Τα αμπελοτόπια και η οινοπαραγωγή στον ελλαδικό χώρο είναι μέρος της Ιστορίας, της κουλτούρας και του πολιτισμού, με την ιστορία του ελληνικού κρασιού να εκτείνεται από τον 7ο π.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα.
Οι αρχαίοι Ελληνες ενέταξαν το κρασί στις θρησκευτικές τελετουργίες τους, θέτοντας, μάλιστα, ως προστάτη της διαδικασίας παραγωγής του μια θεότητα, τον Διόνυσο.
Και δεν ήταν ο μοναδικός λαός. Στην Ινδία, ο ίδιος θεός λεγόταν Σόμα (σ.σ. το Σόμα- soma- σύμφωνα με το ιερό βιβλίο Ριγκβέδα- Rigveda- ήταν τελετουργικό ρόφημα). Κατά μια άλλη εκδοχή, οι Ινδοί λάτρευαν μια θεότητα που ονομαζόταν Σοροάδειος και στα ελληνικά μεταφραζόταν Οινοποιός.
Στην Αίγυπτο, πολλά κοινά στοιχεία με τον Διόνυσο είχε ο Σέραπις, αν και κάποιοι τον ταυτίζουν με τον Οσιρις, ενώ πολλές γιορτές που γίνονταν προς τιμή του έμοιαζαν με τις «οργιακές» γιορτές του Αδώνιδος στην Ασσυρία και στη Βαβυλώνα.
Στη Παλαιά Διαθήκη, δε, διαβάζουμε ότι αμέσως μετά το τέλος του κατακλυσμού, ο Νώε «άνθρωπος γεωργός γης εφύτευσεν αμπελώνα και έπιεν εκ του οίνου και εμεθύσθη και εγυμνώθη εν τω οίκων αυτού» (Γένεσις, κεφ. 9, παρ. 20, 21), ενώ παρακάτω υπάρχει η προτροπή της λατρείας του Θεού για να ευλογήσει τον άρτο σου, τον οίνο σου και το νερό σου (Γέν., κεφ. 23, παρ. 25).
Ομως, οι αρχαίοι Ελληνες δεν ήταν δυνατό να «περιορίσουν» τον δικό τους θεό στην προστασία της οινοπαραγωγής. Γι’ αυτό, ο Διόνυσος εκτός από θεός του κρασιού και του γλεντιού ήταν και προστάτης της τέχνης, ιδιαίτερα του θεατρικού λόγου, χαρίζοντας στον κόσμο τη σάτιρα, την κωμωδία, τη τραγωδία, το θέατρο…
Ετσι, ενώ μια σειρά μύθοι τον θέλουν «θορυβώδη γλεντζέ» με τη ζωηρή συνοδεία του, τους Σάτυρους και τους Σειληνούς, από την άλλη εμφανίζεται να διδάσκει, με υπευθυνότητα, τους ανθρώπους τρόπους οινοποιίας και πώς να αναμιγνύουν το κρασί με το νερό για να μη μεθάνε (σύμφωνα με τον Φιλόχορο, ο Διόνυσος δίδαξε τον βασιλέα των Αθηναίων Αμφικτύονα).
Από τα Ομηρικά έπη, ακόμα, γνωρίζουμε την κυρίαρχη αντίληψη για την ωφελιμότητα του κρασιού αλλά και πως πρέπει να πίνουμε με μέτρο, διότι, όπως λέγει ο Ομηρος, «κάμνει κακόν (εν. ο οίνος) εις εκείνον που τον ρουφά με απληστία».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ομηρος στα έργα του αποδοκιμάζει σε πολλά σημεία και με συγκεκριμένα παραδείγματα τη μέθη. Στον αντίποδα επαινεί το κρασί, που επιδέχεται αρκετή ανάμειξη με νερό, όπως ήταν ο «οίνος του Μάρωνος», ο οποίος όταν ήθελε, με τους δικούς του, να πιουν πολύ κρασί το αραίωναν με νερό, σε αναλογία 1:20, «και τότε μια γλυκιά ευωδιά κι ουράνια απ’ το κροντήρι / χυνότανε που να μην πιεις δε βάσταε η καρδιά σου» (Οδύσσεια, Ι’ 210-211).
Ο Μάρων ήταν μυθικό πρόσωπο, που ετιμάτο ιδιαίτερα στη Μαρώνεια της Θράκης. Κατά τον Ομηρο, έδωσε στον Οδυσσέα το κρασί με το οποίο μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο. Κατ’ άλλες πηγές ήταν γιος του Οινοπίωνα, εγγονός του Διόνυσου, και δίδαξε τον τρόπο παραγωγής κρασιού στη Λέσβο.
Ο Κλέαρχος (περιπατητικός φιλόσοφος από τους Σόλους της Κύπρου, μαθητής του Αριστοτέλη, που έζησε τον 4ο-3ο αιώνα π.Χ.), στο έργο του «Βίοι», γράφει ότι «απ’ το κρασί της Λέσβου, δεν είναι άλλο πιότερο γλυκό», ενώ ο Εφιππος ο Αθηναίος (ποιητής της μέσης κωμωδίας, 4ος αιώνας π.Χ.) χαρακτηρίζει το χιώτικο κρασί δυνατό.
Από τον Κλέαρχο μαθαίνουμε και μια πτυχή του εμπορίου του κρασιού μεταξύ των πόλεων. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε ότι η Αθήνα «έδωκε ατέλεια να φέρνουν εδώ πέρα κρασί λεσβιακό» και ο ίδιος το επικροτεί.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι μεταφορές κρασιού από πόλη σε πόλη υπόκεινταν σε δημόσιο έλεγχο. Αλλού επιβάλλονταν περιοριστικά μέτρα, τα οποία εν προκειμένω η Αθήνα είχε άρει δίνοντας «ατέλεια», και αλλού για περιορισμό του ανταγωνισμού, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη νομοθεσία της Θάσου, σύμφωνα με την οποία πλοία με ξένο κρασί που πλησίαζαν το νησί θα έπρεπε να δημεύονται.
Πολλά στοιχεία για την παραγωγή κρασιού, τα είδη και τις ιδιότητές του υπάρχουν συγκεντρωμένα στο δεκαπεντάτομο έργο του Αθήναιου από τη Ναυκρατίδα της Αιγύπτου «Δειπνοσοφισταί», έναν συμποσιακό διάλογο με πολύτιμα εγκυκλοπαιδικά στοιχεία, που θεωρείται ότι γράφτηκε μεταξύ του 193 και του 197 μ.Χ. (σ.σ. Χρησιμοποιήσαμε έκδοση, σε επιμέλεια Ευάγγελου Παπανούτσου και εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια Ευάγ. Φωτιάδη. Εκδόσεις «Ι. Ζαχαρόπουλος»).
Σε αυτό το έργο (Βιβλίο Α΄) διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, ότι:
1. Υπήρχαν κρασιά, τα οποία αναμειγνύοντο με θαλασσινό νερό, ώστε «κατά την ορθήν αναλογίαν και μέθην προκαλούν και την κοιλία διευκολύνουν και τον στόμαχον ερεθίζουν και αέρια προκαλούν και συμβοηθούν εις την πέψιν της τροφής» (σελ.111).
Αρκετοί πίστευαν ότι αυτόν τον τρόπο οινοποιίας είχε διδάξει ο Διόνυσος, όπως φαινόταν και από τον μύθο κατά τον οποίο όταν απειλήθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Λυκούργο, βρήκε καταφύγιο στη θάλασσα.
Το κρασί, το οποίο παρασκευαζόταν από πρόσμειξη του μούστου με θαλασσινό νερό, ονομαζόταν «ανθόσμιος οίνος». Ο Φανίας ο Ερέσιος για τη διαδικασία παρασκευής αναφέρει ότι «εις πεντήκοντα μέρη μούστου χύνεται ένα μέρος θαλασσίου ύδατος και γίνεται ανθοσμίας».
Αντίθετα, για το κρασί της Χίου και της Λέσβου ταίριαζαν τα «καθαρά νερά». Στη Μυτιλήνη, το γλυκό κρασί που παρήγαν το ονόμαζαν πρόδρομον (πρώιμο) και άλλοι πρότροπον (από απάτητα σταφύλια).
2. Τα βασικά είδη των οίνων ήταν το λευκό, το κιτρινωπό [στο πρωτότυπο κιρρός = υπόξανθος] και το μαύρο.
«Και το λευκόν είναι φυσικώς ελαφρότατον, διουρητικόν, θερμαντικόν και χωνευτικόν, αλλά ανάβει το κεφάλι, διότι εξατμίζεται. Το μαύρον πάλιν που δεν γλυκίζει είναι θρεπτικώτατον και στυπτικόν, όταν δε γλυκίζη, είναι θρεπτικώτερον και από τα λευκά και από τα κιτρινωπά κρασιά». (σελ. 111)
3. Αλλες περιοχές που παρήγαν εκλεκτά κρασιά διαβάζουμε ότι ήταν:
Η Ικαρία, όπου στην Πράμνον παραγόταν ο γνωστός και από τα Ομηρικά έπη Πράμνιος οίνος, που μερικοί ονόμαζαν και «φαρμακίτη», για τον οποίο ο Επαρχίδης ο Πράμνιος γράφει ότι «δεν είναι ούτε γλυκύς ούτε παχύς, αλλά στυφός και σκληρός και έχει πολλήν δύναμιν».
Η Χαλκιδική, ειδικά η Μένδη για το «λεπτό και άσπρο» κρασί της και η Ακανθος, αποικία των κατοίκων της Ανδρου, στον ισθμό του Αθω, η Μαγνησία με το «γλυκόπιοτο κρασί», η Θάσος, όπου το κρασί είχε «μήλου μυρωδιά», η Λήμνος, η Εύβοια, η Σάμος, η Νάξος, η Σκιάθος και η Σκόπελος, όπου παραγόταν ο Πεπαρήθιος οίνος.
Από τα νησιά του Ιονίου, διαβάζουμε για το κρασί της Κέρκυρας που θεωρούνταν καλό όταν είχε παλιώσει και για τα κρασιά της Λευκάδας και της Ζακύνθου που χαρακτηρίζονταν δυνατά.
Πολλές αναφορές γίνονται για το «βίβλινο» κρασί, που εικάζεται ότι προερχόταν από τη Βιβλία ή Βίβλο, πιθανότατα χώρα της Θράκης, η οποία συνολικά φημιζόταν για τα γλυκά κρασιά της.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει για τα κρασιά της περιοχής της Πελοποννήσου, καθώς από την περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού υπάρχουν αναρίθμητες ενδείξεις της παραγωγής, κατανάλωσης κι εμπορίας κρασιού στις εν λόγω περιοχές.
Να σημειωθεί δε ότι οι ιστορικοί αμπελώνες της Πελοποννήσου ξεκινούσαν βορειοανατολικά με τον αμπελώνα στη Νεμέα Κορινθίας, όπου ανασκαφές έχουν φέρει στο φως αρχαίους αμπελώνες, φυτεμένους σε τάφρους, στο ιερό του Διός. Εκεί παραγόταν από την αρχαιότητα ο Φλιάσιος οίνος, το σημερινό «Αγιωργίτικο κρασί».
Για το κρασί της Κορίνθου διαβάζουμε ότι ήταν «σκληρό», ενώ ο Αλκμάν (λυρικός ποιητής του 7ου π.Χ. αιώνα) χαρακτηρίζει «άπυρο (άψητο) και μυρωδάτο» το κρασί που παράγεται στους Πέντε Λόφους, τόπο που απείχε από τη Σπάρτη 7 στάδια.
Τα ακριβά κρασιά της αρχαιότητας
Ο Χίος, ο Λέσβιος και ο Θάσιος υπήρξαν οι πιο ακριβοπληρωμένοι οίνοι κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Για την προστασία τους δε από τις απομιμήσεις και τις παραποιήσεις, τα κρασιά της Θάσου έπρεπε να πωλούνται μέσα σε αμφορείς ώστε η ανθεκτικότητά τους να είναι εγγυημένη.
Οι οινικοί νόμοι της Θάσου του 5ου αιώνα π.Χ. θεωρούνται τα αρχαιότερα νομοθετικά κείμενα για την προστασία των οίνων ονομασίας προέλευσης, στο πλαίσιο μιας γενικότερης αμπελοοινικής πολιτικής που αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος και στην προστασία του υγιούς οινεμπορίου.
Εδώ μπορούμε επίσης να διακρίνουμε την πρώτη προσπάθεια δημιουργίας κανονισμών για τα κρασιά ονομασίας προέλευσης, όπως αυτοί ισχύουν σήμερα στις χώρες της Ε.Ε. Πολλοί θεωρούν ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στη νομοθεσία της Αρχαίας Ελλάδας για τα κρασιά ποιότητας που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές με τη νομοθεσία της Ε.Ε.
Ξέρατε ότι:
■ Οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν το κρασί αναμειγνύοντάς το με νερό, σε αναλογία συνήθως 1:3 (ένα μέρος οίνου προς τρία μέρη νερού) και διέθεταν ειδικά σκεύη (κρατήρες) για την ψύξη του;
■ Στα Ομηρικά έπη το πρωινό περιλάμβανε ψωμί βουτηγμένο σε «άκρατον (=ανόθευτον) οίνον» ως μια εξαιρετικά θρεπτική τροφή;
■ Το αρχαιότερο κρασί με ονομασία προέλευσης θεωρείται ότι ήταν το κρασί Δένθις, που παρήγετο στη Δενθαλιάτιδα Χώρα (σημερινή περιοχή Αλαγονίας, στη Μεσσηνία);
■ Σύμφωνα με τον Θεόπομπο τον Χίο, οι πρώτοι που παρήγαγαν μαύρο κρασί, το οποίο ο Ομηρος ονομάζει «αίθοπα οίνο», ήταν οι Χίοι;
■ Επί Τουρκοκρατίας ο φόρος των οινοπνευματωδών επιβλήθηκε, για πρώτη φορά, σε όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1791 και ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις στην Κρήτη;
■ Στο έργο του Σέξπιρ «Ριχάρδος ο Γ'», ο δούκας του Κλάρενς καταδικάζεται σε πνιγμό σε ένα βαρέλι με κρασί Μαλβαζία που παρασκευαζόταν στη Μονεμβάσια;
■ Από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα το κρασί ήταν ένα από τα βασικά εξαγώγιμα είδη της χώρας;
■ Ο αστεροειδής 2303 Ρετσίνα (2303 Retsina) πήρε το όνομά του από την ελληνική ρετσίνα;
ΒΙΝΣΑΝΤΟ
Το βινσάντο (Vinsanto) της Σαντορίνης είναι παραδοσιακό γλυκό κρασί με σκούρο μπρούτζινο χρώμα, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των κρασιών Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητος (ΟΠΑΠ Σαντορίνης).
Υπάρχουν δύο θεωρίες για την προέλευση του ονόματος. Η μία θεωρία θέλει η ονομασία του να προέρχεται από τη χρήση του για την Θεία Ευχαριστία (ιταλικά vino santo: «οίνος άγιος»), ενώ η άλλη ότι υποδηλώνει την προέλευση του κρασιού (ιταλικά vino di Santorini: «οίνος από τη Σαντορίνη»).
Το κρασί βινσάντο θεωρείται συνεχιστής των πάσσων, όπως ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι λιαστοί οίνοι, για τους οποίους φημίζονταν τα νησιά του Αιγαίου.
Ιστορικά είναι γνωστό ότι γινόταν εξαγωγή βινσάντο στη Ρωσία τουλάχιστον από το 1786. Μάλιστα, η οικονομία της Σαντορίνης οδηγήθηκε σε παρακμή όταν, λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, σταμάτησε η εξαγωγή βινσάντο προς τη χώρα αυτή.
Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εξέγερση ενάντια στους φόρους οινοπνευματωδών
Ο πρώτος –γνωστός– φόρος στα οινοπνευματώδη ποτά επιβλήθηκε επί Τουρκοκρατίας, με προφανή στόχο την άντληση χρημάτων από την οινοπαραγωγή, που αποτελούσε μια σημαντική εμπορική δραστηριότητα για τους «ραγιάδες» του ελλαδικού χώρου.
Είναι γνωστό ότι από την Ενετοκρατία ακόμα (12ος-17ος αιώνας), πολλά κρασιά, που παράγονταν σε περιοχές του ελλαδικού χώρου, αποτελούσαν βασικό εξαγώγιμο προϊόν καθώς είχαν μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη, όχι μόνο για την ποιότητα και τη γεύση τους, αλλά και γιατί άντεχαν στα μακρινά θαλάσσια ταξίδια.
Ετσι, αρχικά τα βενετσιάνικα πλοία και εν συνεχεία και οι Γενουάτες άρχισαν να φορτώνουν όλο και πιο πολλά κρασιά, κυρίως από τη Μονεμβάσια, όπου παραγόταν με τη τεχνική του λιαστού σταφυλιού το κρασί «Μαλβαζία» (Malvasia, έλεγαν οι Ενετοί τη Μονεμβάσια), το πιο ξακουστό του Μεσαίωνα.
Συγκεκριμένα, το σταφύλι μετά τον τρύγο απλωνόταν για περίπου 15 ημέρες στις ταράτσες και λιαζόταν. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε απώλεια νερού και αύξηση της περιεκτικότητας σε σάκχαρα, με αποτέλεσμα να παράγεται ένα κρασί πιο γλυκό, με περισσότερο αλκοόλ, που διατηρείται και ευκολότερα (σ.σ. οίνοι οι οποίοι παράγονται έτσι ονομάζονται στο εξωτερικό «Αχυροι οίνοι»).
Επίσης, πολλές εξαγωγές κρασιών γίνονταν από τις Κυκλάδες, ιδιαίτερα από τη Σαντορίνη το επίσης ξακουστό κρασί «βινσάντο» (Vinsanto) και την Κρήτη της οποίας τα κρασιά ήταν φημισμένα στη Φλάνδρα, στην Πορτογαλία και στην Αγγλία.
Μάλιστα, επί βασιλείας Ερρίκου Η' οι εξαγωγές κρητικών κρασιών στην Αγγλία είχαν αυξηθεί τόσο πολύ που ο βασιλιάς αναγκάστηκε το 1522 να στείλει πρόξενο στην Κρήτη.
Στη διάρκεια του Ε' Βενετοτουρκικού Πολέμου, γνωστού και ως Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, που διήρκεσε 24 χρόνια (1645-1669), οι εξαγωγές σταμάτησαν, με τεράστια οικονομική ζημιά για τους Κρητικούς παραγωγούς και εμπόρους.
Γι' αυτό, λίγες μόλις ημέρες από την υπογραφή της Βενετοτουρκικής Συνθήκης περί παραδόσεως του Χάνδακα (Ηράκλειο) εκδόθηκε κανονισμός για το δασμολογικό σύστημα, ηπιότερο απ’ αυτό των Ενετών, «για ν’ αναζωογονηθεί το εμπόριο της νήσου, που είχε τελείως νεκρωθεί στη διάρκεια του μακροχρονίου Κρητικού Πολέμου».
Σε αυτόν, το κρασί και η ρακή χαρακτηρίζονται «ο επιούσιος άρτος των απίστων» και ορίζεται ότι «είτε εξάγονται είτε εισάγονται, θα εισπράττωνται βάσει της αξίας των τέσσερα άσπρα (σ.σ. νόμισμα της εποχής) επί τοις εκατόν». (Πηγή: Ν. Σταυρινίδης «Ανέκδοτα έγγραφα της Τουρκοκρατίας εν Κρήτη. Πέντε έγγραφα των πρώτων μετά των άλωσιν του Χάνδακος χρόνων», «Κρητικά Χρονικά» Τόμ. Β’, σελ. 135-136)
Ωστόσο, δεν πέρασαν δύο χρόνια και με αυτοκρατορικό φιρμάνι επιβάλλεται, για πρώτη φορά, σε όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φόρος στα οινοπνευματώδη.
Το φιρμάνι όριζε ότι ο φόρος θα καταβαλλόταν μία φορά τον χρόνο, την περίοδο του «πατήματος» των σταφυλιών («κατά την έκθλιψιν») και θα ήταν δύο παράδες για κάθε οκά. Για τη ρακή ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό ο φόρος θα πληρωνόταν κατά την απόσταξη και θα ήταν τέσσερις παράδες η οκά.
Στην Κρήτη η επιβολή του φόρου προκάλεσε «έκρηξη», ακόμα και από Τούρκους αμπελοπαραγωγούς, με ξυλοδαρμούς και επιθέσεις κατά κρατικών υπαλλήλων.
Τον επόμενο χρόνο οι αντιδράσεις φαίνεται ότι έγιναν ακόμα εντονότερες καθώς η είσπραξη των φόρων είχε ανατεθεί σε κάποιον Τούρκο, ονόματι Εσσίτ Ιμπαχήμ Ρεσίτ, ο οποίος εισέπραττε δυσανάλογα υψηλότερη φορολογία απ’ αυτήν που αντιστοιχούσε στην παραγωγή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος έπρεπε να καταβάλλει 25.000 γρόσια και εισέπραττε από τρεις νομούς της Κρήτης 72.500 γρόσια!
Οι διαμαρτυρίες έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου αποφασίστηκε να σταλούν αντιπρόσωποι σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας για τη διαπίστωση της δυναμικότητας παραγωγής οίνου σε κάθε μία. Τότε, οι ανώτεροι ιεράρχες της Κρήτης ζήτησαν, εγγράφως, την παρέμβαση του Πατριαρχείου, ώστε οι απεσταλμένοι να κρίνουν αντικειμενικά τη δυναμικότητα παραγωγής της γης.
Τα επόμενα δύο χρόνια παρότι άλλαξε ο «φοροεισπράκτορας» (σ.σ. οι ντόπιοι έλεγαν «ο μουκαταχασής»), η καταπίεση συνεχίστηκε και μαζί οι αντιδράσεις των Κρητικών αμπελοκαλλιεργητών, οι οποίοι πέτυχαν κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο:
Να διαταχθεί η σύλληψη του ιεροδίκη Μαλεβυζίου «ως καταπιέζοντα τους ραγιάδες κατά την είσπραξιν του φόρου οινοπνευματωδών», να μειωθεί το ποσό της φορολογίας στα 20.000 γρόσια και η είσπραξή του να ανατεθεί στους πρόκριτους και στους κοτζαμπάσηδες.
Βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας
Το αμπέλι κράτησε, οικονομικά, ζωντανό το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, καθώς τα προϊόντα του, σταφίδα και κρασί, αποτέλεσαν τα βασικότερα εξαγώγιμα εμπορικά είδη.
Σύμφωνα με τον «Γενικό πίνακα του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδος για το έτος 1859», στην πρώτη θέση των εξαγωγών βρισκόταν η κορινθιακή σταφίδα με εξαγωγές αξίας 12.557.551 δραχμών και στην τρίτη θέση βρισκόταν το κρασί με εξαγωγές αξίας 1.035.330 δραχμών, αισθητά αυξημένες σε σχέση με το 1858, οπότε είχαν γίνει εξαγωγές κρασιού αξίας 831.749 δραχμών.
Ανάμεσα στα δύο προϊόντα βρίσκονταν τα κουκούλια για την παραγωγή μεταξιού, από τα οποία είχαν γίνει εξαγωγές αξίας 1.872.459 δραχμών.
Για να γίνει αντιληπτή η πραγματική αξία των χρημάτων αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι οι εισπράξεις του κράτους για το 1852 ανέρχονταν σε 18.367.965,85 δρχ. Δηλαδή, η αξία του εξαγόμενου οίνου αντιστοιχούσε στο 5,63% των εσόδων του κράτους, ενώ η αξία της εξαγόμενης σταφίδας αντιστοιχούσε στο 68,3% των εσόδων του κράτους.
«Ολες οι επαρχίες παράγουν κρασί, αλλά το καλύτερο αμπέλι είναι της Σαντορίνης», επισημαίνει ο Εντμοντ Αμπού, ένας Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος, που εγκαταστάθηκε το 1852 στην Αθήνα και μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες, στο βιβλίο «Η Ελλάδα του Οθωνα» (εκδόσεις Πατάκη), για:
1. Την επικράτηση των κρασιών της Σαντορίνης στον διεθνή ανταγωνισμό απέναντι στα κυπριακά, από τα οποία ξεχώριζε το περίφημο «Κουμανταρία».
2. Την «εξαφάνιση» από την αγορά της εποχής του μονεμβασιώτικου Μalvazia. Και
3. Την εμφάνιση της ρετσίνας.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι οι εξαγωγές γίνονταν διά θαλάσσης, κυρίως με ιστιοφόρα και σπανιότερα με ατμόπλοια και τα ταξίδια ήταν πολυήμερα. Γι’ αυτό, είχε ιδιαίτερη σημασία η αντοχή του κρασιού στα ταξίδια και στον χρόνο. Ο Αμπού αναφέρει ακόμα ότι οι Ρώσοι λατρεύουν το κρασί της Σαντορίνης και αγοράζουν ετησίως κρασί αξίας πενήντα χιλιάδων δραχμών.
Η αξία των εξαγωγών ελληνικού οίνου προς τη Ρωσία ανερχόταν το 1859 σε 331.824 δραχμές και βάσει του στοιχείου που δίνει ο Αμπού για τις εξαγωγές των κρασιών της Σαντορίνης προκύπτει ότι το ένα έκτο της αξίας των εξαγωγών κρασιού προς αυτό το κράτος ήταν κρασιά Σαντορίνης, ιδιαίτερα από το «βινσάντο», που παρασκευαζόταν από λιαστό σταφύλι.
Να σημειωθεί ότι «το κρασί Μαλβαζία, τόσο διάσημο κατά τον Μεσαίωνα, αποτελεί σχεδόν παρελθόν», έγραφε ο Αμπού εξηγώντας ότι «οι κάτοικοι της Μάνης έχουν σχεδόν εγκαταλείψει την καλλιέργεια του αμπελιού […], αλλά τα αμπέλια της Μονεμβάσιας μεταφυτευμένα στα νησιά και κυρίως στην Τήνο, δίνουν και πάλι ένα από τα πιο ωραία κρασιά». Πρώτο κράτος σε αγορές ελληνικού οίνου ήταν η Τουρκία και μετά τη Ρωσία ακολουθούσαν η Αυστρία και η Αγγλία.
Κατά τις εξαγωγές το κρασί μεταφερόταν σε βαρέλια. Τα μπουκάλια εισάγονταν, τότε, από την Ευρώπη και στοίχιζαν πολύ ακριβά, αλλά έτσι κι αλλιώς η μεταφορά τους στο εσωτερικό της χώρας με τα κάρα της εποχής σε ανύπαρκτους χωματόδρομους ήταν απαγορευτική, θα έφταναν θρύψαλα.
Γι’ αυτό, όπως σημειώνει ο Αμπού, «το κρασί διατηρείται σε ασκιά και φυλάσσεται στα δωμάτια. Για να μη χαλάσει, το αναμειγνύουν με ρετσίνι» (σελ. 118), μια μέθοδος, που εφαρμοζόταν από την αρχαιότητα και ουσιαστικά αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας της «ρετσίνας», που σταδιακά έγινε συνώνυμο του ελληνικού κρασιού.
Για την Ιστορία να πούμε ότι εξαγωγές εμφιαλωμένων κρασιών αρχίζουν να γίνονται μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και κατευθύνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το 1960 εξάγονται 423 τόνοι αξίας 6.750.000 δραχμών.
Ωστόσο, το 1861 καταγράφεται μια μείωση των εξαγωγών κρασιού στη Ρωσία και αύξηση των εξαγωγών προς την Αυστρία, με κύριο εξαγωγικό κέντρο να αναδεικνύεται η Πάτρα..
Τα επόμενα χρόνια οι εξαγωγές κρασιού ακολούθησαν αυξητική πορεία και τον τελευταίο χρόνο του 19ου αιώνα η αξία τους έφτασε στα 6.523.678 δραχμές, με τις περισσότερες να κατευθύνονται πλέον προς την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αυστροουγγαρία) ενώ εμφανίζονται εξαγωγές και προς τις ΗΠΑ, έστω και αξίας 8.737 δρχ.
Η θεαματική αύξηση της παραγωγής του κρασιού «άνοιξε την όρεξη» της κυβέρνησης Θ. Δηλιγιάννη (31 Μαΐου 1895-18 Απριλίου 1897) ν’ αντλήσει χρήματα απ’ αυτό και επέβαλε μια δυσβάσταχτη όσο και παράλογη φορολογία που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Οι εφημερίδες της εποχής έκαναν σκληρή κριτική γράφοντας πως «απ’ όλα τα εν ισχύι συστήματα της φορολογίας, το πλέον καταθλιπτικόν, πλέον αρπακτικόν […] είναι το υφιστάμενον σύστημα της φορολογίας του οίνου. (εφημερίδα «Εμπρός» φ.20.12.1896).
Το θέμα έφτασε στη Βουλή αλλά ο Δηλιγιάννης, που είχε παραλάβει μια χρεοκοπημένη χώρα, δεν μπορούσε να δεχτεί την κατάργηση ενός φόρου που θα έφερνε έσοδα στα δημόσια ταμεία.
Ο παράλογος αυτός νόμος προέβλεπε ότι ο κάθε οινοπώλης έπρεπε να δηλώσει τον Σεπτέμβριο πόσο παλαιό κρασί διέθετε και πόσο θα ξόδευε μέχρι τις 10 Οκτωβρίου.
Η ίδια εικόνα υπήρξε μέχρι τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 1900, οπότε η Ελλάδα, παρήγαγε, το 1911, 252.401.560 οκάδες κρασιού, συνολικής αξίας 55.877.268 δραχμών. Η παραγωγή της χώρας «απογειώθηκε» με την ένταξη των λεγόμενων νέων επαρχιών οι οποίες παρήγαγαν συνολικά 51.806.872 οκάδες συνολικής αξίας 8.521.970 δραχμών.
Από τις νέες επαρχίες οι μεγαλύτερες παραγωγές σε βάρος και αξία βρίσκονταν στη Μακεδονία και την Κρήτη και ακολουθούσαν τα νησιά του Αιγαίου.
Ρετσίνα ονομάζεται είδος ελληνικού κρασιού που παρασκευάζεται με την προσθήκη φυτικής ρητίνης πεύκου.
Η παραγωγή της γίνεται από την αρχαιότητα, όταν η προσθήκη ρητίνης (ρετσινιού) αποσκοπούσε στην καλύτερη συντήρηση του κρασιού και όχι μόνο στην προσθήκη αρώματος. Για την παρασκευή της χρησιμοποιούνται συνήθως σταφύλια της ποικιλίας ροδίτη.
Η μοναδική γεύση της λέγεται ότι έχει προέλθει από την πρακτική της σφράγισης των αμφορέων, με ρετσίνι από πεύκα κατά τους αρχαίους χρόνους. Πριν από την εφεύρεση των στεγανών μπουκαλιών γυαλιού, το οξυγόνο αλλοίωνε τα κρασιά πολύ γρήγορα.
Για να στεγανοποιήσουν το στόμιο, οι αρχαίοι εφηύραν τη χρήση της ρετσίνας πεύκου, η οποία συγχρόνως εμπλούτιζε με την πάροδο του χρόνου το κρασί με το χαρακτηριστικό της άρωμα. Αργότερα εφευρέθηκε και η πρακτική της προσθήκης της ρετσίνας στον μούστο για τον αρωματισμό του κρασιού και την καλύτερη συντήρησή του.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα καταναλωνόταν από τους Αθηναίους, αλλά στους ταξιδιώτες φαινόταν παράξενη η ιδιαίτερη γεύση της. Ομως, με τη τουριστική ανάπτυξη του 1960 η ρετσίνα απέκτησε μεγάλη φήμη και για πολλά χρόνια το ελληνικό κρασί έγινε συνώνυμο της ρετσίνας.
ΠΗΓΗ .efsyn
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...:
Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.