Σήμερα, σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται με τον χώρο του πολιτισμού, γνωρίζουν ότι τα μουσεία δε νοούνται μόνο ως χώροι φύλαξης της υλικής κληρονομιάς του παρελθόντος, όπως ίσως πιστευόταν αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά ως οργανισμοί με πολυεπίπεδο χαρακτήρα και πολυσχιδείς συνδέσεις με την κοινωνία. Μάλιστα σε ό, τι αφορά στα αρχαιολογικά μουσεία, έχει πλέον γίνει αποδεκτή η άποψη που τα θεωρεί ως τους σημαντικότερους, ίσως, μηχανισμούς σύνδεσης των ανθρώπων με το παρελθόν. Όσο για το ερώτημα, γιατί είναι ή θεωρείται σημαντική η διατήρηση και η ερμηνεία του παρελθόντος, η απάντηση δεν είναι δύσκολο να δοθεί: το παρελθόν κάθε λαού και ευρύτερα της ανθρωπότητας είναι το θεμέλιο της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας και το κλειδί για την κατανόηση σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων (Lowenthal 1985, 185, Lowenthal 1988, Hewison 1987, 45). Τα μουσεία ακολουθώντας την ιστορική πορεία της χώρας στην οποία βρίσκονται, κλήθηκαν να διαδραματίσουν ρόλους που διαφοροποιούνταν από εποχή σε εποχή, ανάλογα με τα ιστορικά συμφραζόμενα (βλ. συμβολές σε Fladmark 2000). Στην Ελλάδα μουσεία ιδρύθηκαν σχεδόν αμέσως μετά τη δημιουργία του κράτους τον 19ο αιώνα, κάτω από πνεύμα του ρομαντισμού για την ελληνική αρχαιότητα και από τότε λειτούργησαν ως «κιβωτοί» της εθνικής συνείδησης και παράδοσης, ως χώροι προβολής μοναδικών αριστουργημάτων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ως πόλοι έλξης τουριστών αλλά και ως χώροι μελέτης και ανάπτυξης ακαδημαϊκών συζητήσεων (Γκαζή 1999, Οικονόμου 2003, 52-55, Χουρμουζιάδη 2006, 26 κ. εξ.). Κατά την τελευταία τριακονταετία, τα μουσεία σε παγκόσμιο επίπεδο όχι μόνο αυξήθηκαν αριθμητικά αλλά και διεύρυναν τη θεματολογία τους, τον τρόπο οργάνωσης των εκθέσεών τους και επικοινωνίας τους με το κοινό. Τα μουσεία της Ελλάδας προσπαθούν να ακολουθήσουν τις διεθνείς εξελίξεις, ωστόσο ακόμη είναι σχετικά λίγες οι περιπτώσεις ελληνικών μουσείων, που αφουγκράζονται τις σύγχρονες τάσεις ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 2 της μουσειολογίας και επιδιώκουν την ενδυνάμωση των κοινωνικών τους ρόλων. Η ανάγκη ένταξης πολλών σκοπών και λειτουργιών, που επιδιώκει να επιτελεί ένα σύγχρονο μουσείο, αντικατοπτρίζεται και στους ορισμούς του μουσείου, τόσο από το ICOM, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων1, όσο και από το νέο Αρχαιολογικό Νόμο του ελληνικού κράτους, τον Ν. 3028 του 20022. Οι δύο αυτοί ορισμοί κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, θέτοντας στο επίκεντρο των στοχεύσεων ενός μουσείου το κοινό και ορίζοντας τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία ως τους τρεις κύριους άξονες των δραστηριοτήτων του. Ποια είναι λοιπόν τα μέσα που χρησιμοποιεί το μουσείο για να πραγματώσει τους στόχους του και πριν από αυτό ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται; Ας ξεκινήσουμε με το δεύτερο ερώτημα: κοινό του μουσείου αποτελούν όλοι οι εν δυνάμει επισκέπτες του ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και φυλής, κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου. Ακριβώς λόγω της ευρύτητας του κοινού του, ένα μουσείο πρέπει να βρει τον τρόπο να απευθύνεται σε όλους και να καλύπτει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες που έχουν κατά την επίσκεψή τους σε αυτό. Αυτό σημαίνει ότι το μουσείο θα πρέπει να εκπαιδεύει, να ψυχαγωγεί και να δίνει τη δυνατότητα μελέτης σε 1 Ορισμός του μουσείου κατά το ICOM (International Council of Museums ): «Μουσείο είναι ένας μη κερδοσκοπικός, μόνιμος θεσμός, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, ερευνά, γνωστοποιεί και εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία». 2 Ορισμός του μουσείου κατά τον αρχαιολογικό νόμο (3028/2002): Ως μουσείο νοείται η υπηρεσία ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με ή χωρίς ίδια νομική προσωπικότητα, που αποκτά, δέχεται φυλάσσει, συντηρεί, καταγράφει, τεκμηριώνει, ερευνά, ερμηνεύει και κυρίως εκθέτει και προβάλλει στο κοινό συλλογές αρχαιολογικών, καλλιτεχνικών, εθνολογικών ή άλλων υλικών μαρτυριών του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία. Ως μουσεία μπορούν να θεωρηθούν επίσης υπηρεσίες ή οργανισμοί που έχουν παρεμφερείς σκοπούς και λειτουργίες, όπως τα μουσεία ανοικτού χώρου. ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 3 ανθρώπους με εντελώς διαφορετικό γνωστικό, κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο. Τα μέσα που διαθέτει ένα μουσείο, για να πραγματώσει τους στόχους του, είναι πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους, η δε επιλογή τους εξαρτάται από τη στρατηγική, που χαράσσει το κάθε μουσείο ξεχωριστά, από τις εθνικές στρατηγικές στον πολιτισμό αλλά και από τους πολύπλευρους, οικονομικούς και άλλους, περιορισμούς που τίθενται. Ο ρόλος των ίδιων των εργαζόμενων στα μουσεία είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποτελούν τους ενδιάμεσους κρίκους ανάμεσα στο «περιεχόμενο» του και τους επισκέπτες. Για παράδειγμα οι αρχαιολόγοι μελετούν το υλικό και, ως επιμελητές εκθέσεων, το οργανώνουν και το ερμηνεύουν χρησιμοποιώντας μια σειρά από τεχνικές/πρακτικές, οι οποίες αποσκοπούν στη διαμόρφωση ενός πλαισίου επικοινωνίας με τον επισκέπτη. Οι συντηρητές προετοιμάζουν τα αντικείμενα, έτσι ώστε να είναι ασφαλή και λειτουργικά στο πλαίσιο της έκθεσης. Οι φύλακες είναι τα άτομα που έρχονται σε άμεση επαφή με τους επισκέπτες και δεν διαφυλάσσουν απλώς τα έργα τέχνης αλλά επικοινωνούν σε προσωπικό επίπεδο με το κοινό. Είναι εκείνοι που βλέπουν αντιδράσεις, επισημαίνουν προβλήματα και εν τέλει γίνονται αποδέκτες της καλής ή κακής επικοινωνίας του μουσείου με τους επισκέπτες του. Οι εκθέσεις είναι οπωσδήποτε ένας από τους σημαντικότερους διαύλους επικοινωνίας του μουσείο με το κοινό, αλλά όχι ο μοναδικός. Ένα σύγχρονο μουσείο οφείλει να αναπτύσσει δράσεις με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, οι οποίες μπορούν να φέρουν ξανά και ξανά το ντόπιο κοινό στο μουσείο. Οι μαθητές είναι μια από τις σημαντικότερες ομάδες στόχευσης, γιατί είναι εκπαιδεύσιμοι και ανοιχτοί στα κάθε είδους ερεθίσματα. Επίσης είναι επιθυμητό να προσφέρει εκδηλώσεις ψυχαγωγικού χαρακτήρα όχι μόνο γιατί το Μουσείο είναι ναός των Μουσών όλων των τεχνών, όπως φαίνεται και από το ίδιο το όνομά του, αλλά και γιατί οι επισκέπτες, που είναι και κάτοικοι της πόλης όπου βρίσκεται, θα πρέπει να βρίσκουν συνεχώς αφορμές για να επιστρέφουν στους χώρους του. Εκδηλώσεις μουσικής, λόγου και τέχνης δίνουν εξαιρετικές ευκαιρίες για να γίνει το μουσείο ένας χώρος οικείος και ανοιχτός στους πολίτες, ένα κομμάτι της καθημερινότητάς τους, ανεξαρτήτως της αφορμής που θα τους οδηγήσει σε αυτό. Παράλληλα ένα μουσείο δεν μπορεί να παραβλέπει τον επιστημονικό του ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 4 ρόλο, γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκει την προώθηση και την οργάνωση επιστημονικών δραστηριοτήτων, όπως τα συνέδρια, οι ημερίδες και τα ερευνητικά προγράμματα, που απευθύνονται σε ειδικούς. Θα λέγαμε λοιπόν ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη θέση ενός μουσείου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι η επικοινωνία με όλες τις ομάδες κοινού (Hooper-Greenhill, 1994, Χουρμουζιάδη 2006, 129 κ. εξ.). Αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη καθώς τροφοδοτείται και από τις δύο πλευρές. Τα ερεθίσματα που προσφέρει το μουσείο τροφοδοτούν τις αντιδράσεις των επισκεπτών και αντίστροφα η ανταπόκριση του κοινού ενεργοποιεί τα νέα ερεθίσματα που θα προσφέρει το μουσείο. Αναφερθήκαμε σύντομα σε ορισμένες από τις δράσεις που επιλέγει ένα μουσείο για να χαράξει την επικοινωνιακή του στρατηγική. Ωστόσο δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε τη σημασία των ίδιων των εκθέσεων (βλ. συμβολές σε Macdonald 1998 και Rhodes 2007). Αυτό που τελικά βρίσκεται στον πυρήνα του έργου ενός μουσείου είναι τα ίδια τα αντικείμενα και η ερμηνευτική παρουσίασή τους μέσω των εκθέσεων. Τίθεται όμως το εύλογο ερώτημα, με ποιο τρόπο είναι δυνατόν μια αρχαιολογική έκθεση να αποτελεί δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στο μουσείο και στην κοινωνία και, έτσι, να συμβάλει στην πραγμάτωση των στόχων του μουσείου, δηλαδή στην εκπαίδευση και στην ψυχαγωγία. Η διαπίστωση ότι η αρχαιολογία έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη και την κατανόηση του υλικού πολιτισμού κοινωνιών του παρελθόντος δεν είναι οπωσδήποτε πρωτότυπη. Αξίζει ωστόσο να εξετάσει κανείς κατά πόσο η αρχαιολογική έρευνα καταφέρνει να περάσει από τα υλικά δεδομένα στο επίπεδο της ερμηνείας όχι απλώς των αντικειμένων αλλά και των ιδεών που βρίσκονται πίσω από αυτά. Άλλωστε οι ιδέες, τα νοήματα και οι συμβολισμοί σηματοδοτούν το κοινωνικό περιεχόμενο των αντικειμένων, με άλλα λόγια δίνουν φωνή στα βουβά κατά τ’ άλλα υλικά τεκμήρια (Hodder 1992, 2002, Miller & Tilley 1996). Αυτό σημαίνει ότι τα αντικείμενα από μόνα τους δεν μπορούν να μεταφέρουν κανένα μήνυμα στους επισκέπτες μιας μουσειακής έκθεσης. Απαιτείται ένα πλαίσιο ερμηνείας με τη βοήθεια κειμένων και αναπαραστατικών τεχνικών, το οποίο θα δώσει «φωνή» στα αντικείμενα (Karp 1991, Lidchi 1997). Σε αυτό το σημείο είναι αναπόφευκτο να τεθεί το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος του αρχαιολόγου σε αυτή τη διαδικασία «ανακάλυψης» των ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 5 νοημάτων πίσω από τα πράγματα (Shanks & Tilley 1987, 69, Χουρμουζιάδη 2006, 138-139, 145-147). Θα λέγαμε ότι είναι αυτός του διαμεσολαβητή, αφού οι ερμηνείες του αρχαιολόγου -είτε ως ανασκαφέα είτε ως ερευνητή είτε ως επιμελητή εκθέσεων- διαμορφώνουν τα νοήματα, τα οποία αποτελούν τον κρίκο για τη μετουσίωση της αρχαιολογικής έρευνας σε κοινωνικό αγαθό προσπελάσιμο από ποικίλες κοινωνικές ομάδες (Χουρμουζιάδης 2001, 233). Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση του υλικού πολιτισμού από τους αρχαιολόγους καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις ερμηνείες, άρα και την ίδια την πρόσληψη των πολιτισμών του παρελθόντος από τον σύγχρονο άνθρωπο. Τα αντικειμενικά μέσα που διαθέτουμε για την προσέγγιση και ανάλυση του υλικού πολιτισμού είναι τα μεθοδολογικά εργαλεία της αρχαιολογίας και αυτά αφορούν κυρίως την ανασκαφή, την τυπολογική και χρονολογική κατάταξη των αντικειμένων και τη μέτρηση συγκεκριμένων κατηγοριών υλικών καταλοίπων με φυσικές μεθόδους. Οι ερμηνείες στηρίζονται σε αυτά τα αντικειμενικά μέσα αλλά, παράλληλα, υπόκεινται στην υποκειμενική προσέγγιση του εκάστοτε αρχαιολόγου και των θεωρητικών του απόψεων. Αυτό σημαίνει ότι υποκειμενισμός στην αρχαιολογική ερμηνεία είναι από τη μία πλευρά αναπόφευκτος και από την άλλη επιθυμητός, καθώς διευρύνει το πεδίο στην πολλαπλότητα των αναγνώσεων του αρχαιολογικού υλικού (Saumarez-Smith 1989, 19). Οι εκθέσεις που παρουσιάζονται στα αρχαιολογικά μουσεία αποτελούν, όπως ήδη είπαμε το σημαντικότερο, ίσως, βήμα στον δρόμο προς την κοινωνικοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας. Εκεί επιχειρείται μέσα από την αποσπασματικότητα του υλικού πολιτισμού, που έχει έρθει στο φως από τις ανασκαφικές έρευνες, να συγκροτηθούν νοήματα (Hooper-Greenhill 2000, 1-5). Αυτά τα νοήματα αναφέρονται βέβαια στο παρελθόν αλλά δομούνται από εμάς στο παρόν και αποδίδουν μορφή και περιεχόμενο στις πράξεις ανθρώπων, οι οποίοι ζούσαν με σχηματισμούς, συμβάσεις και αντιθέσεις δυσδιάκριτες για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η υπόθεση αποτελεί κινητήριο μοχλό για την ερμηνευτική της αρχαιολογίας, όμως είναι πράγματι δύσκολο να βρει τη θέση της στο πλαίσιο μιας μουσειακής έκθεσης. Η έκθεση αποτελεί ουσιαστικά μια προσπάθεια αναπαράστασης του παρελθόντος, κάτι που αναγκαστικά περιλαμβάνει ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 6 γενικεύσεις και κατά συνέπεια το περιθώριο διατύπωσης υποθέσεων ή πολλαπλών ερμηνειών είναι περιορισμένο. Εξάλλου ο μη ειδικός επισκέπτης αρχαιολογικής έκθεσης είναι φυσικό να αναζητά σταθερά σημεία αναφοράς για την περιήγησή του σε πολιτισμούς, που πολύ συχνά τού είναι παντελώς άγνωστοι και μη οικείοι στον χώρο και στον χρόνο. Τελικά ο βαθμός στον οποίο θα προχωρήσει η γενίκευση ή η αφαίρεση στην έκθεση αποτελεί μια θεωρητική απόφαση, η οποία θα δώσει το συνολικό στίγμα της έκθεσης, θα προσδιορίσει τον τρόπο επικοινωνίας της με το κοινό και θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τις γνώσεις των επισκεπτών για το παρελθόν (Saumarez-Smith 1989, HooperGreenhill 2000, 1-22). Ας φανταστούμε τα αρχαία αντικείμενα σαν πρωταγωνιστές μιας θεατρικής παράστασης: ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται επάνω στη σκηνή, το πρίσμα μέσα από το οποίο φωτίζονται και το σενάριο, το οποίο εκτυλίσσεται, θα δώσουν το νήμα της αφήγησης. Εάν τα ίδια αντικείμενα οργανωθούν και ερμηνευθούν διαφορετικά, είναι βέβαιο ότι θα διαφοροποιηθεί η αφήγηση και εν τέλει τα μηνύματα που εκπέμπει η έκθεση στον επισκέπτη. Σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα, εάν και πως μπορεί να προσδιοριστεί ο βαθμός της επικοινωνιακής επιτυχίας μιας αρχαιολογικής έκθεσης. Αυτός πιστεύουμε ότι καθορίζεται από την ανταπόκριση των επισκεπτών με βάση συγκεκριμένα κριτήρια: έμαθαν ή κατανόησαν πράγματα για τον πολιτισμό ή τη θεματική που πραγματεύεται η έκθεση; αποτέλεσε η έκθεση την αφορμή για σκέψεις και ευρύτερους προβληματισμούς; δόθηκαν τα ερεθίσματα για συνειρμούς σχετικούς με πράγματα που ήδη γνώριζαν από προσωπικές τους εμπειρίες ή παραστάσεις; υπήρξαν παθητικοί κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους ή συμμετείχαν το μυαλό και, ίσως, περισσότερες από μια αισθήσεις τους; αποκόμισαν από την επίσκεψη ικανοποίηση αισθητική ή νοητική ή και τα δύο; και εν τέλει ήταν θετική η συνολική αποτίμηση της εμπειρίας από την επίσκεψη; (βλ. σχετ. Adams & Moussouri 2002) Οι εκθέσεις των σύγχρονων μουσείων είναι αδύνατον να αγνοούν την ανάγκη του επισκέπτη να έχει άποψη για αυτά που βλέπει και να αποτελεί ενεργό υποκείμενο. Αντίθετα, είναι επιθυμητό να προκαλεί τη συμμετοχή του με κάθε δυνατό τρόπο. Άλλωστε έχουμε πια στη διάθεσή μας ποικίλα μέσα για να το επιτύχουμε. Για παράδειγμα διαδραστικές και πολυμεσικές εφαρμογές που ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 7 παροτρύνουν τον επισκέπτη να συμμετάσχει ενεργητικά κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του και, εάν είναι δυνατόν, να ορίσει ο ίδιος τη ροή των πληροφοριών που θα λάβει και -γιατί όχι;- να παράξει ο ίδιος γνώση (Veenema & Gardner 1996, Μπούνια 2004, Γκαζή & Νικηφορίδου 2008, Stefani 2008). Η βιωματική προσέγγιση του παρελθόντος, για την οποία κάνουμε λόγο, είναι σαφώς ανθρωποκεντρική, καθώς θεωρεί ότι η εμπειρία της επίσκεψης σε μια αρχαιολογική έκθεση λειτουργεί σαν ένα δίπολο, στη μια πλευρά του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος του παρελθόντος, ο οποίος είναι φορέας και δημιουργός του πολιτισμού, που παρουσιάζεται στην έκθεση. Στην άλλη πλευρά του διπόλου βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος με τον ρόλο του επισκέπτη προσπαθεί να «διαβάσει» μέσω των αντικειμένων, τις ιδέες, τα σύμβολα και τα μηνύματα που εκπέμπει ο άνθρωπος του παρελθόντος (Στεφανή 2006, 394-395, Stefani 2009). Ο δίαυλος της επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους χαράσσεται από τους επιμελητές των εκθέσεων και τις ερμηνευτικές τους επιλογές. Βέβαια όλοι οι παραπάνω προβληματισμοί δεν είναι άγνωστοι σε όσους εργάζονται στον χώρο των μουσείων. Εξακολουθούν όμως να αποτελούν στόχους δυσπρόσιτους και συχνά παραμένουν στο επίπεδο του ευχολογίου. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες έγκεινται στην προσκόλληση των ίδιων των αρχαιολόγων στην ανάγκη παρουσίασης των αρχαιολογικών εκθέσεων με πολιτική ορθότητα, θα λέγαμε. Η αυστηρή χρονολογική κατάταξη, η επιστημονική ορολογία και ακόμη η ανασφάλεια για την κριτική από το ακαδημαϊκό περιβάλλον συχνά λειτουργούν ως ανασταλτικοί παράγοντες στην προσπάθεια των επιμελητών των εκθέσεων να στρέψουν το βλέμμα στον μη ειδικό επισκέπτη. Ας αναρωτηθούμε όμως: θέλουμε τα σύγχρονα μουσεία «θησαυροφυλάκια αδρανούς μνήμης» ή χώρους φιλόξενους για όλους, όπου το παρελθόν δε διδάσκεται αλλά βιώνεται; Λιάνα Στεφανή Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 8 ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γκαζή 1999: Γκαζή Α., Η έκθεση των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα (1829- 1909): Ιδεολογικές αφετηρίες, πρακτικές προσεγγίσεις, Αρχαιολογία 73, 45-53. Γκαζή & Νικηφορίδου 2008: Γκαζή Α. & Νικηφορίδου Α., Η χρήση των νέων τεχνολογιών στις εκθέσεις μουσείων: ένα μέσον ερμηνείας, στο Μπούνια Α., Νικονάνου Ν., Οικονόμου Μ. (επιμ.), Η τεχνολογία στην υπηρεσία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Διαχείριση, Εκπαίδευση, Επικοινωνία, Αθήνα, 373-385. Μπούνια Α., 2004, Τα πολυμέσα ως ερμηνευτικά εργαλεία στα ελληνικά μουσεία: γενικές αρχές και προβληματισμοί, στο Μουσείο, Επικοινωνία και Νέες Τεχνολογίες, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Μουσειολογίας, Μυτιλήνη 31 Μαϊου – 2 Ιουνίου, Τμήμα Πολιτιστικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Mytilene, 17-28. Οικονόμου 2003: Οικονόμου Μ., Μουσείο: Αποθήκη ή ζωντανός οργανισμός; Μουσειολογικοί προβληματισμοί και ζητήματα, Αθήνα. Στεφανή 2006: Στεφανή Λ., «5000, 15.000, 200.000 χρόνια πριν…Μια έκθεση για τη ζωή στην προϊστορική Μακεδονία». Η νέα μόνιμη έκθεση για την Προϊστορία της Μακεδονίας, ΑΕΜΘ 20, 391-401. Χουρμουζιάδη 2006: Χουρμουζιάδη Α., Το ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο. Ο εκθέτης - το έκθεμα – ο επισκέπτης, Θεσσαλονίκη. Χουρμουζιάδης 2001: Χουρμουζιάδης Γ. Χ., Δισπηλιό Καστοριάς: για μια Νέα Μουσειολογία, στο Σκαλτσά Μ. (επιμ.), Η Μουσειλογία στον 21 ο αι. Θεωρία και Πράξη, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 21-24 Νοεμβρίου 1997, Θεσσαλονίκη, 233-236. ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 9 ΞΕΝΟΓΛΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adams & Moussouri 2002: Adams M. & Moussouri Th., Interactive Experience: Linking Research and Practice, Paper presented at the V & A. Museum International Conference Interactive Learning in Museums of Art and Design, 17-18 May 2002 http://vam.ac.uk/vastatic/acrobat pdf/research/adams.pdf Fladmark 2000: Fladmark J. M. (επιμ.), Heritage & Museums. Shaping National Identity, Aberdeen, 2000. Hewison 1987: Hewison R., The Heritage Industry: Britain in a Climate of Decline, London. Hodder 1992: Hodder I., Theory and Practice in Archaeology, London. Hodder 2002: Hodder I., Διαβάζοντας το Παρελθόν, Αθήνα. Hooper-Greenhill 1992: Hooper-Greenhill E., Museums and the Shaping of Knowledge, London. Hooper-Greenhill 1994: Hooper-Greenhill E., Museums and Communication: An introductory essay, στο Hooper-Greenhill E., Museum, Media, Museum, London, 1-13. Hooper-Greenhill 2000: Hooper-Greenhill E., Museums and the Interpretation of Visual Culture, London & New York. Karp 1991: Karp I., Culture and Representation, στο Karp I. & Lavine S. D. (επιμ.), Exhibiting Cultures: The Poetics and Politics of Museum Display, Washington, 11-24. Lidchi 1997: Lidchi H., The Poetics and Politics of Exhibiting Other Cultures, στο Hall S. (επιμ.), Representation: Cultural Representations and Signifying Practices, Λονδον, 151-208. Lowenthal 1985: Lowenthal D., The Past is a Foreign Country, Cambridge. Lowenthal 1988: Lowenthal D., Classical antiquities as national and global heritage, Antiquity 62, 726-734. ΠΡΟ-ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 8 (2018) / Ε. ΣΤΕΦΑΝΗ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 10 Macdonald 1998: Macdonald S. (επιμ.), The Politics of Display. Museums, science, culture, London & New York. Miller & Tilley 1996: Miller D. & Tilley C., Editorial, Journal of Material Culture Studies 1, 5-14. Rhodes 2007: Rhodes R. F., The Acquisition and Exhibition of Classical Antiquities. Professional, Legal, and Ethical Perspectives, Indiana. Saumarez-Smith 1989: Saumarez-Smith C., Museums, artifacts and meanings, στο Vergo P. (επιμ.), The New Museology, London, 6-21. Shanks & Tilley 1987: Shanks Μ. & Tilley C., Re-constructing Archaeology: Theory and Practice, Cambridge. Stefani 2008: Stefani L. D., The contribution of new technologies to the interpretative and communicative dimensions of an archaeological exhibition: The example of the multimedia application of the “Prehistoric Macedonia” exhibition at the Archaeological Museum of Thessaloniki, στο Tsipopoulou M., (επιμ.), Digital Heritage in the New Knowledge Environment: Shared spaces & open paths to cultural content. Proceedings of the International Conference held in Athens 31.10.08 – 02.11.08, Athens, 123-126. Stefani 2009: Stefani L., La Préhistoire au musée de Thessalonique, Archèologia, 467, Juin 2009, 60-68. Veenema S. – Gardner H., 1996, Multimedia and Multiple Intelligences, The American Prospect, 7, November-December 1996, http://www.prospect.org/print/V7/29/veenema.html, last visit
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...:
Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.