Νικηφόρος Φωκάς (912-969), τον αποκάλεσαν <<Λευκό Θάνατο>> των Σαρακηνών, για τις μεγάλες νίκες επί των Αράβων στην Ανατολία και στην ΚΡΉΤΗ. Υπήρξε μέλος μιας από τις ισχυρότερες στρατιωτικές οικογένειες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Κατέλαβε υψηλές θέσεις στη στρατιωτική ιεραρχία, φτάνοντας στο αξίωμα του Δομέστιχου των Σχολών της Ανατολής, ηγήθηκε της βυζαντινής αντεπίθεσης και ανακατάληψης των επαρχιών της Συρίας, της Ανατολίας και της Κρήτης. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄, η φήμη του και οι αναμφισβήτητες ικανότητες του τού άνοιξαν το δρόμο για τη διεκδίκηση του θρόνου. Με την υποστήριξη τού στρατού πλατιών λαϊκών μαζών, της εκκλησίας αλλά και με τη βοήθεια της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, την οποία σφόδρα θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί, θα ανέβει στο θρόνο, παραμερίζοντας τον ισχυρό ευνούχο Ιωσήφ Βρίγγα.
Ερωτευμένος με πάθος με τη Θεοφανώ, ξετρελαμένος απο την ακτινοβόλο ομορφιά της, ο Νικηφόρος έκανε για αυτήν σύμφωνα με το επιφυλακτικό και σύντομο σχόλιο του ιστορικού Λέοντος του Διακόνου «περισσότερα απ΄όσα έπρεπε». Αυτός ο οικονόμος, σοβαρός, αυστηρός άνδρας γέμιζε την ωραία πριγκίπισσα πολυτελή δώρα, υπέροχες τουαλέτες, λαμπερά κοσμήματα. Την περιέβαλλε με εκθαμβωτική πολυτέλεια. Της δημιούργησε μια περιουσία προικίζοντάς την με θαυμάσια κτήματα και κομψές βίλες. «Τίποτα, λέει ο Schlumberger, δεν ήταν πολύ ακριβό, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά όμορφο για να το προσφέρει στην πολυαγαπημένη του βασίλισσα». Και το κυριότερο, δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτήν. Όταν το 964 έφυγε για τον στρατό, πήρε μαζί του τη Θεοφανώ στο στρατόπεδο και για πρώτη ίσως φορά στην μακρόχρονη στρατιωτική σταδιοδρομία του, διέκοψε απότομα την εκστρατεία που είχε ξεκινήσει για να γυρίσει γρηγορότερα κοντά της.
Κατα βάθος όμως αυτός ο γηραιός στρατιώτης δεν ήταν καθόλου αυλικός. Αφού αφοσιώθηκε για λίγο στο πάθος του, ο πόλεμος, ο άλλος έρωτάς του, ανέκτησε πολύ γρήγορα την κυριαρχία του πάνω στην ψυχή του και κάθε χρόνο έφευγε για τα σύνορα όπου πήγαινε να πολεμήσει τους Άραβες, τους Βουλγάρους, τους Ρώσους και τώρα πια δεν έπαιρνε μαζί του τη Θεοφανώ. Μετά προσπαθούσε να κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του ως αυτοκράτορας. Και έτσι, σιγά σιγά ο ηγεμόνας, που κάποτε ήταν τόσο αγαπητός, έχανε ολοένα και περισσότερο τη δημοτικότητά του. Ο λαός, τσακισμένος απο τους φόρους, μουρμούριζε. Ο κλήρος, που ο Νικηφόρος περιόριζε τα προνόμιά του, οι μοναχοί των οποίων προσπαθούσε να μειώσει την τεράστια ακίνητη περιουσία, δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Ο πατριάρχης ήταν σε ανοιχτή αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Στην πρωτεύουσα ξέσπασαν ταραχές. Ο Νικηφόρος προπηλακίστηκε απο το λαό, του πέταξαν πέτρες. Και παρά την αξιοθαύμαστη ψυχραιμία που έδειξε σ΄αυτή την περίσταση, λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν οι οικείοι του δεν τον είχαν απομακρύνει εγκαίρως. Κυριευόταν απο θλίψη, δεν ήθελε να κοιμηθεί στο αυτοκρατορικό κρεβάτι του και κοιμόταν σε μια γωνιά, ξαπλωμένος σ΄ένα δέρμα πάνθηρα όπου τοποθετούσαν ένα μαξιλάρι απο πορφύρα και είχε αρχίσει και πάλι να φοράει κατάσαρκα το ράσο του θείου του Μαλεϊνού. Η ψυχή του ήταν ανήσυχη, ταραγμένη. Φοβόταν για την ασφάλειά του και είχε κάνει το ανάκτορο του Βουκολέοντα πραγματικό κάστρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι εξακολουθούσε να λατρεύει τη Θεοφανώ και να είναι υποταγμένοςστη γλυκιά και μυστική επιρροή της περισσότερο απ΄όσο επέτρεπε η σύνεση και η λογική. Όμως η αντίθεση ανάμεσα στον άξεστο στρατιώτη και την κομψή πριγκίπισσα ήταν μεγάλη. Εκείνος την έκανε να πλήττει, κι εκείνη έπληττε. Αυτό επρόκειτο να έχει σοβαρές συνέπειες.
Δυο συστατικά έλλειπαν για να συμπληρωθεί το μωσαϊκό που απαιτούσε η διοργάνωση μιας συνομωσίας: ο ηγέτης της συνομωτικής ομάδας και ένα πρόσωπο έμπιστο δίπλα στο θύμα. Βρέθηκαν και οι δύο και μάλιστα έχοντας δημιουργήσει τον πιο επικίνδυνο συνδυασμό σε τέτοιες περιπτώσεις: ένα ερωτικό δεσμό. Οι δυο πρωτεργάτες της συνομωσίας δεν ήταν άλλοι από τον Ιωάννη Τσιμισκή, μέχρι πρότινος δεξί χέρι του Φωκά, και τη Θεοφανώ. Μπορεί έυκολα κανείς να αναλογιστεί ότι ήταν πολύ εύκολο για τη Θεοφανώ να ερωτευτεί τον Τσιμισκή καθώς ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον γερασμένο ξερακιανό και κακάσχημο Νικηφόρο. Ο Ιωάννης ήταν νέος και γοητευτικός, με εντυπωσιακό παράστημα και κοκκινόξανθα μαλλιά, κάθε γυναίκα υπέκυπτε στη γοητεία του και η πανέμορφη Θεοφανώ θα τον ερωτευτεί και αυτό θα αποδειχτεί μοιραίο λάθος για κείνη…
Ο διακεκριμένος στρατιωτικός Ιωάννης Τσιμισκής ήταν απογοητευμένος και παραγκωνισμένος από τον αυτοκράτορα και είχε αποσυρθεί στα κτήματα της οικογένειάς του στη Μικρά Ασία. H σχέση του με την αυτοκράτειρα εξυπηρετούσε τα σχέδια του για την εξουδετέρωση του Φωκά και τη δική του άνοδο στο θρόνο.
Σε πρώτη φάση η Θεοφανώ κατάφερε να πείσει τον άντρα της να δεχτεί την ανάκληση του Τσιμισκή στη Βασιλεύουσα υπό τον όρο ότι θα παρέμεινε στην οικία στη Χαλκηδόνα, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και ότι θα του επιτρεπόταν η είσοδος στην Πόλη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Τσιμισκής, κάθε βράδυ περνόυσε τα στενά με πλωτό μέσο και στη συνέχεια με μεγάλη προφύλαξη έφτανε στα ιδιαίτερα δωμάτια της αυτοκράτειρας. Η αναζήτηση έμπιστων συνομωτών δεν ήταν δύσκολη εξαιτίας της μεγάλης δυσαρέσκειας που υπήρχε για το Φωκά. Οι πιο σημαντικοί ήταν ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού και ο Μιχαήλ Βούρτζης, ήρωας της πτώσης της Αντιόχειας, που εξαιτίας διαφωνιών είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του.
H 10η Δεκεμβρίου είχε οριστεί η ημερομενία που θα εκτελούσαν το δολοφονικό σχέδιό τους. To απόγευμα της ίδιας μέρας συνομώτες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, με τα ξίφη τους κρυμμένα κάτω από τα μακρά γυναικεία φορέματα, κρύφτηκαν στους θαλάμους της Θεοφανούς. Μια αιφνιδιαστική έρευνα από άνθρωπο του Φωκά παραλίγο να αποκαλύψει τη συνομωσία, αλλά την τελευταία στιγμή η αυτοκράτειρα κατάφερε να πάρει με το μέρος της και αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο του Φωκά.
Ερωτευμένος με πάθος με τη Θεοφανώ, ξετρελαμένος απο την ακτινοβόλο ομορφιά της, ο Νικηφόρος έκανε για αυτήν σύμφωνα με το επιφυλακτικό και σύντομο σχόλιο του ιστορικού Λέοντος του Διακόνου «περισσότερα απ΄όσα έπρεπε». Αυτός ο οικονόμος, σοβαρός, αυστηρός άνδρας γέμιζε την ωραία πριγκίπισσα πολυτελή δώρα, υπέροχες τουαλέτες, λαμπερά κοσμήματα. Την περιέβαλλε με εκθαμβωτική πολυτέλεια. Της δημιούργησε μια περιουσία προικίζοντάς την με θαυμάσια κτήματα και κομψές βίλες. «Τίποτα, λέει ο Schlumberger, δεν ήταν πολύ ακριβό, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά όμορφο για να το προσφέρει στην πολυαγαπημένη του βασίλισσα». Και το κυριότερο, δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτήν. Όταν το 964 έφυγε για τον στρατό, πήρε μαζί του τη Θεοφανώ στο στρατόπεδο και για πρώτη ίσως φορά στην μακρόχρονη στρατιωτική σταδιοδρομία του, διέκοψε απότομα την εκστρατεία που είχε ξεκινήσει για να γυρίσει γρηγορότερα κοντά της.
Κατα βάθος όμως αυτός ο γηραιός στρατιώτης δεν ήταν καθόλου αυλικός. Αφού αφοσιώθηκε για λίγο στο πάθος του, ο πόλεμος, ο άλλος έρωτάς του, ανέκτησε πολύ γρήγορα την κυριαρχία του πάνω στην ψυχή του και κάθε χρόνο έφευγε για τα σύνορα όπου πήγαινε να πολεμήσει τους Άραβες, τους Βουλγάρους, τους Ρώσους και τώρα πια δεν έπαιρνε μαζί του τη Θεοφανώ. Μετά προσπαθούσε να κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του ως αυτοκράτορας. Και έτσι, σιγά σιγά ο ηγεμόνας, που κάποτε ήταν τόσο αγαπητός, έχανε ολοένα και περισσότερο τη δημοτικότητά του. Ο λαός, τσακισμένος απο τους φόρους, μουρμούριζε. Ο κλήρος, που ο Νικηφόρος περιόριζε τα προνόμιά του, οι μοναχοί των οποίων προσπαθούσε να μειώσει την τεράστια ακίνητη περιουσία, δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Ο πατριάρχης ήταν σε ανοιχτή αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Στην πρωτεύουσα ξέσπασαν ταραχές. Ο Νικηφόρος προπηλακίστηκε απο το λαό, του πέταξαν πέτρες. Και παρά την αξιοθαύμαστη ψυχραιμία που έδειξε σ΄αυτή την περίσταση, λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν οι οικείοι του δεν τον είχαν απομακρύνει εγκαίρως. Κυριευόταν απο θλίψη, δεν ήθελε να κοιμηθεί στο αυτοκρατορικό κρεβάτι του και κοιμόταν σε μια γωνιά, ξαπλωμένος σ΄ένα δέρμα πάνθηρα όπου τοποθετούσαν ένα μαξιλάρι απο πορφύρα και είχε αρχίσει και πάλι να φοράει κατάσαρκα το ράσο του θείου του Μαλεϊνού. Η ψυχή του ήταν ανήσυχη, ταραγμένη. Φοβόταν για την ασφάλειά του και είχε κάνει το ανάκτορο του Βουκολέοντα πραγματικό κάστρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι εξακολουθούσε να λατρεύει τη Θεοφανώ και να είναι υποταγμένοςστη γλυκιά και μυστική επιρροή της περισσότερο απ΄όσο επέτρεπε η σύνεση και η λογική. Όμως η αντίθεση ανάμεσα στον άξεστο στρατιώτη και την κομψή πριγκίπισσα ήταν μεγάλη. Εκείνος την έκανε να πλήττει, κι εκείνη έπληττε. Αυτό επρόκειτο να έχει σοβαρές συνέπειες.
Δυο συστατικά έλλειπαν για να συμπληρωθεί το μωσαϊκό που απαιτούσε η διοργάνωση μιας συνομωσίας: ο ηγέτης της συνομωτικής ομάδας και ένα πρόσωπο έμπιστο δίπλα στο θύμα. Βρέθηκαν και οι δύο και μάλιστα έχοντας δημιουργήσει τον πιο επικίνδυνο συνδυασμό σε τέτοιες περιπτώσεις: ένα ερωτικό δεσμό. Οι δυο πρωτεργάτες της συνομωσίας δεν ήταν άλλοι από τον Ιωάννη Τσιμισκή, μέχρι πρότινος δεξί χέρι του Φωκά, και τη Θεοφανώ. Μπορεί έυκολα κανείς να αναλογιστεί ότι ήταν πολύ εύκολο για τη Θεοφανώ να ερωτευτεί τον Τσιμισκή καθώς ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον γερασμένο ξερακιανό και κακάσχημο Νικηφόρο. Ο Ιωάννης ήταν νέος και γοητευτικός, με εντυπωσιακό παράστημα και κοκκινόξανθα μαλλιά, κάθε γυναίκα υπέκυπτε στη γοητεία του και η πανέμορφη Θεοφανώ θα τον ερωτευτεί και αυτό θα αποδειχτεί μοιραίο λάθος για κείνη…
Ο διακεκριμένος στρατιωτικός Ιωάννης Τσιμισκής ήταν απογοητευμένος και παραγκωνισμένος από τον αυτοκράτορα και είχε αποσυρθεί στα κτήματα της οικογένειάς του στη Μικρά Ασία. H σχέση του με την αυτοκράτειρα εξυπηρετούσε τα σχέδια του για την εξουδετέρωση του Φωκά και τη δική του άνοδο στο θρόνο.
Σε πρώτη φάση η Θεοφανώ κατάφερε να πείσει τον άντρα της να δεχτεί την ανάκληση του Τσιμισκή στη Βασιλεύουσα υπό τον όρο ότι θα παρέμεινε στην οικία στη Χαλκηδόνα, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και ότι θα του επιτρεπόταν η είσοδος στην Πόλη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Τσιμισκής, κάθε βράδυ περνόυσε τα στενά με πλωτό μέσο και στη συνέχεια με μεγάλη προφύλαξη έφτανε στα ιδιαίτερα δωμάτια της αυτοκράτειρας. Η αναζήτηση έμπιστων συνομωτών δεν ήταν δύσκολη εξαιτίας της μεγάλης δυσαρέσκειας που υπήρχε για το Φωκά. Οι πιο σημαντικοί ήταν ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού και ο Μιχαήλ Βούρτζης, ήρωας της πτώσης της Αντιόχειας, που εξαιτίας διαφωνιών είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του.
H 10η Δεκεμβρίου είχε οριστεί η ημερομενία που θα εκτελούσαν το δολοφονικό σχέδιό τους. To απόγευμα της ίδιας μέρας συνομώτες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, με τα ξίφη τους κρυμμένα κάτω από τα μακρά γυναικεία φορέματα, κρύφτηκαν στους θαλάμους της Θεοφανούς. Μια αιφνιδιαστική έρευνα από άνθρωπο του Φωκά παραλίγο να αποκαλύψει τη συνομωσία, αλλά την τελευταία στιγμή η αυτοκράτειρα κατάφερε να πάρει με το μέρος της και αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο του Φωκά.
Όπως διηγείται ο Ιωάννης ο Διάκονος, που μας έχει αφήσει μια πολύ συναρπαστική αφήγηση του δράματος, ήταν μια παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, ενώ καθώς περνούσαν οι ώρες ξέσπασε μια φοβερή χιονοθύελλα. Οι επίδοξοι δολοφόνοι περίμεναν το Τσιμισκή, παρά την κακοκαιρία, να περάσει τα στενά και να εισέλθει στο παλάτι. Ένας φόβος κυρίεψε τότε τους συνωμότες: αν ο αυτοκράτορας κλεινόταν στο δωμάτιό του, αν χρειαζόταν να παραβιάσουν την πόρτα του, αν ξυπνούσε από τον θόρυβο, δε θα χάνονταν όλα; Η Θεοφανώ, με τρομαχτική ψυχραιμία, ανέλαβε να παραμερίσει το εμπόδιο. Πήγε αργά το βράδυ να βρεί τον Νικηφόρο στο διαμέρισμά του, συζήτησε φιλικά μαζί του και μετά, με το πρόσχημα οτι πήγαινε να δεί μερικές νεαρές Βουλγάρες που βρίσκονταν για επίσκεψη στο Παλάτι, βγήκε έξω, λέγοντας ότι θα γύριζε σε λίγο, παρακαλώντας το σύζυγό της ν΄αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θα την έκλεινε εκείνη γυρίζοντας. Ο Νικηφόρος δέχτηκε και όταν έμεινε μόνος, προσευχήθηκε για λίγο, φόρεσε το τρίχινο μανδύα του και μετά ξάπλωσε σε μια γωνία, πάνω σε ένα δέρμα από πάνθηρα και κοιμήθηκε.
Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ. Έξω χιόνιζε και ο αέρας φυσούσε μανιασμένα στον Βόσπορο. Με μια μικρή βάρκα, ο Ιωάννης Τσιμισκής έφτασε στην έρημη αποβάθρα που απλωνόταν κάτω απο τους τοίχους του αυτοκρατορικού κάστρου στον Βόσπορο. Μ΄ένα καλάθι στερεωμένο στην άκρη ενός σχοινιού τον ανέβασαν στο γυναικωνίτη και οι συνωμότες με επικεφαλής τον αρχηγό τους, μπήκαν στο δωμάτιο του ηγεμόνα. Για μια στιγμή επικράτησε αναστάτωση: το κρεβάτι ήταν άδειο. Όμως ένας ευνούχος του γυναικωνίτη, που ήξερε τις συνήθειες του Νικηφόρου, έδειξε στους συνωμότες τον βασιλέα που κειτόταν σε μια γωνιά, κοιμισμένος πάνω στο δέρμα του πάνθηρα. Ρίχνονται μανιασμένα πάνω του. Ακούγοντας το θόρυβο ο Φωκάς ξυπνάει και σηκώνεται. Με μια σπαθιά ένας απο τους συνωμότες του ανοίγει το κεφάλι απο την κορυφή του κρανίου ως την καμάρα των φρυδιών. Καταματωμένος, ο άτυχος άνδρας φώναζε: «Θεοτόκε, βοήθησέ με!» Χωρίς να τον ακούσουν, οι δολοφόνοι τον σέρνουν στα πόδια του Τσιμισκή, που τον βρίζει και με μια βίαιη κίνηση του ξεριζώνει τη γενειάδα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού τους, όλοι ρίχνονται πάνω στον δύστυχο μισοπεθαμένο άνδρα που αναπνέει με δυσκολία. Τελικά, με μια κλωτσιά ο Ιωάννης τον ρίχνει κάτω και τραβώντας το ξίφος του του καταφέρει ένα φοβερό χτύπημα στο κρανίο. Μ΄ένα τελευταίο χτύπημα, ένας άλλος από τους συνωμότες τον αποτελειώνει. Ο αυτοκράτορας πέφτει νεκρός, λουσμένος στο αίμα του.
Σχεδόν αμέσως μετά χίμηξαν μέσα οι Βάραγγοι φρουροί για να σώσουν τον άρχοντά τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Εμβρόντητοι αντίκρισαν το ακέφαλο πτώμα του Φωκά μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ ένας δολοφόνος κρατούσε θριαμβευτικά το κεφάλι του και το έδειχνε έξω από το παράθυρο σε υποστηρικτές του Τσιμισκή. Οι Βάραγγοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν βρεθεί προ τετελεσμένου. Δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποταγή στον νέο αυτοκράτορα.
Τα κακά νέα διαδίδονται πάντα πιο γρήγορα από τα καλά. Αμέσως μετά, άνθρωποι του Τσιμισκή, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βασιλεύουσας κραυγάζοντας << Ιωάννης Αύγουστος, Βασιλέας των Ρωμαίων>> αλλά και τα ονόματα των δύο διαδόχων του Βασίλειου και του Κωνσταντίνου, των γιων του αυτοκράτορα Ρωμανού, δηλώνοντας έτσι ότι ο Τσιμισκής αποτελεί τον εγγυητή του θρόνου.
Λίγη ώρα αργότερα, κι ενώ η Πόλη ξυπνούσε και συγκλονιζότανε από το τρομερό γεγονός, ο Ιωάννης, συνοδευόμενος από τη Θεοφανώ και τους μικρούς συναυτοκράτορες, όσους έλαβαν μέρος στη συνομωσία και τους αυλικούς κατυευθύνθηκε στη χρυσή αίθουσα του θρόνου, στο χρυσοτρικλίνιο, φόρεσε τα διακριτικά του αυτοκρατορικού αξιώματος και κάθισε στο θρόνο. Η είδηση της δολοφονίας είχε γίνει γνωστή, στρατιώτες είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις για να αποτρέψουν αντεπανάσταση κάτι που όμως δεν χρειάστηκε. Εν τω μεταξύ τη χιονοθύελλα διαδέχτηκε μια πυκνή ομίχλη δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Το άψυχο κορμί του Φωκά κείτονταν στο έδαφος κάτω από το παράθυρο του δωματίου του βάφοντας κόκκινο το χιόνι. Υπηρέτες μάζεψαν το πτώμα και με ξύλινο φορείο το μετέφεραν στο βασιλικό νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων και χωρίς κηδεία το απόθεσαν σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο. Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά, του αήττητου στρατηλάτη αυτοκράτορα, του ευσεβούς χριστιανού αλλά και του πλανημένου άνδρα από μια γυναίκα.
Τις επόμενες μέρες ο Πατριάρχης με το κύρος που του έδινε η θέση του, αν και δεν μπορούσε να ακυρώσει την άνοδο στο θρόνο του Ιωάνννη, προσπάθησε να μετριάσει το άγος της φοβερής πράξης. Απαίτησε από το Τσιμισκή, προκειμένου να τον ορκίσει επίσημα στην Αγιά- Σοφιά, να απόμακρύνει τη Θεοφανώ από το παλάτι αλλά και να τιμωρήσει τους συνομώτες. Ο Τσιμισκής το δέχτηκε χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να την υπερασπιστεί. Αποδείχτηκε ότι για αυτόν η Θεοφανώ δε σήμαινε τίποτε σπουδαίο, αλλά τη χρησιμοποίησε για να πετύχει τα σχέδιά του. Η ίδια η Θεοφανώ είχε πέσει θύμα του έρωτά της. Εξορίστηκε στο νησί της Πρώτης, στη Πριγκιπόννησο, πληρώνοντας έτσι το τίμημα των ειδεχθών πράξεών της.
Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ. Έξω χιόνιζε και ο αέρας φυσούσε μανιασμένα στον Βόσπορο. Με μια μικρή βάρκα, ο Ιωάννης Τσιμισκής έφτασε στην έρημη αποβάθρα που απλωνόταν κάτω απο τους τοίχους του αυτοκρατορικού κάστρου στον Βόσπορο. Μ΄ένα καλάθι στερεωμένο στην άκρη ενός σχοινιού τον ανέβασαν στο γυναικωνίτη και οι συνωμότες με επικεφαλής τον αρχηγό τους, μπήκαν στο δωμάτιο του ηγεμόνα. Για μια στιγμή επικράτησε αναστάτωση: το κρεβάτι ήταν άδειο. Όμως ένας ευνούχος του γυναικωνίτη, που ήξερε τις συνήθειες του Νικηφόρου, έδειξε στους συνωμότες τον βασιλέα που κειτόταν σε μια γωνιά, κοιμισμένος πάνω στο δέρμα του πάνθηρα. Ρίχνονται μανιασμένα πάνω του. Ακούγοντας το θόρυβο ο Φωκάς ξυπνάει και σηκώνεται. Με μια σπαθιά ένας απο τους συνωμότες του ανοίγει το κεφάλι απο την κορυφή του κρανίου ως την καμάρα των φρυδιών. Καταματωμένος, ο άτυχος άνδρας φώναζε: «Θεοτόκε, βοήθησέ με!» Χωρίς να τον ακούσουν, οι δολοφόνοι τον σέρνουν στα πόδια του Τσιμισκή, που τον βρίζει και με μια βίαιη κίνηση του ξεριζώνει τη γενειάδα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού τους, όλοι ρίχνονται πάνω στον δύστυχο μισοπεθαμένο άνδρα που αναπνέει με δυσκολία. Τελικά, με μια κλωτσιά ο Ιωάννης τον ρίχνει κάτω και τραβώντας το ξίφος του του καταφέρει ένα φοβερό χτύπημα στο κρανίο. Μ΄ένα τελευταίο χτύπημα, ένας άλλος από τους συνωμότες τον αποτελειώνει. Ο αυτοκράτορας πέφτει νεκρός, λουσμένος στο αίμα του.
Σχεδόν αμέσως μετά χίμηξαν μέσα οι Βάραγγοι φρουροί για να σώσουν τον άρχοντά τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Εμβρόντητοι αντίκρισαν το ακέφαλο πτώμα του Φωκά μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ ένας δολοφόνος κρατούσε θριαμβευτικά το κεφάλι του και το έδειχνε έξω από το παράθυρο σε υποστηρικτές του Τσιμισκή. Οι Βάραγγοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν βρεθεί προ τετελεσμένου. Δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποταγή στον νέο αυτοκράτορα.
Τα κακά νέα διαδίδονται πάντα πιο γρήγορα από τα καλά. Αμέσως μετά, άνθρωποι του Τσιμισκή, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βασιλεύουσας κραυγάζοντας << Ιωάννης Αύγουστος, Βασιλέας των Ρωμαίων>> αλλά και τα ονόματα των δύο διαδόχων του Βασίλειου και του Κωνσταντίνου, των γιων του αυτοκράτορα Ρωμανού, δηλώνοντας έτσι ότι ο Τσιμισκής αποτελεί τον εγγυητή του θρόνου.
Λίγη ώρα αργότερα, κι ενώ η Πόλη ξυπνούσε και συγκλονιζότανε από το τρομερό γεγονός, ο Ιωάννης, συνοδευόμενος από τη Θεοφανώ και τους μικρούς συναυτοκράτορες, όσους έλαβαν μέρος στη συνομωσία και τους αυλικούς κατυευθύνθηκε στη χρυσή αίθουσα του θρόνου, στο χρυσοτρικλίνιο, φόρεσε τα διακριτικά του αυτοκρατορικού αξιώματος και κάθισε στο θρόνο. Η είδηση της δολοφονίας είχε γίνει γνωστή, στρατιώτες είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις για να αποτρέψουν αντεπανάσταση κάτι που όμως δεν χρειάστηκε. Εν τω μεταξύ τη χιονοθύελλα διαδέχτηκε μια πυκνή ομίχλη δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Το άψυχο κορμί του Φωκά κείτονταν στο έδαφος κάτω από το παράθυρο του δωματίου του βάφοντας κόκκινο το χιόνι. Υπηρέτες μάζεψαν το πτώμα και με ξύλινο φορείο το μετέφεραν στο βασιλικό νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων και χωρίς κηδεία το απόθεσαν σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο. Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά, του αήττητου στρατηλάτη αυτοκράτορα, του ευσεβούς χριστιανού αλλά και του πλανημένου άνδρα από μια γυναίκα.
Τις επόμενες μέρες ο Πατριάρχης με το κύρος που του έδινε η θέση του, αν και δεν μπορούσε να ακυρώσει την άνοδο στο θρόνο του Ιωάνννη, προσπάθησε να μετριάσει το άγος της φοβερής πράξης. Απαίτησε από το Τσιμισκή, προκειμένου να τον ορκίσει επίσημα στην Αγιά- Σοφιά, να απόμακρύνει τη Θεοφανώ από το παλάτι αλλά και να τιμωρήσει τους συνομώτες. Ο Τσιμισκής το δέχτηκε χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να την υπερασπιστεί. Αποδείχτηκε ότι για αυτόν η Θεοφανώ δε σήμαινε τίποτε σπουδαίο, αλλά τη χρησιμοποίησε για να πετύχει τα σχέδιά του. Η ίδια η Θεοφανώ είχε πέσει θύμα του έρωτά της. Εξορίστηκε στο νησί της Πρώτης, στη Πριγκιπόννησο, πληρώνοντας έτσι το τίμημα των ειδεχθών πράξεών της.
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.