυρία όταν στον θρόνο βρισκόταν η βασίλισσα Σεμίραμις (Σαμουραμάτ). Εκείνη την εποχή, τα αυτόχθονα είδη ελεφάντων ήταν από καιρό εξαφανισμένα εξαιτίας της αλόγιστης θήρευσής τους για ελεφαντόδοντο και ψυχαγωγία. Έτσι η Σεμίραμις επινόησε έξυπνη στρατηγική χρησιμοποιώντας τις στρατιωτικές καμήλες της. Μετέτρεψε σκούρες ή βαμμένες δορές βοδιών σε φορεσιές που να παραπέμπουν σε ελέφαντες και τις τοποθέτησε πάνω στις καμήλες, οι οποίες είχαν εκπαιδευτεί να συμπεριφέρονται ως ανδρείκελα παχύδερμου. Οι ελέφαντες του Σταβροβάτη σάστισαν από την ασυνήθιστη μυρωδιά που ανέδυαν οι καμήλες-μαριονέτες. Ωστόσο υπάκουσαν στους οδηγούς τους και επιτέθηκαν στον στρατό της Σεμίραμις. Το σχέδιο της βασίλισσας απέτυχε παταγωδώς· οι Iνδικοί ελέφαντες έσκισαν τα δερμάτινα καλύμματα και κατατρόπωσαν τον στρατό της.
Σε άλλο περιστατικό μεταξύ καμήλων και ελεφάντων, ο βασιλέας Δαρείος της Περσίας λέγεται ότι είχε απωθήσει με επιτυχία πολεμικούς ελέφαντες εχθρικού στρατεύματος το 520 π.Χ, φορτώνοντας τις καμήλες με δεμάτια εύφλεκτων υλικών (Kistler, 2005: 17-20). Καμήλες ιππικού με Άραβες τοξότες στην ράχη τους, βοήθησαν τον βασιλέα Αντίοχο Γ᾽ εναντίον των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Μαγνησία το 189 π.Χ.
Βακτριανές καμήλες άρχισαν να χρησιμοποιούνται στο ιππικό την περίοδο από το 500 έως το 100 π.Χ. Κατά την διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων της Ρώμης τον 1ο αιώνα π.Χ, ο Τιγράνης Β᾽ της Αρμενίας και ο Μιθριδάτης ΣΤ᾽ του Πόντου έφεραν σκληροτράχηλες καμήλες δύο ύβων από την Βακτρία και την Μαργιανή [(Αφγανιστάν και Τουρκμενιστάν) Mayor, 2010: 249]. Στην ύστατη ανατολική αυτοκρατορία τους, οι Ρωμαίοι στρατολόγησαν δρομάδες καμήλες σε βοηθητικές δυνάμεις, από τις ερημωμένες επαρχίες. Το 53 π.Χ, η νίκη των Πάρθων επί του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου στις Κάρρες οφειλόταν εν μέρει σε τοξότες ιππείς καμήλων.
Παράδειγμα αποστροφής μεταξύ των ζωικών ειδών μας παρέχεται επίσης, το 546 π.Χ, όταν ο Κύρος Α᾽ της Περσίας κινήθηκε εναντίον του περίφημου ιππικού του Βασιλέα Κροίσου της Λυδίας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κύρος συνειδητοποίησε ότι το ιππικό του υπολειπόταν αυτού των Λυδίων. Οι σύμβουλοί του, επεσήμαναν ότι τα δικά τους Περσικά άλογα δεν ενοχλήθηκαν από την παρουσία καμήλων εφοδιασμού, αλλά ο ίδιος πρατήρησε ότι τα άλογα του εχθρού δίχως να είναι εξοικειωμένα με τις δρομάδες ενστικτωδώς τις απέφευγαν εξαιτίας της παράξενης εμφάνισης και της υπερβολικής δυσωσμίας που ανέδυαν. Κατά συνέπεια οι Πέρσες τοποθέτησαν καμήλες φορτωμένες με εφόδια στις πρώτες γραμμές τους και ουραγό το ιππικό τους. Πριν από κάθε ένδειξη ότι η μάχη θα ξεκινούσε, το εντυπωσιακό ιππικό του Κροίσου είχε καταστεί άχρηστο. Με την πρώτη θέα και οσμή των δρομάδων, τα Λυδικά άλογα στηλώθηκαν στα πίσω πόδια τους και κάλπασαν μακριά. Στην αναταραχή που επικράτησε, πολλοί από τους άντρες του Κροίσου ποδοπατήθηκαν. Από την ατιμωτική αυτή υποχώρηση και μετά, οι περισσότεροι αρχαίοι στρατηγοί διατηρούσαν λίγες καμήλες ανάμεσα στα άλογά τους, ώστε να τα εξοικειώνουν με την μυρωδιά.
8. Ελέφαντες
Ελέφαντες………..εφυείς, ογκωδέστατοι, δυνατοί και επιβλητικοί, χρησιμοποιούνταν κατά παράδοση σε πολέμους στην Ινδία τουλάχιστον πριν 3,000 χρόνια. Οι ελέφαντες προσέδιδαν στους τοξότες ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση, μπορούσαν να διαλύουν πολιορκητικές μηχανές με ευκολία, να καταστρέφουν ξύλινες οχυρώσεις, να συνθλίβουν πόδια στρατιωτών και να ξεκοιλιάζουν άλογα. Μπορούσαν να επιτίθενται με 15 μίλια την ώρα (ταχύτητα με την οποία, ωστόσο, ήταν δύσκολο να τους σταματήσεις). Με βήμα βαρύ, οι πολεμικοί ελέφαντες υπηρέτησαν ως ζωντανά άρματα μάχης, οργώνοντας πυκνά παρατεταγμένους σχηματισμούς πεζικού, ποδοπατώντας και διασκορπίζοντας τον εχθρό (Kistler 2005, Scullard 1974, Λίβιος 27.46-49, Πλίνιος Φυσική Ιστορία 8.68, Αμμιανός Μαρκελλίνος 25.1.4). Επιμελώς εκπαιδευμένοι, από την γέννησή τους, στα χέρια παραδοσιακών εμπόρων της Ινδίας ή της Βόρειας Αφρικής, οι ελέφαντες του πολέμου ήταν πιο αποτελεσματικοί εναντίον ανθρώπων και αλόγων ανεξοικείωτων με τέτοιου είδους θηρία. Όπως γράφει ο Βεγέτιος (Στρατιωτικά Θέματα, 3) «Οι ελέφαντες με το τεράστιο μέγεθός τους, τον τρομερό θόρυβο και την ιδιαίτερη μορφή τους είναι πρωτίστως πολύ τρομακτικοί για αμφότερους τους ανθρώπους και τα άλογα».
Στρατιωτικούς ελέφαντες πρωτοείδαν οι Έλληνες στα Γαυγάμηλα, όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας συνέτριψε τον Δαρείο Γ᾽ το 331 π.Χ. Υπήρχαν δεκαπέντε ελέφαντες στις τάξεις των Περσών αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου αντιμετώπισαν για πρώτη φορά πολεμικούς ελέφαντες σε δράση, στην μάχη του Υδάσπη Ποταμού, στην Ινδία, όπου ο Αλέξανδρος νίκησε τον βασιλέα Πώρο το 326 π.Χ. Οι Μακεδόνες έμειναν κατάπληκτοι και φοβισμένοι από τα τεράστια κτήνη, αλλά συσπειρώθηκαν και προετοιμάστηκαν να πολεμήσουν τον Πώρο. Ο Αλέξανδρος, ωστόσο, θεωρούσε ενδεχόμενο, παρά την γενναιότητα των αντρών του, ότι το ιππικό του θα αρνιόταν να αντιμετωπίσει τους διακόσιους ελέφαντες του Πώρου. Χρησιμοποίησε τους άντρες του πεζικού του για να ξεγελάσει και να περικυκλώσει τους ελέφαντες. Στην συνέχεια, διέταξε τους άντρες του να σκοτώσουν τους οδηγούς των θηρίων με ακόντια. Εγκλωβισμένοι και δίχως οδηγούς, οι ελέφαντες κατελήφθησαν από μανία ποδοπατώντας πολλούς από τους άντρες του στρατού τους. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να αιχμαλωτίσει ογδόντα από τους ελέφαντες του Πώρου· σε μεταγενέστερες εκστρατείες στην Ινδία απέκτησε εκατό ακόμη (Κούρτιος 8.13-14).
Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν πρώτη φορά πολεμικούς ελέφαντες το 280/279 π.Χ, όταν ο Πύρρος της Ηπείρου εισέβαλε στην Ιταλία, συνοδευόμενος από 20 Ινδικούς ελέφαντες. Η χοντροκομμένη και παράξενη εμφάνιση των παχυδέρμων του Πύρρου, με το καθένα να μεταφέρει στη ράχη του πύργο ενός ή δύο αντρών, οι οποίοι έβαλλαν με τόξα και ακόντια, τρομοκράτησαν τους Ρωμαίους και τα άλογα του ιππικού τους πανικοβλήθηκαν σε τέτοιο βαθμό με την αλλόκοτη όψη, την μυρωδιά και τις βροντερές κραυγές τους, που αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Στο πανδαιμόνιο που ακολούθησε, πολλοί Ρωμαίοι στρατιώτες ποδοπατήθηκαν ή καρφώθηκαν στους χαυλιόδοντες των ελεφάντων. Ο Πύρρος κέρδισε την μάχη, αλλά υπέστη τόσο μεγάλες απώλειες, που η έκφραση «Πύρρειος νίκη» έγινε συνώνυμη της νίκης η οποία αποκτάται έναντι δυσανάλογα μεγάλου τιμήματος. Περί το 275 π.Χ, ο Πύρρος έχασε πολλούς από τους ελέφαντές τους και τις περισσότερες από τις τακτικές δυνάμεις του.
Τον χειμώνα του 218 π.Χ, ο Αννίβας διέσχισε τις Άλπεις με 37 ελέφαντες κατά την εισβολή του στην Ιταλία. Ο καθένας από τους λιγότερο ογκώδεις βορειο-Αφρικανικούς «ελέφαντες των δασών» μετέφερε μόνον έναν οδηγό, αφού τα ίδια τα ζώα προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα, αλλά το δριμύ ψύχος του αλπικού χειμώνα είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό σχεδόν όλων (πλην ενός). Κατόπιν τούτου ο Αννίβας τους αναπλήρωσε το 215 π.Χ, αλλά οι Ρωμαίοι και τα άλογα δεν τρομοκρατούνταν πλέον από το επιβλητικό μέγεθος των πολεμικών ελεφάντων (Ober, 2001; Kistler 2005: 105-41).
Εν τω μεταξύ, στην Ελληνιστική Ανατολή, αμφότεροι οι επίγονοι του Μεγ. Αλεξάνδρου, Σελευκίδες και Πτολεμαίοι, χρησιμοποιούσαν πολεμικούς ελέφαντες. Κατά την διάρκεια του Πολέμου των Διαδόχων μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., ο στρατηγός Περδίκκας έστειλε πολεμικούς ελέφαντες του να συντρίψουν 300 «προδότες», που είχαν ακολουθήσει τον αντίπαλό του, Μελέαγρο (Κούρτιος 10,9 – 19). Αργότερα, στην μάχη της Ραφίας το 217 π.Χ, ο Πτολεμαίος παρέταξε 73 Αφρικανικούς ελέφαντες (των δασών) προκειμένου να αντιμετωπίσει τους 102 ογκωδέστερους Ινδικούς ελέφαντες που είχε αναπτύξει ο Αντίοχος.
Η μάχη ξεκίνησε με τα δύο σώματα ελεφάντων να παρατάσσονται στα πλευρά των στρατευμάτων. Όταν όμως αντελήφθησαν οι Αφρικανικοί την παρουσία των υπεράριθμων και ογκωδέστερων Ινδικών, κατελήφθησαν από πανικό και τράπηκαν σε άτακτη φυγή, καταπατώντας άνδρες και ιππικό. Παρά την οπισθοχώρηση όμως οι δυνάμεις του Πτολεμαίου κέρδισαν την μάχη. Ο Αντίοχος έχασε 300 άλογα, 5 ελέφαντες, και 10.000 άνδρες, ενώ ο Πτολεμαίος 700 άλογα και 16 ελέφαντες, αλλά μόνο 1.500 άνδρες. Μάχες όπως αυτή ώθησαν τον αρχαίο ιστορικό Josiah Ober να παρατηρήσει ότι κατά την Ελληνιστική περίοδο, οι πιθανότητες νίκης ήσαν κατά του στρατεύματος με τους περισσότερους ελέφαντες (Cowley και Parker, 2001: 200)
Οι πολεμικοί ελέφαντες μπορούσαν να τρομοκρατήσουν τους «αφελείς» εχθρούς. Αλλά τα δυσκίνητα ζώο ήσαν ανεξέλεγκτα σε συνθήκες έντασης και όχι τόσο ευέλικτα όσο το ιππικό. Όπως έχει διαπιστωθεί, οι απειλές από φίλια πυρά και οι παράπλευρες απώλειες ήταν σοβαρές, δεδομένου ότι οι αφηνιασμένοι ελέφαντες συχνά συνέθλιβαν τους φίλιους στρατιώτες και τα άλογα. Προς τούτο αναπτύχθηκαν τρόποι εξουδετέρωσης των αφηνιασμένων ελεφάντων, αφού κάθε οδηγός έφερε λόγχη και σφύρα, προκειμένου να σκοτώσει τον ελέφαντα, σε περίπτωση τραυματισμού, ή ανεξέλεγκτης κίνησης. Σε αντίθεση με τα έντομα, τα ευφυή πλάσματα όπως οι ελέφαντες αντιμετωπίζουν τον φόβο, καταφεύγοντας στο ένστικτο αυτοσυντήρησης, με συνέπεια το απρόβλεπτο της συμπεριφοράς, να τους καταστήσει απλό στοιχείο μάχης, παρά τακτικό πλεονέκτημα. «Οι ελέφαντες, όπως και οι συνετοί άνδρες, αποφεύγουν οτιδήποτε επιβλαβές» (Αιλιανός «Περί ζώων», 8,15, 8,17).
Οι στρατιωτικές πανωλεθρίες με ελέφαντες τον 1ο αιώνα π.Χ. οδήγησαν τον φιλόσοφο Λουκρήτιο (Φύση του σύμπαντος 5,1298 – 1349) να ισχυρισθεί ότι από πολύ νωρίς στην ανθρώπινη ιστορία, άλλα άγρια θηρία, όπως τα λιοντάρια, ήταν δυνατόν να «στρατολογηθούν», αλλά με καταστροφικά αποτελέσματα. Το «πείραμα της χρήσης άγριων κάπρων ενάντια στον εχθρό» και «η χρήση λεόντων με περιλαίμιο ως φύλακες» ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν. Τα ένστικτα των άγριων ζώων ενισχυμένα από «το αίμα της μάχης» έχουν ως αποτέλεσμα την επίθεση «αδιακρίτως» πλευράς, προκειμένου να ικανοποιηθούν «όπως οι ελέφαντες τρεπόμενοι σε φυγή ποδοπατούσαν τα φίλια στρατεύματα».
Όπως προαναφέρθηκε, ο ψυχολογικός αντίκτυπος και το στοιχείο αιφνιδιασμού των ελεφάντων ήταν το κλειδί για την νίκη. Από την Ελληνιστική περίοδο, οι στρατηγοί συντηρούσαν μερικούς ελέφαντες, προκειμένου να συνδράμουν τα άλογα του ιππικού τους. Τον 2ο αιώνα π.Χ., ο Περσεύς, γιος του βασιλέα Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας, προετοιμάσθηκε να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους οι οποίοι διέθεταν Αφρικανικούς και Ινδικούς ελέφαντες, εκπονώντας σχέδιο το οποίο προσομοίαζε με αντίστοιχο της Σεμίραμις όταν εισέβαλλε στην Ινδία, η οποία χρησιμοποίησε καμήλες με ένδυση ελέφαντα (δέρματα από μαύρα βόδια). Εν προκειμένω ο Περσεύς κατασκεύασε ξύλινα μοντέλα με ρόδες για να μοιάζουν με ελέφαντες και μέσα σε αυτά έβαλε αυλητές, οι οποίοι καθώς προχωρούσαν έπαιζαν ήχους ελεφάντων, με αποτέλεσμα τα άλογα και εν γένει το ιππικό να ενισχυθούν «ψυχολογικά» από την υποτιθέμενη παρουσία ελεφάντων. Ο Περσεύς ήταν επίσης ο πρώτος Έλληνας ο οποίος ανέπτυξε σώμα «ελεφάντων – μαχητών» πεζικάριων οι οποίοι έφεραν «κράνη με καρφιά και ασπίδες. (Kistler, 2005: 147-48).
9. Χοίροι
Καθώς οι ελέφαντες καθιερώνονταν ως «πολεμικές μηχανές», εφευρίσκονταν διάφορες τεχνικές – τεχνάσματα προκειμένου να τους εξουδετερώνουν στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον μύθο, ο βασιλέας Πώρος μετά την ήττα του το 326 π.Χ., δίδαξε τον Μέγα Αλέξανδρο πώς να απωθεί τους ελέφαντες, εκμεταλλευόμενος την αποστροφή των ελεφάντων στους χοίρους. Οι Ρωμαίοι είχαν χρησιμοποιήσει παρόμοια τεχνική το 280 – 275 π.Χ., όταν ο Πύρρος επέλαυνε με τους ελέφαντες σε όλη την Ιταλία, αφού είχαν παρατηρήσει ότι τα κριάρια προκαλούσαν νευρικότητα στους ελέφαντες και ότι απεχθάνονταν τα δυνατά γρυλίσματα των χοίρων. Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν κριάρια, χοίροι και φλεγόμενοι πυρσοί, για να εκτρέψουν τους ελέφαντες, οι οποίοι φοβόντουσαν την φωτιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια μάχη, ένα πληγωμένο μωρό ελέφαντα, ανάγκασε τους υπόλοιπους να προστρέξουν σε βοήθεια εγκαταλείποντας το πεδίο. (Kistler, 2005: 89-90, Mayor 2009: 200 – Αιλιανός «Περί ζώων» 1,38, 16,14, 16,36 – Πλίνιος 8.1.27).
Λίγο μετά την υποχώρηση του Πύρρου από την Ιταλία το 275 π.Χ., φωτιά και χοίροι συνδυάζονται «διαβολικά» οδηγώντας τους ελέφαντες σε παράνοια. Περί το 270 π.Χ., ο Αντίγονος Γονατάς πολιορκεί τα Μέγαρα στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας Ινδικούς ελέφαντες. Οι Μεγαρείς στον αντίποδα περιλούζουν οικόσιτους χοίρους με εύφλεκτη πίσσα και τους βάζουν φωτιά. Καθώς οι φλεγόμενοι χοίροι κατευθύνονται γρυλίζοντας προς τους ελέφαντες, αυτοί αφηνιάζουν και τρέχουν πανικόβλητοι καταπατώντας τους στρατιώτες του Αντιγόνου. Μετά από αυτήν την ταπεινωτική ήττα, όπως αναφέρει ο Πολύαινος (Στρατηγήματα, 4.6.3 – Mayor, 2009: 202) ο Αντίγονος διέταξε τους Ινδούς προμηθευτές, να μεγαλώνουν τους νέους πολεμικούς ελέφαντες μαζί με χοίρους, προκειμένου αυτοί να εξοικειώνονται με την παρουσία τους.
Οι δύσμοιροι πυρπολημένοι χοίροι που αντιτάχθηκαν σε άρτια εκπαιδευμένους πολεμικούς, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ζώων που χρησιμοποιήθηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στην αρχαιότητα. Ποντίκια, καμήλες, μέλισσες, και ημίονοι συμπληρώνουν την ποικιλία των πλασμάτων που διαδραμάτισαν ρόλους συμμάχων αλλά και όπλων στους στίβους μάχης εκείνης της εποχής.
Αναφορές
Ambrose, J. (1974), ‘Insects in Warfare,’ Army (December), 33-38.
Drews, R. (2008), Early Riders: The Beginnings of Mounted Warfare in Asia and Europe, London, Routledge.
Karunanithy, D. (2008), Dogs of War: Canine Use in Warfare from Ancient Egypt to the 19th Century, London, Yarak.
Kistler, J. (2005), War Elephants, Westport CT, Praeger.
Lockwood, J. (2009), Six-Legged Warriors: Using Insects as Weapons of War, Oxford, Oxford University Press.
Mayor, A. (2009), Greek Fire, Poison Arrows, and Scorpion Bombs: Biological and Chemical Warfare in the Ancient World, Woodstock, NY, Overlook/Duckworth. Mayor, A. (2010), The Poison King: The Life and Legend of Mithradates, Rome’s Deadliest Enemy, Princeton, Princeton University Press.
Neufeld, E. (1980), ‘Insects as Warfare Agents in the Ancient Near East,’ Orientalia 49, 30-57.
Ober, J. (2001), ‘Hannibal,’ in Cowley, R., and G. Parker, eds. (2001), The Reader’s Companion to Military History, NY, Houghton Mifflin Harcourt.
Scullard, H. (1974), The Elephant in the Greek and Roman World, Cambridge, Thames and Hudson.
Sidnell, P. ( 2006), Warhorse: Cavalry in Ancient Warfare, London, Continuum.
ΠΗΓΗ chilonas.com
Σας
προσκαλώ να εγγραφείτε στο νέο κανάλι μου στο you tube
Να το
στηρίξετε και να έχετε έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση.
Όπως
επίσης μπορείτε να μου στέλνετε στο mail μου dsgroupmedia@gmail.com
τα video σας να τα ανεβάζουμε άμεσα.
Αν σας άρεσε το άρθρο κάντε ένα like, κοινοποιήστε το
στους φίλους σας και μοιραστείτε μαζί τους την γνώση
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.