Οι µεγάλες κατευθύνσεις των πολιτικών θεσµών της Σπάρτης είναι σχετικά ελάχιστα γνωστές, αλλά η λειτουργία τους και η φύση της πολιτείας έδωσαν αφορµή, από την αρχαιότητα κιόλας, για πλήθος αµφισβητήσεων, συνδυαζόµενες µάλιστα µε το σπαρτιατικό µύθο. Αφού υπενθυµίσουµε κάποια σηµεία λίγο-πολύ γνωστά, θα εξετάσουµε ορισµένες από τις προτεινόµενες γενικές ερµηνείες και θα προχωρήσουµε σε µερικές υποθέσεις.
Η Συνέλευση, που ονοµάστηκε Απέλλα στη Μεγάλη Ρήτρα την αρχαϊκή εποχή και Εκκλησία (όπως και στην Αθήνα) στα κείµενα της κλασικής εποχής, περιλαµβάνει αυτοδικαίως όλους τους πολίτες, τους Σπαρτιάτες ή Ίσους, στους οποίους απαγορευόταν κάθε οικονοµική δραστηριότητα και οι οποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους στον πόλεµο, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την πολιτική.
Σύντοµα ο αριθµός αυτών των Οµοίων γνώρισε ταχύτατη µείωση, από 8.000 περίπου το 479 σε λιγότερο από 1.500 oto 371. Η Συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά, πιθανόν κάθε µήνα.
∆εν φαίνεται όλοι οι Σπαρτιάτες να χαίρουν του δικαιώµατος λόγου ίσου για όλους (ισηγορία), που έκανε τόσο υπερήφανους τους Αθηναίους: εκτός από τους βασιλείς, τη Γερουσία και τους εφόρους, δεν ελάµβαναν το λόγο παρά µόνο αυτοί που ο προεδρεύων έφορος επέλεγε.
Η ψήφος δεν γινόταν µε την ανάταση των χειρών ούτε µε µυστικά ψηφοδέλτια, όπως στην Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία, αλλά συνηθέστερα σύµφωνα µε την δια βοής αρχαϊκή και υποτυπώδη διαδικασία. Σε ορισµένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος της συνεδρίασης µπορούσε να ζητήσει από τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώµη τους µετακινούµενοι προς τη µία ή την άλλη πλευρά της συνέλευσης: αυτό έκανε ο Σθένελος το 432. Η µέθοδος αυτή επέτρεπε τόσο την άρση των αµφισβητήσεων όσο και τον εκφοβισµό.
Η Γερουσία ή Συµβούλιο των Γερόντων περιελάµβανε τους δυο βασιλείς και είκοσι οκτώ) γέροντες πάνω από εξήντα ετών.
Αυτοί οι παλαιοί έδρευαν δια βίου. Η εκλογή τους γινόταν, σύµφωνα µε τη µαρτυρία του Αριστοτέλη, κατά τρόπο «παιδαριώδη»: ο κάθε υποψήφιος παρουσιαζόταν µπροστά στη Συνέλευση και οι πάρεδροι, κλεισµένοι σε ένα γειτονικό οίκηµα, εκτιµούσαν την ένταση των επιδοκιµασιών.
Κατά τον Ξενοφώντα η είσοδος στη Γερουσία ήταν η ανταµοιβή µιας ενάρετης ζωής, αλλά σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη ήταν αποτέλεσµα σκληρού ανταγωνισµού στο στενό πλαίσιο µιας οµάδας ανδρών και επιβράβευε περισσότερο τη φιλοδοξία παρά την αξία.
Το να εµπιστευτούν σηµαντικές εξουσίες σε άνδρες τόσο ηλικιωµένους αποτελούσε για το φιλόσοφο σφάλµα, επειδή «υπάρχει το γήρας του πνεύµατος όπως υπάρχει το γήρας του σώµατος»• επιπλέον, µην έχοντας να λογοδοτήσουν, οι γέροντες ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά.
Η Γερουσία ασκεί σηµαντικές νοµικές εξουσίες: ιδιαίτερα εκδικάζει, µαζί µε τους εφόρους, τις κορυφαίες υποθέσεις. Το Συµβούλιο έχει επίσης την ευθύνη της προετοιµασίας ίων αποφάσεων της Συνέλευοης και οφείλει να υποβάλλει τα νοµοσχέδια στο λαό. Αυτή η λειτουργία, ανάλογη της Βουλής πολλών ελληνικών πόλεων, πιστοποιείται στη Σπάρτη ήδη από τη Μεγάλη Ρήτρα, που πιθανόν χρονολογείται το αργότερο κατά το ήµισυ του 7ου αιώνα.
Αυτό έκανε τον Άντονι Άντριους (Athony Andrews) να υποδείξει την προβούλευση, τόσο σπουδαία στην Ελληνική πολιτική Ζωή, σαν Σπαρτιατική επινόηση. Η βασιλεία των πρώτων αρχαϊκών χρόνων επέζησε στη Σπάρτη µε τη µορφή δυαρχίας.
Οι δυο δυναστείες των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών - και οι δύο των Ηρακλείδων - βασιλεύουν από κοινού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Η απαρχή αυτής της δυαρχίας προκάλεσε σειρά συζητήσεων στους σύγχρονους ιστορικούς- οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι δυο δυναστείες κατάγονταν από διδύµους (στο ερώτηµα ποιο από τα δύο αδέρφια έπρεπε να βασιλεύει, ο χρησµός των ∆ελφών είχε απαντήσει ορίζοντας την εκχώρηση της βασιλείας και στους δύο) και υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσµός, που αναφέρει ο Ηρόδοτος (5, 75), µεταξύ της δυαδικής βασιλείας και της προστασίας που ασκούν στη Σπάρτη οι δίδυµοι θεοί ∆ιόσκουροι.
Στους κόλπους των δύο βασιλικών οικογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονοµική, χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύµφωνα µε τον Ηρόδοτο (7, 3), ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατερά του στο βασιλικό αξίωµα έχει περισσότερα δικαιώµατα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε από έναν πατέρα που ήταν τότε απλός ιδιώτης.
Τα προνόµια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που µας παρέδωσε o Ηρόδοτος (6, 56-58) και ο Ξενοφών (Λακεδαιµονίων Πολιτεία, 130 και 115). Οι σύγχρονοι ιστορικοί, αναλύοντας τις δικαιοδοσίες των βασιλέων της Σπάρτης, τείνουν να εξετάζουν διαδοχικά τις «εξουσίες», τις «τιµές» και τα «υλικά προνόµια» τους.
Παρόµοιες διακρίσεις είναι τεχνητές. Οι όροι που χρησιµοποιούνται από τον Ηρόδοτο (γέρεα) και τον Ξενοφώντα (τιµαί) συνδυάζουν αυτές τις έννοιες. Η διατύπωση δε του Ηροδότου είναι ιδιαίτερα αξιοσηµείωτη, καθότι προσεγγίζει τους βασιλείς της Σπάρτης µε τους οµηρικούς βασιλείς: Γέρεα δη τάδε τοισι βασιλευσι Σπαρτιηται δεδώκασι, «να τα προνόµια που οι Σπαρτιάτες έχουν προσφέρει στους βασιλείς τους» (ο Παρακείµενος υπογραµµίζει τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της προσφοράς).
Αυτά τα γέρεα συνδυάζουν αντιλήψεις περί τιµής και εξουσίας και εµφανίζονται σαν «πατρώοι νόµοι» - αξιοσέβαστοι –και κατατάσσονται από τον Ηρόδοτο σε τρεις κατηγορίες: τις δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέµου, τις αντίστοιχες σε περίοδο ειρήνης, τις αποδιδόµενες τιµες στους βασιλείς µετά θάνατον. Ο Ξενοφών ακολουθεί την ίδια τάξη.
Οι δυο συγγραφείς σηµειώνουν τη διπλή αντίθεση µεταξύ της σπουδαιότητας του βασιλιά ευρισκοµένου σε εκστρατεία και της µετριοπάθειας των εξουσιών του στη Σπάρτη, µεταξύ της υποταγής του εν ζωή βασιλιά στους νόµους και τη µετά θάνατον ηρωοποίησή του. Η Μεγάλη Ρήτρα δεν µνηµονεύει τους εφόρους, κάτι που µπορεί να σηµαίνει πως η ανάδυση τους στο πρώτο επίπεδο του πολιτικού σπαρτιατικού βίου είναι µεταγενέστερη. Από πολλές πλευρές η Εφορεία αποτελεί ένα αξίωµα κλασικού τύπου, όπως οι αρχαί πλήθους άλλων πόλεων: οι πέντε έφοροι εκλέγονται για ένα έτος από και µέσα από το λαό.
Η εξουσία που ασκούν –συγκρίθηκε µε την τυραννία (Ξενοφών. Λακεδαιµονίων Πολιτεία, 8, 4)- και οι σχέσεις των κυβερνώντων µε τους κυβερνώµενους αναδεικνύουν την Εφορεία σε εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση.
Η διπλωµατία και ο πόλεµος αποτελούν το ευρύτερα γνωστό πεδίο της σπαρτιατικής ζωής, χάρη στο πλήθος των ενδείξεων, υπαινικτικών και άλλοτε λεπτοµερειακών των αρχαίων ιστορικών.
Μερικά µείζονα γεγονότα ξεχωρίζουν. Στην κλασική περίοδο η Συνέλευση είναι αυτή που αποφασίζει περί ειρήνης ή πολέµου• είναι αυτή που επιλέγει το βασιλιά ή το στρατηγό που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία.
Οι έφοροι κηρύσσουν την επιστράτευση ή καθορίζουν τον αριθµό των κλάσεων που πρέπει να αναχωρήσουν σε εκστρατεία και συνεπώς το µέγεθος της αποστολής• οι ίδιοι επίσης διεξάγουν τις επίσηµες διαπραγµατεύσεις, τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και εν καιρώ πολέµου.
Επειδή οι εκστρατείες από ξηράς δέσµευαν τον τακτικό στρατό της πόλης, η φρουρά επανδρωµένη µε πολίτες και περιοίκους λογικά διοικείται από τον έτερο βασιλιά. Ως τα τέλη του 6ου αιώνα οι δυο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στρατό, όµως κατά την εισβολή το 506 στην Αττική, ο Κλεοµένης Α΄ και ο ∆ηµάρατος δίνουν αντικρουόµενες διαταγές, µε αποτέλεσµα τη διάλυση του στρατεύµατος.
Από τότε ένας νέος νοµός ορίζει ότι ένας µόνο από τους βασιλείς θα αναχωρεί σε εκστρατεία, ενώ ο άλλος θα παραµένει στη Σπάρτη. Βεβαίως εδώ υπάρχει ένας παράγοντας ανισότητας µεταξύ των βασιλέων: ο ένας αναλαμβάνει µεν εντολή που εµπεριέχει πολλούς κινδύνους, µα που µπορεί να του προσφέρει δόξα και επιρροή, ενώ ο άλλος αδηµονεί στη Σπάρτη.
Ένας βασιλιάς µε κύρος που απολαµβάνει της εµπιστοσύνης του «δόµου» και που έχει το απαραίτητο πολιτικό βάρος να επιβάλλει την εκλογή των φίλων του στο αξίωµα του εφόρου, κατορθώνει µερικές φορές να εµπνεύσει και να διευθύνει άµεσα ή έµµεσα όλη την εξωτερική πολιτική της πόλης: είναι η περίπτωση για πολλά χρόνια του Κλεοµένη Α΄ και του Αγησίλαου και, για µικρότερη χρονική περίοδο, του Αρχίδαµου Β΄, του Πλειστοάνακτα και του Παυσανία.
Παραφράζοντας τον Θουκυδίδη, θα µπορούσαµε να χαρακτηρίσουµε συχνά τη σπαρτιατική κυβέρνηση «αρχή υπό τον πρώτον βασιλέως». Αντίθετα, σπάνια οι ιστορικοί µνηµονεύουν τη Γερουσία όσον αφορά την εξωτερική πολιτική• προφανώς αυτό δεν σηµαίνει πως δεν προϋπήρχε η απόφαση των γερόντων, απλά για τους εξωτερικούς παρατηρητές η συζήτηση στη Συνέλευση και η ψήφος του δάµον ήταν καθοριστικοί παράγοντες.
Παραµένει το γεγονός ότι η Γερουσία, που εκδικάζει πολλές κατηγορίες προδοσίας εναντίον των βασιλέων και των στρατιωτικών αρχηγών, διαθέτει αξιοσηµείωτη ισχύ πίεσης.
Κάποιοι γέροντες συµπράττουν ή συµµαχούν µε τη µια ή την άλλη βασιλική οικογένεια και σχηµατίζουν φατρίες προσκείµενες άνευ όρων σε ένα βασιλιά• σ’ αυτές έρχονται να προστεθούν και άλλοι γέροντες για λόγους προσωπικούς ή πολιτικούς.
Ένας βασιλιάς που θέλει να αποφύγει τη θανατική καταδίκη του ή κάποιου από τους συγγενείς του, οφείλει είτε να κερδίσει την υποστήριξη των ανεξάρτητων από τις φατρίες γερόντων είτε να έρθει σε συνεννόηση µε τον άλλο βασιλιά και τους φίλους του (οι δυο βασιλικές φατρίες ενωµένες φαίνεται να διαθέτουν την πλειοψηφία).
Αν πιστέψουµε την µε έντονα χρώµατα αφήγηση του Ξενοφώντα (Ελληνικά 5, 4, 24-33), ο Σφοδρίας, φίλος του βασιλέα Κλεόµβροτου, απαλλάχθηκε µετά την άτυχη εκστρατεία του κατά του Πειραιά, επειδή ο γιος του ήταν ο ερωµένος του Αρχίδαµου, γιου του Αγησίλαου.
Η Εκκλησία λαµβάνει τις κύριες αποφάσεις σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής• οι εντολές κατ η επιρροή προέρχονται στην πλειονότητα τους από την εµπιστοσύνη του λαού.
Στα δύο αυτά σηµεία, το σπαρτιατικό σύστηµα δεν είναι στις βασικές του δοµές διαφορετικό από αυτό της Αθήνας.
Ωστόσο όταν ο Αριστοτέλης κάνει µνεία στα «δηµοκρατικά» στοιχεία της Λακεδαιµόνιας Πολιτείας, επιµένει σχετικά µε τη συµµετοχή των ανδρών του λαού στην Εφορεία, την κοινή εκπαίδευση για όλους και τα συσσίτια, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τη Συνέλευση.
Ακόµη περισσότερο, βεβαιώνει ότι στη Σπάρτη, όπως επίσης στην Κρήτη, ο λαός δεν έχει το δικαίωµα παρά να επικυρώνει µε την ψήφο του [συνεπηψηφίσα, Πολιτικά 2,1271b] τις αποφάσεις των γερόντων και υπογραµµίζει ότι, αντίθετα από τους Καρχηδόνιους, οι Σπαρτιάτες πολίτες δεν έχουν το δικαίωµα να συζητούν τις προτάσεις που τους διαβιβάζονταν.
Οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη µοιάζουν να απηχούν την περίφηµη προσθήκη της Μεγάλης Ρήτρας που αποδίδεται στους βασιλείς Πολύδωρο ή Θεόποµπο: αι δέ σκολιάν ο δάµος εροιτο, τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ηµεν, αν ο λαός διατυπώνει στρεβλό αίτηµα, οι γέροντες και οι βασιλείς λύουν τη συνεδρίαση (Πλούταρχος, Λυκούργος 6, 8).
Αυτές οι µαρτυρίες µας ωθούν στη µη γενίκευση των παρατηρήσεων που δηµιουργεί η µελέτη της σπαρτιατικής εσωτερικής πολιτικής: σε άλλους τοµείς, που αφορούν τη διανοµή γης, την παιδεία και γενικά την εσωτερική τάξη της πόλης, πιθανά οι αποφάσεις λαµβάνονταν από µικρές οµάδες και ενίοτε εν κρύπτω. Υπάρχουν οριςµένες ενδείξεις σχετικά µε τον τρόπο καταστολής ίων συνωµοσιών ή υποτιθέµενων συνωµοσιών.
Το 397, ο Αγησίλαος παρατηρεί κατά τη διάρκεια µιας θυσίας κάποια ανησυχητικά σηµεία – πέντε µέρες αργότερα, έρχονται να καταγγείλουν στους εφόρους τη συνωµοσία του Κινάδωνα.
Οι έφοροι δεν καλούν καν τη «µικρή συνέλευση», παρά αρκούνται στο να συµβουλευτούν ατοµικά κάποιους γέροντες, συλλαµβάνουν και ανακρίνουν µε άκρα µυστικότητα τον Κινάδωνα. Η υπόθεση παίρνει δηµοσία διάσταση όταν πια ο Κινάδων και οι συνένοχοι του σιδηροδέσµιοι περιφέρονται στους δρόµους της πόλης πριν εκτελεστούν (Ξενοφών, Ελληνικά. 3.3).
Το 369, κατά την εισβολή των Θηβαίων, ο Αγησίλαος υποψιάζεται τα επαναστατικά σχέδια µιας οµάδας Σπαρτιατών πολιτών που συγκεντρώνονταν συχνά σε ένα σπίτι. Έπειτα από µια σύσκεψη µε τους εφόρους, δίνει εντολή να θανατώσουν τους συνωµότες ή υποτιθέµενους συνωµότες. (Πλούταρχος, Αγησίλαος 32, 10-11). Σίγουρα επρόκειτο για εξαιρετικό µέτρο καθώς φαίνεται, µα κανένας δεν µέµφθηκε τον Αγησίλαο για κατάχρηση εξουσίας.
Όταν η σπαρτιατική τάξη απειλείται, υπάρχει σειρά διαδικασιών που επιτρέπουν στις «αρχές» (οι εν τέλει, ο όρος είναι ευρύς κατά Βούληση) να δρουν γρήγορα και διακριτικά: σύγκληση της µικράς εκκλησίας, συγκέντρωση της Γερουσίας, συµβουλή κάποιων γερόντων ή µονό των εφόρων.
Πάντως υπάρχει συνεννόηση, αλλά µερικές φορές σε πολύ κλειστό κύκλο• ελάχιστοι κανόνες θεςµοθετηµένοι περιορίζουν τη δράση των «αρχών». Η εξαιρετική πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης, η οποία δεν γνώρισε ούτε τυραννία ούτε εµφύλιο πόλεµο (τουλάχιστον προς τον 3ο αιώνα), δεν ερµηνεύεται µόνο µέσα από την έννοια της πειθαρχίας που τους εµπέδωσε η σπαρτιατική παιδεία, αλλά οφείλεται, όπως υπογράµµισαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, εν µέρει στο µικτό χαρακτήρα του συντάγµατος (άνθρωποι του λαού, ευγενείς και βασιλείς είναι εξ ίσου αφοσιωµένοι σε ένα καθεστώς στο οποίο συµµετέχουν), εν µέρει δε και ίσως ακόµη περισσότερο στη διαρκή επαγρύπνηση «αρχών» που τους ακολουθεί ο φόβος των εξεγέρσεων.
Υπήρχαν στη Σπάρτη θέµατα για διαρκή συζήτηση – η οµορφιά των νεαρών αγοριών, η αξία του τάδε ή του δείνα- υπήρχαν ερωτήµατα που υποβάλλονταν σε δηµόσια ψηφοφορία, όπως οι αποφάσεις σχετικά µε την ειρήνη ή τον πόλεµο, υπήρχε το τεράστιο θέµα της εσωτερικής ασφάλειας της πόλης – οι είλωτες, οι υποµείονες (τα κατώτερα στρώµατα), τα φατριαστικά σχεδία κάποιων – το οποίο µονό µε µισόλογα ανέφεραν αφήνοντας το στη διακριτική ευχέρεια των αρχών. Τέλος, υπήρχε η διατήρηση των οικονοµικών και πολιτικών προνοµίων µιας κρυφής ολιγαρχίας, διατήρηση που απασχολούσε οριςµένους χωρίς ποτέ να µιλούν γι’ αυτή, τουλάχιστον µέχρι nou ξέσπασαν οι επαναστάσεις του 3ου αιώνα. ∆εν γίνονταν όλα κρυφά στη Σπάρτη, αλλά ο Θουκυδίδης έχει πολλούς λόγους για να επισηµάνει το κρυπτόν της πολιτείας.
PIERRE CARLIER
καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Παρίσι 10, Ναντέρ
Μετάφραση: Γιώργος Γεωργαµλής
Φ.ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andrewes Α.. Probouleusis Sparta’s contribution to the technique of government. Oxford, 1954. «The government of classical Sparta», Mélanges V. Ehrenberg, Oxford, 1966, p.p. 1-20. Carlier P. «La vie politique à Sparte sous le règne de Cléomene 1er. Essai d’ nterpretation», Ktèma 2 (1977),p.p. 65-84. «La royauté en Grèce avant Alexandre», Strasbourg 1984. Cartledge P.. «Agesilaos and the crisis of Sparta», Cambridge, 1985. Richer N.. «Les Ephores». Paris 1998. Roussel P.. «Sparte», Paris, 1ère ed 1939 •
Η Συνέλευση, που ονοµάστηκε Απέλλα στη Μεγάλη Ρήτρα την αρχαϊκή εποχή και Εκκλησία (όπως και στην Αθήνα) στα κείµενα της κλασικής εποχής, περιλαµβάνει αυτοδικαίως όλους τους πολίτες, τους Σπαρτιάτες ή Ίσους, στους οποίους απαγορευόταν κάθε οικονοµική δραστηριότητα και οι οποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους στον πόλεµο, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την πολιτική.
Σύντοµα ο αριθµός αυτών των Οµοίων γνώρισε ταχύτατη µείωση, από 8.000 περίπου το 479 σε λιγότερο από 1.500 oto 371. Η Συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά, πιθανόν κάθε µήνα.
∆εν φαίνεται όλοι οι Σπαρτιάτες να χαίρουν του δικαιώµατος λόγου ίσου για όλους (ισηγορία), που έκανε τόσο υπερήφανους τους Αθηναίους: εκτός από τους βασιλείς, τη Γερουσία και τους εφόρους, δεν ελάµβαναν το λόγο παρά µόνο αυτοί που ο προεδρεύων έφορος επέλεγε.
Η ψήφος δεν γινόταν µε την ανάταση των χειρών ούτε µε µυστικά ψηφοδέλτια, όπως στην Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία, αλλά συνηθέστερα σύµφωνα µε την δια βοής αρχαϊκή και υποτυπώδη διαδικασία. Σε ορισµένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος της συνεδρίασης µπορούσε να ζητήσει από τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώµη τους µετακινούµενοι προς τη µία ή την άλλη πλευρά της συνέλευσης: αυτό έκανε ο Σθένελος το 432. Η µέθοδος αυτή επέτρεπε τόσο την άρση των αµφισβητήσεων όσο και τον εκφοβισµό.
Η Γερουσία ή Συµβούλιο των Γερόντων περιελάµβανε τους δυο βασιλείς και είκοσι οκτώ) γέροντες πάνω από εξήντα ετών.
Αυτοί οι παλαιοί έδρευαν δια βίου. Η εκλογή τους γινόταν, σύµφωνα µε τη µαρτυρία του Αριστοτέλη, κατά τρόπο «παιδαριώδη»: ο κάθε υποψήφιος παρουσιαζόταν µπροστά στη Συνέλευση και οι πάρεδροι, κλεισµένοι σε ένα γειτονικό οίκηµα, εκτιµούσαν την ένταση των επιδοκιµασιών.
Κατά τον Ξενοφώντα η είσοδος στη Γερουσία ήταν η ανταµοιβή µιας ενάρετης ζωής, αλλά σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη ήταν αποτέλεσµα σκληρού ανταγωνισµού στο στενό πλαίσιο µιας οµάδας ανδρών και επιβράβευε περισσότερο τη φιλοδοξία παρά την αξία.
Το να εµπιστευτούν σηµαντικές εξουσίες σε άνδρες τόσο ηλικιωµένους αποτελούσε για το φιλόσοφο σφάλµα, επειδή «υπάρχει το γήρας του πνεύµατος όπως υπάρχει το γήρας του σώµατος»• επιπλέον, µην έχοντας να λογοδοτήσουν, οι γέροντες ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά.
Η Γερουσία ασκεί σηµαντικές νοµικές εξουσίες: ιδιαίτερα εκδικάζει, µαζί µε τους εφόρους, τις κορυφαίες υποθέσεις. Το Συµβούλιο έχει επίσης την ευθύνη της προετοιµασίας ίων αποφάσεων της Συνέλευοης και οφείλει να υποβάλλει τα νοµοσχέδια στο λαό. Αυτή η λειτουργία, ανάλογη της Βουλής πολλών ελληνικών πόλεων, πιστοποιείται στη Σπάρτη ήδη από τη Μεγάλη Ρήτρα, που πιθανόν χρονολογείται το αργότερο κατά το ήµισυ του 7ου αιώνα.
ΕΥΡΗΜΑ ΣΤΗΝ ΣΠΑΡΤΗ ΜΕ ΚΑΤΑ ΜΈΤΩΠΟΝ ΠΡΟΒΟΛΉ ΣΠΑΡΤΙΑΤΏΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΏΝ ΑΠΟ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 1927 |
Οι δυο δυναστείες των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών - και οι δύο των Ηρακλείδων - βασιλεύουν από κοινού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Η απαρχή αυτής της δυαρχίας προκάλεσε σειρά συζητήσεων στους σύγχρονους ιστορικούς- οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι δυο δυναστείες κατάγονταν από διδύµους (στο ερώτηµα ποιο από τα δύο αδέρφια έπρεπε να βασιλεύει, ο χρησµός των ∆ελφών είχε απαντήσει ορίζοντας την εκχώρηση της βασιλείας και στους δύο) και υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσµός, που αναφέρει ο Ηρόδοτος (5, 75), µεταξύ της δυαδικής βασιλείας και της προστασίας που ασκούν στη Σπάρτη οι δίδυµοι θεοί ∆ιόσκουροι.
Στους κόλπους των δύο βασιλικών οικογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονοµική, χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύµφωνα µε τον Ηρόδοτο (7, 3), ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατερά του στο βασιλικό αξίωµα έχει περισσότερα δικαιώµατα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε από έναν πατέρα που ήταν τότε απλός ιδιώτης.
Τα προνόµια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που µας παρέδωσε o Ηρόδοτος (6, 56-58) και ο Ξενοφών (Λακεδαιµονίων Πολιτεία, 130 και 115). Οι σύγχρονοι ιστορικοί, αναλύοντας τις δικαιοδοσίες των βασιλέων της Σπάρτης, τείνουν να εξετάζουν διαδοχικά τις «εξουσίες», τις «τιµές» και τα «υλικά προνόµια» τους.
Παρόµοιες διακρίσεις είναι τεχνητές. Οι όροι που χρησιµοποιούνται από τον Ηρόδοτο (γέρεα) και τον Ξενοφώντα (τιµαί) συνδυάζουν αυτές τις έννοιες. Η διατύπωση δε του Ηροδότου είναι ιδιαίτερα αξιοσηµείωτη, καθότι προσεγγίζει τους βασιλείς της Σπάρτης µε τους οµηρικούς βασιλείς: Γέρεα δη τάδε τοισι βασιλευσι Σπαρτιηται δεδώκασι, «να τα προνόµια που οι Σπαρτιάτες έχουν προσφέρει στους βασιλείς τους» (ο Παρακείµενος υπογραµµίζει τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της προσφοράς).
Αυτά τα γέρεα συνδυάζουν αντιλήψεις περί τιµής και εξουσίας και εµφανίζονται σαν «πατρώοι νόµοι» - αξιοσέβαστοι –και κατατάσσονται από τον Ηρόδοτο σε τρεις κατηγορίες: τις δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέµου, τις αντίστοιχες σε περίοδο ειρήνης, τις αποδιδόµενες τιµες στους βασιλείς µετά θάνατον. Ο Ξενοφών ακολουθεί την ίδια τάξη.
Οι δυο συγγραφείς σηµειώνουν τη διπλή αντίθεση µεταξύ της σπουδαιότητας του βασιλιά ευρισκοµένου σε εκστρατεία και της µετριοπάθειας των εξουσιών του στη Σπάρτη, µεταξύ της υποταγής του εν ζωή βασιλιά στους νόµους και τη µετά θάνατον ηρωοποίησή του. Η Μεγάλη Ρήτρα δεν µνηµονεύει τους εφόρους, κάτι που µπορεί να σηµαίνει πως η ανάδυση τους στο πρώτο επίπεδο του πολιτικού σπαρτιατικού βίου είναι µεταγενέστερη. Από πολλές πλευρές η Εφορεία αποτελεί ένα αξίωµα κλασικού τύπου, όπως οι αρχαί πλήθους άλλων πόλεων: οι πέντε έφοροι εκλέγονται για ένα έτος από και µέσα από το λαό.
Η εξουσία που ασκούν –συγκρίθηκε µε την τυραννία (Ξενοφών. Λακεδαιµονίων Πολιτεία, 8, 4)- και οι σχέσεις των κυβερνώντων µε τους κυβερνώµενους αναδεικνύουν την Εφορεία σε εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση.
Η διπλωµατία και ο πόλεµος αποτελούν το ευρύτερα γνωστό πεδίο της σπαρτιατικής ζωής, χάρη στο πλήθος των ενδείξεων, υπαινικτικών και άλλοτε λεπτοµερειακών των αρχαίων ιστορικών.
Μερικά µείζονα γεγονότα ξεχωρίζουν. Στην κλασική περίοδο η Συνέλευση είναι αυτή που αποφασίζει περί ειρήνης ή πολέµου• είναι αυτή που επιλέγει το βασιλιά ή το στρατηγό που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία.
Οι έφοροι κηρύσσουν την επιστράτευση ή καθορίζουν τον αριθµό των κλάσεων που πρέπει να αναχωρήσουν σε εκστρατεία και συνεπώς το µέγεθος της αποστολής• οι ίδιοι επίσης διεξάγουν τις επίσηµες διαπραγµατεύσεις, τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και εν καιρώ πολέµου.
Επειδή οι εκστρατείες από ξηράς δέσµευαν τον τακτικό στρατό της πόλης, η φρουρά επανδρωµένη µε πολίτες και περιοίκους λογικά διοικείται από τον έτερο βασιλιά. Ως τα τέλη του 6ου αιώνα οι δυο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στρατό, όµως κατά την εισβολή το 506 στην Αττική, ο Κλεοµένης Α΄ και ο ∆ηµάρατος δίνουν αντικρουόµενες διαταγές, µε αποτέλεσµα τη διάλυση του στρατεύµατος.
Από τότε ένας νέος νοµός ορίζει ότι ένας µόνο από τους βασιλείς θα αναχωρεί σε εκστρατεία, ενώ ο άλλος θα παραµένει στη Σπάρτη. Βεβαίως εδώ υπάρχει ένας παράγοντας ανισότητας µεταξύ των βασιλέων: ο ένας αναλαμβάνει µεν εντολή που εµπεριέχει πολλούς κινδύνους, µα που µπορεί να του προσφέρει δόξα και επιρροή, ενώ ο άλλος αδηµονεί στη Σπάρτη.
Ένας βασιλιάς µε κύρος που απολαµβάνει της εµπιστοσύνης του «δόµου» και που έχει το απαραίτητο πολιτικό βάρος να επιβάλλει την εκλογή των φίλων του στο αξίωµα του εφόρου, κατορθώνει µερικές φορές να εµπνεύσει και να διευθύνει άµεσα ή έµµεσα όλη την εξωτερική πολιτική της πόλης: είναι η περίπτωση για πολλά χρόνια του Κλεοµένη Α΄ και του Αγησίλαου και, για µικρότερη χρονική περίοδο, του Αρχίδαµου Β΄, του Πλειστοάνακτα και του Παυσανία.
Παραφράζοντας τον Θουκυδίδη, θα µπορούσαµε να χαρακτηρίσουµε συχνά τη σπαρτιατική κυβέρνηση «αρχή υπό τον πρώτον βασιλέως». Αντίθετα, σπάνια οι ιστορικοί µνηµονεύουν τη Γερουσία όσον αφορά την εξωτερική πολιτική• προφανώς αυτό δεν σηµαίνει πως δεν προϋπήρχε η απόφαση των γερόντων, απλά για τους εξωτερικούς παρατηρητές η συζήτηση στη Συνέλευση και η ψήφος του δάµον ήταν καθοριστικοί παράγοντες.
Παραµένει το γεγονός ότι η Γερουσία, που εκδικάζει πολλές κατηγορίες προδοσίας εναντίον των βασιλέων και των στρατιωτικών αρχηγών, διαθέτει αξιοσηµείωτη ισχύ πίεσης.
Κάποιοι γέροντες συµπράττουν ή συµµαχούν µε τη µια ή την άλλη βασιλική οικογένεια και σχηµατίζουν φατρίες προσκείµενες άνευ όρων σε ένα βασιλιά• σ’ αυτές έρχονται να προστεθούν και άλλοι γέροντες για λόγους προσωπικούς ή πολιτικούς.
Ένας βασιλιάς που θέλει να αποφύγει τη θανατική καταδίκη του ή κάποιου από τους συγγενείς του, οφείλει είτε να κερδίσει την υποστήριξη των ανεξάρτητων από τις φατρίες γερόντων είτε να έρθει σε συνεννόηση µε τον άλλο βασιλιά και τους φίλους του (οι δυο βασιλικές φατρίες ενωµένες φαίνεται να διαθέτουν την πλειοψηφία).
Αν πιστέψουµε την µε έντονα χρώµατα αφήγηση του Ξενοφώντα (Ελληνικά 5, 4, 24-33), ο Σφοδρίας, φίλος του βασιλέα Κλεόµβροτου, απαλλάχθηκε µετά την άτυχη εκστρατεία του κατά του Πειραιά, επειδή ο γιος του ήταν ο ερωµένος του Αρχίδαµου, γιου του Αγησίλαου.
Η Εκκλησία λαµβάνει τις κύριες αποφάσεις σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής• οι εντολές κατ η επιρροή προέρχονται στην πλειονότητα τους από την εµπιστοσύνη του λαού.
Στα δύο αυτά σηµεία, το σπαρτιατικό σύστηµα δεν είναι στις βασικές του δοµές διαφορετικό από αυτό της Αθήνας.
Ωστόσο όταν ο Αριστοτέλης κάνει µνεία στα «δηµοκρατικά» στοιχεία της Λακεδαιµόνιας Πολιτείας, επιµένει σχετικά µε τη συµµετοχή των ανδρών του λαού στην Εφορεία, την κοινή εκπαίδευση για όλους και τα συσσίτια, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τη Συνέλευση.
Ακόµη περισσότερο, βεβαιώνει ότι στη Σπάρτη, όπως επίσης στην Κρήτη, ο λαός δεν έχει το δικαίωµα παρά να επικυρώνει µε την ψήφο του [συνεπηψηφίσα, Πολιτικά 2,1271b] τις αποφάσεις των γερόντων και υπογραµµίζει ότι, αντίθετα από τους Καρχηδόνιους, οι Σπαρτιάτες πολίτες δεν έχουν το δικαίωµα να συζητούν τις προτάσεις που τους διαβιβάζονταν.
Οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη µοιάζουν να απηχούν την περίφηµη προσθήκη της Μεγάλης Ρήτρας που αποδίδεται στους βασιλείς Πολύδωρο ή Θεόποµπο: αι δέ σκολιάν ο δάµος εροιτο, τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ηµεν, αν ο λαός διατυπώνει στρεβλό αίτηµα, οι γέροντες και οι βασιλείς λύουν τη συνεδρίαση (Πλούταρχος, Λυκούργος 6, 8).
Αυτές οι µαρτυρίες µας ωθούν στη µη γενίκευση των παρατηρήσεων που δηµιουργεί η µελέτη της σπαρτιατικής εσωτερικής πολιτικής: σε άλλους τοµείς, που αφορούν τη διανοµή γης, την παιδεία και γενικά την εσωτερική τάξη της πόλης, πιθανά οι αποφάσεις λαµβάνονταν από µικρές οµάδες και ενίοτε εν κρύπτω. Υπάρχουν οριςµένες ενδείξεις σχετικά µε τον τρόπο καταστολής ίων συνωµοσιών ή υποτιθέµενων συνωµοσιών.
Το 397, ο Αγησίλαος παρατηρεί κατά τη διάρκεια µιας θυσίας κάποια ανησυχητικά σηµεία – πέντε µέρες αργότερα, έρχονται να καταγγείλουν στους εφόρους τη συνωµοσία του Κινάδωνα.
Οι έφοροι δεν καλούν καν τη «µικρή συνέλευση», παρά αρκούνται στο να συµβουλευτούν ατοµικά κάποιους γέροντες, συλλαµβάνουν και ανακρίνουν µε άκρα µυστικότητα τον Κινάδωνα. Η υπόθεση παίρνει δηµοσία διάσταση όταν πια ο Κινάδων και οι συνένοχοι του σιδηροδέσµιοι περιφέρονται στους δρόµους της πόλης πριν εκτελεστούν (Ξενοφών, Ελληνικά. 3.3).
Το 369, κατά την εισβολή των Θηβαίων, ο Αγησίλαος υποψιάζεται τα επαναστατικά σχέδια µιας οµάδας Σπαρτιατών πολιτών που συγκεντρώνονταν συχνά σε ένα σπίτι. Έπειτα από µια σύσκεψη µε τους εφόρους, δίνει εντολή να θανατώσουν τους συνωµότες ή υποτιθέµενους συνωµότες. (Πλούταρχος, Αγησίλαος 32, 10-11). Σίγουρα επρόκειτο για εξαιρετικό µέτρο καθώς φαίνεται, µα κανένας δεν µέµφθηκε τον Αγησίλαο για κατάχρηση εξουσίας.
Όταν η σπαρτιατική τάξη απειλείται, υπάρχει σειρά διαδικασιών που επιτρέπουν στις «αρχές» (οι εν τέλει, ο όρος είναι ευρύς κατά Βούληση) να δρουν γρήγορα και διακριτικά: σύγκληση της µικράς εκκλησίας, συγκέντρωση της Γερουσίας, συµβουλή κάποιων γερόντων ή µονό των εφόρων.
Πάντως υπάρχει συνεννόηση, αλλά µερικές φορές σε πολύ κλειστό κύκλο• ελάχιστοι κανόνες θεςµοθετηµένοι περιορίζουν τη δράση των «αρχών». Η εξαιρετική πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης, η οποία δεν γνώρισε ούτε τυραννία ούτε εµφύλιο πόλεµο (τουλάχιστον προς τον 3ο αιώνα), δεν ερµηνεύεται µόνο µέσα από την έννοια της πειθαρχίας που τους εµπέδωσε η σπαρτιατική παιδεία, αλλά οφείλεται, όπως υπογράµµισαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, εν µέρει στο µικτό χαρακτήρα του συντάγµατος (άνθρωποι του λαού, ευγενείς και βασιλείς είναι εξ ίσου αφοσιωµένοι σε ένα καθεστώς στο οποίο συµµετέχουν), εν µέρει δε και ίσως ακόµη περισσότερο στη διαρκή επαγρύπνηση «αρχών» που τους ακολουθεί ο φόβος των εξεγέρσεων.
ΚΕΦΑΛΗ ΑΝΔΡΟΣ- ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ |
PIERRE CARLIER
καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Παρίσι 10, Ναντέρ
Μετάφραση: Γιώργος Γεωργαµλής
Φ.ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andrewes Α.. Probouleusis Sparta’s contribution to the technique of government. Oxford, 1954. «The government of classical Sparta», Mélanges V. Ehrenberg, Oxford, 1966, p.p. 1-20. Carlier P. «La vie politique à Sparte sous le règne de Cléomene 1er. Essai d’ nterpretation», Ktèma 2 (1977),p.p. 65-84. «La royauté en Grèce avant Alexandre», Strasbourg 1984. Cartledge P.. «Agesilaos and the crisis of Sparta», Cambridge, 1985. Richer N.. «Les Ephores». Paris 1998. Roussel P.. «Sparte», Paris, 1ère ed 1939 •
Εhttp://bit.ly/2kjlkot πισκεφτείτε την
ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...:
Facebook...►
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.