Ενώ η μόδα των πολεμικών τεχνών δεν είχε αρχίσει καν, υπήρχαν στο Πειραιά κάτι αγριοι τύποι που θα έκαναν τον οποιοδήποτε αλοιφή αν δεν τους άρεσε η φάτσα του . Δεν είναι τυχαίο που μέχρι και τη δεκαετία του ’90 οι Πειραιώτες χαρακτηρίζονταν ως μαχαιροβγάλτες και τεχνίτες του μαχαιριού.
Διαβάστε λοιπόν την απόκρυφη ιστορία του Πειραιά.
Τα συνοικιακά καφενεία, τα καταγώγια και τους τεκέδες του Πειραιά χτυπούσε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η καρδιά του ρεμπέτικου. Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος…. Παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες.
Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Γύφτικα, στο Χατζηκυρειάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. …, σε κάθε καταγώγιο και σε κάθε καφενείο έπρεπε να είναι κρεμασμένα 3-4 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για το σκυλολόι (πελάτες) που εσύχναζαν μέσα, όχι όμως στα κεντρικά, μόνον στα συνοικιακά. Διότι για να είχες τότε καφενείο, έπρεπε να ήσουν μούτρο, δηλαδή να ήσουν του κουρμπετιού και να είχες εγκληματίσει απαραιτήτως. Σε αυτά τα καφενεία, δε σταματούσε μέρα-νύχτα το μπουζούκι από τους κοπρόμαγκες και τους γνήσιους μάγκες. Επίσης στου Καραϊσκάκη, στα υπόστεγα στον Πειραιά, στου Τσελέπη, το μπουζούκι ήταν στην ημερήσια διάταξη, πενιές της φυλακής από ανέκδοτους συνθέτες… Μέρα και βράδυ όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαρλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κανά παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο-φυλακή… Δεν υπήρχανε, τότες, μπουζουξήδες επαγγελματίες. Μόνο παλιοί μάγκες έπαιζαν μπουζούκι, παλιοί κατάδικοι, γεροντόμαγκες, παλιοί τεκετζήδες, μόρτηδες και άλλοι της πιάτσας.
Στα τραγούδια τους οι ρεμπέτες αναφέρονται σε αρκετούς τεκέδες και τεκετζήδες, άλλοτε πραγματικούς κι άλλοτε φανταστικούς.
Στα τραγούδια τους οι ρεμπέτες αναφέρονται σε αρκετούς τεκέδες και τεκετζήδες, άλλοτε πραγματικούς κι άλλοτε φανταστικούς.
Ένα απέραντο χασισοποτείο ήταν η περιοχή από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Λειτουργούσαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες.
Το πιο πολυτελέστερο χασισοποτείο ήταν του Τζοάνου, μιας μεγάλης μορφής του κόσμου της εποχής εκείνης. Λειτουργούσε και σαν καφενείο-ουζερί, πάντα με δροσερές και ελαφροντυμένες γκαρσόνες, έτοιμες να ικανοποιήσουν απαιτητικούς πελάτες.
Ένα βράδυ, παρ ότι απαγορευόταν, ένας δόκιμος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, μπήκε στου Τζοάνου με την επίσημη στολή εξόδου. Ο Τζοάνος είτε για να τον περιποιηθεί, είτε για να τον ξεφτιλίσει, του έβαλε πάνω στο κάρβουνο τουμπεκί, που είναι βαρύτερο απ’ το χασίς.
Ο δόκιμος, αμάθητος στο ναρκωτικό, ζαλίστηκε κι αποφάσισε να φύγει γρήγορα. Παραπατούσε και κατά λάθος παρέσυρε και έσπασε με τη χλαίνη του τον αργιλέ. Τότε οι ρεμπέτες σκάρωσαν ένα τετράστιχο, που έγινε σουξεδάκι στις φυλακές:
Μας έσπασες τον αργιλέ
Μας έσπασες τον αργιλέ
κυρ λοχαγέ, κυρ λοχαγέ.
Τον πήρε η μανδύα σου
Γα………………………………..
Όπως γράφει το «Ασκαρδαμυκτί» ξακουστός τεκές ήταν κι η «παράγκα του Σερενάκη», στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας. Εκεί μαζευόταν η σάρα και η μάρα. Οι χειρότεροι μαχαιροβγάλτες του Πειραιά. Σε καθάριζαν «δια ασήμαντον αφορμήν».
Όπως γράφει το «Ασκαρδαμυκτί» ξακουστός τεκές ήταν κι η «παράγκα του Σερενάκη», στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας. Εκεί μαζευόταν η σάρα και η μάρα. Οι χειρότεροι μαχαιροβγάλτες του Πειραιά. Σε καθάριζαν «δια ασήμαντον αφορμήν».
Ο ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΥΜΠΑ
Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο, ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, γράφει στα απομνημονεύματά – όπως τα παρέδωσε στον Κώστα Χατζηδουλή:
«Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα «καφέ-σαντάν» του.
Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ’ τη Θεσσαλονίκη το «Λαφαγιέτ», το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά , ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους «μουσχιού ντόνε μουά λεπέν» ή «ντόνε μουά νεσού». Δηλαδή, «κύριε δω μας ψωμί» ή «δω μας μια δεκάρα». Κι αυτοί μας έλεγαν «μαργαρήτ…».
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη (είδος μαχαιριού) επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια.
Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.
»Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ’ την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ’ τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε…
Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και … όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι… Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;
Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ’ το νοσοκομείο…
Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά… και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια…Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν…Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες…
Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο – φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».
Να σημειώσουμε εδώ ότι η ιστορία μιας περιοχής γράφεται κυρίως από τέτοιες αφηγήσεις.
Ωστόσο ο π. Φιλόθεος Φάρος που μεγάλωσε στην Τρούμπα γράφει στο βιβλίο του «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους»: «Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν τη κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γραφει:
»Δεν υπήρξε πιο άγρια πόλη για πενήνταεξήντα χρόνια πριν από τον Δεύτερο Πόλεμο. Τα γκανγκστεριλίκια, τα πιστολίδια, τα μπουνίδια και τα μαχαιρώματα που βλέπουμε στις ταινίες, εκείνη την εποχή στον Πειραιά συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Όλοι κουβάλαγαν πιστόλι, αν ήθελαν τη ζωή τους, ακόμα και οι νοικοκυραίοι κοιμόντουσαν με το όπλο κάτω απ’ το μαξιλάρι, και τις νύχτες ξέσπαγαν αληθινές μάχες μεταξύ συμμοριών, νταήδων, λαθρεμπόρων, σωματεμπόρων, ενώ η αστυνομία μέτραγε ανήμπορη κάθε νύχτα “άνω των τριάντα πυροβολισμών ανά πέντε λεπτά”». Στο λιμάνι υπάρχει χρήμα και η θάλασσα ξεβράζει ένα τσούρμο ξένους τυχοδιώκτες, λαθρεμπόρους, γκάνγκστερ, καλλιτέχνιδες, μαφιόζους, διεθνείς απατεώνες, άσπρα, μαύρα, κίτρινα ρεμάλια που η ανθρώπινη ζωή γι’ αυτούς δεν αξίζει σέντσι, γίνονται αχταρμάς με τους ντόπιους, τους μαθαίνουν νέα κόλπα, μπαίνουν στα δικά τους ή αλληλοσκοτώνονται πάνω στις λοβιτούρες».
Ο μπουζουξής που φυλακίστηκε ως «δημόσιος κίνδυνος» και άλλες ιστορίες από την west coast του Πειραιά.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, γνωστός από το έπος «Εγώ Γκάνγκστα Φαινόμουνα Να Γίνω Από Μικράκι», επί Μεταξά είχε πιάσει γκόμενα μια πόρνη, τη Σοφία.
Κι εκεί που ήσαντο στα μέλια, κάτι νταβατζήδες τον «πείθουν» να την αφήσει να φύγει από την Αθήνα και να πάει να δουλέψει σ’ ένα μπουρδέλο στη Θήβα. Εκείνη του υποσχέθηκε ότι θα έχουν επικοινωνία, ότι θα συνεχίσει να τον αγαπάει και άλλα τέτοια απίστευτα.
Μετά από δέκα μέρες η Σοφία του στέλνει γράμμα ότι δεν θα γυρίσει πάλι στην Αθήνα γιατί την προξενεύουν με έναν ενωματάρχη και να την ξεχάσει.
Δεν το πολυσκέφτηκε ο Γενίτσαρης. Πήρε ένα ταξί, δυο μπουκάλες ούζο κι έφυγε μέσα στη νύχτα μαζί με την παρέα του, για να βρει την πουτάνα του.
Απολογισμός: ένα μπουρδέλο με κάθε δωμάτιό του σπασμένο, δυο δάχτυλα της τσατσάς κομμένα απ’ τη μαχαίρα του Γενίτσαρη και ένας ανθυπολοχαγός μαχαιρωμένος ψηλά στο πόδι, με την «λεπίδα» να βγαίνει πίσω στα κωλομέρια του, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του.
Για το περιστατικό αυτό ο Γενίτσαρης γλίτωσε τη φυλακή, για άλλα περιστατικά όμως όχι. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πήγε τρεις φορές φυλακή, αλλά και ένα χρόνο εξορία στην Ίο ως «δημόσιος κίνδυνος».
Οι τεκέδες δεν ήταν ακριβώς cocktail bars
Για τους τεκέδες τα πράγματα λίγο πολύ είναι γνωστά.
Η λαϊκή κομπανία «Τα Ζουζούνια» σε μια πιστή αναπαράσταση της ατμόσφαιρας των τεκέδων. (Γιατί νομίζεται ότι η εκκλησία είχε απαγορέψει τα ρεμπέτικά που τώρα μόνο απαγορευμένα δεν είναι; Μα φυσικά ξεχάστηκε για πάντα η ιστορία των πρωταγωνιστών. )
Στα Βούρλα ωστόσο, περιοχή του Πειραιά, υπάρχαν κάποιοι ιδιότυποι τεκέδες που όπως αναφέρει ο Μάρκος Βαμβακάρης λειτουργούσαν και ως μπουρδέλα. Δηλαδή, αυτός που μαστούρωνε, προχωρούσε σε έναν διάδρομο και αριστερά δεξιά είχε μικρά παραθυράκια στο ύψος των γεννητικών οργάνων.
Άνοιγε ένα παράθυρο, άφηνες ένα τάληρο και κάποια προσφυγοπούλα «φερμάριζε τα πισινά της κι έκανες τη δουλειά σου». Μετά έφευγε, χωρίς να δεις ποτέ το πρόσωπό της. Κάτι σαν τα glory hole που βλέπετε σε αυτά τα youporn, τα πως τα λέτε εσείς η νεολαία.
Χαρακτηριστικό δείγμα προσφυγοπούλας της εποχής
Το crew του Βαμβακάρη την έπινε δίπλα σε σκυλόψαρα
Στον προπολεμικό Πειραιά κάθε λόφος, ρέμα και παραλία ήταν καβάτζα για χασισοπότες. Το κυνήγι που τρώγανε από την αστυνομία, το οποίο όσο πέρναγε η δεκαετία του ’30 γινόταν πιο άγριο, τους ανάγκαζε να μαζεύονται σε όλο και πιο απόμερα και απαγορευμένα μέρη για να ανάψουν τον λουλά.
Πόσο απαγορευμένα μέρη; Τόσο: «Καταλαβαίνεις με τί λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ. Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται Απαγορεύεται» θυμόταν ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του. «Από τότες το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα φάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους».
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης το 1940 λίγο πριν το πόλεμο μπήκε φαντάρος. Άντεξε πέντε μέρες και μαζί μ’ έναν ακόμη φαντάρο απ’ τα Καμίνια το πήραν απόφαση να κάνουν μαντραπήδα.
Αυτό που τους την έδωσε περισσότερο ήταν ότι οι δύο γκόμενες που είχαν (οι οποίες, ξέρω θα ακουστεί απίστευτο, αλλά ήταν πουτάνες) τα ’χανε μπλέξει με άλλους. Του Γενίτσαρη η Σοφία είχε βρει ένα κελευστή, του άλλου του φαντάρου του Γιάννη του Βασάλου με τ’ όνομα, είχε μπλέξει με έναν αρχιφύλακα του τμήματος Ηθών.
Στάση πρώτη στο μπουρδέλο που δούλευε η γκόμενα του Γενίτσαρη. Δεν πρόλαβε να του πει ότι «συγγνώμη, το ξέρω ότι η απιστία δεν είναι μαγκιά, αλλά αυτοταπείνωση» και της κατάφερε μαχαιριά στο αριστερό μάγουλο, με το μαχαίρι να βγαίνει απ’ το δεξί. Και όλα αυτά μπροστά σε αστυνομικούς, από τους οποίους όμως κατάφερε και το’ σκασε.
Στάση δεύτερη τα Βούρλα, όπου «δούλευε» η γκόμενα του Βασάλου, η Νίτσα. Εκεί την είδανε μέσα στα σκοτάδια με έναν τύπο που νόμισαν ότι είναι ο αρχιφύλακας. Ο Βασάλος πλησίασε, τον μαχαίρωσε και το βάλανε στα πόδια. Τελικά, δεν ήταν ο αρχιφύλακας, αλλά ένας άλλος ρεμπέτης, ο Στέλιος Κηρομύτης (το πιο γνωστό του τραγούδι είναι αυτή η φούγκα σε ρε μείζονα).
Με τα πολλά τους συλλάβανε και ο Γενίτσαρης μπήκε φυλακή για δύο χρόνια, παρά το γεγονός ότι η πόρνη που μαχαίρωσε, κατέθεσε υπέρ του στο δικαστήριο.
Υπήρχε ένας τύπος πιο τρελός από όλους (και το έλεγε και το nickname του)
Το 1938, ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας, ένας από τους πιο γνωστούς νταήδες του Πειραιά, έκανε ένα φόνο. Θύμα του ήταν ο Κώστας ο Στρίγκλας, το φόβητρο της Φρεαττύδας, ένας σκυλόμαγκας που όπως λένε τραβούσε μαχαίρι για το παραμικρό.
Αυτοί οι τύποι λοιπόν με τα ονόματα βγαλμένα από κακή Επιθεώρηση, παρεξηγήθηκαν σε έναν τεκέ, κάτι είπε ο Τρελάκιας στον Στρίγκλα και εκείνος του το κράτησε.
Αιτία του φονικού άρα, με τα σημερινά δεδομένα, ήταν ένα rap challenge που πήγε στραβά.
Έτσι ένα απόγευμα ο Στρίγκλας, μαζί με έναν ξαδερφό του ψιλομούτρο, πήγαν να βρουν τον «Madman» Μάθεση στην αγορά του Πειραιά, που εκείνος είχε πάγκο. Του επιτέθηκαν ξαφνικά, ο ένας τον κράτησε και ο Στρίγκλας με το μαχαίρι τον χτύπησε στον λαιμό και στην πλάτη. Χωρίς να μασήσει σαν τη λουλού τον Notorious, ο Μάθεσης τράβηξε πιστόλι, του έριξε τέσσερις φορές και τον σκότωσε.
Ο Τρελάκιας έγινε καλά, έμεινε για λίγο στη φυλακή αλλα το δικαστήριο τον αθώωσε γιατί έκρινε ότι βρισκόταν σε άμυνα. Συνέχισε να πουλάει νταηλίκια και να γράφει στίχους για τον Μπάτη, τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη – τον τελευταίο μάλιστα κάποτε τον τρύπησε με πιρούνι στον λαιμό, μετά από μία διαφωνία.
… ο Τρελάκιας όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη
Το διάστημα που ο Μάθεσης έμεινε φυλακή για το φόνο του Στρίγκλα ήταν δύσκολο. Το μυαλό του βασάνιζε μια υπόσχεση που είχε δώσει και δεν μπορούσε να τηρήσει όσο τον κρατούσαν τα κάγκελα.
Τελικά αποφυλακίστηκε και όπως θυμόταν σε μεταγενέστερη συνέντευξή του «Μεγάλη Παρασκευή πήγα στον τάφο του Στρίγκλα, μαστούριασα και μετά τον έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα».
Το λεξικό της Τρούμπας (Πειραϊκόν Λεξικόν)
Μορφωθείτε Πειραϊκά από το Μέγα Λεξικόν της Τρούμπας
Αλανιάρα = γυναίκα ρέμπελη του δρόμου
Αλαμπουρνέζικα = αυτά που δεν βγάζεις νόημα. Κατά τον Μπαμπιώτη προέρχονται από την φυλή Μπουρνού του Σουδάν που όταν μιλάνε ακούγονται απλά ήχοι περίεργοι.
Άμπακο = αυτό που δεν έχει τέλος (έφαγε τον άμπακο). Βγήκε από τον Άβακα τον τρόπο που οι άραβες έκαναν υπολογισμούς, κάτι σαν μικρό κομπιουτεράκι, με χάντρες που μπορούν ωστόσο να κάνουν υπολογισμούς τεράστιους άνευ τέλους
Αντάμικα = αντρίκια, θαρραλέα
Αρκουδόμαγκας = ψευτόμαγκας
Ασίκης = ωραίος, λεβέντης
Βλάμης = σταυραδελφός, παλικαράς, κουτσαβάκης, εραστής, γενναίος
Βουβή = μαχαίρι
Βουβουζέλας = αυτός που κάνει θόρυβο (όπως λέμε παπαρδέλας για αυτόν που μιλάει πολύ). Κατά συνέπεια η λέξη βουβουζέλα στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής είναι λέξη «πειραϊκή».
Γιαβάσης = ήρεμος, ψύχραιμος, αποφεύγει εντάσεις
Γιαβουκλού = μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι = Σφοδρό ερωτικό πάθος
Γιάφκα = πρόκειται για ρωσική λέξη που σημαίνει το παράνομο στέκι που συγκεντρώνονταν οι κομμουνιστές για να προετοιμάσουν την επανάσταση του 1917
Γομάρια = τα γαϊδούρια αλλά στην Τρούμπα είχε την έννοια του σωματοφύλακα, του μπράβου που δεν καταλάβαινε τίποτα. Όπως τα γαϊδούρια που τα φορτώνεις και πάνε, έτσι κι αυτός «εαν τις έτρωγε» δεν έκανε πίσω.
Δαχτυλίθρες = παράνομο παιχνίδι εξαπάτησης, στο οποίο το θύμα έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλίθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβύθι
Δερβίσης = Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη = Το αμφίστομο μαχαίρι
Εξωφυλαρούχας = το παιδί που είναι άμπαλο, δεν ξέρει μπάλα και γιαυτό όταν επιλέγουν του παίχτες στην αλάνα δεν τον θέλει κανείς και μένει να φυλάει τα ρούχα των υπολοίπων.Επίσης είναι αυτός που κάνει τον «καμπόη» μαζεύει δηλαδή τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες. Στην εξωγηπεδική ζωή είναι αυτός που δεν έχει σοβαρό ρόλο.
Κασσαδόρος = ο διαρρήκτης
Κογιονάρω = εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι = το πιστόλι
Κουσελιάρης = ο κουτσομπόλης
Κατσαβάκης = νταής, παλληκαράς
Κούφιο = το πιστόλι πάλι
Κοψοχρονιά = από τον κοψόχρονο άνδρα, δηλαδή αυτόν που πεθαίνει νωρίς βγήκε η λέξη αυτή που σημαίνει αυτό που φεύγει άδικα και χωρίς λόγο
Λαχανάδες = οι πορτοφολάδες
Λάχανα = τα πορτοφόλια
Λάζος = είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λιμά = τα λόγια χωρίς σημασία
Μάγκας = ο σωστός άνδρας
Μαγκιόρος = Μεγάλος, ξεχωριστός
Μάλε βράσε = πρόκειται για έκφραση Πειραιωτών κρητικής καταγωγής που κατοικούσαν στην Καστέλα που μόλις μπλέκονταν με Μανιάτες προκαλούσαν φασαρίες. Ειδικά οι προερχόμενοι από τα Μάλια της Κρήτης μόλις τους προκαλούσαν οι Μανιάτες έβραζαν από θυμό
Μανίτα = Μέθοδος εξαπάτησης που εφαρμόζονταν όπως και ο «παππάς» σε αδαείς επαρχιώτες και μετανάστες
Μάπας = ο αργιλές
Μαστούρα = η χασισική μέθη
Ματσαράγκα = κατεργαριά
Μαύρης = χασίς
Μαχμούρικο = Βαρύθυμο, νωθρό, ζαλισμένο από αλκοόλ ή από άλλη αιτία
Μερακλής = Μανιώδης, παθιασμένος
Με γειά το κούρεμα = το κούρεμα αποτελούσε ειδικά στα χρόνια του Μεταξά μέσο τιμωρίας, επίσης τους άταχτους νέους τους κούρευαν με την ψιλή για να τους τιμωρήσουν. Έτσι όποιον έπιανε η αστυνομία για παραβάσεις περί «αλητείας» αφού τους κούρευαν πρώτα μετά έτρωγαν και μερικές ψιλές (φάπες). Έτσι έμεινε και σήμερα τους φρεσκοκουρεμένους να τους ρίχνουν φάπες στο σβέρκο «για το καλό»
Μόρτης = συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο = η σιωπή (κάνε μόκο)
Μπαγιόκο = Λεφτά, κομπόδεμα
Μπαλαμούτι = απάτη χαρτοπαικτική κυρίως
Μπαμπεσιά = η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαρμπουτζής = αυτός που κουμαντάρει τυχερό παιχνίδι με ζάρι το οποίο ονομάζεται «μπαρμπούτι».
Μπαρμπούτι = τυχερό παράνομο παιχνίδι με ζάρια
Μπαχτσές = ο κήπος
Μπελαλής = αυτός που γίνεται συνεχώς αφορμή για καυγάδες, φασαρίες, ο δύστροπος
Μπιλαντέρια = τα αδέλφια
Μπιτιρίνι = η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη = κόλλημα, επιμονή, πείσμα
Νταβατζής = μαστρωπός
Νταής = παλληκαράς
Νταλκάς = δυνατή επιθυμία, πόθος
Νταμίρα = το φυτό Datura stramonium ή αλλιώς Τάτουλας που είναι πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες και ατροπίνη και χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης = άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντέρτι = ψυχικός πόνος
Ντουζένι = το κέφι
Ντουνιάς = ο κόσμος
Ντράβαλα = μπελάδες
Ξεφτέρι = το αρπακτικό πουλί κατά συνέπεια ο Ξύπνιος άνδρας
Παπατζής = αυτός που αεξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι «παππάς»
Παπαγαλάκι = όπως το πτηνό παπαγάλος μπορεί να επαναλάβει κάτι που ακούει συνεχώς, έτσι και τύποι που το «έπαιζαν» μάγκες στον πειραιά αλλά δεν ήταν, μόλις τους έκαναν προσαγωγή στο τμήμα έλεγαν τι είχαν ακούσει στην «πιάτσα»
Πεζεβέγκης = ο Μαστρωπός (Ο πεζεβέγκης που τάχει στην πούγκα)
Πετσί = το πορτοφόλι
Πιάτσα = από την ιταλική λέξη piazza που σημαίνει πλατεία. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνονταν οι μάγκες
Ποδαράδες = παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα = το κομπόδεμα
Πρεζάκιας = ο εξαρτημένος από ηρωίνη
Ρεφάρω = ξανακερδίζω όσα έχασα
Σεβνταλής = ο ερωτευμένος
Σεβντάς = ο ερωτικός καημός
Σεκλέτια = στεναχώρια
Σερέτης = ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι = η σκληρότητα
Σπαχάνι = από το Ισπαχάν της Περσίας
Συνάχης = άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος = ο κερδισμένος
Ταρίφας = ο ταξιτζής
Τεκές = χασισοποτείο
Τεκετζής = ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος = ο χαμένος
Τεφαρίκι = το εκλεκτό πράγμα
Τζάμπα = δωρεάν
Τζαμπατζής = αυτός που δεν πληρώνει
Τζιμάνι = ο αξιαγάπητος, ο σεβαστός
Τουμπεκί = ο καπνός
Τσίφτης = στα αλβανικά είναι το γεράκι, και τσίφτηδες είναι αυτοί που είναι ξύπνιοι όπως τα αρπακτικά πουλιά
Τσίμα = Τσίμα τσίμα, επτανησιακή έκφραση που σημαίνει κοντά
Τουφατζής = αυτός που έχει κάνει φυλακή
Φάσκελο = η μούτζα. Προέρχεται από τον φάκελο που στέλνουμε (ταχυδρομούμε) κάτι σε κάποιον.
Φελέκι = Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ…ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φιλέτο = κατά κυριολεξία είναι η μικρή κλωστή. Επειδή συνήθιζαν να μαγειρεύουν τα καλά κρέατα δεμένα με σπάγκο έμεινε το φιλέτο να σημαίνει το καλύτερο.
Φούφουτος = σημαίνει ο άλφα, ο βήτα, ο τάδε, ο δείνα. Οι μάγκες όταν δεν ήξεραν το όνομα κάποιου αντί να πούνε το έκανε ο τάδε όπως έλεγαν οι καθώς πρέπει, απαντούσαν το έκανε ο Φούφουτος. Κατά άλλη εκδοχή προέρχεται από την πίεση που υπήρχε από την αστυνομία να «μιλήσουν» να δώσουν το όνομα του συνεργάτη τους έλεγαν όνομα το οποίο δεν υπήρχε.
Χαράμι = Μάταια, αυτό που πήγε άδικα. Βγήκε από το αραβικό χράμι που ενώ είναι κομψοτέχνημα και κεντητό οι μουσουλμάνοι το στρώνουν στο πάτωμα και πατάνε πάνω του για να προσευχηθούν.
Χαρμάνης = ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Ψιλά = τα λεφτά
ΠΗΓΗ pneymatiko.wordpress.
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.