ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάποτε ο Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζήνα, όπου τον φιλοξένησε στο παλάτι του ο βασιλιάς Πιτθέας. Όταν κάθισαν να φάνε, ο Ηρακλής έβγαλε τη λεοντή και την άφησε χάµω. Μια παρέα παιδιών βλέποντας τη λεοντή τρόµαξαν και το έβαλαν στα πόδια. Ένα όµως επτάχρονο παιδί, νοµίζοντας πως έβλεπε αληθινό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι κι όρµησε να το σκοτώσει. Ήταν ο Θησέας, ο εγγονός του βασιλιά Πιτθέα. Ένας ακόµη ήρωας της ελληνικής µυθολογίας
.1. Θησέας, το βασιλόπουλο της Τροιζήνας
Ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, γυρνώντας κάποτε από το µαντείο των ∆ελφών, πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα µεγαλώσει και θα µπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα σανδάλια µου και να έρθει στην Αθήνα». Εξωτερικός σύνδεσμος
Όταν ο Θησέας µεγάλωσε, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο, εκείνος τον σήκωσε, πήρε τα δώρα του πατέρα του κι έφυγε για την Αθήνα. Δεν θέλησε να πάει µε καράβι. Προτίµησε το δρόµο της στεριάς που ήταν γεµάτος κινδύνους.
Ξεπέρασε όλους τους κινδύνους που συνάντησε, νίκησε πολλούς κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα που τροµοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους. Οι άνθρωποι µπορούσαν να ταξιδεύουν πια ελεύθερα.
Έφτασε τέλος στην Αθήνα όπου ο Αιγέας, βλέποντας το σπαθί και τα σανδάλια του, τον γνώρισε αµέσως και τον υποδέχτηκε µε χαρά και ανακούφιση.
1. Ο Θησέας σηκώνει το θεόρατο βράχο και βρίσκει το σπαθί και τα
σαντάλια του πατέρα του. Πίσω του είναι η µητέρα του, η Αίθρα, που τον κατευθύνει.
Αρχαίο ελληνικό ανάγλυφο.
Τα κατορθώματα του Θησέα
Πηγαίνοντας από την Τροιζήνα στην Αθήνα, ο Θησέας έκανε πολλά κατορθώµατα.
Κοντά στην Επίδαυρο, νίκησε το ληστή Περιφήτη, που σκότωνε τους περαστικούς µε ένα σιδερένιο ρόπαλο.
Στον Ισθµό της Κορίνθου σκότωσε τον Σίνη, που λύγιζε τις κορυφές δυο πεύκων, έδενε πάνω τους διαβάτες, άφηνε µετά τα πεύκα ελεύθερα κι οι άνθρωποι γίνονταν δυο κοµµάτια. Πιο πέρα σκότωσε τη Φαιά, µια αγριογουρούνα που τρόµαζε τους ανθρώπους της περιοχής.
Προχωρώντας έφτασε στις Σκιρωνίδες πέτρες. Εκεί ο Σκίρωνας, αφού λήστευε τους περαστικούς, τους ανάγκαζε να του πλένουν τα πόδια. Μόλις όµως εκείνοι έσκυβαν µπροστά του, µε µια δυνατή κλωτσιά τους γκρέµιζε απ’ τα βράχια κι έπεφταν στη θάλασσα. Εκεί τους έτρωγε µια τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον νίκησε και τον έριξε στη θάλασσα. Το µέρος αυτό σήµερα λέγεται Κακιά Σκάλα.
Μετά σκότωσε τον Προκρούστη. Αυτός ξάπλωνε τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο. Αν κάποιος ήταν πιο µακρύς, του έκοβε τα πόδια. Αν ήταν πιο κοντός, του τραβούσε τα πόδια ώσπου ξεκολλούσαν. Ο Θησέας τον ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεβάτι κι επειδή ήταν πιο µακρύς του έκοψε το κεφάλι.
Πλούταρχος, Θησέας 8-12 (διασκευή)
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο
Μερικά χρόνια πριν φτάσει ο Θησέας στην Αθήνα, οι Αθηναίοι γιόρταζαν για να τιµήσουν την Αθηνά κι έκαναν αγώνες. Στους αγώνες πήρε µέρος κι ο γιος του Μίνωα, του βασιλιά της Κρήτης. Νίκησε σ’ όλα τ’ αγωνίσµατα και γι’ αυτό κάποιοι Αθηναίοι από τη ζήλια τους τον σκότωσαν. Ο Μίνωας ήρθε µε πολλά καράβια και πολιόρκησε την Αθήνα. Νίκησε τους Αθηναίους και τους ανάγκασε να του πληρώνουν φόρο. Κάθε χρόνο έπρεπε να του στέλνουν επτά νέες κι επτά νέους για να τους τρώει ο Μινώταυρος.
Ο Μινώταυρος ήταν ένα τέρας µε κεφάλι ταύρου και σώµα ανθρώπινο. Ζούσε κλεισµένος στο λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού του Μίνωα, που τον είχε φτιάξει ο Αθηναίος Δαίδαλος. Είχε τόσους πολλούς διαδρόµους και δωµάτια, που κανένας ποτέ δεν είχε καταφέρει να βγει από εκεί.
Όταν έφτασε ο Θησέας στην Αθήνα, για τρίτη χρονιά οι Αθηναίοι έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στην Κρήτη και σε όλη την πόλη ακούγονταν θρήνοι και κλάµατα. Ο Θησέας αποφάσισε να πάει κι εκείνος µαζί τους για να σκοτώσει το Μινώταυρο. Εικόνα
Στο λιµάνι του Φαλήρου τούς αποχαιρέτησαν όλοι κλαίγοντας. Έβαλαν στο καράβι µαύρα πανιά κι ο βασιλιάς Αιγέας τους παρακάλεσε, αν γύριζαν ζωντανοί, να βάλουν πανιά άσπρα.
Το καράβι έφτασε στην Κρήτη. Εκεί ο Θησέας γνώρισε την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη. Θαµπωµένη η νέα από την οµορφιά του Θησέα θέλησε να τον βοηθήσει. Γι’ αυτό του έδωσε ένα κουβάρι νήµα, το µίτο, και τον συµβούλεψε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει.
Ο Θησέας µπήκε µε θάρρος στο λαβύρινθο κι έψαχνε το Μινώταυρο, ξετυλίγοντας το κουβάρι. Κάποια στιγµή άκουσε το άγριο µουγκρητό του. Όταν συναντήθηκαν, πάλεψαν σκληρά. Ο Θησέας σκότωσε το φοβερό τέρας µε το σπαθί του και βγήκε απ’
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.το λαβύρινθο µαζεύοντας το νήµα. Στην είσοδο τον υποδέχτηκαν οι νέοι της Αθήνας µε δάκρυα χαράς και ανακούφισης.
Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
Αρχαίο κρητικό
νόµισµα µε παράσταση του λαβύρινθου.
Ο γιος του Ποσειδώνα
Πολλοί λένε πως ο Θησέας δεν ήταν γιος του Αιγέα, αλλά του Ποσειδώνα. Μάλιστα στο πλοίο που πήγαινε το Θησέα και τα παιδιά των Αθηναίων στην Κρήτη βρισκόταν κι ο Μίνωας, που είχε πάει ο ίδιος να παραλάβει το βαρύ φόρο της Αθήνας. Εκεί βρισκόταν κι η Περίβοια, η όµορφη κόρη του βασιλιά των Μεγάρων. Ο Μίνωας, θαµπωµένος από την οµορφιά της, θέλησε να τη χαϊδέψει. Η κόρη τροµαγµένη ζήτησε βοήθεια απ’ τον Θησέα. Εκείνος θυµωµένος απείλησε το Μίνωα λέγοντάς του: «Συγκρατήσου βασιλιά, γιατί θα δοκιµάσεις τη δύναµη των χεριών µου. Κι αν είσαι γιος του ∆ία, εγώ είµαι γιος του Ποσειδώνα». Ο Μίνωας τότε παρακάλεσε το ∆ία, τον πατέρα του, κι έριξε αστροπελέκι. Κι αµέσως πέταξε το δαχτυλίδι του στη θάλασσα κι είπε στο Θησέα: «Αν είσαι γιος του Ποσειδώνα, όπως λες, φέρε το δαχτυλίδι». Σαν αστραπή ο Θησέας έπεσε στη θάλασσα. Αµέσως ήρθαν δελφίνια και τον οδήγησαν στο παλάτι του Ποσειδώνα, στο βυθό. Εκεί είδε ο Θησέας τις Νηρηίδες κι ανάµεσά τους του Ποσειδώνα τη γυναίκα, την Αµφιτρίτη. Εκείνη του έδωσε το δαχτυλίδι του Μίνωα, του έριξε στους ώµους ένα χιτώνα κατακόκκινο και στα µαλλιά τού έβαλε ολόχρυσο στεφάνι. Κι έτσι ξεπρόβαλε ο ήρωας δίπλα στο καράβι χωρίς να έχει βραχεί.
Βακχυλίδης, Διθύραµβος 17 (διασκευή)
Ο Θησέας χαιρετά το θνητό πατέρα του Αιγέα, ενώ η µητέρα του, η Αίθρα, τον χαϊδεύει στο πηγούνι. Ο θεϊκός πατέρας του Θησέα, ο Ποσειδώνας, τους παρακολουθεί.
Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
Ο Θησέας επιστρέφει στην Αθήνα
Το ίδιο βράδυ ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας έφυγαν κρυφά µε το πλοίο τους από την Κρήτη. Μαζί τους πήραν και την Αριάδνη. Προηγουµένως είχαν φροντίσει να ανοίξουν τρύπες στα καράβια του Μίνωα, για να µην µπορούν να τους ακολουθήσουν.
Ταξίδεψαν χαρούµενοι µέχρι τη Νάξο. Εκεί βγήκαν σε µια ακρογιαλιά για να ξεκουραστούν. Τότε όµως πέρασε από κει ο θεός Διόνυσος. Είδε την Αριάδνη, θαµπώθηκε από την οµορφιά της και την πήρε, για να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας στενοχωρήθηκε πολύ για το χαµό της Αριάδνης. Το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του για την Αθήνα, κανείς όµως δε σκέφτηκε ότι έπρεπε ν’ αλλάξουν τα µαύρα πανιά.
Εν τω µεταξύ ο Αιγέας από το Σούνιο κοίταζε συνέχεια τη θάλασσα, ελπίζοντας κάποια στιγµή να δει το πλοίο να επιστρέφει. Κι όταν µια µέρα φάνηκε το πλοίο στον ορίζοντα µε πανιά µαύρα, απ’ τη µεγάλη του λύπη έπεσε από το βράχο στη θάλασσα και πνίγηκε. Η θάλασσα όπου έπεσε ονοµάστηκε Αιγαίο πέλαγος.
Μετά το θάνατο του Αιγέα, ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας και βασίλεψε πολλά χρόνια µε σοφία και δικαιοσύνη. Αργότερα παντρεύτηκε τη Φαίδρα, την αδερφή της Αριάδνης. Κάποτε όµως ταξίδεψε µακριά. Όταν γύρισε, είχε χάσει το θρόνο του. Απογοητευµένος αποφάσισε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στη Σκύρο, όπου είχε πατρικά κτήµατα.
Όταν πήγε στη Σκύρο, τον υποδέχτηκε ο βασιλιάς Λυκοµήδης και του πρότεινε να του δείξει ο ίδιος τα κτήµατά του. Ο Θησέας, που τον νόµιζε φίλο του, πήγε µαζί του. Εκείνος όµως τον έσπρωξε σ’ έναν γκρεµό και τον σκότωσε. Τον έθαψαν στη Σκύρο. Αργότερα όµως οι Αθηναίοι έφεραν τα οστά του στην Αθήνα.
Το πλοίο µε τα µαύρα πανιά
πηγη http://ebooks.edu.gr/
Κάποτε ο Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζήνα, όπου τον φιλοξένησε στο παλάτι του ο βασιλιάς Πιτθέας. Όταν κάθισαν να φάνε, ο Ηρακλής έβγαλε τη λεοντή και την άφησε χάµω. Μια παρέα παιδιών βλέποντας τη λεοντή τρόµαξαν και το έβαλαν στα πόδια. Ένα όµως επτάχρονο παιδί, νοµίζοντας πως έβλεπε αληθινό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι κι όρµησε να το σκοτώσει. Ήταν ο Θησέας, ο εγγονός του βασιλιά Πιτθέα. Ένας ακόµη ήρωας της ελληνικής µυθολογίας
.1. Θησέας, το βασιλόπουλο της Τροιζήνας
Ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, γυρνώντας κάποτε από το µαντείο των ∆ελφών, πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα µεγαλώσει και θα µπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα σανδάλια µου και να έρθει στην Αθήνα». Εξωτερικός σύνδεσμος
Όταν ο Θησέας µεγάλωσε, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο, εκείνος τον σήκωσε, πήρε τα δώρα του πατέρα του κι έφυγε για την Αθήνα. Δεν θέλησε να πάει µε καράβι. Προτίµησε το δρόµο της στεριάς που ήταν γεµάτος κινδύνους.
Ξεπέρασε όλους τους κινδύνους που συνάντησε, νίκησε πολλούς κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα που τροµοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους. Οι άνθρωποι µπορούσαν να ταξιδεύουν πια ελεύθερα.
Έφτασε τέλος στην Αθήνα όπου ο Αιγέας, βλέποντας το σπαθί και τα σανδάλια του, τον γνώρισε αµέσως και τον υποδέχτηκε µε χαρά και ανακούφιση.
1. Ο Θησέας σηκώνει το θεόρατο βράχο και βρίσκει το σπαθί και τα
σαντάλια του πατέρα του. Πίσω του είναι η µητέρα του, η Αίθρα, που τον κατευθύνει.
Αρχαίο ελληνικό ανάγλυφο.
Τα κατορθώματα του Θησέα
Πηγαίνοντας από την Τροιζήνα στην Αθήνα, ο Θησέας έκανε πολλά κατορθώµατα.
Κοντά στην Επίδαυρο, νίκησε το ληστή Περιφήτη, που σκότωνε τους περαστικούς µε ένα σιδερένιο ρόπαλο.
Στον Ισθµό της Κορίνθου σκότωσε τον Σίνη, που λύγιζε τις κορυφές δυο πεύκων, έδενε πάνω τους διαβάτες, άφηνε µετά τα πεύκα ελεύθερα κι οι άνθρωποι γίνονταν δυο κοµµάτια. Πιο πέρα σκότωσε τη Φαιά, µια αγριογουρούνα που τρόµαζε τους ανθρώπους της περιοχής.
Προχωρώντας έφτασε στις Σκιρωνίδες πέτρες. Εκεί ο Σκίρωνας, αφού λήστευε τους περαστικούς, τους ανάγκαζε να του πλένουν τα πόδια. Μόλις όµως εκείνοι έσκυβαν µπροστά του, µε µια δυνατή κλωτσιά τους γκρέµιζε απ’ τα βράχια κι έπεφταν στη θάλασσα. Εκεί τους έτρωγε µια τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον νίκησε και τον έριξε στη θάλασσα. Το µέρος αυτό σήµερα λέγεται Κακιά Σκάλα.
Μετά σκότωσε τον Προκρούστη. Αυτός ξάπλωνε τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο. Αν κάποιος ήταν πιο µακρύς, του έκοβε τα πόδια. Αν ήταν πιο κοντός, του τραβούσε τα πόδια ώσπου ξεκολλούσαν. Ο Θησέας τον ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεβάτι κι επειδή ήταν πιο µακρύς του έκοψε το κεφάλι.
Πλούταρχος, Θησέας 8-12 (διασκευή)
3. Θησέας και Προκρούστης. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο
Μερικά χρόνια πριν φτάσει ο Θησέας στην Αθήνα, οι Αθηναίοι γιόρταζαν για να τιµήσουν την Αθηνά κι έκαναν αγώνες. Στους αγώνες πήρε µέρος κι ο γιος του Μίνωα, του βασιλιά της Κρήτης. Νίκησε σ’ όλα τ’ αγωνίσµατα και γι’ αυτό κάποιοι Αθηναίοι από τη ζήλια τους τον σκότωσαν. Ο Μίνωας ήρθε µε πολλά καράβια και πολιόρκησε την Αθήνα. Νίκησε τους Αθηναίους και τους ανάγκασε να του πληρώνουν φόρο. Κάθε χρόνο έπρεπε να του στέλνουν επτά νέες κι επτά νέους για να τους τρώει ο Μινώταυρος.
Ο Μινώταυρος ήταν ένα τέρας µε κεφάλι ταύρου και σώµα ανθρώπινο. Ζούσε κλεισµένος στο λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού του Μίνωα, που τον είχε φτιάξει ο Αθηναίος Δαίδαλος. Είχε τόσους πολλούς διαδρόµους και δωµάτια, που κανένας ποτέ δεν είχε καταφέρει να βγει από εκεί.
Όταν έφτασε ο Θησέας στην Αθήνα, για τρίτη χρονιά οι Αθηναίοι έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στην Κρήτη και σε όλη την πόλη ακούγονταν θρήνοι και κλάµατα. Ο Θησέας αποφάσισε να πάει κι εκείνος µαζί τους για να σκοτώσει το Μινώταυρο. Εικόνα
Στο λιµάνι του Φαλήρου τούς αποχαιρέτησαν όλοι κλαίγοντας. Έβαλαν στο καράβι µαύρα πανιά κι ο βασιλιάς Αιγέας τους παρακάλεσε, αν γύριζαν ζωντανοί, να βάλουν πανιά άσπρα.
Το καράβι έφτασε στην Κρήτη. Εκεί ο Θησέας γνώρισε την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη. Θαµπωµένη η νέα από την οµορφιά του Θησέα θέλησε να τον βοηθήσει. Γι’ αυτό του έδωσε ένα κουβάρι νήµα, το µίτο, και τον συµβούλεψε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει.
Ο Θησέας µπήκε µε θάρρος στο λαβύρινθο κι έψαχνε το Μινώταυρο, ξετυλίγοντας το κουβάρι. Κάποια στιγµή άκουσε το άγριο µουγκρητό του. Όταν συναντήθηκαν, πάλεψαν σκληρά. Ο Θησέας σκότωσε το φοβερό τέρας µε το σπαθί του και βγήκε απ’
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
2. Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.το λαβύρινθο µαζεύοντας το νήµα. Στην είσοδο τον υποδέχτηκαν οι νέοι της Αθήνας µε δάκρυα χαράς και ανακούφισης.
Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
Αρχαίο κρητικό
νόµισµα µε παράσταση του λαβύρινθου.
Ο γιος του Ποσειδώνα
Πολλοί λένε πως ο Θησέας δεν ήταν γιος του Αιγέα, αλλά του Ποσειδώνα. Μάλιστα στο πλοίο που πήγαινε το Θησέα και τα παιδιά των Αθηναίων στην Κρήτη βρισκόταν κι ο Μίνωας, που είχε πάει ο ίδιος να παραλάβει το βαρύ φόρο της Αθήνας. Εκεί βρισκόταν κι η Περίβοια, η όµορφη κόρη του βασιλιά των Μεγάρων. Ο Μίνωας, θαµπωµένος από την οµορφιά της, θέλησε να τη χαϊδέψει. Η κόρη τροµαγµένη ζήτησε βοήθεια απ’ τον Θησέα. Εκείνος θυµωµένος απείλησε το Μίνωα λέγοντάς του: «Συγκρατήσου βασιλιά, γιατί θα δοκιµάσεις τη δύναµη των χεριών µου. Κι αν είσαι γιος του ∆ία, εγώ είµαι γιος του Ποσειδώνα». Ο Μίνωας τότε παρακάλεσε το ∆ία, τον πατέρα του, κι έριξε αστροπελέκι. Κι αµέσως πέταξε το δαχτυλίδι του στη θάλασσα κι είπε στο Θησέα: «Αν είσαι γιος του Ποσειδώνα, όπως λες, φέρε το δαχτυλίδι». Σαν αστραπή ο Θησέας έπεσε στη θάλασσα. Αµέσως ήρθαν δελφίνια και τον οδήγησαν στο παλάτι του Ποσειδώνα, στο βυθό. Εκεί είδε ο Θησέας τις Νηρηίδες κι ανάµεσά τους του Ποσειδώνα τη γυναίκα, την Αµφιτρίτη. Εκείνη του έδωσε το δαχτυλίδι του Μίνωα, του έριξε στους ώµους ένα χιτώνα κατακόκκινο και στα µαλλιά τού έβαλε ολόχρυσο στεφάνι. Κι έτσι ξεπρόβαλε ο ήρωας δίπλα στο καράβι χωρίς να έχει βραχεί.
Βακχυλίδης, Διθύραµβος 17 (διασκευή)
Ο Θησέας χαιρετά το θνητό πατέρα του Αιγέα, ενώ η µητέρα του, η Αίθρα, τον χαϊδεύει στο πηγούνι. Ο θεϊκός πατέρας του Θησέα, ο Ποσειδώνας, τους παρακολουθεί.
Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.
Ο Θησέας επιστρέφει στην Αθήνα
Το ίδιο βράδυ ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας έφυγαν κρυφά µε το πλοίο τους από την Κρήτη. Μαζί τους πήραν και την Αριάδνη. Προηγουµένως είχαν φροντίσει να ανοίξουν τρύπες στα καράβια του Μίνωα, για να µην µπορούν να τους ακολουθήσουν.
Ταξίδεψαν χαρούµενοι µέχρι τη Νάξο. Εκεί βγήκαν σε µια ακρογιαλιά για να ξεκουραστούν. Τότε όµως πέρασε από κει ο θεός Διόνυσος. Είδε την Αριάδνη, θαµπώθηκε από την οµορφιά της και την πήρε, για να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας στενοχωρήθηκε πολύ για το χαµό της Αριάδνης. Το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του για την Αθήνα, κανείς όµως δε σκέφτηκε ότι έπρεπε ν’ αλλάξουν τα µαύρα πανιά.
Εν τω µεταξύ ο Αιγέας από το Σούνιο κοίταζε συνέχεια τη θάλασσα, ελπίζοντας κάποια στιγµή να δει το πλοίο να επιστρέφει. Κι όταν µια µέρα φάνηκε το πλοίο στον ορίζοντα µε πανιά µαύρα, απ’ τη µεγάλη του λύπη έπεσε από το βράχο στη θάλασσα και πνίγηκε. Η θάλασσα όπου έπεσε ονοµάστηκε Αιγαίο πέλαγος.
Μετά το θάνατο του Αιγέα, ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας και βασίλεψε πολλά χρόνια µε σοφία και δικαιοσύνη. Αργότερα παντρεύτηκε τη Φαίδρα, την αδερφή της Αριάδνης. Κάποτε όµως ταξίδεψε µακριά. Όταν γύρισε, είχε χάσει το θρόνο του. Απογοητευµένος αποφάσισε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του στη Σκύρο, όπου είχε πατρικά κτήµατα.
Όταν πήγε στη Σκύρο, τον υποδέχτηκε ο βασιλιάς Λυκοµήδης και του πρότεινε να του δείξει ο ίδιος τα κτήµατά του. Ο Θησέας, που τον νόµιζε φίλο του, πήγε µαζί του. Εκείνος όµως τον έσπρωξε σ’ έναν γκρεµό και τον σκότωσε. Τον έθαψαν στη Σκύρο. Αργότερα όµως οι Αθηναίοι έφεραν τα οστά του στην Αθήνα.
Το πλοίο µε τα µαύρα πανιά
∆αίδαλος και Ίκαρος
Στην Κρήτη, στου Μίνωα το παλάτι, είχε καταφύγει κάποτε ο ∆αίδαλος από την Αθήνα. Ήταν περίφηµος τεχνίτης, εφευρέτης και µηχανικός. Λέγανε µάλιστα πως τον είχε διδάξει η ίδια η Αθηνά.
Ο ∆αίδαλος έφτιαξε το περίτεχνο παλάτι του Μίνωα, που όµοιό του δεν υπήρχε στη γη. Ο Μίνωας όµως δεν άφηνε το ∆αίδαλο να φύγει από την Κρήτη, γιατί φοβόταν µήπως έφτιαχνε για κάποιον άλλο βασιλιά καλύτερο παλάτι. Ο ∆αίδαλος ήταν απελπισµένος. Κανένα κρητικό καράβι δεν τον έπαιρνε κι εκείνος νοσταλγούσε την Αθήνα, την πατρίδα του. Καθώς όµως ήταν πολυµήχανος, σκέφτηκε ότι ο µόνος τρόπος ήταν να φύγει σαν πουλί. Πήρε λοιπόν πολλά φτερά πουλιών, τα κόλλησε µεταξύ τους µε κερί κι έφτιαξε τέσσερα µεγάλα φτερά. Έδεσε τα δυο στους ώµους του και τ’ άλλα δυο στους ώµους του Ίκαρου, του γιου του, κι έφυγαν πετώντας απ’ την Κρήτη.
Όµως ο Ίκαρος δεν άκουγε τις συµβουλές του πατέρα του κι ανέβαινε πολύ ψηλά στον ουρανό, ώσπου ο ήλιος έλιωσε το κερί των φτερών του. Τα φτερά διαλύθηκαν κι ο Ίκαρος σκοτώθηκε πέφτοντας στα βράχια ενός νησιού. Το νησί λέγεται και σήµερα Ικαρία και το πέλαγος που απλώνεται µπροστά του Ικάριο πέλαγος.
Απολλόδωρος, Επιτοµή 1, 12-15 (διασκευή)
Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, όπως τους φαντάστηκαν ένας αρχαίος κι ένας νεότερος καλλιτέχνης.
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...:
Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.