Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Πελοπόννησος Αρχαία Τροιζήνα

1
Ναός Ιππολύτου
Ο περίπτερος ναός που αποδίδεται στον Ιππόλυτο είναι το πρώτο μνημείο που βλέπει ο επισκέπτης όταν εισέρχεται στο ιερό από την πλευρά της αρχαίας πόλης. Σήμερα σώζεται μόνο η πώρινη θεμελίωσή του αλλά, βάσει των μετρήσεων των μελετητών, αναγνωρίζεται ως δωρικός εκατόμπεδος, με πρόναο στην ανατολική πλευρά, σηκό και υποτυπώδη οπισθόδομο. Οι διαστάσεις του στο επίπεδο της ευθυντηρίας ήταν 17,365×31,783 μ. και στο στυλοβάτη 15,045×29,463 μ. Στην περίσταση υπολογίζεται ότι υπήρχαν 6×11 κίονες, διαμέτρου περίπου 1,20 μ. Σε αυτόν το ναό ανήκε πιθανότατα ένας σπόνδυλος δωρικού κίονα που είχε την ίδια διάμετρο και βρέθηκε εκεί κοντά. Στο εσωτερικό του σηκού σώζεται μια σειρά από ορθογώνιες ασβεστολιθικές πλίνθους που εξέχουν από τα πώρινα θεμέλια και εικάζεται ότι χρησίμευαν για τη στήριξη κιόνων ή ημικιόνων, τοποθετημένων πολύ κοντά στους τοίχους. Τις λιθοπλίνθους ένωναν μεταξύ τους μεταλλικοί σύνδεσμοι σε σχήμα Ζ, ίχνη των οποίων διακρίνονται ακόμη στα σημεία επαφής τους.
Ο ναός χρονολογήθηκε στον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. με βάση δύο ιδιομορφίες του: τη μεγάλη απόσταση του προνάου από την περίσταση και την υπερβολική σύμπτυξη του οπισθοδόμου. Λείψανα άλλου, παλαιότερου ναού δεν εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή του.
2
Μνημειακό πρόπυλο και ορθογώνιος περίβολος
Η είσοδος στο μεγάλο κτηριακό συγκρότημα που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του περίπτερου ναού γινόταν από μνημειακό πρόπυλο, μήκους 12,80 μ. και πλάτους 8,50 μ., στο οποίο οδηγούσε επικλινής αναβάθρα (ράμπα) μήκους περίπου 20 μ. Το πρόπυλο είχε προσανατολισμό Α–Δ και αποτελείτο από ένα θάλαμο στο ανατολικό τμήμα του, έναν θυραίο τοίχο με τρία ανοίγματα και έναν δεύτερο, μεγαλύτερο θάλαμο στο δυτικό τμήμα του. Στην ανατολική και στη δυτική όψη του υπολογίζεται ότι θα υπήρχαν από δύο κίονες μεταξύ των παραστάδων.
Όμοια κάτοψη είχε το πρόπυλο του ιερού του Ποσειδώνος στο Σούνιο, η κατασκευή του οποίου τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Ο Welter ορθά επισήμανε τη συγγένειά τους, αλλά τοποθέτησε το πρόπυλο της Τροιζήνας πολύ αργότερα, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. Η χαμηλή χρονολόγηση του ανασκαφέα, την οποία ακολούθησαν και άλλοι μελετητές, ίσως επηρεάστηκε από την πεποίθησή του ότι το πρόπυλο και ο ορθογώνιος περίβολος ανήκαν στο «Ασκληπιείο» και, επομένως, η κατασκευή τους θα σχετιζόταν με την ανέγερση του μεγάλου κτηρίου που ερμήνευσε ως εγκοιμητήριο και χρονολόγησε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Κάποια θραύσματα κεραμίδων της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου που βρέθηκαν στο χώρο του προπύλου δεν αποτελούν ισχυρό χρονολογικό κριτήριο, καθώς αυτά μπορεί να ανήκαν σε μια φάση επισκευής της στέγης του. Άλλωστε, ο διαφορετικός προσανατολισμός που έχουν ο ορθογώνιος περίβολος και το κτήριο με την περίστυλη αυλή δεν συνηγορεί για την ένταξή τους στο ίδιο οικοδομικό πρόγραμμα.
Ο ορθογώνιος περίβολος στη βόρεια και στη δυτική πλευρά του, στις οποίες λειτουργούσε και ως ανάλημμα του ανδήρου καθώς το έδαφος εκεί κατηφορίζει, είναι κτισμένος με μεγάλες πολυγωνικές λιθοπλίνθους, πελεκημένες αδρά στην όψη και σφυροκοπημένες στους αρμούς, όπως στο πολυγωνικό σύστημα των κλασικών χρόνων. Σε ορισμένα σημεία οι λιθόπλινθοι έχουν καμπύλους αρμούς που μιμούνται το αρχαϊκό λέσβιο σύστημα τοιχοδομίας. Στη νότια πλευρά, όπου το έδαφος είναι ομαλό, είχαν χρησιμοποιηθεί μικρότερες πέτρες ποικίλων σχημάτων. Στη νοτιοδυτική γωνία του υπήρχε ένα στενό άνοιγμα για την επικοινωνία με το χαμηλότερο πλάτωμα δυτικά του ανδήρου.
Η αναβάθρα, το μνημειακό πρόπυλο και ο ορθογώνιος περίβολος αποτελούν ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο και πρέπει να ανήκουν στην ίδια οικοδομική φάση. Το πρόπυλο οπωσδήποτε κατασκευάστηκε μετά από εκείνο του Σουνίου, το οποίο φαίνεται να μιμήθηκε, αλλά μάλλον όχι τόσο αργά όσο υποστηρίζει ο Welter. Μια χρονολόγηση στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. θεωρούμε ότι θα ήταν πιθανότερη τόσο για το ίδιο όσο και για τον ορθογώνιο περίβολο. Το πρόπυλο πιθανώς ανακαινίστηκε στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., κρίνοντας από τις ενδείξεις για την επισκευή της στέγης του εκείνη την εποχή.
3
Γεωμετρικό τέμενος / Μνήμα Ιππολύτου
Στα νότια του προπύλου, σε βραχώδες έξαρμα του εδάφους, εντοπίστηκε από τον Legrand και τον Welter ένα μικρό υπαίθριο τέμενος με πεντάπλευρο περίβολο, το οποίο πρέπει να ήταν ο αρχικός πυρήνας της λατρείας του Ιππολύτου με την παλαιότερη, ηρωική υπόστασή του. Ο πρώτος ανασκαφέας αναφέρει εδώ έναν μικρό «γήλοφο», ο οποίος μπορεί να ήταν το μνήμα του Ιππολύτου, αφού σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία αυτό είχε τη μορφή τύμβου. Όστρακα αγγείων των γεωμετρικών χρόνων που βρέθηκαν στο χώρο του τεμένους δείχνουν ότι η ηρωολατρεία άρχισε εκείνη την περίοδο. Η πρώιμη λατρευτική χρήση της περιοχής μαρτυρείται επίσης από ένα πήλινο ξοανόμορφο ειδώλιο των ύστερων γεωμετρικών ή πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, το οποίο βρέθηκε τυχαία κοντά στο λόφο της Επισκοπής, μαζί με θραύσμα μεγάλου γεωμετρικού αγγείου.
Από τον πεντάπλευρο περίβολο του υπαίθριου τεμένους σώζονται τώρα μόνο ο βόρειος τοίχος και μικρό τμήμα του ανατολικού. Οι άλλες πλευρές, οι οποίες δηλώνονται αποσπασματικά στο σχέδιο του Welter με σειρές από μικρές πέτρες, έχουν καταστραφεί. Όπως επισημαίνει ο ανασκαφέας, ο βόρειος και ο ανατολικός τοίχος του δεν ανήκουν στην αρχική φάση διαμόρφωσης του χώρου, αλλά πρέπει να είναι σύγχρονοι με τον ορθογώνιο περίβολο, καθώς έχουν παρόμοια τοιχοδομία (πολυγωνικό σύστημα και μίμηση του λέσβιου σε κάποια σημεία). Η αντικατάσταση των παλαιότερων τοίχων με άλλους ισχυρότερους θα ήταν αναγκαία για τη συγκράτηση του εδάφους σε αυτές τις πλευρές όταν διαμορφώθηκε η επικλινής αναβάθρα που οδηγούσε στο πρόπυλο.
4
Ναΐσκος με πρόσοψη στα δυτικά
Δίπλα στο γεωμετρικό τέμενος υπάρχει ένα μικρό άνδηρο, πάνω στο οποίο σώζονται τα πενιχρά κατάλοιπα ενός ναΐσκου με πρόσοψη στα δυτικά. Πρόκειται για ορθογώνιο κτίσμα, διαστάσεων περίπου 4,20×5,50 μ., με ανοικτό προθάλαμο και σηκό. Ο προσανατολισμός του προς τη Δύση φανερώνει ότι ήταν αφιερωμένος σε χθόνια θεότητα ή ήρωα, όπως ήταν αρχικά ο Ιππόλυτος. Μπροστά από το ναΐσκο, ο φυσικός βράχος είχε λαξευθεί για να δημιουργηθούν πλατύσκαλο και βαθμίδες που οδηγούσαν στην είσοδό του. Στα αριστερά και δεξιά του διαμορφωμένου βράχου υπήρχαν δύο χαμηλές πλατφόρμες που λειτουργούσαν ως διάδρομοι για την ομαλή πρόσβαση στις βαθμίδες.
Η κατασκευή του κτίσματος μπορεί να τοποθετηθεί στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους (μάλλον στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.), κρίνοντας από τον τρόπο δομής του βόρειου αναλημματικού τοίχου του μικρού ανδήρου όπου εδράζεται αυτό (τετράπλευρες, επιμελώς λαξευμένες λιθόπλινθοι, οι οποίες συμπληρώνονται με πλακοειδή βύσματα στα μεταξύ τους κενά). Στην Αρχαϊκή περίοδο άλλωστε, φαίνεται ότι υπήρχε έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην Τροιζήνα, καθώς τότε ιδρύθηκαν τουλάχιστον άλλοι πέντε σημαντικοί ναοί της πόλης.
Στα ανατολικά του ναΐσκου, ανάμεσα στα βράχια που υπάρχουν εκεί, βρέθηκαν όστρακα των γεωμετρικών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, υπολείμματα στάχτης, άφθονα κατάλοιπα καμένων οστών (πιθανότατα από ολοκαυτώματα), καθώς και πολλά μικρά πήλινα αναθήματα σε σχήμα λεπτής ταινίας που αναδιπλώνεται σε ελλειψοειδές σχήμα και ενώνεται στα άκρα της. O Legrand υπέθεσε ότι αυτά τα περίεργα αντικείμενα παριστάνουν «κουλουριασμένα φίδια», ενώ ο Welter τα ερμήνευσε ως ομοιώματα «ποπάνων» (γλυκίσματα που προσφέρονταν πριν από τη θυσία σε διάφορες θεότητες και ήρωες). Μπορούμε, όμως, να προτείνουμε και μια άλλη ερμηνεία: ότι πρόκειται για πλοκάμους (πλεξούδες) σε πήλινες απομιμήσεις, που αφιέρωναν στον Ιππόλυτο τα κορίτσια της Τροιζήνας πριν από το γάμο τους. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV.34.1) για το ίδιο έθιμο στη λατρεία των Υπερβορείων Παρθένων στη Δήλο, οι προσφερόμενοι πλόκαμοι ήταν τυλιγμένοι σε ξύλινο στέλεχος, επομένως μάλλον θα είχαν ενωμένες  τις άκρες τους.
Τα ελληνιστικά όστρακα που βρέθηκαν στο μικρό τέμενος δείχνουν ότι η λατρεία του ήρωα συνεχιζόταν εδώ και μετά την ανέγερση του περίπτερου ναού. Όπως φαίνεται, ο Ιππόλυτος λατρευόταν τότε στην Τροιζήνα και με τις δύο υποστάσεις του, την ηρωική και τη θεϊκή, φαινόμενο που παρατηρείται και στη λατρεία του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
5
Βωμός με τετράστυλο
Απέναντι από το ναΐσκο, σε απόσταση 8 μ. από αυτόν, σώζονται τα θεμέλια κτιστού βωμού, διαστάσεων 7,15×2,40 μ., ο οποίος ανήκει στον τύπο του επιμήκους χαμηλού ορθογώνιου βωμού με τετράστυλο (4 κίονες). Στις παρειές καθεμιάς από τις μακριές πλευρές του υπάρχουν δύο ορθογώνιες βάσεις, κατασκευασμένες από ασβεστολιθικές πέτρες, οι οποίες στήριζαν τους κίονες του τετραστύλου. Οι βάσεις αυτές βρίσκονται ακριβώς απέναντι από τις παραστάδες του ναΐσκου, στοιχείο που δείχνει τη στενή σχέση του βωμού με το λατρευτικό οικοδόμημα. Επομένως, η κατασκευή του μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια οικοδομική φάση, δηλαδή στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους. Η χρήση των τετραστύλων άρχισε στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκε στους επόμενους αιώνες.
6
Υπόγειος θάλαμος / «Τάφος Ιππολύτου»
Στο σχέδιο κάτοψης των μνημείων του χώρου που δημοσίευσε ο Welter σημειώνεται με διακεκομμένη γραμμή στη δυτική πλευρά του ορθογωνίου περιβόλου το περίγραμμα ενός μικρού κτίσματος, το οποίο βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του κάτω από το δάπεδο του ανδήρου που όριζε εκείνος ο περίβολος. Η κατασκευή αυτή, αν και είναι φανερό ότι ανασκάφηκε από τον ίδιο, δεν σχολιάζεται καθόλου στο κείμενό του. Σε καθαρισμό των σωζόμενων λειψάνων που έκανε η Εφορεία Αρχαιοτήτων, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για υπόγειο ορθογώνιο κτίσμα, εξωτερικών διαστάσεων 2,80×2,50 μ., με είσοδο πλάτους 0,60 μ. στη δυτική πλευρά. Δύο παράλληλες μεταξύ τους λίθινες πλάκες, τοποθετημένες όρθιες στο άνοιγμα της εισόδου, χρησίμευαν ως παραστάδες και δημιουργούσαν έναν στενό διάδρομο προς το εσωτερικό του θαλάμου. Τα τοιχώματά του ήταν κτισμένα με μεγάλους τετράπλευρους και πολυγωνικούς λίθους, επεξεργασμένους στην όψη και στους αρμούς, που συμπληρώνονταν με μικρότερες πέτρες στα μεταξύ τους κενά. Στον νότιο τοίχο είχε διαμορφωθεί μικρή τετράγωνη κόγχη, πλάτους 0,40 μ. και βάθους 0,60 μ.
Στο εσωτερικό του θαλάμου υπήρχε τετράγωνη λιθόκτιστη κατασκευή που καταλάμβανε το κεντρικό τμήμα του. Οι εξωτερικές παρειές της ήταν διαμορφωμένες με στρώσεις από λεπτές ή και μεγαλύτερες πέτρες, ενώ ο πυρήνας της αποτελείτο από αργούς λίθους και χώμα. Λίγες ακατέργαστες πλακοειδείς πέτρες, τοποθετημένες όρθιες γύρω από τον πυρήνα της, φαίνεται να σχημάτιζαν στο επάνω μέρος της ένα μικρό έγκοιλο. Στο εσωτερικό αυτού του εγκοίλου βρέθηκαν διαλυμένες πλίθρες, θραύσματα κεραμίδων και μικρά τεμάχια από κάρβουνα. Πιθανότατα πρόκειται για μικρό βωμό, στοιχείο που υποδεικνύει λατρευτική χρήση του χώρου.
Εφόσον ο δυτικός τοίχος του ορθογωνίου περιβόλου περνούσε πάνω από αυτό το κτίσμα, οπωσδήποτε πρόκειται για αρχιτεκτόνημα που ανήκει σε προγενέστερη οικοδομική φάση, πιθανώς στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους, όπου φαίνεται να παραπέμπει και η τοιχοδομία του θαλάμου. Ο προσανατολισμός προς τη Δύση και η θέση του κοντά στο βωμό του αρχαϊκού ναΐσκου δείχνουν ότι και αυτό πρέπει να σχετιζόταν με ηρωολατρεία. Σύμφωνα με την ερμηνεία της Ε. Οικονομίδου, ο υπόγειος θάλαμος ήταν ο τάφος του Ιππολύτου που δεν έδειχναν οι Τροιζήνιοι στους ξένους, άποψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι ο χώρος όπου βρισκόταν δεν ήταν προσιτός παρά μόνο από τη δευτερεύουσα είσοδο στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου, η οποία μπορεί να ήταν φραγμένη με ξύλινη πόρτα.
7
«Ναΐσκος με πρόσοψη στα ανατολικά» / «Oίκος» με πρόσοψη στα βόρεια
Σε απόσταση περίπου 10 μ. νότια του βωμού σώζονται τα θεμέλια ενός ορθογωνίου οικοδομήματος, διαστάσεων 6×9 μ., το οποίο ο Welter ερμήνευσε ως τετράστυλο ναΐσκο με πλατύ σηκό και πρόσοψη στα ανατολικά. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αυτού του κτίσματος, όμως, δεν ανταποκρίνονται στα σχέδια αναπαράστασης που παρουσίασε. Όπως φαίνεται στο λεπτομερές σχέδιο κάτοψης που δημοσιεύει ο ίδιος, η ύπαρξη προνάου στην ανατολική πλευρά του κτηρίου δεν τεκμηριώνεται επαρκώς. Αντίθετα, διακρίνεται καθαρά μια είσοδος στη βόρεια πλευρά, οριζόμενη από δύο λίθινες παραστάδες. Ο ανασκαφέας περιγράφει έναν εγκάρσιο τοίχο που χώριζε το βόρειο τμήμα του σηκού από το νότιο, αλλά δεν τον σημειώνει στα δημοσιευμένα σχέδια. Πιθανότατα ο «πλατύς σηκός» ήταν ένας «οίκος» με πρόσοψη στον Βορρά, δηλαδή προς το βωμό με το τετράστυλο. Τα λείψανα κάποιων άλλων τοίχων έξω από το περίγραμμά του αποδόθηκαν από τον ίδιο στους μετά την αρχαιότητα χρόνους, αλλά είναι πιθανότερο να αποτελούν επεμβάσεις της Ρωμαϊκής περιόδου.
Το οικοδόμημα αυτό πρέπει να είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, τουλάχιστον στην αρχική φάση του, όπως δείχνουν ο προσανατολισμός του προς το βωμό και τρεις βάσεις αναθημάτων που υπήρχαν στον περίγυρό του, δύο έξω από τον βόρειο τοίχο και άλλη μία μπροστά από τον ανατολικό, εκεί όπου ο ανασκαφέας τοποθετούσε τον πρόναο. Η κατασκευή του θα μπορούσε να τοποθετηθεί στους κλασικούς χρόνους, καθώς η νοτιοδυτική γωνία του έχει πατήσει πάνω σε τοίχο που μάλλον ανήκει στην αρχαϊκή φάση του χώρου.
8
Μικρή στοά
Στα δυτικά του προηγούμενου κτηρίου, δίπλα στη δευτερεύουσα είσοδο του ανδήρου, υπήρχε μια μικρή ανοιχτή στοά, διαστάσεων περίπου 10,80×4 μ., με πρόσοψη στα ανατολικά. Στην πρόσοψη είχε δύο κίονες, των οποίων οι βάσεις βρέθηκαν στην αρχική θέση τους αλλά δεν σώζονται σήμερα. Ο δυτικός τοίχος της αποτελούσε μέρος του ορθογωνίου περιβόλου, επομένως η στοά πρέπει να είναι σύγχρονη με αυτόν. Σε μεταγενέστερη εποχή, πιθανώς στους ρωμαϊκούς χρόνους, το βόρειο τμήμα της μετατράπηκε σε λουτρό. Η κακή διατήρηση του οικοδομήματος δεν επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα για τη λειτουργία του. Ο Welter υποθέτει ότι θα υπήρχαν και άλλες τέτοιες στοές κατά μήκος της δυτικής και της βόρειας πλευράς του ανδήρου, οι οποίες όμως θα καταστράφηκαν με την κατάρρευση των αναλημματικών τοίχων και την κατολίσθηση του εδάφους.
9
Κρηναίο οικοδόμημα / «Ηράκλειος κρήνη»
Στη νότια πλευρά του ανδήρου υπήρχε ένα κρηναίο οικοδόμημα, ενσωματωμένο στον τοίχο του ορθογωνίου περιβόλου. Τα τοιχώματα της κρήνης ήταν κτισμένα με ορθογώνιες ασβεστολιθικές πλίνθους που εδράζονταν σε πώρινη θεμελίωση. Η δεξαμενή της ήταν επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, στο οποίο προστέθηκε ένα δεύτερο στρώμα σε μεταγενέστερη επισκευή. Στα αριστερά και στα δεξιά της είχε διαμορφωθεί ορθογώνιος χώρος οριζόμενος από πώρινες πλάκες και στρωμένος με κονίαμα και βότσαλα. Στο χώρο προς τα δυτικά υπήρχε μια μικρή τετράγωνη δεξαμενή, κατασκευασμένη από πλάκες πωρoλίθου και επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, η οποία επικοινωνούσε με την κρήνη μέσω μιας οριζόντιας αύλακας. Μια άλλη αύλακα, λαξευμένη σε ασβεστολιθικές πέτρες, κατευθυνόταν προς τη δευτερεύουσα είσοδο του ανδήρου και οδηγούσε το νερό που υπερχείλιζε στην περιοχή έξω από τον περίβολο. Την κρήνη τροφοδοτούσε με νερό ένας λίθινος πιόσχημος αγωγός που ξεκινούσε από τα νότια, πιθανώς από μια πηγή στην πλαγιά του βουνού που υψώνεται πίσω της.
Το κρηναίο οικοδόμημα αναπαριστάνεται από τον Glaser με δύο κίονες στην πρόσοψη και με δίρριχτη στέγη. Ο Glaser τοποθετεί την κατασκευή του στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως ο ανασκαφέας, και υπολογίζει ότι το ύψος του μέχρι το επιστύλιο πρέπει να ήταν 2,50–2,60 μ. Στην ίδια χρονολόγηση οδηγούν και οι διαφορές που παρατηρούνται στην τοιχοποιία του νότιου τοίχου του περιβόλου. Στα τμήματα που γειτνιάζουν με την κρήνη έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλοι λαξευμένοι λίθοι, ενώ το δυτικότερο τμήμα, το οποίο ανήκει στην αρχική (κλασική) φάση του περιβόλου, είναι κτισμένο με μικρότερες πέτρες.
Αυτό το οικοδόμημα ταυτίζεται από όλους σχεδόν τους μελετητές με την «Ηράκλειο κρήνη» που βρισκόταν μπροστά από την «οικία του Ιππολύτου» και ονομαζόταν έτσι επειδή έλεγαν ότι το νερό της είχε ανακαλύψει ο Ηρακλής. Όπως σημειώνει ο Welter, οι χημικές αναλύσεις του νερού που τροφοδοτούσε την κρήνη έδειξαν ότι είχε ιαματικές ιδιότητες, γεγονός που θεωρεί ότι αποτέλεσε την αφορμή για την ίδρυση του Ασκληπιείου της Τροιζήνας. Η λατρεία του Ηρακλή, πάντως, είχε εγκαθιδρυθεί εδώ νωρίτερα, όπως μαρτυρεί μια αναθηματική επιγραφή του 5ου αιώνα π.Χ. (IG IV.760). Πιθανότατα στην ίδια θέση προϋπήρχε αρχαιότερη κρήνη, αφού το τρεχούμενο νερό ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία του ιερού.
10
Τελετουργικό εστιατόριο / «Οικία Ιππολύτου»
Στο χώρο μεταξύ του ναού του Ιππολύτου και του αρχαιότερου τεμένους σώζεται ένα μεγάλο τετράγωνο οικοδόμημα (διαστάσεων περίπου 31×31 μ.), αποτελούμενο από τέσσερις πτέρυγες διατεταγμένες γύρω από κεντρική περίστυλη αυλή. Το περιστύλιο αποτελούσαν 4×5 κίονες στηριζόμενοι σε τετράγωνες λίθινες βάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες σώζονται στην αρχική θέση τους. Η είσοδος σε αυτό το συγκρότημα γινόταν από στενό διάδρομο που διέσχιζε τη δυτική πτέρυγα και κατέληγε στην κεντρική αυλή. Ένας αντίστοιχος διάδρομος στην ανατολική πτέρυγα οδηγούσε σε περίκλειστο ορθογώνιο χώρο που βρισκόταν πίσω από την ανατολική πλευρά του κτηρίου. Εκεί υπήρχαν μια μακρόστενη αίθουσα και δύο μικρά δωμάτια προσαρτημένα σε αυτή. Στην πρόσοψη του οικοδομήματος, δεξιά της εισόδου, υπήρχε μια άλλη ομάδα προσκτισμάτων, η οποία συμπεριλάμβανε και ένα κτιστό κυκλικό φρέαρ.
Όλη τη νότια πλευρά του τετράγωνου κτηρίου καταλάμβανε μια μεγάλη επιμήκης αίθουσα (διαστάσεων 29,15×9,60 μ.) με δύο εισόδους στον βόρειο τοίχο. Τη στέγη της στήριζαν τρεις κίονες τοποθετημένοι στον κεντρικό άξονα, όπως δείχνουν οι τετράγωνες λίθινες βάσεις που διατηρήθηκαν. Από τους κίονες σώθηκαν μόνο ένας σπόνδυλος και ένα δωρικό κιονόκρανο, τα οποία τώρα είναι στημένα σε μια βάση του περιστυλίου της αυλής. Το δάπεδό της ήταν διαμορφωμένο με βότσαλα και κονίαμα, όπως συνηθιζόταν στα αρχαία εστιατόρια για να είναι ανθεκτικό στο πλύσιμο με νερό μετά τα γεύματα. Στην αίθουσα αυτή υπήρχαν 61 κλίνες και 47 τράπεζες (κατά τους υπολογισμούς του Welter), διατεταγμένες σε τέσσερις ομάδες που διαιρούσαν εσωτερικά την αίθουσα σε ισάριθμους επί μέρους χώρους. Τα τέσσερα διαμερίσματα ήταν εφοδιασμένα με ορθογώνιες εστίες, κατασκευασμένες με μεγάλες πλάκες τραχείτη βυθισμένες κατακόρυφα στο στρώμα του δαπέδου. Από τις κλίνες και τις τράπεζες σώζονται μόνο μερικές από τις λίθινες βάσεις που στήριζαν την οριζόντια πλάκα τους. Όπως παρατήρησε ο Legrand, κάποιες βάσεις κλινών είχαν χαραγμένα ονόματα ή ήταν αριθμημένες με γράμματα του αλφαβήτου. Από αυτά τα στοιχεία, που δεν είναι σήμερα ορατά, συμπεραίνεται ότι εκείνες οι κλίνες προορίζονταν για συγκεκριμένα πρόσωπα.
Στην ανατολική και στη δυτική πτέρυγα του κτηρίου υπήρχαν από δύο μικρά δωμάτια που είχαν επίσης κλίνες, τράπεζες και εστίες. Η βόρεια πτέρυγα αποτελείτο από δύο αίθουσες, μία μεγάλη στενόμακρη και μία μικρότερη, οι οποίες δεν διέθεταν τέτοιες κατασκευές. Στην πτέρυγα αυτή έγιναν επεμβάσεις στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους προκειμένου να διαιρεθεί σε μικρότερα διαμερίσματα, οριζόμενα από πρόσθετους εγκάρσιους τοίχους. Οι μετασκευές αυτές δείχνουν ότι το κτήριο δεν εγκαταλείφθηκε μετά την έκρηξη του ηφαιστείου των Μεθάνων (γύρω στα μέσα του 3ου αι. π.Χ.), όπως υποστήριζε ο Welter, ο οποίος θεωρούσε ότι έγινε ταυτόχρονα και σεισμός που προκάλεσε σοβαρές βλάβες στο κτήριο.
Στο οικοδόμημα εκείνο υπήρχε συστηματική φροντίδα για την απομάκρυνση του νερού μετά το πλύσιμο των δαπέδων. Στενές λίθινες αύλακες οδηγούσαν το νερό από την υπόστυλη αίθουσα και τα δωμάτια της ανατολικής και της δυτικής πτέρυγας σε μια πλατιά αύλακα που περιέτρεχε τις τέσσερις πλευρές της αυλής. Αυτή ήταν λαξευμένη με ιδιαίτερη επιμέλεια σε ασβεστολιθικές πλάκες που είχαν τέλεια εφαρμογή μεταξύ τους. Μια άλλη λίθινη αύλακα, συνδεόμενη με το ανατολικό τμήμα της προηγούμενης, κατευθυνόταν προς ανατολικά και οδηγούσε το νερό εκτός του κτηρίου, σε μια κυκλική λεκάνη διήθησης. Από εκεί ένας αγωγός κατευθυνόμενος προς βορρά το διοχέτευε στο κοίλωμα του εδάφους κάτω από το κτήριο.
Ο ανασκαφέας τοποθέτησε την ανέγερση του μεγάλου κτηριακού συγκροτήματος στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., βασιζόμενος στη μορφή του κιονόκρανου που βρέθηκε στην υπόστυλη αίθουσα, και αναγνώρισε σε αυτό το εγκοιμητήριο του Ασκληπιείου της Τροιζήνας που αναφέρεται σε δύο επιγραφές της Επιδαύρου χρονολογούμενες σε εκείνη την περίοδο. Στη νεότερη βιβλιογραφία έχει επικρατήσει η άποψη ότι πρόκειται για τελετουργικό εστιατόριο όπου γίνονταν τα επίσημα γεύματα μετά τις θυσίες. Η ερμηνεία αυτή στηρίχθηκε στη συγγένεια που παρουσιάζει το τετράγωνο οικοδόμημα με εστιατόρια άλλων ιερών και ιδιαίτερα με εκείνο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου (το ονομαζόμενο «Γυμνάσιο»). Σε περίπτωση που εδώ υπήρχε συνδυασμένη λειτουργία εστιατορίου και θεραπευτηρίου, όπως έχει προταθεί, το εγκοιμητήριο μπορεί να ήταν η επιμήκης αίθουσα στη βόρεια πτέρυγα, η οποία είναι φανερό ότι δεν χρησίμευε για εστιάσεις, αφού δεν υπήρχαν εκεί τράπεζες και κλίνες. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, η εγκοίμηση των ασθενών δεν γινόταν απαραίτητα σε κλίνες αλλά και σε πρόχειρα στρώματα ή δέρματα ζώων που απλώνονταν στο δάπεδο.
Τα προσκτίσματα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του κύριου οικοδομήματος έχουν δεχτεί ποικίλες ερμηνείες. Τα ανατολικά προσκτίσματα μάλλον θα χρησίμευαν για την αποθήκευση σκευών και εφοδίων του εστιατορίου, καθώς βρίσκονταν μέσα σε κλειστή αυλή που ήταν προσιτή μόνο μέσω της αυλής του κεντρικού κτηρίου. Τα μικρά δωμάτια στην πρόσοψη του μεγάλου οικοδομήματος (δεξιά της εισόδου του) ερμηνεύθηκαν πρόσφατα ως μαγειρεία, αλλά θεωρούμε πιθανότερο να πρόκειται για λουτρικές εγκαταστάσεις, όπως υπέθεσε ο ανασκαφέας, επειδή σε χώρο με βοτσαλωτό δάπεδο βρέθηκε πήλινη λεκάνη και στο συνεχόμενο δωμάτιο υπήρχε εστία, κατασκευασμένη με ορθογώνιες πλάκες τραχείτη. Η κάθαρση με λουτρό τεκμηριώνεται στις αρχαίες πηγές ως απαραίτητη διαδικασία πριν από την είσοδο σε Ασκληπιεία.
Λαμβάνοντας υπόψη την τοπογραφική σχέση του εστιατορίου με τη μνημειακή κρήνη και το γεγονός ότι εκείνο είχε ουσιαστικά τη μορφή μεγάλης οικίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό ήταν η ονομαζόμενη «οικία του Ιππολύτου». Πιθανότατα το τελετουργικό εστιατόριο εξυπηρετούσε τόσο τη λατρεία του Ιππολύτου όσο και του Ασκληπιού, αφού δεν υπήρχαν εδώ σαφή όρια μεταξύ των δύο λατρειών και, όπως φαίνεται, αυτές τελικά συγχωνεύθηκαν. Σε εκείνο το επιβλητικό οικοδόμημα θα δειπνούσαν οι ιερείς και οι επιφανείς πολίτες μετά τις καθιερωμένες θυσίες προς τιμήν του οικοδεσπότη θεού.
11
Εκκλησία Παναγίας Επισκοπής / Ναός Αφροδίτης Κατασκοπίας
Βορειότερα από το χώρο του Ιππολυτείου, στο πλάτωμα ενός χαμηλού λόφου, σώζονται τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας Επισκοπής, η οποία ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο σύνθετο τύπο. Όπως συνάγεται από τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν εδώ, η εκκλησία αυτή ήταν κτισμένη πάνω στα κατάλοιπα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, πιθανώς του 6ου αιώνα. Η ανέγερση του βυζαντινού ναού τοποθετείται στον 11ο αιώνα, αλλά στο αρχικό οικοδόμημα έγιναν διάφορες μετασκευές και προσθήκες σε μεταγενέστερες φάσεις. Στη διάρκεια του 12ου αιώνα επεκτάθηκε το Ιερό Βήμα προς τα ανατολικά, τον 14ο ή τον 15ο αιώνα προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κατασκευάστηκαν τα προσκτίσματα δυτικά του εξωνάρθηκα, καθώς και ο περίβολος που τα περικλείει.
Στην ίδια θέση εικάζεται ότι βρισκόταν και ο αναφερόμενος από τον Παυσανία ναός της Αφροδίτης Κατασκοπίας, τον οποίο κατά την παράδοση είχε ιδρύσει η Φαίδρα. Στην τοιχοποιία της βυζαντινής εκκλησίας παρατηρείται άφθονο αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση, όπως σπόνδυλοι κιόνων, ορθοστάτες, ασβεστολιθικές και πώρινες πλίνθοι, που ενδεχομένως προέρχονται από εκείνον το ναό ή από άλλα οικοδομήματα του Ιππολυτείου. Έξω από την εκκλησία υπάρχει ένας σπόνδυλος πώρινου δωρικού κίονα μετασχηματισμένος σε επισκοπικό θρόνο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αρχαίες επιγραφές που βρέθηκαν στα ερείπια της Επισκοπής. Τρεις από αυτές τεκμηριώνουν τη λατρεία του Ασκληπιού, της Υγείας και της Πανάκειας. Η συγκέντρωση εδώ όλων των γνωστών επιγραφών που συνδέονται με τη λειτουργία θεραπευτηρίου στο Ιππολύτειο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χώρος λατρείας του Ασκληπιού πρέπει να βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του τεμένους. Η αναφορά του Παυσανία στο άγαλμα του Ασκληπιού μετά το ναό της Αφροδίτης και το μνήμα του Ιππολύτου ενισχύει αυτή την άποψη. Μια θέση που μπορούμε να προτείνουμε είναι ο χώρος απέναντι από το μνημειακό πρόπυλο, ο οποίος έχει απογυμνωθεί εντελώς από όποια αρχαία ερείπια υπήρχαν εκεί, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το υλικό τους στην κατασκευή της εκκλησίας. Οι ναοί του θεού στην Επίδαυρο και στην Αθήνα είχαν μικρές διαστάσεις, επομένως υπήρχε εκεί η απαιτούμενη έκταση για την ανέγερση ενός παρόμοιου οικοδομήματος. Ανάλογη τοπογραφική σχέση είχαν στην ακρόπολη της Αθήνας το Ασκληπιείο, το μνήμα του Ιππολύτου και ο ναός της Αφροδίτης «εφ’ Ιππολύτω».
Μια αναθηματική επιγραφή των αυτοκρατορικών χρόνων, χαραγμένη σε έναν από τους τέσσερις μαρμάρινους κίονες που τώρα κείτονται στο δάπεδο της εκκλησίας, μαρτυρεί ότι ένας πλούσιος πολίτης και ο γιος του συνεισέφεραν στην ανακαίνιση του ναού της Αφροδίτης εκείνη την εποχή. Δύο ενεπίγραφα βάθρα της Ρωμαϊκής περιόδου (IG IV.790, 792) ανήκουν σε ανδριάντες που αφιέρωσαν αθλητές και πρέπει να προέρχονται από το γυμνάσιο ή το «στάδιο του Ιππολύτου», που γειτνίαζαν με το ναό της θεάς. Ένα τμήμα αναθηματικού αναγλύφου του 4ου αιώνα π.Χ. με παράσταση γυναίκας που ανασηκώνει την καλύπτρα της, το οποίο βρήκε ο Legrand στα ερείπια της εκκλησίας, πιθανότατα απεικονίζει την Αφροδίτη. Ο θρίαμβος του χριστιανισμού μπορεί να έφερε το τέλος του αρχαίου κόσμου, αλλά η τραγική ιστορία του Ιππολύτου και της Φαίδρας δεν έπαψε να στοιχειώνει αυτόν τον τόπο.

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only