Η ιστορία του ιερού
Τα πρώτα στοιχεία χρήσης του χώρου του ιερού χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του χαλκού. Στη συνέχεια, μετά από τον αποικισμό της Χαλκιδικής από τους Έλληνες του νότου και την ίδρυση της Αφύτιος, αποικίας της Ερέτριας, η περιοχή του ιερού συμπεριλήφθηκε στη χώρα της αρχαίας πόλης. Η ιστορία του ιερού, που είναι γνωστό για τα «σκιερά του σκηνώματα» και «τα λαμπρά και ψυχρά ύδατα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά του, αρχίζει το β ’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. Μάλιστα, συνδέεται με την εγκατάσταση Ευβοέων αποίκων στην περιοχή της Αφύτου και το συνοικισμό τους με τους αυτόχθονες του μικρού προϊστορικού οικισμού, η ίδρυση του οποίου χάνεται στα βάθη της 3ης χιλιετίας.
Το ιερό δεν έχει να επιδείξει πολυτελή κατασκευάσματα και ιερά κτίσματα. Η εικόνα που δίνει φανερώνει μάλλον την ακραιφνή πίστη των Ευβοέων αποίκων.
Ο Άμμων, θεός Αιγυπτίων και Λιβύων των αρχών τις 2ης χιλιετίας π.Χ., ταυτίστηκε αργότερα με το Δία. Και αυτό έγινε, διότι ένας χρησμός προερχόμενος απ’ την αιγυπτιακή Θήβα, όπου βρισκόταν και το κυριότερο Ιερό του θεού, έμοιαζε με χρησμό του Ιερού του Δία στη Δωδώνη. Έκτοτε η παρουσία του στο χώρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας είναι συχνή.
Ο Άμμων, θεός Αιγυπτίων και Λιβύων των αρχών τις 2ης χιλιετίας π.Χ., ταυτίστηκε αργότερα με το Δία. Και αυτό έγινε, διότι ένας χρησμός προερχόμενος απ’ την αιγυπτιακή Θήβα, όπου βρισκόταν και το κυριότερο Ιερό του θεού, έμοιαζε με χρησμό του Ιερού του Δία στη Δωδώνη. Έκτοτε η παρουσία του στο χώρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας είναι συχνή.
Ο βωμός του Άμμωνος Διός χτίζεται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. στον ιερό χώρο του Διονύσου και των Νυμφών. Ο ναός χτισμένος στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ., έρχεται να αποκρυσταλλώσει τη λατρεία του θεού στο χώρο, να μας αποδείξει την οικονομική ευμάρεια της πόλης, η οποία φαίνεται να μην έχει επηρεαστεί απ’ την κατάληψη της Ολύνθου το 348 π.Χ., ή ακόμη και να συνδέσει - κατά άλλους - την ανοικοδόμησή του με το όνομα του Φιλίππου ή και αυτό του Αλέξανδρου.
Απ’ τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Άμμων Ζευς εμπλέκεται στον ιστορικό ιστό της Αφύτου, γίνεται ο θεός-προστάτης της πόλης, παίζει καθοριστικό ρόλο στην αποφυγή κινδύνων, που την απειλούν, απεικονίζεται σε νομίσματα της εποχής.
Απ’ τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Άμμων Ζευς εμπλέκεται στον ιστορικό ιστό της Αφύτου, γίνεται ο θεός-προστάτης της πόλης, παίζει καθοριστικό ρόλο στην αποφυγή κινδύνων, που την απειλούν, απεικονίζεται σε νομίσματα της εποχής.
Στο Ιερό επιβλητική είναι η παρουσία του ναού του Άμμωνος Διός, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα είχε και μαντικές ιδιότητες. Ο ναός, δωρικού ρυθμού με 6 κίονες στη στενή και 12 στη μακριά του πλευρά, κατασκευάστηκε τον 4ο αιώνα από εγχώριο κογχυλιάτη λίθο, ενώ τα αρχιτεκτονικά του μέλη ήταν επιχρισμένα από λευκό μαρμαροκονίαμα. Αξιοσημείωτο είναι ότι τον 3ο αιώνα π.Χ. μαρμάρινος θριγκός αντικαθιστά τον αρχικό λίθινο, καθώς ο τελευταίος καταστρέφεται στα χρόνια της Γαλατικής επιδρομής, στις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα π.Χ. Παράλληλα, και η αρχική Κορινθιακή κεράμωση του ναού δέχτηκε επισκευές κατά τους εκκλησιαστικούς χρόνους, αλλά και μερική αντικατάσταση από λακωνικές κεράμους τη ρωμαϊκή εποχή. Ενδιαφέροντα είναι και τα θραύσματα γλυπτών, τα πολυάριθμα όστρακα, καθώς και τα αρκετά επιγραφικά ευρήματα στο χώρο γύρω απ’ το ναό, που διαφωτίζουν την ιστορία του Ιερού του Άμμωνος Διός.
Νοτιοδυτικά του ναού του Άμμωνος Διός αποκαλύφθηκε θεατρική κατασκευή, η οποία αναφέρεται ως «αμφιθέατρο» και έχει εδώλια στην ανατολική πλευρά και κλίμακα στη δυτική.
Η φήμη και η ακτινοβολία του Ιερού - και κατ’ επέκταση η ευμάρεια της πόλης της Αφύτου - θα πρέπει να συνεχίστηκε αμείωτη στους εκκλησιαστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, γεγονός που πιθανότατα σχετίστηκε με την κοπή νομίσματος σε εργαστήρι της πόλης.
Η φήμη και η ακτινοβολία του Ιερού - και κατ’ επέκταση η ευμάρεια της πόλης της Αφύτου - θα πρέπει να συνεχίστηκε αμείωτη στους εκκλησιαστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, γεγονός που πιθανότατα σχετίστηκε με την κοπή νομίσματος σε εργαστήρι της πόλης.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή (1ος-2ος αιώνα μ.Χ.) πραγματοποιούνται νέα έργα στο ιερό. Στα νότια του ναού ο παλιότερος επιμήκης βωμός αντικαθίσταται από μικρότερο και κατασκευάζονται δύο κτίρια με κερκίδες εκατέρωθεν του βωμού. Από το δυτικό κτίριο σώζονται τρεις κερκίδες και από το ανατολικό μια. Τα δύο κτίσματα με τις κερκίδες ανοικοδομήθηκαν με λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη δωρικού και ιωνικού ρυθμού, πιθανώς σε δεύτερη χρήση.
Η χρήση του Ιερού φαίνεται να συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου, απ’ τον 1ο αιώνα μ.Χ., μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου, οπότε και το Ιερό καταστράφηκε βίαια, όπως φαίνεται απ’ τα τεμαχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού.
Η χρήση του Ιερού φαίνεται να συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου, απ’ τον 1ο αιώνα μ.Χ., μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου, οπότε και το Ιερό καταστράφηκε βίαια, όπως φαίνεται απ’ τα τεμαχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού.
Παρά την καταστροφή, δεν παρατηρείται ανθρώπινη εγκατάλειψη και οικοδομική αγρανάπαυση στο χώρο του Ιερού. Μια παλαιοχριστιανική βασιλική, ένας ερειπωμένος μεσοβυζαντινός ναός, καθώς και ένας ναός των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας αποδεικνύουν, ότι η λατρεία στο χώρο του αρχαίου Ιερού συνεχίστηκε και κατά τους χριστιανικούς χρόνους, με τη διαφορά ότι έλαβε νέο ιδεολογικό περιεχόμενο και δηλώθηκε με νέες μορφές τέχνης.
Πιο αναλυτικά στο χώρο του Ιερού επισημάνθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που αργότερα εντοιχίστηκαν στον αναλημματικό τοίχο του άλλοτε μετοχιού της Μονής Παντελεήμονος.
Το 1866 εγκαινιάσθηκε στην περιοχή μικρός μονόχωρος καμαροσκεπής ναός με νάρθηκα, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη του προγενέστερου βωμού και του «θεάτρου». Πρόκειται για καθολικό του μετοχιού της Ρωσικής Μονής Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί χρησιμοποίησαν το χώρο ως λιμάνι εξαγωγής σιτηρών της ενδοχώρας, ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξαν οικοδομική δραστηριότητα, η οποία στάθηκε καταστροφική για τα αρχαία κτίσματα και έκανε δύσκολο το ανασκαφικό έργο, αλλά και την αρχαιολογική έρευνα. Η περιοχή σταδιακά έπαψε να χρησιμοποιείται απ’ τους μοναχούς του Αγίου Όρους.
Το 1866 εγκαινιάσθηκε στην περιοχή μικρός μονόχωρος καμαροσκεπής ναός με νάρθηκα, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη του προγενέστερου βωμού και του «θεάτρου». Πρόκειται για καθολικό του μετοχιού της Ρωσικής Μονής Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί χρησιμοποίησαν το χώρο ως λιμάνι εξαγωγής σιτηρών της ενδοχώρας, ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξαν οικοδομική δραστηριότητα, η οποία στάθηκε καταστροφική για τα αρχαία κτίσματα και έκανε δύσκολο το ανασκαφικό έργο, αλλά και την αρχαιολογική έρευνα. Η περιοχή σταδιακά έπαψε να χρησιμοποιείται απ’ τους μοναχούς του Αγίου Όρους.
Η άγρευση, όμως, του παρελθόντος αυτού του χώρου οδήγησε στην ανακάλυψη των στοιχείων εκείνων, που στο σύνολό τους αποτελούν αδιαφιλονίκητες αποδείξεις και αδιάψευστα τεκμήρια της ιερότητάς του - μια ιερότητα που τελικά ο καθένας συνειδητοποιεί, ότι έμεινε αβεβήλωτη απ’ το φθοροποιό χρόνο, την ανθρώπινη επέμβαση, την οικοδομική δραστηριότητα. Θα έλεγε κανείς, ότι ακόμη και σήμερα αυτός μόνο ο περιορισμένος χώρος των ιερών παραμένει μακριά απ’ τον πολιτισμό, χαμένος στο γοητευτικότατο παρελθόν εκείνων, που με τόση σοφία τον επέλεξαν για τη Βακχική και την Αμμώνια λατρεία.
Η λατρεία του Άμμωνα
Η λατρεία του Άμμωνος Διός στη Μακεδονία εντοπίζεται μόνο στην περιοχή της Αφύτιος από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., όπου υπήρχε μεγαλοπρεπές ιερό του θεού. Η λατρεία του θεού είχε ως αφετηρία τις Θήβες της Αιγύπτου. Εκεί, κατά την εποχή της 12ης αιγυπτιακής δυναστείας (αρχές 2ης χιλιετηρίδας π.Χ.), οι Θήβες έγιναν πρωτεύουσα της χώρας και ο Άμμων ο πρώτος θεός όλης της Αιγύπτου. Ο σύνδεσμος όμως μεταξύ του Διός και του Άμμωνος καθώς και της μεταφοράς της λατρείας του στον ελλαδικό χώρο υπήρξε η δωρική αποικία της Κυρήνης στη Λιβύη. Οι Κυρηναίοι ήταν οι πρώτοι που προσέδωσαν στον Άμμωνα μαντικές ικανότητες συνδέοντας τον με τον Δία στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ., όπως φαίνεται από νομίσματα που έκοψαν και που απεικονίζουν τον Άμμωνα Δία με κέρατα κριαριού, ενώ ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει το μαντείο του Άμμωνος στη Λιβύη είναι ο Ηρόδοτος, στο γνωστό επεισόδιο με τον Κροίσο.
Οι κύριες πηγές πληροφοριών της σύνδεσης του Άμμωνος με τον Δία και της εξάπλωσης της λατρείας του στην Ελλάδα μέχρι τη Δωδώνη, είναι ο Ηρόδοτος και ο Πίνδαρος. Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τον Δία ως Θηβαίο και τον ταυτίζει με τον Άμμωνα δίνοντας μας και την πληροφορία ότι οι Αιγύπτιοι τον απεικόνιζαν κριόμορφο, ενώ ο Πίνδαρος σε τέσσερεις πυθιόνικους αφιερωμένους σε βασιλείς της Κυρήνης αναφέρεται στον Δία Άμμωνα και σε έναν από τους οποίους, επικαλείται τον Άμμωνα ως Ολύμπου δεσπότη. Εξάλλου στον Πίνδαρο αποδίδεται και η ίδρυση του πρώτου ιερού του Άμμωνος στη Θήβα για το οποίο μας πληροφορεί ο Παυσανίας. Έπειτα από τη Θήβα η λατρεία του Άμμωνος εξαπλώθηκε στη Σπάρτη, την Ολυμπία, την Αθήνα και στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. την Άφυτι με το γνωστό περιστατικό του Λυσάνδρου.
Η λατρεία του θεού εισήχθη στο ιερό στο α’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.. Τότε κτίστηκε από τους κατοίκους της Αφύτιος βωμός ή περίβολος, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Στην περιοχή του σπηλαίου και των πηγών νερού κτίστηκε κρηναίο οικοδόμημα, προκειμένου να γίνει μεταφορά νερού στον καινούριο χώρο λατρείας, εξαιτίας της στενής σχέσης του Άμμωνος με το νερό και της απαραίτητης ύπαρξης δεξαμενής νερού στα ιερά του. Ο αγωγός έφερνε το νερό από το κρηναίο οικοδόμημα κοντά στο σπήλαιο σε κατασκευή μπροστά στην είσοδο του ναού για τις ανάγκες της λατρείας. Από την κατασκευή ξεκινούσε λίθινο ρείθρο που παροχέτευε το νερό προς τα ανατολικά, προς τη θάλασσα δηλαδή. Μετά από την προσάρτηση της Χαλκιδικής στο βασίλειο της Μακεδονίας κτίστηκε δωρικός περίπτερος ναός και στα ανατολικά του υπαίθριος διάδρομος που πλαισιωνόταν από μνημειακά βάθρα με γλυπτά. Η κατασκευή του ναού και των βάθρων χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.χ., πιθανότατα στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η λατρεία του Άμμωνος Διός στη Μακεδονία παρέμεινε μόνο στην περιοχή της Αφύτιος, αλλά συνδέθηκε άμεσα με τη δυναστεία των Τημενιδών και κυρίως με τον Φίλιππο Β΄ και τον Αλέξανδρο Γ΄. Είναι γνωστό ότι όταν ο Φίλιππος ταραγμένος από τη θέα φιδιών στο κρεβάτι της Ολυμπιάδας έστειλε πρεσβεία στο μαντείο των Δελφών για να πάρει χρησμό, η Πυθία του απάντησε να σέβεται και να τιμά με θυσίες τον Άμμωνα. Αργότερα είδε τον ίδιο το θεό με μορφή φιδιού να συνευρίσκεται με την Ολυμπιάδα. Ο Αλέξανδρος λοιπόν θεωρούσε τον εαυτό του ως γιο του Άμμωνος Διός, ύστερα από τα λεγόμενα της Ολυμπιάδας, γεγονός που προσπάθησε να επιβεβαιώσει ύστερα από την επίσκεψή του στο μαντείο του θεού στην όαση Σίβα. Ύστερα από αυτό ο Αλέξανδρος ακολούθησε τις οδηγίες του θεού τελώντας θυσίες στους θεούς που το μαντείο τον είχε συμβουλεύσει, ενώ στη συνέχεια της εκστρατείας του τίμησε και τον ίδιο τον Άμμωνα με σπονδές, όπως αναφέρει ο Αρριανός.
Το ιερό του Άμμωνος στην Άφυτι επισκευάστηκε πιθανότατα στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄, περίοδος που η Άφυτις ξανακόβει δικό της νόμισμα. Παρατηρείται δηλαδή μετά τον Αλέξανδρο μια στροφή προς τη λατρεία του Άμμωνος στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄. Πιθανότατα η στροφή θα πρέπει να συνδεθεί με τις διπλωματικές σχέσεις που σύνηψε ο Φίλιππος Ε΄ με τον Αννίβα εναντίον των Ρωμαίων, εφόσον ο Αννίβας υπήρξε προσωπικότητα που συνέδεσε το όνομά του με το ιερό του θεού στη Λιβύη.
Στη ρωμαϊκή εποχή το κρηναίο οικοδόμημα δεν λειτουργούσε και αντ’ αυτού υπήρχε σειρά δεξαμενών. Μια από αυτές έχει εντοπιστεί πεσμένη νότια και δυτικά του κρηναίου οικοδομήματος, ενώ έχουν εντοπιστεί και τμήματα άλλων.
Στη ρωμαϊκή εποχή το κρηναίο οικοδόμημα δεν λειτουργούσε και αντ’ αυτού υπήρχε σειρά δεξαμενών. Μια από αυτές έχει εντοπιστεί πεσμένη νότια και δυτικά του κρηναίου οικοδομήματος, ενώ έχουν εντοπιστεί και τμήματα άλλων.
Ανασκαφές
Η λατρεία του Άμμωνος Διός στην Άφυτι υπήρξε γνωστή από τις πηγές. Συγκεκριμένα ο Παυσανίας αναφέρει στο τρίτο βιβλίο του ότι κατά την πολιορκία της Αφύτου από το Λύσανδρο, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Άμμων και τον συμβούλευσε να λύσει την πολιορκία, όπως και τελικά έκανε. Το ίδιο περιστατικό μας το παραδίδει και ο Πλούταρχος στο βίο του Λυσάνδρου, ενώ ο ίδιος στο βίο του Αλεξάνδρου, μας πληροφορεί ότι στο Φίλιππο δόθηκε χρησμός από το μαντείο των Δελφών να θυσιάσει στον Άμμωνα. Ο Στέφανος Βυζάντιος επίσης μας παραδίδει την πληροφορία ότι στην Άφυτι υπήρχε μαντείο του θεού. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην περιοχή της Αφύτιος υπήρχε λατρεία του Διονύσου και των Νυμφών, όπως αποδεικνύεται επιγραφικά στην περιοχή.
Το ιερό του Άμμωνος Διός επιβεβαιώθηκε και ανασκαφικά το 1968 με τον εντοπισμό του ναού στην παραλία του σημερινού χωριού Καλλιθέα (Μάλτεπε), ύστερα από εργασίες εκσκαφής θεμελίων για την ανέγερση ξενοδοχείου. Η θέση του ιερού ήταν στην ουσία άγνωστη, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60. Η ανασκαφή στο χώρο αυτό ξεκίνησε στις 13/3/1969 από τους αρχαιολόγους Φώτη Πέτσα και Ευγενία Γιούρη και η κύρια ανασκαφική δραστηριότητα κράτησε μέχρι το 1974.
Στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν δύο παράλληλες σειρές με μνημειακά βάθρα ανατολικά του ναού που αποτελούσαν μαζί με αυτόν ένα ενιαίο συγκρότημα. Πρόκειται για έξι βάθρα στη μια σειρά και δύο και μια μακρόστενη κατασκευή στην άλλη. Επάνω τους αρχικά υπήρχαν γλυπτά, κατά τη συνήθεια των αιγυπτιακών ιερών. Η έρευνα στην περιοχή των βάθρων αποκάλυψε, επίσης, τη μεταφορά νερού στην περιοχή, πιθανότατα για τη λειτουργία ιερής δεξαμενής, καθώς και την ύπαρξη πρωιμότερης φάσης του ιερού το Άμμωνος Διός, η οποία χρονολογείται στο α’ μισό του 4ου αι. π.Χ.
Στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν δύο παράλληλες σειρές με μνημειακά βάθρα ανατολικά του ναού που αποτελούσαν μαζί με αυτόν ένα ενιαίο συγκρότημα. Πρόκειται για έξι βάθρα στη μια σειρά και δύο και μια μακρόστενη κατασκευή στην άλλη. Επάνω τους αρχικά υπήρχαν γλυπτά, κατά τη συνήθεια των αιγυπτιακών ιερών. Η έρευνα στην περιοχή των βάθρων αποκάλυψε, επίσης, τη μεταφορά νερού στην περιοχή, πιθανότατα για τη λειτουργία ιερής δεξαμενής, καθώς και την ύπαρξη πρωιμότερης φάσης του ιερού το Άμμωνος Διός, η οποία χρονολογείται στο α’ μισό του 4ου αι. π.Χ.
Πρόκειται για έναν δωρικό, πώρινο ναό, περίπτερο, με 6x11 κίονες, διαστάσεων 21,43x10,51μ.. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε το κρηπίδωμα και η ευθυντηρία του ναού, μια πλίνθος του στυλοβάτη, καθώς και αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής, όπως τμήματα δυο δωρικών κιονοκράνων, ένα τμήμα επιστυλίου, ένα τμήμα μετόπης, δυο τμήματα τριγλύφων και ένα τμήμα γείσου. Η σύνθεση των τμημάτων των δυο δωρικών κιονοκράνων αναπαριστά ολοκληρωμένα τη μορφή του, καθώς το ένα διασώζει τις διαστάσεις του και το δεύτερο διατηρεί αλώβητη τη μορφή του εχίνου. Το συνολικό ύψος του κιονοκράνου είναι 0,386μ., το πλάτος του άβακα 0,99μ., η διάμετρος μεταξύ εχίνου και ιμάντων 0,79μ., το ύψος του εχίνου 0,115μ., το ύψος των ιμάντων 0,033μ., το ύψος του υποτραχηλίου 0,09μ. και η διάμετρος του κίονα 0,67μ.. Η μορφή του εχίνου καθώς και ο λόγος της πλευράς του άβακα προς την κάτω διάμετρο, που είναι ανάλογος με αυτόν του κίονα του ναού της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα, χρονολογούν το κιονόκρανο στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ..
Παρατηρούνται όμως, όσον αφορά τις υπόλοιπες αναλογίες του κιονοκράνου, αναφορές σε κλασικά πρότυπα, ένα φαινόμενο που έχει επισημανθεί στην τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.. Από τα κομμάτια του λίθινου θριγκού που έχουν διασωθεί (τμήμα επιστυλίου, τμήμα μετόπης, δυο τμήματα τριγλύφων και τμήμα γείσου) προσδιορίζονται με σχετική ακρίβεια οι οριζόντιες διαστάσεις του. Έτσι το πλάτος του επιστυλίου υπολογίζεται σε 2,184μ., της τριγλύφου σε 0,42μ. και της μετόπης σε 0,672μ.. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αρχιτεκτονικών αυτών μελών ανήκουν στην εποχή που χρονολογείται το κιονόκρανο. Εκτός όμως από τον πώρινο θριγκό βρέθηκαν και κομμάτια ενός μαρμάρινου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται τμήμα επιστυλίου, τριγλύφου, προμόχθου, γείσου και της πλίνθου του τυμπάνου του αετώματος. Από τα επιμέρους χαρακτηριστικά των μελών αυτών, όπως τον πλατύ μηρό και τη στενή βαθιά γλυφή των τριγλύφων, καθώς και τις μεγάλες σταγόνες, επιχειρείται μια χρονολόγηση του μαρμάρινού θριγκού στα ελληνιστικά χρόνια, γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ.
Ο αρχιτέκτονας του ναού του Άμμωνος Διός χρησιμοποίησε πιθανόν τον ιωνικό πόδα (0,294μ.). Ο ναός είχε κορινθιακή κεράμωση, η οποία δέχτηκε επισκευή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Στη ρωμαϊκή περίοδο η στέγη δέχτηκε εκ νέου πρόχειρη επισκευή, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκαν λακωνικές κεραμίδες. Από την αρχική του φάση σώζονται ανθεμωτοί καλυπτήρες, και ανάγλυφες σίμες. Οι ανάγλυφες σίμες από το χώρο του ιερού ανήκουν σε δυο τύπους, οι οποίοι διαιρούνται σε επιμέρους ομάδες. Η διακόσμηση τους αποτελείται από σύνθετο μαίανδρο στο χρώμα του πηλού, γραπτό αστράγαλο και ανθέμια και άνθη λωτού εναλλάξ, που συνδέονται μεταξύ τους με οριζόντιες έλικες. Το μέτωπό τους επίσης διακοσμείται ανάγλυφα με υδρορρόη-λεοντοκεφαλή, εκατέρωθεν της οποίας υπάρχει φύλλο άκανθας και σπείρα.
Στα ΝΑ του ναού αποκαλύφθηκε ο βωμός του ιερού, ο οποίος σώζεται σε ύψος 1μ.. Έχει πλάτος 1μ. και μήκος 10μ.. Ο βωμός, που βρέθηκε καλυμμένος με στρώμα άμμου, συνδέεται με την αρχική φάση του ναού. Σε μεταγενέστερα χρόνια διαμορφώθηκε στο μέσον του ένας μικρός βωμίσκος, γύρω από τον οποίο βρέθηκαν ίχνη τέφρας και οστά μεγάλων ζώων, ενώ εντός του αποκαλύφθηκε παχύ στρώμα καύσης. Οι απολήξεις του βωμού δεν εντοπίστηκαν καθώς διακόπτονται από δυο μεταγενέστερες ορθογώνιες κατασκευές στα ανατολικά και δυτικά του ναού. Οι επιμήκεις αυτές κατασκευές έγιναν πρόχειρα από αρχιτεκτονικά μέλη δωρικού και ιωνικού ρυθμού. Και στα δυο κτίσματα διαμορφώθηκαν βαθμίδες στην πλευρά που βρίσκεται στην είσοδο του ναού. Έτσι στο δυτικό σώζονται τρεις βαθμίδες και στο ανατολικό μία, ενώ στην αντίθετη πλευρά τους διαμορφώθηκαν κλίμακες. Στο δυτικό η κλίμακα είναι παράλληλη προς τον τοίχο, ενώ στο ανατολικό κάθετη. Προφανώς η κατασκευή αυτών των κτηρίων σχετίζεται με δρώμενα που παρακολουθούσαν οι πιστοί κατά τη λατρεία του Άμμωνος Διός.
Η χρονολόγηση του αρχικού ναού στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. συμπεραίνεται από τις ομοιότητες που έχει η κεράμωση του ναού με αντίστοιχες κεράμωσεις κτηρίων της Ν. Ελλάδας (Ν. Στοά Κορίνθου, Κεραμεικός, ιερό Δελφών). Οι ομοιότητες συνίστανται τόσο στη μορφή όσο και στα διακοσμητικά θέματα δίνοντας σε κάποιον τη δυνατότητα να τις χρονολογήσει στο γ΄ τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.. Παίρνοντας υπόψιν τη χρονολόγηση της Ν. Στοάς της Κορίνθου γύρω στο 320 π.Χ. μπορεί να προσδιοριστεί και η κεράμωση του ιερού του Άμμωνος στην Άφυτι στη δεκαετία 320-310 π.Χ.. Τέλος, η μορφή του εχίνου καθώς και ο λόγος της πλευράς του άβακα προς την κάτω διάμετρο, είναι ανάλογος με αυτόν του κίονα του ναού της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα. Η αντικατάσταση του πώρινου θριγκού με μαρμάρινο, στο τέλος του 3ου ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., προϋποθέτει την καταστροφή του πρώτου ίσως στα χρόνια της γαλατικής επιδρομής στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.. Ωστόσο, η χρονολόγηση του αρχικού ναού στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση της πόλης βρισκόταν σε σχετική άνθηση την περίοδο όπου καταστράφηκε από τον Φίλιππο Β΄ η Όλυνθος.
Για την κατασκευή του ναού ίσως συνέβαλαν και οι Μακεδόνες βασιλείς, Φίλιππος Β΄ ή Αλέξανδρος Γ΄, ενώ η ανακατασκευή του στα χρόνια του Φιλίππου Ε΄ συμπίπτει με την εποχή που η Άφυτις ξανακόβει νόμισμα. Ο βωμός, που συνδέεται με την αρχική φάση του ναού, στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας καλύπτεται με άμμο και στο μέσο του κατασκευάζεται μικρός βωμίσκος. Εκατέρωθεν δημιουργούνται τα δυο κτήρια με τις κερκίδες. Στην κερκίδα του ανατολικού κτηρίου βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή Έρωτα που χρονολογείται στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., ενώ τα νομίσματα που βρέθηκαν, χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και τα χρόνια των διαδόχων του Μ. Κωνσταντίνου. Το ιερό μάλλον καταστρέφεται στα χρόνια του Θεοδοσίου, όπως φανερώνουν τα τεμαχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη και τα γλυπτά που βρέθηκαν στο χώρο. Ο χώρος ταυτίστηκε με το ιερό του Άμμωνος Διός, σύμφωνα με επιγραφή από μια μαρμάρινη λεκάνη που βρέθηκε κοντά στη γωνία του ναού και αναφέρεται σε λατρεία του Διός, από επιγραφή σε όστρακο που διασώζει τη λέξη δώρον και το όνομα του θεού Άμμωνος.
Επίσης, έξω από τη δυτική πλευρά του ναού, βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή αετού του 4ου αιώνα π.Χ. Εκτός από τα παραπάνω, η λατρεία του θεού αποτυπώνεται και στα νομίσματα της Αφύτου. Ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π. Χ. η Άφυτις κόβει νόμισμα με κεφαλή Άρη στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο αετό που πετάει μέσα σε έγκοιλο τετράγωνο. Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα π. Χ. ξεκινούν τα νομίσματα με εμπροσθότυπο την κεφαλή του Άμμωνος Διός και οπισθότυπο έναν κάνθαρο με την επιγραφή ΑΦΥΤΑΙΩΝ. Σε έναν δεύτερο νομισματικό τύπο της ίδιας περιόδου, εμφανίζεται στον εμπροσθότυπο πάλι ο Άμμων Ζευς, στον οπισθότυπο όμως δυο αντωπά πτηνά, με αστράγαλο ανάμεσά τους και την επιγραφή ΑΦΥ.
Ο οπισθότυπος αυτός με τα δυο αντωπά πτηνά, ίσως αετούς, παραλλάσσεται σε ένα άλλο νόμισμα, με κλαδιά όμως ανάμεσά τους και την επιγραφή ΑΦΥ. Μια τρίτη παραλλαγή αυτού του οπισθοτύπου, παριστάνει έναν αετό με την επιγραφή ΑΦΥ. Μετά το 187 π. Χ. η Άφυτος ξανακόβει νομίσματα με το γνωστό τύπο του Άμμωνος Διός στον εμπροσθότυπο και του αετού στον οπισθότυπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αφύτου υπάρχει μια πλήρης ενσωμάτωση της λατρείας στη νομισματοκοπία, καθώς η απεικόνιση του Άμμωνος στα νομίσματα συμπίπτει με την εισαγωγή της λατρείας του στην περιοχή, τη στιγμή που σε παλιότερες κοπές της πόλης των μέσων του 5ου αιώνα π. Χ., εμφανίζεται στον εμπροσθότυπο κεφαλή Άρη με κράνος και στον οπισθότυπο τέσσερα τσαμπιά σταφύλια σε έγκοιλο τετράγωνο, με την η επιγραφή ΑΦΥΤΑΙΟΝ.
Ευρήματα Ανασκαφών
Νομίσματα Αφύτου με κεφαλή Άμμωνα Δία
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Φώτιος Μ. Πέτσας - Αρχαιολόγος
Ευαγγελία Λεβεντοπούλου-Γιούρη - Αρχαιολόγος
Ελισάβετ Μπεττίνα Τσιγαρίδα δρ. Αρχαιολογίας ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Ιωακείμ Παπάγγελλος - Οικονομολόγος-Αρχαιολόγος (10η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων)
Μπέλλας Ιωάννης - Ιερά και λατρείες του Διός στη Μακεδονία (Μεταπτυχιακή εργασία)
Μίνα Καϊάφα-Σαροπούλου - Αρχαιολόγος
ΕΡΕΥΝΑ & ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ :
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.