Στην Ελλάδα η οριοθέτηση Εθνικών Δρυμών, δηλαδή περιοχών φυσικού πλούτου που προστατεύονται από κανονισμούς του κράτους, είναι χαρακτηριστικό που ξεκίνησε να εδραιώνεται από την δεκαετία του 1950. Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από έντονες εναλλαγές οικοσυστημάτων και βιότοπων. Σχεδόν το 5% της ελληνικής ακτογραμμής αποτελείται από οικολογικά ευαίσθητους υγροβιότοπους, κυρίως σε περιοχές που βιώνουν τη ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού. Στην Ελλάδα έχουν κηρυχθεί δέκα περιοχές ως Εθνικοί δρυμοί.
Εθνικός δρυμός Ολύμπου
Ιδρύθηκε το 1938 και η συνολική του έκταση φθάνει τα 3.933 εκτάρια. Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα φυσικά μνημεία της Ελλάδας, αφού επιδεικνύει ένα περιβάλλον φυσικού κάλλους, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Προσφέρεται για επιστημονικές έρευνες καθώς και για ένα πλήθος δραστηριοτήτων. Στην ανατολική πλευρά της κεντρικής Ελλάδας, σε μικρή σχετικά απόσταση από το Λιτόχωρο του νομού Πιερίας, δεσπόζει το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ο Όλυμπος. Ο επιβλητικός αυτός ορεινός όγκος δεν είναι μόνον κομμάτι της ελληνικής μυθολογίας, καθώς το βουνό ήταν γνωστό ως η μυθική κατοικία των αρχαίων θεών, αλλά και περιβάλλον υψηλής αισθητικής αξίας και ορειβατικού ενδιαφέροντος. Το 1981, 40 και πλέον χρόνια από την ίδρυση του δρυμού, κηρύχθηκε από την UNESCO Απόθεμα της βιόσφαιρας (Biosphere Reserve). Η τοποθεσία του, στο κέντρο περίπου του κυρίως ηπειρωτικού κορμού της Ελλάδας, τον καθιστά ιδανικό τόπο περιπάτων ή οργανωμένων ορειβατικών εξορμήσεων. Είναι ακόμα εύκολος στόχος εκδρομέων τόσο από τη Λάρισα, όσο και από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Με κατεύθυνση από τους πρόποδες του βουνού προς τις κορυφές του, η βλάστηση του Ολύμπου εντυπωσιάζει με την ποικιλία της. Οι λιγοστοί θάμνοι με είδη μεσογειακής μακκίας, όπως πουρνάρια, κουμαριές, κέδρα και ρούδια, μαζί με συστάδες φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων (πουρνάρια, αριές, κουμαριές, φιλίκια, ρείκια, ρούδια, γαύροι, σφεντάμια, φτελιές, κέδρα και τα είδη πεύκου Pinus sp. και ελάτης Abies borissi regis), που βρίσκονται σε περιοχές με μικρό σχετικά υψόμετρο. Κοντά σε τρεχούμενα νερά αναπτύσσονται γνωστά παραποτάμια είδη, όπως πλατάνια, ιτιές, σκλήθρα κ.ά. Σε λίγο μεγαλύτερο υψόμετρο, σε περιοχές δροσερές, ευδοκιμούν δύο είδη οξιάς (Fagus moesiaca και F. silvatica), ενώ σε περιοχές πιο ξηρές και ηλιόλουστες απαντάται το μαύρο πεύκο (Pinus nigra). Το άλλο είδος πεύκου του Ολύμπου, το ρόμπολο (Pinus eldreichii) σχηματίζει μεγάλα δάση που φθάνουν ως τα υποαλπικά λιβάδια. Στις υποαλπικές περιοχές, δηλαδή περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, κυριαρχεί η εντυπωσιακή παρουσία του κόκκινου κρίνου (Lilium clalcedonium). Απαντώνται επίσης σε τέτοιο υψόμετρο χλοερά λιβάδια, τα λεγόμενα υποαλπικά, στα οποία κυριαρχούν διάφορα είδη ανθέων. Τα λιβάδια όμως συχνά παραχωρούν τη θέση τους σε εκτάσεις φρύγανων και ημίθαμνων, από τα είδη των γενών Astragalus, Berberis, Daphne, Buxus, Juniperus κ.α. Από τα 23 και πλέον ενδημικά είδη του δρυμού, όπως η Potentilla deorum, Genista sakellariadis, Campanula oreadum, Cerastium theophrastii κ.α. Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το είδος Jankea helreichii, που αποτελεί λείψανο της παγετωνικής περιόδου. Διαφορετικοί μεταξύ τους βιότοποι συνυπάρχουν στο περιβάλλον του δρυμού κι αποτελούν το καταφύγιο για πολλά είδη θηλαστικών, μεταξύ των οποίων μεγάλα και μικρότερα σαρκοφάγα, φυτοφάγα, αρπακτικά πτηνά κ.α.
Εθνικός δρυμός Πάρνηθας
Η Πάρνηθα είναι βουνό της Αττικής, βόρεια της Αθήνας, με συνολική έκταση 300 περίπου τ. χλμ. και ψηλότερη κορυφή την Καραμπόλα (1.413 μ.). Καλύπτεται από πεύκα στα χαμηλότερα και από έλατα στα ψηλότερά της μέρη. Αρκετές μέρες του χειμώνα έχει χιόνι. Η Πάρνηθα έχει ανακηρυχθεί περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ένα σημαντικό της τμήμα απαρτίζει τον ομώνυμο Εθνικό Δρυμό. Έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 και αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά. Σε μία από τις κορυφές του βουνού, το Μαυροβούνι, έχει χτιστεί το Καζίνο της Πάρνηθας, όπου μπορεί να φτάσει κανείς είτε με αυτοκίνητο είτε με τελεφερίκ. Στην περιοχή λειτουργούν τα ορειβατικά καταφύγια Μπάφι και Φλαμπούρι. Από τους ντόπιους η Πάρνηθα λεγόταν στο παρελθόν και Οζιά, ονομασία άγνωστης ετυμολογίας και προέλευσης σήμερα. Η ψηλότερη κορυφή της ονομάζεται Καραμπόλα με υψόμετρο 1.413 μ. Άλλες κορυφές είναι το Όρνιο (1.350 μ.), το Αβγό (1.201 μ.), η Κυρά (1.160 μ.), το Πλατοβούνι (1.163 μ.), ο Αέρας (1.126 μ.), το Μαυροβούνι (1.091 μ.), το Ξεροβούνι (1.121 μ.) και το Φλαμπούρι (1.158 μ.). Διαθέτει φαράγγια, με σπουδαιότερο αυτό του Κελάδωνα στη δυτική Πάρνηθα μήκους 2,5 χλμ. και χαράδρες, όπως της Χούνης στην είσοδο του Εθνικού Δρυμού και πολλά ρέματα. Τα πετρώματά της είναι ιζηματογενή που σχηματίστηκαν στην παλαιοζωική, μεσοζωική και καινοζωική εποχή. Η κυριαρχία του υδατοδιαπερατού ασβεστόλιθου, σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο του βουνού, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών σπηλαίων με σπουδαιότερο εκείνο του Πανός στο φαράγγι του Κελάδωνα, καθώς και βάραθρα, όπως του Κεραμιδιού, του Ταμιλθιού, της Γκούρας (στα δυτικά), της Δεκέλειας (στα ανατολικά) κ.ά. Η Πάρνηθα διαθέτει και πολλές πηγές, με κυριότερες τις πηγές της Κιθάρας (που σχηματίζουν την λίμνη Κιθάρα, στα ανατολικά) και της Γκούρας (στα δυτικά). Το κλίμα της θεωρείται εξαιρετικά υγιεινό και γι’ αυτό λειτουργούσε εκεί από το 1914 Σανατόριο, στο κτίριο του σημερινού Ξενία. Η Πάρνηθα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση κυρίως στην ανατολική της πλευρά που έχει περισσότερη υγρασία. Κυρίαρχο είδος είναι η Χαλέπιος Πεύκη. Από τα 800 μ. και πάνω εμφανίζεται η Κεφαλληνιακή Ελάτη, που σχηματίζει το μοναδικό ελατοδάσος της Αττικής. Εδώ βρίσκουμε και παραρεμάτια βλάστηση, όπως πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.ά. Στο βουνό υπάρχουν επίσης κέδροι, δρυς, όστριες, αγριελιές, φιλίκια, φράξοι, κουτσουπιές, αγριοκορομηλιές, σφεντάμια, κουμαριές, μυρτιές, σκίνα, κράτεγοι κ.ά., που εμπλουτίζουν την άγρια χλωρίδα του. Στη χλωρίδα του βουνού περιλαμβάνονται πάνω από 1.000 είδη, μεταξύ των οποίων κρίνοι, κρόκοι, παιώνιες, καμπανούλες, ορχιδέες κ.ά. Πολλά από αυτά είναι σπάνια και ενδημικά, όπως η καμπανούλα του Celsius, η κόκκινη τουλίπα, ο κόκκινος κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια κ.ά. Τα περισσότερα χωριά γύρω από την Πάρνηθα δημιουργήθηκαν μετά την εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή, από τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν η περιοχή της Αττικοβοιωτίας βρισκόταν υπό τη διοίκηση της Καταλανικής εταιρίας, μέχρι τα μισά του 15ου αιώνα, την περίοδο της κατάλυσης των Φράγκικων κρατιδίων της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τέτοια είναι, όπως μαρτυρούν και οι ονομασίες τους, το Κακοσάλεσι (Αυλώνα), το Καπανδρίτι, τα Κιούρκα (Αφίδναι),το Μενίδι (Αχαρνές), η Χασιά (Φυλή), τα Σκούρτα, η Λιάτανη (Άγιος Θωμάς), η Μαλακάσα κλπ. Επίσης οι οικισμοί που ερήμωσαν στη συνέχεια, όπως το Κατσιμίδι και το παλιό Λιόπεσι στην περιοχή του Τατοΐου, είχαν αρβανίτικη προέλευση. Τα χωριά της Πάρνηθας, που δεν είναι αποτέλεσμα εγκατάστασης αρβανιτών, είναι οι νεότεροι οικισμοί της Πάρνηθας, όπως το Κρυονέρι (δημιουργήθηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες), οι Θρακομακεδόνες και η Βαρυμπόμπη (δημιουργήθηκαν από οικοδομικούς συνεταιρισμούς στα μέσα του 20ού αιώνα). Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή της Πάρνηθας αναφέρεται ένας σημαντικός αριθμός οικισμών, όπως: Αχαρνές, Φυλή, Φρυγία, Αιθαλία, Σφενδάλη, Χαστιαία, Κρωπιά, Δεκελεία, Παιονίδα και Μελαίνων.
Εθνικός δρυμός Παρνασσού
Ο Παρνασσός είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μέτρα, (ψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Ο Παρνασσός αποτελεί μία από τις νότιες απολήξεις της Πίνδου. Εκτείνεται με ΝΑ κατεύθυνση και χωρίζει την κοιλάδα του Βοιωτικού Κηφισού από εκείνη της Άμφισσας. Ουσιαστικά αποτελεί το ΝΑ τμήμα του μεγάλου ορεογραφικού συμπλέγματος της κεντρικής Ρούμελης, από τα άλλα δύο τμήματα του οποίου, την Γκιώνα και τα Βαρδούσια, υπολείπεται σε ύψος λίγα μόλις μέτρα. Στα ΒΔ ενώνεται με τη Γκιώνα, στο διάσελο του «51» που παραπέμπει στο 51ο χιλιόμετρο Άμφισσας-Λαμίας, στα δυτικά πέφτει απότομα πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας, ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Το δυτικό τμήμα του είναι ομαλό και δασωμένο και περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, ενώ το κυρίως κομμάτι του πιο εκτεταμένο και πολυσχιδές. Ανάμεσα στις δύο ψηλότερες κορυφές του τη Λιάκουρα και τον Γεροντόβραχο (2.367 μ.), που βλέπει προς τον Κορινθιακό κόλπο, υπάρχει η ράχη Αρνόβρυση, όπου βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Σε όλη τη διάρκεια του έτους, οι δύο αυτές κορυφές είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα. Τα νερά του Παρνασσού, χάνονται στα υπόγεια δίκτυα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στην Αράχοβα και τον Βοιωτικό Κηφισό. Το έδαφός του είναι πλούσιο σε κοιτάσματα βωξίτη. Το βουνό φιλοξενεί πολλά είδη άγριων ζώων, όπως λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια κ.ά. Από το 1938, αποτελεί Εθνικό Δρυμό της Ελλάδας, με τον πυρήνα του να καλύπτει έκταση 36.000 στρέμματα. Βρίσκεται στα όρια των νομών Φωκίδας και Βοιωτίας, ανάμεσα στους Δελφούς, την Αράχοβα και την Αγόριανη. Στο χώρο του δρυμού υπάρχουν εντυπωσιακές καταβόθρες, σπήλαια και βραχώδεις κορυφές και συναντά κανείς τα περισσότερα από τα είδη χλωρίδας και πανίδας που προαναφέρθηκαν. Τα τοπία που προσφέρει η οροσειρά του Παρνασσού είναι μοναδικά. Πάνω του μπορεί κανείς να δει έντονη την αντίθεση, της αξιοποίησης ορισμένων σημείων του βουνού και της άγριας, ανέγγιχτης ομορφιάς κάποιων άλλων. Η θέα που προσφέρει ο Παρνασσός στα δυτικά, προς το Κρισαίο πεδίο, τον Κορινθιακό και την οροσειρά της Γκιώνας είναι αξιοθαύμαστη. Επίσης υπάρχουν πολλές ορειβατικές διαδρομές διάσπαρτες σε όλο τον ορεινό όγκο, ενώ τη δυτική πλευρά του βουνού διασχίζει το ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών, γνωστό ως Ε4. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, που είχε κτίσει στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει «κραυγές των λύκων». Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα λεγόταν Λιάκουρα (όπως και η ψηλότερη κορυφή του), που είναι δημώδης ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή τη γλώσσα των Πελασγών, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος. Ο Παρνασσός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στις Κωρυκειάδες νύμφες, που ζούσαν στο Κωρύκειο άντρο, πάνω στη Λυκώρεια, ενώ σε αυτόν ζούσαν και οι Μούσες. Εκεί βρισκόταν και η γνωστή Κασταλία πηγή. Στη διάρκεια της ιστορίας, ο Παρνασσός αποτελούσε τον προμαχώνα των ελληνικών φύλων της νότιας Ελλάδας, έναντι των επιδρομέων από τον βορρά, με κορυφαίο γεγονός τη Μάχη των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ., κατά των Περσών. Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού εκεί έγιναν σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, όπως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς. Ο Παρνασσός είναι ιδιαίτερα γνωστός εκτός από το Μαντείο των Δελφών, στις ΝΔ πλαγιές του βουνού, για το χιονοδρομικό κέντρο του, την Αράχοβα και τα παραδοσιακά χωριά του, με πιο γνωστή την Αγόριανη. Το χιονοδρομικό κέντρο του είναι το μεγαλύτερο της Ελλάδας και λειτουργεί από τον Δεκέμβριο μέχρι τις αρχές Μαΐου κάθε χρόνο. Βρίσκεται ανάμεσα στις δύο υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, στις θέσεις Φτερόλακκα και Κελάρια και σε υψόμετρο 1.600-2.250 μ. Η κατασκευή στη Φτερόλακκα ολοκληρώθηκε το 1976, ενώ η αντίστοιχη στα Κελάρια το 1981. Αποτελεί πόλο έλξης για εκατοντάδες χιονοδρόμους, ενώ ένα ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημά του είναι η θέση του στην κεντρική Ελλάδα, σε μικρή απόσταση από την Αθήνα, την Πάτρα και τη Λαμία.
Εθνικός δρυμός Αίνου Κεφαλληνίας
Αίνος ονομάζεται το ψηλότερο βουνό στην Κεφαλονιά (1.628 μ.), που αποτελεί εθνικό δρυμό από το 1962, με έκταση σχεδόν 30.000 στρεμμάτων, από την οποία τα 2/3 καλύπτονται από το μοναδικό στον κόσμο είδος ελάτου, το ενδημικό abies chephalonica. Μέσα στον εθνικό δρυμό βρίσκουν καταφύγιο επίσης αρκετά είδη πανίδας όπως αλεπούδες, κουνάβια και πληθυσμός ημιάγριων αλόγων. Η ψηλότερη κορυφή του Αίνου είναι ο Μέγας Σωρός, απ’ όπου φαίνονται καθαρά η Ζάκυνθος και αμυδρά η Λευκάδα και οι κοντινές ακτές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Δυστυχώς, ύστερα από πυρκαγιά, η πλευρά του βουνού προς την πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά καμένη. Η άλλη πλευρά του Αίνου βρίσκεται προς την Πελοπόννησο και στους πρόποδές του είναι χτισμένο το όμορφο, παραδοσιακό χωριό Πυργί. Από εκείνη την πλευρά το βουνό είναι καλυμμένο με το σπάνιο και προστατευόμενο έλατο. Ο Αίνος, ένα μνημείο της φύσης, προσελκύει το ενδιαφέρον τόσο των τουριστών, όσο και των οικολόγων, που αγωνίζονται να μείνει ζωντανός και να αναπαραχθεί ξανά στο μέγιστο βαθμό ο φυσικός πλούτος του βουνού που κοσμεί ολόκληρο το νησί.
Εθνικός δρυμός Σουνίου
Σούνιο (ή Κάβο κολώνες ή Καβοκολώνες) λέγεται το ακρωτήριο που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νομού Αττικής. Τα παράλια του είναι βραχώδη και απότομα. Υψώνεται σχεδόν κάθετα από την θάλασσα σε μεγάλο ύψος σχηματίζοντας στους πρόποδές του στα δυτικά μικρό όρμο που με ισθμό χωρίζεται από άλλον ανατολικό ορμίσκο. Το Σούνιο είναι γνωστό λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης του αλλά και εξαιτίας των ερειπίων του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα που βρίσκονται εκεί. Στα νεότερα χρόνια, η ευρύτερη περιοχή, λόγω της περιβαλλοντικής αξίας της, ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός. Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Σούνιο γίνεται από τον Όμηρο, που τον αποκαλούσε «Σούνιον ιερόν» (Οδύσσεια ΙΙΙ, 278). Αναφέρει ότι εκεί ο Μενέλαος, στο ταξίδι της επιστροφής από τη Τροία, σταμάτησε για να θάψει τον καπετάνιο του πλοίου τον Φρόντη. Μαρτυρίες δίνουν επίσης: ο Σοφοκλής (Αίας 1235), ο Ευριπίδης (Κύκλωπες 292), ο Παυσανίας (Ι, 1) και ο Βιτρούβιος (IV 7). Στη αρχαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε πολύ το ιερό, κάτι που αποδεικνύεται από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί. Βρέθηκαν 3 από αυτούς, που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνη τη περίοδο φαίνεται κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε χαμηλότερο γειτονικό λόφο. Η κατασκευή του πώρινου ναού του Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών πολέμων. Ένας μικρός ναός του Ποσειδώνα, κτίστηκε λίγο αργότερα, προσωρινά για να καλύπτει τις ανάγκες της λατρείας. Το 444 π.Χ. οι Αθηναίοι έκτισαν τον νεότερο ναό του Ποσειδώνα. Το Σούνιο οχυρώθηκε το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για να προστατεύονται τα σιτοφόρα που περνούσαν από εκεί (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρείτο το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης (Περί Στεφάνου, 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ., ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο είχε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους. Το οχυρό αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας, που όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ. Το 265 π.Χ., ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου, έκτισε στην απέναντι νησίδα (σημερινή Πάτροκλος) επίσης ισχυρό φρούριο, με τη φρουρά του οποίου ο Αντίγονος Γονατάς επιτέθηκε στο Σούνιο το 263 π.Χ. Η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε στην επίθεση του Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά, το 260 π.Χ., το οχυρό έπεσε και μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε ξανά εκεί. Το φρούριο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους, το 229 π.Χ., όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν 1.000 επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου. Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι τη Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99). Ο αρχαίος οικισμός του Σουνίου ήταν παραλιακός συνοικισμός στο δυτικό όρμο, και ο κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε αρχικά στη Λεοντίδα φυλή και αργότερα, από το 200 π.Χ., στην Ατταλίδα φυλή. Ο Εθνικός Δρυμός τού Σουνίου ιδρύθηκε το 1974, έχει έκταση πυρήνα 750 εκτάρια. Επίσης έχει επέκταση περιφερειακής ζώνης 2.750 εκτάρια.
Εθνικός δρυμός Οίτης
Η Οίτη (παλαιότερη ονομασία Καταβόθρα) είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας και καταλαμβάνει τμήμα των νομών Φθιώτιδας και Φωκίδας. Στα νότια συνδέεται με τη Γκιώνα, δυτικά με τα Βαρδούσια και ανατολικά με το Καλλίδρομο, ενώ το όριο της στα βόρεια είναι η κοιλάδα του Σπερχειού. Από την Οίτη πηγάζουν ο Μόρνος και ο Γοργοπόταμος. Σημαντικά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες της Οίτης είναι η Παύλιανη, η Υπάτη και το Μαυρολιθάρι. Η ψηλότερη κορυφή της, ο Πύργος, έχει υψόμετρο 2.152 μ. Άλλες κορυφές της Οίτης είναι το Γρεβενό (2.114 μ.), ορατό από τη Λαμία και την κοιλάδα του Σπερχειού, το Σέμπι (2.091 μ.), η Αλύκαινα ή Αλουμπόραχη (2.052 μ.) και τα Δύο Βουνά (1.615 μ.). Αναβάσεις προς τις κορυφές της Οίτης πραγματοποιούνται από την Υπάτη και την Παύλιανη. Όμως, τους καλοκαιρινούς μήνες τα ψηλότερα σημεία του βουνού είναι προσβάσιμα από δασικούς δρόμους. Η περιοχή της Οίτης είναι ανακηρυγμένος Εθνικός δρυμός και είναι από τους ομορφότερους της Ελλάδας. Είναι κατάφυτη από έλατα που ανήκουν στο είδος της κεφαλληνιακής ελάτης. Επίσης υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από πλατύφυλλα, όπως πλατάνια, σφεντάμια, προύνοι, ιτιές κλπ. Στη βόρεια πλευρά του βουνού συναντάται και μία μικρή συστάδα από μαυρόπευκα, είδος αρκετά σπάνιο για τη νότια Ελλάδα. Σε χαμηλότερα υψόμετρα υπάρχουν πυκνοί θάμνοι από σκληρόφυλλα είδη, όπως πουρνάρι, αριά, κουμαριά, πικροδάφνη κλπ. ενώ σε μεγάλα υψόμετρα υπάρχει πλούσια υποαλπική βλάστηση. Φυλλοβόλες βελανιδιές συναντώνται σε υψόμετρο γύρω στα 800 μ. Η πανίδα της Οίτης είναι πλούσια και περιλαμβάνει ευρέως διαδεδομένα είδη, καθώς και μικρούς πληθυσμούς λύκου, αγριόγιδου και ζαρκαδιού. Από το 2003 αναφέρεται η σποραδική παρουσία αρκούδας. Στην Οίτη, στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού, υπάρχει καταφύγιο του ορειβατικού συλλόγου Λαμίας. Κατά τη μυθολογία, σε μια κορυφή της Οίτης, που λέγεται «Πυρά», κάηκε σε μεγάλη φωτιά ο Ηρακλής, για να γλιτώσει από το χιτώνα της Δηιάνειρας. Κατά την αρχαιότητα στα νότια της Οίτης βρισκόταν η αρχαία Δωρίδα, ενώ στη βόρεια πλευρά της ζούσαν οι Οιταίοι, οι Αινιάνες και οι Μαλιείς.
Εθνικός δρυμός Λευκών Ορέων (Σαμαριάς)
Το φαράγγι της Σαμαριάς βρίσκεται στην Κρήτη, στο νομό Χανίων. Με μήκος 18 χλμ. είναι το μεγαλύτερο σε μήκος φαράγγι της Ευρώπης. Είναι Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας από το 1962 και φιλοξενεί πολλά ενδημικά είδη πουλιών και ζώων, το πιο γνωστό από τα οποία είναι ο κρητικός αίγαγρος, γνωστός και σαν κρι-κρι. Το όνομά του το πήρε από το εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό της Σαμαριάς, που με τη σειρά του οφείλει το όνομα στην εκκλησία της Οσίας Μαρίας. Κατά την Τουρκοκρατία αποτέλεσε κρησφύγετο επαναστατών και του τοπικού πληθυσμού.
Εθνικός δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα)
Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου, γνωστός κι ως Βάλια Κάλντα, είναι ένας από τους πιο σπουδαίους δρυμούς της χώρας, που ιδρύθηκε το 1966. Βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσπρόσιτη περιοχή στο βόρειο τμήμα της οροσειράς της Πίνδου, στα όρια μεταξύ των νομών Γρεβενών και Ιωαννίνων, βόρεια του Μετσόβου και περιφερειακά βρίσκονται τα χωριά Βωβούσα, Περιβόλι, Κρανιά Γρεβενών και Μηλέα Γρεβενών. Η συνολική του έκταση φτάνει τα 68.990 στρέμματα, από τα οποία 33.490 ανήκουν στον πυρήνα και 35.500 στην περιφερειακή ζώνη προστασίας. Ο πυρήνας του δρυμού καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας της Βάλια Κάλντα (βλάχικη λέξη και σημαίνει «ζεστή κοιλάδα», που πήρε το όνομά της κατ’ ευφημισμό, καθώς αποτελεί μία από τις πιο κρύες και υγρές περιοχές της Ελλάδας) και του Αρκουδορέματος καθώς και τα βουνά Λύγκος και Μαυροβούνι (Φλέγκα 2.159 μ.) μέχρι τις κορυφές του βουνού Αυγό (2.177 μ.). Χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την ποικιλία μορφολογικών αντιθέσεων με απότομους γκρεμούς και ορμητικούς χείμαρρους, καθώς και πυκνά δάση. Η περιοχή αποτελεί καταφύγιο για την καφέ αρκούδα, τον λύκο και το αγριόγιδο. Δεν υπάρχουν οικισμοί μέσα στα όρια της προστατευόμενης περιοχής. Οι πλαγιές των γύρω κορυφών, μέρος της οροσειράς Λύγκος, σχηματίζουν ένα πέταλο γύρω από την κοιλάδα, αφήνοντας ένα άνοιγμα προς τη δύση. Αρκετές κορυφές φτάνουν σε υψόμετρο πάνω από 2000 μέτρα. Στο δρυμό ανήκουν και τα δύο μικρά ορεινά ρέματα, ο Σαλατούρας και το Ζεστό ρέμα, που ενώνονται με το Αρκουδόρεμα, τον ορμητικό παραπόταμο του Αώου. Η γεωλογική συγκρότηση του δρυμού αποτελείται από πετρώματα της ομάδας του φλύσχη με αρκετό οφείτη, γαύρο, ασβεστόλιθο και δολομίτη με κυρίαρχη εμφάνιση του σερπεντίνη. Τα εδάφη του δρυμού σχηματίστηκαν από την αποσάθρωση του περιδοτίτη και του σερπεντίνη. Είναι αργιλώδους, αργιλοπηλώδους υφής, όξινης χημικής αντίδρασης και πλούσια σε μαγνήσιο και σίδηρο ενώ πολλές φορές περιέχουν τοξικές συγκεντρώσεις χρωμίου, νικελίου, μαγγανίου και αλουμινίου. Το κλίμα είναι ορεινό-μεσογειακό από τα πλουσιότερα στην Ελλάδα σε κατακρημνίσματα και χιονοπτώσεις. Τα καλοκαίρια είναι δροσερά με αρκετές τοπικές βροχές. Η νέφωση είναι υψηλή και οι παγετοί συνηθισμένοι από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο, ενώ το χιόνι καλύπτει τον δρυμό 7 με 8 μήνες το χρόνο. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό και εκτός από την ποικιλία μορφολογικών και βλαστητικών χαρακτηριστικών, τονίζεται ακόμη από τεράστιους γκρεμούς και ορμητικά ρέματα. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διαβίωση μιας τεράστιας ποικιλίας ειδών από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο. Καλύπτεται από πυκνά δάση μαύρης - λευκόδερμης πεύκης και οξιάς και αποτελεί καταφύγιο για πολλά είδη πουλιών, ανάμεσα στα οποία είναι και μερικά σπάνια αρπακτικά (γύπας, βασιλαετός) και μεγάλα θηλαστικά (αρκούδα, αγριόγιδο, ζαρκάδι) που έχουν εξαφανισθεί από τις περισσότερες περιοχές της χώρας. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό βιότοπο της χώρας μας για την καφετιά αρκούδα. Ο δρυμός της Πίνδου σαν γενική διαπίστωση Ελλήνων και ξένων ειδικών, χαρακτηρίζεται μοναδικός από βιολογική, οικολογική κι ερευνητική άποψη. Συνδυάζει το αισθητικό τοπίο μεγάλης αξίας, τον βιότοπο με μεγάλη ποικιλότητα χλωρίδας και πανίδας, πολυποίκιλη γεωμορφολογική σύνθεση, αισθητικότητα και μοναδικότητα σε εθνική κι ευρωπαϊκή κλίμακα. Με μια πρώτη διερεύνηση, καταμετρήθηκαν 30 είδη δέντρων και θάμνων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, 120 είδη ποώδους βλάστησης με χαρακτηριστικό την εμφάνιση του ενδημικού είδους Centaurea vlachorum και 18 είδη ορχεοειδών. Η αξία της περιοχής της Βάλια Κάλντα και η ανάγκη για την προστασία της έχει αναγνωρισθεί και σε πανευρωπαϊκή κλίμακα με την ένταξη της στο δίκτυο των ιδιαίτερα προστατευόμενων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα πρόσφατα η ίδια περιοχή έχει ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα που χρηματοδοτεί η Ε.Ε. για τη λήψη των επειγουσών μέτρων για την προστασία και την ορθολογική διαχείριση των πληθυσμών της καφετιάς αρκούδας στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Εθνικός δρυμός Πρεσπών
Οι Πρέσπες είναι δύο λίμνες στο ΒΔ άκρο της Ελλάδας. Η Μεγάλη Πρέσπα χωρίζεται ανάμεσα στην Ελλάδα, την Π.Γ.Δ.Μ, και την Αλβανία. Η Μικρή Πρέσπα βρίσκεται κυρίως στη Ελλάδα, ενώ ένα μικρό τμήμα στα δυτικά της ανήκει στην Αλβανία. Η λεκάνη των Πρεσπών σχηματίστηκε από τεκτονικές υφέσεις πιθανότατα στη διάρκεια της Τριτογενούς γεωλογικής εποχής. Αρχικά δημιουργήθηκε μια μόνο λίμνη, η Πρέσπα, στη συνέχεια όμως, κατά τις τελευταίες δεκάδες χιλιάδες χρόνια, οι εναποθέσεις του ρύακα που περνάει από την κοιλάδα του Αγίου Γερμανού σε συνδυασμό με τη δράση των νερών της λίμνης, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια αμμώδη λωρίδα γης που διαχώρισε ένα ρηχό βραχίονα της Πρέσπας, δημιουργώντας τη Μικρή Πρέσπα. Έτσι, οι δύο λίμνες διαχωρίζονται από μια αβαθή λωρίδα αμμώδους γης, μήκους περίπου 4 χλμ. και πλάτους 200-1.000 μ. Ο εθνικός δρυμός Πρεσπών δημιουργήθηκε το 1974. Προστατεύεται από ελληνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις, ενώ η μικρή Πρέσπα προστατεύεται και από τη συνθήκη Ramsar ως μοναδικός υγροβιότοπος. Το 1991 δημιουργήθηκε η Εταιρία Προστασίας Πρεσπών, με τη βοήθεια της WWF, που στήριξε τις προσπάθειες του τοπικού πληθυσμού να αναδείξουν και να προστατέψουν το φυσικό πλούτο της περιοχής τους. Στις Πρέσπες μπορούμε να βρούμε πάνω από 1.500 είδη φυτών και μια συστάδα υπεραιωνόβιων βουνοκυπάρισσων. Όσον αφορά την πτηνοπανίδα σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των πελεκάνων και συγκεκριμένα του αργυροπελεκάνου που θεωρείται αρκετά σπάνιο είδος παγκοσμίως. Το μικρό νησί της Μικρής Πρέσπας, ο Άγιος Αχίλλειος, είναι εδώ και χρόνια το κέντρο των εκδηλώσεων «Πρέσπεια» με σημαντικές συναυλίες. Αρχικά η προσέλευση του κόσμου στο νησί γινόταν με βάρκες και τη βοήθεια του στρατού, τα τελευταία όμως χρόνια έχει δημιουργηθεί γέφυρα και η προσέλευση είναι πιο εύκολη. Φυσικά η γέφυρα είναι σημαντικότερη για τους ίδιους τους κατοίκους του νησιού, που πλέον δεν νιώθουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο νομό, μιας και η πρόσβαση με βάρκα το χειμώνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Στο νησί του Αγίου Αχιλλείου υπάρχουν αρχαιολογικά, καθώς και βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία, με σημαντικότερη τη βασιλική εκκλησία του 10ου αιώνα.
Εθνικός δρυμός Βίκου-Αώου
Είναι μια περιοχή προστατευόμενου φυσικού πλούτου, βόρεια της πόλης των Ιωαννίνων, στο Ζαγόρι της Ηπείρου. Ανακηρύχτηκε επίσημα Εθνικός Δρυμός το 1973 και συνορεύει ΒΑ με τον Εθνικό Δρυμό Πίνδου-Βάλια Κάλντα. Η περιοχή έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 και διακρίνεται για τις εναλλαγές στο φυσικό τοπίο, όπου κατάφυτες πυκνές εκτάσεις αλληλοδιαδέχονται απότομους γκρεμούς. Η περιοχή Βίκου-Αώου περιλαμβάνει το φαράγγι του Βίκου (τον πυρήνα του δρυμού), καθώς και τμήμα της οροσειράς της Τύμφης, τη χαράδρα του Αώου και μία σειρά από παραδοσιακά διατηρημένους οικισμούς. Έχει ονομαστεί και «Δρυμός των μεγάλων κορυφών», λόγω των απότομων και ψηλών κορυφών της περιοχής, με ψηλότερη αυτήν της Γκαμήλας (2.497 μ.) στην Τύμφη. Έχει έκταση 122.250 στρεμμάτων, από τα οποία τα 34.120 είναι ο κύριος πυρήνας του. Η περιοχή περιλαμβάνει ένα πολύ σπάνιο και ευαίσθητο οικοσύστημα, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται καμία ανθρώπινη δραστηριότητα (που έχει σχέση με κτηνοτροφία και η υλοτομία), εκτός από αυτές που σχετίζονται με την περιήγηση και την αναψυχή, στη διάρκεια της ημέρας. Στα δυτικά του δρυμού βρίσκεται η χαράδρα του Βίκου που διασχίζει το δυτικό και κεντρικό Ζαγόρι, ξεκινώντας βόρεια του χωριού Βίκος και καταλήγοντας ΝΑ στα χωριά Κουκούλι και Κήποι. Το φαράγγι είναι υδατογενές, εκτείνεται σε μήκος 12 χλμ. κι έχει γραφεί στο βιβλίο Γκίνες ως το φαράγγι με το μικρότερο άνοιγμα παγκοσμίως, καθώς με βάθος πάνω από 1.000 μ. είναι το βαθύτερο φαράγγι του πλανήτη. Το πλάτος του ποικίλλει από 100-1.000 μ. Ο Βοϊδομάτης (παραπόταμος του Αώου), που διατρέχει το φαράγγι, έχει νερό μόνο εποχιακά. Τα φαράγγι δημιουργήθηκε από έντονες γεωλογικές ανακατατάξεις και η χλωρίδα που συναντάται εκεί είναι ιδιαίτερα μεγάλης ποικιλίας. Στο Μονοδένδρι βρίσκεται και το «πέτρινο δάσος», ένα σύνολο τεράστιων βράχων που ορθώνονται σαν απότομα δέντρα, με αλλεπάλληλα στρώματα πέτρας. Ο ποταμός Αώος, στο βόρειο τμήμα του δρυμού, διασχίζει ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση. Το μήκος της χαράδρας του είναι συνολικά 8 χλμ. και το πλάτος της κυμαίνεται από 300 μ. ως 2,5 χλμ. Η μεγάλη μονότοξη γέφυρα του Αώου (1780), είναι χαρακτηριστική και σηματοδοτεί το βόρειο σύνορο του δρυμού. Στις δυτικές πλαγιές της Τύμφης (λέγεται και «Γκαμήλα» από τους ντόπιους) βρίσκονται οι παραδοσιακοί οικισμοί Μικρό και Μεγάλο Πάπιγκο. Ακριβώς πάνω από το Μικρό Πάπιγκο δεσπόζουν οι «Πύργοι της Αστράκας», πελώριοι επιβλητικοί βράχοι. Στην περιοχή βρίσκεται πλήθος λιμνών διαφόρων μεγεθών, με μεγαλύτερη τη Δρακόλιμνη, σε υψόμετρο 2.050 μ. Είναι μια αλπική λίμνη που δημιουργήθηκε από τους παγετώνες που υπήρχαν στη περιοχή πριν από 10.000 χρόνια και το βάθος της δεν ξεπερνά τα 5 μ. Δεξιά κι αριστερά της Δρακόλιμνης ορθώνονται οι κορυφές Αστράκας (2.436 μ.) και Γκαμήλα (2.497μ.). Η πανίδα της περιοχής είναι αξιοπρόσεκτη: εδώ ζει και ο αλπικός Τρίτωνας, ένα σπάνιο είδος αμφίβιου (με μορφή πολύχρωμου ιγκουάνα), που δεν συναντάται αλλού στην Ελλάδα. Το ορειβατικό καταφύγιο Τύμφης βρίσκεται σε ύψος 1.950 μ., κάτω και βόρεια της κορυφής της Αστράκας. Από τα περίτεχνα χτισμένα πέτρινα τοξωτά γεφύρια ενδεικτικά είναι αυτό το Κόκκορου και του Πλακίδα (ή Καλογερικό), που είναι και το μοναδικό τρίτοξο. Η περιοχή αποτελεί καταφύγιο για μεγάλο πλήθος φυτών και βοτάνων. Έχουν καταγραφεί πάνω από 1.700 είδη και υποείδη φυτικών ειδών, ενδεικτικά υπάρχουν 18 είδη γερανιού, 43 τριφυλλιού και 14 είδη από καμπανούλες. Τουλάχιστον 50 είδη δασικών δέντρων και θάμνων έχουν καταγραφεί στα όρια του δρυμού. Ενδημικά σπάνια στην Ελλάδα είδη φυτών φύονται και προσελκύουν το ενδιαφέρον επιστημόνων παγκοσμίως. Τα πυκνά δάση του δρυμού αποτελούντα από ιτιές, μεγάλα σε μέγεθος και ηλικία πλατάνια, οξιές και λεύκες. Σε μεγαλύτερο υψόμετρο κυριαρχούν δρυς και βελανιδιές. Στην πανίδα του δρυμού περιλαμβάνονται 24 είδη θηλαστικών, πολλά από τα οποία είναι υπό εξαφάνιση: αρκούδες, λύκοι, ζαρκάδια, αγριόγιδα, αγριογούρουνα, λίγκες, κουνάβια. Επίσης ζουν 133 είδη πτηνών, όπως διάφορα αρπακτικά: αετοί, γύπες, γεράκια και ορισμένα είδη ψαριών. Στην Τύμφη υπάρχουν πολλά βάραθρα που προέκυψαν από την κατάπτωση της οροφής υπόγειων σπηλαίων. Το μεγαλύτερο είναι αυτό της «Προβατίνας» με βάθος 451 μ. (το τρίτο μεγαλύτερο παγκοσμίως). Η σταδιακή εγκατάλειψη των καλλιεργειών και η αστυφιλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα την ανόρθωση του δασικού οικοσυστήματος στον Εθνικό Δρυμό. Όμως, με την εντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη διάνοιξη δρόμων, την εντατική υλοτομία και την κακή διαχείριση των υδάτινων πόρων, αυτή η πορεία έχει ανακοπεί σχετικά, όχι όμως σε σημείο που να απειλείται η ισορροπία του οικοσυστήματος. Η περιοχή ενδείκνυται για πεζοπορία και ορειβασία, που δίνουν την ευκαιρία για μοναδική επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Οι αθλητικές ενασχολήσεις που σχετίζονται με τη φύση και είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες στην περιοχή του δρυμού είναι κυρίως: καγιάκ, ράφτινγκ, πολύωρη ανάβαση στης κορυφές της περιοχής. Οι πιο πολυσύχναστες ορειβατικές διαδρομές βρίσκονται σε εξής σημεία: Γκαμήλα, Δρακόλιμνη, Βίκο, Κοζιακό, Κούστα, Τσούκα Ρόσα, Αβγό και στα σηματοδοτημένα μονοπάτια με τον κωδικό Ζ, που ενώνουν τους οικισμούς του Ζαγορίου. Επίσης, υπάρχει δυνατότητα για παραπέντε στους Ασπραγγέλους, ιππασία στα Κάτω Πεδινά, κανό στο φαράγγι του Βίκου καγιάκ και ράφτινγκ στο Βοϊδομάτη, τον Αώο, τον Βάρδα και τον Ζαγορίτικο. Η περιοχή φιλοξενεί δύο ορειβατικά καταφύγια, στην Γκαμήλα και στη Βωβούσα. Καταλύματα υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα χωριά της περιοχής.
Εθνικός δρυμός Ολύμπου
Ιδρύθηκε το 1938 και η συνολική του έκταση φθάνει τα 3.933 εκτάρια. Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα φυσικά μνημεία της Ελλάδας, αφού επιδεικνύει ένα περιβάλλον φυσικού κάλλους, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Προσφέρεται για επιστημονικές έρευνες καθώς και για ένα πλήθος δραστηριοτήτων. Στην ανατολική πλευρά της κεντρικής Ελλάδας, σε μικρή σχετικά απόσταση από το Λιτόχωρο του νομού Πιερίας, δεσπόζει το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ο Όλυμπος. Ο επιβλητικός αυτός ορεινός όγκος δεν είναι μόνον κομμάτι της ελληνικής μυθολογίας, καθώς το βουνό ήταν γνωστό ως η μυθική κατοικία των αρχαίων θεών, αλλά και περιβάλλον υψηλής αισθητικής αξίας και ορειβατικού ενδιαφέροντος. Το 1981, 40 και πλέον χρόνια από την ίδρυση του δρυμού, κηρύχθηκε από την UNESCO Απόθεμα της βιόσφαιρας (Biosphere Reserve). Η τοποθεσία του, στο κέντρο περίπου του κυρίως ηπειρωτικού κορμού της Ελλάδας, τον καθιστά ιδανικό τόπο περιπάτων ή οργανωμένων ορειβατικών εξορμήσεων. Είναι ακόμα εύκολος στόχος εκδρομέων τόσο από τη Λάρισα, όσο και από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Με κατεύθυνση από τους πρόποδες του βουνού προς τις κορυφές του, η βλάστηση του Ολύμπου εντυπωσιάζει με την ποικιλία της. Οι λιγοστοί θάμνοι με είδη μεσογειακής μακκίας, όπως πουρνάρια, κουμαριές, κέδρα και ρούδια, μαζί με συστάδες φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων (πουρνάρια, αριές, κουμαριές, φιλίκια, ρείκια, ρούδια, γαύροι, σφεντάμια, φτελιές, κέδρα και τα είδη πεύκου Pinus sp. και ελάτης Abies borissi regis), που βρίσκονται σε περιοχές με μικρό σχετικά υψόμετρο. Κοντά σε τρεχούμενα νερά αναπτύσσονται γνωστά παραποτάμια είδη, όπως πλατάνια, ιτιές, σκλήθρα κ.ά. Σε λίγο μεγαλύτερο υψόμετρο, σε περιοχές δροσερές, ευδοκιμούν δύο είδη οξιάς (Fagus moesiaca και F. silvatica), ενώ σε περιοχές πιο ξηρές και ηλιόλουστες απαντάται το μαύρο πεύκο (Pinus nigra). Το άλλο είδος πεύκου του Ολύμπου, το ρόμπολο (Pinus eldreichii) σχηματίζει μεγάλα δάση που φθάνουν ως τα υποαλπικά λιβάδια. Στις υποαλπικές περιοχές, δηλαδή περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, κυριαρχεί η εντυπωσιακή παρουσία του κόκκινου κρίνου (Lilium clalcedonium). Απαντώνται επίσης σε τέτοιο υψόμετρο χλοερά λιβάδια, τα λεγόμενα υποαλπικά, στα οποία κυριαρχούν διάφορα είδη ανθέων. Τα λιβάδια όμως συχνά παραχωρούν τη θέση τους σε εκτάσεις φρύγανων και ημίθαμνων, από τα είδη των γενών Astragalus, Berberis, Daphne, Buxus, Juniperus κ.α. Από τα 23 και πλέον ενδημικά είδη του δρυμού, όπως η Potentilla deorum, Genista sakellariadis, Campanula oreadum, Cerastium theophrastii κ.α. Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το είδος Jankea helreichii, που αποτελεί λείψανο της παγετωνικής περιόδου. Διαφορετικοί μεταξύ τους βιότοποι συνυπάρχουν στο περιβάλλον του δρυμού κι αποτελούν το καταφύγιο για πολλά είδη θηλαστικών, μεταξύ των οποίων μεγάλα και μικρότερα σαρκοφάγα, φυτοφάγα, αρπακτικά πτηνά κ.α.
Εθνικός δρυμός Πάρνηθας
Η Πάρνηθα είναι βουνό της Αττικής, βόρεια της Αθήνας, με συνολική έκταση 300 περίπου τ. χλμ. και ψηλότερη κορυφή την Καραμπόλα (1.413 μ.). Καλύπτεται από πεύκα στα χαμηλότερα και από έλατα στα ψηλότερά της μέρη. Αρκετές μέρες του χειμώνα έχει χιόνι. Η Πάρνηθα έχει ανακηρυχθεί περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ένα σημαντικό της τμήμα απαρτίζει τον ομώνυμο Εθνικό Δρυμό. Έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 και αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά. Σε μία από τις κορυφές του βουνού, το Μαυροβούνι, έχει χτιστεί το Καζίνο της Πάρνηθας, όπου μπορεί να φτάσει κανείς είτε με αυτοκίνητο είτε με τελεφερίκ. Στην περιοχή λειτουργούν τα ορειβατικά καταφύγια Μπάφι και Φλαμπούρι. Από τους ντόπιους η Πάρνηθα λεγόταν στο παρελθόν και Οζιά, ονομασία άγνωστης ετυμολογίας και προέλευσης σήμερα. Η ψηλότερη κορυφή της ονομάζεται Καραμπόλα με υψόμετρο 1.413 μ. Άλλες κορυφές είναι το Όρνιο (1.350 μ.), το Αβγό (1.201 μ.), η Κυρά (1.160 μ.), το Πλατοβούνι (1.163 μ.), ο Αέρας (1.126 μ.), το Μαυροβούνι (1.091 μ.), το Ξεροβούνι (1.121 μ.) και το Φλαμπούρι (1.158 μ.). Διαθέτει φαράγγια, με σπουδαιότερο αυτό του Κελάδωνα στη δυτική Πάρνηθα μήκους 2,5 χλμ. και χαράδρες, όπως της Χούνης στην είσοδο του Εθνικού Δρυμού και πολλά ρέματα. Τα πετρώματά της είναι ιζηματογενή που σχηματίστηκαν στην παλαιοζωική, μεσοζωική και καινοζωική εποχή. Η κυριαρχία του υδατοδιαπερατού ασβεστόλιθου, σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο του βουνού, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών σπηλαίων με σπουδαιότερο εκείνο του Πανός στο φαράγγι του Κελάδωνα, καθώς και βάραθρα, όπως του Κεραμιδιού, του Ταμιλθιού, της Γκούρας (στα δυτικά), της Δεκέλειας (στα ανατολικά) κ.ά. Η Πάρνηθα διαθέτει και πολλές πηγές, με κυριότερες τις πηγές της Κιθάρας (που σχηματίζουν την λίμνη Κιθάρα, στα ανατολικά) και της Γκούρας (στα δυτικά). Το κλίμα της θεωρείται εξαιρετικά υγιεινό και γι’ αυτό λειτουργούσε εκεί από το 1914 Σανατόριο, στο κτίριο του σημερινού Ξενία. Η Πάρνηθα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση κυρίως στην ανατολική της πλευρά που έχει περισσότερη υγρασία. Κυρίαρχο είδος είναι η Χαλέπιος Πεύκη. Από τα 800 μ. και πάνω εμφανίζεται η Κεφαλληνιακή Ελάτη, που σχηματίζει το μοναδικό ελατοδάσος της Αττικής. Εδώ βρίσκουμε και παραρεμάτια βλάστηση, όπως πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.ά. Στο βουνό υπάρχουν επίσης κέδροι, δρυς, όστριες, αγριελιές, φιλίκια, φράξοι, κουτσουπιές, αγριοκορομηλιές, σφεντάμια, κουμαριές, μυρτιές, σκίνα, κράτεγοι κ.ά., που εμπλουτίζουν την άγρια χλωρίδα του. Στη χλωρίδα του βουνού περιλαμβάνονται πάνω από 1.000 είδη, μεταξύ των οποίων κρίνοι, κρόκοι, παιώνιες, καμπανούλες, ορχιδέες κ.ά. Πολλά από αυτά είναι σπάνια και ενδημικά, όπως η καμπανούλα του Celsius, η κόκκινη τουλίπα, ο κόκκινος κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια κ.ά. Τα περισσότερα χωριά γύρω από την Πάρνηθα δημιουργήθηκαν μετά την εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή, από τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν η περιοχή της Αττικοβοιωτίας βρισκόταν υπό τη διοίκηση της Καταλανικής εταιρίας, μέχρι τα μισά του 15ου αιώνα, την περίοδο της κατάλυσης των Φράγκικων κρατιδίων της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τέτοια είναι, όπως μαρτυρούν και οι ονομασίες τους, το Κακοσάλεσι (Αυλώνα), το Καπανδρίτι, τα Κιούρκα (Αφίδναι),το Μενίδι (Αχαρνές), η Χασιά (Φυλή), τα Σκούρτα, η Λιάτανη (Άγιος Θωμάς), η Μαλακάσα κλπ. Επίσης οι οικισμοί που ερήμωσαν στη συνέχεια, όπως το Κατσιμίδι και το παλιό Λιόπεσι στην περιοχή του Τατοΐου, είχαν αρβανίτικη προέλευση. Τα χωριά της Πάρνηθας, που δεν είναι αποτέλεσμα εγκατάστασης αρβανιτών, είναι οι νεότεροι οικισμοί της Πάρνηθας, όπως το Κρυονέρι (δημιουργήθηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες), οι Θρακομακεδόνες και η Βαρυμπόμπη (δημιουργήθηκαν από οικοδομικούς συνεταιρισμούς στα μέσα του 20ού αιώνα). Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή της Πάρνηθας αναφέρεται ένας σημαντικός αριθμός οικισμών, όπως: Αχαρνές, Φυλή, Φρυγία, Αιθαλία, Σφενδάλη, Χαστιαία, Κρωπιά, Δεκελεία, Παιονίδα και Μελαίνων.
Εθνικός δρυμός Παρνασσού
Ο Παρνασσός είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μέτρα, (ψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Ο Παρνασσός αποτελεί μία από τις νότιες απολήξεις της Πίνδου. Εκτείνεται με ΝΑ κατεύθυνση και χωρίζει την κοιλάδα του Βοιωτικού Κηφισού από εκείνη της Άμφισσας. Ουσιαστικά αποτελεί το ΝΑ τμήμα του μεγάλου ορεογραφικού συμπλέγματος της κεντρικής Ρούμελης, από τα άλλα δύο τμήματα του οποίου, την Γκιώνα και τα Βαρδούσια, υπολείπεται σε ύψος λίγα μόλις μέτρα. Στα ΒΔ ενώνεται με τη Γκιώνα, στο διάσελο του «51» που παραπέμπει στο 51ο χιλιόμετρο Άμφισσας-Λαμίας, στα δυτικά πέφτει απότομα πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας, ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Το δυτικό τμήμα του είναι ομαλό και δασωμένο και περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, ενώ το κυρίως κομμάτι του πιο εκτεταμένο και πολυσχιδές. Ανάμεσα στις δύο ψηλότερες κορυφές του τη Λιάκουρα και τον Γεροντόβραχο (2.367 μ.), που βλέπει προς τον Κορινθιακό κόλπο, υπάρχει η ράχη Αρνόβρυση, όπου βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Σε όλη τη διάρκεια του έτους, οι δύο αυτές κορυφές είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα. Τα νερά του Παρνασσού, χάνονται στα υπόγεια δίκτυα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στην Αράχοβα και τον Βοιωτικό Κηφισό. Το έδαφός του είναι πλούσιο σε κοιτάσματα βωξίτη. Το βουνό φιλοξενεί πολλά είδη άγριων ζώων, όπως λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια κ.ά. Από το 1938, αποτελεί Εθνικό Δρυμό της Ελλάδας, με τον πυρήνα του να καλύπτει έκταση 36.000 στρέμματα. Βρίσκεται στα όρια των νομών Φωκίδας και Βοιωτίας, ανάμεσα στους Δελφούς, την Αράχοβα και την Αγόριανη. Στο χώρο του δρυμού υπάρχουν εντυπωσιακές καταβόθρες, σπήλαια και βραχώδεις κορυφές και συναντά κανείς τα περισσότερα από τα είδη χλωρίδας και πανίδας που προαναφέρθηκαν. Τα τοπία που προσφέρει η οροσειρά του Παρνασσού είναι μοναδικά. Πάνω του μπορεί κανείς να δει έντονη την αντίθεση, της αξιοποίησης ορισμένων σημείων του βουνού και της άγριας, ανέγγιχτης ομορφιάς κάποιων άλλων. Η θέα που προσφέρει ο Παρνασσός στα δυτικά, προς το Κρισαίο πεδίο, τον Κορινθιακό και την οροσειρά της Γκιώνας είναι αξιοθαύμαστη. Επίσης υπάρχουν πολλές ορειβατικές διαδρομές διάσπαρτες σε όλο τον ορεινό όγκο, ενώ τη δυτική πλευρά του βουνού διασχίζει το ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών, γνωστό ως Ε4. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, που είχε κτίσει στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει «κραυγές των λύκων». Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα λεγόταν Λιάκουρα (όπως και η ψηλότερη κορυφή του), που είναι δημώδης ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή τη γλώσσα των Πελασγών, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος. Ο Παρνασσός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στις Κωρυκειάδες νύμφες, που ζούσαν στο Κωρύκειο άντρο, πάνω στη Λυκώρεια, ενώ σε αυτόν ζούσαν και οι Μούσες. Εκεί βρισκόταν και η γνωστή Κασταλία πηγή. Στη διάρκεια της ιστορίας, ο Παρνασσός αποτελούσε τον προμαχώνα των ελληνικών φύλων της νότιας Ελλάδας, έναντι των επιδρομέων από τον βορρά, με κορυφαίο γεγονός τη Μάχη των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ., κατά των Περσών. Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού εκεί έγιναν σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, όπως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς. Ο Παρνασσός είναι ιδιαίτερα γνωστός εκτός από το Μαντείο των Δελφών, στις ΝΔ πλαγιές του βουνού, για το χιονοδρομικό κέντρο του, την Αράχοβα και τα παραδοσιακά χωριά του, με πιο γνωστή την Αγόριανη. Το χιονοδρομικό κέντρο του είναι το μεγαλύτερο της Ελλάδας και λειτουργεί από τον Δεκέμβριο μέχρι τις αρχές Μαΐου κάθε χρόνο. Βρίσκεται ανάμεσα στις δύο υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, στις θέσεις Φτερόλακκα και Κελάρια και σε υψόμετρο 1.600-2.250 μ. Η κατασκευή στη Φτερόλακκα ολοκληρώθηκε το 1976, ενώ η αντίστοιχη στα Κελάρια το 1981. Αποτελεί πόλο έλξης για εκατοντάδες χιονοδρόμους, ενώ ένα ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημά του είναι η θέση του στην κεντρική Ελλάδα, σε μικρή απόσταση από την Αθήνα, την Πάτρα και τη Λαμία.
Εθνικός δρυμός Αίνου Κεφαλληνίας
Αίνος ονομάζεται το ψηλότερο βουνό στην Κεφαλονιά (1.628 μ.), που αποτελεί εθνικό δρυμό από το 1962, με έκταση σχεδόν 30.000 στρεμμάτων, από την οποία τα 2/3 καλύπτονται από το μοναδικό στον κόσμο είδος ελάτου, το ενδημικό abies chephalonica. Μέσα στον εθνικό δρυμό βρίσκουν καταφύγιο επίσης αρκετά είδη πανίδας όπως αλεπούδες, κουνάβια και πληθυσμός ημιάγριων αλόγων. Η ψηλότερη κορυφή του Αίνου είναι ο Μέγας Σωρός, απ’ όπου φαίνονται καθαρά η Ζάκυνθος και αμυδρά η Λευκάδα και οι κοντινές ακτές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Δυστυχώς, ύστερα από πυρκαγιά, η πλευρά του βουνού προς την πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά καμένη. Η άλλη πλευρά του Αίνου βρίσκεται προς την Πελοπόννησο και στους πρόποδές του είναι χτισμένο το όμορφο, παραδοσιακό χωριό Πυργί. Από εκείνη την πλευρά το βουνό είναι καλυμμένο με το σπάνιο και προστατευόμενο έλατο. Ο Αίνος, ένα μνημείο της φύσης, προσελκύει το ενδιαφέρον τόσο των τουριστών, όσο και των οικολόγων, που αγωνίζονται να μείνει ζωντανός και να αναπαραχθεί ξανά στο μέγιστο βαθμό ο φυσικός πλούτος του βουνού που κοσμεί ολόκληρο το νησί.
Εθνικός δρυμός Σουνίου
Σούνιο (ή Κάβο κολώνες ή Καβοκολώνες) λέγεται το ακρωτήριο που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νομού Αττικής. Τα παράλια του είναι βραχώδη και απότομα. Υψώνεται σχεδόν κάθετα από την θάλασσα σε μεγάλο ύψος σχηματίζοντας στους πρόποδές του στα δυτικά μικρό όρμο που με ισθμό χωρίζεται από άλλον ανατολικό ορμίσκο. Το Σούνιο είναι γνωστό λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης του αλλά και εξαιτίας των ερειπίων του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα που βρίσκονται εκεί. Στα νεότερα χρόνια, η ευρύτερη περιοχή, λόγω της περιβαλλοντικής αξίας της, ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός. Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Σούνιο γίνεται από τον Όμηρο, που τον αποκαλούσε «Σούνιον ιερόν» (Οδύσσεια ΙΙΙ, 278). Αναφέρει ότι εκεί ο Μενέλαος, στο ταξίδι της επιστροφής από τη Τροία, σταμάτησε για να θάψει τον καπετάνιο του πλοίου τον Φρόντη. Μαρτυρίες δίνουν επίσης: ο Σοφοκλής (Αίας 1235), ο Ευριπίδης (Κύκλωπες 292), ο Παυσανίας (Ι, 1) και ο Βιτρούβιος (IV 7). Στη αρχαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε πολύ το ιερό, κάτι που αποδεικνύεται από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί. Βρέθηκαν 3 από αυτούς, που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνη τη περίοδο φαίνεται κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε χαμηλότερο γειτονικό λόφο. Η κατασκευή του πώρινου ναού του Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών πολέμων. Ένας μικρός ναός του Ποσειδώνα, κτίστηκε λίγο αργότερα, προσωρινά για να καλύπτει τις ανάγκες της λατρείας. Το 444 π.Χ. οι Αθηναίοι έκτισαν τον νεότερο ναό του Ποσειδώνα. Το Σούνιο οχυρώθηκε το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για να προστατεύονται τα σιτοφόρα που περνούσαν από εκεί (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρείτο το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης (Περί Στεφάνου, 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ., ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο είχε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους. Το οχυρό αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας, που όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ. Το 265 π.Χ., ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου, έκτισε στην απέναντι νησίδα (σημερινή Πάτροκλος) επίσης ισχυρό φρούριο, με τη φρουρά του οποίου ο Αντίγονος Γονατάς επιτέθηκε στο Σούνιο το 263 π.Χ. Η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε στην επίθεση του Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά, το 260 π.Χ., το οχυρό έπεσε και μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε ξανά εκεί. Το φρούριο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους, το 229 π.Χ., όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν 1.000 επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου. Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι τη Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99). Ο αρχαίος οικισμός του Σουνίου ήταν παραλιακός συνοικισμός στο δυτικό όρμο, και ο κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε αρχικά στη Λεοντίδα φυλή και αργότερα, από το 200 π.Χ., στην Ατταλίδα φυλή. Ο Εθνικός Δρυμός τού Σουνίου ιδρύθηκε το 1974, έχει έκταση πυρήνα 750 εκτάρια. Επίσης έχει επέκταση περιφερειακής ζώνης 2.750 εκτάρια.
Εθνικός δρυμός Οίτης
Η Οίτη (παλαιότερη ονομασία Καταβόθρα) είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας και καταλαμβάνει τμήμα των νομών Φθιώτιδας και Φωκίδας. Στα νότια συνδέεται με τη Γκιώνα, δυτικά με τα Βαρδούσια και ανατολικά με το Καλλίδρομο, ενώ το όριο της στα βόρεια είναι η κοιλάδα του Σπερχειού. Από την Οίτη πηγάζουν ο Μόρνος και ο Γοργοπόταμος. Σημαντικά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες της Οίτης είναι η Παύλιανη, η Υπάτη και το Μαυρολιθάρι. Η ψηλότερη κορυφή της, ο Πύργος, έχει υψόμετρο 2.152 μ. Άλλες κορυφές της Οίτης είναι το Γρεβενό (2.114 μ.), ορατό από τη Λαμία και την κοιλάδα του Σπερχειού, το Σέμπι (2.091 μ.), η Αλύκαινα ή Αλουμπόραχη (2.052 μ.) και τα Δύο Βουνά (1.615 μ.). Αναβάσεις προς τις κορυφές της Οίτης πραγματοποιούνται από την Υπάτη και την Παύλιανη. Όμως, τους καλοκαιρινούς μήνες τα ψηλότερα σημεία του βουνού είναι προσβάσιμα από δασικούς δρόμους. Η περιοχή της Οίτης είναι ανακηρυγμένος Εθνικός δρυμός και είναι από τους ομορφότερους της Ελλάδας. Είναι κατάφυτη από έλατα που ανήκουν στο είδος της κεφαλληνιακής ελάτης. Επίσης υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από πλατύφυλλα, όπως πλατάνια, σφεντάμια, προύνοι, ιτιές κλπ. Στη βόρεια πλευρά του βουνού συναντάται και μία μικρή συστάδα από μαυρόπευκα, είδος αρκετά σπάνιο για τη νότια Ελλάδα. Σε χαμηλότερα υψόμετρα υπάρχουν πυκνοί θάμνοι από σκληρόφυλλα είδη, όπως πουρνάρι, αριά, κουμαριά, πικροδάφνη κλπ. ενώ σε μεγάλα υψόμετρα υπάρχει πλούσια υποαλπική βλάστηση. Φυλλοβόλες βελανιδιές συναντώνται σε υψόμετρο γύρω στα 800 μ. Η πανίδα της Οίτης είναι πλούσια και περιλαμβάνει ευρέως διαδεδομένα είδη, καθώς και μικρούς πληθυσμούς λύκου, αγριόγιδου και ζαρκαδιού. Από το 2003 αναφέρεται η σποραδική παρουσία αρκούδας. Στην Οίτη, στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού, υπάρχει καταφύγιο του ορειβατικού συλλόγου Λαμίας. Κατά τη μυθολογία, σε μια κορυφή της Οίτης, που λέγεται «Πυρά», κάηκε σε μεγάλη φωτιά ο Ηρακλής, για να γλιτώσει από το χιτώνα της Δηιάνειρας. Κατά την αρχαιότητα στα νότια της Οίτης βρισκόταν η αρχαία Δωρίδα, ενώ στη βόρεια πλευρά της ζούσαν οι Οιταίοι, οι Αινιάνες και οι Μαλιείς.
Εθνικός δρυμός Λευκών Ορέων (Σαμαριάς)
Το φαράγγι της Σαμαριάς βρίσκεται στην Κρήτη, στο νομό Χανίων. Με μήκος 18 χλμ. είναι το μεγαλύτερο σε μήκος φαράγγι της Ευρώπης. Είναι Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας από το 1962 και φιλοξενεί πολλά ενδημικά είδη πουλιών και ζώων, το πιο γνωστό από τα οποία είναι ο κρητικός αίγαγρος, γνωστός και σαν κρι-κρι. Το όνομά του το πήρε από το εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό της Σαμαριάς, που με τη σειρά του οφείλει το όνομα στην εκκλησία της Οσίας Μαρίας. Κατά την Τουρκοκρατία αποτέλεσε κρησφύγετο επαναστατών και του τοπικού πληθυσμού.
Εθνικός δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα)
Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου, γνωστός κι ως Βάλια Κάλντα, είναι ένας από τους πιο σπουδαίους δρυμούς της χώρας, που ιδρύθηκε το 1966. Βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσπρόσιτη περιοχή στο βόρειο τμήμα της οροσειράς της Πίνδου, στα όρια μεταξύ των νομών Γρεβενών και Ιωαννίνων, βόρεια του Μετσόβου και περιφερειακά βρίσκονται τα χωριά Βωβούσα, Περιβόλι, Κρανιά Γρεβενών και Μηλέα Γρεβενών. Η συνολική του έκταση φτάνει τα 68.990 στρέμματα, από τα οποία 33.490 ανήκουν στον πυρήνα και 35.500 στην περιφερειακή ζώνη προστασίας. Ο πυρήνας του δρυμού καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας της Βάλια Κάλντα (βλάχικη λέξη και σημαίνει «ζεστή κοιλάδα», που πήρε το όνομά της κατ’ ευφημισμό, καθώς αποτελεί μία από τις πιο κρύες και υγρές περιοχές της Ελλάδας) και του Αρκουδορέματος καθώς και τα βουνά Λύγκος και Μαυροβούνι (Φλέγκα 2.159 μ.) μέχρι τις κορυφές του βουνού Αυγό (2.177 μ.). Χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την ποικιλία μορφολογικών αντιθέσεων με απότομους γκρεμούς και ορμητικούς χείμαρρους, καθώς και πυκνά δάση. Η περιοχή αποτελεί καταφύγιο για την καφέ αρκούδα, τον λύκο και το αγριόγιδο. Δεν υπάρχουν οικισμοί μέσα στα όρια της προστατευόμενης περιοχής. Οι πλαγιές των γύρω κορυφών, μέρος της οροσειράς Λύγκος, σχηματίζουν ένα πέταλο γύρω από την κοιλάδα, αφήνοντας ένα άνοιγμα προς τη δύση. Αρκετές κορυφές φτάνουν σε υψόμετρο πάνω από 2000 μέτρα. Στο δρυμό ανήκουν και τα δύο μικρά ορεινά ρέματα, ο Σαλατούρας και το Ζεστό ρέμα, που ενώνονται με το Αρκουδόρεμα, τον ορμητικό παραπόταμο του Αώου. Η γεωλογική συγκρότηση του δρυμού αποτελείται από πετρώματα της ομάδας του φλύσχη με αρκετό οφείτη, γαύρο, ασβεστόλιθο και δολομίτη με κυρίαρχη εμφάνιση του σερπεντίνη. Τα εδάφη του δρυμού σχηματίστηκαν από την αποσάθρωση του περιδοτίτη και του σερπεντίνη. Είναι αργιλώδους, αργιλοπηλώδους υφής, όξινης χημικής αντίδρασης και πλούσια σε μαγνήσιο και σίδηρο ενώ πολλές φορές περιέχουν τοξικές συγκεντρώσεις χρωμίου, νικελίου, μαγγανίου και αλουμινίου. Το κλίμα είναι ορεινό-μεσογειακό από τα πλουσιότερα στην Ελλάδα σε κατακρημνίσματα και χιονοπτώσεις. Τα καλοκαίρια είναι δροσερά με αρκετές τοπικές βροχές. Η νέφωση είναι υψηλή και οι παγετοί συνηθισμένοι από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο, ενώ το χιόνι καλύπτει τον δρυμό 7 με 8 μήνες το χρόνο. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό και εκτός από την ποικιλία μορφολογικών και βλαστητικών χαρακτηριστικών, τονίζεται ακόμη από τεράστιους γκρεμούς και ορμητικά ρέματα. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διαβίωση μιας τεράστιας ποικιλίας ειδών από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο. Καλύπτεται από πυκνά δάση μαύρης - λευκόδερμης πεύκης και οξιάς και αποτελεί καταφύγιο για πολλά είδη πουλιών, ανάμεσα στα οποία είναι και μερικά σπάνια αρπακτικά (γύπας, βασιλαετός) και μεγάλα θηλαστικά (αρκούδα, αγριόγιδο, ζαρκάδι) που έχουν εξαφανισθεί από τις περισσότερες περιοχές της χώρας. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό βιότοπο της χώρας μας για την καφετιά αρκούδα. Ο δρυμός της Πίνδου σαν γενική διαπίστωση Ελλήνων και ξένων ειδικών, χαρακτηρίζεται μοναδικός από βιολογική, οικολογική κι ερευνητική άποψη. Συνδυάζει το αισθητικό τοπίο μεγάλης αξίας, τον βιότοπο με μεγάλη ποικιλότητα χλωρίδας και πανίδας, πολυποίκιλη γεωμορφολογική σύνθεση, αισθητικότητα και μοναδικότητα σε εθνική κι ευρωπαϊκή κλίμακα. Με μια πρώτη διερεύνηση, καταμετρήθηκαν 30 είδη δέντρων και θάμνων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, 120 είδη ποώδους βλάστησης με χαρακτηριστικό την εμφάνιση του ενδημικού είδους Centaurea vlachorum και 18 είδη ορχεοειδών. Η αξία της περιοχής της Βάλια Κάλντα και η ανάγκη για την προστασία της έχει αναγνωρισθεί και σε πανευρωπαϊκή κλίμακα με την ένταξη της στο δίκτυο των ιδιαίτερα προστατευόμενων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα πρόσφατα η ίδια περιοχή έχει ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα που χρηματοδοτεί η Ε.Ε. για τη λήψη των επειγουσών μέτρων για την προστασία και την ορθολογική διαχείριση των πληθυσμών της καφετιάς αρκούδας στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Εθνικός δρυμός Πρεσπών
Οι Πρέσπες είναι δύο λίμνες στο ΒΔ άκρο της Ελλάδας. Η Μεγάλη Πρέσπα χωρίζεται ανάμεσα στην Ελλάδα, την Π.Γ.Δ.Μ, και την Αλβανία. Η Μικρή Πρέσπα βρίσκεται κυρίως στη Ελλάδα, ενώ ένα μικρό τμήμα στα δυτικά της ανήκει στην Αλβανία. Η λεκάνη των Πρεσπών σχηματίστηκε από τεκτονικές υφέσεις πιθανότατα στη διάρκεια της Τριτογενούς γεωλογικής εποχής. Αρχικά δημιουργήθηκε μια μόνο λίμνη, η Πρέσπα, στη συνέχεια όμως, κατά τις τελευταίες δεκάδες χιλιάδες χρόνια, οι εναποθέσεις του ρύακα που περνάει από την κοιλάδα του Αγίου Γερμανού σε συνδυασμό με τη δράση των νερών της λίμνης, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια αμμώδη λωρίδα γης που διαχώρισε ένα ρηχό βραχίονα της Πρέσπας, δημιουργώντας τη Μικρή Πρέσπα. Έτσι, οι δύο λίμνες διαχωρίζονται από μια αβαθή λωρίδα αμμώδους γης, μήκους περίπου 4 χλμ. και πλάτους 200-1.000 μ. Ο εθνικός δρυμός Πρεσπών δημιουργήθηκε το 1974. Προστατεύεται από ελληνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις, ενώ η μικρή Πρέσπα προστατεύεται και από τη συνθήκη Ramsar ως μοναδικός υγροβιότοπος. Το 1991 δημιουργήθηκε η Εταιρία Προστασίας Πρεσπών, με τη βοήθεια της WWF, που στήριξε τις προσπάθειες του τοπικού πληθυσμού να αναδείξουν και να προστατέψουν το φυσικό πλούτο της περιοχής τους. Στις Πρέσπες μπορούμε να βρούμε πάνω από 1.500 είδη φυτών και μια συστάδα υπεραιωνόβιων βουνοκυπάρισσων. Όσον αφορά την πτηνοπανίδα σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των πελεκάνων και συγκεκριμένα του αργυροπελεκάνου που θεωρείται αρκετά σπάνιο είδος παγκοσμίως. Το μικρό νησί της Μικρής Πρέσπας, ο Άγιος Αχίλλειος, είναι εδώ και χρόνια το κέντρο των εκδηλώσεων «Πρέσπεια» με σημαντικές συναυλίες. Αρχικά η προσέλευση του κόσμου στο νησί γινόταν με βάρκες και τη βοήθεια του στρατού, τα τελευταία όμως χρόνια έχει δημιουργηθεί γέφυρα και η προσέλευση είναι πιο εύκολη. Φυσικά η γέφυρα είναι σημαντικότερη για τους ίδιους τους κατοίκους του νησιού, που πλέον δεν νιώθουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο νομό, μιας και η πρόσβαση με βάρκα το χειμώνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Στο νησί του Αγίου Αχιλλείου υπάρχουν αρχαιολογικά, καθώς και βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία, με σημαντικότερη τη βασιλική εκκλησία του 10ου αιώνα.
Εθνικός δρυμός Βίκου-Αώου
Είναι μια περιοχή προστατευόμενου φυσικού πλούτου, βόρεια της πόλης των Ιωαννίνων, στο Ζαγόρι της Ηπείρου. Ανακηρύχτηκε επίσημα Εθνικός Δρυμός το 1973 και συνορεύει ΒΑ με τον Εθνικό Δρυμό Πίνδου-Βάλια Κάλντα. Η περιοχή έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 και διακρίνεται για τις εναλλαγές στο φυσικό τοπίο, όπου κατάφυτες πυκνές εκτάσεις αλληλοδιαδέχονται απότομους γκρεμούς. Η περιοχή Βίκου-Αώου περιλαμβάνει το φαράγγι του Βίκου (τον πυρήνα του δρυμού), καθώς και τμήμα της οροσειράς της Τύμφης, τη χαράδρα του Αώου και μία σειρά από παραδοσιακά διατηρημένους οικισμούς. Έχει ονομαστεί και «Δρυμός των μεγάλων κορυφών», λόγω των απότομων και ψηλών κορυφών της περιοχής, με ψηλότερη αυτήν της Γκαμήλας (2.497 μ.) στην Τύμφη. Έχει έκταση 122.250 στρεμμάτων, από τα οποία τα 34.120 είναι ο κύριος πυρήνας του. Η περιοχή περιλαμβάνει ένα πολύ σπάνιο και ευαίσθητο οικοσύστημα, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται καμία ανθρώπινη δραστηριότητα (που έχει σχέση με κτηνοτροφία και η υλοτομία), εκτός από αυτές που σχετίζονται με την περιήγηση και την αναψυχή, στη διάρκεια της ημέρας. Στα δυτικά του δρυμού βρίσκεται η χαράδρα του Βίκου που διασχίζει το δυτικό και κεντρικό Ζαγόρι, ξεκινώντας βόρεια του χωριού Βίκος και καταλήγοντας ΝΑ στα χωριά Κουκούλι και Κήποι. Το φαράγγι είναι υδατογενές, εκτείνεται σε μήκος 12 χλμ. κι έχει γραφεί στο βιβλίο Γκίνες ως το φαράγγι με το μικρότερο άνοιγμα παγκοσμίως, καθώς με βάθος πάνω από 1.000 μ. είναι το βαθύτερο φαράγγι του πλανήτη. Το πλάτος του ποικίλλει από 100-1.000 μ. Ο Βοϊδομάτης (παραπόταμος του Αώου), που διατρέχει το φαράγγι, έχει νερό μόνο εποχιακά. Τα φαράγγι δημιουργήθηκε από έντονες γεωλογικές ανακατατάξεις και η χλωρίδα που συναντάται εκεί είναι ιδιαίτερα μεγάλης ποικιλίας. Στο Μονοδένδρι βρίσκεται και το «πέτρινο δάσος», ένα σύνολο τεράστιων βράχων που ορθώνονται σαν απότομα δέντρα, με αλλεπάλληλα στρώματα πέτρας. Ο ποταμός Αώος, στο βόρειο τμήμα του δρυμού, διασχίζει ιδιαίτερα πυκνή βλάστηση. Το μήκος της χαράδρας του είναι συνολικά 8 χλμ. και το πλάτος της κυμαίνεται από 300 μ. ως 2,5 χλμ. Η μεγάλη μονότοξη γέφυρα του Αώου (1780), είναι χαρακτηριστική και σηματοδοτεί το βόρειο σύνορο του δρυμού. Στις δυτικές πλαγιές της Τύμφης (λέγεται και «Γκαμήλα» από τους ντόπιους) βρίσκονται οι παραδοσιακοί οικισμοί Μικρό και Μεγάλο Πάπιγκο. Ακριβώς πάνω από το Μικρό Πάπιγκο δεσπόζουν οι «Πύργοι της Αστράκας», πελώριοι επιβλητικοί βράχοι. Στην περιοχή βρίσκεται πλήθος λιμνών διαφόρων μεγεθών, με μεγαλύτερη τη Δρακόλιμνη, σε υψόμετρο 2.050 μ. Είναι μια αλπική λίμνη που δημιουργήθηκε από τους παγετώνες που υπήρχαν στη περιοχή πριν από 10.000 χρόνια και το βάθος της δεν ξεπερνά τα 5 μ. Δεξιά κι αριστερά της Δρακόλιμνης ορθώνονται οι κορυφές Αστράκας (2.436 μ.) και Γκαμήλα (2.497μ.). Η πανίδα της περιοχής είναι αξιοπρόσεκτη: εδώ ζει και ο αλπικός Τρίτωνας, ένα σπάνιο είδος αμφίβιου (με μορφή πολύχρωμου ιγκουάνα), που δεν συναντάται αλλού στην Ελλάδα. Το ορειβατικό καταφύγιο Τύμφης βρίσκεται σε ύψος 1.950 μ., κάτω και βόρεια της κορυφής της Αστράκας. Από τα περίτεχνα χτισμένα πέτρινα τοξωτά γεφύρια ενδεικτικά είναι αυτό το Κόκκορου και του Πλακίδα (ή Καλογερικό), που είναι και το μοναδικό τρίτοξο. Η περιοχή αποτελεί καταφύγιο για μεγάλο πλήθος φυτών και βοτάνων. Έχουν καταγραφεί πάνω από 1.700 είδη και υποείδη φυτικών ειδών, ενδεικτικά υπάρχουν 18 είδη γερανιού, 43 τριφυλλιού και 14 είδη από καμπανούλες. Τουλάχιστον 50 είδη δασικών δέντρων και θάμνων έχουν καταγραφεί στα όρια του δρυμού. Ενδημικά σπάνια στην Ελλάδα είδη φυτών φύονται και προσελκύουν το ενδιαφέρον επιστημόνων παγκοσμίως. Τα πυκνά δάση του δρυμού αποτελούντα από ιτιές, μεγάλα σε μέγεθος και ηλικία πλατάνια, οξιές και λεύκες. Σε μεγαλύτερο υψόμετρο κυριαρχούν δρυς και βελανιδιές. Στην πανίδα του δρυμού περιλαμβάνονται 24 είδη θηλαστικών, πολλά από τα οποία είναι υπό εξαφάνιση: αρκούδες, λύκοι, ζαρκάδια, αγριόγιδα, αγριογούρουνα, λίγκες, κουνάβια. Επίσης ζουν 133 είδη πτηνών, όπως διάφορα αρπακτικά: αετοί, γύπες, γεράκια και ορισμένα είδη ψαριών. Στην Τύμφη υπάρχουν πολλά βάραθρα που προέκυψαν από την κατάπτωση της οροφής υπόγειων σπηλαίων. Το μεγαλύτερο είναι αυτό της «Προβατίνας» με βάθος 451 μ. (το τρίτο μεγαλύτερο παγκοσμίως). Η σταδιακή εγκατάλειψη των καλλιεργειών και η αστυφιλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα την ανόρθωση του δασικού οικοσυστήματος στον Εθνικό Δρυμό. Όμως, με την εντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη διάνοιξη δρόμων, την εντατική υλοτομία και την κακή διαχείριση των υδάτινων πόρων, αυτή η πορεία έχει ανακοπεί σχετικά, όχι όμως σε σημείο που να απειλείται η ισορροπία του οικοσυστήματος. Η περιοχή ενδείκνυται για πεζοπορία και ορειβασία, που δίνουν την ευκαιρία για μοναδική επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Οι αθλητικές ενασχολήσεις που σχετίζονται με τη φύση και είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες στην περιοχή του δρυμού είναι κυρίως: καγιάκ, ράφτινγκ, πολύωρη ανάβαση στης κορυφές της περιοχής. Οι πιο πολυσύχναστες ορειβατικές διαδρομές βρίσκονται σε εξής σημεία: Γκαμήλα, Δρακόλιμνη, Βίκο, Κοζιακό, Κούστα, Τσούκα Ρόσα, Αβγό και στα σηματοδοτημένα μονοπάτια με τον κωδικό Ζ, που ενώνουν τους οικισμούς του Ζαγορίου. Επίσης, υπάρχει δυνατότητα για παραπέντε στους Ασπραγγέλους, ιππασία στα Κάτω Πεδινά, κανό στο φαράγγι του Βίκου καγιάκ και ράφτινγκ στο Βοϊδομάτη, τον Αώο, τον Βάρδα και τον Ζαγορίτικο. Η περιοχή φιλοξενεί δύο ορειβατικά καταφύγια, στην Γκαμήλα και στη Βωβούσα. Καταλύματα υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα χωριά της περιοχής.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.