Εδώ και πολύ καιρό έχω ένα προαίσθημα ότι το τέλος της ανθρωπότητες δεν είναι απαραίτητα ένα πελώριο κύμα που θα έρθει από τη θάλασσα και θα εξαφάνιση τον κόσμο οπός τον ξέρουμε. Ή ας υποθέσουμε μια έκρηξη βαλκανική, άλλα το τέλος του κόσμο μπορεί να είναι η κάθε μέρα για όλους μας.
Είναι Δεκέμβριος το 2012. Μειώνονται η ώρες στη δουλεία και τα ράφια στο σούπερ μάρκετ είναι σχεδόν άδεια, κάτι κονσέρβες με σαρδέλες και κέικ για πρωινό. Το χαρτί τουαλέτας έχει τελείωση και τα φιλιωμένα νερά άρχισαν να φεύγουν από τον προηγούμενο μήνα. Το ημερολόγιο του Μαγιά υπολόγισε ότι το τέλος του κόσμο θα έρθει σε τρεις μέρες. Όλοι ετοιμάζονται για το τέλος και μένουν μέσα στα σπίτια τους κλειδωμένη. Η δρόμοι ήταν άδει και φάνταζαν σαν μια πολύ φάντασμα. Πήγα και πήρα μια μαστίχα κανέλα, μονό αυτή έμεινε στο περίπτερο. Βάζω τα χέρια μου στης τσέπες του παλτού μου μαζί με γάντια τα δερμάτινα. Και σκέφτομαι αυτή η μικρή επαρχιακή πολύ έχει γίνει ένα φάντασμα από το φόβο, περιμένοντας ο κόσμος της μέρες να περάσουν και να έρθει αυτή η μέρα.
Λογικά θα ήμουν και εγώ οπός τους άλλους. Θα μου είχε πιάσει πανικός να τελειώσω όλα αυτό που ήθελα να κάνω μέχρι τώρα. Άλλα το αίσθημα μου λέει άλλα, ότι το τέλος του κόσμου δεν είναι απαραίτητα ένα πελώριο κύμα από τη θάλασσα, η μια βαλκανική έκρηξη, μπορεί να είναι οποία μέρα.
Δε θυμάμαι ποτέ τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα για μένα.Δεν είμαι σίγουρη ποτέ η άνθρωποι άρχισαν να αποτραβιούνται. Νομίζω το τέλος ήρθε όταν τα μάτια του σταμάτησαν να με κοιτάνε οπός πριν. Η όταν ξέχασε να πιάσει τα ποδιά μου να μη χτυπήσω την πόρτα όταν παίρναμε τη στροφή. Η όταν το μηνύματα στο κινητό μου έγιναν σχεδόν ανύπαρκτα, και κοιτούσα τα βράδια μήπως ανάψει το φως του κινητού μου και στείλει μια καληνύχτα, άλλα μάταια. Μπορεί να ήταν και όταν ξέχασε το αγαπημένο μας τραγούδι. Άλλα όλα αυτά φαντάζουν τίποτα κοντά στο όταν μου είπε,”Πρέπει να σταματήσεις να με αγαπάς, να προχωρήσεις. Τότε όλα τα πράγματα μέσα στο κεφαλή μου άρχισαν να περιπλέκονται. Προσπάθησα να κάνω αυτό που μου ζήτησε να σβήσω τα δυο χρονιά που ήμασταν ερωτευμένη. Προσπάθησα να μη νιώσω τίποτα όταν μου είπε ότι ερωτεύτηκε κάποια άλλοι. Αγνοούσα το φλερτ που έκανε στις φίλες μου. Δεν παίρνει άλλο τη μητέρα μου, ή να πάει για παγωτό με τα ξαδέλφια μου. Δεν ακούω αυτό το ενοχλητικό ροχαλητό όταν ξάπλωνε δίπλα μου. Δε με παίρνει άλλο τηλεφωνώ να
ρωτήσει αν Θέλω κάτι από το μπακάλικο της γειτονίας, ή να διακόψει τη δουλεία του για να έρθει να με δει για δέκα λεπτά. Δε μιλάμε για το μέλλον πλέον. Και δε θα με ξανά πει ότι είμαι όλοι του η ζωή. Και έτσι όταν όλοι η άλλοι μετράνε της ήμερες να έρθει το τέλος του κόσμου. Εγώ μετράω της μέρες που είμαι χωρίς τη δίκη μου ζωή.
ΜΙΑ ΑΛΛΟΙ…..
Ήταν το τέλος και το ήξερε.
Η άμμος στην έρημο ήταν σαν τσιμέντο ζούγκλας, ο απαλός ήλιος άλλαξε, και τώρα ήταν γυμνός στον γκρίζο ουρανό, και βλέπει τον κόσμο. Πέρασα δίπλα από ένα δέντρο χωρίς φύλλα, ο κορμός γυρισμένος προς τα κάτω, να κάθεται μονό και χωρίς κάποιο λόγο.
Τα πουλιά πετούσαν από κεραμιδή σε κεραμιδή, τρώγοντας ψυχούλα, τραγουδώντας ακαταλαβίστικα, με ήχους που δεν ήταν γνώριμη.
Η δρόμοι της γειτονίας της είναι καλυμμένη με πίζα και δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι περπάτησαν πριν από εκείνη.
Ήξερε ότι το τέλος ήταν κοντά.
Ήταν η μονή ντυμένη στα μαύρα. Το καπέλο της έπεσε από το κεφαλή της και το έβαλε ξανά πάνω.Πέρασε και από κάποιες κάλο ντυμένες γυναίκες, δύσκολα της έβρισκες στο πλήθος.
Σιγα σιγα βγήκε στην έρημο, που ήταν σαν τσιμέντο πλέον, και κάθισε κάτω από ένα δέντρο με σύκα. Αυτό το δέντρο ήταν δυνατό και είχε ρίζες γερές κάτω στη γη. Κάτω από αυτό το δέντρο κάθισε και έφαγε τους καρπούς του. Τα πουλιά τραγουδούσαν ένα παλιό ξεχασμένο τραγούδι, τραγούδησε και εκείνη.
Ένα τέρας πλησίασε.
Τα πουλιά έφυγαν. Το δέντρο έχασε τους καρπούς και στεκόταν γυμνό.
Το κορίτσι δεν είχε που να πάει. Κρατούσε σφιχτά το καπέλο στα χέρια της.
Το τέρας ήρθε, σίγα στην αρχή και μετά πιο γρήγορα. Προσπάθησε να το παλέψει, άλλα ήταν μονή. Πήρε το καπέλο και το έφαγε.
Το καταβρόχθισε μέχρι να χαθεί στο στομάχι του.
Ένα κομμάτι από την έρημο που είχε απομείνει, έγινε τσιμέντο.
Πήγε και χάθηκε μέσα στο πλήθος με της άλλες γυναίκες. Χαμένη.
Και έτσι ήρθε και το δικό της τέλος.
Ο ΑΕΡΑΣ
Για κοίτα ο φίλος μου ο Stan, κοιμάται σπασμένος στο δρόμο, κάτω από το παράθυρο του σπιτιού μου στον 21 όροφο. Πίνω και άλλο από το μισό άδειο μπουκάλι από ρούμι στο δεξί μου χέρι. Κάλο ρούμι, ότι πρέπει για την περίσταση.
Ο ουρανός ένα ανοιχτό μπλε, τα σύννεφα περιπλέκονται βαθιά στο γαλάζιο. Ο ήλιος σε καλεί να σε αγαλλίαση κάτω από τη ζέστη του. Τα ποδιά μου αρχίζουν και γίνονται ασταθές, κοιτώντας από το παράθυρο μου, στηρίζουμε πάνω στον σκελετό του για να μην πέσω. Κάνει ζέστη σήμερα, πιο πολύ από ότι θα έπρεπε για αυτήν την εποχή. Δεν έχω πολύ ρούμι ακόμη. Πίνω και την τελευταία σταγόνα. Την απολαμβάνω. Η ζέστη του ήλιου με μεταφέρει σε ένα λήθαργο, και σκοντάφτω δυο βήματα. Ευτυχώς, το παράθυρο με στερήσει να παραμείνω στη θέση μου. Πώς έφτασα να είμαι έτσι; Νιώθω τον ζεστό αέρα να διαπερνάει τα κρύο μάγουλο μου, απευθείας από το ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτιο μου. Μυρίζω τη μούχλα στον αέρα από τα πτώματα. Νιώθω μόνος εδώ πάνω στον 21 όροφο., η δρόμοι είναι μποτιλιαρισμένη με αυτοκίνητα και ανθρώπους. Η ζωντανή και η πεθαμένη έχουν γίνει ένα. Δε Θέλω να κοιτάζω άλλο την παρέλαση του παράλογου. Το άδειο ποτήρι ξαφνικά μου πέφτει σε όλοι αυτή τη χρωματιστή μάζα, λερώνοντας τους καταστραμμένους δρόμους της Νέας Υόρκης.Όταν χτυπάει το τσιμέντο, σκάει σε χίλια κομμάτια.
Κοιτάω κάτω πάλι και βλέπω το σώμα του φίλου μου, διαστρεβλωμένο σαν μια βαλανίδια, που περικυκλώνει το σπασμένο κορμί του.
Αναρτιέμαι πως ήταν ο θάνατος του.
Ο αέρας έχει βρομήσει από τους πεθαμένους και αυτή που είναι στα πρόθυρα να πεθάνουν. Άνθρωποι να βρωμάνε τους δρόμους πεσμένη κάτω σαν τα σκυλιά και τα
βάθη του μυαλού μου να τελεύονται.Αυτή η κρίση ήταν ασήκωτο βάρος για αυτούς, για όλους μας. Δεν είχαμε το κουράγιο να ζήσουμε άλλο. Πρώτα με της αυτοκτονίες, και μετά με της δολοφονίες, αυτό μας άφησε. Τίποτα. Αυτό θα γινόμουν και εγώ; Ένα άλλο πτώμα που θα το τύλιγε η μυρωδιά του θανάτου. Κάνω ένα θαρραλέο βήμα μπροστά για τη θέληση να ζήσω. Μου πιάνει μια ανατριχίλα σε όλο το κορμί μου, όταν γυρίζω να πάω μέσα, στο ζεστό κρεβάτι μου; Πίσω στα ντουλάπια με ρούμι.
Και εκεί που ξυπνάω από το λήθαργο που έχω μπει, χάνω το βήμα μου. Προσπαθώ να πιάσω τον σκελετό του παράθυρο για στήριγμα. Αποτυχημένη η προσπάθεια.
Το τελευταίο πράγμα που ακούω αφού πέφτω στον παγωμένο αέρα, η σονέτα του Μπετόβεν, νούμερο 9, παίζει σε όλα τα ραδιόφωνα δυνατά.
Είμαι ο τελευταίος που ακούει τη μελωδική σονέτα, ο λαιμός στεγνός και άδειος, η Φωνή μου δε θα ξανά ακουστή στους δρόμους αυτούς. Ποιος άλλος είναι εδώ να ακούσει; Είμαι ο μόνος που θα ακούσει τον εαυτό του να πεθαίνει; Το πεζοδρόμιο είναι κοντά τώρα; Θα πονέσω όταν θα χτυπήσω το πεζοδρόμιο; Μη σε απασχολούν τέτοια μητέρα. Η θήλεια από το σκηνή γύρω στο λαιμό μου δε θα με αφήσει να πέσω στο πεζοδρόμιο.
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...:
Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.