Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

(Μέρος 1ο) Κ 2ο Σπουδή θανάτου

Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 1: Αττική  λήκυθος λευκού βάθους του 5ου αι. π.Χ. Ερμής Ψυχοπομπός και Χάρων στη βάρκα του. Ο Χάρων φορά καπέλλο «εργασίας» και κοντό χιτώνα των χειρωνάκτων με ελεύθερο τον ένα ώμο (εξωμίδα), για να μην εμποδίζονται οι κινήσεις του στην κωπηλασία. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα. Βλ. Ν. Καλτσάς, Το Εθνικό Αρχαιολ. Μουσείο, (e-book Iδρύματος Λάτση),, σελ. 298-9. http://www.latsis-foundation.org/ell/electronic-library/the-museum-cycle/to-ethniko-arxaiologiko-mouseio 
Από ένα αφιέρωμα στο θάνατο δεν μπορούν να απουσιάζουν οι «Νεκρικοί Διάλογοι» του Λουκιανού (1)


της Βασιλικής Χριστοπούλου, Αρχαιολόγος


Πρόκειται για τριάντα διαλόγους νεκρών που βρίσκονται στον Άδη. Ανάμεσά τους είναι ομηρικοί ήρωες, ο Μ. Αλέξανδρος και ο φιλόσοφος Μένιππος (2). Κεντρικό θέμα των διαλόγων είναι ο πρόσκαιρος ανθρώπινος βίος, η φευγαλέα ευτυχία του, η ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων και ο θάνατος που προσφέρει μια πιο ισότιμη ζωή στον Κάτω κόσμο.

Ο διάλογος που ακολουθεί διεξάγεται ανάμεσα στον Χάρωνα και τον κυνικό φιλόσοφο Μένιππο, ενώ συμμετέχει και ο Ερμής. Ο Μένιππος πιστός στις απόψεις του για μια λιτή ζωή, ακόμα και την ώρα του περάσματός του στον Κάτω Κόσμο, πένης ων, δεν έχει να πληρώσει στον πορθμέα Χάρωνα τον οβολό (3) για τη νεκρική διαδρομή. Μάλιστα, διακωμωδεί και το θέσφατο αυτό. Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι σοβαρό. Τι θα κάνει ο Χάρων;

Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 2: Αττική λήκυθος λευκού βάθους του ζωγράφου του Sabouroff, Metropolitan Museum of Art, New York, αρ. ευρ. 21.88.17 (Beazley Archive no. 212345). O Eρμής Ψυχοπομπός με κηρύκειο (το σύμβολό του) οδηγεί τη σκιά ενός νέου στη βάρκα του Χάρωνα.
Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 3: Πορτραίτο του Λουκιανού του 17ου αι. (υποθετική απεικόνιση)

Λουκιανός 231. Νεκρικοί διάλογοι

ΧΑΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΥ   (αρχαίο κείμενο)

[2.1] ΧΑΡΩΝ 
ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα. 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
βόα, εἰ τοῦτό σοι, ὦ Χάρων, ἥδιον. 

ΧΑΡΩΝ 
ἀπόδος, φημί, ἀνθ᾽ ὧν σε διεπορθμευσάμην. 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος (4)

ΧΑΡΩΝ 
ἔστι δέ τις ὀβολὸν μὴ ἔχων; 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
εἰ μὲν καὶ ἄλλος τις οὐκ οἶδα, ἐγὼ δ᾽ οὐκ ἔχω. 

ΧΑΡΩΝ 
καὶ μὴν ἄγξω σε νὴ τὸν Πλούτωνα, ὦ μιαρέ, ἢν μὴ ἀποδῷς. 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
καὶ μὴν τῷ ξύλῳ σου πατάξας διαλύσω τὸ κρανίον. 

ΧΑΡΩΝ 
μάτην οὖν ἔσῃ πεπλευκὼς τοσοῦτον πλοῦν; 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
ὁ Ἑρμῆς ὑπὲρ ἐμοῦ σοι ἀποδότω, ὅς με παρέδωκέ σοι (5).



[2.2] ΕΡΜΗΣ 
νὴ Δί᾽ ὀναίμην, εἰ μέλλω γε καὶ ὑπερεκτίνειν τῶν νεκρῶν. 

ΧΑΡΩΝ 
οὐκ ἀποστήσομαί σου. 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις; 

ΧΑΡΩΝ 
σὺ δ᾽ οὐκ ᾔδεις κομίζειν δέον; 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
ᾔδειν μέν, οὐκ εἶχον δέ. τί οὖν; ἐχρῆν διὰ τοῦτο μὴ ἀποθανεῖν; 

ΧΑΡΩΝ 
μόνος οὖν αὐχήσεις προῖκα πεπλευκέναι; 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
οὐ προῖκα, ὦ βέλτιστε· καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν. 

ΧΑΡΩΝ 
οὐδὲν ταῦτα πρὸς τὰ πορθμεῖα· τὸν ὀβολὸν ἀποδοῦναί σε δεῖ· οὐ γὰρ θέμις ἄλλως γενέσθαι.

[2.3] ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
οὐκοῦν ἄπαγέ με αὖθις εἰς τὸν βίον. 

ΧΑΡΩΝ 
χάριέν γε λέγεις, ἵνα καὶ πληγὰς ἐπὶ τούτῳ παρὰ τοῦ Αἰακοῦ προσλάβω (6)

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
μὴ ἐνόχλει οὖν. 

ΧΑΡΩΝ 
δεῖξον τί ἐν τῇ πήρᾳ ἔχεις. 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
θέρμους, εἰ θέλεις, καὶ τῆς Ἑκάτης τὸ δεῖπνον (7)

ΧΑΡΩΝ 
πόθεν τοῦτον ἡμῖν, ὦ Ἑρμῆ, τὸν κύνα ἤγαγες; οἷα δὲ καὶ ἐλάλει παρὰ τὸν πλοῦν τῶν ἐπιβατῶν ἁπάντων καταγελῶν καὶ ἐπισκώπτων καὶ μόνος ᾄδων οἰμωζόντων ἐκείνων

ΕΡΜΗΣ 
ἀγνοεῖς, ὦ Χάρων, ὅντινα ἄνδρα διεπόρθμευσας; ἐλεύθερον ἀκριβῶς. οὐδενὸς αὐτῷ μέλει. οὗτός ἐστιν ὁ Μένιππος. 

ΧΑΡΩΝ 
καὶ μὴν ἄν σε λάβω ποτέ— 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ 
ἂν λάβῃς, ὦ βέλτιστε· δὶς δὲ οὐκ ἂν λάβοις.

Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 4: Λήκυθος λευκού βάθους, περ. 450 π.Χ., του ζωγράφου του Θανάτου, στο Εθνικό Αρχαιολ. Μουσείο, Αθήνα. Ερμής Ψυχοπομπός με πέτασο (καπέλλο με φτερά) οδηγεί τη νεκρή στη βάρκα του Χάρωνα που περιμένει να την πάρει.
Μετάφραση Π. Μουλλά

ΧΑΡΩΝ
[1] Παλιοτόμαρο, πλήρωσέ μου τα ναύλα σου!

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Φώναζε όσο θέλεις, αν σ᾽ αρέσει!

ΧΑΡΩΝ
Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα από τη λίμνη!

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Δεν μπορείς να πάρεις από όποιον δεν έχει (4).

ΧΑΡΩΝ
Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει έστω και οβολό;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αν υπάρχει κι άλλος, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.

ΧΑΡΩΝ
Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, κάθαρμα, αν δεν πληρώσεις!

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Κι εγώ με τη μαγκούρα θα σου σπάσω το κεφάλι!

ΧΑΡΩΝ
Άδικα λοιπόν σου έχω κάνει τέτοιο ταξίδι;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Να σε πληρώσει για λογαριασμό μου ο Ερμής! Αυτός με παράδωσε σε σένα (5).

ΕΡΜΗΣ
[2] Τώρα μάλιστα, σώθηκα! Να πληρώνω και για τους νεκρούς!

ΧΑΡΩΝ
Εγώ πάντως δεν σ᾽ αφήνω.



ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ωραία. Τράβα και τη βάρκα σου στη στεριά, και περίμενε όσο θέλεις!
Τι να σου δώσω, αφού δεν έχω πεντάρα;

ΧΑΡΩΝ
Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις τα ναύλα σου μαζί σου;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι ύστερα; Έπρεπε γι᾽ αυτό να μην πεθάνω;

ΧΑΡΩΝ
Εσύ μόνο λοιπόν θα καυχιέσαι πώς πέρασες τζάμπα;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Καθόλου τζάμπα, φίλε μου. Και νερό από τη βάρκα έβγαλα, και κουπί τράβηξα και, στο κάτω κάτω, ήμουν ο μόνος από τους επιβάτες που δεν έκλαιγα!

ΧΑΡΩΝ
Αυτά δεν είναι πληρωμή. Πρέπει να δώσεις τον οβολό, είναι νόμος.
Δεν γίνεται αλλιώς.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[3] Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή.

ΧΑΡΩΝ
Αστείος που είσαι! Για να με ταράξει στο ξύλο ο Αιακός (6);

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Άσε με ήσυχο λοιπόν!

ΧΑΡΩΝ
Δείξε μου τι έχεις στο σακούλι.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Λούπινα, αν θέλεις, και δείπνο της Εκάτης (7).

ΧΑΡΩΝ
Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες αυτόν τον σκύλο; Τι λόγια έλεγε στο ταξίδι! Κορόιδευε και περιγελούσε όλους τους επιβάτες, κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε, όταν εκείνοι έκλαιγαν!

ΕΡΜΗΣ
Μα δεν ξέρεις, Χάρων, ποιον κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Αυτός δεν νοιάζεται για τίποτε. Είναι ο Μένιππος!

ΧΑΡΩΝ
Αχ, αν σε ξανάβρω κάποτε...

ΜΕΝΙΠΠΟΣ


Αν με ξανάβρεις!... Μα δεν πρόκειται να με πετύχεις για δεύτερη φορά!

Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 5: Αττική λήκυθος λευκού βάθους στο Ashmolean Museum, Oxford, αρ. ευρ. Oxford V547 (Beazley Archive no. 209342). Αποδίδεται στο ζωγράφο του Τύμβου, περ. 500-450 π.Χ. Ο Χάρων έχει προσαράξει τη βάρκα του στις καλαμιές του Αχέροντα. Η σκιά ενός νέου στην όχθη (δε φαίνεται) περιμένει να επιβιβαστεί.
Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 6: Aποδίδεται στο ζωγράφο των Καλαμιών (Reed Painter, floruit, δηλαδή καλλιτεχνική ακμή του περ. ανάμεσα 420 π.Χ.-390 π.Χ.). Αττική λήκυθος (αγγείο για πολύτιμα έλαια) λευκού βάθους, του 420-400 π.Χ. Απεικονίζει νεκρή και Χάρωνα με καπέλλο, που περιμένει να την πάρει στη βάρκα του. RIDS museum- New York, αρ. ευρ. 25.082. 
Σπουδή θανάτου (Μέρος 1ο)
Εικόνα 7: Ρωμαϊκή επιτύμβια στήλη του 160-180 μ.Χ. στο Βρετ. Μουσείο. Σύμφωνα με την επιγραφή, ένας Ρωμαίος στρατιώτης, ο Άρης (αριστερά), πέθανε 29 ετών. Αφιέρωσε την πολεμική εξάρτυσή του στο θεό τού πολέμου,  Άρη. Αφήνοντάς τα όλα πίσω, πήγε σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει άλλο από σκοτάδι. 
----------------------------------------------------

(1) Λουκιανός =  Ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας, από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της Β’ σοφιστικής (περ. 125 - 180 μ.Χ.) Γεννήθηκε στα Σαμόσατα της Συρίας και παρότι καταγόταν από μη εύπορη οικογένεια, ταξίδεψε αρκετά και έλαβε καλή μόρφωση. Επηρεάστηκε από την πλατωνική, την επικούρεια και την κυνική φιλοσοφία. Έγραψε κυρίως σατιρικούς διαλόγους, αναμειγνύοντας πεζό με ποιητικό λόγο.

(2) Μένιππος = Έζησε τον 3ο αι. π.Χ. Γεννήθηκε στα Γάδαρα της Συρίας. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τη ζωή του. Λέγεται ότι ήταν απελεύθερος, απέκτησε περιουσία, την έχασε και κατόπιν αυτοκτόνησε.  Ήταν κυνικός φιλόσοφος, δηλαδή πρέσβευε την εγκράτεια χωρίς παρεκκλίσεις, την απλή ζωή στη φύση χωρίς βαρίδια, όπως τα πλούτη και το κυνήγι της δόξας, και σατιρικός συγγραφέας. Τα έργα του, τα οποία δεν σώζονται, επηρέασαν σημαντικά το Λουκιανό. 

(3) οβολός = διαδεδομένο ταφικό έθιμο στην αρχαιότητα ήταν η  τοποθέτηση ενός οβολού στο στόμα του νεκρού ως αμοιβή του Χάρωνα για το πέρασμα της Αχερουσίας λίμνης μέχρι το βασίλειο του Άδη. Ο οβολός είχε πολύ μικρή αξία.  Οι πιο πλούσιοι οικείοι και συγγενείς απέθεταν στα στόματα των νεκρών τους χρυσές δανάκες αντί οβολού για τον εξευμενισμό του Χάρωνα. 

(4) οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος = γνωστότατη φράση, τη χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα.

(5) Ερμής = είχε και την ιδιότητα του Ψυχοπομπού. Παρέδιδε τις ψυχές στο Χάρωνα.

(6) Αιακός = μαζί με τους Μίνωα και Ραδάμανθυ ήταν ένας από τους κριτές του Κάτω Κόσμου. Κρατούσε τα κλειδιά του Άδη.

(7) δείπνο της Εκάτης = τροφές και υπολείμματα θυσιών που αφήνονταν στο τέλος κάθε μήνα ως αναθήματα στα τρίστρατα, εκεί που υπήρχαν παρόδια αγάλματα και ιερά της Εκάτης, για το καλό του σπιτιού. Οι φτωχοί και οι επαίτες έτρωγαν τις τροφές αυτές, που ονομάζονταν Εκαταία δείπνα. Τα χριστιανικά βάρβαρα πιθανώς έλκουν την καταγωγή τους από τα Εκαταία δείπνα.

___________________________

Πηγές - πρόσθετες πληροφορίες:



  • ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ - Νεκρικοί Διάλογοι
  • Λουκιανός Σαμοσάτων
  • Χάρων
  • Β. Παπαϊωάννου, Λουκιανός «Ο μεγαλύτερος σατιρικός της αρχαιότητας», Θεσσαλονίκη 1976.
Βασιλική Χριστοπούλου, Αρχαιολόγος

http://anaskafi.blogspot.com/2017/04/1.html

Σπουδή θανάτου (Μέρος 2ο) - Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων


Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 1: Η κούκλα της Κοσσινίας. Tέλος 2ου αι. μ.Χ. Palazzo Massimo, Ρώμη.
Πεθαίνουν οι κούκλες; Σας ρωτάω. Πεθαίνουν; Τι είπατε; Όχι; Εμένα, πάντως, με παράχωσαν στον τάφο της Κοσσινίας, αφού έζησα μαζί της για 72 ολόκληρα χρόνια. Πέθανε εκείνη, φυλάκισαν και μένα μαζί της…

Με κοιτάτε όλο θαυμασμό τώρα στη γυάλα του μουσείου (1), ξανά φυλακισμένη, αλλά σας διαβεβαιώ: τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι…Θα σας πω την ιστορία μου, για να καταλάβετε.

Μ’ έφτιαξε στο εργαστήρι του ο κοροπλάθος Λίβων Μάξιμος (2), από αιγυπτιακό ελεφαντόδοντο φυσικά, πρώτης τάξεως υλικό, που σμίλευε βδομάδες ολόκληρες για να μου δώσει γυναικεία μορφή. Πιο πολύ δυσκολεύτηκε με το κεφάλι, το δούλεψε με το γλύφανο να είναι τα χαρακτηριστικά μου όμορφα και τα μαλλιά μου να μοιάζουν της Ιουλίας Δόμνας (3). Άντε μετά να βαθυσκάψει τ’ άκρα μου, να βάλει πείρους για να είναι κινητά, να λειάνει το στήθος και την ήβη μου, να προσέξει να δουλεύει παράλληλα με τα νερά μην κρακελάρω και ανοίξω!… Δεν πρόλαβε να με τελειώσει κι είχα κιόλας μοσχοπουληθεί, δώρο στην τρίχρονη Κοσσινία απ’ τον πλούσιο πατέρα της. 

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 2: Λεπτομέρειες από την κούκλα της Κοσσινίας.

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 3: Πορτραίτο της Ιουλίας Δόμνας με το χαρακτηριστικό χτένισμα.
Ήμουν τόσο ευτυχισμένη με την Κοσσινία! Να οι χιτώνες που μου φορούσε, να τα χρυσά κοσμήματα σε όλο το κορμί, να τα κροκί ιμάτια, οι κεφαλόδεσμοι… μια με έβαζε να κάθομαι δίπλα της, μια τρέχαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο στη μεγάλη βίλλα, μια πλαγιάζαμε μαζί σκεπασμένες ως το μέτωπο, γιατί φοβόμασταν τις σκιές στο ημίφως του λύχνου, μια ονειρευόμασταν ότι πετούσαμε πάνω απ’ την πόλη, μια κοροϊδεύαμε τους μεγάλους, που τους έσταζαν οι σάλτσες απ’ το στόμα, όπως τρώγανε μισοξαπλωμένοι στο δείπνο, μια φτύναμε κρυφά το φαϊ που δε μας άρεσε στο μεγάλο περιστύλιο, άλλοτε νανουρίζαμε η μία την άλλη, πάντα μα πάντα μαζί. Στο παιγνίδι, στις αταξίες, στον ύπνο αγκαλιά. Είπα αταξίες! Τι θυμήθηκα τώρα! Μια φορά με έβαλε πάνω στο λαράριο (4), τάχα μου δήθεν ότι ήταν το σπιτάκι μας, δε με στήριξε καλά και γω πέφτοντας παρέσυρα το θυμιατήρι δίπλα μου. Έπεσε κάτω, έσπασε και φάγαμε 10 γερές βακτήριες (5) ξυλιές στον πωπό απ’ τον πατέρα της, γιατί έλεγε ότι θύμωσαν οι Λάρες (6) πρόγονοί του! Εγώ, πάντως, δεν είδα κανένα θυμωμένο!

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 4: Υποθετική αναπαράσταση ρωμαϊκής οικίας με το λαράριο στο άτριο.
Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 5: Λαράριο από τη Villa Rustica στη θέση Carmiano
της πόλης Gragnano Καμπανίας, Ιταλία.
Την αγαπούσα την Κοσσινία. Πολύ. Και κείνη μ’ αγαπούσε άλλο τόσο… Η Κοσσινία δεν παντρεύτηκε ποτέ κι έτσι δε χρειάστηκε να με αποχωριστεί, όπως κάνουν όλες οι κοπέλες παραμονή του γάμου τους στη γνωστή διαβατήρια τελετή (7). Έγινε ιέρεια της θεάς Βέστα (8) και γω φυσικά την ακολούθησα στο ναό. Υπηρετήσαμε μαζί τη θεά 60 ολάκερα χρόνια, εκεί κλεισμένες να προσέχουμε μη σβήσει η ιερή φωτιά, να θυμιάζουμε, να ετοιμάζουμε τις θυσίες, να φροντίζουμε το ναό. Εγώ βέβαια δε φανερωνόμουν, γιατί δεν ήτανε σωστό. Την περίμενα στο δώμα να τελειώσει τις δουλειές και να κοιμηθούμε αγκαλιά το βράδυ, αφού μου διηγιότανε τα συμβάντα της μέρας της. 

Νομίζω γεράσαμε μαζί… Κάποια στιγμή δεν άντεξα. Όταν πέρασαν 30 χρόνια στο ναό, της είπα να φύγουμε, να γυρίσουμε στο σπίτι. Μπορούσαμε πια. Το χρέος της στη θεά είχε τελέψει. Δε μ’ άκουσε. 

- Και πού θα πάμε; Σε άδειο σπίτι; Οι γονείς μου πέθαναν εδώ και χρόνια. Άλλον δικό μου δε γνωρίζω. Άντρα, παιδιά δεν έχω. Κάτι μακροσυγγενείς μου ζουν που ούτε τους θυμάμαι… Πάψε και μη γκρινιάζεις. Εδώ είναι το σπίτι μας. Οι παρθένες ιέρειες πεθαίνουν στο ναό, είπε ξερά, και γω δεν ξαναμίλησα…

Στα 75 της πέθανε η Κοσσινία…στα χέρια μου ξεψύχησε ήρεμα και γλυκά, όπως κοιμόμασταν αγκαλιά. Νομίζω πως με γλυκοφίλησε στην τελευταία της ανάσα. Σηκώθηκα, την τράνταξα λίγο μήπως ξυπνήσει, αλλά του κάκου…

Πότε την ετοιμάσανε, τη νεκροστολίσανε, της κάμανε επικήδειο και τη θάψανε σε μεγαλοπρεπές κιβούρι ούτε το κατάλαβα! Εγώ πήγα να γυρίσω στο δώμα μας και σκεφτόμουν πως θα την επισκέπτομαι κάθε μέρα, θα της βάζω φρέσκα στεφανολούλουδα, θυμιατό, θα καθαρίζω τον τάφο απ’ τα ξερόχορτα, άλλωστε ποιος άλλος θα τη θυμόταν! … μέχρι να πω «Μηηηη» με βάλανε στον τάφο σιμά στο κεφάλι της για σύντροφο και προστάτη της νεκρής. Ίσως και ως αντίδωρο για το παιδί που δεν έκανε ποτέ.

Σκοτάδι. Σιγή. Υγρασία. Μια μαύρη τρύπα μας κατάπιε. Βουλιάζουμε. Κοσσινία μ’ ακούς; Κοσσινία μουουου! Τίποτα. Πέτρωσε.  Κουλουριάστηκα δίπλα της. 

Μια μέρα αιώνια πέρασε. Άνοιξαν τον τάφο. Κάποιοι άνθρωποι που δεν ξέρω. Επιστήμονες κι εργάτες λέει. Μια να με θαυμάζουν από δω, μια να με θαυμάζουν από κει, «βρεε σεις την Κοσσινία μου προσέξτε! Αφήστε την ήσυχη! Τι την σκαλίζετε;» Μπαα, δεν ακούγαν τίποτε αυτοί! Με τα πολλά, μη σας ζαλίζω, με στήσανε εδώ στη βιτρίνα του μουσείου, «στην προθήκη με τις κούκλες, να είναι όλες μαζί. Το ωραιότερο έκθεμά μας! Θα ξετρελαθούν οι επισκέπτες!» είπε μια αρχαιοτέτοια που έδινε διαταγές.

Ώχου κυρά μου! Ποιος σου είπε ότι εγώ θέλω να κάτσω με τις άλλες κούκλες; Αυτές δεν είναι σαν και μένα! Ούτε είχαν μια Κοσσινία να τις αγαπάει! Να, δες τούτη παραδίπλα. Η πλαγγόνα της Κρεπερείας Τρύφαινας (9). Σιγά τα ωά! Χοντρομπαλού και πλακουτσοπρόσωπη, απεριποίητη, χωρίς κοσμήματα, με κάτι χερούκλες νααα! και μαλλιά χτενισμένα σε αντωνίνειο στυλ (10), σαν λουριδωτός επίδεσμος σε σπασμένο πόδι!

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 6: Η πλαγγόνα της Κρεπερείας Τρύφαινας.
 2ος αι. μ.Χ.  Museum Montemartini Centrale. Ρώμη.
- Αν ξαναμιλήσεις έτσι για μένα Κοσσινιό-κουκλα, θα σε ξεμαλλιάσω! Η δική μου κυρά με διάλεξε, γιατί ήμουν η ωραιότερη! Η πρώτη πλαγγόνα στο μάκελλο (11)! Γυναίκα σωστή! Κοίτα καλοσχηματισμένα νύχια! Μη με κοιτάς τώρα που είμαι λίγο αφρόντιστη! Όταν με έπαιζε η Κρεπερεία Τρύφαινα, είχα τα πάντα! Τα καλύτερα ρούχα και κοσμήματα! Τ’ ακούτε σεις οι επισκέπτες; Εγώ δεν είμαι κούκλα του θανάτου. Δεν θέλω να είμαι! Είμαι απλώς άτυχη! Σαν την κυρά μου, την Κρεπερεία Τρύφαινα.

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 7: Λεπτομέρειες κεφαλής της πλαγγόνας της Κρεπερείας Τρύφαινας.

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 8: Λεπτομέρεια των χεριών της πλαγγόνας της Κρεπερείας Τρύφαινας.
Με είχε από παιδούλα και μεγαλώσαμε μαζί μέσα στα πλούτη και τις δόξες! Και να οι κώιες εσθήτες (12) και να τα πλουμιστά στολίδια, και να το ένα, να το άλλο! Τη λάτρευαν οι γονείς της, μοναχοπαίδι γαρ, και δεν της χαλούσαν χατήρι...Παιγνίδι, ανεμελιά, χαζολογητό… μέχρι τα 16 της. Τότε, είχε έρθει πια ο καιρός να παντρευτεί και ο πατέρας της αποφάσισε να πάρει τον Φίλητο, ένα καλό παιδί, γιο του φίλου του Τέρτιου Μάξιμου (13). Οι δυο πατέρες τα συζήτησαν, τ’ αποφασίσανε, τόσα τα προικοσυμπράγκαλα, τόσα τα χρυσά και τα κτήματα, όλα έκλεισαν, χαρές πολλές! Η Κρεπερεία χαρούμενη επίσης! Θα γινόταν γυναίκα και μάνα! Πλήρης καταξίωση! Και πόσο τό ’θελε! Και ο Φίλητος έμαθε ήταν ωραίο παλικάρι!

Και να η ατυχία που σας έλεγα! Μέχρι να γίνει ο γάμος, ο Φίλητος έφυγε άρον άρον σ’ εκστρατεία! Ίσα που πρόλαβε η έρμη η Κρεπερεία– με την άδεια του πατέρα της βέβαια- να τον δει και να δεχθεί απ’ αυτόν δώρο ενθύμησης και γυρισμού ένα δαχτυλίδι με σκαλισμένο πάνω τ’ όνομά του…

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 9: Το χρυσό δακτυλίδι του Φίλητου.
Δυο χρόνια πέρασαν. Περίμενε με λαχτάρα η κυρά μου την επιστροφή του Φίλητου… και πράγματι γύρισε! 

- ΄Ελα, μου είπε τότε η Κρεπερεία, ετοιμάσου να σε πάω στο ναό της Αφροδίτης. Θα σε αφήσω ανάθημα στη θεά, μαζί με τ’ αλλα τα παιγνίδια μου. Πάει η εποχή των παιδικάτων! Θα γίνω γυναίκα τώρα!

Δεν έγινε… απόσωσε τη φράση κι έμεινε εκεί ακούνητη να με κοιτά με μάτια ανοικτά και βλέμμα κενό… Θρήνος στο σπίτι. Αντί για γάμου στέφανα, στεφάνια νεκρικά και αντί για κρεβάτι νυφικό, μαρμαρένια σαρκοφάγος. Απόξω σκαλισμένοι στο κιβούρι, η μάνα και ο πατέρας της να τη φυλάνε… μαζί με τη νεκρή και γω, δίπλα της με το δακτυλίδι του Φίλητου στον αντίχειρα… και τα παιγνίδια της, πολλά χρυσά θυμήματα, όλες, όλα… σύντροφοι σιωπηλοί στο θάνατο… 

Οι κούκλες του θανάτου: μονόλογοι πλαγγόνων
Εικόνα 10: η κούκλα της Grottarossa. Μέσα του 2ου αι. μ.Χ.
Museo Νazionale Romano di Palazzo Massimo. Ρώμη
-Εσείς ζήσατε έτσι ή αλλιώς! Εγώ, η κούκλα της Grottarossa (14), τι να πω η δόλια! Ακούστε καλοί μου επισκέπτες και τη δική μου ιστορία! Μοναχά 7 χρόνια έζησα με την κυρά μου… Δεν προλάβαμε να χαρούμε… Λίγο που δεν ήθελε να τρώει, λίγο η πνευμονία που τη βρήκε άξαφνα, λίγο ο εξασθενημένος της οργανισμός… φυματίωση… έφυγε ξαφνικά στα 8 της χρόνια. Λουλούδι του κήπου που κόπηκε άτσαλα, τσάκισε ο μίσχος κι έγειραν τα φύλλα… Τη θυμάμαι πάντα θλιμμένη να κάθεται στην πισίνα με μένα σφιχτά στην αγκαλιά της και να χαζεύει τα πολύχρωμα ψαράκια. Ανάσα δεν έπαιρνα! Τόσο σφιχτά με κρατούσε! Και ούτε μιλούσε πολύ… ούτε ζητούσε κάτι… λες κι ένιωθε το θάνατο που ερχόταν… λες κι ένιωθε το μάταιο.

Ούτε να πεθάνει κανονικά δεν μπόρεσε! Την ταρίχευσαν οι γονείς της. Από αγάπη. Από αγάπη γίνονται όλα!  Έμεινε άλιωτο το λιπόσαρκο κορμάκι κάτω απ’ το λεπτό μεταξωτό χιτώνα, να βαραίνει απ’ το χρυσό περιδέραιο με τα ζαφείρια και να κρυώνει. Τα ζαφείρια δε ζεσταίνουν. Ούτε τα χρυσά ενώτια ούτε το χρυσό δαχτυλίδι με τη φτερωτή Νίκη στη σφενδόνη. Εγώ, εγώ, η κούκλα της Grottarossa τη ζέσταινα! Σφιγγόμουν δίπλα στο κορμάκι της και τη χάιδευα απαλά, καιρό πολύ… να μη στενοχωριέται που δε λιώνει σαν τους άλλους νεκρούς… Άλλωστε, λιώσεις δε λιώσεις τι σημασία έχει; Με τη ζωή μια φορά συναντιέσαι.

________________________

(1) η κούκλα της Κοσσινίας εκτίθεται στο National Museum, Palazzo Massimo της Ρώμης. Πλαγγόνα ήταν το κοινό όνομα για τις κούκλες. Άλλες ονομασίες είναι κόρη και νύμφη. Αυτές που φτιάχνονταν από οστό, ελεφαντόδοντο ή ξύλο ονομάζονταν γλήνες (γλήν, γλήνη= κόρη, κόρη οφθαλμού, μεταφορικά πλαγγών). Οι αρθρωτές κούκλες ήταν τα λεγόμενα «νευρόσπαστα». Οι κούκλες κατασκευάζονταν και πωλούνταν στην αγορά από τους κοροπλάθους ή κοροπλάστες.

(2) Λίβων Μάξιμος = λογοπαίγνιο με το όνομα, για να ταιριάζει με το εξ Αιγύπτου ελεφαντόδοντο από το οποίο ήταν κατασκευασμένη η κούκλα.

(3) Ιουλία Δόμνα = (Iulia Domna, 170 - 217 μ.Χ.) ήταν μέλος της περίφημης ρωμαϊκής αυτοκρατορικής δυναστείας των Σεβήρων. Αυτοκράτειρα και σύζυγος του Σεπτίμιου Σεβήρου, μητέρα των επίσης αυτοκρατόρων τέκνων της Γέτα και Καρακάλλα, η Ιουλία Δόμνα υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες στην πολιτική ιστορία της Ρώμης, με τεράστια επιρροή στον αυτοκρατορικό θρόνο. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AF%CE%B1_%CE%94%CF%8C%CE%BC%CE%BD%CE%B1

Το πολύπλοκο χτένισμα των ρωμαίων αυτοκρατειρών δημιουργούσε συρμό, που ακολουθούσαν πιστά οι  δέσποινες της εποχής, αλλά και οι λαϊκές γυναίκες, όταν ήταν δυνατόν. Ακόμα και οι κούκλες φτιάχνονταν σύμφωνα με την εκάστοτε μόδα στο χτένισμα και το ντύσιμο, για να είναι ελκυστικές στα παιδάκια. 

(4) λαράριο = (Lararium, πληθ. -ia) το ρωμαϊκό εικονοστάσι, κτιστό σε περίοπτο σημείο του σπιτιού, συνήθως κάπου κοντά στο atrium (την μπροστινή αυλή) ή στην εστία. http://www.vroma.org/~bmcmanus/lararium2.html

(5) βακτήριες = νεολογισμός εκ του βακτηρία= μαγκούρα, μπαστούνι.

(6) Λάρες = (Lares) κατώτερες θεότητες της ρωμαϊκής θρησκείας που προστάτευαν διάφορους τομείς της ζωής των Ρωμαίων. Υπήρχαν οι σπιτικές θεότητες ή ορθότερα τα οικιακά πνεύματα των προγόνων του ιδιοκτήτη, δηλαδή οι εφέστοι Λάρητες  (Lares familiares), οι προστάτες του κράτους  (Lares praestites) κλπ.

(7) διαβατήρια τελετή = τελετή για την ενηλικίωση κατά την οποία τα παιδικά κοριτσίστικα παιγνίδια προσφέρονταν στη θεά Αφροδίτη, ενόψει του επικείμενου γάμου τους και του νέου ρόλου τους ως συζύγων και μητέρων. Ουσιαστικά, ήταν ένας αποχαιρετισμός στην παιδική ηλικία.

(8) Βέστα = (Vesta), η θεά Εστία της ελληνικής αρχαιότητας.

(9) Κρεπερεία Τρύφαινα = Ήταν ένα 18χρονο κορίτσι από ευκατάστατη οικογένεια, που έζησε τον 2ο αι. μ.Χ. στη Ρώμη. Έχοντας «λογοδοθεί» με τον Φίλητο, είχε δακτυλίδι με εγχάρακτο το όνομά του, αλλά πέθανε λίγο πριν το γάμο της από άγνωστη αιτία. Θάφτηκε μέσα σε μαρμάρινη σαρκοφάγο κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα, με τα παιγνίδια και την ελεφαντοστέινη κούκλα της, που δεν είχε προλάβει να προσφέρει στις θεές (Αφροδίτη, Άρτεμη, Ήρα) κατά την τελετή ενηλικίωσης (περίπου στα 15-16 χρόνια της). Η σαρκοφάγος βρέθηκε το 1889 κατά την ανέγερση του Μεγάρου της Δικαιοσύνης (Palazzo di Giustizia) στη Ρώμη. Η κούκλα της φυλάσσεται στο Museo della Centrale di Montemartini.

(10) αντωνίνειο στυλ χτενίσματος = γυναικείο χτένισμα που συνηθιζόταν την περίοδο της δυναστείας των Αντωνίνων αυτοκρατόρων, με πολλαπλές πλεξίδες τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι. Η δυναστεία βασίλεψε για 96 χρόνια. Η περίοδος αυτή ήταν μία από τις καλύτερες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (1ος-2ος αι. μ.Χ.), ο λεγόμενος Χρυσός Αιώνας της. Κατά σειρά οι Αντωνίνοι ήταν: Νέρβας (96-98 μ.Χ.), Τραϊανός (98-117 μ.Χ.), Αδριανός (117-138 μ.Χ.), Αντωνίνος Πίος ή Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) από τον οποίο ονομάστηκε έτσι ολόκληρη η δυναστεία, Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.), Λούκιος Βέρος (161-169 μ.Χ.) και Κόμμοδος (180-192 μ.Χ.). 

(11) μάκελλο = η ρωμαϊκή αγορά.

(12) κώιες εσθήτες = τα πασίγνωστα στην αρχαιότητα διάφανα μεταξωτά ενδύματα από την Κω.

(13) Τέρτιος Μάξιμος = φανταστικό όνομα, ποιητική αδεία!

(14) η κούκλα της Grottarossa = (la bambola di Grottarossa) Ονομάστηκε έτσι από την τοποθεσία που βρέθηκε το 1694. Αποτελούσε κτέρισμα ενός ταριχευμένου κοριτσιού, που πέθανε στα 8 του χρόνια μάλλον από φυματίωση. Το κοριτσάκι έζησε γύρω στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. σε ένα σπίτι στη Via Cassia, λίγο έξω από τη Ρώμη. Η κούκλα της μικρής βρίσκεται στο Museo Νazionale Romano di Palazzo Massimo της Ρώμης.
________________________

Πρόσθετες πληροφορίες:
  • Μ. Αργυριάδη, Η κούκλα στην ελληνική ζωή και τέχνη, Αθήνα 1991.
  • British Museum, Department of Greek and Roman Antiquities. A Guide to the Exhibition illustrating Greek and Roman Life, London 1908.
  • K. Mck Elderlin, “Jointed dolls in antiquity”, AJA 34, 1918, 455-479.
  • A. Rieche, Rőmische Kinder-und Gesselschaftsspiele, Gesellschaft für Frühgeschichte in Württemberg und Hohenzollern V, 1984.
  • C. Sourvinou-Invood, Studies in girls transitions, Athens 1988.
  • J. Väterlein, Roma Ludens, Kinder und Erwachsene beim Spiel im antiken Rom, Amsterdam 1976.





http://bit.ly/2kjlkot    Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► 


Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only