Παρά το γεγονός ότι συχνά μιλάμε για την Αρχαία Ελλάδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά επρόκειτο για σύνολο διαφορετικών κρατών ή συμμαχιών και όχι για ένα κράτος. Βέβαια, δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι αυτό που ένωνε τους Έλληνες ήταν η γλώσσα και η θρησκεία, η κοινή παράδοση και το κοινό πολιτιστικό πνεύμα. Μπορεί να ήταν χωρισμένοι σε διαφορετικά κράτη αλλά τους ένωνε η κοινή πολιτιστική κληρονομιά. Η θρησκεία, λοιπόν, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην τότε κοινωνία. Η ελληνική θεογονία αρχίζει με το πρώτο θεϊκό ζευγάρι, την θεά Γη και τον Ουρανό, που γέννησαν θεούς, οι οποίοι στην συνέχεια έσμιξαν για να γεννηθούν άλλοι θεοί. Τελικά, μετά από γιγαντομαχίες και τιτανομαχίες μεταξύ των πρώτων θεών, επικράτησε ο Ζευς, ο οποίος και κυβερνούσε από την κορυφή του Ολύμπου. Άλλοι σημαντικοί θεοί του ελληνικού πανθέου ήταν η αδελφή του Δία και σύζυγος του Ήρα, οι αδελφοί του Ποσειδώνας και Άδης, οι αδελφές του Εστία και Δήμητρα και η κόρη του Αθηνά. Ακόμη, σημαίνουσα θέση στο ελληνικό πάνθεον κατείχαν ο Απόλλων, ο Ερμής, η Αρτεμις, η Αφροδίτη, ο Ήφαιστος και ο Αρης. Εκτός από τις πράξεις των θεών, η ελληνική μυθολογία περιλαμβάνει και τους άθλους ηρώων ή ημιθέων όπως ο Ηρακλής, ο Θησέας και ο Ιάσων. Οι Έλληνες δημιούργησαν αξιόλογη και, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πρωτότυπη μυθολογική παράδοση ακριβώς διότι έδιναν μεγάλη σημασία στην λατρεία των θεών τους. Η λατρεία των θεών φαίνεται ότι αρχικά συνέχισε να διεξάγεται στις μυκηναϊκές θέσεις μέχρι να κατασκευασθούν ιδιαίτεροι ναοί. Η θεά που λατρευόταν πιο πολύ ήταν η Αρτεμις, θεά των ζώων, πτηνών και φυτών, του κυνηγιού, των μικρών ρυακιών και των ιαματικών πηγών. Η οργή της ήταν τρομερή και έπρεπε να εξευμενίζεται σχεδόν σε κάθε περίσταση. Παρομοίως λατρευόταν και ο Απόλλων, που θεωρούνταν θεός της συγκομιδής των καρπών αλλά κυρίως της μαντικής, με σημαντικότερο ιερό το Μαντείο των Δελφών, όπου αργότερα έγινε διάσημη στο Πανελλήνιο η εκστατική μαντεία της Πυθίας. Αντιθέτως, ο Ζευς ήταν θεός των καιρικών μεταβολών αλλά και προστάτης της οικογένειας ενώ η κόρη του, Αθηνά, εμφανίζεται ως πολεμική θεότητα, όπως άλλωστε και ο Αρης. Ο Ποσειδών ήταν θεός των πόσιμων νερών και θεός της γονιμότητας και σιγά-σιγά έγινε θεός της θάλασσας. Η Ήρα ήταν η προστάτιδα του γάμου ενώ η Αφροδίτη του σαρκικού έρωτα. Ο Ερμής φύλαγε τους οδοιπορούντες και, επομένως, τους εμπόρους (εν πορεία) και το κέρδος τους. Θεωρούνταν, επίσης, ο θεϊκός αγγελιοφόρος.Με την πάροδο του χρόνου, ορισμένοι Έλληνες θέλοντας να τονίσουν την θρησκευτικότητά τους και έχοντας κουρασθεί από τις δημόσιες θρησκευτικές τελετές στα ιερά, επιδόθηκαν σε μυστηριακές και οργιαστικές λατρείες. Η πιο συνήθης ήταν η λατρεία του Διονύσου, θεού των δένδρων, της αμπέλου και των χυμών των φρούτων. Ο Διόνυσος λατρευόταν στην Ελλάδα με μια ιδιότυπη τελετουργία. Οι πιστοί χόρευαν μέχρι να φθάσουν σε έκσταση, πράγμα που δεν συνηθιζόταν στην επίσημη λατρεία. Στους Δελφούς ελάμβαναν χώρα τα διονυσιακά όργια (έργα, δρώμενα) στα οποία συμμετείχαν οι βακχίδες, γυναίκες, ακόλουθες του Διονύσου ή Βάκχου. Παρόμοια τελετουργία γινόταν στην Ελευσίνα, όπου λατρευόταν η Δήμητρα, θεά του σίτου. Στις μυστηριακές τελετές της Ελευσίνας ή Ελευσίνια Μυστήρια, οι πιστοί ικέτευαν για να καρποφορήσει ο σπαρμένος σίτος. Η διάδοση της λατρείας οφείλεται στην ιδέα ότι ο σπόρος θάβεται, δηλαδή πεθαίνει, και μετά, ξαφνικά, την άνοιξη καρποφορεί, ανασταίνεται. Πιστευόταν ότι κάτι το μυστηριακό και θαυμαστό ενυπάρχει στην δημιουργία και καρποφορία των φυτών από έναν "νεκρό" σπόρο. Οι μυημένοι γνώριζαν και καταλάβαιναν την σημασία του θανάτου, της αναστάσεως, της ζωής, πράγμα πολύ σημαντικό στον Χριστιανισμό σε κατοπινές εποχές
Οι Θεοί του Ολύμπου. Αναπαράσταση σε σαρκοφάγο
Οι Έλληνες της Αρχαϊκής Εποχής επιζητούσαν τον εξευμενισμό των θεών κάνοντας προσφορές με κρασί, λάδι, γάλα, μέλι ή καίγοντας θυμιατά στους μικρούς σπιτικούς βωμούς. Χρησιμοποιούσαν τον θρησκευτικό καθαρμό μετά από νεκροστόλισμα πεθαμένου ή συμπαράσταση σε λεχώνα. Όταν επρόκειτο για θρησκευτικό καθαρμό μεγάλων ανομημάτων χρησιμοποιούσαν ειδικούς μάντεις που ήταν οιωνοσκόποι. Οι ενέργειες αυτές δείχνουν την σημασία που απέδιδαν στους θεούς και στις δυνάμεις τους.
Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν περιορίσθηκαν στο να επαναλάβουν την μυθολογική ή θρησκευτική παράδοση και τις ιδιότητες ορισμένων θεών των Ανατολικών Λαών. Χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τους μύθους, τους θρύλους και τις δοξασίες των Ανατολικών Λαών που έμαθαν από τα ταξίδια τους, οι Έλληνες έθεσαν την φαντασία τους σε ενέργεια και δημιούργησαν την ελληνική μυθολογία. Οι αρχαίοι θεοί πλάσθηκαν σε ανθρώπινα μέτρα, με ανθρώπινα προτερήματα και ελαττώματα. Οι ιδιότητες αυτές γίνονται φανερές όταν επεμβαίνουν στην ζωή των ανθρώπων δείχνοντας την συμπάθειά τους ή την αντιπάθειά τους για αυτούς που θέλουν να βοηθήσουν ή να καταδικάσουν, όπως παρουσιάζονται οι ενέργειές τους στα ομηρικά έπη.Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν λάτρευαν τους θεούς τους μόνο μέσα στους ναούς αλλά και με αθλητικούς αγώνες που αρχικά θεωρούνταν θρησκευτικές τελετές. Αργότερα, τον 5ο αιώνα, όταν οι αγώνες άρχισαν να χάνουν τον θρησκευτικό τους χαρακτήρα, οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί και το στάδιο έπαψε να αποτελεί μέρος του ιερού χώρου. Οι αθλητικοί αγώνες ήταν κατά κύριο λόγο συγκεντρώσεις ανθρώπων και ακριβώς αυτό σημαίνει η λέξη αγών. Γνωστοί αγώνες ήταν τα Ολύμπια ή Ολυμπιακοί Αγώνες, που συμβατικά ορίζεται ότι άρχισαν τον Η' αιώνα, με μοναδικό αγώνισμα τον δρόμο αποστάσεως που οριζόταν από το φυσικό μήκος του ολυμπιακού σταδίου. Αλλοι αγώνες διεξάγονταν στους Δελφούς και ονομάζονταν Πύθια ενώ προς τιμήν του Ποσειδώνα αγώνες τελούνταν στον Ισθμό της Κορίνθου και λέγονταν Ίσθμια. Ακόμη, στην Νεμέα γίνονταν τα Νέμεα προς τιμήν του Διός ενώ υπήρχαν και πολλές τοπικού χαρακτήρα αθλητικές διοργανώσεις.
Η Αρχαία Ολυμπία
Κατά την μυθολογική παράδοση, τους αγώνες στην Ολυμπία ίδρυσε είτε ο Ιδαίος Ηρακλής (ένας από τους Ιδαίους Δακτύλους), βάζοντας τα αδέλφια του να συναγωνισθούν, είτε ο Δίας, όταν νίκησε τον Κρόνο. Για την καθιέρωση των αγώνων η μυθολογία τονίζει το επεισόδιο κατά το οποίο ο Πέλοπας νίκησε τον βασιλιά Οινόμαο και πήρε ως έπαθλο το βασίλειο και την κόρη του βασιλιά, Ιπποδάμεια, και μάλιστα ο όλος μύθος απεικονίσθηκε στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία. Στους ιστορικούς χρόνους, οι αγώνες ορίζεται ότι άρχισαν συμβατικά το έτος 776 οπότε και διαθέτουμε το πρώτο όνομα από μία σειρά ολυμπιονικών. Οι αγώνες διεξάγονταν κανονικά μέχρι το 393 μ.Χ. όταν καταργήθηκαν με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α'. Η σύγχρονη αναβίωσή τους έγινε το 1896 μ.Χ. στην Αθήνα.
Στην Αρχαία Ελλάδα κήρυτταν εκεχειρία για την τέλεση των αγώνων, οι οποίοι, ενώ αρχικά είχαν διάρκεια ενός μηνός, τελικά διαρκούσαν τρεις μήνες. Κατά την περίοδο αυτή σταματούσαν προσωρινά οι πόλεμοι, αναστέλλονταν οι θανατικές καταδίκες και απαγορευόταν να εισέρχονται στο έδαφος των Ηλείων ένοπλοι άνδρες. Βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα, η αντιπαλότητα των Πόλεων μεταφερόταν στον αγωνιστικό στίβο, μια που και η ίδια η Ολυμπία είχε γίνει μήλον της έριδος. Οι αγώνες τελούνταν κάθε πέμπτο έτος τον Ιούλιο-Αύγουστο και αρχικά διαρκούσαν μία μέρα ενώ σιγά-σιγά, με την αύξηση του αριθμού των αγωνισμάτων, προστέθηκαν μέρες έτσι ώστε από το 472 π.Χ. να διαρκούν πέντε μέρες. Στην πρώτη Ολυμπιάδα έπαθλο ήταν ένα μήλο και μοναδικό αγώνισμα το στάδιο, διαδρομή δηλαδή που οριζόταν από το μήκος του σταδίου, ενώ από την 7η ολυμπιάδα καθιερώθηκε ως έπαθλο ο κότινος, στεφάνι από τα κλαδιά αγριελιάς που είχε φυτρώσει έξω από τον ναό του Διός. Στην τελική τους μορφή, οι αγώνες περιλάμβαναν δέκα έξι αγωνίσματα: στάδιο, δίαυλος (2 στάδια), δόλιχος (μάλλον 24 στάδια), πένταθλο (στάδιο, άλμα, δίσκος, ακόντιο, πάλη), πυγμή (πυγμαχία), αρματοδρομία τεθρίππων (με τέσσερα άλογα), τρία άλλα είδη αρματοδρομιών, παγκράτιο (συνδυασμός πυγμής και πάλης), ιπποδρομία, δρόμος και πάλη παίδων, πυγμή παίδων, οπλίτης δρόμος (με πλήρη πολεμική εξάρτηση), αγώνες κηρύκων και σαλπιγκτών, και παγκράτιο παίδων
Οπλιτοδρόμος
Τους αγώνες διοργάνωναν οι Ηλείοι με μεγάλη επιτυχία αν σκεφθεί κανείς πόσο δύσκολο έργο ήταν να φροντίσουν για την προσέλευση των αθλητών, την διαμονή επισκεπτών και αντιπροσώπων Πόλεων, τους κριτές. Ανώτατοι άρχοντες των αγώνων ήταν αρχικά οι Αγωνοθέτες και αργότερα οι Ελλανοδίκες (που ήταν συνήθως δέκα), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την όλη διοργάνωση και την εφαρμογή των κανονισμών ενώ εκτελούσαν και χρέη κριτών. Οι Ελλανοδίκες, που επιλέγονταν με κλήρο μεταξύ όλων των Ηλείων, είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν κυρώσεις και ποινές στους αθλητές και στους θεατές που υπέπιπταν σε παραπτώματα ενώ συνοδεύονταν από ραβδούχους ή μαστιγοφόρους με επικεφαλής τον αλυτάρχη. Μία από τις κύριες φροντίδες των Ελλανοδικών ήταν να ελέγξουν εάν όλοι οι αθλητές ήταν γεννημένοι ελεύθεροι Έλληνες από ελεύθερους γονείς και δεν βαρύνονταν με παραπτώματα που θα τους απέκλειαν από τους αγώνες. Ο έλεγχος αυτός ήταν ιδιαίτερα αυστηρός διότι δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή δούλων ή βαρβάρων αλλά και παραβατών της εκεχειρίας, όσων ενέχονταν σε άγος (μίασμα), ιερόσυλων και φυσικά των ίδιων των Ελλανοδικών. Οι γυναίκες απαγορευόταν να παρακολουθήσουν τους αγώνες με ποινή θανάτου. Η μόνη που αναφέρεται ότι παραβίασε τον κανονισμό ήταν η Καλλιπάτειρα από την Ρόδο, χήρα που μεταμφιέσθηκε σε άντρα γυμναστή για να παρακολουθήσει τον γιο της στους αγώνες αλλά κατά τους πανηγυρισμούς της για την νίκη του νεαρού αθλητή αποκαλύφθηκε. Τελικά συγχωρέθηκε, όμως, διότι ήταν κόρη του ολυμπιονίκη Διαγόρα και η οικογένειά της είχε αναδείξει τρεις γενιές ολυμπιονικών.
Οι ολυμπιονίκες θεωρούνταν σημαντικά πρόσωπα διότι είχε γίνει συνείδηση ότι δεν αγωνίζονταν για τον εαυτό τους αλλά εξ ονόματος ολόκληρης της Πόλεώς τους. Ολυμπιονίκης στεφόταν μόνο ο πρώτος νικητής και η Πόλη από την οποία καταγόταν του επεφύλασσε λαμπρές τιμές, ιδιαίτερα μετά το 480 π.Χ. Έμπαινε στην Πόλη πάνω σε τέθριππο και συνοδεία πομπής από άνοιγμα στο τείχος, τμήμα του οποίου γκρεμιζόταν για να συμβολίσει το γεγονός ότι πλέον η Πόλις δεν χρειαζόταν τείχη για να την προστατεύσουν εφ' όσον είχε τέτοιο νικητή. Επίσης, η Πόλις του απένειμε ισόβια τιμές που περιλάμβαναν τιμητικά θρησκευτικά αξιώματα, σίτιση στο πρυτανείο, απαλλαγή από διάφορους φόρους και τιμητική θέση στο θέατρο, στις διάφορες γιορτές και αγώνες. Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι οι αθλητές φαίνεται ότι ήταν κάθε άλλο από απλούς ερασιτέχνες και πρέπει να προετοιμάζονταν σκληρά για να συμμετάσχουν στους αγώνες ενώ δεν έλειπαν και τα παρατράγουδα μετά τον 5ο αιώνα, όπως εξαγορά αθλητών, με κύριο σκοπό την νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Παρ' όλα αυτά, οι Αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες διατήρησαν την αίγλη τους για περίπου 1,200 χρόνια, μέχρι την κατάργησή τους από τους Βυζαντινούς.
Άλλοι αγώνες ήταν τα Πύθια στους Δελφούς, που, μετά το 582, άρχισαν να τελούνται τακτικά στα τέλη Αυγούστου και κατά το τρίτο έτος των ολυμπιάδων. Τα Ίσθμια, που διεξάγονταν κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου προς τιμήν του Ποσειδώνα, τελούνταν κανονικά, μετά το 582, στο τέλος Απριλίου και κάθε δεύτερο και τέταρτο έτος των Ολυμπιάδων. Αντιστοίχως, τα Νέμεα, που γίνονταν στην Νεμέα και προς τιμήν του Διός, αναδιοργανώθηκαν και τελούνταν κανονικά, μετά το 573, τον Ιούλιο και κάθε πρώτο και τρίτο έτος των Ολυμπιάδων. Οι αγώνες αυτοί μαζί με τα Ολύμπια αποτελούσαν τις τέσσερις σημαντικότερες αθλητικές συναντήσεις στην Αρχαία Ελλάδα. Ο αθλητής που νικούσε και στους τέσσερις αγώνες ονομαζόταν περιοδονίκης και έχαιρε ιδιαιτέρας εκτιμήσεως και αίγλης. Εκτός από τους ανωτέρω αγώνες υπήρχαν και πλήθος αθλητικές οργανώσεις με τοπικό χαρακτήρα σε ορισμένες από τις οποίες συμμετείχαν νεαρά κορίτσια (παρθένες). Οι κυριότερες εκδηλώσεις για αθλήτριες τελούνταν στην Ολυμπία και στην Σπάρτη. Στην Ολυμπία, ονομάζονταν Ηραία και είχαν ως μοναδικό αγώνισμα τον δρόμο ίσο με 5/6 σταδίου. Στην Σπάρτη, οι αγώνες κορασίδων διοργανώνονταν προς τιμήν της Αρτέμιδος.
Οι Έλληνες χαίρονταν να αγωνίζονται ή να παρακολουθούν αγώνες μέσα στα κατάφυτα τοπία που περιέβαλαν τις πόλεις τους. Ακόμη και εάν τελικά ορισμένες φορές η άμιλλα γινόταν συναγωνισμός, ακόμη και εάν κάποιοι προσπαθούσαν να αμαυρώσουν τους αγώνες ή ακόμη και εάν κάποιοι δεν τηρούσαν τους κανόνες, αυτό που μένει στους αιώνες είναι η ιδέα του αθλητισμού και πιο συγκεκριμένα η ιδέα του ολυμπισμού: ας εγκαταλείψουμε για λίγο τις διαφορές μας για να αγωνισθούμε τίμια στον αθλητικό στίβο προς τιμήν των θεών. Για τους ίδιους τους Έλληνες ιδιαίτερα, οι αγώνες αποτελούσαν μια πανελλήνια σύναξη, η οποία δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε πολιτικό ή οικονομικό επίπεδο αλλά μπορούσε να υποδηλωθεί στον τομέα της ευγενούς άμιλλας, στον αθλητισμό. Φαίνεται ότι αν και τις ελληνικές Πόλεις τις χώριζαν πάρα πολλά, τα στοιχεία που τις ένωναν ήταν ο πολιτισμός και ιδιαίτερα η κοινή γλώσσα, η θρησκεία και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Το πόση μεγάλη σημασία, άλλωστε, έδιναν οι Αρχαίοι Έλληνες στους αγώνες αυτούς διαφαίνεται και μέσα από απεικονίσεις αθλητών πάνω σε αγγεία ή από αγάλματα της Κλασικής Εποχής όπου διακρίνονται δρομείς, άλτες, ηνίοχοι, δισκοβόλοι, ακοντιστές, παλαιστές και πυγμάχοι.
Η Ποίηση και η Φιλοσοφία αποτελούν τις πρώτες εκφάνσεις του κλασικού ελληνικού πολιτισμού. Η λυρική ποίηση αλλά κυρίως η φιλοσοφία άνθισαν αρχικά στην Ιωνία και σταδιακά αναπτύχθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Από τον 7ο μέχρι τον 5ο αιώνα επικράτησε στον ελληνικό χώρο η λυρική ποίηση, που διακρίνεται σε ιαμβική, ελεγειακή και κυρίως λυρική. Στην Ιωνία πρωτοαναπτύχθηκαν, μαζί με την επική ποίηση, δύο άλλοι τρόποι γραφής ποιημάτων, ο ίαμβος και η ελεγεία. Σημαντικός εκπρόσωπος της ιαμβικής ποιήσεως είναι ο Αρχίλοχος (7ος αιών.), που αντλεί τα θέματά του από την φύση και τις πολεμικές του περιπέτειες. Ποιητές που ασχολήθηκαν με την ελεγειακή ποίηση ήταν ο Τυρταίος (7ος αιών.) από την Σπάρτη και ο Θέογνης (6ο αιών.) από τα Μέγαρα. Την κύρια λυρική ποίηση, όμως, εκπροσωπούν ο Αλκαίος (περ. 600 π.Χ.) από την Μυτιλήνη και η Σαπφώ (περ. 600 π.Χ.), που έζησε στο ίδιο νησί. Ο Πίνδαρος (522/518-438 π.Χ.) από την Βοιωτία, με την εξαιρετική χορική λυρική ποίηση του, ύμνησε, στις σωζόμενες ωδές, κυρίως νίκες σε αθλητικούς αγώνες. Με τον ίαμβο, την ελεγεία και την λυρική ποίηση οι Αρχαίοι Έλληνες καλλιέργησαν την σαφήνεια και το μέτρο στην τέχνη της ποιητικής. Τα έργα τους μιλούν για τους δημιουργούς τους και για τους χώρους που αυτοί έζησαν. Είναι ποιήματα σε μέτρα ανθρώπινα και όχι θεϊκά, χαρακτηριστικό γνώρισμα της επικής ποίησης
Πίνδαρος (522 - 443 π.Χ.)
Την ίδια εποχή που αναπτύχθηκαν τα διάφορα είδη ποίησης, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, οι Ίωνες, άρχισαν να χρησιμοποιούν την λέξη φιλοσοφία, το περιεχόμενο της οποίας δεν υφίσταται σε κανέναν προγενέστερο πολιτισμό. Η ελληνική φιλοσοφία, και ειδικότερα η φιλοσοφία της φύσεως, αναπτύχθηκε στην Μίλητο τον 6ο αιώνα.Η σκέψη που γεννήθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας οροθετεί την ασυνέχεια στην διανόηση σε σχέση με τον προηγούμενο κόσμο. Έχουμε πλέον να κάνουμε με το ελληνικό εφαλτήριο που απογείωσε την ανθρώπινη διανόηση και ουσιαστικά έθεσε τα θεμέλια της πολιτισμικής αναπτύξεως του σημερινού κόσμου. Τα θεμελιώδη στοιχεία της πολιτισμικής ασυνέχειας βρίσκονται στην λογική σκέψη και στην αιτιοκρατία, αυτά που πρώτοι οι Έλληνες χρησιμοποίησαν. Τα δύο στοιχεία έσπασαν τα δεσμά της ανθρώπινης διανοήσεως, που μέχρι τότε ήταν φυλακισμένη στο φανταστικό και στο ποιητικό, δηλαδή αυτά που χαρακτηρίζουν τον κύκλο της Ιστορίας των Ανατολικών Λαών αλλά και τον ελληνικό χώρο μέχρι τον 6ο αιώνα.
Θεμελιωτής της προσωκρατικής φιλοσοφίας αλλά και ιδρυτής της φιλοσοφίας γενικότερα θεωρείται ο Έλληνας φιλόσοφος Θαλής από την Μίλητο (6ο αιών.). Τα πρώτα ερεθίσματα για τις θεωρίες του φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν στον Θαλή από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο, όπου πρέπει να ήρθε σε επαφή με τις βασικές επιστημονικές γνώσεις που είχαν αναπτύξει ή γνώριζαν από τους Ανατολικούς Λαούς οι Αιγύπτιοι. Αυτό και μόνο το στοιχείο στον τομέα της διανοήσεως αποτελεί την συνέχεια που παρατηρείται στην μετάβαση από τους ανατολικούς πολιτισμούς στον ελληνικό. Ο Θαλής διατύπωσε την άποψη ότι βάση και αρχή όλων των φαινομένων πρέπει να θεωρηθεί το ύδωρ. Το νερό είναι η αρχή των όντων διότι, κατά τον Θαλή, όλοι οι έμβιοι οργανισμοί χρειάζονται υγρή τροφή για να επιβιώσουν και διότι το στοιχείο αυτό είναι ανεξάντλητο στην φύση. Ο φιλόσοφος υποστήριξε ακόμη ότι όλα τα αντικείμενα διαθέτουν ψυχή και, άρα, θεωρούσε ότι υπάρχει ενότητα ύλης και ζωής. Με τις θεωρίες του αυτές ο Θαλής έθεσε τα θεμέλια των φυσικών επιστημών χρησιμοποιώντας το πρώτο επιστημονικό αξίωμα, την παρατήρηση. Η παρατήρηση τον οδήγησε στην διατύπωση θεωρίας και ερμηνείας φαινομένων ή αποδείξεων, δηλαδή σε επιπλέον αξιώματα των επιστημών. Το σημαντικό βέβαια δεν είναι εάν οι θεωρίες του Θαλή είναι παραδεκτές σήμερα αλλά ότι πρώτος ο Μιλήσιος φιλόσοφος έκανε ολόκληρο τον παραπάνω συλλογισμό για να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα.
Θαλής ο Μιλήσιος, (περ 630/635 - 543 π.Χ.)
Την πορεία του Θαλή προς την εξερεύνηση του φυσικού σύμπαντος συνέχισαν δύο ακόμη Μιλήσιοι φιλόσοφοι, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Η σχολή των Πυθαγορείων ιδρύθηκε από τον Σάμιο Πυθαγόρα (6ο αιών.) στον Κρότωνα. Η βάση της θεωρίας των πυθαγορείων είναι μαθηματική, δηλαδή σχετίζεται με τους αριθμούς και την σχέση τους, που υπαγορεύεται από το μέτρο και την αρμονία. Σε αυτήν την λογική της αρμονίας εντάσσεται και το πυθαγόρειο θεώρημα.
Η φιλοσοφική συνέχεια ήρθε πάλι από την Μεγάλη Ελλάδα και ειδικότερα από την σχολή της Ελέας ή Ελεατική σχολή. Οι δύο μεγάλες μορφές του ρεύματος αυτού ήταν ο Παρμενίδης και ο Ζήνων. Ο Παρμενίδης (περ. 500 π.Χ.) πρώτος εισήγαγε στην φιλοσοφία την έννοια του Λόγου και της Αλήθειας. Η Αλήθεια ταυτίζεται με το Είναι και είναι άφθαρτη και αιώνια. Ο μαθητή του Παρμενίδη, Ζήνων (5ος αιών.), συνέχισε επί των ιδεών του δασκάλου του χρησιμοποιώντας συνειδητά την διαλεκτική μέθοδο και την εις άτοπον απαγωγή, δηλαδή τον αποκλεισμό όλων των μη αληθών υποθέσεων για την φανέρωση της μίας και αληθινής. Την ίδια περίπου εποχή που έζησε ο Ζήνων εμφανίσθηκε ένας νέος φιλόσοφος από την Μ. Ασία, ο Ηράκλειτος από την Έφεσο. Ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) χρησιμοποίησε ως βασική αρχή της φιλοσοφίας του τον Λόγο. Τις φιλοσοφικές ιδέες των προσωκρατικών ολοκλήρωσε ο Δημόκριτος από την Θράκη, που είναι γνωστός για την ατομική θεωρία του. Ο Δημόκριτος (περ. 460-370 π.Χ.) χρησιμοποίησε τις ιδέες του δασκάλου του Λευκίππου, που πρώτος σκέφθηκε την ατομική δομή της ύλης, για να διατυπώσει την θεωρία του. Κατά τον Δημόκριτο, κάθε ον συνίσταται από πολλά μικρά σωματίδια (άτομα) που κινούνται. Η σκέψη του Δημοκρίτου ολοκληρώνει τον κύκλο των φιλοσόφων που ονομάζονται προσωκρατικοί, προηγούνται χρονολογικά της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας και συνδέουν το ελληνικό πνεύμα της κλασικής εποχής με την πολιτισμική παράδοση της Ανατολής.
Κατά την Αρχαϊκή εποχή, εκτός από τον τομέα της φιλοσοφίας, οι Έλληνες πραγματοποίησαν και το μεγάλο άλμα στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική. Τα πρώτα δείγματα της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελούν τον κύκλο της αρχαϊκής τέχνης και αρχιτεκτονικής του 7ου και 6ου αιώνα.
Όπως έχουμε και προηγουμένως επισημάνει, η ελληνική τέχνη της πρώιμης περιόδου είναι επηρεασμένη από τις επαφές που είχαν οι Έλληνες με τους Αρχαίους Ανατολικούς λαούς και την Αίγυπτο. Γρήγορα, βεβαίως, οι Έλληνες αφομοίωσαν τα ανατολίζοντα στοιχεία στην δική τους παράδοση και δημιούργησαν μια ξεχωριστή τεχνική, που διαφαίνεται στην αγγειογραφία, στην γλυπτική, στην μικροτεχνία και στην αρχιτεκτονική. Η αρχαϊκή τέχνη χαρακτηρίζεται από την θρησκευτικότητά της, που γίνεται αμέσως φανερή στα αγγεία της εποχής. Αρχικά, και για μια ορισμένη περίοδο, η αττική γεωμετρική αγγειογραφία είχε κατακτήσει τις αγορές αλλά, σταδιακά, τοπικά εργαστήρια, όπως της Κορίνθου, παρουσίασαν είδη αγγείων με διαφορετική τεχνοτροπία και φυσιογνωμία.
Τα πρωτοκοριανθιακά αγγεία παρουσιάσθηκαν τον 7ο αιώνα με χαρακτηριστικά δείγματα τους μικρούς, σε διάφορα σχήματα, αρυβάλλους, που διακοσμούνταν με μελανόμορφα σχέδια. Τα σχέδια των αγγείων (άνθρωποι, ζώα, φυτά) αποδίδονταν με μαύρο χρώμα, που τοποθετούνταν πάνω στην κιτρινωπή επιφάνεια του αγγείου, ενώ ο τεχνίτης έξυνε το μαύρο χρώμα με αιχμηρό εργαλείο για να χαράξει τις λεπτομέρειες.
Στο τέλος του 6ου αιώνα, ο μεγάλος ζωγράφος Εξηκίας παράγει ό,τι εξαιρετικότερο έχει να επιδείξει η αττική αγγειογραφία Το αριστούργημά του (ύψους 61 εκ.) είναι ένας αμφορέας με παράσταση του Αίαντα και του Αχιλλέα να παίζουν πεσσούς Οι μορφές πάλλονται από την ένταση του παιχνιδιού και την τεταμένη προσοχή των παικτών
.Εκτός από την αγγειογραφία, οι Έλληνες διέπρεψαν κατά τον 7ο και 6ο αιώνα στην γλυπτική και στην αρχιτεκτονική, αν και στις δύο τέχνες ο χρυσός αιώνας ήρθε με την κλασική εποχή αμέσως μετά. Στον τομέα της γλυπτικής, στην αρχή της Αρχαϊκής Περιόδου, οι Έλληνες εμπνεύσθηκαν από τα αγάλματα που παρατηρούσαν στην Αίγυπτο, χωρίς όμως και να τα αντιγράψουν. Οι ιδέες τους είναι πρωτότυπες. Σήμερα βλέπουμε τα αρχαϊκά αγάλματα σε χρώμα υπόλευκο αλλά στην αρχαιότητα βάφονταν με ζωηρά χρώματα. Σκοπός της βαφής ήταν να πάρει το άγαλμα ζωή και να αναδειχθεί μέσα στον χώρο. Για τους αρχαίους Έλληνες τα αγάλματα αποτελούσαν αναπαράσταση της τελειότητάς του ανθρωπίνου σώματος, ανδρικού και γυναικείου, των ανατομικών του ιδιαιτεροτήτων και των αναλογιών του. Αυτή ακριβώς η αντίληψη για τα νεκρά-ζωντανά αγάλματα έκανε τους Έλληνες να επιδοθούν στην τελειοποίηση της γλυπτικής. Ο Έλληνας καλλιτέχνης προσπάθησε να διατηρήσει στην αιωνιότητα τις ανθρώπινες μορφές της εποχής του και να μας μεταδώσει τον θαυμασμό του για την ζωή και τα δημιουργήματά της.
Τα σημαντικότερα γλυπτά της αρχαϊκής τέχνης, όμως, είναι οι κούροι και οι κόρες. Αρχικά οι κούροι ήταν υπερφυσικού μεγέθους αλλά γρήγορα οι Έλληνες τεχνίτες βρήκαν την αξία του μέτρου και δημιούργησαν τέλεια δείγματα της αρχαϊκής πλαστικής. Δίπλα στον γυμνό κούρο στέκεται η ντυμένη κόρη. Ο πέπλος και τα άλλα ενδύματα δημιούργησαν πρόσθετες δυσκολίες στους καλλιτέχνες, που έβαλαν τα δυνατά τους για να αποδώσουν όσο δυνατόν καλύτερα τις πτυχές του υφάσματος.
Η αξιόλογη πλαστική τέχνη της ελληνικής εποχής χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στην διακόσμηση ναών. Η δομική και η αρχιτεκτονική κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στην τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας. Οι πρώτοι αρχαϊκοί ναοί κατασκευάσθηκαν γύρω στο 700 π.Χ. Η οικοδόμηση των ναών ανάγκασε τους αρχιτέκτονες να αναζητήσουν λύσεις στα διάφορα προβλήματα που προέκυψαν κατά την κατασκευή τους. Ο ναός δεν ήταν απλώς ένα οικοδόμημα αλλά μια αρχιτεκτονική προσφορά στους θεούς και γι' αυτό τοποθετούνταν πάνω σε βάθρο και δινόταν μεγάλη σημασία στην εξωτερική του όψη. Βασικό στοιχείο στην κατασκευή του ναού ήταν ο κίων και κατ' επέκταση η κιονοστοιχία. Ο κίονας χρησιμοποιούνταν για να υψώσει το οικοδόμημα προς τον ουρανό και να το επιβάλει στον περιβάλλοντα χώρο, δημιουργώντας την κατάλληλη επιβλητική ατμόσφαιρα στον προσκυνητή του ιερού.
Οι ναοί διακρίνονταν σε ιωνικού και δωρικού τύπου. Ο ιωνικός ναός αποτελούνταν από κίονες με βάσεις που περιλάμβαναν σπείρα και διπλό τροχίλο και που κατέληγαν σε κιονόκρανα με έλικες. Τα κιονόκρανα στήριζαν τον άβακα, στον οποίον επικαθόταν το επιστύλιο, η κορυφή του οποίου διακοσμούνταν με το κυμάτιο. Ακριβώς από πάνω βρισκόταν η ζωοφόρος, που στήριζε το αέτωμα, το οποίο αποτελούνταν από το γείσο (την βάση του τριγώνου) και την σιμή (πλευρά τριγώνου) που διακοσμούνταν με κυμάτια. Ο δωρικός ναός αποτελούνταν από περισσότερα μέρη. Ο κίονας, που στηριζόταν στον στυλοβάτη, διακοσμούνταν στην κορυφή με δακτυλίους και στηριζόταν στον εχίνο και στον άβακα. Ο άβαξ συγκρατούσε το επιστύλιο, που διακοσμούνταν με σταγόνες. Ακριβώς από πάνω βρίσκονταν οι μετόπες και τα τρίγλυφα, που στήριζαν το αέτωμα. Η βάση του ονομαζόταν οριζόντιο γείσο, το εσωτερικό τρίγωνο, τύμπανο και η κεκλιμένη πλευρά του σχηματιζόμενου τριγώνου, καταέτιο γείσο. Ακριβώς από πάνω το τρίγωνο κατέληγε στην σιμή ή υδροροή, στην άκρη της οποίας υπήρχε το ακρωτήριο. Οι ναοί και τα γλυπτά που τους διακοσμούσαν συμπληρώνονταν με έντονα χρώματα, όπως το κυανό και το κόκκινο. Ο ναός αποτελούνταν συνήθως από τον πρόναο, τον σηκό και τον οπισθόδομο. Ο καλύτερα διατηρημένος αρχαϊκός ναός στον ελλαδικό χώρο είναι της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα (500 π.Χ.). Το "πτερόν" αποτελείται από 6 επί 12 κίονες και συνδέεται άμεσα με τον ναό δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο. Ο ναός της Αφαίας αποτελεί την κορύφωση της αρχαϊκής ναοδομίας με αναλογία διαμέτρου κιόνων προς ύψος 1 προς 5,3 μ., αναλογία που πλησιάζει πολύ αυτήν της κλασικής εποχής. Πολλά δείγματα ελληνικών αρχαϊκών ναών βρίσκονται στην Μεγάλη Ελλάδα, όπως οι ναοί στην Ποσειδώνια (Phaestum), νότια της Νεαπόλεως, ενώ άλλοι στην Ιωνία, όπως ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, ένα από τα θεωρούμενα επτά θαύματα του κόσμου. Είχε μήκος 115,14 μ. και πλάτος 55,10 μ. με 117 κίονες σε δύο και τρεις σειρές, ύψους 18,9 μ. ο καθένας, διακοσμημένους με εξαιρετικό τρόπο. Παρά τα όσα θαυμάσια έργα της Αρχαϊκής Εποχής, η αρχιτεκτονική ολοκλήρωση των ναών επιτεύχθηκε βέβαια στην κλασική εποχή που επακολούθησε.
Η αρχαϊκή ελληνική τέχνη και η αρχιτεκτονική δείχνουν την πολιτισμική απόσταση που υφίσταται με την τέχνη των Ανατολικών Λαών και την Αίγυπτο αλλά και με τον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό. Οι Έλληνες τεχνίτες γεύτηκαν το νέκταρ της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσα στα πλαίσια της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής εξελίξεως των Πόλεων. Κάθονταν στις πόρτες των εργαστηρίων τους και ανενόχλητοι ζωγράφιζαν τα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία ή σμίλευαν τα αρχαϊκά αγάλματα ή φαντάζονταν το κτίσιμο του νέου ναού. Το πνεύμα ελευθερίας και ατομικότητας που επικράτησε στις Πόλεις έδωσε φτερά στην φαντασία και στην δημιουργικότητα του Έλληνα καλλιτέχνη για να πραγματοποιήσει τα επιτεύγματα της αρχαϊκής τέχνης.
Είναι αρκετές οι πληροφορίες που έχουν διασωθεί σε γραπτές πηγές σχετικά με τις πολιτικές, στρατιωτικές, διπλωματικές ακόμα και καλλιτεχνικές δραστηριότητες των Αρχαίων Ελλήνων. Σε λίγες περιπτώσεις, όμως, θα συναντήσουμε κάποιο κείμενο που να αναφέρεται αποκλειστικά σε κάποια πλευρά της ιδιωτικής ζωής των Ελλήνων. Ευτυχώς, οι ανασκαφές των δύο τελευταίων αιώνων έχουν φέρει στο φως πολλά αντικείμενα καθημερινής χρήσεως, όπως αγγεία, που αναπαριστούν τέτοιες σκηνές, και έτσι μπορούμε να αναπλάσουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, την ζωή στην αρχαία Πόλη. Ειδικότερα, έχουμε συγκεντρώσει στοιχεία για την διαβίωση στα σπίτια, τις οικογενειακές σχέσεις, την θέση της γυναίκας, την διασκέδαση, την αμφίεση, την εργασία, την αγωγή των νέων και την δημόσια παρουσία των πολιτών στην αγορά.
Η βασική πολιτική, διοικητική, οικονομική και κοινωνική μονάδα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν η Πόλις, που περιέκλειε οπωσδήποτε μια αστική κοινότητα, την πόλη. Στις Πόλεις ζούσαν, ανάλογα πάντα με την θέση και την εποχή, από 20.000 κάτοικοι, όπως στην Σπάρτη, μέχρι και 350.000, όπως στην Αθήνα και στην Αττική τον 5ο αιώνα. Η αρχαία ελληνική πόλη αποτελούνταν από τον συνοικισμό με τα σπίτια των πολιτών, που συνήθως ήταν τοποθετημένα γύρω από μία ακρόπολη, και έναν ανοικτό χώρο συναντήσεων, την Αγορά. Υπήρχε ακόμη το βουλευτήριο, οι ναοί, το γυμνάσιο, το θέατρο και το πρυτανείο, όπου έκαιγε η άσβεστη ιερή φλόγα. Λόγω του ήπιου κλίματος που επικρατεί στον ελληνικό χώρο, οι Έλληνες περιφέρονταν στην Αγορά και πέρναγαν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους μακριά από τα σπίτια τους.
Οι δυσκολίες της ζωής στην αρχαία ελληνική πόλη ήταν αρχικά ανυπέρβλητες αλλά σιγά-σιγά οι κάτοικοι οργάνωσαν την ζωή τους σε ικανοποιητικό βαθμό. Για παράδειγμα, στους πρώτους αστικούς συνοικισμούς χρησιμοποιούσαν πηγάδια και δεξαμενές για να προμηθευθούν και να συγκεντρώσουν νερό. Από το τέλος όμως του 7ου αιώνα, οι δημόσιες κρήνες κατασκευάζονταν όλο και πιο συχνά για να τροφοδοτήσουν με νερό τους πολίτες ενώ σε ορισμένες πόλεις βρίσκουμε κατασκευασμένα και υδραγωγεία. Στην Αθήνα μάλιστα υπήρχε και υπόνομος απορροής ακαθάρτων υδάτων από το τέλος του 6ου αιώνα.
Οι κατοικίες των απλών ανθρώπων ήταν κατασκευασμένες από ευτελή υλικά σε αντίθεση με αυτές των πλουσίων, που συχνά ήταν διώροφες, με αυλές και με δωμάτια διακοσμημένα με ψηφιδωτά. Ο οίκος αποτελούνταν από περίστυλη αυλή και ευρύχωρα δωμάτια, όπως ήταν ο ανδρών για την φιλοξενία των φίλων του οικοδεσπότη και την διοργάνωση συμποσίων. Τα κύρια δωμάτια προορίζονταν φυσικά για τους άνδρες και βρίσκονταν στο ισόγειο ενώ οι κάμαρες των γυναικών ήταν στον άνω όροφο ή υπερώο. Άλλα δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως τραπεζαρία, μαγειρείο, λουτρό και αποθήκες ενώ ολόκληρο το οικοδόμημα σκεπαζόταν από κεραμωτή σκεπή. Πολλοί πολίτες, ιδίως των λαϊκών τάξεων, νοίκιαζαν ένα από τα δωμάτιά τους ή το υπερώο, εάν υπήρχε, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι σε ορισμένες πόλεις ήταν τέτοιος ο υπερπληθυσμός ώστε υπήρχε κρίση στέγης.
Τα σπίτια, όπως βλέπουμε από τις αναπαραστάσεις, ήταν επιπλωμένα με καλοφτιαγμένες καρέκλες, τραπέζια, σκαμνιά και ανάκλιντρα. Τα ίδια έπιπλα χρησιμοποιούνταν από άνδρες και γυναίκες, πολλές φορές στους ίδιους χώρους. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι οι γυναίκες ήταν ελεύθερες και σεβαστές και πολλές φορές θα τις δούμε καθισμένες μαζί με τους άνδρες, μετά το δείπνο. Φαίνεται ότι γνώριζαν όλες τις δουλειές του σπιτιού, είτε ήταν απλές γυναίκες είτε κόρες ή σύζυγοι αρχόντων, και δούλευαν με τέχνη τον αργαλειό και την ρόκα. Όταν ερχόταν η ώρα του γάμου για τα κορίτσια, ο πατέρας καλούσε τους υποψήφιους γαμπρούς στο σπίτι και εκείνοι έφερναν δώρα για τον οικοδεσπότη και την κόρη του: κοσμήματα, ρούχα και ζώα. Ο υποψήφιος που ξεχώριζε παντρευόταν την κόρη και κατά την τελετή του γάμου την μετέφερε στο σπίτι του.
Στην Σπάρτη, όπου έπρεπε να διατηρηθεί υψηλό ποσοστό γεννήσεων, υπήρχαν ειδικά πρόστιμα για τους άγαμους ή αυτούς που παντρεύονταν σε μεγάλη ηλικία χωρίς να έχουν πιθανότητα τεκνοποιήσεως. Σε ολόκληρη την Ελλάδα, εκτός της Σπάρτης, σπαργάνωναν το νεογέννητο σφιχτά αμέσως μόλις γεννιόταν. Στην Σπάρτη το νεογέννητο παρουσιαζόταν στους γέροντες και εκείνοι αποφάσιζαν αν ήταν γερό για να ζήσει ή να ριχθεί στους Αποθέτες, ένα βάραθρο στον Ταΰγετο. Σε πολλές Πόλεις της Ελλάδας, εάν οι γονείς ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να θρέψουν το παιδί τους, το άφηναν έξω σε ένα δοχείο με την ελπίδα ότι κάποιος θα το έπαιρνε, αλλιώς το μωρό πέθαινε. Εάν οι γονείς κρατούσαν το παιδί, τότε την πέμπτη ημέρα από την γέννησή του γινόταν καθαρμός για την μητέρα και όσους είχαν παραβρεθεί στον τοκετό ενώ την δεκάτη ημέρα δινόταν όνομα στο παιδί μετά από ειδική τελετή. Οι αρχαίοι έφεραν τρία ονόματα: το κύριο, του πατέρα τους και του δήμου τους, π.χ. Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς.
Με τον ίδιο τρόπο που φρόντιζαν τα νεογέννητα μεριμνούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες και για τους γεροντότερους, τους οποίους σέβονταν, αγαπούσαν και φρόντιζαν. Ίδια φροντίδα έδειχναν και για τους ξένους που φιλοξενούσαν. Η φιλοξενία ήταν ύψιστη αρετή και οι ξένοι προστατεύονταν από τον Ξένιο Δία. Ο ξένος καθόταν στο τραπέζι μαζί με τον οικοδεσπότη, και οι δυο τους έτρωγαν κρέας, ψωμί και έπιναν κρασί. Τα εδέσματα τρώγονταν σε πιάτα με μαχαίρια και κουτάλια ενώ δεν χρησιμοποιούνταν πιρούνια. Οι αρχαίοι Έλληνες οργάνωναν συμπόσια με ποικιλία φαγητών και κρασιών για να γιορτάσουν ένα εξαιρετικό οικογενειακό γεγονός ή νίκη σε αγώνες. Οι συμποσιαστές έφεραν στο κεφάλι στεφάνι από φύλλα ή λουλούδια, έπιναν κρασί, έτρωγαν με τα χέρια και τραγουδούσαν με την συνοδεία αυλού ή λύρας. Σε μερικές περιπτώσεις, ο οικοδεσπότης καλούσε γελωτοποιούς, ακροβάτες ή ομάδες καλλιτεχνών για να διασκεδάσουν οι καλεσμένοι του. Οι συζητήσεις ήταν άλλοτε ευτράπελες και άλλοτε πολιτικές και φιλοσοφικές.
Η ένδυση ανδρών και γυναικών ήταν συνήθως απέριττη. Οι άνδρες φορούσαν λινούς μακρείς χιτώνες τον χειμώνα και κοντύτερους το καλοκαίρι, σκεπάζονταν με μάλλινη χλαίνα όταν έκανε κρύο και φορούσαν δερμάτινα σανδάλια. Οι γυναίκες ντύνονταν με τον πέπλο και σκέπαζαν το κεφάλι τους με καλύπτρα ή ιμάτιο που έπεφτε μέχρι τους ώμους. Περίτεχνα ή λιτά κοσμήματα και δερμάτινα πέδιλα στα πόδια συμπλήρωναν την αμφίεση τους.
Οι γυναίκες στην Αρχαία Ελλάδα κατείχαν μια ιδιότυπη θέση. Από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μαθαίνουμε ότι οι άνδρες και τα κατορθώματά τους θεωρούνταν το ιδεώδες της Αρχαϊκής Εποχής και γι' αυτό ακόμη και θεές, όπως η Αθηνά και η Αρτεμις, παρουσιάζονταν με πολεμική εξάρτηση, έτοιμες να πολεμήσουν για να διακριθούν στο πλάι των ανδρών. Συνεπώς, οι απλές γυναίκες αυτής της περιόδου ήταν ταγμένες να παίξουν αποκλειστικά τον ρόλο της μητέρας, της συζύγου και της κόρης του πολεμιστή άνδρα. Βέβαια, κάποιες γυναίκες ξεχώρισαν, όπως η Σαπφώ στην ποίηση και η Αρτεμισία στην πολιτική. Παρ' όλα αυτά, οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα: οι απλές γυναίκες της Αρχαϊκής Εποχής ήταν πλήρως υποταγμένες στους άνδρες
Κατά τον 5ο αιώνα, η κατάσταση για την γυναίκα δεν άλλαξε πολύ αφού εθεωρείτο ότι βρισκόταν πάντα υπό την κηδεμονία του πατέρα της, του συζύγου της ή του αδελφού της και χωρίς κανένα δικαίωμα στα περιουσιακά στοιχεία της οικογενείας της. Πάντως δύο κατηγορίες γυναικών ξεχώριζαν κατά την κλασική εποχή: οι ιέρειες και οι εταίρες. Οι ιέρειες ήταν αφιερωμένες στον ναό και διεξήγαν τις σημαντικές τελετουργίες, όπως γινόταν στον ναό της Ήρας στο Αργός και στα Ελευσίνια Μυστήρια. Η θέση της ιέρειας ήταν κληρονομική, από μητέρα σε κόρη, και υπονοούσε ότι η γυναίκα διέθετε μυστηριακό χαρακτήρα, κατάλληλο για την επικοινωνία με τους θεούς. Ως ιέρεια, η γυναίκα ήταν σεβαστή και ανώτερη από τον άνδρα στον συγκεκριμένο θρησκευτικό ρόλο. Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη κατηγορία, οι εταίρες ή σύντροφοι, ήταν πνευματικοί και ερωτικοί σύντροφοι των ανδρών. Με αυτή τους την ιδιότητα μπορούσαν να συμμετέχουν σε πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις με τους άνδρες που συντρόφευαν. Ακόμη, ήταν τελείως ελεύθερες και είχαν την δυνατότητα να πλουτίσουν.
Παρ' ότι λοιπόν ένας αριθμός Ελλήνων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μορφωμένος, οι Αρχαίοι Έλληνες αποδέχονταν την δουλεία. Ο δούλος ήταν συνήθως αιχμάλωτος πολέμου αλλά υπήρχαν και αγορές δούλων στην Δήλο, στην Σάμο, στην Κύπρο και στο Βυζάντιο. Οι δούλοι είτε αγοράζονταν είτε νοικιάζονταν. Χρησιμοποιούνταν για βαριές δουλειές αλλά και για να ασχοληθούν με εργασίες που θα άφηναν περισσότερο ελεύθερο χρόνο στον ιδιοκτήτη τους. Οι Αθηναίοι τους χρησιμοποιούσαν και ως παιδαγωγούς, υπηρέτες και εργάτες στα σπίτια και στις δουλείες τους. Από την άλλη πλευρά, η χρησιμοποίηση δούλων δεν σήμαινε ότι οι απλοί άνθρωποι δεν εργάζονταν. Οι Αθηναίοι ήταν γεωργοί, ψαράδες, αγγειοπλάστες, ξυλουργοί, λατόμοι, λιθοξόοι, βυρσοδέψες, υποδηματοποιοί, βαφείς και σιδηρουργοί και δούλευαν σκληρά, βοηθούμενοι και από δούλους, για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Ορισμένοι άλλοι ήταν δάσκαλοι, ιατροί, καλλιτέχνες, φαρμακοπώλες. Ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, οι Αθηναίοι συναντιόνταν στην Αγορά για τα ψώνια τους αλλά και για κοινωνική συναναστροφή. Η Αγορά ήταν το εμπορικό και πνευματικό κέντρο της αρχαίας ελληνικής Πόλεως.
Χρίστος Θωμάτος
Α2 1ου ΓΕΛ Αγίου Δημητρίου
Μάιος 2011
Βιβλιογραφία
- Λοΐζος Ι. Δημήτρης, Η Αρχαία Ελλάδα και οι Ανατολικοί Λαοί: Από τους Σουμέριους στον Μέγα Αλέξανδρο (3000-323 π.Χ.), Αθήνα: 2001-2003
- Σακελλαρίου Μ., Δεσποτόπουλος Κ., κ.α., Ιστορία των Ελλήνων, 3ος τόμος, «Κλασικοί Χρόνοι», Εκδόσεις Δομή
- Δρακόπουλος Βαγγέλης (επιμέλεια), Ευθυμίου Γεωργία (επιμέλεια), Επίτομο Λεξικό της Ελληνικής Ιστορίας: Πρόσωπα – Γεγονότα – Ημερομηνίες – Χάρτες – Συνθήκες, Αθήνα: 2004, Το Βήμα
- Αικατερινίδης Γ., Αναστασιάδης Γ., κ.α., Νέα ΕγκυκλοΠαιδεία, τόμος 20, Θεσσαλονίκη:2006, Εκδόσεις Παιδεία/ Μάλλιαρης – Παιδεία
- Αργυράκη Ρ., Βλασσίδης Β., κ.α., Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Ελλάδα Ι, Ιστορία – Πολιτισμός, Εκδόσεις Δομή
- Αθανασιάδης Β., Αικατερινίδης Γ., κ.α., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 49ος, Αμαρούσιον: 1992, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος
- Πηγές από το διαδίκτυο:
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.