Αναδημοσιεύω σήμερα ένα εξαιρετικό κείμενο του αείμνηστου Α.-Φ. Χριστίδη, παρμένο από το πολύ χρήσιμο έργο του Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το κείμενο το ανάρτησε πρόσφατα στη σελίδα του στο Φέισμπουκ ένας φίλος, αρχαιολόγος από την Κρήτη, ως απάντηση σε κάποιο σεμινάριο που οργανώθηκε στη λεβεντογέννα και όπου κλήθηκε να μιλήσει κάποιος από τον περιοδεύοντα θίασο των ψευτοεπιστημόνων. Επειδή ο Χριστίδης τα λέει πολύ απλά και πολύ καθαρά, σκέφτηκα ότι αξίζει να έχουμε το κείμενό του πρόχειρο για να μπορεί να ανατρέχει κανείς, διότι τσαρλατάνοι και εθνικιστές δεν υπάρχουν βέβαια μόνο στην Κρήτη.
Το ελληνικό αλφάβητο είναι παιδί του φοινικικού
Ας δούμε τα στοιχεία που πείθουν ότι το ελληνικό αλφάβητο γεννήθηκε από το φοινικικό. Το πρώτο στοιχείο είναι η ομοιότητα των γραμμάτων και η παρόμοια σειρά. Το δεύτερο είναι τα ονόματά τους: άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα κλπ.
Η λέξη άλφα είναι προσαρμογή του φοινικικού ονόματος ‘aleph, για το ίδιο γράμμα, και σημαίνει ‘βόδι’. Το γράμμα Α δηλαδή προέρχεται από ένα εικονογραφικό σημάδι που απεικόνιζε το βόδι. Αυτό φαίνεται καθαρά αν δούμε το πρωτοσιναϊτικό σημάδι, όπου φαίνεται το κεφάλι του βοδιού με τα κέρατά του. Αυτό το εικονιστικό σχήμα απλοποιήθηκε για να δώσει το Α. Αρχικά λοιπόν ‘aleph σήμαινε το βόδι και την εικόνα του, το εικονόγραμμά του. Στη συνέχεια, όταν το σύστημα γραφής μετατρέπεται από εικονογραφικό/σημασιογραφικό σε αλφαβητικό, το σημάδι δεν απεικονίζει πλέον το αντικείμενο (το βόδι) αλλά τον πρώτο φθόγγο, με τον οποίο αρχίζει η λέξη που το ονομάζει: ‘aleph. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται ακροφωνική: η «αξία» ενός γράμματος ταυτίζεται με το πρώτο σύμφωνο της λέξης που απεικονίζει το σημείο. Το φοινικικό γράμμα ‘aleph (από το οποίο προέρχεται το ελληνικό άλφα) απέδιδε ένα σύμφωνο που σχηματιζόταν βαθιά στη στοματική κοιλότητα – ήταν λαρυγγικό, αυτό σημαίνει το σημάδι ‘ πριν από το a. Για τους Έλληνες ακουγόταν ως το πιο κοντινό στο δικό τους φωνήεν [a], και έτσι το χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν αυτό το φωνήεν και το ονόμασαν, προσαρμόζοντας τη φοινικική λέξη, άλφα. Το έκαναν άλφα γιατί το Φ στα αρχαία ελληνικά προφερόταν [ph], όπως θα δούμε παρακάτω. Δεν το άφησαν αλφ γιατί καμιά ελληνική λέξη δεν τελειώνει σε φ.
Το δεύτερο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν bet. Η λέξη αυτή σημαίνει ‘σπίτι’ ή ‘σκηνή’ και το σημείο αρχικά απεικόνιζε ένα σπίτι. Μετά, με βάση την ακροφωνική αρχή που αναφέραμε, κατέληξε να δηλώνει τον φθόγγο [b]. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό για το δικό τους σύμφωνο [b], δηλαδή το Β (θυμηθείτε τί λέγαμε για την προφορά του β στα αρχαία ελληνικά) και υιοθέτησαν, προσαρμοσμένο στα ελληνικά, το φοινικικό όνομα του συμφώνου: βήτα (προφερόταν [béeta]). Το έκαναν βήτα και δεν το άφησαν βητ γιατί καμιά ελληνική λέξη δεν τελειώνει σε τ.
Tο τρίτο σύμφωνο του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν gaml και πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ένα εικονόγραμμα που απεικόνιζε την καμήλα (η λέξη καμήλα που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά προέρχεται από τη λέξη gaml), τονίζοντας την καμπούρα της. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η λέξη αυτή κατέληξε να δηλώνει το σύμφωνο [g], δηλαδή το Γ. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα για να δηλώσουν το δικό τους σύμφωνο [g] (το γ προφερόταν [g] στα αρχαία ελληνικά) και το ονόμασαν, προσαρμόζοντας τη φοινικική λέξη, γάμα.
Το τέταρτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν delt. Η λέξη αυτή σήμαινε μάλλον ‘φύλλο πόρτας’ και αρχικά το σημείο αυτό ήταν εικονόγραμμα που απεικονίζει πόρτα, για να καταλήξει αργότερα να δηλώνει τον φθόγγο [d]. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό για να δηλώσουν το δικό τους σύμφωνο [d], δηλαδή το Δ (που προφερόταν [d] στα αρχαία ελληνικά) και εξελλήνισαν το φοινικικό delt σε δέλτα.
Το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν he και ήταν ένα σύμφωνο που έμοιαζε με το h της αγγλικής λέξης house ‘σπίτι’ ή have ‘έχω’. Δεν ξέρουμε τί ακριβώς σήμαινε η λέξη he. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό για να δηλώσουν το δικό τους φωνήεν [e], το Ε, αυτό που αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, θα ονομαστεί έψιλον και θα φτάσει με το όνομα αυτό μέχρι σήμερα.
Το επόμενο γράμμα ονομάζεται στα φοινικικά waw. Η λέξη αυτή φαίνεται ότι σήμαινε ‘καρφί, γάντζος’, και έτσι το σημάδι αυτό ήταν εικονόγραμμα αυτού του αντικειμένου. Αργότερα κατέληξε το σημείο αυτό να δηλώνει το σύμφωνο με το οποίο αρχίζει η λέξη waw – ένα διχειλικό σύμφωνο κοντά στο αγγλικό w (π.χ. was ‘ήταν’, wise ‘σοφός’). Στα αyτιά των Ελλήνων αυτό το σύμφωνο ακουγόταν κοντά στο δικό τους αντίστοιχο σύμφωνο Ƒ (που είναι γνωστό ως δίγαμμα και χάθηκε νωρίς από τις περισσότερες διαλέκτους) και το χρησιμοποίησαν για να το δηλώσουν. Ταυτόχρονα το χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν τον φθόγγο [u] (= Υ). Ήδη σημειώσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο ότι το Υ στα (παλιά) αρχαία ελληνικά προφερόταν [u].
Το επόμενο γράμμα ονομαζόταν zai αλλά δεν ξέρουμε τί σήμαινε η λέξη αυτή. Το γράμμα αυτό το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν ένα δικό τους συγγενικό σύμφωνο, αυτό που ονομάζεται ζήτα, Ζ. Αλλά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, στα αρχαία ελληνικά το γράμμα Ζ απέδιδε ένα σύμπλεγμα συμφώνων [zd].
Το επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν het. Η λέξη αυτή σήμαινε μάλλον ‘τοίχος, περίφραξη’. Στη συνέχεια, όταν έπαψε το σημείο να είναι εικονογραφικό, δήλωνε τον πρώτο φθόγγο, το πρώτο σύμφωνο, της λέξης het. Το σύμφωνο αυτό σχηματιζόταν στον φάρυγγα, βαθιά στον λαιμό. Οι Έλληνες το άκουγαν κοντά σε ένα δικό τους σύμφωνο που χάθηκε νωρίς στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας (το συζητήσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο) και χρησιμοποίησαν το φοινικικό γράμμα για να αποδώσουν αυτό το σύμφωνο, που ήταν, και αυτό, κοντά στο h των αγγλικών λέξεων have ‘έχω’, house ‘σπίτι’. Στη διάλεκτο της Αθήνας (την αττική διάλεκτο) αλλά και στις διαλέκτους της Ιωνίας, που είχαν χάσει νωρίτερα από άλλες το σύμφωνο αυτό, το γράμμα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το μακρό [e] = [ee]. Έτσι γεννήθηκε το Η, ήτα (η απόδοση στα ελληνικά της φοινικικής λέξης het), που χρησιμοποιείται ως σήμερα, χωρίς ωστόσο να αντιστοιχεί πια σε ένα μακρό [e]. Τα μακρά φωνήεντα χάθηκαν στην πορεία της εξέλιξης της ελληνικής και το μακρό [e] συνέπεσε με το [ί]. Κρατήθηκε η παλιά ορθογραφία αλλά η προφορά έχει αλλάξει: το η προφέρεται όπως και το ι.
Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε ένας φθόγγος [th], που έχει χαθεί στα νέα ελληνικά. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το σημάδι που ονομαζόταν tet στα φοινικικά (δεν ξέρουμε τί σήμαινε η λέξη αυτή) και απέδιδε έναν παρόμοιο φθόγγο. Οι Έλληνες προσάρμοσαν το όνομα του φθόγγου αυτού στα ελληνικά και έτσι προέκυψε το όνομα του γράμματος Θ, θήτα. Να επαναλάβουμε όμως ότι αυτό το γράμμα προφερόταν [th] στα αρχαία ελληνικά.
Το επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν yod. Η λέξη αυτή σήμαινε ‘χέρι’ και φαίνεται ότι το σημείο αυτό ήταν αρχικά το εικονόγραμμα του χεριού. Στο φοινικικό αλφάβητο αποδίδει ένα σύμφωνο, όπως αυτό που ακούγεται στην αρχή της αγγλικής λέξης you ‘εσύ’ ή στη λέξη παιδιά [peδyá]. Στα αρχαία ελληνικά δεν υπήρχε τέτοιο σύμφωνο και οι Έλληνες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το φοινικικό γράμμα για να αποδώσουν ένα κοντινό του φωνήεν, το I. Έτσι το σύμφωνο yod της φοινικικής έγινε το φωνήεν ιώτα (δηλαδή γιώτα) της ελληνικής.
Το επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου είναι το kaf. Η λέξη αυτή σήμαινε ‘παλάμη’. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό (Κ, το ονόμασαν κάπα) για να αποδώσουν τον δικό τους παρόμοιο φθόγγο. Τα φοινικικά είχαν και έναν άλλο φθόγγο συγγενικό με το [k], που προφερόταν εντονότερα. Αυτόν τον αγνόησαν οι Έλληνες γιατί δεν αντιστοιχούσε σε φθόγγο της δικής τους γλώσσας.
Το αμέσως επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου είναι το lamd (δεν είναι βέβαιο τί σημαίνει), το οποίο προσάρμοσαν οι Έλληνες στα ελληνικά ως λάμδα, Λ, και το χρησιμοποίησαν για να αποδώσουν τον φθόγγο [l] της γλώσσας τους.
Ακολουθούν στη σειρά τα γράμματα που δηλώνονταν στα φοινικικά με τις λέξεις mem και nun. Η πρώτη σήμαινε ‘νερό’. Στις πρωτοσιναϊτικές επιγραφές, προδρόμους της φοινικικής γραφής, η αντιστοιχία της σημασίας ‘νερό’ του mem με την εικόνα του νερού είναι φανερή. Το σχήμα που χρησιμοποιείται είναι μια κυματιστή γραμμή και αυτό συνεχίζεται με το σημερινό Μ. Το φοινικικό σημάδι mem χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες για να αποδοθεί το δικό τους παρόμοιο σύμφωνο [m]. Το ελληνικό όνομα του γράμματος είναι μι, ίσως από επίδραση του ονόματος για το Ν (νι).
Το επόμενο γράμμα ονομάζεται nun (σημαίνει ‘ψάρι’, αλλά το σχήμα φαίνεται να έχει χάσει την εικονική του σχέση με την έννοια ‘ψάρι’) και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες με το όνομα νι για να αποδώσει το δικό τους παρόμοιο σύμφωνο, δηλαδή το Ν [n].
Το γράμμα που ακολουθεί ονομάζεται ayin και σημαίνει ‘μάτι’. Το σχήμα βεβαιώνει ότι αρχικά το σημείο αυτό ήταν μια εικονογραφική απόδοση του ματιού. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν λοιπόν αυτό το φοινικικό γράμμα, που δήλωνε σύμφωνο, για να αποδώσουν το δικό τους φωνήεν Ο. Και έφτιαξαν αργότερα ένα δικό τους όνομα για το γράμμα αυτό: το ονόμασαν όμικρον για να το διακρίνουν από ένα γράμμα που έφτιαξαν οι ίδιοι (γιατί δεν υπήρχε στο φοινικικό αλφάβητο), το «μεγάλο Ο», δηλαδή το Ω, ωμέγα, που απέδιδε το μακρό [ο] = [οο]. Δεν αποκλείεται να οδηγήθηκαν στη χρήση του συγκεκριμένου γράμματος για να αποδώσουν το δικό τους φωνήεν [ο] από το ίδιο του το όνομα στα φοινικικά, που σήμαινε, όπως είδαμε, ‘μάτι’. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη για το ayin ‘μάτι’ ήταν οφθαλμός. Ίσως με αφετηρία τη λέξη οφθαλμός, μετάφραση του φοινικικού ονόματος του γράμματος (ayin), οδηγήθηκαν στη χρήση αυτού του φοινικικού σημείου για να αποδώσουν το φωνήεν [ο] των ελληνικών.
Από τα γράμματα που ακολουθούν αξίζει να σημειώσουμε το γράμμα rosh, που σημαίνει ‘κεφάλι’ και χρησιμοποιήθηκε με το όνομα ρο για να αποδοθεί το σύμφωνο [r] της ελληνικής, το Ρ. Οι Έλληνες χρειάστηκε να δημιουργήσουν και κάποια νέα γράμματα για σύμφωνα που δεν υπήρχαν στα φοινικικά: Φ, Χ, Ψ. Το Φ και το Χ αντιστοιχούσαν στην προφορά, στα αρχαία ελληνικά, σε [ph], [kh]. Σε ορισμένα ελληνικά αλφάβητα (γιατί υπήρχαν πολλά στις διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου) δεν εμφανίζονται τα Φ, Χ, Ψ αλλά στη θέση τους βρίσκουμε ΠΗ, ΚΗ, ΠΣ.
Όσα είδαμε ως τώρα βεβαιώνουν την πηγή από την οποία γεννήθηκε το ελληνικό αλφάβητο, τους Φοίνικες: ομοιότητα των γραμμάτων μεταξύ των δύο αλφαβήτων, παρόμοια σειρά των γραμμάτων, παρόμοια ονόματα. Αυτό που έκαναν οι Έλληνες, γιατί το είχε ανάγκη η γλώσσα τους, ήταν να δημιουργήσουν ένα αλφαβητικό σύστημα που αποτυπώνει όλους τους φθόγγους, φωνήεντα και σύμφωνα, και όχι μόνο τα σύμφωνα, όπως συμβαίνει στο φοινικικό αλφάβητο. Έτσι, με το ελληνικό αλφάβητο δημιουργείται, για πρώτη φορά, ένα σύστημα γραφής που παριστάνει όλους τους φθόγγους χωρίς την ελλειπτικότητα του φοινικικού συστήματος και την, κατά πολύ μεγαλύτερη, ελλειπτικότητα των παλαιότερων συλλαβικών συστημάτων (γραμμική Β). Το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει πλέον ένα «εργαλείο» που μαθαίνεται εύκολα και μπορεί να γίνει κτήμα όλων και όχι μόνο ειδικών γραφέων και ειδικών αναγνωστών. Ο δρόμος για τη δημοκρατία της πληροφορίας έχει ανοίξει.
Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επίγνωση ότι το αλφάβητο τους βασιζόταν στο φοινικικό αλφάβητο. Τα γράμματα του αλφαβήτου τα ονόμαζαν φοινικικά γράμματα (φοινικήια γράμματα). Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος λέει ξεκάθαρα ότι οι Έλληνες έμαθαν τη γραφή από τους Φοίνικες και σημειώνει: «Στην αρχή οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν όσα γράμματα μεταχειρίζονται οι Φοίνικες· ύστερα όμως, με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν τον ήχο τους και το σχήμα τους». Αφού τα γράμματα τα εισήγαγαν οι Φοίνικες στην Ελλάδα, είναι δίκαιο να ονομάζονται «φοινικικά».
Στην εικόνα βλέπουμε το φοινικικό αλφάβητο (1η στήλη) και τα σχήματα των ελληνικών γραμμάτων σε μερικά αρχαία ελληνικά αλφάβητα.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.