Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Για την απόδοση ελληνικών κειμένων Η Γραμμική Α και Β, η Κυπριακή και η Ετρουσκική Γραφή ως παραλλαγές της ελληνικής συλλαβικής γραφής


Ετρουσκική σταμνία, 600 π.Χ

Ο Michael Ventris φαίνεται να είναι ο πρώτος που υποψιάστηκε ότι “η Γραμμική Β έγραφε και τα Ετρουσκικά”. Η εργασία μου τον αποδεικνύει σωστό, αλλά το πλεονέκτημα μου ήταν η χρήση των φωνητικών αξιών των σημείων της Γραμμικής Β του Νικολάου Α. Μασουρίδη, οι οποίες με είχαν ήδη βοηθήσει στην ερμηνεία τόσο της Γραμμικής Α όσο και στην ερμηνεία της Κυπριακής Γραφής.
Η Κυπριακή γραφή, με 16 σημεία από ένα σύνολο 55 συνολικά βασικών σημείων να ομοιάζουν με σημεία και της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β, συμπέρανα ότι ήταν σαφώς Ελληνική συλλαβική γραφή που διαβάζονταν από αριστερά προς τα δεξιά.
Το πρώτο μου “στοιχείο” ήταν βεβαίως η διπλο-εγγεγραμμένη επιγραφή, γνωστή ως “Δήμητρα και Κόρη”, γραμμένη στα Αρχαία Ελληνικά και στην Κυπριακή γραφή, που με οδήγησε στην προσωρινή ερμηνεία των φωνητικών αξιών 15 ακόμη σημείων. Οι λέξεις στην Κυπριακή Γραφή χωρίζονταν με την γνωστή από την Γραμμική Α και Γραμμική Β κάθετη γραμμή. Διασπώντας τις Αρχαίες Ελληνικές λέξεις στην πιθανή συλλαβική τους μορφή και εφαρμόζοντας τις γνωστές φωνητικές αξίες των σημείων της Γραμμικής Β ταίριαξα σημεία με συλλαβές.


Η προσωρινή φωνητική αξία 5 ακόμη σημείων προέκυψε από μία φαινομενικά τρίλεξη Κυπριακή επιγραφή, της οποίας 9 από τα 17 σημεία ήταν γνωστά και 3 ήταν προσωρινώς γνωστά από την διπλο-εγγεγραμμένη επιγραφή “Δήμητρα και Κόρη”. Εφοδιασμένος με 36 σημεία από το σύνολο των 55 σχεδόν αναγνωρισμένων και με την χρήση της Θεωρίας του Νικολάου Α. Μασουρίδη για τις φωνητικές αλλαγές της Ελληνικής γλώσσας από την Γραμμική Α και Γραμμική Β προς τα Αρχαία Ελληνικά που βασίζονταν στις παρατηρήσεις του Michel Lejeune και του Ιωάννη Σταματάκου, προχώρησα στην αποκρυπτογράφηση της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Αρχαία Ιδαλία.
Η Ετρουσκική γραφή που χρησιμοποιεί τα ίδια σημεία με την Αρχαϊκή Ελληνική γραφή, ήταν μια φυσική συνέχεια της έρευνάς μου από την στιγμή που αντιλήφτηκα το γεγονός ότι 25 από τα 27 βασικά σημεία και το 1 δισύλλαβο σημείο της είχαν ήδη ταυτοποιηθεί και είχαν γνωστές φωνητικές αξίες. Η φωνητική αξία 12 σημείων από τα παραπάνω αναφερόμενα 28 είχε ήδη ερμηνευθεί από τον πατέρα μου Νικόλαο Α. Μασουρίδη στην Γραμμική Β γραφή, η φωνητική αξία 6 σημείων είχε προσδιοριστεί από εμένα στην Κυπριακή γραφή και 1, πάλι από εμένα, στην Γραμμική Α, για 5 ακόμη σημεία συμπέρανα τις συλλαβικές φωνητικές αξίες Αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων.
Η έρευνά μου της Ετρουσκικής γραφής που μόλις ολοκληρώθηκε, ερμήνευσε επιτυχώς 15 επιγραφές πάνω σε καθρέπτες, 6 πάνω σε πολύτιμους λίθους, 11 πάνω σε αγγεία και άλλα σκεύη, 15 σε ταφικές επιγραφές, 3 πάνω σε σαρκοφάγους, καθώς και το από 25 σειρές κείμενο των δύο Χρυσών Πινακίδων από το Πύργοι, το από 40 σειρές κείμενο της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Κορτόνα και το από 48 σειρές κείμενο της Ορειχάλκινης Πινακίδας από την Ανιόνε. Η έρευνα μου συμπληρώθηκε με την ερμηνεία 12 επιγραφών πάνω σε αγγεία και στήλες στα Αρχαϊκά Ελληνικά από την Αθήνα, Κόρινθο, Νάξο, Δήλο και το Σιγείον στα Δαρδανέλια.
Όλα τα παραπάνω κείμενα είναι γραμμένα σε Συλλαβική Ελληνική γραφή και διαβάζονται όπως η Γραμμική Α, η Γραμμική Β και τα Κυπριακά από αριστερά προς τα δεξιά.



Οι πινακίδες της Κνωσού ανέβηκαν τελικά στον αριθμό των 3.000―4.000. Τα πράγματα ευκολύνθηκαν πολύ. Μέχρι το 1939 δεν είχαν βρεθεί αλλού παρόμοιες πινακίδες. Ένας μικρός αριθμός αγγείων όμως, που ανακαλύφθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, έφεραν επιγραφές, που η εμφάνισή τους έδειχνε ότι ήταν της ίδιας γραφής.

Λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ο καθηγητής Κ. Μπλέγκεν, εντοπίζοντας με ακρίβεια τη θέση της προϊστορικής Πύλου του βασιλιά Νέστορα και βοηθούμενος και λίγο από την τύχη, έφερε σε φως γύρω στις 600 πινακίδες της Γραμμικής Β. Το 1950 και 1952 βρέθηκαν περί τις 50 και στις Μυκήνες από τον καθηγητή Βέις. Δεν έμενε λοιπόν αμφιβολία ότι ή γραφή είχε διαδοθεί  σε όλη την προομηρική Ελλάδα, ενώ στην Κρήτη είχε έντοπισθή μόνο στο ΥΜ ανάκτορο της Κνωσού. Οι πινακίδες γενικά είχαν σχήμα πλακέ και χρώμα σκούρο-γκρίζο. Πολλές, καθώς αναφέρει ο Μαρινάτος, είχαν σχήμα φοίνικα. Η δημοσίευσή τους έλαβε χώρα κατά καιρούς και τμηματικά. Μερικές είχαν δημοσιευθή στις αρχικές εκθέσεις για τις ανασκαφές και σε άρθρα.


Το 1909 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος επιγραφών με τίτλο «Scripta Minoa I» αφιερωμένος στην ιερογλυφική. Το 1935 είχε συμπληρωθεί η δημοσίευση 120 πινακίδων. Ο  τόμος «Scripta Minoa II» εκδόθηκε το 1952. Εξ άλλου η πρώτη έκδοση πινακίδων της Πύλου έγινε το 1951 και νέα έκδοση το 1955. Πριν τον Βέντρις, που κατάφερε τελικά να αναγνώσει τη Γραμμική Β, και άλλοι ερευνητές, εκτός εκείνων πού αναφέραμε, προσπάθησαν με διαφόρους τρόπους να πετύχουν το δύσκολο έργο, χωρίς τελικά να το καταφέρουν. Ό Έβανς είχε δηλώσει το συμπέρασμα του, ότι η Γραμμική Β δεν ήταν ελληνική.

Ο Γερμανός Σίττιγκ είχε δοκιμάσει μια δική του μέθοδο: Πήρε τις κυπριακές πινακίδες, που δεν περιέχουν ελληνικά, και ανέλυσε τη συχνότητα των σημείων. Ύστερα, με την προϋπόθεση ότι αυτή η γλώσσα είναι συγγενής της μινωικής, ανεγνώρισε τα σημεία της Β συνδυάζοντας τη συχνότητά τους με τις ομοιότητες που παρουσίαζαν με το κυπριακό συλλαβάριο.  Η ιδέα ήταν καλή, αλλά  η βασική ιδέα ότι οι δύο γλώσσες ήταν συγγενικές, ήταν λανθασμένη.

Ο Βούλγαρος Γκεόργκιεφ επίσης πίστευε ότι η μινωική ήταν διάλεκτος μιας ευρύτατα διαδομένης προελληνικής γλώσσας, που μιλιόταν στην Ελλάδα πριν από την κάθοδο των Ελλήνων, πιθανώς συγγενής της χετταϊκής και άλλων αρχαίων γλωσσών της Μ. Ασίας. Ένα μέρος της θεωρίας είναι χωρίς άλλο αληθινό. Είναι βέβαιο ότι τα περισσότερα ελληνικά τοπωνύμια δεν προέρχονται από ελληνικές λέξεις. Μερικά είναι ελληνικά, όπως «Θερμοπύλαι» κ.λπ. Ο Γκεόργκιεφ πίστευε ότι η Γραμμική Β ήταν κατά το πλείστον αρχαϊκή ελληνική, έχοντας όμως μέσα της και πολλά προελληνικά στοιχεία.

Κάπως επιτυχής μπορεί να θεωρηθεί η  προσπάθεια της Αμερικανίδας Α. Κόμπερ την πέμπτη δεκαετία του αιώνα μας. Η Κόμπερ ξεκίνησε από τη γραφή. Έθεσε απλά ερωτήματα: Ήταν ή γλώσσα με κλιτές λέξεις; Υπήρχε σταθερός τρόπος δηλώσεως του πληθυντικού; Ξεχώριζε γένη;

Κατάφερε να αποδείξη ότι ο τύπος που δηλώνει το σύνολο, και που φαίνεται καθαρά από τίς προσθέσεις σε μερικές πινακίδες, έχει δύο μορφές. Η μια χρησιμοποιείται για άντρες και μια κατηγορία ζώων και ή άλλη για γυναίκες, και άλλη κατηγορία ζώων κ.λπ. Για τα ιδιογράμματα της πρώτης κατηγορίας εχρησιμοποιείτο μια ορισμένη μορφή της λέξεως, που σήμαινε «σύνολο», για τη δεύτερη κατηγορία εχρησιμοποιείτο άλλη. Αυτό οδήγησε κυρίως στην αναγνώριση του τρόπου με τον όποιο παρουσιάζεσαι το φύλο των ζώων δηλαδή με την προσθήκη σημείων στα σχετικά ιδεογράμματα. Απέδειξε επίσης ότι οι λέξεις έχουν δύο διαφορετικές μορφές, που ήσαν μεγαλύτερες από την απλή μορφή κατά ένα σημείο. Οι λέξεις αυτές είναι σήμερα γνωστές ως «τριάδες της Κόμπερ».Η Κόμπερ, καθώς λέγει ό Τσάντγουϊκ, ήταν ή μόνη από όλους τους πρώτους ερευνητές, που ακολούθησε το δρόμο, που οδήγησε τελικά τον Βέντρις στη λύση του προβλήματος.

Ο Τσάντγουϊκ εξ άλλου, καθηγητής των κλασσικών γλωσσών στο Καίμπριτζ, βοήθησε και ο ίδιος πολύ στη λύση του προβλήματος. Είχε μάλιστα γίνει και στενός συνεργάτης του Βέντρις στις πιο αποφασιστικές στιγμές, λίγο πριν τον αδόκητο θάνατό του σε δυστύχημα.

Ακόμη και άλλοι σημαίνοντες παράγοντες της αρχαιολογικής επιστήμης ασχολήθηκαν, αλλά χωρίς γενικά επιτυχία, με το πρόβλημα, γιατί όλοι, ή σχεδόν όλοι, ξεκινούσαν από την αρχή ότι η Γραμμική Γραφή Β είχε συγγένεια με την κυπριακή. Ο Μ. Βέντρις, Άγγλος αρχιτέκτων, έκανε έναρξη των προσπαθειών του δεκαοκτώ μόνο χρονών με το άρθρο του «Εισαγωγή στη Μινωική Γλώσσα», πού δημοσιεύθηκε στο «Αμερικανικό περιοδικό της Αρχαιολογίας» το 1940. Βασική ιδέα του τότε ήταν να βρεθεί μια γλώσσα, που θα μπορούσε να είναι συγγενής τής μινωικής. Πρότεινε γι’ αυτό την ετρουσκική.Η άποψή  του αυτή διατηρήθηκε μέχρι και τα 1952.

Ο Βέντρις άρχισε με ένα αλφαβητικό σύστημα, αλλά τελικά το εγκατέλειψε. Οπωσδήποτε χρειάζονταν πολλά κείμενα της γραφής, που για την ώρα τότε δεν υπήρχαν. Έτσι και αλλιώς όμως δύο μεθόδους διαθέταμε για την ερμηνεία μιας άγνωστης γραφής. Η μία είναι η μεθοδική ανάλυση, η άλλη των εικασιών. Όποιος εργασθεί με τη δεύτερη, πρέπει απαραίτητα να είναι προικισμένος με ικανότητα να κρίνει ψύχραιμα, για να μπορεί να προσδιορίζει το είδος του περιεχομένου ενός κειμένου (Τσάντγουϊκ).  Εξ άλλου η γλώσσα της γραφής μπορεί να είναι γνωστή, ή μερικά γνωστή, αλλά γραμμένη με άγνωστα σημεία.

 Ύστερα μπορεί η γραφή να είναι γνωστή και η γλώσσα άγνωστη (όπως π.χ. η ετρουσκική). Στην περίπτωση της μινωικής, έχομε άγνωστη γραφή και άγνωστη γλώσσα (άσχετα αν εκ των υστέρων η γλώσσα αποδείχθηκε γνωστή). Εδώ χρειαζόταν  χωρίς άλλο ένα δίγλωσσο κείμενο. Η κρυπτογραφία έχει προσφέρει στον μελετητή των αγνώστων γραφών ένα νέο όπλο. Είναι γνωστό τώρα ότι όλοι οι κώδικες μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν, φθάνει να υπάρχουν διαθέσιμα αρκετά κρυπτογραφήματα. Ο μόνος τρόπος κρυπτογραφήσεως είναι η συνεχής αλλαγή του κώδικος ή η χρήση ενός κωδικός τόσο πολύπλοκου, ώστε και με πλήθος κρυπτογραφημάτων να είναι αδύνατη η αποκρυπτογράφησή του.

Βασική αρχή είναι η ανάλυση και ταξινόμηση των αναγκαίων κρυπτογραφημάτων. Όμως η μέθοδος αυτή μπορεί να προσδιορίσει τη σημασία συνδυασμών σημείων εκτός της φθογγικής αξίας τους. Όσο για τα «σύνολα»,η αναγνώριση τους ήταν δυνατή,γιατί μια σειρά αριθμών αθροίζονταν στο κάτω μέρος των πινακίδων και οι λέξεις αυτές προηγούνταν του αριθμητικού αθροίσματος. Αυτή η μέθοδος συμπερασμού ονομάζεται συχνά «συνδυαστική», επειδή βασίζεται κυρίως στη μελέτη των ίδιων λέξεων σε διαφόρους συνδυασμούς. Με αυτήν καταλήγαμε σε μερικά πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με τη σημασία ή το είδος της σημασίας ορισμένων λέξεων. Αργότερα τα συμπεράσματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επανάληψη μιας ερμηνείας, αφού είναι τελείως ανεξάρτητα από φθογγικές αξίες. Αν π.χ. μια λέξη θεωρηθεί  με τη συνδυαστική μέθοδο ότι δηλώνει επάγγελμα και μεταγραφεί φωνητικά «βουκόλοι» ή κάτι σχετικό, τότε η ερμηνεία επιβεβαιώνεται. Σε αντίθετη περίπτωση  είναι «ύποπτη» παρερμηνείας.



Πέραν από αυτά, για μιαν επιτυχή έρευνα προαπαιτείται απόλυτη εξοικείωση με την εμφάνιση των σημείων, σε βαθμό να μπορεί ο ερευνητής να έχει κάθε στιγμή πρόχειρη στο μυαλό του την οπτική εικόνα σημείων ή και ολόκληρων πινακίδων, για να είναι σε θέση να αναγνωρίζει παρόμοια σημεία ή κείμενα. Ως τη στιγμή που δημοσιεύθηκαν οι πινακίδες της Πύλου, ο Βέντρις είχε κάνει άλλες διάφορες προεργασίες, όπως το ερωτηματολόγιο που έστειλε σε 12 επιστήμονες διεθνούς κύρους, σχετικά με το πρόβλημα κ.α.

Οι Πινακίδες της Πύλου

Οι «Πινακίδες της Πύλου» του Μπένετ έδωσαν νέα ώθηση στις προσπάθειές του. Χάρη στις πινακίδες εκείνες βγήκαν ορισμένα συμπεράσματα. Τρία σημεία επικρατούσαν στην αρχή των λέξεων: το 08 που ήταν διπλός πέλεκυς, το 61, πού ήταν θρόνος και σκήπτρο, και το 38.

Επειδή τα σημεία αυτά τα συναντούσε κανείς και στη μέση των λέξεων κάποτε, δεν μπορούσαν να είναι προσδιοριστικά αλλά συλλαβικά. Από συλλαβογραφική άποψη δινόταν μια πιο εύκολη λύση. Εάν ένα συλλαβάριο έχει συλλαβογράμματα, που αντιπροσωπεύουν μόνο απλά φωνήεντα και σύμφωνα ακολουθούμενα από φωνήεντα, τότε το σημείο ενός απλού φωνήεντος θα χρησιμοποιηθεί στη μέση μιας λέξεως μόνο, αν έρχεται αμέσως μετά από ένα άλλο φωνήεν.

Όλες οι λέξεις όμως  που αρχίζουν από φωνήεν  θα πρέπει αναγκαστικά να αρχίζουν με ένα σημείο απλού φωνήεντος. Η λέξη «αντίβιος», λέγει ο Τσάντγουϊκ, θα γραφόταν με τα επιπλέον φωνήεντα «α-νι-τι-βι-ο-σ(ο)». Τα απλά φωνήεντα χρησιμοποιούνται σπάνια στη μέση των λέξεων (όπως το -ο), αλλά συχνά στην αρχή (όπως το α), γιατί κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν πρέπει να αρχίζει με σημείο απλού φωνήεντος. Στη μέση των λέξεων τα περισσότερα φωνήεντα ακολουθούν σύμφωνα (όπως νι, τι, βι) και θα γραφούν με ένα συλλαβόγραμμα, που αντιπροσωπεύει ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν, ήταν λοιπόν δυνατό να συμπεράνει κανείς ότι τα τρία αυτά σημεία, το 08, το 61 και το 38 ή τουλάχιστον το 08 και το 38 ήσαν απλά φωνήεντα.

Ένα άλλο συμπέρασμα βγήκε από την παρατήρηση ότι το 78 βρισκόταν συχνά στο τέλος των λέξεων. Ο Βέντρις συμπέρανε ότι ήταν σύνδεσμος, που σήμαινε «και», κατ' αναλογία του κλασσικου «τε». Άλλα συμπεράσματα βγήκαν για λέξεις που παρουσιάζονταν με δύο διαφορετικές μορφές. Στη λέξη π.χ. 38-03-31-06-37, πού βρέθηκε σε δυο όμοιες επιγραφές, ο γραφέας από τη μία είχε σβήσει το 38 και το είχε αντικαταστήσει με το 28 (αυτό φάνηκε από τα ίχνη του πρώτου που δεν είχαν εξαφανισθή τελείως). Αναμφίβολα λοιπόν υπήρχε ανάμεσα στα 38 και 28.

Άλλες σχέσεις διαπιστώθηκαν ανάμεσα στα 03 και 11, 38 και 46, 44 και 70,14 και 42,51,60 και 76, 44 και 74. Ίσως εδώ να είχαμε λάθη των γραφέων. Μα, καθώς λέγει ο Τσάντγουϊκ, τα λάθη είναι παραπλανητικά αλλά κάποτε και αποκαλυπτικά, γιατί συνήθως ένα γράμμα ή μια ομάδα γραμμάτων αντικαθίστανται από ομόηχά τους.

Οι περισσότερες διαφορές όμως βρέθηκαν στις καταλήξεις. Ο Βέντρις προχώρησε πέρα από την Κόμπερ και ξεχώρισε διάφορους τύπους κλίσεως. Η λέξη π.χ. 08-39-32-59 σχηματίζει μιαν άλλη πτώση, που δοκιμαστικά πήρε το όνομα «γενική», με την προσθήκη του 61. Άλλα ουσιαστικά με το 36 κάνουν παρόμοια πτώση κ.λπ. Αυτά τα επιπλέον σημεία (36,61 ) μπορεί να ήσαν άσχετα πτωτικά μόρια (όπως γίνεται με την ιαπωνική γλώσσα ) ή και να ήταν καταλήξεις πτώσεων, (όπως γίνεται με την ελληνική ). Η ύπαρξη αρκετών διαφορετικών τέτοιων τύπων οδηγούσε στη δεύτερη εκδοχή.

Τον Αύγουστο του 1951 ο Βέντρις συνέταξε έναν κατάλογο 159 λέξεων από τίς πινακίδες της Πύλου, που έδειχνε αυτό, που θεωρούσε κλιτική μεταβολή. Από τον κατάλογο αυτό και από άλλους καταλόγους λέξεων της Κνωσού συγκέντρωσε πολλούς πιθανούς συνδέσμους μεταξύ σημείων, που είχαν το ίδιο σύμφωνο. Είπε τότε ότι, όσοι βρίσκονταν μερικές φορές σε διαφορετικές λέξεις, ήσαν τουλάχιστον πιθανοί. (Τέτοιοι σύνδεσμοι: 02 60,05 37, 06 30 52 κ.λπ.).  Σε μερικές περιπτώσεις η κλιτική μεταβολή φαίνεται να οφείλεται μάλλον σε αλλαγή γένους παρά σε άλλη πτώση.

Αυτό φαινόταν από τα ιδεογράμματα ΑΝΔΡΑΣ και ΓΥΝΑΙΚΑ. Από αυτό ό Βέντρις σχημάτισε τον εξής κατάλογο:



ΑΡΣΕΝΙΚΟ     ΘΗΛΥΚΟ

02                  60

12                  31

36                  57

42                  54


Αυτός ο πίνακας των γενών οδήγησε σε μια νέα σειρά συνδέσμων, με τους οποίους ο Βέντρις ασχολήθηκε το Σεπτέμβριο του 1951. Αν όλα τα αρσενικά σχηματίζουν το θηλυκό τους όμοια, συμπεραίνουμε ότι κάθε μια από τις δύο στήλες αποτελείται από σημεία που έχουν το ίδιο φωνήεν αλλά διαφορετικά σύμφωνα.

Τότε σχημάτισε έναν πίνακα, παρ' όλες τις δυσκολίες, που παρουσίαζε η περίπτωση, με τις πιο πιθανές και σταθερές σχέσεις. Κατένειμε τα σημεία σε στήλες σύμφωνα με την ιδιότητα των καταλήξεων. Ήδη αισθανόταν ότι η λύση δεν ήταν μακριά. Το επόμενο βήμα ήταν ο σχηματισμός από τον πίνακα αυτόν μιας πρόχειρης συλλαβικής «σχάρας»,  με όσες σχέσεις φαίνονταν σταθερές και πιθανές.

Το αποτέλεσμα ήταν η συγχώνευση των διαφόρων τύπων ώστε οι στήλες των φωνηέντων να περιορισθούν σε πέντε και οι σειρές των συμφώνων σε δεκαπέντε. Αργότερα αποδείχθηκε ότι οι κύριες γραμμές εδώ είχαν αρχίσει να διαγράφονται.

Μετά ο Βέντρις διόρθωσε τον πίνακα, αφού μελέτησε τις λέξεις, που στην ονομαστική κατέληγαν σε 10. Είχε παρατηρήσει ότι όλες σχημάτιζαν τις λέξεις τους όμοια. Το 10 γινόταν 42 στη «γενική» και 75 στην «προθετική». Αυτό τον οδήγησε σε μια νέα θεωρία: υπήρχαν ορισμένα όρια στα σημεία, που μπορούσαν να προηγούνται αυτής της καταλήξεως.

Σε αυτό θα μπορούσε εύκολα να δοθεί εξήγηση, αν η κατάληξη ακολουθούσε πάντα το ίδιο φωνήεν. Έτσι σχηματίσθηκε μια νέα σειρά σημείων, που είχαν κοινό φωνήεν και διαφορετικά σύμφωνα. «Αυτή ήταν μια θαυμάσια κίνηση, γιατί μόνο το σημείο 55 δεν τοποθετήθηκε σωστά», λέγει ο Τσάντγουϊκ.

 Ήδη ο Βέντρις αναζητούσε μια παρόμοια κατάληξη σε ελληνικές λέξεις προελληνικής προελεύσεως, όμως δεν απέκλειε τώρα πια  και την περίπτωση η κατάληξη εκείνη να βρισκόταν και στην ελληνική γλώσσα, αν και αυτό το τελευταίο το απέκλειε ακόμα. Τρόμαζε στην ιδέα πως όλοι οι προηγούμενοί του βρίσκονταν σε πλάνη και μόνο αυτός είχε βρει την αλήθεια. Έγραφε παρ' όλα αυτά ότι η ελληνική κατάληξη -ευς ήταν σχεδόν τελείως αντίστοιχη με την 10, όσον αφορούσε τη μεταβολή της.

Με τη «Σημείωση Εργασίας αρ. 19» (Μάρτιος του 1952) δείχνει να επιμένη ακόμη στην ετρουσκική. Αλλά η «Σημείωση Εργασίας αρ. 20» (Ιούνιος του 1952) τιτλοφορήθηκε: «Είναι οι πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου γραμμένες ελληνικά;».

Τα «Σκρίπτα Μίνοα II» ήσαν τώρα διαθέσιμα. Στη «Σημείωση» εκείνη ο Βέντρις ασχολήθηκε με τις «τριάδες» της Κόμπερ και πίστευε ότι οι λέξεις εκεί ήταν τοπωνύμια. Φαινόταν να μη θέλει ακόμη να ασχοληθεί σοβαρά με την απάντηση στο ερώτημα, που ό ίδιος είχε θέσει. Μια πόλη που υπήρχε πιθανότητα να αναφέρεται στα κείμενα της Κνωσού, ήταν η Αμνισός, το γειτονικό λιμάνι, που αναφέρει ο Όμηρος. Τα σύμφωνα -μ- ν θα έπρεπε να είναι γραμμένα με ένα επιπλέον φωνήεν  ανάμεσά τους, σύμφωνα με τα προηγούμενα συμπεράσματα (και επειδή  στη συλλαβογραφία κάθε σύμφωνο πρέπει να γράφεται μαζί με ένα φωνήεν). Έτσι θα είχε τη μορφή περίπου α-μι-νι-σο δηλαδή 08... 30.


Στις πινακίδες ήταν μια λέξη, μόνο μία, με αυτά τα σημεία. Είχε τις μορφές:



08-73-30-12       (απλή μορφή)

08-73-30-41-36    (επιθετική μορφή)

08-73-30-41-57            »     »

08-73-30-12-45    («τοπική μορφή»).



Αφού το 73 και το 30 έχουν το ίδιο φωνήεν επιβεβαιωνόταν η υπόθεση ότι ένα επιπλέον φωνήεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ανάμεσα στα σύμφωνα όμοιο με το επόμενο πραγματικό φωνήεν, δηλαδή μί-νι αντιστοιχεύσε σε -μνι.


Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην κυπριακή. Το 12 λοιπόν ήταν ίσως -σο και όλα τα ονόματα που καταλήγουν σε 12 αντιπροσωπεύουν τα κοινά τοπωνύμια, που καταλήγουν σε -σος ή -σσος. Αυτό επιβεβαίωνε την υπόθεση ότι το φωνήεν 2 της Σχάρας ήταν -ο.

Ένα άλλο πολύ κοινό όνομα ήταν το 70-52-12, που τώρα διαβάζεται ο-νο-σο. Εδώ εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι το πρώτο φωνήεν ήταν πρόσθετο και το πρώτο σύμφωνο ήταν -κ.

Έτσι υπήρχε η λέξη κον-νο-σο, που θα μπορούσε να σημαίνη Κνωσός. Άλλα σημεία υπετέθησαν για τυ-λι-σο (Τύλισσος), όχι όμως με βεβαιότητα. Μετά από άλλες συναφείς έρευνες ο Βέντρις εργάσθηκε πάνω στις λέξεις, που σήμαιναν «αγόρια» και «κορίτσια», στα «σύνολα», τα σημεία που υποδήλωναν άρματα κ.λπ. και, τελείωνε τη «Σημείωση», με τη δήλωση ότι υποψιαζόταν, ότι αν συνεχιζόταν έτσι ή ερμηνεία «ή θα έφθανε στο απροχώρητο ή θα κατέληγε σε ανοησίες».

Σε λίγο είδε ότι η «ελληνική λύση» ήταν πια αναπόφευκτη. «Αργά και με δυσκολία τα βουβά σημεία υποχρεώθηκαν να μιλήσουν και μίλησαν ελληνικά, παραμορφωμένα και λειψά βέβαια αλλά χωρίς αμφιβολία ελληνικά! » (Τσάντγουικ).

Ο κώδικας είχε «σπάσει». Αυτό το ένοιωσε ο Βέντρις τον Ιούνιο του 1952. Όσο μετέγραφε όλο και περισσότερα κείμενα, περισσότερες ελληνικές λέξεις εμφανίζονταν. Στα άγνωστα σημεία έδινε τώρα μια φθογγική αξία με τον ακόλουθο τρόπο: Αναγνώριζε μια λέξη που περιείχε μόνο ένα άγνωστο σημείο, και την αξία που τού έδινε τη δοκίμαζε σε άλλες λέξεις που το περιείχαν.

Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκαν οι ορθογραφικοί κανόνες και φάνηκε καθαρά πως η ερμηνεία βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Την εποχή αυτή ο Βέντρις προσκλήθηκε από το αγγλικό Ραδιόφωνο να μιλήσει με την ευκαιρία της εκδόσεως των Σκρίπτα Μίνοα II. Στο τέλος της ομιλίας του έκανε τη συγκλονιστική αληθινά δήλωση: «Τις τελευταίες εβδομάδες κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι οι πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου, πρέπει, παρ' όλα αυτά, να είναι γραμμένες ελληνικά η γλώσσα είναι δύσκολη και αρχαϊκή―500 χρόνια παλιότερη της ομηρικής και γραμμένη βραχυγραφικά― αλλά πάντως ελληνική».

Ανέφερε ότι είχε βρει τις λέξεις «ποιμήν», «κεραμεύς», «χαλκεύς», «χρυσοFοργός» και ερμήνευσε οκτώ φράσεις. «Νομίζω», κατέληξε, «ότι τώρα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να διαβασθούν αυτές οι επιγραφές ―οι αρχαιότερες της Ευρώπης― από άλλοτε, αλλά, όπως φαίνεται, υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά, ώσπου να συμφωνήσουμε όλοι με τη λύση του προβλήματος». Η δήλωση δεν έκανε μεγάλη εντύπωση.Η λέξη «χρυσοFοργός» όμως ήταν ένα ενθαρρυντικό σημείο. Το δίγαμμα (F) δεν υπήρχε στις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους της κλασσικής εποχής, αλλά θα έπρεπε να υπάρχει σε μιαν αρχαϊκή διάλεκτο, αφού ήταν γνωστό ότι η αποβολή του, όπως φαίνεται και στον Όμηρο, ήταν πρόσφατη.

Στο σημείο αυτό άρχισε σιγά-σιγά να συμφωνεί με τον Βέντρις και ο Τσάντγουϊκ. Ο Βέντρις σε συνέχεια συνέταξε ένα κατάλογο, για τον όποιο θα μπορούσαν να προταθούν αληθοφανείς ελληνικές αντίστοιχες λέξεις. Τον ονόμασε «Δοκιμαστικό Λεξιλόγιο» και περιέλαβε σε αυτόν 553 λέξεις μαζί με τα κύρια ονόματα. Ελάχιστες από τις λέξεις αυτές θεωρούνται τώρα λανθασμένες. Το σύνολο τους αποτέλεσε θεμέλιο για περαιτέρω έρευνες.

 Ήδη μπορούσαμε να διαβάσουμε φράσεις όπως: «ΠΥΛΟΣ ιερείας δούλαι ένεκα χρυσοίο ιεροίο ΓΥΝΑΙΚΕΣ 14». Το «ένεκα» είναι ανεξήγητο, γιατί μολονότι συμφωνεί με την κλασσική μορφή «ένεκα», οι γλωσσολόγοι έχουν συμπεράνει ότι ή αρχική μορφή της λέξεως ήταν «ένFεκα» και άρα η μυκηναϊκή μορφή της «έ-νυ-Fε-κα».

Η μορφή όμως αυτή άπαντα πολλές φορές, ώστε δεν υπάρχει περίπτωση λάθους. Ο Τσάντγουικ διερωτάται, μήπως το λάθος βρίσκεται στη μεριά των γλωσσολόγων. Το 1953 ο Βέντρις σε συνεργασία με τον Τσάντγουικ δημοσίευσε στο περιοδικό «Journal of Hellenic Studies» το επιστημονικό άρθρο (υπογραφόταν και από τους δυο) «Ενδείξεις ελληνικής διαλέκτου στα μυκηναϊκά αρχεία».

Ο τίτλος, καθώς μας πληροφορεί ο δεύτερος, ήταν με επιμέλεια διαλεγμένος ιδιαίτερα στη λέξη «μυκηναϊκά» αντί της «Γραμμικής Β», θέλησαν, λέγει, σκόπιμα να διατυπώσουν καθαρά ένα γεγονός, που είχαν αποφύγει ή παραλείψει σχεδόν όλοι, όσοι είχαν γράψει πάνω σ' αυτό το θέμα.


Ο όρος «μινωική» είχε καταργηθεί για την γραμμική Β από το 1939, αλλά συνήθως αγνοούσαν σκόπιμα το γεγονός ότι η Πύλος ήταν μυκηναϊκή και όχι μινωική τοποθεσία. Την πεποίθησή τους ότι η γραμμική Β περιείχε ελληνικά, συνόδευε και το αναπότρεπτο συμπέρασμα ότι η υστερομινωϊκή II περίοδος βρίσκει την Κνωσό να αποτελή μέρος του μυκηναϊκού κόσμου.

Η ανακάλυψη πινακίδων γραμμικής Β στις Μυκήνες το 1952, συνεχίζει ο Τσάντγουϊκ, ενίσχυσε την ορθότητα της εκλογής αυτής της ονομασίας. Το άρθρο έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Ενδείξεις» και το περιεχόμενό του χωριζόταν σε τμήματα. Στην αρχή παρουσιαζόταν η υπόθεση ότι η γραφή Β ήταν ελληνική και εξηγούνταν με συντομία οι αρχές της «Σχάρας».

Μια σελίδα περιείχε 233 λέξεις και προτάσεις με μηκηναϊκούς χαρακτήρες και με αρίθμηση. Η δοκιμαστική συλλαβική σχάρα έδινε τίς φθογγικές αξίες 65 σημείων (7 αμφίβολα). Μετά ακολουθούσαν οι υποτιθέμενοι κανόνες της μυκηναϊκής ορθογραφίας. Η βασική αρχή ήταν ότι η γλώσσα πρέπει να είναι γραμμένη με ανοικτές συλλαβές (σύμφωνο με φωνήεν). Όταν δύο ή περισσότερα σύμφωνα βρίσκονται στην αρχή μιας συλλαβής, διακρίνονται με διπλασιασμό του φωνήεντος, αλλά όταν ένα σύμφωνο βρίσκεται στο τέλος μιας συλλαβής και η επομένη αρχίζει με σύμφωνο, τότε παραλείπεται.

Συνοπτικά οι κανόνες ήταν οι ακόλουθοι:

Διακρίνονται 5 φωνήεντα (α, ε, ι, ο, υ) αλλά δεν χωρίζονται σε βραχέα και μακρά, όπως συμβαίνει και με τις πρώτες αλφαβητικές επιγραφές, στις οποίες ως τον 5οαί.π.Χ. δεν διακρίνεται το ε από το η ή το ο από το ω.
Το δεύτερο φωνήεν των διφθόγγων, που λήγουν σε -ι (αυ, ευ, ου) σημειώνεται.
Το δεύτερο φωνήεν των διφθόγγων, που λήγουν σε -ι (αι, ει, οι, υι) γενικά παραλείπεται, εκτός αν ακολουθεί φωνήεν, οπότε εμφανίζεται ως -j. Διατηρείται επίσης και στο αρχικό συλλαβόγραμμα -αι.
Η συνίζηση (συνεκφώνηση) του -ι και ενός άλλου φωνήεντος σημειώνεται γενικά με -j. Αυτή που ακολουθεί το -υ σημειώνεται με F. Οι φθόγγοι αυτοί παραλείπονται συνήθως στην αλφαβητική αρχαία ελληνική γραφή.
Υπάρχουν 12 σύμφωνα: -j (γιώτ): χρησιμοποιείται μόνο αντί για το -ι των διφθόγγων ή για συνιζήσεις F (δίγγαμμα): προφερόταν περίπου σαν -β, -δ, -μ, -ν, -σ: το -δ προφερόταν σαν -ντ, το- κ: -κ, -γ, - χ, το- π:-π, -β,-φ, το -τ:-τ, -θ, το -ρ:-ρ, -λ,- ζ: αβέβαιο ακόμα το πώς προφερόταν το q: μια σειρά φθόγγων που ονομάζονται χειλεοϋπερωϊκοί (κF, γF, χF). Μερικοί διατηρήθηκαν στα λατινικά, αλλά είχαν αποβληθεί τελείως από την ελληνική γλώσσα πριν από την κλασσική περίοδο. Στα ελληνικά της κλασσικής εποχής οι φθόγγοι αυτοί εμφανίζονται ανάλογα με τη θέση τους σαν -κ,-π,-τ, ή σαν τα αντίστοιχα μέσα και δασέα τους -γ,-β,-δ και -χ,-φ,-θ.Η ύπαρξη των φθόγγων αυτών στη προϊστορική ελληνική γλώσσα είχε υποτεθεί πολύ πριν.
Δεν υπάρχει σημείο για το δασύ πνεύμα, ούτε και διακρίνονται τα δασέα άφωνα (-χ,-φ,-θ) από τα αντίστοιχα τους μέσα και ψιλά.
Τα -λ,-μ,-ν,-ρ,-σ παραλείπονται όταν είναι τελικά και όταν προηγούνται άλλου συμφώνου (πο-με: ποιμήν, κα-κο: χαλκός, πα-τε: πατήρ). Αυτός ό εκπληκτικός κανόνας, μπορεί να διατυπωθή επιστημονικώτερα ως εξής: Τα μόνα τελικά σύμφωνα της ελληνικής γλώσσας (-ν,-ρ,-ς) παραλείπονται. Αυτό επεκτείνεται και στις μεσαίες κλειστές συλλαβές (δηλαδή πριν από άλλο σύμφωνο) και στα υπόλοιπα ημίφωνα (-μ,-λ).
Το αρχικό -σ παραλείπεται, όταν το ακολουθεί , σύμφωνο. Αυτός ό κανόνας επεκτάθηκε από τους Βέντρις - Τσάντγουϊκ και για το αρχικό F, αλλά αργότερα η επέκταση εκείνη αποδείχτηκε εσφαλμένη και οφειλόταν, καθώς λένε, σε λανθασμένες ετυμολογίες των λεξικών.
Σε συνδυασμούς συμφώνου με F σημειώνονται και τα δύο και το ενδιάμεσο φωνήεν είναι ή σαν το φωνήεν της επομένης συλλαβής ή -υ. Το -ρ όμως πριν από το F συνήθως παραλείπεται.
Όταν τα άφωνα (-δ, -κ, -π, -q, -τ) ακολουθούνται από σύμφωνο, γράφονται με ένα νεκρό φωνήεν, που είναι όμοιο με το φωνήεν της επομένης (σπάνια της προηγουμένης) συλλαβής (κυ-ρυ-σο: χρυσός). Παρόμοια γράφεται και το μν (α-μι-νι-σο : Αμνισός). Για τη γραφή τελικών συνδυασμών φωνηέντων χρησιμοποιούνται ειδικοί τρόποι (Fα-να-κα : Fαναξ).

Ύστερα στο άρθρο ακολουθούσε το μέρος, που έδειχνε τις παραλλαγές τις οφειλόμενες στο γένος. Προστίθετο ένας κατάλογος 100 προσηγορικών ονομάτων δηλωτικών επαγγέλματος. Οι «Ενδείξεις» τελείωναν με μια σύντομη εικόνα της μυκηναϊκής διαλέκτου. Το συμπέρασμα είχε ήδη διατυπωθεί:Η νέα διάλεκτος ήταν
Τονίσθηκε παράλληλα και η σχέση της με την αιολική. Το όνομα «Πρωτοαχαϊκή», που είχε τότε προταθεί , σήμερα απορρίπτεται με βάση τίς νεώτερες ανακαλύψεις. Το άρθρο τελείωνε με την προφητεία, που γρήγορα έμελλε να επαληθευθεί : «Οι πινακίδες θα ήσαν σημαντικά βοηθήματα στη μελέτη του Όμηρου». Η υποδοχή που έγινε στο άρθρο των Βέντρις - Τσάντγουϊκ ήταν περισσότερο αμφιβολίες και αντιρρήσεις και ελάχιστοι έπαινοι. Ο Μπένετ δήλωνε, πως είχε αρχίσει να ταλαντεύεται για το ποια μπορούσε να είναι ή αλήθεια. Ο Μπλέγκεν ωστόσο πήρε το μέρος των δύο ερευνητών.
Τα μυκηναϊκά κείμενα

Στα 1955 Βέντρις και Τσάντγουϊκ εκδίδουν ένα σύγγραμμα από 450 σελίδες με θέμα τη Γραμμική Γραμμή Β. Το τιτλοφόρησαν «Μυκηναϊκά Κείμενα». Ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη. Πρώτα σαν εισαγωγή πέντε κεφάλαια για την ανάγνωση, την ερμηνεία, τη γραφή, τη διάλεκτο και τα κύρια ονόματα, καθώς και μια περίληψη των γνώσεων για τον μυκηναϊκό πολιτισμό με βάση τη γραφή Β. Το κύριο μέρος του βιβλίου ήταν 300 πινακίδες επιλεγμένες από εκείνες της Κνωσού, της Πύλου και των Μυκηνών. Σχεδόν σε όλες δίνονταν ερμηνεία. Τέλος καταχωρίζονταν 630 λέξεις ξεχωριστές μυκηναϊκές με τις προτεινόμενες ερμηνείες τους. Υπήρχε επίσης και μια επιλογή ονομάτων προσώπων από τα πιο ενδιαφέροντα.

 Ο Τσάντγουϊκ αναφέρει στο βιβλίο του «Γραμμική Β» ότι πολλά ονόματα δεν είναι ελληνικού τύπου καΙ για το λόγο αυτό δεν μπορούσαν να τα συσχετίσουν με μεταγενέστερα. Σε πολλές περιπτώσεις όμως μπορούσαν να βρουν ένα όνομα που να ταιριάζει και συχνά περισσότερα. Μπορούσαν να είναι βέβαιοι για το όνομα που διάλεγαν μόνο, όταν υπήρχε σαφής αντιστοιχία στην ελληνική γλώσσα τής κλασσικής εποχής και το όνομα να ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε να αποκλείονταν οι παρερμηνείες (α-ρε-κυ-τυ-ρυ-Fο: Αλεκτρυων, ε-τε-Fο-κε-ρε-Fε-ι-ο:ΕτεFοκλεFέιος : Έτεοκλέους υιός κ.λπ.). Μετά τις εργασίες εκείνες των Βέντρις - Τσάντγουϊκ ακολούθησε κατακλυσμός μελετών και εκδόσεων.

 Ο Τσάντγουϊκ αναφέρει στο βιβλίο του 432 άρθρα, φυλλάδια ή βιβλία 152 συγγραφέων από 23 χώρες .Ένα χρήσιμο λεξιλόγιο με μεταφρασμένες λέξεις παρουσίασαν ο βούλγαρος Γκεόργκιεφ και ο Μερίγκι. Γάλλοι ερευνητές δημοσίευσαν μελέτες τους στο τόμο «Μυκηναϊκές Μελέτες» κ.λπ.

Στα χρόνια 1957 - 1958 ανακαλύφθηκαν στις Μυκήνες μερικά νέα θραύσματα πινακίδων. Το πιο ενδιαφέρον όμως εύρημα ήταν μια μεγάλη και σχεδόν πλήρης πινακίδα, που ανακαλύφθηκε το 1958. Το κείμενο αποτελείται από ονόματα προσώπων, μερικά από τα οποία αναφέρονται και σε άλλες πινακίδες των Μυκηνών. Πρόκειται, καθώς φαίνεται, για κατάλογο 24 γυναικών, τα περισσότερα ονόματα των οποίων δίνονται σε ζεύγη. Δύο από τα νέα ονόματα είναι από τα πολύ γνωστά: α-ρε-κα-σα-δα-ρα (Αλεξάνδρα) τε-ο-δο-ρα (Θεοδώρα).

Άλλες πινακίδες βρέθηκαν στην Πύλο ανάμεσα στα χρόνια 1956 και 1958. Ένα θραύσμα από αυτές  είχε ιδιαίτερη αξία, γιατί συμπληρώνει σπασμένη πινακίδα τής σειράς, που αναφέρει έπιπλα (θα αναφερθούμε σ' αυτή πιο κάτω). Το ίδιο θραύσμα δίνει και τρεις νέες λέξεις ακόμη ανερμήνευτες.

Στο βιβλίο του «Γραμμική Β» ο Τσάντγουϊκ δίνει ένα συμπλήρωμα με την ερμηνεία ορισμένων επιγραφών. Λέγει εκεί ότι η απόδοση στα κλασσικά αρχαία ελληνικά δεν είναι δυνατή, αφού μερικές λέξεις έχουν διαφορετική σημασία και πολλές άλλες έχουν διαφορετική μορφή. Μπροστά από κάθε ερμηνεία δίνει τα στοιχεία τής πινακίδας, έτσι τα ΠΥ και ΚΝ σημαίνουν αντίστοιχα Πύλος και Κνωσός. Η ΠΥ Ae 134 (31) έχει έτσι:

κε-ρο-Fο-   πο-με   α-σι-jα-jα    ο-πι τα-ρα-μα(τα)-ο   qε-το-ρο-πο-πι   ο-ρο-με-νο ΑΝΗΡ 1

ΚέροFος  ποιμήν  Ασιατία  οπί  Θαλαμάταο  τετρόπομφοι  ορόμενος ΑΝΗΡ 1

Ο  ποιμήν ΚέροFος προσέχει στην Ασιατία τα ζώα (τετράποδα) του Θαλαμάτα.

Είχε δοθεί, λέγει αλλού ο Τσάντγουϊκ, υπερβολική σημασία στις ατέλειες, που παρουσιάζει η μυκηναϊκή γραφή σε σύγκριση με την μεταγενέστερη κυπριακή. Τα μεταγενέστερα δημιουργήματα όμως συχνά παρουσιάζουν βελτιώσεις σε σύγκριση με τα αρχικά και δεν μπορούμε να κατακρίνουμε τους Μυκηναίους, επειδή οι λύσεις που έδωσαν στα προβλήματα πουγεννήθηκαν με την επινόηση της γραφής «δεν ήσαν πάντα οι λύσεις, πού θα πρότεινε μια υποεπιτροπή της UNESCO». Από την αρχή η ερμηνεία της Γραμμικής Β από τον Βέντρις υποβλήθηκε στην πιο προσεκτική δοκιμασία και κριτική.

Ο καθηγητής στο Παρίσι Σαντρέν παρ' όλες τις επιφυλάξεις επαίνεσε τον Άγγλο ερευνητή και παραδέχτηκε ότι ήταν υποχρεωμένος να αναθεωρήσει βασικές ιδέες του πάνω στο θέμα. Ο Σίττιγκ εγκατέλειψε τη θεωρία του και υποστήριξε τον Βέντρις. Ενθουσιασμένος φάνηκε και ο Σουηδός Νίλσον. Και ο Φρίντριχ από το Βερολίνο τον ίδιο. Ο Αμεριμανός Γκόλμπ παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του γρήγορα πείσθηκε. «Οι επιστήμονες ήταν έτοιμοι πια να πάρουν την εργασία μας σαν θεμέλιο και πάνω του να χτίσουν» (Τσάντγουϊκ).

Ο καθηγητής από το Εδιμβούργο Α. Μπίιτη αντίθετα έκανε δυσμενή κριτική. Παραδέχτηκε ότι πολλές λέξεις και προτάσεις είχαν Ικανοποιητικό νόημα, αλλά «δεν γνώριζε, αν ό Βέντρις χρησιμοποίησε αυτές τις λέξεις από την αρχή, για να δώση αξίες σε διάφορα σημεία». Τον αντέκρουσε οΤσάντγουϊκ. Δεν έχει σημασία, λέγει, ποιες λέξεις μεταγράφονται. Νόημα θα βγει μόνο, αν οι αξίες έχουν δοθεί σωστά. Παραθέτει έναν πίνακα λέξεων, όπου όλες οι αξίες υπάρχουν τουλάχιστον δυο φορές και κάθε λέξη έχει αληθοφανές νόημα με τα συμφραζόμενα της.

Αποδείχνει έτσι ότι οι λέξεις, που σχηματίζονται δόθηκαν σωστά. Ο καθηγητής Γκρούμαχ εξ αλλού από το Βερολίνο διερωτήθηκε, μήπως οι κανόνες ορθογραφίας ήταν απλά «μια βολική επινόηση», για να βρίσκει κανείς σε ξένες λέξεις, ελληνικές.

Σε απάντηση ο Τσάντγουϊκ έδωσε έναν πίνακα λέξεων, που συνοδευόταν από οφθαλμοφανή ιδεογράμματα. Απέναντι δηλαδή από κάθε λέξη υπήρχε το ιδεόγραμμα, το όνομα του οποίου μάς έδινε η ίδια η λέξη.


Μια άλλη αντίρρηση ήταν ότι δεν φαινόταν πιθανό να γράφηκαν οι λέξεις δυο φορές, μια με συλλαβογράμματα και μια με ιδεογράμματα. Αυτό, λέγει ο Τσάντγουϊκ, είναι σωστό, όσον αφορά στις πραγματικές ιδεογραφικές γραφές. Αν όμως το σχεδιάγραμμα ενός αντικειμένου δεν είναι αρκετό για να εννοηθεί το αντικείμενο, χρειάζεται ίσως να προστεθεί και κάποιος ακριβέστερος ορισμός. Ένα σχεδιάγραμμα μπορεί να παρουσιάζη με ευκρίνεια ένα αγγείο, χωρίς όμως να δηλώνη το μέγεθος του. Με την παράθεση του ονόματος του, αποφεύγεται η σύγχιση και η μέθοδος αυτή δεν είναι η μόνη, αφού μερικές φορές το όνομα συντέμνεται σε μια μόνη συλλαβή και σχεδιάζεται μέσα στο ιδεόγραμμα.  Υπάρχει π.χ. ένα ιδεόγραμμα αγγείου στις πινακίδες της Κνωσού, που μοιάζει με το δι-πα της Πύλου, στο όποιο είναι γραμμένο το συλλαβόγραμμα -δι. Εξ άλλου μια εικόνα εγγυάται τη σωστή ανάγνωση μιας λέξεως.

Άλλο επιχείρημα είναι ότι τα ιδεογράμματα δεν χρησιμοποιούνται ποτέ σαν συστατικά μέρη της πρότασης. Χρησιμοποιούνται μόνο με αριθμούς, π.χ. «ο Χ και ο Ψ, ΑΝΔΡΕΣ 2». Πιο κάτω ο ερευνητής καταφεύγει στην περίπτωση των κλίσεων: Στον Όμηρο διατηρείται η παλιά κατάληξη της γενικής των ονομάτων, που λήγουν σε -ος, -οιο. Στη μυκηναϊκή γραφή έχομε ονομαστική δο-ε-ρο (δούλος) και γενική δο-ε-ρο-jο. Στην ομηρική έχομε κατάληξη -φι, που δηλώνει όργανο η τόπο. Στη μυκηναϊκή βλέπομε α-νι-jα-πι (ανίαφι: με ηνία), πο-νι-κι-πι (με φοίνικες), πα-κι-jα-πι (στους Πακιάνας: τοπωνύμιο).

Άλλο επιχείρημα κατά της ερμηνείας ήταν ότι με τα διφορούμενα τής γραφής η ανάγνωση θα ήταν αδύνατη. «Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί, λέγει ο Τσάντγουϊκ, ότι εμείς δυσκολευόμαστε πολύ να τη διαβάσουμε. Δε νομίζω όμως ότι ένας μορφωμένος Μυκηναίος θα συναντούσε τις ίδιες δυσκολίες». Η αντίρρηση στηρίζεται στο γεγονός ότι ένα σημείο μπορεί να αντιπροσωπεύει πολλές συλλαβές, όπως το κα, που μπορεί να διαβασθή κα, γα, χα, και, καλ, κασ, καμ,καν κ.ο.κ.

Ο μυκηναίος αναγνώστης δε θα δυσκολευόταν να αποκλείσει τις πιθανές αναγνώσεις, που δεν έδιναν μυκηναϊκές λέξεις. Ακόμη και όταν είχε να διαλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων αναγνώσεων που είχαν νόημα, θα διάλεγε ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Ο αναγνώστης που θα έβλεπε τη λέξη δι-πα δεν θα έψαχνε να βρει  όλες τις πιθανές αναγνώσεις των δύο σημείων, όπως και στη σύγχρονη γλώσσα, όταν είναι κεφαλαία, δεν ψάχνουμε για τον τόνο.

Μια ασήμαντη περιπλοκή είναι καθαρά αποτέλεσμα του συστήματος μεταγραφής. Είναι αλήθεια ότι το σημείο που μεταγράφουμε μπορεί να διαβάζεται και γα ή χα άλλα για τον αναγνώστη εκείνης της εποχής δεν θα μπορούσαν να σημαίνουν τίποτα όλα αυτά. Γι' αυτόν ήταν απλά ένας ουρανισκόφωνος φθόγγος, το δε ποιόν της πνοής, που θα συνόδευε την προφορά του προσδιοριζόταν από τα συμφραζόμενα.

Άλλοι επικριτές: η καθηγήτρια από το πανεπιστήμιο της Κολούμπια Τζ. Χένλι, ο καθηγητής Άιλερς,  που ακολουθεί τα επιχειρήματα των Μπίιτη - Γκρούμαχ. Το κύριο σημείο του είναι ότι η γραφή είναι πολύ δύσχρηστη για ικανοποιητική χρήση και ότι σε σύγκριση με σύγχρονες της γραφές της Εγγύς Ανατολής υστερεί.

Η απάντηση ήταν ότι, όσο η γραμμική Β παρέμενε έτσι όπως την ξέραμε, δηλαδή μια γλώσσα που εχρησιμοποιείτο μόνο σε λογαριασμούς πάνω σε πηλό και σπάνια για σύντομες επιγραφές σε αγγεία, δεν έπρεπε να κατακρίνουμε τους μυκηναίους, επειδή δεν είχαν επινοήσει ένα σύστημα γραφής εξ ίσου αποτελεσματικό με τα συστήματα γραφής των γειτόνων τους της Ανατολής.

Ο Ρόζενκρατς όμως ανακίνησε τη θεωρία του καθηγητή Γκεόργκιεφ, ότι η ατελής γραφή της γραμμικής Β αντιπροσωπεύει ατελή προφορά, ώστε η αποβολή των τελικών συμφώνων να θεωρείται αποτέλεσμα των φωνητικών μεταβολών και όχι απλά τρόπος ορθογραφίας.Η σκέψη αυτή από πρώτη όψη φαινόταν δελεαστική. Αν η μορφή τε-ο σήμαινε θεό και χρησιμοποιούνταν αδιάφορα σαν ονομαστική, αιτιατική ή δοτική της λέξεως θεός, τότε αυτόματα υπερνικούμε μια μεγάλη δυσκολία, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούμε και ένα σοβαρό πρόβλημα. Αν οι Μυκηναίοι έλεγαν θεό αντί θεός, θεόν, θεώ, θα αντιμετώπιζαν μια γλωσσολογική σύγχιση και οπωσδήποτε θα είχαν επινοήσει άλλους γραμματικούς τρόπους, για να επιτύχουν κάποια ισορροπία. Αν η θεωρία εκείνη ήταν σωστή, θα είχε συνέπειες σοβαρές και για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αν οι Μυκηναίοι παρέλειπαν τα τελικά σύμφωνα, η γλώσσα τους θα έπρεπε να είχε εξαφανισθεί, χωρίς μάλιστα να αφήση ίχνη, πριν από τους ιστορικούς χρόνους.

Όλες οι ελληνικές διάλεκτοι της ιστορικής περιόδου, ξεχωρίζουν τις τρεις πτώσεις της λέξεως θεός. Ένα ακόμη πιο πειστικό επιχείρημα του Τσάντγουϊκ ήταν και το εξής: Αν θεωρούσαμε τις ατέλειες τρόπο ορθογραφίας και ότι τα τελικά σύμφωνα -ς, -ν, όπως και το- ι των διφθόγγων προφέρονταν αλλά δεν γράφονταν, τότε βλέπομε ότι οι πτώσεις της μυκηναϊκής διαλέκτου ταιριάζουν απόλυτα με τους τύπους πού είχαν προβλέψει ο Βέντρις και αυτός. Η γενική θεοϊο στον Όμηρο παρουσιάζει την επιπλέον συλλαβή που περίμεναν: τε-ο-ο.

Την ερμηνεία επέκρινε και ο καθηγητής Α. Τσοπανάκης. Η χρησιμότητα της ερμηνείας της γραμμής Β δεν άργησε να φανεί: Πρώτα - πρώτα οι ίδιοι οι ερευνητές Βέντρις - Τσάντγουϊκ, μας έδωσαν και τα πρώτα ιστορικά στοιχεία από τη ζωή στη Μυκηναϊκή Ελλάδα, έτσι καθώς έβγαιναν μέσα από τα κείμενα των πινακίδων. Και αλήθεια στο σημείο τούτο ακριβώς βρίσκεται η κολοσσιαία σημασία του γεγονότος: Ένας ολόκληρος κόσμος, ο Μυκηναϊκός, που πριν την ερμηνεία της γραφής τυλιγόταν στο μισοσκόταδο του μύθου, πέρασε στην Ιστορία.

«Οι σημερινοί Έλληνες», γράφει ο Τσάντγουϊκ, «μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι για τον αρχαιότατο πρόγονό τους, που επινόησε με τη βοήθεια της κρητικής γραφής την πρώτη ελληνική γραφή. Έχει σωστά ειπωθεί ότι με την ανάγνωση και την ερμηνεία της προστέθηκαν στην ελληνική ιστορία 400 περίπου χρόνια». Μέσα στις πινακίδες καθώς ανέλυσαν οι δυο ερευνητές, περιέχονται αξιόλογα στοιχεία για τους οικιακούς θεσμούς της προϊστορικής Ελλάδος. Φυσικά χρειάζονται πληρέστερα κείμενα, που οπωσδήποτε δεν υπάρχουν.

Το σημαντικώτερο πάντως γεγονός, που βγήκε από τον τιτάνιο αυτό άθλο, είναι ότι οι Μυκηναίοι ήσαν  Έλληνες. Γνωρίζομε τώρα και τι είδους Έλληνες ήσαν. Δεν ήσαν Δωριείς ή Αιολείς. Ο Όμηρος τους ονόμασε Αχαιούς. Το «Έλληνες» ήταν μεταγενέστερο, δεν υπήρχε ακόμη. Το πώς ονόμαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους παραμένει άγνωστο. Πάντως οι πιο κοντινοί τους συγγενείς φαίνεται να ήσαν, τουλάχιστον από γλωσσολογική άποψη, οι Αρκάδες και οι Κύπριοι και μετά οι Ίωνες.

Τα θέματα των πινακίδων είναι για στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα, για κωπηλάτες, για τις τάξεις των γαιοκτημόνων, για τους δούλους. Πολλές πινακίδες προσδιορίζουν άνδρες ή γυναίκες με το επάγγελμά τους και έτσι μπορούμε να σχηματίσουμε κάποιαν ιδέα για την πολύπλοκη ζωή στην πόλη και για τίς ειδικευμένες εργασίες. Αναφέρονται τα πολύτιμα μέταλλα της εποχής, ονόματα αγγείων, ονόματα επίπλων, περιγράφονται τραπέζια και θρόνοι. Δίνονται στοιχεία για την αγροτική ζωή και την κτηνοτροφία, για τίς ανταλλαγές και την οικονομία γενικότερα.

Μια σειρά πινακίδων έχουν θέμα τους κάτι, πού διαβάζεται σαν ο-κα (ίσως στρατιωτική μονάδα).Η  πρώτη από αυτές τελειώνει κάθε φορά τα μέρη της με τη φράση: «καί μαζί τους (είναι) ο Επέτης τάδε». Οι «Επέται» φαίνεται να ήσαν σημαντικά πρόσωπα, ίσως ακόλουθοι του Fάνακτος». Κάθε στρατιωτική μονάδα, έχει και έναν αξιωματικό του βασιλιά. Ο Τσάντγουϊκ νομίζει ότι καθήκον του Επέτου ήταν η τήρηση της επαφής μεταξύ της μονάδος του και του αρχηγείου. Αυτό γινόταν με τη βοήθεια του άρματος του. Αν αυτό είναι σωστό, αρχίζει να σχηματίζεται η  εικόνα του βασιλιά της Πύλου, που οργανώνει ένα γρήγορο σύστημα συναγερμού. Το μήκος της ακτής είναι μεγάλο και δεν είναι σε θέση να απόκρουσει μιαν απόβαση σε οποιοδήποτε σημείο της. Αν όμως πληροφορηθεί αμέσως την τοποθεσία μπορεί να συγκεντρώσει  το στρατό του για την απόκρουση των εισβολέων.


Τα προφυλακτικά όμως αυτά μέτρα κάποτε αποδείχθηκαν ατελέσφορα και ήρθε η καταστροφή. Η καταστροφή του ανακτόρου ήταν βίαιη, αλλά η διατήρηση των πήλινων πινακίδων οφείλεται στην πυρπόλησή του. Το γεγονός ότι και στις τρεις τοποθεσίες, όπου έχουν ανακαλυφθεί  πινακίδες, τα ανάκτορα καταστράφηκαν από πυρκαγιά, δεν οφείλεται σε σύμπτωση. Για τις συνθήκες, υπό τις όποιες έγινε ή επίθεση και για την τύχη των κατοίκων δεν γνωρίζομε απολύτως τίποτα.

Οι αρχαιολόγοι έχουν τοποθετήσει την καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού διακόσια περίπου χρόνια νωρίτερα, αλλά οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο αρχεία (πινακίδες της Κνωσού και πινακίδες Πύλου) είναι τόσο μεγάλες, ώστε πολλοί διερωτώνται, μήπως εδώ έχει γίνει λάθος. Μερικά από τα κρητικά τοπωνύμια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία. Σε αρκετά αναγνωρίσθηκαν γνωστές τοποθεσίες της ιστορικής περιόδου, όπως: Αμνισός, Άπταρα, Δίκτη, Ίναρος, Κνωσός, Κυδωνία, Λατώ, Λύκτος, Τύλισσος, Φαιστός κ.λπ. (Ο Όμηρος αναφέρει ότι το νησί είχε 90 ή 100 πόλεις). Πολλά στοιχεία δίνονται για τον οπλισμό του στρατού.

Χαρακτηριστικό της εποχής είναι το ελαφρό άρμα, που σύρεται από ένα ζευγάρι άλογα και μεταφέρει δύο άτομα. Άν κρίνουμε από τις καλλιτεχνικές παραστάσεις, αυτά ήταν και ειρηνικά και πολεμικά. (Ειρηνικό π.χ. φαίνεται να είναι εκείνο από την τοιχογραφία της Τυρίνθου: δυο γυναίκες οδηγούν ένα άρμα ίσως σε κυνήγι). Υπήρχαν και τα επίσημα άρματα (βρέθηκαν σκελετοί τους με επιστρώσεις από ελεφαντοστούν και με πολυπλοκώτερα εξαρτήματα).

Μια άλλη σειρά πινακίδων από την Κνωσό είναι κατάλογοι της δύναμης των πολεμικών αρμάτων. Το σύνολο των ιδεογραμμάτων των αρμάτων είναι 82. Το άρμα οδηγούσε ένας «ανιόχος», ώστε ο δεύτερος επιβάτης πολεμούσε ανενόχλητος.  Η επέλαση τόσων αρμάτων θα παρουσίαζε τρομακτικό θέαμα και κάτι τέτοιο αναφέρει και ο Όμηρος: Ο Νέστωρ προτείνει μια παρόμοια επέλαση, αναφέροντας όμως ότι δεν συνηθίζεται πια. Επειδή οι ελιγμοί πυκνών σχηματισμών αρμάτων θα απαιτούσαν ανοικτό έδαφος μάλλον θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν για μεταφορά οπλιτών και όχι σε μάχη.

 Ένα μάλλον περίεργο χαρακτηριστικό είναι η απαρίθμηση τροχών Επετών (εq Fέσια, ένν. άρματα). Αυτό σημαίνει πως οι αρματηλάτες, ή τουλάχιστον οι πιο πολλοί από αυτούς, ήσαν Επέται. Η ομοιότητα του ονόματός τους (ε-qε-τα) με την λέξη ι-qο (ίππος, έquuς) έκανε μερικούς να τους ταυτίσουν με τους ομηρικούς ιππότες (ιππότα). Το άρμα ονομάζεται ι-qo-ja (ιππία).

Από την μελέτη των επιγραφών σχηματίζουμε αρκετά σαφή ιδέα για την πανοπλία των πολεμιστών και για το σχήμα του κάθε εξαρτήματος (περικεφαλαία, θώραξ κ.λπ.). Τα όπλα των αρματηλατών ήσαν  δόρατα με ξύλινο κοντάρι και χάλκινη αιχμή (έγχεα χαλκάρεα). Στις παραστάσεις των πανοπλιών όμως υπάρχουν δύο κενά: δεν φαίνονται κνημίδες αλλά ούτε και ασπίδες. Ελπίζεται  όμως ότι τελικά θα ανακαλυφθούν πινακίδες με παραστάσεις ασπίδων.

Εξ άλλου η Κνωσός και η Πύλος φαίνεται να ήσαν μοναρχίες, γιατί και στα δυο μέρη αναφέρεται  η λέξη «Fάναξ» χωρίς άλλες λεπτομέρειες, πράγμα πού υποδηλώνει ότι επρόκειτο για έναν μόνο βασιλιά. Όμως ό ίδιος τίτλος φαίνεται να χρησιμοποιείται και για θεούς. Αλλά το ότι ήταν μοναρχίες φαίνεται και από τα λαβυρινθικά ανάκτορα, πού ανασκάφηκαν. Ο τίτλος «ΛαFαγέτας» φαίνεται να ανήκε στον αρχιστράτηγο. Η ίδια πινακίδα, που μας δίνει αυτές τις πληροφορίες, αναφέρει και δυο άλλες τάξεις γαιοκτημόνων. Ο θεσμός της γαιοκτησίας μπορεί να αναλυθεί με ορισμένες λεπτομέρειες, εκτός όμως από τα χειροπιαστά στοιχεία τα υπόλοιπα είναι αποτελέσματα εικασιών. Η γη χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε κε-κε-με-να (κάτι σαν «κοινή») και σε κι-τι-με-να: κτιμένα (κάτι σαν «ιδιωτική»).

Κάθε χωριό της Πύλου φαίνεται πως έχει έναν τοπικό αξιωματούχο με το όνομα κο-ρε-τε (ίσως κάτι σαν «πρόεδρος κοινότητας»).  Μερικοί τοπικοί άρχοντες είχαν ένα είδος γερουσίας. Το κατώτερο στρώμα της κοινωνίας αποτελούσαν οι δούλοι. Για την κατάσταση των δούλων και τις σχέσεις τους με τους δουλοκτήτες δεν γνωρίζουμε. Ένας περίπλοκος κατάλογος της Πύλου αναφέρει πάνω από 600 γυναίκες και έναν ανάλογο αριθμό παιδιών. Από πολλά σημάδια φαίνεται ότι πρόκειται για δούλες. Μερικές ονομάζονται «λαFιαιαι» (αιχμάλωτες) και σε πολλές ανατίθενται οι βαριές δουλειές (άλεσμα, νεροκουβάλημα, γνέσιμο κ.λπ.).

Πιο ενδιαφέρουσες από τις ασχολίες τους είναι οι περιγραφές τους, που προδίδουν τη προέλευσή τους. Τρία τέτοια επίθετα αναφέρονται στη Λήμνο, την Κνίδο, τη Μίλητο. Επαγγέλματα αναφέρονται πολλά,  όπως γνέστρες, λαναρίστρες, υφάντριες,  ράφτρες αλλά και ξυλουργοί,  χτίστες, ναυπηγοί,  μολυβδάδες κ.λπ. Από τα πολύτιμα μέταλλα αναφέρονται ο χρυσός και ό άργυρος.

Για το πόσο είχαν ειδικευθεί τεχνίτες και επαγγέλματα μαρτυρεί η ύπαρξη τοξουργών και «αλειφαζόων» (αρωματοποιών). Αναφέρονται τρία «αλείφατα» (αρώματα): «ρόδον», «κύπειρος», «σφάκος» (φασκόμηλο). Την ύπαρξη κεραμέων μαρτυρεί και ο όγκος των πασίγνωστων αγγείων.

Υπάρχει μια σειρά πινακίδων της Πύλου, που εύγλωττα μαρτυρούν τη δεξιοτεχνία των επιπλοποιών. Αναφέρονται εκεί κανάτες, τρίποδες, πίθοι, φαράσια, βούρτσες, τσιμπίδες, κουτάλια, σφυριά κ.λπ. Για τα τραπέζια και τους θρόνους γίνεται Ιδιαίτερη περιγραφή. Δίνεται π. χ. η εξής περιγραφή θρόνου: «Ένας εβένινος θρόνος με φιλντισένια πλάτη, στην οποία είναι σκαλισμένοι δύο γρύφοι(;), ένας άνδρας και μοσχάρια». Άλλη περιγραφή : «Ένα υποπόδιο με φιλντισένια επίστρωση σκαλισμένη με έναν άνθρωπο, ένα άλογο, ένα χταπόδι, και ένα φοίνικα».

Η οργάνωση της αγροτικής ζωής είναι πιο απλή. Οι ποιμένες, οι βουκόλοι και γιδοβοσκοί δείχνουν ποια είναι τα κατοικίδια ζώα. Μεγάλη έκταση πρέπει να είχε στην Κρήτη η προβατοκομία. Τα βόδια ήσαν λίγα και τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για υποζύγια. Συχνά ονομάζονται «Fεργάται» και μερικά έχουν ονόματα το καθένα δικό του. Υπήρχαν και χοίροι. Υπάρχει κατάλογος με 35 χοίρους, που τρέφονταν στην περιοχή της Πύλου. Κάπου αναφέρονται ελάφια, θα είναι όμως θηράματα. Το κυνήγι θα γινόταν με σκύλους. Μια πινακίδα αναφέρει και «όνους».

Βάση της τροφής θα ήταν, καθώς φαίνεται, τα δημητριακά. Με ιδεογράμματα δείχνονται το σιτάρι και το κριθάρι. Η  μέτρηση και το άλεσμα γίνονταν από γυναίκες, το ψήσιμο από άνδρες. Οι μυκηναίοι έτρωγαν ψωμί, χυλό κ.α. Ένας κατάλογος από τις Μυκήνες αναφέρει σέλινο, κύμινο, κύπειρο, μάραθο, δυόσμο, σουσάμι κ.λπ. Το τυρί τρωγόταν πολύ, επίσης τα σύκα, το λάδι και οι ελιές. Ζυθοπότες δεν φαίνεται να ήσαν. Το μέλι αντίθετα το συναντούμε πολλές φορές.

Στο ερώτημα από πού προερχόταν όλος αυτός ο πλούτος ακόμη δεν μπορεί να δοθεί μια επιστημονική απάντηση. Πάντως οι λαφυραγωγίες και οι αιχμαλωσίες ήσαν χωρίς άλλο μια από τις πηγές. Νόμισμα δεν υπήρχε ούτε ακόμη εντοπίσθηκε κάποιο προϊόν, με το όποιο θα μπορούσε να εκφρασθεί η αξία διαφόρων πραγμάτων. Τα διάφορα λοιπόν προϊόντα θα μετριούνται κατά είδη.


Υπάρχει παντελής έλλειψη πράξεων, που θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε πληρωμές.  Δύο σειρές κειμένων, η μια απ' την Κνωσό και η άλλη από την Πύλο, δείχνουν αυτού του είδους τις συναλλαγές. Η πρώτη αναφέρει πρόβατα σε χιλιάδες, η άλλη μιλάει για τον υπολογισμό των κύριων χωριών σε έξη προϊόντα.


Η πιο περίεργη παράλειψη του καταλόγου των μυκηναϊκών ασχολιών είναι οι γραφείς. Επειδή αυτό δεν μπορούσε να είναι δυνατό, η λέξη που θα υποδηλώνει το επάγγελμα του γραφιά δεν θα μοιάζει με την κλασσική και θα βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε κείνες, που δεν έχουν ακόμη ερμηνευθεί.

Ένα άλλο θέμα είναι η θρησκεία. Με βάση τις πινακίδες, που ανακαλύφθηκαν, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για το ρόλο που έπαιζε η θρησκεία στην καθημερινή ζωή των μυκηναίων. Οι ειδικοί όμως δηλώνουν ότι η αναγνώριση ενός θεϊκού ονόματος δεν είναι απλό πράγμα και τα μόνα ονόματα, που μπορούν να θεωρηθούν σίγουρα, είναι αυτά που αναγνωρίζονται σαν αντίστοιχα των ονομάτων της κλασσικής περίοδου, δηλαδή ο Ζευς και η Ήρα (ζευγάρι), οι Ποσειδών, Έρμης, Αθηνά, Άρτεμις, Παιάν.

Δημιουργείται ένα πρόβλημα με τις αφιερώσεις της Κνωσού «πάσι θεοίς». Γιατί η πανθεϊστική λατρεία ήταν άγνωστη πριν από την ελληνιστική περίοδο. Εξ άλλου η λατρεία των ανέμων ήταν μια άλλη περίεργη συνήθεια, αλλά όχι και άγνωστη. Σε μια περίπτωση διαβάζαμε «Αθάνα πότνια», έκφραση που θυμίζει κάπως την ομηρική χρήση αυτού του τίτλου με ονόματα θεών. Αναγνωρίζεται και ένα πλήθος δευτερευουσών θεοτήτων. 0ι θεοί αναφέρονται με μια ιδιότητα μόνο: σαν παραλήπτες προσφορών.

Οι μυκηναϊκές πινακίδες σχεδόν δεν αναφέρουν πουθενά χρονολογία. Οι ελάχιστες πουέχουν χρονολογία, συνήθως θρησκευτικές, έχουν μόνο το όνομα του μήνα. Στην Κνωσό αναφέρονται τα ονόματα έξη μηνών και στην Πύλο δύο. Μόνο ένα όνομα από αυτά (από την Κνωσό) αναφέρεται και στην αρκαδική. Υπάρχουν βέβαια σημειώσεις όπως «τώτο Fέτος» (φέτος), «άτερον Fέτος» (του χρόνου), «περυσινFός». Οι όροι αυτοί βέβαια δεν είχαν σημασία, εκτός αν οι πινακίδες διατηρούνταν μόνο για ένα έτος και θα μπορούσε να υπόθεσει κανείς, ότι οι χρονολογίες κρατούνταν στις αρχειοθήκες. Από διαφόρους όμως υπολογισμούς και δεδομένα φαίνεται ότι δεν υπήρχαν παλιά αρχεια και  ότι όλες οι πινακίδες κάθε τοποθεσίας γράφηκαν σε ένα διάστημα το πολύ δώδεκα μηνών.

Το είδος της γραμμικής γραφής Β βρέθηκε μόνο σε πήλινες πινακίδες. Καμμιά επιγραφή της Β δεν βρέθηκε σε πέτρα (της Α αντίθετα έχουμε σε πέτρα). Ούτε και σε ταφόπετρα ούτε και σε πλάκα από δημόσιο κτίριο με το όνομα του θεμελιωτή.

Η γνώση της γραφής δεν ήταν γενικευμένη στο λαό αλλά και δεν περιοριζόταν στις τρεις τοποθεσίες, όπου βρέθηκαν επιγραφές. Γιατί υπάρχουν και ενεπίγραφα πιθάρια με την ίδια γραφή από τέσσερις άλλες τοποθεσίες. Εκείνα από τη Θήρα μάλιστα είναι βεβαιωμένο ότι κατασκευάσθηκαν από εντοπίους. Οι επιγραφές των πιθαριών εδώ είναι κυρίως ονόματα, πιθανώς του κατασκευαστή ή του ιδιοκτήτη. Δεν είναι αφιερώματα («τίποτα δεν δείχνει ότι οι μυκηναίοι θεωρούσαν τους θεούς τους εγγράμματους, ώστε να απευθύνονται σε αυτούς από επιγραφές» Τσάντγουϊκ).

Τελικά καταλήγουν οι ειδικοί στο συμπέρασμα ότι Η γραφή εχρησιμοποιείτο σε αρκετά μεγάλη κλίμακα για τη διοίκηση, αλλά δεν είχε κάνει μεγάλη πρόοδο έξω από τους γραφειοκρατικούς κύκλους. Μάλιστα από το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή η γραφή είχε στενές σχέσεις με τη βασιλική διοίκηση, εξηγείται και η εξαφάνισή της μετά τις ταραχές, που κατέστρεψαν τα ισχυρά συγκεντρωτικά βασίλεια.

Οι αρχαιολόγοι αναρωτιούνται, γιατί δεν βρέθηκαν και πινακίδες με διαφορετικό περιεχόμενο, όπως λ χ. επιστολές, λογοτεχνικά κείμενα ή ό,τιδήποτε άλλο, που να μην έχει σχέση με λογαριασμούς και παρόμοθια.

Σήμερα μερικοί από τους μελετητές λένε ότι ό Όμηρος περιέχει πλήθος μηκυναϊκών στοιχείων, άλλοι ότι τα στοιχεία αυτά είναι ελάχιστα. Οι έρευνες οπωσδήποτε βρίσκονται στην ανάπτυξή τους. Μετά την ερμηνεία της γραφής Β μένουν ακόμα πολλά να γίνουν, για να ολοκληρωθεί το έργο. Και στον αρχαιολογικό και στον γλωσσολογικό τομέα.

Η επίδραση της ανακάλυψης του Βέντρις εξακολουθεί και μάλιστα επεκτείνεται και σε άλλους τομείς. Έτσι έχουμε μελέτες των καθηγητών Σαντρέν, Παρκέ, Τσεμερένσυ, Γκάθρι, Γκρέι για τη συμβολή που είχε η ανάγνωση της Γραμμικής Β στις ομηρικές μελέτες,  στην ελληνική ιστορία,   στην ελληνική γλώσσα, στην ελληνική θρησκεία,  στην ελληνική αρχαιολογία. Είναι βέβαιο εξ άλλου ότι το γεγονός θα βαρύνει και στην μελλοντική ερμηνεία της Γραμμικής Α, για την οποία δεν ξέρομε ακόμη, αν είναι ελληνική ή όχι.


Αλλά και η ίδια η γραφή Β περιέχει μερικές ασάφειες. Υπάρχουν ορισμένα σημεία, που ακόμα δεν έχουν αναγνωσθεί με βεβαιότητα. Χρειάζεται, λέγει ο Τσάντγκουϊκ, προσεκτική μελέτη πλήρων σειρών πινακίδων. Με τον τρόπο αυτό θα κατάληξει η επιστήμη σε γενικώτερα συμπεράσματα και για τη γλώσσα και για τη ζωή των ανθρώπων, που χρησιμοποιούσαν αυτή την γραφή.

ΠΗΓΗ https://heptapolis.com/


Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot    






Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only