Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

(ΜΕΡΟΣ Α') ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ο Ε' αιώνας αποτελεί μία μεταβατική περίοδο στην ιστορία της δυτικής Ευρώπης. Η πανσπερμία των βαρβάρων που εισβάλλουν σταδιακά στις δυτικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε δια της ισχύος των όπλων, περιορίζουν την Ρωμαϊκή διοίκηση στα Ιταλικά εδάφη, όχι όμως και την επιρροή της Αυτοκρατορίας. Στην διάρκεια των επόμενων αιώνων, το Οικουμενικό Κράτος της εποχής αντικαθιστάται από διάφορα βαρβαρικά αντίγραφά του και μέσα απ' αυτά αναδύεται τελικά η Φραγκία, ως το μόνο κρατικό μόρφωμα που επέζησε και επικράτησε στη Δύση...



Τα γεγονότα που οδήγησαν στην δημιουργία του, που καθόρισαν την εξέλιξή του, που επέδρασαν στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία του, προσπαθούμε να περιγράψουμε εδώ, μέσα από μια λογική επεξεργασία των πηγών και των βοηθημάτων της δυτικής ιστοριογραφίας, χωρίς να ακολουθούμε την γραμμική - ή στην πολυπλοκότερη μορφή της, διαλεκτική - σχέση αιτίας και αιτιατού, ευκταίου και εφικτού, μόνο, αλλά κυρίως εντάσσοντάς αυτά το ένα δίπλα στο άλλο, ως κομμάτια ενός παζλ, με στόχο την συμπλήρωση της μεγαλύτερης εικόνας.

Στην συνέχεια η κάθε εικόνα τοποθετείται ως ιστορική συνέχεια της προηγούμενης. Έτσι το κάθε γεγονός, ως μέρος ενός μεγαλύτερου συμπλέγματος, συνδέεται με την επικαιρότητά του και επηρεάζει με την δυναμική του τις εξελίξεις. Η σχέση δεν είναι μαθηματική. Αυτό που οι ορθολογιστές περιγράφουν ως αστάθμητο παράγοντα, αλλά εμείς καλούμε Θεία Πρόνοια, δεν απουσιάζει. Δεν μπαίνουμε στο πειρασμό να καθορίσουμε τον ρόλο Της, διότι ζούμε σε μελλοντικό χρόνο και γνωρίζουμε τα ύστερα γεγονότα, κάτι που δεν ίσχυε για τους ανθρώπους της τότε εποχής.


Οι Αρχαίοι Γερμανοί

Προέλευση και Κουλτούρα των Αρχαίων Γερμανικών Φύλων

Η δήλωση του Ιορδάνη, ότι η Σκάντζα (Σκανδιναβία) είναι η κυψέλη των φυλών και η μήτρα των εθνών, επαληθεύεται στην περίπτωση των Γερμανικών φύλων. Τα φύλα αυτά βρίσκονται την αυγή της δεύτερης χιλιετηρίδας στην νήσο Σκάντζα (οι αρχαίοι γεωγράφοι θεωρούν την Σκανδιναβική χερσόνησο ως νήσο) έτοιμα να εξορμήσουν στις απέναντι Ευρωπαϊκές ακτές της Βαλτικής. Από την νότια Σκανδιναβία περνούν στην Δανία και τις παρακείμενες περιοχές μεταξύ Έλβα και Όντερ.

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ότι την εποχή αυτή αλλά και στις πολύ μεταγενέστερες, ούτε ο όρος «Γερμανοί» υπάρχει ούτε κάποια κοινή εθνική συνείδηση, που να συνδέει τις φυλές αυτές και να καθοδηγεί τις μετακινήσεις τους. Σύνδεσμος και κοινή φυλετική συνείδηση υπάρχει ανάμεσα στα άτομα της ίδιας φυλής και μόνο. Αντιμετωπίζουν και αντιμετωπίζονται ως ίσοι, μόνο όσοι είναι πολεμιστές τις ίδιας φυλής και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή ακόμα και εχθρότητα μέλη άλλων συγγενικών φυλών. Αυτό, βέβαια, έχει την εξήγησή του.

Σε μια περιοχή περιορισμένη, άνθρωποι νομάδες ψάχνουν τον ζωτικό χώρο στον οποίο θα εγκατασταθούν προσωρινά, μέχρι να εξαντλήσουν τις δυνατότητές του και στην συνέχεια θα μετακινηθούν στις περιοχές των γειτόνων τους, τους οποίους πρέπει να εκδιώξουν. Δύσκολα, λοιπόν, γειτονικές φυλές αναπτύσσουν τους απαραίτητους δεσμούς που θα σφυρηλατήσουν συμμαχία, κοινή δράση, ανταλλαγές πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση τη φυλής στη ράτσα και στη συνέχεια στο έθνος. Αυτό θα συμβεί πολύ αργότερα και θα δούμε κάτω από ποιες συνθήκες.

Περίπου το 1000 π.Χ. παρατηρείται μια κινητικότητα στη Βόρεια Ευρώπη. Τα ήδη εγκατεστημένα Γερμανικά φύλα εισβάλουν στις περιοχές των Κελτών και φέρνουν τα σύνορα στους ποταμούς Ρήνο στα ανατολικά και Μάιν στα νότια. Η μετακίνηση αυτή των συνόρων είναι αργή και σταδιακή και δεν ολοκληρώθηκε πριν το 200 π.Χ. Η Νότια Γερμανία πληρούται με Γερμανικό πληθυσμό και μετά το 100 π.Χ. ξεκινά η προσπάθεια υπέρβασης του Ρήνου και εισόδου στη Γαλατία.

Την εποχή αυτή γίνονται οι πρώτες επαφές Ρωμαίων και Γερμανών, για την ακρίβεια συγκρούσεις, με αποτέλεσμα την αναχαίτιση των τελευταίων και τον περιορισμό τους ανατολικά του Ρήνου. Στην Ανατολική Γερμανία καινούργιες μετοικήσεις από τη Σκανδιναβία λαμβάνουν χώρα στις ακτές μεταξύ των εκβολών του Όντερ και του Βιστούλα. Οι μετοικήσεις αυτές πραγματοποιούνται στην ύστερη περίοδο του Χαλκού (για την περιοχή), μεταξύ 600 και 300 π.Χ. και θα συνεχιστούν με την διάβαση του Βιστούλα και την εξάπλωση ανατολικά στην περιοχή των σημερινών Καρπάθιων ορέων.

Οι πρώτες επαφές Γερμανικών φυλών με τους Ρωμαίους καταγράφονται στο έργο του Ιούλιου Καίσαρα De Bello Gallico (Περί Γαλατικού Πολέμου), σύγγραμμα που γράφτηκε στα μέσα του α' π.Χ. αιώνος. Αυτός διαχωρίζει τους Κέλτες που ζούσαν στην δεξιά όχθη του Ρήνου από τους πιο πρωτόγονους Γερμανούς. Αναφορές βρίσκουμε και στα έργα του Τάκιτου Agricola και Germania, που γράφτηκαν στο τέλος του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα.

Ο θαυμασμός που καταγράφεται από μέρους του Τάκιτου για την βάρβαρη και γι' αυτό ανεξέλεγκτη ζωή των αρχαίων Γερμανών, τον κατέστησε θεωρητικό καθοδηγητή για τις επόμενες γενιές ιστοριογράφων. Αυτοί, αν και ανδρωμένοι σε έναν πιο εξελιγμένο πολιτισμό, υπέρμαχοι της λογικής (raison), δεν δυσκολεύονται να την παραμερίσουν, οσάκις αναφέρονται στους «κοινούς προγόνους», τους οποίους εκθειάζουν ως τους ελεύθερους άνδρες, που εξήλθαν από τα δάση για να γονατίσουν τους ηγέτες του κόσμου (Ρωμαίους).

Παραλείπουν, όμως όλες τις ενδιάμεσες σελίδες της ιστορίας από την έξοδο των Τευτονικών φυλών από τα δάση μέχρι την επικράτησή τους στη Δυτική Ευρώπη. Οι Γερμανοί αποκρούσθηκαν αρχικά από τον Ιούλιο Καίσαρα και θα πάθαιναν συνεχόμενες πανωλεθρίες από όλους τους Καίσαρες και αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Την εποχή αυτή έγραψε γι' αυτούς ο Αμμιανός Μαρκελίνος στην ιστορία του Res Gestae. Άλλωστε δεν κέρδιζαν τον τίτλο «Γερμανικός» αναίμακτα οι Καίσαρες.


Ποιες, όμως, ήταν οι αιτίες που οδηγούσαν τους Βάρβαρους να περνάνε το Ρήνο και να έρχονται αντιμέτωποι με τις λεγεώνες των Ρωμαίων; Για ν' απαντήσει κάποιος σ' αυτή την ερώτηση θα πρέπει να ασχοληθεί με τον τρόπο ζωής των αρχαίων αυτών φύλων. Ήταν κυρίως νομάδες, περιπλανώμενοι πολεμιστές, που κατοικούσαν σε οάσεις στέπας περικυκλωμένες από άγρια δάση. Αυτή την περιγραφή δίνουν οι γεωγράφοι για τη μορφολογία της Γερμανίας την εποχή εκείνη.

Οι άνθρωποι αυτοί μισούσαν κάθε μορφή χειρωνακτικής εργασίας, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, και σε ορισμένες περιπτώσεις επιδίδονταν στην καλλιέργεια ορισμένων φυτών, κυρίως για την παραγωγή μπύρας και υφασμάτων. Εννοείτε ότι τις εργασίες αυτές ανέθεταν, ως υποτιμητικές, σε γυναίκες ή δούλους, ενώ οι ελεύθεροι άνδρες επιδίδονταν στο κυνήγι ή τον πόλεμο. Στις περιπτώσεις που η αύξηση πληθυσμού καθιστούσε την περιοχή που είχαν εγκατασταθεί, ανεπαρκή για να τους διαθρέψει, οι προοπτικές που παρουσιάζονταν ήταν δύο.

Ή εκμετάλλευση της γης, που σημαίνει μόνιμη εγκατάσταση και σκληρή εργασία ή μετακίνηση που σημαίνει συγκρούσεις με γείτονες και κατάκτηση με αίμα, όσων δεν μπορεί να αποδώσει ο ιδρώτας. Η δεύτερη λύση ήταν αυτή, την οποία προτιμούσαν σχεδόν πάντα. Όταν, όμως, οι συγκρούσεις με την αυτοκρατορία σταμάτησαν την πρόοδό τους στην περιοχή της Γαλατίας, τότε παρουσιάστηκε και μια Τρίτη ευκαιρία.

Να εγκατασταθούν ως Φοιδεράτοι στα εδάφη που δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν και να υπηρετήσουν στις τάξεις του Ρωμαϊκού στρατού. Αυτό σήμαινε και την είσοδό τους στον πολιτισμένο κόσμο. Ήταν το σημείο εκκίνησης γι' αυτούς που μέχρι πριν λίγο καιρό ζούσαν περιπλανώμενοι, μια ημιάγρια νομαδική ζωή, να εγκατασταθούν μόνιμα, ν' αναπτύξουν συνήθειες πολιτισμένες και κυρίως ν' ασπαστούν τον Χριστιανισμό.

Από την πλευρά της αυτοκρατορίας, η ήττα στον Τευτοβούργιο Δρυμό, είχε δείξει, ότι το να υποτάξουν τους βάρβαρους πέρα από τον Ρήνο, απαιτούσε μεγάλη εισφορά σε Ρωμαϊκό αίμα, χωρίς τα ανάλογα οφέλη, εφόσον στην γη τους δεν υπήρχαν πόλεις για να κατακτήσουν, αγροκτήματα για να τα εκμεταλλευθούν, αλλά ούτε και ενιαία κεντρική διοίκηση για να την υποτάξουν. Η Γερμανία δεν είχε τίποτα να προσφέρει στη Ρώμη, εκτός από στρατιώτες.

Γι' αυτό τον λόγο οι Ρωμαίοι προχώρησαν στην κατασκευή ενός δικτύου συνοριακών φυλακίων κατά μήκος της αμυντικής γραμμής (limes) Ρήνου-Δούναβη, που ως αποστολή είχαν την αποτροπή των εισβολών στις Ρωμαϊκές επαρχίες. Η συνοριακή αυτή γραμμή ποτέ δεν υπήρξε στεγανή. Οι επαφές Ρωμαίων και Γερμανών συνεχίστηκαν και μάλιστα υπήρξαν ειρηνικές με κάποιες φυλές. Μέσω των Ρωμαίων, για παράδειγμα, οι Γερμανοί έμαθαν να πίνουν κρασί, αν και ποτέ δεν δοκίμασαν να το καλλιεργήσουν οι ίδιοι.

Έτσι το αγαθό αυτό έγινε εμπορεύσιμο προϊόν, μαζί με υφάσματα και άλλα είδη πολυτελείας, προϊόντα μεταλλοτεχνίας και υαλοτεχνίας, που παρήγαγε η Ρωμαϊκή βιοτεχνία. Κάποια προϊόντα υπόκειντο σε αυστηρό τελωνειακό έλεγχο και δεν επιτρεπόταν η εξαγωγή τους, όπως τα όπλα. Οι έμποροι φυλών που δεν διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με την Ρώμη μετακινούνταν με στρατιωτική συνοδεία μέχρι τους τελωνειακούς σταθμούς και πάλι πίσω στα σύνορα.

Εκτός από εμπορικές πραγματοποιήθηκαν και πολιτιστικές επιρροές στους Γερμανικούς λαούς. Ενώ το 1200 π.Χ. εντοπίστηκαν από την αρχαιολογική σκαπάνη λίγα πυρηνικά χωριά κυρίως στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, τον 2ο μ.Χ. αι. τα χωριά αυτά επεκτείνονται και ο πληθυσμός τους αυξάνεται σταθερά μέχρι τον 4ο αι. Στα χωριά αυτά εντοπίζεται πάντα μια έπαυλη στα περίχωρα, κάτι που δείχνει την ύπαρξη ενός άρχοντα με σαφή κοινωνική διάκριση.

Ενώ μέχρι τώρα, δηλ. ο αρχηγός της φυλής είχε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις βάσει του άγραφου νόμου, και κατοικούσε, όπως και οι υπόλοιποι ελεύθεροι άνδρες σε κάρο κατά την περίοδο των μετακινήσεων, τώρα εγκαθίσταται σε κατοικία που ξεχωρίζει από τις άλλες. Δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε, ότι τα προϊόντα της λαφυραγώγησης προμηθεύουν τις Γερμανικές φυλές με τον απαραίτητο νομισματικό όγκο για τις εμπορικές συναλλαγές τους.

Οι μισθοί των Φοιδεράτων δεν παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις συναλλαγές καθότι αυτοί κατοικούν εντός των ορίων της Ρωμαϊκής επικράτειας. Αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο παρατηρούνται επιδράσεις. Αναφέρεται, λοιπόν, και σε συνέχεια της ανωτέρω παρατήρησης, ότι οι Xάττοι εγκαινίασαν πειθαρχία ανάμεσα στους πολεμιστές τους και μπορούσαν, όχι μόνο να εκλέξουν αρχηγό, αλλά και να υπακούουν σε αυτόν. Από τις τακτικές του Ρωμαϊκού στρατού, φυσικά, υιοθέτησαν, όσες μπορούσαν να προσαρμόσουν και να εφαρμόσουν στον δικό τους τρόπο μάχης.


Δάνεια λαμβάνουν οι φυλές του Βορρά και από το Ελληνορωμαϊκό πάνθεον. Οι Γερμανοί ήταν παγανιστές. Πιθανολογείται, ότι οι θεότητές τους είχαν Σκανδιναβική προέλευση, όπως και οι ίδιοι, και συμπεριλαμβάνονταν στην Σκανδιναβική μυθολογία. Έχει, βέβαια, διατυπωθεί η άποψη, ότι η θρησκευτικότητά τους ήταν περιορισμένη στο ελάχιστο, σχεδόν ανύπαρκτη.

Η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στην περιγραφή του Ιουλίου Καίσαρα, ότι «λάτρευαν αυτούς μόνο από τους θεούς που μπορούσαν να δουν την μορφή τους και να αισθανθούν την ευεργετική τους επίδραση, όπως τον ήλιο, το φεγγάρι και το στοιχείο της φωτιάς (Vulcan)˙ για τους υπόλοιπους "θεούς" δεν είχαν ακούσει ποτέ». Ιερείς δεν συνάντησε στις επαφές που είχε μαζί τους ο εν λόγω Καίσαρας (δρυΐδες, όπως αναφέρει). Η άποψη που σχημάτισε γι' αυτούς ο μεγάλος στρατηγός της Ρώμης οφείλεται, ίσως, στο ότι τους συνάντησε μακριά από τις εστίες τους.

Ο μεταγενέστερος Τάκιτος αναφέρει τον Ερμή, τον Άρη και τον Ηρακλή, ως τους κύριους δαίμονες των Γερμανών και ειδικά για τους Σουηβούς προσθέτει την λατρεία της Ίσιδας. Είναι εμφανές, ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα, έως την εποχή που γράφει ο Τάκιτος, οι επιρροές που δέχθηκαν οι Γερμανοί, μέσω των εγκατεστημένων στις αυτοκρατορικές επαρχίες, ομοφύλων τους, είναι έντονες.

 Η απόδοση Λατινικών ονομάτων στους Τευτονικούς δαίμονες αντιστοιχίζεται ως εξής: Mercury-Wuotan, Jupiter-Donar, Mars-Zious, Isis-Holda ή Berctha.

Τα Κύρια Χαρακτηριστικά της Λατρείας Αυτών

Είναι δύσκολο να συστηματοποιηθούν οι δοξασίες και οι προλήψεις τόσων πολλών, κατά πολύ διαφοροποιημένων, φυλών, και να ακολουθηθούν οι εξελίξεις τους στο πέρασμα των χρόνων. Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες από τους ίδιους τους Γερμανούς, πολύ περισσότερο μια Γερμανική μυθολογία κατά τα πρότυπα της αρχαίας Ελληνικής. Ότι γνωρίζουμε προέρχεται από συγγράμματα των Ρωμαίων, παραδόσεις και τραγούδια.

Τα στοιχεία αυτά υπέστησαν επεξεργασία με κριτήρια δανεισμένα από την Σκανδιναβική μυθολογία, εφόσον οι Γερμανοί θεωρούνται Σκανδιναβικός κλάδος. Την πρακτική αυτή ακολούθησαν οι Karl Friedrich Koeppen (Nordische Mythologie) και Karl Joseph Simrock(Handbuch der Deutschen Mytholog). O Jacob Grimm κατέβαλε αξιόλογη προσπάθεια ν' αποκόψει την Γερμανική από την Σκανδιναβική μυθολογία, αλλά το αποτέλεσμα κρίθηκε ανεπαρκές. Εμείς θα σταθούμε σ' εκείνα τα σημεία του Γερμανικού παγανισμού που είναι κοινά, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον στις περισσότερες φυλές.

Σε αυτά που γράψαμε παραπάνω για τους Γερμανικούς δαίμονες θα προσθέσουμε μερικά ονόματα ακόμα. Στον Tuisco, ένα δευτεροκλασάτο «γέννημα της γης», οφείλουν οι Τεύτονες (Deutsche) το όνομά τους. Σε μια γυναικεία φιγούρα, την Nerthus ή Hertha (αντίστοιχη της αρχαιοελληνικής Γαίας), βρίσκουμε την ετυμολογία της Αγγλικής λέξης earth για την γη (Γερμανικά Erde). Γιος του Tuisco ήταν ο Mannus, το πρώτο ανθρώπινο ον, πατέρας των Ingo, Isco, Irmino.

Αυτοί ήταν γενάρχες τριών φυλών, των Ingaevones, Iscaevones και Hermiones, στις οποίες εξαρχής διαιρέθηκε η Γερμανική ράτσα. Την μυθολογία αυτή συμπληρώνουν όντα, όπως Dwarfs (νάνοι), Elves (ξωτικά), Goblins (καλικάντζαροι) κ.α. τέρατα, που αναβιώνουν στη σύγχρονη λογοτεχνία του φανταστικού, και ιδιαίτερα στο έργο του John Ronald Reuel Tolkien «Ο άρχοντας των δακτυλιδιών».

Ξεχωριστοί τόποι λατρείας δεν υπάρχουν στην αρχαία Γερμανία. Ένας βωμός στηνόταν στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης, στην κορυφή ενός λόφου ή στην καρδιά ενός πυκνού δάσους και αυτό αρκούσε. Αναφέρεται η περίπτωση των Semnones, παρακλάδι των Σουηβών, οι οποίοι λατρεύουν τον Alfadir, μέσα σε αρχαίο και ανήλιαγο δάσος, ιερό γι' αυτούς, στην περιοχή του Βρανδεμβούργου.

Για την τελετή συγκεντρώνονταν αντιπρόσωποι από όλα τα γένη των Σουηβών και κατά την διάρκειά της τελούνταν ανθρωποθυσίες. Τέτοιου είδους θυσίες απαιτούσε και η λατρεία του Wuotan από τις άλλες φυλές, ενώ υποδεέστεροι δαίμονες αρκούνταν στις θυσίες ζώων. Κατά τον Walter Perry το φρικτό αυτό έθιμο συνεχίστηκε, σε κάποιες περιπτώσεις και από τους Φράγκους, όσους δεν μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό, κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα.

Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει η επιστολή του Αγίου Βονιφατίου στον πάπα Γρηγόριο Β' το 724 μ.Χ. Στην επιστολή αυτή ο ιεραπόστολος των Σαξόνων, αναφέρει στον Ρωμαίο Ποντίφικα την πορεία του έργου του και ζητά συμβουλές για την παραπέρα δράση του. Ένα από τα θέματα τα οποία θίγει, αφορά την πώληση σκλάβων στους ειδωλολάτρες για θυσία. Ο Πάπας του ζητά να απαγορεύσει αυτή την συνήθεια και όσοι από τους νεοφώτιστους Γερμανούς την πράττουν να επιτιμηθούν με επιτίμια ανάλογα της ανθρωποκτονίας.


Άλλο χαρακτηριστικό της θρησκείας αυτής είναι η ύπαρξη γυναικών προφητών κατά τα πρότυπα της αρχαιοελληνικής Πυθίας. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μαντεία. Η προφητική ιδιότητα, κατ' αυτούς κατοικούσε στο γυναικείο φύλο και μόνο. Για παράδειγμα, η προφήτης της φυλής των Βρουκτέρων Veleda, που μάντεψε την νίκη τους έναντι των Ρωμαίων τιμήθηκε από τους ομοεθνείς της με Βασιλικές τιμές. Στη συνέχεια συνελήφθη και κόσμησε τον Θρίαμβο του Δομητιανού στην Ρώμη, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ποιητής Publius Papinius Statius.

Αυτή είναι και η μόνη περίπτωση, κατά την οποία γυναίκες συμμετέχουν στις λήψεις αποφάσεων. Εκτός των παραπάνω υπήρχαν και άλλες τελετές οιωνοσκοπίας. Οιωνούς έβλεπαν οι αρχαίοι Γερμανοί στο πέταγμα και το κελάιδισμα των πουλιών, στην μονομαχία ενός δικού τους πολεμιστή με έναν αιχμάλωτο, στην διακύμανση της φωνής κατά την εκτέλεση ενός Barditus, δηλαδή ενός πολεμικού παιάνα. Ρωμαίοι ιστορικοί αναφέρουν και την χρησιμοποίηση μιας ειδικής μεθόδου.

Κλαδί οπωροφόρου δένδρου τεμαχίζονταν και ρούνοι χαράσσονταν πάνω σε κάθε κομμάτι. Στη συνέχεια τα κομμάτια διασκορπίζονταν πάνω σε λευκό ύφασμα και ο εντεταλμένος ιερέας «διάβαζε το θέλημα των θεών».

Όπως αναφέραμε παραπάνω συγκεκριμένη Λευιτική τάξη, συγκεκριμένο ιερατείο δεν υπήρχε. Κάποιος από τους προκρίτους της φυλής που γνώριζε τα τυπικά των τελετών, μπορούσε να τις εκτελεί, είτε επρόκειτο για θυσίες, προσευχές ή οιωνοσκοπία. Σε οικογενειακό επίπεδο το ρόλο αυτό αναλάμβανε ο πατερφαμίλιας (paterfamiliae). Άλλο ένα συστατικό στοιχείο των δοξασιών τους είναι η πίστη στη μετά θάνατον ζωή.

Η άποψη που θεωρεί τους Γερμανούς ατρόμητους πολεμιστές, διότι «... παρ' ουδέν τιθέμενοι την του βίου τελευτήν. Ενισχύει γαρ παρ' αυτοίς ο Πυθαγόρου λόγος ότι τας ψυχάς των ανθρώπων αθανάτους είναι συμβέβηκε, και δι' ετών ορισμένων πάλιν βιούν εις έτερον σώμα της ψυχής εισδυομένης. Διό και κατά τας ταφάς των τετελευτηκότων ενίους επιστολάς γεγραμένας τοις οικείοις τετελευτηκόσιν εμβάλεις εις την πυράν ως των τετελευτηκότων αναγνωσομένων αυτάς», δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Ο αρχαίος αυτός συγγραφέας αναφέρεται στους Γαλάτες και όχι στους Γερμανούς. Για τους δεύτερους η περιγραφή της επόμενης ζωής κατά τα πρότυπα της Σκανδιναβικής Βαλχάλλα (κάτι ανάλογο με τα Ηλύσια Πεδία) είναι προτιμητέα, εφόσον πρόκειται για τον παράδεισο των γενναίων πολεμιστών και όχι για μετενσάρκωση. Επίσης καμιά πρακτική της καθημερινότητάς τους δεν αποκαλύπτει πίστη σε μετενσάρκωση.

Ο καταμερισμός των φυλών και η εξ' αυτής πολυδιάσπαση ανέπτυξε και τον ανάλογο τρόπο διοίκησης. Κάθε χωριό ήταν αυτοδιοίκητο και τις αποφάσεις ελάμβανε συμβούλιο αποτελούμενο από τα πρεσβύτερα άρρενα μέλη των διευρυμένων οικογενειών. Αυτό δημιουργούσε τύποις κοινωνικές θέσεις, κατά βάσει κληρονομικές. Οι θέσεις αυτές δεν ήταν τάξεις, στην πρώιμη φάση αυτών των κοινωνιών, δεν ήταν κλειστές.

Παρ' ότι ήταν κληρονομικές, μπορούσε κάποιο μέλος της κοινωνίας ν' ανέλθει, με την προϋπόθεση να είναι πολεμιστής και να επιτελεί ηρωικές πράξεις, υπό την αιγίδα πάντα κάποιου ιεραρχικά ανώτερου. Μπορούσε και να κατέλθει, αν έπιπτε στην εκτέλεση υποδεέστερων πράξεων, όπως η χειρωνακτική εργασία. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε, τηρουμένων των αναλογιών, για μια στρατιωτική αριστοκρατία. Η δομή αυτή εξυπηρετούσε κυρίως στρατιωτικούς σκοπούς. Απέβλεπε στο να μπορεί να προσφέρει κάθε χωριό, ανάλογα με το έδαφος που κατείχε, συγκεκριμένο αριθμό πολεμιστών.

Δικαστική εξουσία, με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα επίσης δεν υπήρχε. Ο «δικαστής» κάθε χωριού είχε συμβουλευτικό ρόλο, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον αρχηγό της φυλής. Εκπρόσωποι κάθε χωριού μετείχαν σε έναν ευρύτερο σχηματισμό της φυλής με νομοθετικό χαρακτήρα. Μέλη αυτού του συμβουλίου περιόδευαν στην επικράτεια της φυλής, επιβλέποντας την τήρηση των αποφάσεων. Τα μέτρα έπρεπε να επικυρωθούν από την συνέλευση του κάθε χωριού για ν' αποκτήσουν τοπική ισχύ.

Στις συνελεύσεις μετείχαν μόνο οι ελεύθεροι άρρενες πολεμιστές. Ο αρχηγός θεωρούνταν ως πρώτος μεταξύ ίσων. Την πρωτιά του καθόριζε μόνο η αναγωγή της καταγωγής του σε κάποια μυθική θεότητα και ήταν κληρονομική. Πέραν τούτου τίποτε άλλο δεν τον διαχώριζε από τους υπόλοιπους. Αυτό, όμως αποδείχθηκε αρκετό, ώστε μετά την επαφή των Γερμανών με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και την εξ' αυτής μεταβολή της αρχηγίας σε Βασιλεία, αυτή να διατηρείται ως οικογενειακό προνόμιο, ακόμη και όταν δεν συναινούσε η κοινωνία.


Η μετάβαση της εξουσίας από την Μεροβίγγεια στην Καρολίγγεια δυναστεία ήταν μια ρηξικέλευθη τομή, που ενώ είχε πολιτικά στηρίγματα, ζήτησε την υποστήριξη της Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω. Επανερχόμενοι, τονίζουμε ότι την εποχή αυτή μιλάμε για τοπική αρχηγία. Η εκτελεστική εξουσία βρίσκεται στα χέρια του κοινωνικού συνόλου. Αυτό σημαίνει αυτοδικία, κατά κύριο λόγο. Σε περιπτώσεις που κάποιος θίγεται από την παράνομη πράξη κάποιου άλλου, ο ίδιος ή η οικογένειά του πρέπει να λάβουν ικανοποίηση. Η απόδοση της δικαιοσύνης έχει την μορφή της εκδίκησης, της βεντέτας, και όχι της τιμωρίας.

Όταν κάποιος βρίσκονταν σε μειονεκτική κοινωνική θέση και δεν μπορούσε να απαιτήσει ικανοποίηση, μπορούσε να υπαχθεί στην προστασία ενός ισχυρότερου, ο οποίος μεριμνούσε γι' αυτό. Αυτή η σχέση δημιούργησε την έννοια του feud που συν τω χρόνω υπεισήλθε στο διοικητικό σύστημα και το καθόρισε ως φεουδαλισμό. Όλα τα ξεχωριστά νομικά συστήματα των Γερμανικών φυλών έχουν αυτή την κοινή αρχή, με κύριο εκπρόσωπο τον Σαλικό Νόμο.

Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα παραπάνω, πηγή κάθε εξουσίας και φορέας της ήταν μια συγκεκριμένη αριστοκρατική ομάδα, μια ελίτ των πολεμιστών. Δικαίωμα συμμετοχής στα συλλογικά όργανα είχαν μόνο αυτοί και το αντλούσαν εν μέρει από την καταγωγή τους και εν μέρει από την πολεμική τους ικανότητα και όχι από την κοινωνική προσφορά τους. Συνεπώς αρκούσε η στρατιωτική εκπαίδευση για να μπορέσει κάποιος ν' ανέλθει κοινωνικά.

Δεν χρειαζόταν άλλου είδους παιδεία. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το σύστημα αυτό προσιδίαζε στην σπαρτιατική ολιγαρχία και όχι στην Αθηναϊκή δημοκρατία και σίγουρα απείχε κατά πολύ από τον συγκερασμό των δύο, που πέτυχε η Ρωμαϊκή δημοκρατία. Με αυτά κατά νου δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του J. B. Bury, ότι κάθε Γερμανικό κράτος, είτε είχε Βασιλιά είτε όχι ήταν στην ουσία μια δημοκρατία.

Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, ότι την εποχή που δόθηκαν οι διαλέξεις του Άγγλου καθηγητή, η λεγόμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», το καθεστώς που επιβλήθηκε στη Γερμανία, μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έπνεε τα λοίσθια. Η παραπάνω θέση, λοιπόν, θα μπορούσε να εκληφθεί, ως ακαδημαϊκή υποστήριξη σε ένα ασταθές κατεστημένο˙ αν όχι, τότε αποτελεί άλλη μια επίδειξη Αγγλικού φλεγματικού χιούμορ.


Η Φυλή των Φράγκων

Σύνθεση τα συνομοσπονδίας των Γερμανικών φύλων που αποτέλεσαν τους Φράγκους, τα πρώτα καταγεγραμμένα ίχνη τους, Σάλιοι και Ριπουάριοι, οι πρώτοι βασιλείς και ο αχνός ρόλος τους στην ιστορία του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας.

Την εποχή που γράφει ο Τάκιτος, η ιστορία έχει καταγράψει ονόματα φυλών, όπως Κίμβροι, Βρουκτέροι, Κάττοι, Ερμουνδούροι, Τενκτέροι, Κερούσκοι κ.α. Λίγους αιώνες μετά οι φυλές αυτές φαίνεται να εξαφανίστηκαν και την θέση τους να πήραν Φράγκοι, Σάξονες, Αλαμανοί, Αλανοί, Βουργουνδοί, Θουρίγγιοι κ.α. Από αυτό συμπεραίνουμε μεταβολές στις συμμαχίες των φυλών και την ανάδυση νέων συνομοσπονδιών καθώς τα ονόματα αυτά φαίνεται να περιγράφουν αυτό ακριβώς˙ ενώσεις ή συμμαχίες Γερμανικών γενών ή φυλών.

Ο J. B. Bury αιτιολογεί τις αλλαγές των συνασπισμών με αναταράξεις στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα, ενώ ο D. Nicol επικεντρώνει στο 160 μ.Χ. Οι αναταραχές που ξέσπασαν πίσω από την συνοριακή γραμμή του Ρήνου δημιούργησαν νέες δυναμικές στις συνθέσεις των φυλετικών συνασπισμών. Έτσι οι Αλαμανοί σχηματίστηκαν από τους Σουηβούς και άλλες φυλές του άνω ρου του Ρήνου. Οι Θουρίγγιοι αντιπροσώπευαν τους αρχαίους Ερμουνδούρους. Οι Σάξονες ήταν σχηματισμός φυλών που κατοικούσαν στην ενδοχώρα μεταξύ Έλβα και Βέζερ.

Τέλος οι Φράγκοι σχηματίστηκαν από την ενοποίηση φυλών του κάτω ρου του Ρήνου και μερικών άλλων που είχαν ενταχθεί στην Ρωμαϊκή επαρχία της Κάτω Γερμανίας. Απ' αυτές κυρίαρχη ήταν αυτή των Σικαμβρών, που προερχόταν από την αρχέγονη των Iscaevones. Στους Φράγκους συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι Βρουκτέροι, οι Χαμαβοί, οι Ανσιβάριοι, οι Τυβάντες, οι Μάρσοι και οι Καζουάριοι. Οι πέντε τελευταίες φυλές ανήκαν προηγουμένως στον σχηματισμό που υπό την ηγεσία του Αρμίνιου διέλυσαν τις Ρωμαϊκές λεγεώνες στον Τευτοβούργιο Δρυμό.

Για την προέλευση του ονόματος των Φράγκων επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που ετυμολογεί από την αρχαία Γερμανική λέξη franchon (=ελεύθερος, frei). Άλλη άποψη (Adelung) επικαλείται την λέξη frak (= τολμηρός,). Υπάρχει και εκείνη που τους ονοματοδοτεί από την περίφημη «φραντζέσκα», το τσεκούρι που ήταν και το αγαπημένο τους όπλο. Πρώτη αναφορά των αρχαίων πηγών για τους Φράγκους βρίσκουμε σε έναν Ρωμαίο βιογράφο του Δ' αι. μ.Χ. τον Flavius Vospicus.


Στο έργο του Αυρηλιανός (c.7) αναφέρει την αναμέτρηση τμήματος της έκτης λεγεώνας, που στρατοπέδευε στον Ρήνο, με σώμα Φράγκων εισβολέων κοντά στην Mayence. Την σύγκρουση κέρδισαν οι Ρωμαίοι και οι εισβολείς αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στο δάσος. Μια λάθος μεταγραφή της λέξης Fangones στον Κικέρωνα (Epistolae ad Atticum, lib. XIV. Epist.) σε Frangones θεωρήθηκε λανθασμένα πρώιμη ένδειξη της ύπαρξής τους τον Α' π.Χ. αι.

 Στους Μεσαιωνικούς συγγραφείς, αποδίδεται προσπάθεια σύνδεσης των Φράγκων με τους πρόσφυγες της Τροίας, η οποία φυσικά δεν αντιστοιχεί στην πργματικότητα, αλλά επιχειρεί να συνδέσει την ιστορική πραγματικότητα της νεότευκτης ομοσπονδίας των εν λόγω Γερμανικών φυλών με την λεγόμενη «Ηρωική Εποχή».

Ήδη από το 270 μ.Χ. Φράγκοι εγκαθίστανται στις εγκαταλειμμένες από τους Ρωμαίους περιοχές βόρεια του Ξάντεν. Τον Δ' αι. είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες ως laeti. Στα χρόνια της Βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, οι Φράγκοι υπηρετούν στον Ρωμαϊκό στρατό ως Φοιδεράτοι. Στα τέλη του Δ' αι. ο Φράγκος Ριχίμερος έγινε στρατηγός στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, ενώ ο ανιψιός του Αρβογκάστης στη Δύση. Κατά τον David Nicolas δεν συγκαταλέγονται στα φύλα που πέρασαν τον Ρήνο, μετά την διάλυση τα συνοριακής γραμμής το 406 μ.Χ.

Στο έργο του Αμμιανού Μαρκελίνου συναντάμε για πρώτη φορά τον εθνογραφικό όρο Σάλιοι Φράγκοι (από το Λατινικό sal= εξορμώ), που περιγράφει το τμήμα της φυλής που πέρασε τον Ρήνο. Το δεύτερο τμήμα των Φράγκων, αυτό που παρέμεινε στην δυτική όχθη του ποταμού, ονομάστηκε Ριπουάριοι Φράγκοι (εκ του Λατινικού ripa=όχθη). Η δυναστεία που κυριάρχησε μέχρι τον Η' αι. ως ηγετική Βασιλική οικογένεια ήταν οι Μεροβίγγεια. Την ονομασία της οφείλει σε ένα ημι-μυθικό πρόσωπο, τον Μεροβαίο, που η καταγωγή του αποδόθηκε σε κάποιο θαλάσσιο δαίμονα και η ζωή του καλύφθηκε από την αχλύ του μύθου.

Ο πρώτος Σάλιος Φράγκος Βασιλιάς, που αναφέρεται από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Τουρώνης (Tours), είναι ο Χλωδίον (Chlodio). Αυτός σύμφωνα με την παραπάνω αφήγηση: «κατοικούσε σε κάστρο στο Dispargum, κοντά στα σύνορα με την Θουριγγία. Και από κει, προς νότο και μέχρι το Λίγηρα κατοικούσαν οι Ρωμαίοι. Αλλά πέρα από τον Λίγηρα τον έλεγχο είχαν οι Γότθοι. Επίσης οι Βουργουνδοί, που ανήκαν στην αίρεση των Αρειανών, κατικούσαν στην περιοχή την παρακείμενη στον Ρήνο, μέχρι δίπλα στη Λυών.

Και ο Χλωδίον έστειλε κατασκόπους στην πόλη Καμπραί, και αυτοί πήγαν παντού, και ο ίδιος ακολούθησε και νίκησε τους Ρωμαίους και κατέλαβε την πόλη, στην οποία κατοίκησε για λίγο, και κατέλαβε την χώρα μέχρι τον ποταμό Σωμ». Ο J.B. Bury στηρίχθηκε σε ένα ποίημα του Σιδώνιου Απολλινάριου για ν' αποδείξει την ιστορικότητα του Χλωδίωνα. Στο ποίημα αυτό περιγράφεται η εισβολή των Φράγκων, υπό την ηγεσία του Χλωδίωνα, στην περιοχή Artois και η εγκατάσταση στρατοπέδου στον τόπο που καλούνταν Vicus Helena (Lens).

Εκεί τους νίκησε ο στρατηγός των Ρωμαίων Αέτιος και τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν στην περιοχή τους. Με αυτή την ένδειξη χρονολογήθηκε η βασιλεία του Χλωδίωνα γύρω στο 431 μ.Χ. Γιος αυτού το βασιλιά υπονοείται, αλλά δεν αναφέρεται με σαφήνεια από τον Γρηγόριο, ότι είναι ο Μεροβαίος («σίγουρες πηγές βεβαιώνουν ότι ο βασιλιάς Μεροβαίος, του οποίου γιος ήταν ο Χιλδεριχος, ήταν της οικογένειας του Χλωδίωνα»). Ο Fredegarius το θέτει κάπως διαφορετικά. Τον θεωρεί γιο της συζύγου του Χλωδίωνα και ενός θαλάσσιου δαίμονα (bistea Neptuni), αλλά αυτός ο μύθος εκλαμβάνεται ως απόπειρα εξήγησης του ονόματος Μεροβαίος (=γιος της θάλασσας).

Είναι κοινά αποδεκτό, ότι οι Σάλιοι που κατοικούσαν στις Ρωμαϊκές επαρχίες, συμμάχησαν με τον Αέτιο εναντίον της Ουννικής απειλής και του Αττίλα. Το ερώτημα ήταν ποιος από τους αρχηγούς των Φράγκων συνέδραμε στην προσπάθεια των Ρωμαίων και των περιστασιακών συμμάχων τους. Αν δεχθούμε ότι των Φράγκων ηγείτο ο Μεροβαίος, τότε αποδεχόμαστε έμμεσα την ιστορικότητα του προσώπου αυτού.

Ο θάνατος του Χλωδίωνα το 448 μ.Χ. σημαίνει ότι κάποιος από τους διαδόχους του ανέλαβε την ηγεσία την περίοδο που η «μάστιγα του Θεού» έπεφτε πάνω στις Γαλατικές επαρχίες (450). Όπως παρουσιάζει τις εξελίξεις ο Walter Perry, τον θάνατο του Χλωδίωνα ακολούθησε αγώνας για την αρχηγεία μεταξύ των διαδόχων του, ένας εκ των οποίων ήταν ο Μεροβαίος. Αυτός ζήτησε την συνδρομή των Ρωμαίων του Αέτιου, ενώ ο ανταγωνιστής του, του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε, στράφηκε στους Ούννους και τον Αττίλα για βοήθεια.

Έτσι στην κρίσιμη μάχη στα Καταλαυνικά Πεδία (Châlons, Cabillonum) τμήμα Φράγκων (Λέτοι και Ριπουάριοι) συντάχθηκε με τους Ρωμαίους και τους Βησιγότθους του Θεοδώριχου, ενώ οι ανταπαιτητές με τους Ούννους. Η αξιομνημόνευτη νίκη των πρώτων καθόρισε και την άνοδο του Μεροβαίου στην εξουσία. Από την ιστορία αυτή μπορούμε με ασφάλεια να εξάγουμε το συμπέρασμα, ότι η Ρωμαϊκή εξουσία μπορούσε ακόμα να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις στην Γαλατία την περίοδο αυτή.


Διάδοχος του Μεροβαίου (πέθανε το 455 μ.Χ.) ήταν ο γιος του Χιλδέριχος Α' (Hilde-rik=όμορφος και δυνατος, Childeric). Κατά την ιστορία του Γρηγορίου της Τουρώνης (Ι.12) αυτός ήταν εξαιρετικά άδικος και παράνομος ηγέτης και οι ομοεθνείς του τον εξόρισαν και ζήτησαν την διακυβέρνηση του Ρωμαίου στρατηγού Αιγίδιου (Aegidius). Ο Χιλδέριχος κατέφυγε στην επικράτεια των Θουρίγγιων υπό την προστασία του Βασιλιά τους Bassinus.

Μετά την παρέλευση οκταετίας έλαβε πληροφορία από τον φίλο του Wiomardus, ότι η κοινή γνώμη ήταν ευνοϊκή, επέστρεψε και ανέκτησε την αρχηγία των Φράγκων. Στην επιστροφή του τον ακολούθησε και η γυναίκα του προστάτη του, Bassina, με την οποία απέκτησε τον επόμενο Βασιλιά της Μεροβίγγιας δυναστείας τον Χλωδοβίκο Α' (Hlodo-wig=ξακουστός πολεμιστής,Clovis). Στην διήγηση αυτή ο J.B.Bury βλέπει τα μοτίβα δύο θρύλων.

Ο πρώτος αφορά την εξορία του Χιλδέριχου και την αντικατάστασή του με την Ρωμαϊκή εξουσία και τον Αιγίδιο. Από τον μύθο αυτό μπορούμε να εξάγουμε κάποια ιστορικά γεγονότα. Από ότι φαίνεται, για το σύντομο αυτό χρονικό διάστημα των οκτώ χρόνων, αυτοκρατορική αντεπίθεση απώθησε τους Φράγκους από τα εδάφη στα οποία εγκαταστάθηκαν μετά το 358 μ.Χ., ημερομηνία εξόδου τους από τα Μπαταβιανά νησιά στη Φλάνδρα.

Όπως το εξηγεί ο θεμελιωτής της έδρας τα Βυζαντινολογίας στην Μ. Βρετανία, καθηγητής J.B. Bury: «τέτοια ταπείνωση, αναμεμειγμένη με την εθνική υπερηφάνεια, αρχικά ερμηνεύτηκε στην ποιητική παράδοση ως φυγή του βασιλιά τους και ελεύθερη επιλογή του Ρωμαίου κατακτητή». Η επιλογή ως τόπου εξορίας του Χιλδέριχου, της Θουριγγίας, επίσης σημαίνει κάτι παραπάνω. Ότι οι Ρωμαίοι απελευθέρωσαν όλες τις περιοχές που είχαν κατακτήσει οι Φράγκοι την εποχή του Χλωδίωνα και οι τελευταίοι αναγκάσθηκαν να οπισθοχωρήσουν στις αρχικές θέσεις που κατείχαν πέρα από το δάσος των Αρδεννών.

Είναι προφανές ότι ο Γρηγόριος της Τουρώνης ακολούθησε πιστά την προφορική παράδοση, χωρίς να μπορεί να διασταυρώσει την αξιοπιστία της. Η μετατροπή της ιστορικής αλήθειας σε θρύλο στην περίπτωση αυτή ακολουθεί απλά μοτίβα. Αποτελεί, όμως, συνειδητή προσπάθεια παραχάραξης της αλήθειας, διότι γίνεται σε μια εποχή, κατά την οποία υπάρχει γραπτή παράδοση, υπάρχει γραμμένη ιστορία.

Και αν κάποιος θα ήθελε να επικαλεστεί έλλειψη ιστορικών στην πλευρά των Φράγκων, ως ελαφρυντικό, θα απαντούσαμε, ότι από την στιγμή που εμφανίζονται τέτοιοι σε αυτούς, η παραχάραξη συστηματοποιείται και η ιστορία καταγράφεται ως προπαγάνδα και όχι ως διατήρηση της εθνικής μνήμης. Και πάντα στο στόχαστρό της είχε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο δεύτερος θρύλος αφορά την συνάντηση του Χιλδέριχου και της Βαφίνας, γόνου της Βασιλικής οικογένειας των Θουρίγγιων, και μητέρας του Χλωδοβίκου.


Οι Μεροβίγγιοι Φράγκοι

Ο Χλωδοβίκος ο Α' υπήρξε ο σημαντικότερος ίσως ηγέτης της Μεροβίγγιας δυναστείας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 481 μ.Χ. και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον θάνατό του το 511 μ.Χ. Στα τριάντα αυτά χρόνια, πραγματικά αιματοκύλισε την Γαλατία, στην προσπάθειά του να παγιώσει την εξουσία του και να την επεκτείνει στα εδάφη των Ρωμαίων, των Αλαμανών και των Βησιγότθων.

Αξίζει να δώσουμε προσοχή στα γεγονότα αυτά και να τα δούμε με λεπτομέρειες, διότι είναι καθοριστικά για τους μετέπειτα αιώνες και ενδεικτικά της τακτικής των Φράγκων. Συνδέονται με την υιοθέτηση από αυτούς της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης και δημιουργούν την δυναμική των διπλωματικών σχέσεων τους με την Παλαιά αλλά και την Νέα Ρώμη. Βασική πηγή είναι ο Γρηγόριος της Τουρώνης

Το 476 μ.Χ. θεωρείται ως η επίσημη ημερομηνία της πτώσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο). Στην ουσία σταματά να υπάρχει Ρωμαίος αυτοκράτορας στην Παλαιά Ρώμη - ο τελευταίος είναι ο Ρωμύλος Αυγουστύλος - και καταργείται ο διαχωρισμός μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ίσχυε από τον θάνατο του Μ. Θεοδοσίου. Ο Οδόακρος καθαίρεσε τον αυτοκράτορα την Παλαιάς Ρώμης κι έστειλε τα διάσημα στον Ζήνωνα, λέγοντάς του, ότι ένας αυτοκράτορας αρκούσε.

Τα εδάφη στην Ιταλία βρίσκονται σε Γοτθική κυριαρχία (βασίλειο του Οδόακρου μέχρι το 493 μ.Χ. Οστρογότθοι και Θεοδόριχος στην συνέχεια), την στιγμή που το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τους είναι Ρωμαίοι και θα παραμείνουν υπό αυτό το καθεστώς μέχρι την απελευθέρωσή τους από τον Ιουστινιανό. Το ίδιο θα συμβεί και στις επαρχίες της Β. Αφρικής που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Βανδάλων και περιμένουν τον απελευθερωτή Βελισσάριο.


Στην Ισπανία εκτεταμένες περιοχές κατέχουν οι Βησιγότθοι, αλλά υπάρχουν και πολλά αστικά κέντρα που αναγνωρίζουν την εξουσία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η Γαλατία βρίσκεται εξ' ολοκλήρου υπό Ρωμαϊκή επικυριαρχία μετά την μάχη της Ορλεάνης το 464 μ.Χ. και την εκδίωξη των Βησιγότθων. Στην μάχη αυτή τον Αιγίδιο και τους Ρωμαίους βοήθησαν οι Φράγκοι και οι Βουργουνδοί, γεγονός που δείχνει, ότι την εποχή αυτή εξακολουθούν να δρουν ως Φοιδεράτοι των Ρωμαίων. Ως τέτοιοι θα βοηθήσουν τον αντικαταστάτη του Αιγίδιου, κόμη Παύλο, στις επιχειρήσεις του εναντία στην εισβολή των Σαξόνων.

Αυτή την κατάσταση επιχείρησε και πέτυχε ν' αλλάξει ο Χλωδοβίκος με την άνοδό του στην ηγεσία των Φράγκων το 481 μ.Χ. Την εποχή αυτή αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ζήνων (474-491) και εκπρόσωπος της Ρωμαϊκής κυβέρνησης στη Γαλατία ο Συάγριος, γιος του Αιγίδιου. Τα εδαφικά κέρδη από την μάχη της Ορλεάνης εξανεμίστηκαν γρήγορα και στους Βησιγότθους της Ισπανίας παραχωρήθηκαν οι Ρωμαϊκές κτήσεις στην Ιβηρική χερσόνησο και νότια Γαλατία, από τον Ζήνωνα, με τη διαμεσολάβηση του Οδόακρου.

Όπως εξηγεί ο Τηλέμαχος Λουγγής: «η ειρηνική τακτική που ακολουθεί ο Ζήνων απέναντι στα γερμανικά κράτη είναι αποτέλεσμα ανάγκης και όχι καλής θελήσεως, γιατί ως τότε η αυτοκρατορία προσπαθούσε να αποτρέψει τις εδαφικές απώλειες με όλα τα μέσα». Από τις 18 Ρωμαϊκές επαρχίες, στις οποίες ήταν διαιρεμένη η Γαλατία στις αρχές του Ε' αι., απέμεινε μια περιοχή που αποτελούταν από την Αρμορίκη και τμήματα της Belgica secunda.

Σ' αυτήν την περιοχή η διαδοχή των τριών Στρατηγών των Γαλλιών (Αέτιου, Αιγίδιου, Συάγριου) είχε δημιουργήσει μια μικρή Ρωμαϊκή δυναστεία, αποκομμένη από τον κορμό της αυτοκρατορίας και από κάθε βοήθεια που θα μπορούσε αυτή να παράσχει άμεσα. Έμμεσα, η πολιτική σχέση Φράγκων και Βουργουνδών με την Νέα Ρώμη, ήταν αυτή των Φοιδεράτων. Εξ' ορισμού εκλαμβάνονταν ως σύμμαχοι και προϋπήρχε το απαραίτητο νομικό καθεστώς που διήγε αυτή την σχέση. Αλλά στη ρευστή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, το μόνο ισχύον καθεστώς, ήταν αυτό των όπλων.

Το παράδειγμα είχαν δώσει οι Βησιγότθοι του Εύριχου και οι Φράγκοι δεν διέθεταν την απαραίτητη πίστη στο Ρωμαϊκό ιδεώδες, ώστε ν' αντισταθούν στον πειρασμό. Όπως γράφει χωρίς ενδοιασμούς ο Sir Charles Oman, αναπαράγοντας Ρωμαίους ιστορικούς, η φυλετική αμαρτία των Φράγκων ήταν η προδοσία και η επιορκία. Είχαν δοκιμάσει τις αντοχές του Ρωμαϊκού καθεστώτος, τόσο επί Αέτιου, όταν συμμάχησαν και μαζί του και με τους Ούννους, όσο και επί Αιγίδιου, όταν ο Χλωδίωνας επέκτεινε τις κτήσεις του, τις οποίες ανέκτησε ο Αιγίδιος, όπως είδαμε παραπάνω. Τώρα ήταν η σειρά του Συάγριου να δοκιμασθεί.

Σε μια παράσπονδη κίνηση, λοιπόν, οι δυνάμεις του Χλωδοβίκου, εισέβαλαν στις περιοχές των Ρωμαίων που διοικούσε ο Συάγριος. Στην επιχείρηση αυτή μετείχαν και οι δύο άλλοι συγγενείς αρχηγοί των Φράγκων, ο Ραγνάχαρος (Ragnachar) της Καμπραί και ο Χαράριχος (Chararich) της Τουρναί, ο οποίος κωλυσιεργούσε μέχρι να ξεκαθαριστεί το αποτέλεσμα της μάχης . Σε μια μόνο αποφασιστική μάχη στη Σουασσόν το 486 μ.Χ. οι Φράγκοι νίκησαν τους Ρωμαίους και ο Συάγριος κατέφυγε στην Τουλούζη, στον Βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχο Β'.

Αυτός υπέκυψε στις απειλές του Χλωδοβίκου, καθώς ήταν εντελώς απροετοίμαστος για πόλεμο με τους Φράγκους και παρέδωσε τον Συάγριο σε αυτούς, να τον εκτελέσουν. Οι λόγοι για τους οποίους οι Φράγκοι του Χλωδοβίκου καταπάτησαν τις συνθήκες που είχαν με την αυτοκρατορία, δεν είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί. Η εξήγηση που δίνει ο Αλέξανδρος Δουμάς, ότι δηλαδή ο Συάγριος είχε εγείρει αξιώσεις στη διαδοχή του Χιλδέριχου, διότι ο πατέρας διετέλεσε αρχηγός τους, στηρίζεται σε ένα θρύλο και δεν έχει ιστορική βάση.

Ούτε η αποχή του Φράγκου Χαράριχου από την μάχη συνάδει μ' αυτό. Ο Wallace Hadrill υποθέτει, και αυτός βάσει του θρύλου, ότι στην περιοχή του Συάγριου ίσως υπήρχαν Φράγκοι πολεμιστές, που είχαν εγκαταλείψει τον Χιλδέριχο, κατά την επάνοδό του. Η φυσική τους έφεση να επιστρέψουν, ίσως συνδυάστηκε με την επιθυμία του Χλωδοβίκου να τους διεκδικήσει. Υπάρχουν πολλά ίσως σε αυτήν την υπόθεση.

Ο ίδιος μιλά παρακάτω για Οπορτουνισμό και δηλώνει, ότι αντιτίθεται στην άποψη του Α. Van de Vyver ( Clovis et la politique méditeranénne, Études d' histoire dédićes à la mèmoire de Henri Pirenne, 1937), ο οποίος βλέπει προγραμματισμό και πρόοδο σε κάθε βήμα του. Και συμπληρώνει, ότι η κοντόφθαλμη πολιτική και η αναλγησία ήταν χαρακτηριστικό του κάθε βάρβαρου που εισέβαλε σε Ρωμαϊκό έδαφος.

Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται - χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει - και η ερμηνεία του Walter Perry. Δεν θεωρεί ότι πρέπει ν' αποδοθεί προμελετημένο σχέδιο στις επιτυχίες του Χλωδοβίκου. Θεωρεί σαν κίνητρό του το πάθος για πόλεμο και πλιάτσικο. Ειδικά στην επίθεση εναντίον του Συάγριου, βλέπει την ζήλια του άξεστου βάρβαρου απέναντι στον πολιτισμικά ανώτερο, νομικά και κοινωνικά μορφωμένο, Ρωμαίο.


Από την άλλη για τον ειδωλολάτρη Φράγκο πολέμαρχο η δυνατότητα ν' αποτινάξει την Ρωμαϊκή επικυριαρχία και να υποτάξει τις εναπομείνασες ελεύθερες περιοχές θα του έδινε κάποιο πλεονέκτημα στο αγώνα που θ' ακολουθούσε, για την υποταγή των συγγενικών Γερμανικών φυλών στην δική του εξουσία. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι Φράγκοι ήταν οι βάρβαροι που δεν κατάφεραν κάτι αξιοπρόσεκτο μέχρι στιγμής.

Συγκριτικά με την εξάπλωση των διαφόρων Γοτθικών φύλων η άλλων Γερμανικών, όπως για παράδειγμα των Βουργουνδών, που αν και Αρειανοί, είχαν καλύτερες διπλωματικές σχέσεις με την ρωμαϊκή εξουσία και είχαν ήδη κερδίσει θέσεις στην ιεραρχία, οι Φράγκοι ήταν περιορισμένοι σε μια γωνιά της Γαλατίας. Η νίκη στην Σουασσόν ήταν η πρώτη σημαντική απέναντι σε Ρωμαίους, διότι θα είχε μονιμότερα κέρδη.

Η κατοχή της πόλης αυτής, αλλά και της Ρεμ έδωσε την δυνατότητα να ελέγξουν την Βόρεια Γαλατία και η επέκταση στην Αρμορίκη έθεσε υπό την διοίκησή τους, μειονότητες, όπως οι μετανάστες Βρετόνοι και τα υπολείμματα της σαξονικής εισβολής. Ο Χλωδοβίκος, έγινε για τους ομοεθνείς του άξιος αρχηγός, μέσα σε μια νύχτα και σε ηλικία 21 ετών. Αν, λοιπόν υπήρχαν αμφιβολίες για την αξία του, είτε από τους συγγενείς του αρχηγούς, είτε από μέλη της φατρίας που διοικούσε, τώρα ξεπεράστηκαν.

Με την κατάκτηση αυτή σχετίζεται και το γνωστό περιστατικό με την υδρία, που αναφέρει ο Γρηγόριος της Τουρώνης. Θα την μεταφέρουμε εδώ περιληπτικά. Μετάφραση του εδάφιου υπάρχει στο δοκίμιο του Α. Σαββίδη, Κλόβης-Χλωδοβίκος Α' και Μεροβίγγειοι. Μέσα στα λάφυρα που αποκόμισαν οι πολεμιστές του Χλωδοβίκου ήταν και μια υδρία άφθαστης τέχνης. Αυτή ανήκε σε μια εκκλησία και ο επίσκοπος της πόλης (ο άγιος Ρεμίγγιος της Ρεμ κατά τον J.B. Bury) παρακάλεσε τον Χλωδοβίκο να του το επιστρέψει.

Ο τελευταίος ήθελε αφ' ενός να εκπληρώσει το αίτημα του επισκόπου, αφ' ετέρου δεν ήθελε να στερηθεί μέρος των λαφύρων που του αναλογούσε. Γι' αυτό ζήτησε να πάρει την υδρία χωρίς αυτή να προσμετρηθεί στο ποσοστό του. Όλοι οι συμπολεμιστές του συμφώνησαν εκτός από έναν, ο οποίος του είπε: « Όχι! Δεν θα πάρεις τίποτα παραπάνω από εκείνα που σου ανήκουν δικαιωματικά ανάμεσα στη λεία», και μ' ένα χτύπημα του τσεκουριού του κατέστρεψε την υδρία. Ο Χλωδοβίκος έπνιξε την οργή του αλλά δεν ξέχασε.

Μέσα στο χρόνο έκανε επιθεώρηση του στρατού του και όλοι οι πολεμιστές παρατάχθηκαν μπροστά του. Όταν έφθασε στον πολεμιστή που είχε καταστρέψει το βάζο βρήκε τα όπλα του σε άθλια κατάσταση, άρπαξε τον πέλεκύ του και τον πέταξε στο έδαφος. Όταν ο δεύτερος έσκυψε να τον σηκώσει, του κατάφερε χτύπημα στο κεφάλι με το δικό του τσεκούρι και τον θανάτωσε. Αυτή η ιστορία ενδέχεται να είναι ένας μεταγενέστερος θρύλος, διότι περιλαμβάνει στοιχεία από τρία ιστορικά γεγονότα σε συνδυασμό:

α) Την μεταστροφή του Χλωδοβίκου στον Χριστιανισμό συμβολίζεται με το αίτημα του άγιου Ρεμίγγιου, του επισκόπου που τον βάπτισε.
β) Την άρνηση απόδοσης λαφύρων στον συγγενή του αρχηγό Ragnachar και την αψιμαχία που προκάλεσε αυτή η άρνηση, με τον συμβολισμό του πολεμιστή που αρνείται την αδικία και καταστρέφει το βάζο.
γ) Την κωλυσιεργία του άλλου Μεροβίγγειου Chararich στην μάχη της Σουασσόν και την εξ' αυτής προκληθείσα διαμάχη του με τον Χλωδοβίκο, που συμβολίζεται με τον πολεμιστή που δεν είναι ετοιμοπόλεμος καθώς τα όπλα του είναι σε άθλια κατάσταση.

Ιστορικά οι δύο αυτοί συγγενείς του Χλωδοβίκου ήταν τα επόμενα θύματα της δίψας του για κατακτήσεις : « Ήρθε σε διαμάχη με τους συγγενείς του βασιλείς της Καμπραί και Τουρναί, με τον ένα διότι δεν τον βοήθησε ενάντια στον Συάγριο, και με τον άλλο διότι διεκδικούσε μερίδιο από τη λεία των Ρωμαίων, και τους έσφαξε, τον ένα με προδοσία, και τον άλλο σε ανοιχτή μάχη». Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυρισθούμε, ότι η παραπάνω διήγηση του Γρηγόριου της Τουρώνης είναι ένας ακόμη μύθος, παρόμοιος με αυτόν που διέκρινε ο Bury στην διήγηση της εξορίας του Χιλδέριχου.

Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο, το γεγονός, ότι αυτοί που μιλάνε για δημοκρατικές διαδικασίες στον πολιτικό βίο των αρχαίων Γερμανών στηρίζονται και σε αυτά τα δύο χωρία. Στο πρώτο βλέπουν την δυνατότητα εκλογής αρχηγού, παραβλέπουν όμως, ότι αυτή η δυνατότητα περιορίζονταν στα μέλη μιας συγκεκριμένης οικογένειας. Στο δεύτερο βλέπουν κάποια μορφής ισοπολιτεία. Αυτό, όμως είναι υποτιμητικό για την ίδια την έννοια της ισοπολιτείας, καθώς την περιορίζουν στο ίσο δικαίωμα συμμετοχής στη λεία του πολέμου. Και για να μην μακρηγορούμε στηρίζουν τις υποθέσεις τους σε θρύλους.

Άλλη μια ενδιαφέρουσα ιστορία του Γρηγόριου της Τουρώνης είναι αυτή που αφορά την σύζυγό του Χλοτίλδη (Hlodo-hilde=λαμπρή και ευγενής), κόρη του Βουργουνδού ηγεμόνα Χιλπέριχου της Λυών και της Αγριππίνας (ή Caretena), ανιψιά του Γανδοβαύδου (Gundobald) ηγεμόνα στη Βιέννη και στρατηλάτη των Γαλλιών μετά τον θάνατο του Συάγριου, ανιψιά επίσης του Gondesigil της Γενεύης. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή ο Γανδοβαύδος επιτέθηκε εναντίον του πατέρα της Χλωτίλδης και τον σκότωσε.


Την μητέρα της έπνιξε σε πηγάδι, ενώ την αδελφή της Χρόνα (Chrona) την έκλεισε σε μοναστήρι. Ο Χλωδοβίκος, ενημερώθηκε για την ομορφιά της Χλωτίλδης και την ζήτησε σε γάμο. Την εποχή εκείνη ήταν ειδωλολάτρης αλλά επηρεάστηκε από την σύζυγό του και βαπτίσθηκε Χριστιανός. Μάλιστα την απόφαση αυτή έλαβε κατά την διάρκεια της μάχης με τους Αλαμανούς στο Τολβίακο. Στην μάχη αυτή οι Φράγκοι αρχικά έχαναν. Στη συνέχεια ο Χλωδοβίκος επικαλέστηκε τον Θεό της συζύγου του και νίκησε.

Έτσι έλαβε την απόφαση να βαπτισθεί στο Καθολικό δόγμα ή Καθολικό Χριστιανισμό. Στη συνέχεια της ιστορίας ο σύζυγος της Χλωτίλδης επιτέθηκε στους Βουργουνδούς και εκδικήθηκε την συμφορά της οικογένειάς της. Αυτή είναι μια πολύ ωραία ιστορία, διαθέτει τραγικά στοιχεία τύπου Αντιγόνης του Σοφοκλή και ευτυχισμένο τέλος, όπως όλα τα Μεσαιωνικά παραμύθια.

Το σπουδαιότερο είναι οι αναφορά στον καθολικό Χριστιανισμό που δεν υπάρχει στον Γρηγόριο αλλά την θεωρούν δεδομένη οι δυτικοί ιστορικοί, θα δούμε παρακάτω γιατί, την αναπαράγουν άκριτα δικοί μας, και είναι όλοι ικανοποιημένοι. Ας δούμε, όμως τι ιστορικά στοιχεία έχουμε:

Ο τάφος της Καρετίνης βρίσκεται σε εκκλησία της Λυών και αναφέρει ως ημερομηνία θανάτου το 506 μ.Χ. πολύ μεταγενέστερη της χρονικής σειράς που αναφέρεται στον Γρηγόριο.

Σε συλλυπητήρια επιστολή του επισκόπου Γενεύης Αβίτου προς τον Γανδοβαύδο για τον χαμό της κόρης του, γράφει: «Σε προηγούμενη περίπτωση θρήνησες με απαρηγόρητη λύπη τον χαμό του αδελφού σου και ο κόσμος σου συμπαραστάθηκε στο πένθος». Δεν συνάδει το πένθος και η θλίψη με υποθετική επίθεση και νίκη επί του αδελφού του.

Οι Βουργουνδοί ήταν αιρετικοί Αρειανοί, πως, λοιπόν, η Χλωτίλδη προέκυψε «καθολική»; Δεν το αμφισβητούμε, αλλά προσπαθούμε να δούμε την αιτία και την πορεία της μεταστροφής αυτής στους κόλπους της αυλής της Βουργουνδίας.

Η αδελφή της Χλωτίλδης ήταν Κτήτωρ του Αβαείου του Αγίου Βίκτωρ στην Γενεύη, όπου τελικά και μόνασε.

Η μάχη στο Τολβίακο ενάντια στους Αλαμανούς έγινε το 506 μ.Χ.

Με τον θάνατο του Συάγριου το στρατιωτικό αξίωμα του στρατηλάτη των Γαλλιών (magister militum Galliorum, Wallace-Hadrill, The long-haired kings, sel.170) πέρασε στον Βουργουνδό Γανδοβαύδο, μόνο και μόνο διότι η φυλή αυτή ήταν η μόνη που παρέμεινε πιστή στο ρωμαϊκό ιδεώδες στη Δύση. Επρόκειτο για ολιγάριθμο λαό, όπως και οι Φράγκοι, σε σύγκριση με τους Γότθους γείτονές τους, κυρίως τους Οστρογότθους της Ιταλίας.

Αυτοί είχαν παραμείνει στα εδάφη που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Ρωμαίους και βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, διότι συνόρευαν προς νότο με τους Οστρογότθους του Οδόακρου και στη συνέχεια του Θευδέριχου, ενώ προς Βορρά με πλήθος αναξιόπιστων Γερμανικών φυλών. Η ύπαρξή τους ήταν στενά συνδεδεμένη με την αυτοκρατορία, γι' αυτό στην ιστορία του Γρηγορίου αναφέρονται συχνές αποστολές πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη (πρεσβευτών Ρωμαίων στην υπηρεσία τους).

Για λόγους, λοιπόν, διπλωματίας παρέμενε ο Γανδοβαύδος Αρειανός, ενώ ο πατέρας της Χλωτίλδης Χιλδέριχος με την οικογένειά του ήταν ορθόδοξοι, ίσως και ο Gondesigil. Την ίδια εποχή ο Θευδέριχος προχώρησε σε μια σειρά από επιγαμίες με τους άλλους βάρβαρους ηγεμόνες, προσπαθώντας να φτιάξει έναν κοινό συνασπισμό ενάντια στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για τον σκοπό αυτό ζήτησε και έλαβε το χέρι της αδελφής του Φράγκου Χλωδοβίκου, Αυδοφλέβας το 495 μ.Χ.

Πάντρεψε την μια κόρη του Αριάγνη ή Οστρογοτθώ με τον διάδοχο των Βουργουνδών Σιγισμούνδο, ενώ την άλλη κόρη του Θευδιχούσα έδωσε στον Αλάριχο Β' των Βησιγότθων. Ο βασιλιάς των Βανδάλων νυμφεύθηκε την αδελφή του Θευδέριχου Αμαλαφρίδα και έλαβε ως προίκα το φρούριο Λιλυβαίο στη Σικελία. Με τις παραπάνω επιγαμίες ένας ισχυρός βαρβαρικός συνασπισμός δημιουργούνταν.

Το 491 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Αναστάσιος, ύστερα από γενική απαίτηση για γνήσιο Ρωμαίο αυτοκράτορα - ο προηγούμενος Ζήνων ήταν Ίσαυρος. Ο Αναστάσιος ήταν οξυδερκής πολιτικός και κατάλαβε, ότι πέρα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας, το βάρος της πολιτικής του έπρεπε να πέσει στο έλεγχο της Δύσης. Αντιλήφθηκε τις εξελίξεις στις σχέσεις των βαρβάρων και δημιούργησε συμμαχίες για ν' αντιμετωπίσει τον επερχόμενο πόλεμο.


Κατάλαβε, ότι οι ανίσχυροι Βουργουνδοί, αν και πιστοί Φοιδεράτοι, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για αντιπερισπασμό. Αντίθετα οι Φράγκοι, αν και δεν είχαν επιτύχει τίποτα αξιοσημείωτο μέχρι την εποχή εκείνη, διέθεταν δυναμική και όρεξη για κατακτήσεις, εξαιτίας ακριβώς αυτού του γεγονότος. Επέτρεψε την επίθεση των Φράγκων στην Βουργουνδία (αν δεν την ώθησε), ως τιμωρία της συμμαχίας των δευτέρων με τους Οστρογότθους. Με αυτή του την ενέργεια πέτυχε δύο στόχους.

Πρώτον ξεκίνησε τις επαφές του με τους Φράγκους σε νέα βάση, αναβαθμίζοντας τον ρόλο τους - δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η πρώτη διπλωματική αποστολή είναι αυτή που περιγράφει ο Γρηγόριος το 508 μ.Χ. στην οποία ο Χλωδοβίκος έλαβε το οφίκιο του ύπατου από τον Αναστάσιο, αντίθετα ήταν το επισφράγισμα των επιτυχημένων επαφών τους - και δεύτερον διέλυσε τις ψευδαισθήσεις των Βουργουνδών για βοήθεια από τους Οστρογότθους.

Πραγματικά, ο Θευδέριχος, σε μια επίδειξη κοντόφθαλμης πολιτικής, άφησε να διαρραγούν οι σχέσεις του με τον Γανδοβαύδο, εξαιτίας των βλέψεών του για την Προβηγκία που βρίσκονταν στα χέρια του δευτέρου. Ο Χλωδοβίκος κατέστησε τους Βουργουνδούς συμμάχους αυτού και του Αναστάσιου και επισφράγισε αυτή την συμμαχία με τον γάμο του με την ανιψιά του Γανδεβαύδου Χλωτίλδη, με την νίκη του στην μάχη της Dijon το 500 μ.Χ.

Ενδέχεται στη μάχη αυτή ο Γανδοβαύδος να ήταν μόνος του και ο αδελφός του να βοήθησε τους Φράγκους, όπως αναφέρει και ο Γρηγόριος, όχι λόγω προδοσίας, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε κανένα όφελος από την συμμαχία του Γανδοβαύδου με τον Θευδέριχο, αντίθετα παρέμεινε πιστός στον Αναστάσιο.

Έτσι ο Αναστάσιος αναδιαμόρφωσε τον χάρτη των συμμαχιών στην Δύση. Ταυτόχρονα έκλεισε ειρήνη με τους Πέρσες στην Ανατολή και προετοιμάζονταν για την επίθεση των Οστρογότθων στα εδάφη του. Η αφορμή ήταν το δυτικό Ιλυρικό (Πανονία). Στην περιοχή αυτή είχαν εγκατασταθεί οι Γήπαιδες ολιγάριθμος βαρβαρικός λαός την τελευταία δεκαετία του Ε' αι. Η πρωτεύουσα της περιοχής, το Σίρμιο, είχε δοθεί στον ανατολικό αυτοκράτορα από τον Βαλεντιανό το 437 μ.Χ. (την εποχή εκείνη υπήρχαν δύο αυτοκράτορες).

Το 504 μ.Χ. οι Οστρογότθοι επιτέθηκαν στην επαρχία αυτή με αρχηγό τον κόμητα Πίτζα, κατέλαβαν το Σίρμιο και έδιωξαν τους Γήπαιδες. Πάτησαν το πόδι τους στην χερσόνησο του Αίμου, μεταβάλλοντας επικίνδυνα τις ισορροπίες εκεί. Από την Κωνσταντινούπολη στάλθηκε ο στρατηγός του Ιλλυρικού Σαβινιανός για να τους διώξει. Στην μάχη που δόθηκε στις όχθες του Μάργου ο Πίτζας νίκησε κατά κράτος τους Ρωμαίους, αλλά ο Θευδέριχος τον ανακάλεσε και προσπάθησε να κλείσει ειρήνη με τον Αναστάσιο, ο οποίος αρνήθηκε.

Τι είχε γίνει; Την ίδια εποχή οι Φράγκοι επικράτησαν των Αλαμαννών στην μάχη του Τολβίακου. Οι τελευταίοι υποχώρησαν στα εδάφη των Οστρογότθων για προστασία. Ο Χλωδοβίκος απαίτησε από τον Θευδέριχο να του επιτρέψει να τους καταδιώξει και αυτός αρνήθηκε. Τότε οι Φράγκοι εισέβαλαν στην επικράτεια των Οστρογότθων με αποτέλεσμα την ανάκληση του Πίτζα. Οι βλέψεις, όμως των Φράγκων δεν ήταν στην Ιταλία, αλλά στις κτήσεις των Βησιγότθων στην Γαλατία.

Με αφορμή τις διώξεις των Αρειανών κατά των Ορθοδόξων, ο Χλωδοβίκος επιτέθηκε εναντίον τους και με τη βοήθεια των Βουργουνδών τους νίκησε στη μάχη του Βουαγιέ κοντά στην πόλη Πικτάβων. Ο Αλάριχος Β' βρήκε το θάνατο από τα χέρια του Φράγκου βασιλιά. Στην επικράτειά του περιήλθε η Τουλούζη. Οι Βουργουνδοί κατέλαβαν την Αρελάτη, την Σεπτιμανία και προχώρησαν προς την Ναρβώνη. Ο Θευδέριχος για να σώσει του Βησιγότθους που κατέρρεαν επιτέθηκε στην Προβηγκία και κατέλαβε την Μασσαλία, που ανήκε στους Βουργουνδούς.

Φράγκοι και Βουργουνδοί ηττώνται από τον Ίββα μπροστά στο πολιορκημένο Αρελάτο με βαριές απώλειες (Ιούνιος 508 μ.Χ.). Τότε ο Αναστάσιος για να σώσει τους συμμάχους του προβαίνει στην πρώτη απελευθερωτική προσπάθεια στην Ιταλία. Στέλνει 200 πλοία στον Τάραντα στον Νότο της Χερσονήσου. Οι ελπίδες που είχε ο Θευδέριχος, ότι ο γαμπρός του Θρασαμούνδος των Βανδάλων θα τον βοηθούσε από την βάση που διέθετε στη Σικελία διαψεύστηκε. Οι Βάνδαλοι ήταν οι μόνοι βάρβαροι που διέθεταν στόλο, αλλά παρέμειναν στην επιδεικτική τους ουδετερότητα, απολαμβάνοντας τα πλούτη που τους προσέφερε η ρωμαϊκή Βόρεια Αφρική, υλικά και πνευματικά.

Μάλιστα, σε μια κίνηση καλής θέλησης προς τους Ρωμαίους ο Θρασαμούνδος σταμάτησε τους διωγμούς των Ορθοδόξων στις περιοχές του και έλαβε τον τίτλο του «φίλου» του Αναστάσιου. Αυτή η ουδετερότητα των Βανδάλων, οι οποίοι προνόησαν και δεν επιτέθηκαν σε τόσο υπερμεγέθη στόλο, άφησε τους Ρωμαίους μόνους κύριους της Μεσογείου. Και σ' αυτό το σημείο η στρατηγική του Αναστάσιου κρίνεται επιτυχής.


Οι θαλάσσιες οδοί της αυτοκρατορίας έμειναν ανοικτές σε όλοι τη Μεσόγειο και στα επόμενα χρόνια οι ενέργειες των ανατολικών προς δυσμάς θα γίνονταν ευχερέστερα δια θαλάσσης. Άξια, λοιπόν, η παραπάνω κίνηση χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη απελευθερωτική της Δύσης, καθότι απάλλαξε την θαλάσσια επικράτεια από τους ανταγωνιστές.

Ο Θευδέριχος προσπάθησε να δημιουργήσει καινούργιες συμμαχίες. Πάντρεψε την ανιψιά του Αμαλαβέργα με τον Ερμενέφριδο των Θουρίγγιων και προσεταιρίστηκε τον Ερούλο Ροδούλφο. Δυστυχώς γι' αυτόν η τακτική αυτή δεν απέδωσε. Οι Ερούλοι ηττήθηκαν από τους Λογγοβάρδους (=μακρυγένιδες) και κατέφυγαν για προστασία στα εδάφη της αυτοκρατορίας μαζί με του Γήπαιδες. Εκεί υποτάχθηκαν και εντάχθηκαν ως το 512 μ.Χ. Έτσι τελείωσε ο πανβαρβαρικός Ευρωπαϊκός αυτός πόλεμος.

Μέσα σ' αυτό το χρονικό πλαίσιο και υπό την σκιά των εξελίξεων συνέβησαν δύο γεγονότα καθοριστικά για την εξέλιξη της Δύσης. Το πρώτο αφορά την μεταστροφή του Χλωδοβίκου στον Χριστιανισμό και το δεύτερο την αποστολή πρεσβείας από την Κωνσταντινούπολη στην Τουρώνη, που προσκόμισε και απέδωσε στον Φράγκο ηγεμόνα τον τίτλο του ύπατου. Τα δύο αυτά περιστατικά δεν μπορούν να ειδωθούν ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά οπωσδήποτε το πρώτο πρέπει να ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για το δεύτερο, καθώς η αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να δεχθεί ως υψηλό τιτλούχο της έναν ειδωλολάτρη.

Συνάμα η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Χλωδοβίκο τον καθιστούσε τον μόνο Ορθόδοξο βάρβαρο ηγεμόνα, σε μια περίοδο που όλοι οι υπόλοιποι ήταν Αρειανοί. Οι Ορθόδοξοι υπήκοοί του θα τον αποδέχονταν ευκολότερα, εφόσον είχε την ίδια πίστη με αυτούς. Από την άλλη δημιουργούσε τα ερείσματα και τις προϋποθέσεις για να επεμβαίνει δυναμικά στις υποθέσεις τον γειτόνων του και να εμφανίζεται ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και προστάτης των διωκόμενων Ορθοδόξων από τους διώκτες τους Αρειανούς, Βησιγότθους και Οστρογότθους.

Όταν με τον στρατό του έφθασε στα σύνορα της χώρας του με την επικράτεια των Βησιγότθων στον ποταμό Λίγηρα φέρεται να είπε: «Το φέρω κατάκαρδα που αυτοί οι Αρειανοί κατέχουν μέρος της Γαλατίας. Ας πάμε με την βοήθεια του Θεού να τους κατακτήσουμε και να φέρουμε την χώρα υπό τον έλεγχό μας». Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας επέβαλλαν στον Χλωδοβίκο να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.

Για την ημερομηνία της βαπτίσεώς του έχουν προταθεί διάφορες ημερομηνίες κατά καιρούς από διάφορους ιστορικούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε την πρόταση του J.B. Bury για το 496 μ.Χ., την οποία ακολουθούν οι Wallace-Hadrill και H. Davis, την πρόταση τη Αικ. Χριστοφιλοπούλου για το 494 μ.Χ. και του Τηλ. Λουγγή για τα Χριστούγεννα του 506 μ.Χ. Αν δεχθούμε την συνάρτηση των γεγονότων (γάμος με την Χλωτίλδη το 500 μ.Χ. νίκη επί των Αλαμαννών στο Τολβίακο το 506 μ.Χ.) όπως προκύπτει από την ιστορία του Γρηγορίου και περιγράφηκε παραπάνω με τις χρονολογήσεις του Τ. Λουγγή, τότε τα Χριστούγεννα του 506 μ.Χ. είναι η επικρατέστερη άποψη.

Η βάπτιση έγινε στον καθεδρικό ναό της Ρεμ από τον επίσκοπο της πόλης Ρεμίγγιο. Κατά την διάρκεια της τελετής αυτός είπε στον Χλωδοβίκο: «Κλίνον τον αυχένα Σικαμβρέ˙ Λάτρεψε εκείνα που έκαψες, κάψε εκείνα που λάτρευες». Μαζί του βαπτίσθηκαν και 3000 από τους επιφανείς ομοεθνείς του.

Ζήτημα δημιουργείται από την χρήση του όρου «καθολικό δόγμα» ή «καθολικός Χριστιανισμός» για την έκφραση του δόγματος, στο οποίο πίστεψε ο Χλωδοβίκος. Την χρήση του επιθέτου «καθολικός» βρίσκουμε στην οριστική διατύπωση του Πιστεύω μετά την συμπλήρωσή του από την Β' Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ.Χ. ως εξής «Εις μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».

Το ίδιο επίθετο βρίσκουμε και σε κείμενα Αποστολικών Πατέρων από τα τέλη του Α' κιόλας αιώνα. Ως παραδείγματα αναφέρουμε την επιστολή του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας Σμυρναίοις, η οποία γράφτηκε καθ' οδόν προς την Ρώμη, όπου και μαρτύρησε: «Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω˙ ώσπερ όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η Καθολική Εκκλησία». Στο Μαρτύριο του Πολυκάρπου, XVI.2 που εστάλη από την Εκκλησία των Σμυρναίων στο Φιλομήλιο της Φρυγίας γράφει: «ων εις και ούτος γεγόνει ο θαυμασιώτατος μάρτυς Πολύκαρπος, εν τοις καθ' ημάς χρόνοις, διδάσκαλος αποστολικός και προφητικός γενόμενος, επίσκοπος της εν Σμύρνη Καθολικής Εκκλησίας».

O Άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας στους λόγους του Προς Στρωματείς λέει: «Ότι μεταγενεστέρας της Καθολικής Εκκλησίας τας ανθρωπίνας συνηλύσεις (διαβούλια) πεποιήκασιν, ου πολλών δε λόγων». Αυτό που διαπιστώνουμε από την ανάγνωση των παραπάνω παραδειγμάτων αλλά και από το Πιστεύω, είναι ότι το επίθετο «καθολικός» προσδιορίζει την Εκκλησία και όχι το δόγμα. Μιλάμε για Καθολική Εκκλησία και όχι για καθολικό δόγμα ή Χριστιανισμό.


Και πως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Καθολικό το Χριστιανικό Δόγμα, όταν η ύπαρξη και μόνο των Αιρέσεων αμφισβητεί αυτή την Καθολικότητα. Αντίθετα η Εκκλησία που πρεσβεύει και διαφυλάττει το Ορθό δόγμα (Ορθοδοξία), την πίστη των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων Οικουμενικών Συνόδων μέχρι την εποχή που μελετάμε, δύναται να είναι Καθολική, εφόσον εξαπλώθηκε σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Αυτή την σημαντική διαφοροποίηση τείνουν να την παραβλέπουν μερικοί από τους δυτικούς ιστορικούς και μιλούν για Καθολικό δόγμα αντί για Καθολική Εκκλησία, αναφερόμενοι σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.

Το λεγόμενο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα, αυτό το συμπίλημα των Αιρέσεων θα εμφανιστεί πολύ αργότερα, μετά τον ΙΑ' αι. και την κατάληψη της Αγίας Έδρας από τους Γερμανούς επισκόπους. Αυθαιρετούν, λοιπόν, όσοι προσπαθούν να μεταφέρουν την μεταγενέστερη ορολογία στην εποχή αυτή, σκόπιμα, είτε μιλώντας για Καθολικό Δόγμα με συνειρμικές προεκτάσεις, είτε απ' ευθείας για Καθολικισμό. Το ορθό είναι ότι ο Χλωδοβίκος βαπτίσθηκε στο Ορθόδοξο Δόγμα και έγινε μέλος της Καθολικής εκκλησίας. Αυτό ακριβώς γράφει και ο Αγαθίας Σχολαστικός στις Ιστορίες του: «Χριστιανοί γαρ άπαντες τυγχάνουσιν όντες (οι Φράγγοι) και τη ορθοτάτη χρώμενοι δόξη».

Για να καλυφθεί αυτή η ιστορική αδυναμία επινοήθηκε ένα «Σχίσμα» στην «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», ώστε να διαφοροποιηθεί η Εκκλησία της Ρώμης από την αδελφή Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης με αφορμή το «Ενωτικό» του Ζήνωνα. Με αυτό τον τρόπο προσπάθησαν να δημιουργήσουν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πριν από τον ΙΑ' αι. και υποστήριξαν ότι σε αυτήν την τεχνητά αποστασιοποιημένη Εκκλησία εισήλθε ο Χλωδοβίκος και οι Φράγκοι.

Αυτό το ψέμα στηρίχθηκε στην εσφαλμένη απόδοση της εκκλησιαστικής ορολογίας της εποχής. Τι εννοούμε; Στην επιστολή Νο 46 του επισκόπου Βιέννης Άλκιμου Εκδίκιου Άβιτου προς τον Βασιλιά Χλωδοβίκο με αφορμή την βάπτισή του διαβάζουμε: «Αυτοί που επιδιώκουν τα διάφορα σχίσματα, με τις δικές τους γνώμες, διαφορετικής φύσης και πολλές σε αριθμό, αλλά όλες άδειες από την αλήθεια...». Επίσης στην επιστολή Νο 31 προς τον βασιλιά των Βουργουνδών γράφει: «και καθώς επικρατούμε στον εχθρό περισσότερο απ' ότι τον πείθουμε, ο αριθμός και των δύο, σχισμάτων και σχισματικών, μειώνεται».

Και στις δυο αυτές περιπτώσεις οι όροι «Σχίσμα» και «Σχισματικός» έχουν τις έννοιες «Αίρεση» και «Αιρετικός» αντίστοιχα. Για την Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία και την παραδοσιακή Ελληνική ιστοριογραφία υπάρχει μόνο ένα σχίσμα, αυτό του 1054 μ.Χ. Αν, λοιπόν, θέλουμε να ερμηνεύσουμε τα εκκλησιαστικά γεγονότα της υπό εξέτασιν εποχής, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην επιρροή που είχε ο Αρειανός Οστρογότθος Θευδέριχος στην Εκκλησία της Ρώμης και στην πολιτική που άσκησε, με σκοπό να την αποκόψει από την Κωνσταντινούπολη.

Το «Ενωτικό» ήταν η πρόφαση που ζητούσε για να διαταράξει τις σχέσεις των δύο εκκλησιών. Για τις επιστολές του Άβιτου πολύ χρήσιμη η έκδοσή τους από τους Danuta Schanzer & Ian Wood, Liverpool University Press 2002, ep31, ep.46. Για την εκκλησιαστική πολιτική του Θευδέριχου J.B. Bury, History of the later Roman Empire, Νέα Υόρκη 1958.

Η μαζική προσχώρηση των Φράγκων στην Ορθοδοξία ήταν το τελευταίο βήμα τους για την είσοδο στη Ρωμαϊκή ιεραρχία. Όπως περιγράφει ο Γρηγόριος, ο Χλωδοβίκος επέστρεψε στην Τουρώνη μετά την νίκη του επί των Βησιγότθων. Εκεί τον ανέμενε μια αντιπροσωπεία από την Ανατολή και του απένειμε τον τίτλο του ύπατου μαζί με την πορφύρα και το διάδημα. Στη συνέχεια ο Φράγκος ηγεμόνας έφιππος μετέβη από τη βασιλική του Αγίου Μαρτίνου στην βασιλική του Αγίου Γρατιανού, σκορπώντας νομίσματα. Η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι η μόνη βεβαιωμένη αναφορά που έχουμε για συνάντηση ρωμαϊκής αντιπροσωπείας με τον Χλωδοβίκο.

Αυτό, όμως, μπορεί να οφείλεται στο ότι το κείμενο του Γρηγορίου είναι και η πρώτη κοντά στα γεγονότα ιστορία αυτής της φυλής. Βασιζόμαστε δηλαδή στη δική του πληροφόρηση, η οποία δεν είναι και σύγχρονη της εποχής του Χλωδοβίκου. Έπειτα, αν αναλογισθούμε, ότι μέχρι την ημέρα της συνάντησης, επίσημοι φορείς της αυτοκρατορικής πολιτικής στη Δύση ήταν οι Βουργουνδοί, οι οποίοι με την αλλαγή της στάσης του Αναστάσιου υπέρ των Φράγκων χάνουν τα προνόμιά τους, καταλαβαίνουμε γιατί τέτοιες συναντήσεις έπρεπε να κρατηθούν μυστικές.

Οι Βουργουνδοί δεν έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε αλλαγή του κλίματος στη Δύση και ότι οι Φράγκοι θα τους υποσκέλιζαν στην προτίμηση των Ρωμαίων, διότι κάτι τέτοιο μπορούσε να τους στρέψει σε συμμαχία με τους Οστρογότθους, σε μια στιγμή, που η συμμετοχή τους στον πόλεμο στο πλευρό της αυτοκρατορίας ήταν απαραίτητη. Συνεπώς όποιες επαφές μπορεί να έγιναν, δεν μαθεύτηκαν.

Και η συνάντηση την οποία γνωρίζουμε έχει χαρακτήρα ανταμοιβής προς τους συμμάχους (Φράγκους) που πέτυχαν τους στόχους, οι οποίοι τους ανατέθηκαν. Το 517 μ.Χ. ο βασιλιάς των Βουργουνδών Σιγισμούνδος βαπτίστηκε Ορθόδοξος, ίσως σε μια προσπάθεια να κερδίσει την χαμένη εύνοια της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν έγινε μαζική προσχώρηση στην Ορθοδοξία, όπως είχαν κάνει οι Φράγκοι. Φαίνεται απίθανο να έστειλε ο Αναστάσιος την πορφύρα και το διάδημα στον Χλωδοβίκο. Αυτά ήταν τα αυτοκρατορικά σύμβολα.


Ο τίτλος του υπάτου είναι ότι πιο ρεαλιστικό μπορούμε να υποθέσουμε. Επίσης αν αναλογιστούμε ότι οι ηγεμόνες των Φράγκων ήταν ακόμη αρχηγοί της φυλής και όχι πραγματικοί Βασιλιάδες, τότε η ανακήρυξη του Χλωδοβίκου σε rex francorum είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση την ταυτόχρονη αναγνώρισή του από την Ρωμαϊκή αυλή. Το ίδιο καταθέτει και ο Wallace-Hadrill και το στηρίζει στον Προκόπιο, ο οποίος γράφει στην Ιστορία των Πολέμων ότι οι Φράγκοι ποτέ δεν πίστευαν ότι κατέχουν τη Γαλατία με ασφάλεια μέχρι ο αυτοκράτορας να αναγνωρίσει τον τίτλο τους.

Ο ιστορικός αυτός θεωρεί ότι ο τιμητικός τίτλος του Χλωδοβίκου δεν μπορούσε να υπερβαίνει αυτόν του Βουργουνδού Βασιλιά Γανδοβαύδου (πατρίκιος), εμείς, όμως γνωρίζουμε, ότι οι τίτλοι αυτοί δεν ήταν μοναδικοί, ούτε αναντικατάστατοι. Εξάλλου ο Θευδέριχος έφερε τιμητικό Ρωμαϊκό τίτλο και ίσχυε στην επικράτειά του. Δεν πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε ακρίβεια στην αυλική εθιμοτυπία, στις περιπτώσεις απονομών στους βάρβαρους, εφόσον αυτές οι απονομές έπονταν των κατακτήσεων ρωμαϊκών εδαφών και σκοπό είχαν την υπαγωγή τους στην εξουσία του αυτοκράτορα, διπλωματική σίγουρα και όχι ως άμεση υποτέλεια.

Η αξία τους και η ισχύ τους δεν βασιζόταν στην δύναμη των Ρωμαϊκών όπλων, αλλά στην πολιτική παράδοση της εποχής. Οι τίτλοι ήταν περιζήτητοι από τους βάρβαρους ηγεμόνες που τους χρειαζόταν για να εξουσιάζουν Ρωμαϊκούς πληθυσμούς. Ο αυτοκράτορας από την πλευρά του τους απένειμε, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να επηρεάζει την διοίκηση στα δυτικά εδάφη, προς όφελος των Ορθοδόξων Χριστιανών. Έμενε έτσι ο προστάτης τους, άσχετα αν δεν ήταν ο άμεσος επικυρίαρχος.

Εδώ υπάρχει ένα λεπτό σημείο. Οι Φράγκοι συνεργάσθηκαν με την αυτοκρατορία και βγήκαν κερδισμένοι. Η αυτοκρατορία από την πλευρά της μέσω των Φράγκων άσκησε την δική της πολιτική στη Δύση. Αυτό το καταλάβαιναν οι βάρβαροι ηγεμόνες και ήξεραν, ότι όσο ισχυροί και αν ήταν δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν Ρωμαίους χωρίς την έγκρισή της. Η Κωνσταντινούπολη είτε με δικά της στρατεύματα, είτε με τη χρήση άλλων μισθοφορικών φυλών (με αντάλλαγμα τα κερδισμένα εδάφη, τίτλους, και χρήματα) θα τους έδιωχνε.

Στην απλούστερη περίπτωση μπορούσε να εκθρονίσει ισχυρούς ηγεμόνες, όπως τον Οδόακρο. Όλα αυτά εμείς σήμερα τα λέμε «Βυζαντινή διπλωματία» και ήταν πετυχημένη τακτική για αιώνες. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Χλωδοβίκος, ένας ασήμαντος φύλαρχος στην αρχή της καριέρας του, αποδέχθηκε τον τίτλο που του αποδόθηκε και έγινε έτσι έμμεσα υποτελής του αυτοκράτορα.

Αυτό μερικοί παλαιότεροι δυτικοί ιστορικοί, μέσα στην εθνική τους έπαρση, δεν μπόρεσαν να το αντιληφθούν και ωρύονταν: «Πρωτίστως, εκπλησσόμαστε, όταν πετυχημένοι πολεμιστές και ισχυροί βασιλείς, όπως ο Κλόβης (Χλωδοβίκος), ο Πεπίνος (του Ερσιτάλ) και ο ίδιος ο Καρλομάγνος καταδέχονταν να δεχθούν τέτοιες κενές τιμές από τα χέρια των άθλιων ευνουχισμένων μοναρχών της Ανατολής». Οι ιστορικοί αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψη τους, ότι οι Βασιλείς εκείνοι ζούσαν την οικουμενική συγκυρία της εποχής τους.

Ειδικά ο Χλωδοβίκος αντιλαμβάνονταν ότι γενεσιουργός αιτία του κράτους του ήταν η αυτοκρατορική πολιτική και στήριγμα της διοίκησης αυτού, οι Ρωμαϊκή βοήθεια (κρατικοί υπάλληλοι, αλλά κυρίως επίσκοποι). Όσο η αυτοκρατορία χρειαζόταν την βοήθειά τους, αυτοί άκμαζαν. Όταν η αυτοκρατορία ανέλαβε αυτοπροσώπως την διαχείριση της Δύσης, μετά τις απελευθερώσεις εδαφών επί Ιουστινιανού, οι Φράγκοι βασιλείς παρήκμασαν, τόσο πολύ, ώστε καταγράφηκαν στην Ιστορία ως «Νωθροί Βασιλείς» (Ιdle Κings στην Αγγλόφωνη βιβλιογραφία).

Ο Χλωδοβίκος, ως ένδειξη αποδοχής της επικυριαρχίας του αυτοκράτορα, χάραξε την μορφή του Αναστάσιου στα νομίσματα της επικράτειάς του. Το ιδιαίτερο σημείο αυτής της αποδοχής είναι ότι ο Βασιλιάς των Φράγκων, με την είσοδό του στην Ρωμαϊκή ιεραρχία, ήταν υποκείμενος των εξελίξεων αυτής. Κανένας προβιβασμός, καμιά ανάδειξη σε υψηλότερο αξίωμα δεν μπορούσε να γίνει, χωρίς την έγκριση του ανώτατου άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο Χλωδοβίκος πέθανε το 511 μ.Χ. σε ηλικία 45 χρονών. Το κράτος του μοιράστηκε στους τέσσερις γιούς του:

α) Χιλδεβέρτο (Hilde-bert=λαμπρός πολεμιστής, Childebert A') στο Παρίσι,
β) Χλωδομερο (Hlodo-mer=ξακουστός βασιλιάς, Clodomir) στην Ορλεάνη,
γ) Κλοθάριο (Hlot-her=γενναιό-τερος,Clotaire) στη Σουασσόν,
δ) Θεοδέριχο (Theode-rik=εξαίσιος μονάρχης,Thierry) στην Μετζ.

Η επικράτεια διαιρέθηκε σταδιακά σε δυο μεγάλα διοικητικά τμήματα την Αυστρασία (Oster-Rike= Ανατολική Μοναρχία) και την Νευστρία (Nioster-Rike=όχι Ανατολική δηλ. Δυτιική Μοναρχία). Το 523 μ.Χ. οι Χλωδόμερος και Θεοδέριχος επιτέθηκαν στους Βουργουνδούς και κατέλαβαν την χώρα τους. Ο Χλωδόμερος σκοτώθηκε στην μάχη.


Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι σημαντικός βασιλιάς της δυναστείας αυτής υπήρξε ο Δαγοβέρτος Α' (628-638) που επέκτεινε την χώρα του και ένωσε τη χώρα των Βάσκων (Gascony) με αυτήν. Την εποχή του Κλαθάριου Β' (584-629) κάνουν την εμφάνισή τους οι Μαγιορδόμοι (major-domus) ανώτεροι αυλικοί με αυξημένες αρμοδιότητες, στους οποίους περνά σταδιακά η διοίκηση του Βασιλείου. Οι Βασιλείς περιορίζονται σε διακοσμητικό ρόλο και αυτό που τους κρατά στην εξουσία μέχρι το 751 μ.Χ. είναι η αφοσίωση των Leudes(=πιστοί, αφωσιομένοι) στην δυναστεία καθ' εαυτή.

Την εποχή του Δαγοβέρτου Α' επιφανής Μαγιορδόμος είναι ο Πεπίνος ο Πρεσβύτερος (Pepin-de-Landen), του οποίου απόγονοι είναι οι Καρολίδες. Τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας ήταν ο Χιλδέριχος Β' (742-751). Αυτός ανατράπηκε από τον Πεπίνο του Εριστάλ, πατέρα του Κάρλομάγνου.




ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄)




Πριν μπούμε στην καθεαυτό ενότητα που θα περιγράφει την θέση των Ρωμαίων στα βαρβαρικά κράτη της Δύσης, Θα θέλαμε να εξετάσουμε δυο περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στην ιστοριογραφία για να δείξουν την σχέση αυτή πριν την πτώση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Είναι δυο κείμενα Ρωμαίων συγγραφέων που μιλούν για μεταναστεύσεις Ρωμαίων πολιτών στη βαρβαρική επικράτεια για να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Ρωμαϊκής διοίκησης. Το πρώτο κείμενο γράφτηκε από τον Σαλβιανό, Χριστιανό συγγραφέα του Ε' αι. μ.Χ.

Στο μεγαλύτερο έργο του De Gubernatione Dei (Περί κυβερνήσεως του Θεού), γραμμένο το 440 μ.Χ., καταθέτει την δική του άποψη στην προβληματική της εποχής για τις αιτίες των δεινών της Χριστιανικής αυτοκρατορίας, της Βασιλείας του Θεού επί γης. Την διερεύνηση του θέματος ξεκίνησαν πρώτοι οι Αυγουστίνος και Ορόσιος. Ο Σαλβιανός δεν είναι μακριά από της θέσεις των δύο άλλων. Εκείνο που συμπληρώνει στο έργο του είναι, ότι εκτός από τις αμαρτίες των πολιτών της αυτοκρατορίας, είναι η ίδια η διοίκηση αυτής, που εξωθεί τους πολίτες να στρέφονται προς τους βάρβαρους...


Η νέα αυτή προοπτική είναι που έκανε το έργο του ευρύτερα γνωστό καθώς προσπαθούσε ν' αποδώσει μαζί με την συνηθισμένη θεολογική άποψη και την πολιτική ευθύνη, και κοινωνικές αιτίες στην παρουσία των βαρβάρων. Τα δύο δημοφιλέστερα αποσπάσματα Βρίσκονται στα IV.14 και V.4 εδάφια και έχουν εκδοθεί στην συλλογή κειμένων του James Harvey Robinson, Readings in European History, Boston 1904. Τα εδάφια αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους δυτικούς ιστορικούς, που θέλουν να στηρίξουν την άποψη, ότι η διαφθορά της αυτοκρατορίας οδήγησε στην πτώση της και οι πολίτες της προτιμούσαν να ζουν με τους βαρβάρους.

 Το ίδιο συμβαίνει και με το κείμενο του Πρίσκου, απεσταλμένου από την Κωνσταντινούπολη στην αυλή του Ούννου Αττίλα, γραμμένο την ίδια εποχή (448 μ.Χ.). Εκεί βρίσκει τον Ευδόξιο, Ρωμαίο γιατρό που υπηρετεί τους βάρβαρους. Ξεκινά μια στιχομυθία, όπου ο Ευδόξιος αναλύει τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή του την απόφαση. Ακολουθεί διάλογος, στον οποίο ο μεν Ευδόξιος αναφέρεται στα πλεονεκτήματα της συμβίωσης με τους βάρβαρους, ενώ ο Πρίσκος στα πλεονεκτήματά της έννομης Πολιτείας. Στα δύο αυτά κείμενα εξαντλείται και η δυτική επιχειρηματολογία. Είναι, όμως, εύθραυστη.

Για τον μεν Σαλβιανό έχουμε να πούμε ότι είναι γνωστή η σχέση του με τους Βαγαυδούς και στο κείμενό του δεν έχουμε τίποτε άλλο πέρα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Οι Βαγαυδοί ξεκίνησαν ως στασιαστικό κίνημα εξεγερμένων χωρικών προς το τέλος του Γ' αι. μ.Χ. στην Δύση και νικήθηκαν το 286 μ.Χ. από τον Μαξιμιανό. Αυτό το κίνημα έγινε το αγαπημένο των Μαρξιστών, μετά την επανάσταση του Σπάρτακου, αλλά η άποψη ότι επρόκειτο για λαϊκή εξέγερση είναι αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα η Edith Mary Wightman στο Gallia Belgica ισχυρίζεται ότι οι αρχηγοί τους Αμάντος και Αιλιανός ήταν γαιοκτήμονες κι επιδίωκαν αυτονομία.

Όπως και να ‘χει οπαδοί του κινήματος κατέφυγαν στις περιοχές τις Γαλατίας και τις Ισπανίας, κυρίως στις ακριτικές και συναλλάσσονταν με τους βάρβαρους. Στις περιοχές τους κατέφευγαν οσάκις τους ακουμπούσε το βαρύ χέρι του νόμου. Μετά την επικράτηση των Φράγκων στην Γαλατία και των Βησιγότθων στην Ισπανία θ' αποτελέσουν τους πυρήνες των Ρωμαϊκών επαναστατικών κινημάτων στις περιοχές αυτές με κύριο ιδεολογικό αντίπαλο τον Φράγκικο φεουδαλισμό.

Η σχέση, λοιπόν, του Σαλβιανού με αυτό το κίνημα είναι γνωστή ακόμα και στους ιστορικούς που τον χρησιμοποιούν, αλλά την παραβλέπουν. Για παράδειγμα γράφει ο Jaques le Goff: «-πέρα από τις προσωπικές του επιλογές, τις οποίες μπορούμε να συζητήσουμε- ο Σαλβιανός μας δίνει τις βαθιές αιτίες της επιτυχίας των βαρβάρων». Τι να συζητήσουμε; Γνωρίζει τις «προσωπικές του επιλογές», δηλαδή την υιοθέτησης της θέσης των Βαγαυδών από τον Σαλβιανό, γνωρίζει δηλ. ότι ο εν λόγο συγγραφέας μεροληπτεί. Παρόλα αυτά αποδέχεται την άποψή του άκριτα, λες και η αξιολόγηση των πηγών δεν είναι μέρος της ιστορικής μεθοδολογίας.

Και η λήψη του ζητουμένου γίνεται επιστημονικό εύρημα; Για το κείμενο του Πρίσκου, ο οποίος σημειωτέον ήταν ρήτωρ, αν το συγκεκριμένο εδάφιο δεν είναι προσαρμογή Πλατωνικού διαλόγου στα δεδομένα της εποχής, τότε δεν μένει παρά να παραθέσουμε το τέλος του για να δούμε τις πραγματικές απόψεις του Ευδόξιου, ο οποίος είχε πάρει ως σύζυγο ειδωλολάτρισσα και πήγε να ζήσει μαζί της: «Και ος δακρύσας έφη, ως οι μεν νόμοι καλοί και η Πολιτεία Ρωμαίων αγαθή, οι δε άρχοντες ουχ όμοια τοις πάλαι φρονούντες αυτήν διαλυμαίνονται».

Υπερίσχυσε η υπεράσπιση της Ρωμαϊκής Πολιτείας από τον Πρίσκο και ο Ευδόξιος δάκρυσε ενθυμούμενος αυτήν. Η μετάβαση της εξουσίας στο Φράγκικο κράτος έγινε με ομαλότερο, ίσως πιο συγκεκαλυμένο τρόπο απ' ότι σε άλλα βαρβαρικά κράτη, κυρίως στα Γοτθικά. Δύο είναι οι αιτίες σ' αυτό. Η πρώτη αφορά την υιοθέτηση της Ορθοδοξίας από τους Φράγκους. Στην επικράτειά τους δεν είχαμε αντιπαράθεση μεταξύ άρχουσας τάξης και λαού για λόγους θρησκευτικούς. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι διατηρήθηκαν στις θέσεις τους και δεν έγιναν διώξεις εξαιτίας του δόγματος.

Στην συνέχεια, βέβαια, υπήρξαν εξορίες επισκόπων από τις έδρες τους αλλά αυτές έγιναν για λόγους καταγωγής, επειδή ήταν Ρωμαίοι. Η δεύτερη αφορά τον τρόπο διοίκησης. Οι Φράγκοι παρέλαβαν την Ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά δεν είχαν τρόπους να την διοικήσουν. Δεν ήταν εκπαιδευμένοι σε άλλες ενασχολήσεις εκτός από τον πόλεμο. Συνεπώς η διοίκηση του κράτους τους εφαρμόζονταν από Ρωμαίους, σε όλα τα χαμηλά και μεσαία επίπεδα, στις κλίμακες των δημοσίων υπαλλήλων.

Το γεγονός ότι κυβερνούσαν εκ μέρους του αυτοκράτορα και αυτό φαινόταν στην χαραγμένη μορφή του Αναστάσιου στα νομίσματά τους, ότι έκριναν τους υπηκόους τους βάσει του Ρωμαϊκού ισχύοντος δικαίου, που την εποχή εκείνη ήταν ο Θεοδοσιανός κώδικας, αλλά και ότι επίσημη γλώσσα του κράτους έγινε η εκκλησιαστική Λατινική, όλα αυτά έδιναν την εντύπωση της συνέχειας της Ρωμαϊκής εξουσίας.

Αυτή την εντύπωση έχουν και στην Κωνσταντινούπολη για τις υποθέσεις των «Γαλλιών» και την βρίσκουμε στην περιγραφή του Αγαθία: «...αλλά και πολιτεία ως τα πολλά χρώνται Ρωμαϊκή και νόμοις τοις αυτοίς και τα άλλα ομοίως αμφί τε τα συμβόλαια και γάμους και την του θείου θεραπείαν νομίζουσιν». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, διότι πέρα από τους αριθμούς που ήταν συντριπτικά υπέρ των Ρωμαίων, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ποιοτική διαφορά.

Ο Walter Perry το έθεσε έτσι: «Παραπέρα, είχαν (οι Ρωμαίοι) αυτό που ήταν μεγαλύτερης σημασίας (από τους αριθμούς), τις παραδόσεις της ρωμαϊκής δόξας, στέρεους θεσμούς, επαγγελματικές συνήθειες, μια πολύ καλά ανεπτυγμένη γλώσσα και, πάνω απ' όλα, είχαν την Χριστιανική θρησκεία». «Στην πνευματική σύγκρουση που ακολούθησε την στρατιωτική αντιπαράθεση, ο πιο αδύναμος και λιγότερο πειθαρχημένος υποχρεούνταν να υποκύψει ˙ κι εδώ το πλεονέκτημα ήταν με το μέρος των Ρωμαίων».

Αυτή η υποχρεωτική συνύπαρξη δεν έμεινε για πολύ καιρό ειρηνική. Οι Φράγκοι γνώριζαν την αδυναμία τους και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις. Τα δεδομένα στην Ευρώπη άλλαξαν όταν η αυτοκρατορία αποφάσισε, ότι ήρθε ο καιρός να απελευθερώσει τα δυτικά εδάφη της την εποχή του Ιουστινιανού. Οι Φράγκοι είδαν την πτώση των Βανδάλων στη Β. Αφρική, τον περιορισμό της εξουσίας των Βησιγότθων στην Ισπανία και την διάλυση των Οστργότθων στην Ιταλία. Καταλάβαιναν ότι τώρα που ο Ρωμαϊκός αετός πετούσε πάνω από τις Άλπεις και οι ελπίδες των Ρωμαίων υπηκόων τους αναπτερώνονταν έπρεπε ν' αλλάξουν πολιτική.

Για άλλη μια φορά το κείμενο του Αγαθία καταγράφει τις ανησυχίες των βαρβάρων στα επιχειρήματα, με τα οποία οι Γότθοι κάλεσαν τους Φράγκους σε βοήθεια: «ει γαρ άπαν το Γοτθικόν γένος εκποδών ποιήσονται, ουκ ες μακράν» έφασαν οι πρέσβεις «και καθ' ημών αυτών ήξουσι και ανανεώσονται τους προτέρους πολέμους.

Επιλείψει γαρ αυτούς ουδ' οποστιούν ευπρόσωπος αιτία ες προκάλυμμα της πλεονεξίας, αλλά συν δίκη γε υμάς δόξουσι μετιέναι, Μαρίους τινάς και Καμίλλους και των Καισάρων τους πλείστους απαριθμούμενοι, ως δη πάλαι ποτέ τοις άνω Γερμανοίς πολεμήσαντες και τα υπέρ Ρήνον άπαντα κατασχόντας˙ ταύτη τε ου βιάζεσθαι δόξουσιν, αλλά οσίως επιστρατεύειν, ως ουδέν τι οθνείον μαστεύσοντες, αλλά τα κτήματα των σφετέρων προγόνων ανακομιούμενοι».

Την εποχή αυτή ξεκινά και η αλλαγή των σχέσεων των Φράγκων με την αυτοκρατορία και της καταπίεσης των Ρωμαίων υπηκόων τους που τώρα γίνονται υποτελείς τους. Την αλλαγή αυτή θα παρακολουθήσουμε μέσα από την ιστορία του Γρηγορίου της Τουρώνης και του Σαλικού Νόμου. Πριν και για να ολοκληρώσουμε την παράγραφο, θα την διαπιστώσουμε στην ιστορία του Αγαθία, που επειδή δεν την εκφράζει άμεσα, μοιάζει με αντίφαση στο ίδιο το κείμενο. Ξεκίνησαν οι Φράγκοι εισβολή στην Ιταλία, στο πλευρό των Γότθων το 552-553 μ.Χ.

Στην συνέχεια ο Τεΐας, ο αρχηγός των Γότθων, αντιλήφθηκε τις συνέπειες της συμμαχίας του με τους Φράγκους και συντάχθηκε με τους Ρωμαίους: «βουλομένω γαρ αυτώ περί των παρόντων προσήλθεν εννοείν, ως αρ' οι Φράγγοι σκήψιν μεν τινα και προκάλυμμα ευπρεπές το της ξυμμαχίας όνομα ποιούνται,..., αλλ' έργω προτέρους εκείνους καταδουλώσονται, οις τω λόγω ήκουσιν επαμυνούντες, άρχοντας τε αυτοίς επιστήσουσι Φράγγους και αφαιρήσονται των πατρίων νομίμων αυτούς». Κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο Αγαθίας έχει το νόημά της και είναι απόλυτα ακριβής, ενώ ίσως να δείχνει γενικόλογος. Ακόμα και στην ξαφνική αλλαγή της στάσης των Γότθων.

Γιατί τι άλλο μπορεί να είδαν αυτοί, που τους έπεισε για την πονηριά με την οποία δρούσαν οι Φράγκοι, παρά την αθέτηση των όρκων των μέχρι χθες συμμάχων της αυτοκρατορίας; Είδαν την θέση που θα είχαν μέσα στο Φράγκικο κράτος, από την θέση που είχαν ήδη οι υποτελείς τους, και προτίμησαν να γίνουν υποτελείς στους Ρωμαίους. Τελικά οι Φράγκοι υπέστησαν συντριπτική ήττα από τον Ναρσή σε μάχη κοντά στην Καπύη το φθινόπωρο του 554 μ.Χ. Η νίκη του Ναρσή ήταν τόσο συντριπτική, ώστε από τις 75.000 Γερμανών που κατέβηκαν στην Ιταλία, ούτε 5 άνδρες δεν επέστρεψαν κατά τον Αγαθία.

Το ψυχολογικό πλήγμα (εκτός από το στρατιωτικό) για τους Φράγκους καταγράφηκε για άλλη μια φορά ως μύθος στον Γρηγόριο της Τουρώνης: «Ο Θεοδοβέρτος πήγε στην Ιταλία κι εκεί κέρδισε πολλά. Αλλά καθώς αυτά τα μέρη σύμφωνα με τις αναφορές, είναι γεμάτα αρρώστιες, ο στρατός του υπέφερε από διάφορους πυρετούς, και πολλοί πέθαναν εκεί». Στην συνέχεια της ιστορίας του, ο Βιτουλίνος (Αλαμανός οπλαρχηγός) νίκησε Βελισσάριο, Ναρσή και κατέλαβε μέχρι και την Σικελία. Απίστευτο παράδειγμα ιστορικής ανακρίβειας.

Μετά από αυτά ξεκίνησε η καταπίεση των Ρωμαϊκών πληθυσμών από τους Φράγκους. Και είναι αλήθεια, ότι και πριν απ' αυτά οι Γερμανοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους με μόνο κριτήριο τις πολεμικές τους ικανότητες, αλλά τουλάχιστον σέβονταν την Εκκλησία, στην οποία παρεχώρησαν προνόμια και της επέτρεψαν να διατηρήσει τα κτήματά της. Σ' αυτές τις οάσεις εκκλησιαστικής γης βρήκαν καταφύγιο πολύ Ρωμαίοι σκλάβοι και σε πολλές περιπτώσεις οικισμοί δημιουργήθηκαν γύρω από μεγάλες μονές, από Ρωμαίους κατοίκους.

Οι επίσκοποι στράφηκαν προς την Αγία Έδρα, στη Ρώμη, για καθοδήγηση, ειδικά μετά την απελευθέρωση από τους Οστρογότθους. Έτσι η Ρώμη έγινε το εθναρχικό κέντρο των υπόδουλων Ρωμαίων, παράλληλο με τη διοίκηση της Ραβέννας, της καρδιάς του Εξαρχάτου. Ο επίσκοπος Ρώμης έγινε ο εθνάρχης της υπόδουλης Ρωμαιοσύνης, αλλά και ο πνευματικός καθοδηγητής της υπόδουλης Δύσης. Και θα το εξηγήσουμε. Οι Φράγκοι αναγνώριζαν την δύναμη της Εκκλησίας και αντιλήφθηκαν, ότι γρηγορότερα θα υπέτασσαν τους Ρωμαίους, αν αναλάμβαναν την διοίκησή της.

Λόγω του ομόδοξου δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν διωγμούς, όπως γινόταν πρωτύτερα, αλλά και αν το έπρατταν θα τραβούσαν την προσοχή της Κωνσταντινούπολης. Το είχαν δει να γίνεται με τους Γότθους και ήξεραν τι σημαίνει, γι' αυτό προσπάθησαν να τ' αποφύγουν. Άρχισαν, λοιπόν, ν' αντικαθιστούν τους Ρωμαίους επισκόπους με Φράγκους ακόμα και με τη βία και παρά τις αντιδράσεις των πιστών. Με αυτό τον τρόπο οι Φράγκοι επίσκοποι καταλάμβαναν τις εκκλησιαστικές γαίες και των έλεγχο των εκκλησιαστικών περιοχών, όπως οι leudes καταλάμβαναν τις πόλεις και τον έλεγχο των επαρχιών.

Το έργο του Γρηγορίου της Τουρώνης, αν και μεροληπτικό, περιέχει πολλά στοιχεία. Στο τρίτο βιβλίο της ιστορίας του στην παράγραφο 15, διαβάζουμε την ιστορία του Αττάλου, ανιψιού του Επισκόπου της πόλεως Langres, ο οποίος έγινε δούλος ενός Φράγκου, πως στην συνέχεια δραπέτευσε με την βοήθεια του Λέοντα, ενός από το υπηρετικό προσωπικό του επισκόπου, και βρήκε καταφύγιο στην επισκοπή του θείου του. Ο Λέοντας για την πολύτιμη βοήθεια του έλαβε ως αμοιβή την ελευθερία του και της οικογένειάς του, καθώς και κτήματα, από τον Γρηγόριο.

  • Στο VII.1 βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για την ζωή του αγίου Σάλβιου, επισκόπου Albi (†584 μ.Χ.). Ανάμεσα στις πολλές ελεημοσύνες του είναι και οι εξαγορές ανθρώπων από το ποίμνιό του, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Φράγκους. Ο θαυμασμός του Γρηγόριου για τον άγιο αυτό άνδρα, πρώην ηγούμενο μοναστηριού είναι εμφανής. Σε πολλά σημεία του έργου του Γρηγορίου της Τουρώνης βλέπουμε καταστροφές ολόκληρων περιοχών από τους Φράγκους, που τις λεηλατούν ενώ τις κατέχουν. Π.Χ. ΙΙΙ.9.11-13 όπου ο Θεοδέριχος καταστρέφει την Auvergne.
  • Στο ΙV.51 ο Σιγιβέρτος σχεδιάζει την καταστροφή του Παρισιού και της Ρουέν, αλλά τον αποτρέπουν οι δικοί του άνθρωποι.
  • Στο VII.24 καταστρέφεται το Poitiers και η γύρω περιοχή. Δεν είναι λίγες και η φορές που η εκκλησιαστική περιουσία γίνεται βορά των Φάγκων π.χ. ΙV.2 ο Κλοθάριος επιχειρεί να κατάσχει τους θησαυρούς των εκκλησιών της επικράτειάς του
  •  Στο ΙV.13 μαθαίνουμε για τις ατασθαλίες του Χράμνου, γιου του Κλοθάριου, εις βάρος υψηλόβαθμων Ρωμαίων διοικητικών υπαλλήλων, την επιβουλή του κατά της ζωής του επισκόπου Cautinus και πως καταπάτησε το άσυλο της εκκλησίας στην Brioude.


Πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε στην ιστορία αυτή και δεν υπάρχει λόγος να τ' αναφέρουμε όλα. Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ενώ ο Γρηγόριος αναφέρει και επαναστάσεις Ρωμαίων, αυτές αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Π.χ. στο V.28 έχουμε στάση ενάντια στην εξουσία του Χιλπέριχου, λόγω της δυσβάστακτης φορολογίας. Η παραδειγματική τιμωρία ιερέων και επισκόπων υπονοεί την συμμετοχή τους, αν όχι την υποκίνησή της από αυτούς. Την ίδια εποχή έχουμε επανάσταση στην Bourges, καθώς 50.000 κάτοικοι της πόλης μάχονται τον απεσταλμένο του Χιλπέριχου, Desiderius, προκαλώντας του σημαντικές απώλειες (7000).

Η μάχη έγινε στην περιοχή της Chateaumellant, ενώ Bourges έμεινε αφύλακτη και λεηλατήθηκε από τους ανθρώπους του Χιλπέριχου σε τέτοιο βαθμό, που «δεν ακούστηκε άλλη φορά τα παλιά χρόνια» (VI.31 κι όλη η ιστορία). Απ' ότι φαίνεται ο Desiderius δεν μπόρεσε να καταστείλει την εξέγερση παρά και την καταστροφή της Τουρώνης και ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους στασιαστές.

Των διαπραγματεύσεων ηγείτο ο Αιγίδιος, Ρωμαίος επίσκοπος στην Ρεμ, και μετείχαν κι άλλοι Ρωμαίοι αρχηγοί, αλλά η διήγηση συνεχίζει με μη αποδοχή τους από τους Φράγκους στρατιωτικούς, οι οποίοι κατεδίωξαν την αντιπροσωπεία, που φιλοξενούνταν στην σκηνή του βασιλιά στο στρατόπεδο. Ο Εγίδιος μόλις μετά βίας κατόρθωσε να φτάσει στην Ρεμ και ν' ασφαλισθεί πίσω από τα τείχη της.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι απ' όλο το έργο του Γρηγορίου απουσιάζει ο επίσκοπος Ρώμης. Μόνο στο V.20 έχουμε αναφορά στον πάπα Ιωάννη Γ' (561-573) και την μεσιτεία του στον Γκουντράμο υπέρ δύο επισκόπων, του Salunius επισκόπου Embrum και του Sagittarius επισκόπου Gap. Το γιατί δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Οι Μεροβίγγιοι απαίτησαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα εκλογής των επισκόπων της επικράτειάς τους. Στόχος τους ήταν η εγκατάσταση στις επισκοπικές έδρες Φράγκων ή οπωσδήποτε ανθρώπων της αρεσκείας τους.

Η ιστορία του Γρηγορίου βοά από άδικες καθαιρέσεις επισκόπων και αντικατάστασής τους από άλλους. Από την πλευρά της η Αγία Έδρα δεν μπορούσε να δεχθεί αυτές τις αυθαιρεσίες, που καταστρατηγούσαν τους Κανόνες της Εκκλησίας. Η έδικτος του Βαλεντινιανού Γ' του έτους 445 μ.Χ. καθόριζε την νομική θέση της συνόδου των επτά επισκόπων στην Ρώμη ως την ανώτερη αρχή, η οποία θα μπορούσε να κρίνει τις υποθέσεις των επισκόπων της Γαλατίας, και ακύρωνε την αρμοδιότητα της τοπικής συνόδου της Αρελάτης.

Επ' αυτού του θέματος έλαβε γνώση και ο Αέτιος, στρατηλάτης Γαλλιών της εποχής. Αυτό το δικαίωμα των επισκόπων, που καταδικάζονταν από τοπικές συνόδους, να εμφανίζονται στη σύνοδο της Ρώμης, χρονολογείται από το 347 μ.Χ. με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο Κανόνες της συνόδου της Σαρδικής. Ορθώς ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ερμηνεύοντας τους Κανόνες αυτούς, αποφαίνεται ότι σε καμιά περίπτωση δεν συνηγορούν υπέρ του Έκκλητου (apellatio) του πάπα, διότι η εν Σαρδική σύνοδος δεν ήταν Οικουμενική αλλά τοπική. Συνεπώς και οι Κανόνες της δεν δεσμεύουν την Καθολική Εκκλησία, αλλά τις τοπικές εκκλησίες της Δύσης.

Με τις αναταραχές που ακολούθησαν και την κατάληψη των επαρχιών από τους Γερμανούς και τους Γότθους, ο Σύμμαχος είναι ο τελευταίος επίσκοπος Ρώμης που ασχολείται με τα θέματα της Εκκλησίας στην Γαλατία και αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του επίσκοπου Αρελάτης (Αεόνιος μέχρι το 503 μ.Χ. και Καισάριος μετά) για τις Εκκλησίες Γαλατίας και Ισπανίας. Με την κίνηση αυτή δυσαρέστησε το επίσκοπο Βιέννης, Άβιτο, και με επιστολές του προσπάθησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις Βιέννης-Αρελάτης.

Αλλά ο Σύμμαχος ήταν εγκάθετος του Βησιγότθου Θεοδόριχου, και μέσα από αυτή την κίνηση βλέπουμε την πολιτική των Βαρβάρων για αποκοπή των τοπικών εκκλησιών από το εθναρχικό κέντρο. Αντίθετα ο Ιωάννης ο Γ' υπηρετούσε την εκκλησία της Ρώμης αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από τους Γότθους και προσπάθησε να επανασυνδέσει τις τοπικές εκκλησίες. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν από τον Άγιο Γρηγόριο τον Α' και ολοκληρώθηκαν από τον πάπα Ζαχαρία και την αποδοχή της μετάβασης από την Μεροβίγγια στην Καρολίγγια δυναστεία.

Ο έβδομος αιώνας είναι ακόμη πιο σκοτεινός για τη ζωή στην Γαλατία καθώς οι πηγές είναι λίγες και υπηρετούν την Βασιλική τάξη. Εκτός από το χρονικό του Fredegarius και των συνεχιστών του, στηριζόμαστε στα Αγιολογικά κείμενα για ν' αντλήσουμε πληροφορίες. Αυτό που χαρακτηρίζει τον αιώνα αυτό είναι η αύξηση της εξουσίας των Μαγιορδόμων, που αντιτίθεται φανερά στην Ρωμαϊκή επιρροή στους διοικητικούς μηχανισμούς του κράτους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Αρχιεπισκόπου Λυών Ανεμμούνδου και η δολοφονία του, όπως καταγράφεται στον Βίο του Αγίου Wilfrith (634-709 μ.Χ.), επισκόπου Υόρκης, από Aeddius Stephanus. Στο ΙΙΙ.4-6 πληροφορούμαστε, ότι ο Wilfrith ταξιδεύοντας στη Ρώμη, φιλοξενήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Λυών Dalphinus (Anemmundus), ο οποίος του πρότεινε να τον παντρέψει με την ανιψιά του και να τον κάνει γιο του. Ο Wilfrith αρνείται, ταξιδεύει στη Ρώμη, επιστρέφει στην Λυών και λαμβάνει την κουρά (προφανώς χειροτονία) από τον μέντορά του Dalphinus (Anemmundus).

H Βασίλισσα Balthild, χήρα του Χλωδοβίκου του Β' (638-656 μ.Χ.) και επίτροπος του ανήλικου Κλοθάριου Γ', κληρονόμου του βασιλείου, και άλλων δύο επίσης ανήλικων αγοριών, προκάλεσε διωγμό της εκκλησίας, δολοφονώντας εννέα επισκόπους μεταξύ των οποίων και ο Dalphinus (Anemmundus). Ο Wilfrith γλίτωσε λόγω της Βρετανικής καταγωγής, απ' όπου καταγόταν και η Balthild. Αυτές οι πληροφορίες έχουν αμφισβητηθεί έντονα, κυρίως η συμμετοχή της βασίλισσας, εφόσον από τους Φράγκους θεωρείται Αγία, και στον βίο της δεν έχει καταγραφεί κάτι τέτοιο.

 Ως ηθικός αυτουργός αυτής της δίωξης φέρεται ο Ebroin, mayor-domus της αυλής στην Νευστρία με δυο θητείες, την πρώτη 658-673 μ.Χ. και την δεύτερη 675-680 μ.Χ. αν και η Janet Nelson επιμένει (με επιχειρήματα) να βλέπει συμπαιγνία μεταξύ αυτού και της Balthild, την οποία, ακολουθώντας την εκκλησιαστική ορολογία των συναξαριστών, χαρακτηρίζει Ιεζαβέλ. Αυτή η ιστορία είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η πολιτική συγκυρία έχει ως εξής:

Η Μεροβίγγια αυλή μεταφέρθηκε από την Αυστρασία στην Νευστρία, μετά τον κίνδυνο ανατροπής της από τους Πεπινίδες, το ενωμένο Φράγκικο βασίλειο υπό τον Χλωδοβίκο Β', κινδύνευε μετά τον θάνατό του να διαλυθεί στα επιμέρους βασίλεια, η εκκλησία παραμένει σε ισχυρά Ρωμαϊκά χέρια, την στιγμή που οι Φράγκοι επίσκοποι παραπαίουν μεταξύ μέθης και ασέλγειας, ο κληρονόμος είναι ανήλικος και επιτροπεύεται από την Βρετανίδα μητέρα του, και Νοτιοδυτικά το «regnum francorum» είναι κενό γράμμα.

Οι Φράγκοι αριστοκράτες προσπαθούν να κρατήσουν την δυναστεία ενωμένη και να μην διαλυθεί το βασίλειο, γι' αυτό επέλεξαν από τους τρεις αδελφούς (Κλοθάριο Γ', Χιλδέριχο, Θευδέριχο Γ') τον μεγαλύτερο Κλοθάριο, ως διάδοχο του θρόνου, επίσης ένωσαν τις εξουσίες των Μαγιορδόμων στο πρόσωπο του Ebroin, o οποίος κυβερνά ουσιαστικά το βασίλειο. Η θητεία του χαρακτηρίστηκε ως ιδιαίτερα βάναυση με διώξεις όλων των αντιπάλων του στον κρατικό μηχανισμό, βλέπε Ρωμαίων διοικητικών υπαλλήλων. Αυτό δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα απ' ότι συνέβαινε στις νοτιοδυτικές επαρχίες.

Ο όρος «regnum francorum» είναι εντελώς συμβατικός, μια αντιγραφή του «Imperium Romanorum», την οποία έκαναν οι δυτικοί ιστορικοί, για να διατηρήσουν στα γραπτά τους την ενότητα του Μεροβίγγιου βασιλείου. Εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τον δεχθούμε, εφόσον τα γεγονότα αλλά και οι θεσμοί του βασιλείου αυτού δεν καθορίζουν επακριβώς την επικράτειά του. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η εξέλιξη του δουκάτου της Ακουϊτανίας, πείθει για την συρρίκνωση του Φράγκικου βασιλείου στις βόρειοανατολικές του επαρχίες από το δεύτερο μισό του Ζ' αι. και για έναν αιώνα μέχρι την κατάληψή του από τον Κάρολο Μαρτέλο.

Για τον Freeman η ιστορία της εν λόγω επαρχίας είναι σκοτεινή για 83 χρόνια (633-719 μ.Χ.). Κατ' αρχάς η Ακουϊτανία αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχηματισμού που λέγεται Occitania (Οξιτανία), επεκτείνεται στις νότιες επαρχίες της Γαλλίας, στην Γασκονία στα Πυρηναία, και μέχρι την Λιγουρία στην Ιταλία. Στην περιοχή αυτή μιλούν ακόμη και σήμερα μια Ρομανική διάλεκτο την Λαγκεντόκ (Lange d' òc), που πήρε το όνομά της από την χρήση του "òc" αντί του "oui".

Μετά τον θάνατο του Χιλπέριχου Β' το 632 μ.Χ. οι κάτοικοι της Ακουϊτανίας εξεγέρθηκαν και εξέλεξαν δούκα τον Boggis ή Bodogisil. Αυτός κυβέρνησε την Ακουϊτανία μέχρι τον θάνατό του το 660 μ.Χ. και απέκτησε ημι-αυτονομία. Ακριβώς την ίδια εποχή εξεγέρθηκαν και οι κάτοικοι της Γασκωνίας, τους οποίους ξέρουμε σήμερα ως Βάσκους. Με τον Boggi ξεκίνησε μια Ρωμαϊκή δυναστεία κυβερνητών της περιοχής. Ρωμαίοι δούκες προϋπήρχαν, όπως ο Desiderius (583-587) επί Χιλπέριχου Α' και Γκουντράμου, αλλά κυβερνούσαν στο όνομα κάποιου Μεροβίγγιου.

Διάδοχος του Boggi ήταν ο Φήλιξ (Felix, 660-676 μ.Χ.), κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του οποίου το δουκάτο επεκτάθηκε στο Μπορντώ, την Novepompulania και την Ναρβώνη (Σεπτιμανία), συμπεριλαμβανομένης της Τουλούζης. Την πόλη αυτή κατέστησε έδρα του. Επίσης την ίδια εποχή συνδέεται με το δουκάτο και η Γασκωνία. Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για συμμαχία και ομοσπονδιοποίηση ή προσάρτηση και υποτέλεια, αλλά αν λάβουμε υπόψη μας ότι η περιοχή έχει δικό της δούκα, τον Lupus A' (670-676 μ.Χ.), o οποίος στην συνέχεια διαδέχεται τον Φήλικα, τότε η πρώτη περίπτωση είναι η επικρατέστερη.

Συμμάχησε με τον επίσης Ρωμαίο Flavius Paulus επαναστάτη κατά του Βησιγότθου βασιλιά της Ισπανίας Wamba το 673 μ.Χ. Μια επανάσταση με άδοξο τέλος πραγματικά. Επιχείρησε να καταλάβει την Λιμόζ χωρίς να το καταφέρει. Η πτώση του ίσως να συνδέεται με αυτήν την αποτυχία. Στα Θαύματα του αγίου Μαρτιάλου η επικράτεια αναφέρεται ως Βασίλειο, κάτι που μας επιτρέπει να υποθέσουμε, ότι Ακουϊτανία και Γασκωνία αυτή την περίοδο είναι πλήρως αυτόνομες. Διάδοχος του Lupus είναι ο Odo ο Μέγας, που σε μας είναι περισσότερο γνωστός με το Ρωμαϊκό του όνομα Εύδος.

Η ακριβής ημερομηνία διαδοχής δεν είναι γνωστή, πιθανότερες εκδοχές το 679 μ.Χ. ή το 688 μ.Χ. Αυτός κλήθηκε να αναμετρηθεί με τους Μουσουλμάνους που κατέλυσαν το Βησιγοτθικό Βασίλειο. Τους νίκησε στην μάχη της Τουλούζης στις 9 Ιουνίου του 721 μ.Χ. έντεκα χρόνια πριν την πολυδιαφημισμένη μάχη του Poitiers, χρονολογικά δηλ. ήταν ο πρώτος που ανέκοψε την Μωαμεθανική προέλαση στην Δύση.

Προχώρησε σε συμμαχία μαζί τους παντρεύοντας την κόρη του με τον Βερβέρο Uthman ibn Naissa με σκοπό να εξασφαλίσει τα σύνορά του μαζί τους και ν' αντιμετωπίσουν σε συνεργασία την προέλαση των Φράγκων του Κάρολου Μαρτέλου, που απειλούσε την αυτονομία της περιοχής του. Ο γαμπρός του ανατράπηκε από τους Ομμαϋάδες και οι τελευταίοι με ενισχύσεις από όλο τον Ισλαμικό κόσμο επανέλαβαν την επίθεσή τους με αρχηγό τον Abdoul Rahman al Ghafiqi και νίκησαν τον Εύδο στην μάχη του Μπορντώ (730 μ.Χ.) ή αλλιώς μάχη του ποταμού Garonne.

Ο Εύδος αναγκάστηκε να γίνει υποτελής των Φράγκων και συμμετείχε στην συνέχεια στην μάχη του Poitiers (732 μ.Χ.). Εκτός από την Ακουϊτανία τον Ζ' αι. αυτόνομες θεωρούνται και η περιοχές της Προβηγκίας και της Σεπτιμανίας (Ναρβόνη). Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι μέχρι την εποχή που αναλαμβάνουν την διοίκηση του Φραγκικού κράτους οι Πεπινίδες, αυτό σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες και συρρικνώνεται από τις επιτυχημένες επαναστάσεις Ρωμαίων που καταφέρνουν να αυτονομηθούν στην Νότια Γαλατία και στις βορειοανατολικές περιοχές της Ιβηρικής.

Το κύριο νομικό κείμενο που καθόριζε τις σχέσεις των μελών της κοινωνίας του Φράγκικου κράτους ήταν ο Σαλικός Νόμος. Η πρώτη γραπτή κωδικοποίηση των παραδοσιακών νόμων των Φράγκων χρονολογείται την εποχή του Χλωδοβίκου του Α'. Η κωδικοποίηση αυτή περιλάμβανε εξήντα πέντε άρθρα που προϋπήρχαν του Χλωδοβίκου και δέκα άρθρα που αποδίδονται σ' αυτόν. Στη συνέχεια συμπληρώθηκαν με capitulariae (Βασιλικά Διατάγματα) των Χιλδεβέρτου (5 άρθρα), Κλοθάριου (22 άρθρα), Χιλπέριχου (11 άρθρα), Χιλδεβέρτου (3 άρθρα), καθώς και άλλα 17 που δεν αποδίδονται σε κάποιον συγκεκριμένα.

Ο Σαλικός Νόμος είναι το ασφαλέστερο παράδειγμα Ρωμαϊκής επιρροής στον Φραγκικό κόσμο. Είναι γραμμένος σε εκβαρβαρισμένη Λατινική γλώσσα και περιέχει λέξεις της λεγομένης Malberg Gloss. Για κάποιους ιστορικούς η Malberg Gloss αποτελεί κελτική διάλεκτο, ενώ για άλλους (Jacob Grimm) απομεινάρια της αυθεντικής Γερμανικής διαλέκτου στην οποία συντάχθηκε ο Νόμος. Τα μόνα στοιχεία που έχουμε για να υποθέσουμε τους συντάκτες ή τον τόπο σύνταξης είναι η εισαγωγή του Νόμου σε κάποια χειρόγραφα.

Διαβάζουμε: «Γι' αυτό εκλέχθηκαν ανάμεσα από πολλούς τέσσερις που ονομάζονται Wisogast, Arogast, Salegast και Widogast από μέρη πέρα απ' τον Ρήνο που είναι Bodochem, και Salachem, και Widochem». Οι τοποθεσίες αυτές παραμένουν ανεξακρίβωτες, αλλά από εσωτερικές ενδείξεις του κειμένου, η θέση των Φράγκων στην προκειμένη περίπτωση τοποθετείται στο δάσος Sylva Carbonaria και τον ποταμό Ligere στο Βέλγιο (XLVII). Κυρίαρχο πνεύμα του Σαλικού Νόμου είναι η αποζημίωση ή για να είμαστε πιο ακριβείς η ικανοποίηση του παθόντος.

Όπως είδαμε στο κεφάλαιο που αναφέρεται στους αρχαίους Γερμανούς, το ζητούμενο σε περίπτωση αδικίας εις βάρος κάποιου προσώπου ήταν η εκδίκηση, η βεντέτα το feud. Ο Σαλικός Νόμος προσπάθησε να δώσει μορφή στην ικανοποίηση που έπρεπε να λάβει ο παθών ή οι συγγενείς του, αυτοί που είχαν δικαίωμα επί της αποζημίωσης σε ευρύτερη έννοια, από τον δράστη, ώστε οι πράξεις αντεκδίκησης να μην είναι ανεξέλεγκτες στην πρώιμη γερμανική κοινωνία και αργότερα στο οργανωμένο Φράγκικο κράτος.

Στα άρθρα, λοιπόν, καθορίζεται αυτή η αποζημίωση (Wergeld ή Leodis), η οποία αναφέρεται σε χρηματικά ποσά (δηνάρια, σόλιδοι) για να καθορίσει το αντίτιμο της αξιόποινης πράξης, αλλά μπορούσε να αποδοθεί σε είδος. Σε μερικές περιπτώσεις εκτός από την αποζημίωση καθορίζονταν και πρόστιμο, ποσό, δηλαδή, που εισπράττονταν από το κράτος.

Δύο ήταν τα βασικά στοιχεία που καθόριζαν το ύψος της αποζημίωσης ή του προστίμου. Το πρώτο ήταν το είδος της αξιόποινης πράξης (φόνος, ληστεία, απαγωγή κ.τ.λ.) με τις διάφορες αποχρώσεις της. Το δεύτερο και πλέον αξιοπρόσεκτο ήταν τα στοιχεία που καθόριζαν την ταυτότητα του δράστη ή του θύματος (εθνικότητα, φύλο, κοινωνική θέση). Αυτό το τελευταίο είναι που μας επιτρέπει να πούμε, ότι ο Σαλικός Νόμος ήταν ο νόμος των διακρίσεων. Τρείς είναι οι μορφές των διακρίσεων του νομικού συστήματος των Φράγκων: εθνικές, κοινωνικές, φυλετικές.

Οι μεν εθνικές διακρίσεις έχουν να κάνουν με την εθνική καταγωγή του δράστη ή του θύματος. Κατά κανόνα, όταν το θύμα ήταν Φράγκος τότε η αποζημίωσή του ήταν διπλάσια απ' ότι όταν ήταν Ρωμαίος. Να το θέσουμε διαφορετικά. Η ζωή ενός Ρωμαίου είχε την μισή αξία από την ζωή ενός Φράγκου. Και πιο συγκεκριμένα, η ζωή ενός ελεύθερου Φράγκου (άνδρα ή γυναίκας) χρεώνονταν 200 σόλιδους (αρθ.XV, παρ.1), ενώ η ζωή ενός Ρωμαίου κατόχου γης (το αντίστοιχο με τον ελεύθερο Φράγκο) 100 σόλιδους (XLI,9).

Στο μισό επίσης ήταν και το πρόστιμο, όταν ο Ρωμαίος δολοφονούνταν από ομάδα δραστών (contubernium) σε σχέση με το αντίστοιχο ενός Φράγκου (XLII,4). Ομοίως, και στην περίπτωση που το θύμα ήταν Ρωμαία γυναίκα (CIV,9).

Οι κοινωνικές διακρίσεις γινόταν, όχι σε σχέση με την καταγωγή, αλλά με την θέση που κατείχε το άτομο στην κοινωνία. Δημιουργήθηκε έτσι μια κοινωνική αριστοκρατία, ή οποία σε πρώτο χρόνο δεν ήταν κληρονομική. Στη συνέχεια διακρίνουμε τα «ανώτερα άτομα»(meliores) και τα «κατώτερα άτομα»(minofledis) στο Καπιτουλάριο ΙΙΙ (CII) και από την εποχή του Χιλπέριχου για τους ανώτερης καταγωγής optimates & antrustiones, οι οποίοι τον βοήθησαν να συντάξει το Καπιτουλάριο ΙV. Πρώτος στην κοινωνική ιεραρχία είναι ο Βασιλιάς.

Αυτό σήμαινε ότι εκτός από το υψηλότερο wergeld, ότι βρίσκονταν στην υπηρεσία του είχε μεγαλύτερη αξία, άνθρωποι και κτήματα. Σε γενικές γραμμές η αξία αυτή ήταν τριπλάσια, αλλά επενέβαινε κι εδώ η εθνική διάκριση. Για παράδειγμα η αξία ενός Grafio (Βασιλικός γραφιάς) ήταν 600 σόλιδοι (LIV,1), ενός Antrustiones (άτομο στην υπηρεσία του Βασιλιά, Βασιλικού υπηρέτη) επίσης 600 σόλιδοι (XLI,5), και ενός Sacebarone (δικαστικό αξίωμα) πάλι 600 σόλιδοι (LIV,3).

Εάν στις αντίστοιχες θέσεις βρισκόταν Ρωμαίος, αποκαλούνταν «ομοτράπεζος του Βασιλιά» και η αξία του ήταν 200 σόλιδοι (XLI,8). Ο Σαλικός Νόμος χώριζε τους Ρωμαίους σε δυο βασικές κατηγορίες: στους Possessor Romanus, τους κατόχους γης και τους Tributarius Romanus, αυτούς που υπόκεινται φορολόγηση. Κάτω από τις παραπάνω ιδιαίτερες τάξεις βρισκόταν ο ελεύθερος Φράγκος. Κάτω από αυτόν ήταν ο litus, ο υποτελής. Οι litii δεν θεωρούνταν σκλάβοι αλλά ήταν δεμένοι κυρίως με την γη την οποία καλλιεργούσαν πληρώνοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη και μπορούσαν να πωληθούν. Ισάξιοί τους ήταν οι Tributarii Romani, οι οποίοι όταν υπηρετούσαν τον βασιλιά καλούνταν Convivae Regis και ήταν ισάξιοι των Antrustiones.

Η αμέσως επόμενη τάξη ήταν οι Pueri Regis, σκλάβοι στην ουσία, αλλά σε καλύτερη θέση λόγω υπηρεσίας στην βασιλική αυλή. Αυτοί είχαν υψηλότερο wergeld από τους απλούς σκλάβους, που ξεκινούσε από 72 σόλιδους (Χ,6) στην απλούστερη περίπτωση κι έφτανε τους 300 (LIV,2) στις περιπτώσεις που υπηρετούσαν σε υψηλή θέση. Τελευταίοι οι σκλάβοι με αξία 15-25 σόλιδους (Χ,6-7). Στην περίπτωση των σκλάβων δικαιούχος της αποζημίωσης ήταν ο ιδιοκτήτης, διότι η απώλειά του θεωρούνταν ζημιά της περιουσίας του.

Για τις διακρίσεις των δύο φύλων δεν υπάρχει λόγος να μιλήσουμε εδώ. Να αναφέρουμε μόνο, ότι ο Σαλικός Νόμος καθόριζε την «ανδρογενή διαδοχή», βάσει της οποίας κληρονόμοι θεωρούνταν μόνο τα άρρενα τέκνα. Πολύ αργότερα επιτράπηκε σε γυναίκες να κληρονομούν τον πατέρα τους, όταν δεν υπήρχαν άρρενες απόγονοι. Βάσει αυτών το Βασίλειο δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να κληροδοτηθεί σε πριγκίπισσα. Από όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε, ότι στο Φράγκικο κράτος δεν υπήρχε ισονομία. Και επειδή οι σχέσεις των υποτελών λαών μεταξύ τους καθορίζονταν από τους εθνικούς τους νόμους (που στην περίπτωση των Ρωμαίων ήταν ο Θεοδοσιανός Κώδικας) συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρχε ούτε ισοπολιτεία.

Η αιτία των παραπάνω είναι προφανής. Οι μειοψηφούντες βάρβαροι, διασκορπισμένοι σε όλη την επικράτεια του Βασιλείου κατά μικρές ομάδες, προσπαθούσαν να κρατήσουν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Κινδύνευαν να απορροφηθούν από τον συντριπτικά ανώτερο Ρωμαϊκό πολιτισμό, τον οποίον όμως ήθελαν να οικειοποιηθούν, χωρίς να χάσουν την εθνική τους ιδιαιτερότητα.

Απέφευγαν τις μεγάλες πόλεις, όπου οι πολιτιστικές επιρροές ήταν εντονότερες και «προτιμούσαν να κατοικούν στις μεγάλες τους επαύλεις, στις villae που τους ανήκαν, παρά στα αστικά τους παλάτια. Απότρεψαν με αυτόν τον τρόπο την ώσμωση με τους Ρωμαίους, αλλά ταυτόχρονα δεν κατάφεραν ποτέ να τους κάνουν πολίτες του Φράγκικου κράτους. Οι Ρωμαίοι παρέμειναν για πάντα Ρωμαίοι, και οι ανισότητες αυτές εντάθηκαν με τις μεταρρυθμίσεις του Καρλομάγνου και την επιβολή του φεουδαρχικού συστήματος.

Τα Θεμέλια της Δυτικής Σκέψης

Οι βαρβαρικές εισβολές και εγκαταστάσεις στα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση, οδήγησαν τον οικονομικό, πολιτικό, αλλά κυρίως τον πνευματικό βίο των δυτικοευρωπαίων σε γενική κατάπτωση και παρακμή. Και ενώ οικονομικά και πολιτικά η περιοχή κατάφερε ν' ανασυγκροτηθεί μετά από πολλούς αιώνες, πνευματικά δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ.

Βαρύγδουπα ονόματα, όπως Αναγέννηση και Διαφωτισμός, ήταν η επιβολή των καινοτομιών της Φράγκικης διανόησης, που οδηγούσαν σε μεγαλύτερο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι, και όχι αποκατάσταση και προαγωγή της ορθόδοξης πνευματικότητας, στην οποία βρισκόταν η Δύση μέχρι τους Ε' και Στ' αιώνες. Τελευταία εναπομείνασα η Ιρλανδία κατάφερε επί μακρόν να διαφύγει του βαρβαρικού ελέγχου.

Μετά τον εκχριστιανισμό της νήσου από τον Άγιο Πατρίκιο αναπτύχθηκε κοινοβιακό μοναχικό σύστημα ανατολικού τύπου. Το ίδιο σύστημα προσπάθησε να μεταφέρει και στην ηπειρωτική Ευρώπη ο Αββάς Κασσιανός, μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αλλά προσέκρουσε στην ιδεολογική-φιλοσοφική αντίδραση του Αυγουστίνου και των οπαδών του με αποτέλεσμα μια διαμάχη που έληξε τελικά το 529 μ.Χ. με συμβιβασμό στα χαρτιά, αλλά απορρίφθηκε τελικά από τους Φράγκους που θεωρούσαν τον Αυγουστίνο αυθεντία.

Η Ορθόδοξοι της Ιρλανδίας ανατροφοδότησαν για τους αμέσως επόμενους αιώνες τον Χριστιανικό πληθυσμό της Αγγλίας, Γαλατίας και Γερμανίας, που υπέφερε από τους βάρβαρους. Κατά τον Μεσαιωνολόγο Jaques Le Goff «Κατά τον 6ο και 7ο αι. η Ιρλανδία εξήγαγε 115 Αγίους στην Γερμανία, 45 στη Γαλλία, 44 στην Αγγλία, 36 στο Βέλγιο, 25 στην Σκωτία και 13 στην Ιταλία». Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρωμαίοι πάπες καλούσαν τους ιεραποστόλους από την Ιρλανδία και την Αγγλία για να εκχριστιανίσουν τους εναπομείναντες ειδωλολάτρες στη Γερμανία.

Αυτοί γαλουχημένοι με τα νάματα του ανατολικού ορθόδοξου μοναχισμού ήταν «Ρωμαίοι» στο φρόνημα, χωρίς να γίνουν πολίτες της Ρωμανίας (Ιρλανδία) ή ήταν για μικρότερο χρονικό διάστημα από άλλες επαρχίες (Αγγλία). Άγιοι, όπως ο Άγιος Κολουμβάνος, ο μαθητής του Άγιος Γάλλος, ο Άγιος Αμάνδος κ.α. ίδρυσαν μεγάλα και ονομαστά μοναστήρια, ενώ ιεραπόστολοι καταγόμενοι από τις νήσους, όπως ο Άγιος Βονιφάτιος εκχριστιάνισαν τους Γερμανούς ειδωλολάτρες και με την συνδρομή των Ρωμαίων ποντίφηκων περιόρισαν την κατάπτωση της Εκκλησίας που εργάζονταν οι Φράγκοι επίσκοποι.

Ως επίσημη γλώσσα του Φραγκικού κράτους ορίστηκε η εκκλησιαστική Λατινική. Χωρίς οι ίδιοι οι Φράγκοι να την μιλούν καλά-καλά θεώρησαν ότι έτσι έδιναν στο κράτος τους αέρα Ρωμαϊκού μεγαλείου. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την έντονη επιθυμία που είχε κάθε βάρβαρος αρχηγός να μοιάσει σε Ρωμαίο αυτοκράτορα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής ο Χιλπέριχος Α' (561-584 μ.Χ.). Γι' αυτόν διαβάζουμε στην ιστορία του Γργορίου της Τουρώνης, ότι προσπάθησε να εισαγάγει τους Ελληνικούς χαρακτήρες ω, θ, ψ, ζ, δ, στο Λατινικό αλφάβητο και μάλιστα διέταξε όλα τα βιβλία να σβηστούν και να ξαναγραφούν με το νέο.

Τόση ήταν η προσπάθειά του να μοιάσει στον Ιουστινιανό, ώστε προσπάθησε να γράψει και Θεολογικό σύγγραμμα και μάλιστα δογματικού περιεχομένου, περί της Αγίας Τριάδος. Χωρίς Θεολογική μόρφωση, χωρίς καν γνώση της γλώσσας των Ανατολικών Πατέρων και των κειμένων τους, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την διάκριση των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος, με αποτέλεσμα το εξωφρενικό κείμενό του να κάνει τον επίσκοπο Γρηγόριο να εξανίσταται. Η δε έπαρση του Φράγκου Βασιλιά ήταν τόση, ώστε δήλωσε ότι οι Πατέρες είναι εχθροί του, εφόσον δεν συμφωνούν μαζί του.

Τέσσερεις θεωρούνται οι θεμελιωτές της Μεσαιωνικής Δυτικής σκέψης από τους Μεσαιωνολόγους: ο Βοήθιος (480-524), ο Κασσιόδωρος (480-573 μ.Χ.), ο Βέδας (673-735 μ.Χ.) και ο Ισίδωρος της Σεββίλης (560-636 μ.Χ.).

Ο Βοήθιος (Anicius Manlius Severinus Boethius) γεννήθηκε στη Ρώμη από ονομαστή οικογένεια Πατρίκιων. Μεγάλωσε και ανδρώθηκε στο Οστρογοτθικό Βασίλειο του Θεοδώριχου και ανήλθε στο αξίωμα του magister officiorum. H Ορθοδοξία του τον κατέστησε ύποπτο στην Αρειανίζουσα αυλή του Θεοδώριχου και οδήγησε στην εκτέλεσή του το 524 μ.Χ. Μετέφρασε πολλά έργα του Αριστοτέλη και κατέστησε την Λογική του γνωστή στη Δύση, πριν από την επαφή της με τους Άραβες. Για το αν το έργο του μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του σχολαστικισμού δεν μπορούμε να αποφανθούμε.

Ο Κασιόδωρος (Flavius Magnus Aurelius Cassiodorus)81 γεννήθηκε στο Σκυλλάκιο του Βρουττίου (Καλαβρία) και ακολούθησε σχεδόν ίδια πορεία με τον Βοήθειο, με την διαφορά ότι ο πρώτος διέπρεψε στην αυλή του Θεοδώριχου λόγω της πεποίθησής του για ανάγκη σύσφιξης των σχέσεων του Οστρογοτθικού βασιλείου με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Από συγκλητικός (senator) έγινε κοιαίστορας (quaestor) το 507-511 μ.Χ. πατρίκιος (patricius) το 512 μ.Χ. ύπατος (consul) το 514 μ.Χ. και magister officiorum λίγο πριν το 526 μ.Χ.

Μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας, ίδρυσε μοναστήρι στο Βιβάριουμ στις ακτές του Ιονίου, γνωστό για το αντιγραφικό εργαστήριό του. Από το έργο του η Γοτθική Ιστορία του διασώθηκε μέσω της διασκευής του Ιορδάνη. Η συνεισφορά του έγκειται στην εισαγωγή των λεκτικών σχημάτων των Λατίνων ρητόρων στην Χριστιανική γραμματεία. Επίσης το scriptorium της μονής του αποτέλεσε υπόδειγμα για τα άλλα μοναστήρια της Δύσης.

Για την ζωή του Βέδα (Bede) λίγα είναι γνωστά. Ήταν μοναχός στο μοναστήρι του Αποστόλου Πέτρου στην Νορθουμβρία. Σημαντικό του έργο είναι η εκκλησιαστική ιστορία της Αγγλίας, Historia ecclesiastica gentis Anglorum. Μέγα κατόρθωμά του θεωρείται η αποστροφή του για τους αρχαίους συγγραφείς, την οποία κληροδότησε και στους μεταγενέστερους Αγγλοσάξωνες. Σ' αυτόν οφείλεται και η θεωρεία των τεσσάρων αισθήσεων που θεμελίωσε μια νέα ερμηνευτική της Βίβλου.

Ο Ισίδωρος, επίσκοπος Σεβίλλης (Isidorus Hispalensis), γεννήθηκε στην Νέα Καρχηδόνα της Ισπανίας, από οικογένεια που πρόσφερε στην τοπική εκκλησία τρεις επισκόπους (Λέανδρος, Φουλγέντιος, Ισίδωρος) και την μοναχή Φλωρεντίνη. Διαδέχθηκε τον αδελφό του Λέανδρο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Σεβίλλης το 600 μ.Χ. Θεωρείται από τους μεγάλους λόγιους στη Δύση. Σημαντικότερο έργο του, Οι Ετυμολογίες (Etymologiae), αποτελούν εγκυκλοπαίδεια της εποχής. Μέσα από αυτό το έργο επικράτησε στη Δύση η πεποίθηση, ότι «τα ονόματα είναι τα κλειδιά της φύσης των παραγμάτων».

 Στην πεποίθηση αυτή βρίσκουμε την ρίζα της πολιτικής πρακτικής των Φράγκων και της Δύσης εν γένει, ν' αλλάζουν τα ονόματα των καταστάσεων, τις οποίες προσπαθούν να επηρεάσουν με έμμεσο τρόπο, προς τα δικά τους συμφέροντα και επιθυμίες. Με αυτό το σκεπτικό, ο Καρλομάγνος «στέφεται» «αυτοκράτορας» «των Ρωμαίων».

Το Φράγκικο κράτος γίνεται «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» με πρόσφατους προσδιορισμούς «του Φραγκικού» ή «του Γερμανικού έθνους», οι Ρωμαίοι γίνονται «Γραικοί», οι Ρωμηοί χωρίζονται με τοπικά ονόματα κ.α. Και η πιο πρόσφατη τερατογένεση αυτής της πολιτικής είναι η προσπάθεια να λάβουν οι Σκοπιανοί το όνομα Μακεδόνες, ως πρώτο βήμα, και στην συνέχεια να οικειοποιηθούν την κληρονομιά του ονόματος. Βλέπουμε, ότι στο διάβα των αιώνων η σκέψη και η πολιτική της Δύσης δεν έχει αλλάξει τους μηχανισμούς της και τις κατευθύνσεις της.

Σε θεολογικό επίπεδο, η σκέψη των Φράγκων καθορίστηκε από τα γραπτά του Ιερού Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος. Ο Λατινόφωνος Αυγουστίνος, επηρεάστηκε αρχικά από τις Μανιχαϊκές αντιλήψεις της εποχής, αλλά μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία, από τον Άγιο Αμβρόσιο, επίσκοπο Μεδιολάνων. Αγάπησε με πάθος την φιλοσοφία του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, τους οποίους, όμως δεν μπορούσε να διαβάσει στο πρωτότυπο, εξαιτίας την έλλειψης γνώσης της Ελληνικής γλώσσας.

Όπως εξομολογείται και ο ίδιος, δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ Ελληνικά. Για την ακρίβεια τα μισούσε: «αλλά γιατί μισώ τα Ελληνικά τόσο πολύ, τα οποία μελετούσα ως παιδί;», «γιατί τότε μισούσα τους Έλληνες κλασσικούς, που έχουν παρόμοιες ιστορίες;... Διότι, ούτε μία λέξη δεν καταλάβαινα,...». Έτσι έμαθε την Ελληνική φιλοσοφία από μερικές Λατινικές μεταφράσεις, αποσπασματικά. Το ίδιο πρόβλημα είχε και με τα έργα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, που έγραψαν στα Ελληνικά, συνεπώς αδυνατούσε να παρακολουθήσει την ακρίβεια στην διατύπωση των δογμάτων, που επέτρεπε η χρήση της Ελληνικής γλώσσας και να εμβαθύνει στην Τριαδολογία τους.

Αυτή η αδυναμία του δεν τον πτόησε. Εξοπλισμένος με την Λογική του Αριστοτέλη προσπάθησε να εξηγήσει διανοητικά, τα δόγματα της Εκκλησίας. Βέβαια, εκφράζει τον θαυμασμό του για τους ελληνόφωνους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και δηλώνει, ότι δέχεται υποδείξεις. Ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να αντιληφθεί την μεθοδολογική διαφορά μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλη, ήταν φυσικό να μην καταφέρει να κατανοήσει και την υποστατική διαφορά των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Στην διδασκαλία του διατυπώνεται για πρώτη φορά το αιρετικό fillioque, η εκπόρευση δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Επειδή η εργασία μας δεν είναι θεολογική δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες στο θέμα αυτό. Θα το παρακολουθήσουμε στην ιστορική του διάσταση στην συνέχεια.

Δεύτερο σημείο καθοριστικό για την εξέλιξη του Μεσαιωνικού τρόπου σκέψης, στην Αυγοστίνειο θεολογία είναι η Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου. Η θεωρία αυτή σπερματικά βρίσκεται στα έργα του Αυγουστίνου, στην συνέχεια διαμορφώθηκε από τον Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas, 1225-1274) στο έργο του Summa Theologica, τον Ούγο Γκρότιους (Hugo Grotius, 1583-1645) στο έργο του De Jure Belli ac Pacis, και σήμερα υπάρχει ως επίσημη κατήχηση στην Δυτική Εκκλησία (Catechism of the Catholic Church §2309).

Ο Αυγουστίνος αναρωτιέται για πρώτη φορά στο έργο του De Correctione Donatistarum Liber sen Epistola,VII.23: «Γιατί, συνεπώς, δεν θα έπρεπε η Εκκλησία να χρησιμοποιεί βία, ώστε να ωθήσει τους απωλεσθέντες υιούς της να επιστρέψουν, αν οι απωλεσθέντες υιοί της ώθησαν άλλους στην καταστροφή τους;». Στο De Civitate Dei, XIX.12 προχωρά την σκέψη του ως εξής: «Οι πόλεμοι, λοιπόν, εγείρονται από την επιθυμία της ειρήνης, ακόμα κι απ' αυτούς που αρέσκονται να εξασκούν την πολεμοχαρή τους φύση στην διοίκηση της μάχης.

Κι έτσι, είναι προφανές, ότι η ειρήνη είναι ο σκοπός που επιδιώκεται από τον πόλεμο. Διότι κάθε άνθρωπος αποζητά της ειρήνη με το να κάνει πόλεμο, αλλά κανένας δεν ζητά τον πόλεμο με το να κάνει ειρήνη». Με τέτοιου είδους θεολογία δεν είναι ν' απορεί κανείς γιατί ο Αυγουστίνος έγινε ο μεγαλύτερος θεολόγος των Φράγκων. Τρεις προϋποθέσεις τέθηκαν από αυτούς ώστε ένας πόλεμος να είναι δίκαιος:

α) Ο πόλεμος να κηρύττεται από κάποιον που είναι αρμόδιος και όχι από ιδιώτες. Αυτό το στήριξαν στο έργο του Αυγουστίνου Contra Faustum, XXII.75: «Η φυσική τάξη που είναι πρόσφορη ανάμεσα στους θνητούς απαιτεί η εξουσία της κήρυξης και της συμβολής του πολέμου να βρίσκεται στα χέρια αυτών που κρατούν την ανώτατη εξουσία».

β) Απαιτείται δίκαιος σκοπός-στόχος (Questions in Hept,qu X, super Jos: «Ένας δίκαιος πόλεμος είθισται να περιγράφεται, ως ένας που εκδικείται σφάλματα, όταν ένα έθνος ή κράτος πρέπει να τιμωρηθεί, επειδή αρνείται να διορθώσει τα λάθη που έκαναν οι υπήκοοί του ή να αποκαταστήσει, ότι έχει αρπαχθεί άδικα».

γ) Θα πρέπει αυτοί που προκαλούν τον πόλεμο να έχουν καλές προθέσεις, δηλ. την προαγωγή του καλού ή την τιμωρία του κακού, κι εδώ κατά τον Αυγουστίνο (De Veb.Dom. Sermones XXIII.1): «Η πραγματική θρησκεία επιβλέπει τους πολέμους που εγείρονται όχι από κίνητρα αύξησης της ισχύος, αλλά με σκοπό να εξασφαλίσουν την ειρήνη, ή να τιμωρήσουν αυτούς που κάνουν κακό και την πρόοδο του καλού».

Συμπληρωματικά αποσπάσματα του έργου του Αυγουστίνου επί του θέματος

1) ep. Ad Marcellinus, CXXXVIII: «Αυτούς που πρέπει να τιμωρήσουμε με ευγενική αυστηρότητα, είναι πολλές φορές απαραίτητο να το χειριστούμε ενάντια στη θέλησή τους. Διότι όταν απογυμνώνουμε έναν άνθρωπο από την κατωτερότητα της αμαρτίας, είναι καλό γι' αυτόν να κατατροπώνεται, διότι τίποτα δεν είναι πιο απελπιστικό από την χαρά των αμαρτωλών, από όπου ξεπηδά μια ένοχη ατιμωρησία, και ένα κακό θέλημα, σαν εσωτερικός εχθρός»

2) ep. Ad Bonif. CLXXXIX: «Δεν επιδιώκουμε την ειρήνη με σκοπό να είμαστε σε πόλεμο, αλλά πάμε σε πόλεμο, ώστε να έχουμε ειρήνη.

Έσο ειρηνικός, λοιπόν, στο να πολεμάς, ώστε να μπορέσεις να κατατροπώσεις αυτούς που πολεμάς και να τους φέρεις στην ευημερία της ειρήνης». Πόσες φορές ακούσαμε τα λόγια αυτά από το στόμα σύγχρονων πολεμοκάπηλων! Στο σημείο αυτό εφιστούμε την προσοχή των αναγνωστών στο θέμα της θεολογίας του Αυγουστίνου, κυρίως της κρίσης του γραπτού έργου του, διότι ο Αυγουστίνος έχει ανακηρυχθεί Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται την 15η Ιουνίου. Απαραίτητη προϋπόθεση στην σωτηρία του ανθρώπου είναι η μετάνοια και όχι η αναμαρτησία.

Στο θέμα της μετάνοιας ο Άγιος Αυγουστίνος αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και δίκαια καλείται «υιός των δακρύων». Οι θεολογικές του «αδυναμίες» οφείλονται στα ελλειπή πνευματικά του εφόδια και αυτό το γνώριζε και το διατύπωνε και ήταν δεκτικός σε διορθώσεις, σε αντίθεση με άλλους θεολόγους, οι οποίοι εξαιτίας της υπερφίαλης άποψης που είχαν για τον εαυτό τους και τις διανοητικές τους ικανότητες (π.χ. Ωριγένης) κατάντησαν αιρεσιάρχες. Ακόμη και η απόδοση των παραπάνω εδαφίων στον Άγιο Αυγουστίνο γίνεται με αρκετή επιφύλαξη. Όχι αδικαιολόγητα.

Ήδη από τον Θ' αι. ο πανεπιστήμονας της εποχής εξέφρασε τις δικές του επιφυλάξεις. Διαβάζουμε στο έργο του Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, κεφ. Ο' : «Και ου τούτο φημί, ότι πάντως άπερ συ κατηγορείς, εκείνοις ούτω περιφανώς δογματίζεται, αλλ' ει και τοιούτο τι συνέπεσεν αυτούς ειπείν (άνθρωποι γαρ ήσαν και ανθρωπίνου παρολισθήματος ουκ έστι διαπαντός υπεράνω φέρεσθαι τον εκ πηλού και ρεούσης ύλης συγκείμενον˙ εσθ' ότε δε και τοις αρίστοις επιφύεται τινά κηλίδος ίχνη)...».

Ήδη από το πρώτο μέρος της πρότασης αντιλαμβανόμαστε, πως μια μεγάλη αποκάλυψη έπεται. Και συνεχίζει στο επόμενο κεφ. ΟΑ' : «Είπεν Αυγουστίνος και Ιερώνυμος το Πνεύμα εκ του Υιού εκπορεύεσθαι. Και πόθεν έστι λαβείν ή δούναι πίστιν, τοσούτου ρεύσαντος χρόνου, ότι της αυτών κακουργότητας τα συντάγματα; Μη γαρ νομίσης μόνον σαυτόν είναι θερμός προς ασέβειαν και τολμηρόν τα ατόλμητα, αλλ' εκ της σης αναλογίζου μάλλον γνώμης, ότι και τηνικαύτα ουδέν το κωλύον ην τοιούτων σκευών ευπορήσαι τον πολυμήχανον του γένους εχθρόν».

Ο Μέγας Φώτιος ασχολήθηκε και αντιμετώπισε θεολογικά την αίρεση του filioque και δεν τον ενδιέφερε να αποδείξει ενδεχόμενη πλαστογραφία στα αντίγραφα των έργων του Αυγουστίνου. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευκολότερο στην εποχή του, να ερευνηθεί αν είχε γίνει. Θα μπορούσε, βέβαια, να μην έχει και κανένα πρακτικό όφελος στην ιστορική διάσταση της εξέλιξης της αίρεσης. Πέρα από το αδιαμφισβήτητο κύρος του και την σημαντική προσφορά του στην πληροφόρησή μας για αρχαία κείμενα, δεν έχουμε κάτι άλλο.

Εξάλλου στην ογκώδη Βιβλιοθήκη του δεν βρίσκουμε λατινικά κείμενα. Ή μήπως δεν είναι έτσι;!! Και τι σημαίνει αυτό το «μη νομίσης βέβαια πως μόνο εσύ είσαι γεμάτος θέρμη για ασέβεια και τολμηρός για τα ατόλμητα...»;!! Τόλμησε και άλλος; Βρήκαμε στη Βιβλιοθήκη του το βιβλίο με αύξοντα αριθμό ΝΔ' και τίτλο:

Ετέρα σύνοδος
Κατά της Πελαγιανής και Κελεστιανής αιρέσεως
ου η επιγραφή «Ισα πεπραγμένων»...

Και εκεί διαβάσαμε:

«Μετά μέντοι γε θάνατον του εν αγίοις Αυγουστίνου ήρξαντο τινες των εν τω κλήρω το μεν δυσσεβές κρατύνειν δόγμα, κακώς δε λέγειν Αυγουστίνου και διασύρειν ως αναίρεσιν του αυτεξουσίου εισηγησάμενον˙ αλλά και Κελεστίνος ο Ρώμης υπέρ τε του θείου ανδρός αλλά και κατά των ανακινούντων την αίρεσιν τοις εγχωρίοις γράφων επισκόποις, την κινουμένην πλάνην έστησεν». 

Δηλαδή και παλαιότεροι Αιρετικοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το κύρος του Αυγουστίνου στη Δύση, παραχάραξαν την διδασκαλία του για να εισαγάγουν δικές τους πλάνες. Αν κάτι τέτοιο έγινε και στην περίπτωση του filioque ή της θεωρίας για τον δίκαιο πόλεμο - επαναλαμβάνουμε, δεν έχει αποδειχθεί - δηλώνει, συν τοις άλλοις, έλλειψη πρωτοτυπίας.

Στην παραπάνω «θεολογία του πολέμου», αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε αμέτοχη. Ούτε οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες την αποδέχθηκαν ποτέ. Υιοθετήθηκε, αρχικά, από τους Φράγκους επισκόπους και στην συνέχεια από την Σχισματική Δυτική Εκκλησία, μετά τον ΙΑ' αι. Αυτά είπε ο Χλωδοβίκος, πριν επιτεθεί στους Αρειανούς Βησιγότθους, αν και τα λόγια του ελέγχονται ως μεταγενέστερη προσθήκη του Γρηγορίου.

Με βάση τα παραπάνω ερμηνεύονται όλοι οι θρησκευτικής χροιάς πόλεμοι των Δυτικών ή με μια άλλη διατύπωση, το γιατί φρόντιζαν οι Δυτικοί να δίνουν θρησκευτική χροιά σε κάθε πόλεμο. Με αυτά κατά νου αιτιολόγησαν την ίδρυση και την δράση της Ιεράς Εξέτασης. Με αυτά τα δύο στοιχεία (περί ονομάτων και περί πολέμων) μπορούμε να κατανοήσουμε την Φράγκικη πολιτική έναντι της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Πρώτα, προσπάθησαν ν' αλλάξουν τα ονόματα. Ο Βασιλιάς τους έπρεπε να γίνει αυτοκράτορας των Ρωμαίων και οι Ρωμαίοι να πάψουν να είναι Ρωμαίοι, αλλά να γίνουν Γραικοί.

Ως Ρωμαίοι εννοούνταν μόνο οι κάτοικοι της δυτικής Ρωμανίας, που ήταν υποτελείς τους κι έπρεπε να ξεχάσουν τους δεσμούς που τους συνέδεαν με τους αδελφούς τους της ανατολικής Ρωμανίας. Έτσι και πιο πειθήνιοι θα ήταν στον ψεύτικο αυτοκράτορά τους, και πιο εύκολα θα τους πολεμούσαν. Στην συνέχεια, οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι, έπρεπε να γίνουν αιρετικοί, ώστε να είναι δίκαιος ο πόλεμος εναντίον τους, να προάγει την (φράγκικη) αλήθεια και πίστη. Το ψέμα του fillioque προσφέρονταν γι' αυτό το σκοπό.

Δεν είχε σημασία αν η θεολογία του Αυγουστίνου ήταν αδύναμη, αν τα δόγματα είχαν διατυπωθεί ορθά από άλλους, δεν είχε σημασία για τους Φράγκους η εκκλησιαστική αλήθεια και ενότητα. Σημασία και αξία είχε, ότι υπηρετούσε τους σκοπούς τους και αυτό ακολουθούσαν. Είχαν φιλοσοφικά εργαλεία για να τα στηρίξουν, γι' αυτό και οι θεολόγοι τους εντρυφούσαν στην φιλοσοφία και όχι στην θεολογία, γι' αυτό και η θεολογία τους (σχολαστικισμός) έλαβε δικανικό περιτύλιγμα.

Συνεπώς στην ερώτηση της Ιστορίας, αν ο Γερμανός πάπας Ιννοκέντιος ο Γ' έδωσε την άδεια να παρεκκλίνει η Δ' Σταυροφορία από τον αρχικό της στόχο και να επιτεθούν οι σταυροφόροι στην Κωνσταντινούπολη, δηλ. σε χριστιανικό έθνος ή όχι, η απάντηση είχε δοθεί πολύ πριν τα γεγονότα. Με την αποδοχή, αφ' ενός του fillioque, και αφ' ετέρου της Αυγουστίνειας θεωρίας πολέμου, από όλους τους Γερμανούς ποντίφηκες μετά το 1009 μ.Χ., εμμέσως πλην σαφώς η απάντηση είναι θετική. Η ίδια η ερώτηση κρύβει πολύ υποκρισία.

Ήδη θεωρούσαν τους ανατολικούς ως αιρετικούς και σχισματικούς, δηλαδή δεν ήταν Χριστιανικό έθνος γι' αυτούς. Βρισκόταν στην ίδια θέση με το άπιστο γένος των Μουσουλμάνων κι επομένως αποτελούσαν στόχο σταυροφορίας. Και οι εκ των υστέρων «συγνώμες» είναι κενές περιεχομένου, έπεα πτερόεντα, όσο η Δυτική Εκκλησία, παραμένει στις προαναφερθείσες κακοδοξίες.





ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΜΕΡΟΣ Γ')


Με τη δολοφονία του Εβροΐνου το 681 μ.Χ. ξεκίνησε ένας νέος επταετής εμφύλιος στο Φράγκικο κράτος. Το 687 μ.Χ. οι δυνάμεις τις Αυστρασίας υπό την αρχηγία του Πεπίνου του Εριστάλ σε μια αποφασιστική νίκη στο Τεστρύ κατάφεραν να επιβληθούν και η ιστορία των Πεπινιδών ξεκινά. Ο Πεπίνος, γιος του Αγκεσίγκελ (= Αίγισθος, ο Τρώας ήρωας που θεωρούνταν προπάτορας των Φράγκων), έγινε μόνος Μαγιορδόμος, μετέφερε την αυλή στην Μετζ έδρα του παππού του Αρναούλφου, και διοίκησε από το 688-714 μ.Χ.

Κατά την διάρκεια της διοίκησής του, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αναρχίας που δημιουργήθηκε από την πρότερη κατάσταση, κυρίως την κατάρρευση των συνόρων και την εισβολή των γειτόνων στα εδάφη του κράτους. Στα ανατολικά οι Βαυαροί είχαν ανεξαρτητοποιηθεί. Στο Βορρά η αδυναμία των Φράγκων να βοηθήσουν τους Θουρίγγιους κατά την διάρκεια της εισβολής των Σλάβων του Σάμο, ανάγκασε τους πρώτους να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με τις δικές τους δυνάμεις, με αποτέλεσμα την αποσκίρτηση από την Φραγκική επικυριαρχία...


Στις εκβολές του Ρήνου οι ανυπότακτοι Φρίσιοι επέδραμαν στις κοιλάδες του Μέυση και του Σέλντ. Σουηβοί και Αλαμανοί ακολουθούσαν τους δικούς τους Δούκες, την στιγμή που στον Νότο συνέβαινε μια νέα Ρωμαϊκή αναγέννηση. Μετά από μια σειρά αναμετρήσεων ο Πεπίνος υπέταξε τον δούκα των Φρίσιων, Radbod, ενσωμάτωσε την δυτική Φρισία και ενίσχυσε τα κάστρα της Ουτρέχτης και του Ντόρμσταντ για να ελέγχουν την περιοχή. Κυνήγησε τους Σουηβούς στα έγκατα του Μέλανα Δρυμού και ανάγκασε τον δούκα τους Γοδεφρείδο να γίνει υποτελής του.

Το έργο του συνέχισε ο γιος, τον οποίο απέκτησε από την παλλακίδα Αλφαΐδα, Κάρολος (Karl = Ρωμαλέος) ο επονομαζόμενος Μαρτέλος (σφυρί). Με την ακαταστασία που προκλήθηκε, λόγω του θανάτου του Πεπίνου, βρήκαν την ευκαιρία οι Φράγκοι της Νεστρίας και ο Βασιλιάς Δαγοβέρος Γ' ν' αναδείξουν δικό τους Μαγιορδόμο, κάποιον Ραγινφρέδο. Ο Φρίσιοι συμμάχησαν μαζί τους και έφθασαν μέχρι την Κολωνία. Σε τι κατάσταση βρίσκονταν, όμως οι Μεροβίγγειοι; Για πολλά χρόνια ήταν μαριονέτες στα χέρια των Μαγιορδόμων και ανεβοκατέβαιναν στο θρόνο για να εξυπηρετήσουν τα σχέδια των τελευταίων.

Σε μια προσπάθεια να αναδείξει τον Μεροβίγγειο που θα επανέφερε την εξουσία στο στρατόπεδο των Φράγκων της Νευστρίας ο Ραγινφρέδος έβγαλε από το μοναστήρι, στο οποίο ήταν κλεισμένος τον Χιλπέριχο Β' ή αλλιώς μοναχό Δανιήλ (μετά τον θάνατο του Δαγοβέρτου). Ο συγκεκριμένος απόγονος ήταν ο πρώτος μετά από 80 χρόνια περίπου, που κατόρθωσε να φθάσει την ώριμη των 38 ετών το 716 μ.Χ. Συνήθως οι απόγονοι των Μεροβίγγειων λάμβαναν το στέμμα ανήλικοι, όντες υποχείριοι των ισχυρών του βασιλείου. Θύματα των εμφύλιων συγκρούσεων των Μαγιορδόμων δεν προλάβαιναν να ενηλικιωθούν.

Οι λοιποί συγγενείς τους ή κλείνονταν σε μοναστήρι ή εξορίζονταν. Έτσι δεν ασκούσαν εξουσία, αλλά είχαν διακοσμητικό θα λέγαμε ρόλο. Η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για λόγους ισορροπίας. Το πάθημα του Χιλδεβέρτου, γιου του Γκριμοάλδου, είχε δείξει στους Μαγιορδόμους, ότι οι Φράγκοι δεν ήταν έτοιμοι για αλλαγή δυναστείας. Ακόμα κι αν κατείχαν την απόλυτη εξουσία δεν μπορούσαν να ηγηθούν της δικής τους αυλής.

Ας δούμε πως περιγράφει την κατάσταση των βασιλέων της εποχής ο Θεοφάνης: «Έθος ήν αυτοίς (τοις Φράγγοις) τον κύριον αυτών, ήτοι τον Ρήγα, κατά γένος άρχειν, και μηδέν πράττειν ή διοικείν ή αλόγως εσθίειν και πίνειν, οίκει τε διατρίβειν»˙ και μια σκωπτική περιγραφή της συνήθειας να φέρουν μακριά κόμη: «ελέγοντο δε εκ του γένους εκείνου καταγόμενοι κριστάται, ό ερμηνεύεται τριχοραχάται˙ τρίχας γαρ είχον κατά της ράχης εκφυομένας, ως οι χοίροι». Ο Χιλπέριχος Β' πρσπάαθησε να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Παραμέρισε τον Μαγιορδόμο του και ανέλαβε τον πόλεμο ενάντια στον Μαγιορδόμο της Αυστρασίας, Κάρολο Μαρτέλο.

Σε απάντηση ο δεύτερος ανέδειξε δικό του Βασιλιά τον Κλοθάριο Δ'. Νίκησε τις δυνάμεις της Νευστρίας και των συμμάχων Φρίσιων στην Amblève, στις παρυφές του δάσους των Αρδεννών, για δεύτερη φορά στο Βισύ, κοντά στην Καμπρέ και στην συνέχεια μπήκε στο Παρίσι. Οι Μεροβίγγειοι θεωρούνταν φιλορωμαίοι, γι' αυτό ένας ισχυρός Χιλπέριχος ήταν προτιμότερος για τους Ρωμαίους από έναν ανίσχυρο Κλοθάριο.

Γι' αυτό ο πρώτος είχε την υποστήριξη του Εύδου της Ακουϊτανίας, στον οποίο κατέφυγε μετά την είσοδο του Καρόλου στο Παρίσι. Με ενωμένες δυνάμεις προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν, αλλά ηττήθηκαν στην Σουασσόν. Ο θάνατος του Κλοθάριου το 718 μ.Χ. έδωσε διέξοδο στην εμφύλια διαμάχη. Ο Χιλπέριχος αναγνωρίσθηκε βασιλιάς των Φράγκων μέχρι τον θάνατό του το 720 μ.Χ. ο Κάρολος επικράτησε ως Μαγιορδόμος επίσης μέχρι τον θάνατό του το 741 μ.Χ, ενώ ο Εύδος έγινε υποτελής των Φράγκων.

Οι Άραβες (κατ' άλλους εξισλαμισμένοι Βερβέροι-Μουρ της Βόρειας Αφρικής) κατέλαβαν το τελευταίο Ρωμαϊκό οχυρό Σεπτόν (Septem=Έβδομον) στις Ηράκλειες Στήλες το 709 μ.Χ. Από κει εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο το 711 μ.Χ. και κατέλυσαν το Βασίλειο των Βησιγότθων.

Ο δεύτερος συνεχιστής του Φρεντεγκάριου, ακολουθώντας ίσως τον Αιγύπτιο Ibn Abd-el Hakem, αναφέρει, ότι ο Βασιλιάς των Βησιγότθων Ροδέριχος (Rode-rik= διάσημος ηγέτης, 710-712 μ.Χ.) ατίμασε την κόρη του κόμητα Ιουλιανού, κυβερνήτη της Σεούτα, ο οποίος στην συνέχεια ήρθε σε συνεννόηση με τον Tariq ibn Ziyad και μετέφερε 1700 Βερβέρους μαχητές στην Ισπανία. Σύντομα οι Μωαμεθανοί κατέλαβαν την χερσόνησο, πέρασαν τα Πυρηναία και εισέβαλαν στην Σεπτιμανία, Ακουϊτανία, Προβηγκία. Ηττήθηκαν πρώτα από τον Εύδο στην μάχη της Τουλούζης το 721 μ.Χ. στην συνέχεια από τον Κάρολο Μαρτέλο στο Πουατιέ (732 μ.Χ.) και στην Αρελάτη (736 μ.Χ.).

Οι διάφοροι τοπικοί ηγεμόνες (Δούκες, Κόμητες της Γαλατίας και της Γερμανίας είχαν εξοικειωθεί με την ημιαυτόνομη διοίκηση που τους επέτρεπε η κατάσταση του Φράγκικου Βασιλείου, επί Μεροβίγγειων. Δεν σκόπευαν να παραδώσουν την αυτονομία τους στον Κάρολο Μαρτέλο αμαχητί. Ρωμαίοι της Ακουϊτανίας επαναστάτησαν μετά τον θάνατο του Εύδου το 735 μ.Χ. και την ανάληψη τα εξουσίας από τον γιο του Ανούλδο, αλλά υποτάγηκαν το 736 μ.Χ. Από το 720 μ.Χ. έως το 730 μ.Χ. πολέμησε διαδοχικά τους Βαυαρούς, τους Αλεμανούς και τους Σάξονες και τους υποχρέωσε σε μια αμφίβολη υποτέλεια.

Λέμε «αμφίβολη» διότι οι φυλές αυτές επαναστατούσαν σε κάθε ευκαιρία μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου. Για να μπορέσει να εκτελέσει αυτές τις εκστρατείες αναγκάστηκε ν' αποδεχθεί την ανεξαρτησία των Φράγκων πολέμαρχων, τους οποίους είχε ως σύμμαχους. Σε αυτή την αμφίδρομη συνεργασία, που του επέτρεψε την επικράτησή ως Μαγιορδόμου, την αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων και την αναδιοργάνωση του βασιλείου, μπορούμε να δούμε την εγκαθίδρυση του φεουδαρχικού συστήματος.

Με την εποχή αυτή συνδέονται και δυο «μυστήριες» επιστολές, οι οποίες αποδίδονται στον Πάπα Γρηγόριο Γ' και απευθύνονται στον Κάρολο Μαρτέλο, μέσα από τις οποίες ο πρώτος ζητά την βοήθεια του δευτέρου εναντίον των Λογγοβάρδων. Οι επιστολές αυτές είναι ενσωματωμένες στον Codex Carolinus και τις βρίσκουμε μόνο εκεί. Χρονολογούνται, η μεν πρώτη το 739 μ.Χ., ενώ η δεύτερη το 740 μ.Χ. Με αυτές συνδέουν οι δυτικοί ιστορικοί δυο αποστολές, τις οποίες αναφέρει αόριστα ο δεύτερος συνεχιστής του Φρεντεγκάριου, χωρίς να ξεκαθαρίζει τον σκοπό τους.

Ο λόγος που μας απασχολούν οι δυο αυτές επιστολές, είναι διότι επάνω τους θεμελιώνουν οι δυτικοί ιστορικοί πρώιμη προσπάθεια της Παποσύνης ν' ανεξαρτητοποιηθεί από την Κωνσταντινούπολη, αποδίδουν στους επισκόπους Ρώμης πολιτικές επιδιώξεις, και εμφανίζουν τους Φράγκους ηγεμόνες ως προστάτες, στους οποίους οι ίδιοι οι Ρωμαίοι προσφεύγουν. Όλο το πακέτο της Φραγκικής προπαγάνδας ξεκινά από αυτές τις επιστολές.

Μάλιστα, στην Φράγκικη ερμηνευτική συνδέεται και η επιστολή του πάπα Γρηγόριου του Β' προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο (ep.1 ad Leonem) με αφορμή το εναρκτήριο της εικονομαχίας διάταγμα του 726 μ.Χ. Η επιστολή αυτή γραμμένη σε σκληρό τόνο το 727 μ.Χ. εκφράζει τις Ορθόδοξες θέσεις του Πάπα. Είναι η επιστολή του ορθόδοξου επισκόπου Ρώμης προς τον αιρετικό αυτοκράτορα και όχι του επαναστάτη πάπα προς τον «Γραικό» επικυρίαρχό του, όπως αρέσκονται να την ερμηνεύουν οι Φράγκοι.

Πριν προχωρήσουμε στις επιστολές, ας δούμε τα γεγονότα της εποχής. Ανατρέχουμε στους Vitae Pontificum του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου (9ος αι.) και την Historia Langobardorum του Παύλου Διακόνου (Paulus Diaconus, 720-799 μ.Χ.), μοναχού στο Μόντε Κασσίνο, η οποία είναι χρονικά κοντά στα γεγονότα και ο συγγραφέας δείχνει να είναι καλά ενημερωμένος. Το 717 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741 μ.Χ.). Αυτός, αφού αντιμετώπισε την επίθεση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη (717-718 μ.Χ.) θέλησε να απλώσει το Αυτοκρατορικό του χέρι στην εκκλησιαστική περιουσία.

Ως συνεργούς του είχε την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τις μεγάλες γαιοκτητικές στρατιωτικές οικογένειες της Μ. Ασίας, όσους δηλ. τον είχαν βοηθήσει στην άνοδό του στην εξουσία και θα ωφελούνταν από την οικειοποίηση των θησαυρών και των κτημάτων των εκκλησιών. Η σθεναρή αντίσταση της Εκκλησίας, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Επισκόπων, μοναχών, αλλά και του απλού πιστού λαού, δεν επέτρεψαν την άμεση εφαρμογή των μέτρων.

Γι' αυτό ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του συνέλαβαν ένα έμμεσο σχέδιο για τον διχασμό της Εκκλησίας και την ευκολότερη καθυπόταξή της. Το 726 μ.Χ. ο Λέοντας εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευσε την προσκύνηση των ιερών εικόνων, διέταξε την άμεση αποκαθήλωσή τους από τους ναούς, την καταστροφή τους και επέβαλε ποινές σε όσους δεν υπάκουαν. Έτσι έριξε την αυτοκρατορία σε μια περιπέτεια, την αίρεση της Εικονομαχίας, για ενάμισι περίπου αιώνα, με συνέπειες σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού, πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου.

Οι συνεργοί του σ' αυτό το πολιτικό και εκκλησιαστικό ατόπημα ονομάζονται σήμερα μεταρρυθμιστές, ενώ τότε εικονομάχοι, και το έγκλημα μεταρρύθμιση. Οποιαδήποτε ομοιότητα με σημερινές καταστάσεις δεν είναι σύμπτωση. Οι συνέπειες της πολιτικής του δεν μπορούσαν ν' αφήσουν ανεπηρέαστη την Ιταλία, καθώς οι εκεί επαρχίες αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της αυτοκρατορίας.

Την εποχή αυτή η Β. Ιταλία βρισκόταν στα χέρια των Λογγοβάρδων. Βασιλιάς τους ήταν ο Λιουτπράνδος (712-744 μ.Χ.), ο οποίος είχε ένα (ανέφικτο) όραμα, να ενώσει την Ιταλία, υπό το σκήπτρο του. Για να το πετύχει, όμως χρειαζόταν ηρεμία στα βόρεια σύνορά του με τους Βαυαρούς και τους Φράγκους. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συνεργάστηκε με τον Κάρολο Μαρτέλο το 725 μ.Χ. σε μια κοινή εκστρατεία κατά των Βαυαρών, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του στα τεκταινόμενα στην Ιταλία και όχι εδαφικά οφέλη.

Επίσης παντρεύτηκε την Βαυαρή πριγκίπισσα Γκουντρούδη, ενώ ο Κάρολος την αδελφή της Σουαναχίλδη, κι έτσι οι δυο τους έγιναν συγγενής εξ αγχιστείας. Μεταξύ των εδαφών του και των εδαφών του εξαρχάτου της Ραβέννας παρεμβάλλονταν δυο ημιαυτόνομα Δουκάτα, του Σπολέτο και του Βενεβέντο, τα οποία αναγνώριζαν τον Λιουτπράνδο ως επικυρίαρχο. Το εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν αυτοκρατορικό έδαφος, στο οποίο, όμως ο Ιουστινιανός είχε επιτρέψει έναν βαθμό αυτοτέλειας, αυτοδιοίκησης, όπως και στο εξαρχάτο της Καρχηδόνας.

Η επαρχία αυτή μπορούσε να αξιοποιεί τους δικούς της πόρους για την αντιμετώπιση των κινδύνων που την απειλούσαν. Η μόνη πραγματική επέμβαση της Κωνσταντινούπολης ήταν η αποστολή του Έξαρχου, ώστε η πολιτική του Εξαρχάτου να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυτοκρατορική πολιτική. Στον διοίκηση της Ραβέννας υπαγόταν ονομαστικά και η Εκκλησία της Ρώμης. Η άσκηση, λοιπόν ημι-αυτόνομης πολιτικής ήταν επιτρεπτή στην Ιταλία από την εποχή της απελευθέρωσής της από τον Ιουστινιανό και όχι φιλοδοξία των παπών του Η' αιώνα, όπως αρέσκονται να βλέπουν οι Φράγκοι.

Η οικονομική πολιτική του Λέοντα για την Ιταλία είχε δύο σκέλη. Το πρώτο ήταν η απόδοση των φόρων του εξαρχάτου στην Κωνσταντινούπολη και το δεύτερο η εκκλησιαστική περιουσία του Πατριαρχείου της Ρώμης. Σύμφωνα με τον Duchense το Πατριαρχείο κατείχε πολύτιμη ιδιοκτησία στην Καλαβρία, Σικελία και άλλες επαρχίες, τις οποίες ο Λέων αργότερα αφαίρεσε από την δικαιοδοσία της Ρώμης και τις υπήγαγε στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης.

Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του λαού που προσέτρεξε σε βοήθεια του ποιμενάρχη του και όπως αναφέρει ο ίδιος καθηγητής θα είχαν αναδείξει νέο αυτοκράτορα αν δεν τους σταματούσε ο Γρηγόριος Β'. Εξ' αυτού του γεγονότος, υποστηρίζει, ότι «ήταν, παρ' όλα αυτά, ένας πιστός υπήκοος της αυτοκρατορίας, και, αν και οργάνωσε αντίσταση, ούτε για μια στιγμή δεν είχε ως πρόθεση να κάνει επανάσταση». Ακολούθησε το διάταγμα του Λέοντα το 726 μ.Χ. και η επιστολή του πάπα κατά της Αιρετικής στάσης του αυτοκράτορα, όπως προείπαμε.

Η αναταραχή που προκλήθηκε στις Ρωμαϊκές επαρχίες τις Ιταλίας από την πολιτική του Λέοντα επέτρεψε στον Λιουτπράνδο να επιτεθεί με επιτυχία στην Ραβέννα και να καταλάβει την Κλάσση, το λιμάνι της πόλης. Επίσης κατέλαβε τις πόλεις Feronianum, Mons Bellius, Buxeta, Persiceta, Bononia, και τις πόλεις της Αιμιλίας, τις λεγόμενες Πεντάπολη και Auximum. Την ίδια εποχή ο έξαρχος Παύλος δολοφονήθηκε από δυνάμεις που υποστήριζαν την πολιτική του πάπα, με τον οποίο είχαν συμμαχήσει και τα δουκάτα του Σπολέτο και του Βενεβέντο.

Ο νέος, απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, Έξαρχος Ευτύχιος, αμα τη αφίξει του στην Ραβέννα διέταξε την σύλληψη ή κατ' άλλους την δολοφονία του Πάπα, αλλά η διαταγή του έπεσε στο κενό. Στην συνέχεια στράφηκε για βοήθεια στον Λιουτπράνδο. Αυτός βάδισε προς την Ρώμη, υπέταξε καθ' οδόν το Δουκάτο του Σπολέτο και στρατοπέδευσε έξω από την «Αιώνια Πόλη». Ο Ρωμαίος Ποντίφικας εξήλθε προς συνάντησή του και λέγεται ότι ο Λιουτπράνδος γονάτισε ενώπιον του Αλταρίου του Αγίου Αποστόλου Πέτρου και κατέθεσε τα εμβλήματα και τα όπλα του.

Σκοπός του ήταν να επέμβει διαμεσολαβητικά για την αποκατάσταση της Εξαρχίας και της ειρήνης στην Ρώμη, όπερ και έπραξε. Με την μεσολάβησή του η πλευρά του πάπα δέχθηκε τον Ευτύχιο ως Έξαρχο, και αυτός απέσυρε τις εντολές του για καταστροφή των ιερών εικόνων. Τώρα, ίσως φαίνεται παράξενο, ότι ο Λογγοβάρδος Βασιλιάς μεσολαβεί για υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι ο Λιουτπράνδος και ο λαός του την εποχή αυτή είναι ορθόδοξοι και τρέφουν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Επισκόπου Ρώμης.

Βλέπουμε κάποιες φορές τον Λιουτπράνδο να αποδίδει ολόκληρες πόλεις στον Πάπα, τις οποίες είχε πρόσφατα καταλάβει. Έπειτα η πολιτική του ήταν να εμφανίζεται ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Ιταλία, όχι κάνοντας πάντα πόλεμο, αλλά και διαπραγματεύσεις. Και φυσικά το να επαναφέρει τα επαναστατημένα Δουκάτα στην επικυριαρχία του ήταν θέμα γοήτρου. Στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να διαλύσει την συμμαχία αυτή, οποιαδήποτε στιγμή ήθελε.

Ο Γρηγόριος ο Β' πέθανε το 731 μ.Χ. και ποτέ στην ποιμαντορία του δεν έδρασε ενάντια στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αντίθετα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει εν ζωή το εξαρχάτο. Διαβάζουμε από μια επιστολή του στον Δόγη (δούκα) Ούρσο της Βενετίας, ότι όταν οι Λογγοβάρδοι πάτησαν το πόδι τους στην Ραβέννα, και ο έξαρχος κατέφυγε εκεί (η Βενετία ήταν αυτοκρατορική πόλη), ο Γρηγόριος τον παρότρυνε να παραμείνει πιστός σ' αυτόν (τον Έξαρχο) και να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να επαναφέρουν την Ραβέννα στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, κάτι που έγινε.

Επίσης εξαγόρασε την ελευθερία πόλεων, όπως το κάστρο Sutri στα περίχωρα της Ρώμης. Ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ' (Σύριος στην καταγωγή) ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης από την πλειοψηφία του λαού της πόλης. Αυτός συγκάλεσε σύνοδο την 1η Νοεμβρίου του 731 μ.Χ. στην οποία μετείχαν 93 επίσκοποι του Πατριαρχείου στην Ρώμη, μεταξύ τους και οι Αρχιεπίσκοποι Αντώνιος του Γκράντο και Ιωάννης της Ραβέννα. Στην σύνοδο αυτή αναθεμάτισαν τους εικονομάχους.

Σε απάντηση ο Λέοντας Γ' αφαίρεσε τις επαρχίες Σικελίας, Καλαβρίας και Βροτίου από το Πατριαρχείο Ρώμης, τις υπήγαγε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου τον Πατριάρχη Γερμανό είχε αντικαταστήσει με τον δικό του Αναστάσιο, και στην συνέχεια καταλήστευσε τους θησαυρούς των εκκλησιών αυτών των επαρχιών.

Το 737 μ.Χ. ο Λιουτπράνδος ανανέωσε τις επιθέσεις του εναντίον των Ρωμαϊκών επαρχιών. Για άλλη μια φορά οι δούκες του Σπολέτο και Βενεβέντο συμμάχησαν με την Ρώμη και το εξαρχάτο για να τον αντιμετωπίσουν. Το ιστορικό αυτής της συμμαχίας ξεκίνησε λίγο πριν, όταν ο Ρώμης εξαγόρασε το οχυρό Gallese από τον Θρασαμούνδο, δούκα του Σπολέτο, ενδιάμεσο σταθμό επικοινωνίας Ρώμης-Ραβέννας. Ο Λιουτπράνδος κατατρόπωσε τον Θρασαμούνδο και ο δεύτερος κατέφυγε στην προστασία του πάπα.

Ο Λιουτπράνδος απαίτησε την παράδοση του Σπολετάνου δούκα αλλά ο Γρηγόριος αρνήθηκε. Ο Λογγοβάρδος βασιλιάς επιτέθηκε και κατέλαβε τέσσερεις πόλεις στα περίχωρα της Ρώμης, τις Ameria, Horta, Polimartium και Blera. Την εποχή αυτή τοποθετούνται οι επιστολές του Γρηγορίου στον Κάρολο Μαρτέλο και τον καλούν σε βοήθεια. Ο Φράγκος ηγεμόνας απαξίωσε ν' απαντήσει. Ορισμένα εγχειρίδια ιστορίας της εποχής μιλούν για άρνηση του Καρόλου, αλλά αυτό δεν έχει διαπιστωθεί, καθώς δεν υπάρχουν πουθενά επιστολές με την απάντησή του.

Ακόμα και στον Codex Carolinus, μοναδικό έγγραφο που περιέχει τις επιστολές του Πάπα, απάντηση από τον Κάρολο δεν υπάρχει. Μέχρι το τέλος του 740 μ.Χ. οι Ρωμαϊκές δυνάμεις κατάφεραν να διώξουν τους Λογγοβάρδους από την περιοχή τους και να απελευθερώσουν το δουκάτο του Σπολέτου. Αποκατέστησαν, μάλιστα, και τον Θρασαμούνδο στο πρότερο αξίωμά του ως δούκα. Δυστυχώς, αυτός δεν τήρησε την υπόσχεσή του και δεν απέδωσε τις τέσσερεις πόλεις στους Ρωμαίους.

Ο Λιουτπράνδος με τη σειρά του συμμάχησε με το δουκάτο του Βενεβέντο, σε μια προσπάθεια να προσεταιριστεί τώρα ευκαιριακά και τους συμμάχους των Βενεβεντίνων, Ρωμαίους. Μέσα σ' αυτό το μπλέξιμο πέθανε ο Πάπας Γρηγόριος Γ' τον Δεκέμβριο του 741 μ.Χ. Την ίδια χρονιά πέθαναν οι Λέοντας Γ' (18 Ιουνίου) και Κάρολος Μαρτέλος (22 Οκτωβρίου). Στην θέση του Γρηγορίου ανέβηκε ο Ζαχαρίας Α'. Αυτός ήρθε σε συνεννόηση με τον Λιουτπράνδο και μαζί επιτέθηκαν στον Θρασαμούνδο. Ο τελευταίος παραδόθηκε χωρίς όρους.

Το δουκάτο επανήλθε στην επικυριαρχία των Λογγοβάρδων, ενώ οι τέσσερεις πόλεις επιστράφηκαν στους Ρωμαίους. Τον επόμενο χρόνο ο Λιουτπράνδος επιτέθηκε στην Ραβέννα. Ο Πάπας Ζαχαρίας άφησε την Ρώμη και κατευθύνθηκε στον Λιουτπράνδο. Μετά από επιτυχημένες συνομιλίες κατάφερε να τον πείσει να εγκαταλείψει την εκστρατεία. Οι ενέργειές του επισκόπου Ρώμης έσωσαν για άλλη μια φορά το εξαρχάτο, τις κτήσεις δηλαδή τις αυτοκρατορίας στην Ιταλία. Από την πλευρά της Φραγκίας, πέρα από τις Άλπεις, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.

Που, λοιπόν στηρίζονται οι θέσεις, όσων βλέπουν στα παραπάνω γεγονότα, επανάσταση των Παπών, κατά της Κωνσταντινούπολης και ανεξαρτητοποίησή τους; Πουθενά στην εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο και η ύπαρξη των ίδιων των επιστολών αποτελεί μια παραφωνία. Η σιωπή του Καρόλου στην ευκαιρία που του δινόταν να αναμειχθεί στις Ιταλικές υποθέσεις είναι ύποπτη, και βέβαια, το επιχείρημα της συγγένειας με τον Λιουτπράνδο αδύναμο.

Ας μην ξεχνάμε, ότι οι Φράγκοι δεν είχαν ενδοιασμούς να σφάξουν τα ίδια τους τα αδέλφια, προκειμένου να επεκτείνουν την εξουσία τους σε λίγα villae παραπάνω. Από πολιτικής πλευράς η μη ανάμειξή του ήταν λάθος. Δεν ήταν απαραίτητο να εκστρατεύσει εναντίον του Λιουτπράνδου. Κάποιες συνομιλίες, κάποια διπλωματική αποστολή θα ήταν αρκετή, για να μην πούμε απαραίτητη, διότι η ύπαρξη ενός Αιρετικού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και ενός Ορθόδοξου Βασιλιά στην Ιταλία θα μπορούσε να φέρει σε μειονεκτική θέση τον πιο απομακρυσμένο Φράγκο (όπως είχε γίνει και με τους Βουργουνδούς).

Αυτές ήταν κινήσεις που έπρεπε να γίνουν, όπως και έγιναν από τους διαδόχους του Κάρολου Μαρτέλου σε μεταγενέστερο χρόνο και υπό άλλες συνθήκες, αν ο πάπας είχε καλέσει σε βοήθεια.

Αλλά ακόμα και αν θεωρήσουμε γνήσιες τις επιστολές υπάρχουν σκοτεινά σημεία, τα οποία πρώτοι οι δυτικοί ιστορικοί ομολογούν, χωρίς αυτά βέβαια να επηρεάζουν την αντίληψή τους για τα γεγονότα, καθ' όσον η άποψή τους είναι κατεστημένο. Διαβάζουμε στον Ε.Α. Freeman: «Είναι παράξενο το ότι στον Ρωμαϊκό Βίο του Γρηγορίου (εννοεί το Vitae Pontificum του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου) δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις πρεσβείες και τις επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Γρηγορίου και του Καρόλου».

Όπως προείπαμε τις επιστολές αυτές τις γνώριζαν μόνο οι Φράγκοι. Όσο αφορά τις πρεσβείες, δεν βρίσκουμε τον λόγο να τις συνδέσουμε με τις επιστολές. Υπήρχαν και άλλα θέματα στις σχέσεις Ρώμης και Φράγκων με πρώτες στην ατζέντα τις ιεραποστολές στους βόρειους λαούς. Την εποχή αυτή ειδικά έχουμε την δραστηριότητα του αγίου Βονιφάτιου στις περιοχές των Σαξόνων και ανταλλαγή επιστολογραφίας μεταξύ αυτού και της Αγίας Έδρας, αλλά και μεταξύ Ρώμης και Κάρολου Μαρτέλου.

Επίσης άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούν είναι η οργάνωση της Εκκλησίας της Βαυαρίας και η σύγκληση τοπικής συνόδου της Εκκλησίας της Γαλατίας, για την ρύθμιση θεμάτων που προέκυψαν εξαιτίας της κακής ποιότητας του ήθους των Φράγκων επισκόπων. Πιο συγκεκριμένα με την επ.9 (722 μ.Χ.) της συλλογής των επιστολών του Αγίου Βονιφατίου, ο Γρηγόριος Β' συστήνει τον Άγιο στον Κάρολο Μαρτέλο, ενώ με την επ.10 (723 μ.Χ.) ο τελευταίος αναλαμβάνει την προστασία του. Στην επ.24 (739 μ.Χ.) ο Γρηγόριος Γ' δίνει οδηγίες στον Άγιο για την εκκλησιαστική οργάνωση της Βαυαρίας.

Οι προσπάθειες για την σύγκληση συνόδου και την εξέταση των θεμάτων που αφορούν τους Φράγκους επισκόπους τελεσφόρησαν επί της βασιλείας Καρλομάνου, υιού του Κάρολου Μαρτέλου, και επί πατριαρχίας του πάπα Ζαχαρία. Στην επ.50 (742 μ.Χ.) του Αγίου Βονιφατίου, επί τη αναρρήσει του Ζαχαρία στον θρόνο της Ρώμης διαβάζουμε τα εξής πολύ διαφωτιστικά: «Ας είναι επίσης γνωστό σε σένα, Άγιε Πατέρα, ότι ο Καρλομάνος, δούκας των Φράγκων, με κάλεσε ενώπιον του και επιθυμεί από μένα να συγκαλέσω σύνοδο σ' εκείνο το μέρος του Φραγκικού βασιλείου που είναι υπό την δικαιοδοσία του (ο Καρλομάνος μοιραζόταν το βασίλειο με τον αδελφό του Πεπίνο τον Βραχύ).

Μου υποσχέθηκε ότι θα αναμορφώσει και θα επαναφέρει την εκκλησιαστική πειθαρχία, η οποία τα τελευταία 60 ή 70 χρόνια έχει τελείως περιφρονηθεί και καταφρονηθεί. Αν επιθυμεί πραγματικά, με θεία φώτιση, να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, θα ήθελα να έχω την συμβουλή και τις οδηγίες της Αποστολικής Έδρας. Σύμφωνα με τους παλαιότερους οι Φράγκοι δεν είχαν συγκαλέσει συμβούλιο για περισσότερο από 80 χρόνια, ούτε είχαν Αρχιεπίσκοπο, ούτε είχαν θέσει σε ισχύ ή αποκαταστήσει σε κανένα μέρος το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.

Οι επισκοπικές έδρες, που είναι στις πόλεις, βρίσκονται στην κατοχή πλεονεκτών κοσμικών ή υπό την καπηλεία μοιχών και ανάξιων κληρικών για κοσμικές χρήσεις. Εάν είναι να αναλάβω αυτό το ανδραγάθημα με την δική σας ευλογία και κατόπιν προσκλήσεως του Δούκα, πρέπει να έχω άμεσα, μαζί με την αρμόζουσα εκκλησιαστική άδεια, την εντολή και την απόφαση της Αποστολικής Έδρας». Ας σημειωθεί, ότι εκεί που το κείμενο αναφέρει τον Καρλομάνο ως «Δούκα», στις Αγγλικές μεταφράσεις μεταφέρεται ως «Αυτοκράτορας».

Για το ήθος του Φράγκικου κλήρου και των Φράγκων Επισκόπων γράφει: «που έχουν ξοδέψει την ζωή τους, από την παιδική τους ηλικία, σε ασωτία, μοιχεία και κάθε είδους ακαθαρσία, που έχουν λάβει την διακονία με αυτή την φήμη, και που ακόμα και τώρα, ενώ έχουν τέσσερεις και πέντε παλλακίδες στα κρεβάτια τους την νύχτα, είναι αρκετά αδιάντροποι, ώστε να αυτοαποκαλούνται διάκονοι,... και για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα προβιβάζονται, παρά την κακή τους φήμη, σε ανώτερες θέσεις, και τελικά ονοματίζονται και θεωρούνται επίσκοποι...

Ανάμεσά τους υπάρχουν επίσκοποι που αρνούνται τις κατηγορίες της πορνείας και της μοιχείας, αλλά οι οποίοι εν τούτοις είναι ανεπρόκοποι μέθυσοι, συνηθίζουν να κυνηγούν, οι οποίοι βαδίζουν οπλισμένοι στην μάχη και χύνουν με τα ίδια τους τα χέρια ανθρώπινο αίμα, είτε ειδωλολάτρη είτε Χριστιανού». Κανονική «πορνοκρατία». Αυτά για τους Φράγκους επισκόπους.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι υπήρχαν φλέγοντα θέματα για τα οποία έπρεπε να μεριμνήσει η Ρώμη, και για τα οποία γινόταν συνομιλίες με τους Φράγκους, μέσω επιστολών και αντιπροσώπων. Συνεχίζουμε με τον Freeman και τις απορίες του: «Εκτός και αν φαντασία των Φράγκων έχει γίνει πολύ εφευρετική, (οι απεσταλμένοι του Καρόλου) είχαν σταλεί με μια αποστολή για την κρισιμότητα της οποίας καμιά αναφορά δεν βρίσκεται στην επιστολή».

Την απάντηση την έδωσε μόνος του. Στην καλύτερη περίπτωση, η αποστολή δεν είχε το ίδιο θέμα με την επιστολή. «Υπάρχει κάτι λίγο μυστηριώδες στην θέση των Φράγκων συγγραφέων σε αυτό το θέμα. Προτάσσουν, με μερικά στομφώδη λόγια, την λατρεία με την οποία υποδέχθηκαν τους παπικούς απεσταλμένους: λένε για τα δώρα τα οποία ο πρίγκιπας των Φράγκων έστειλε αντάλλαγμα στα δώρα του πάπα˙ μας λένε τα ονόματα των Φράγκων απεσταλμένων και των εκκλησιαστικών ανδρών που στάλθηκαν μαζί τους στο κατώφλι των Αποστόλων. Αλλά τι μήνυμα πήραν μαζί τους δεν μας λένε».

Πέρα, όμως, από τις απορίες που διατυπώνει ο Freeman, υπάρχουν και άλλα θέματα για συζήτηση στις επιστολές αυτές. Για παράδειγμα αποκαλείται ο Κάρολος Μαρτέλος «subregulo» και στις δύο, δηλ. «Υποβασιλέας». Τέτοιος τίτλος δεν υπήρχε, ούτε είχε χρησιμοποιηθεί από κανέναν και πουθενά στην Φραγκία. Το πιο κοντινό θα μπορούσε να είναι «Αντιβασιλέας», αλλά ένας τέτοιος τίτλος αποδίδονταν από τον νόμιμο Βασιλέα και όχι από τον Πάπα. Γνωρίζουμε ότι από τον θάνατο του Θεοδέριχου Δ' το 737 μ.Χ. δεν ανέβηκε κάποιος Βασιλιάς στον Φράγκικο θρόνο μέχρι τον θάνατο του Καρόλου το 741 μ.Χ. Οι τίτλοι που κατείχε ήταν Μαγιορδόμος και Δούκας των Φράγκων.

Συνεπώς το «subregulo» των επιστολών είναι είτε κολακευτική φράση άνευ ουσίας και περιεχομένου είτε προσπάθεια χειρισμού κάποιας επιθυμίας του Καρόλου από τον Πάπα. Όπως και να χει, αν η πρόθεση της Ρώμης ήταν να ζητήσει την βοήθεια των Φράγκων για την αντιμετώπιση του Λογγοβαρδικού κινδύνου, αυτό το έπραξε μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της αυτοκρατορίας. Προσπάθησε δηλ. να στρέψει τον ένα βάρβαρο εναντίον του άλλου, όπως έπρατταν χρόνια οι Ρωμαίοι και θα συνέχιζαν να πράττουν.

Από αυτό δεν τεκμαίρεται στροφή των Ρωμαίων ποντίφικων προς τους Φράγκους. Αντίθετα έχουμε τις επιστολές τους, τις οποίες χρονολογούν με βάση την βασιλεία στην Κωνσταντινούπολη. Για παράδειγμα η επιστολή του Γρηγορίου του Β', με την οποία αναθέτει την ιεραποστολή στον Βονιφάτιο (επ.12, 719 μ.Χ.) «Εδόθη 1η Μαίου τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αύγουστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον τρίτο χρόνο της υπατίας του, τη δευτέρα της ινδίκτου».

Αλλά και μετά το διάταγμα του 726 μ.Χ. στην επιτολή 26 στον Άγιο Βονιφάτιο χρονολογεί ο ίδιος Πάπας « Εδόθη 10η των Καλένδων Δεκεμβρίου, τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αυγούστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του, και τον έβδομο χρόνο του Κωνσταντίνου, υιού του μεγάλου αυτοκράτορα, την δεκάτη της ινδίκτου».

Σ' αυτήν την επιστολή αναφέρεται και ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος. Ο πάπας Γρηγόριος ο Γ' στην επιστολή(45) του στον Άγιο Βονιφάτιο τον Οκτώβριο του 739 μ.Χ. κλείνει ως εξής: « Εδόθη 4η των Καλένδων Νοεμβρίου τον εικοστό τρίτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω Αυγούστου Λέοντα, εκ Θεού εστεμμένου μεγάλου αυτοκράτορα, κατά τον εικοστό τρίτο χρόνο της υπατίας του και τον εικοστό χρόνο του Κωνσταντίνου, υιού του μεγάλου αυτοκράτορα, την ογδόη της ινδίκτου».

Και για να τελειώνουμε, στην απάντηση(51) του πάπα Ζαχαρία στον Άγιο Βονιφάτιο τον Απρίλιο του 743 μ.Χ. έχουμε ίδιο τρόπο χρονολόγησης: «Εδόθη στις Καλένδες Απριλίου, τον εικοστό τέταρτο χρόνο της βασιλείας του ευσεβεστάτου εν Κυρίω αυτοκράτορα Κωνστανίνου, εκ Θεού εστεμμένου, κατά τον δεύτερο χρόνο της υπατίας του, την δεκάτη της ινδίκτου».

Πουθενά σ' αυτά δεν μπορούμε να στηρίξουμε επανάσταση, αποσκίρτηση ή αυτονόμηση της πολιτικής των Ρωμαίων επισκόπων Ρώμης, ούτε στροφή προς τους Φράγκους, αλλά αντίθετα πίστη στο ποίμνιό τους, στο κράτος και την βασιλεία των Ρωμαίων, και επιτυχημένες ενέργειες, κατά το δυνατόν για την στήριξη της ανεξαρτησίας των επαρχιών και αντίσταση στους βάρβαρους κατακτητές.

Αποσκίρτηση της Αγίας Έδρας από το Κωνσταντινοπολίτικο κέντρο είχαμε μετά το 1009 μ.Χ. όταν στον θρόνο της Ρώμης κάθισαν Γερμανοί Πάπες και έστρεψαν τον Οίακα της δυτικής εκκλησίας από την Ρωμανία στην Φραγκία. Την στροφή τους αυτή ανήγγειλαν και τυπικά το 1054 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη με τον καρδινάλιο Ουμβέρτο και το κατάπτυστο εκείνο έγγραφο (Πιττάκιο) που κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας.

Για την αδικαιολόγητη τακτική τους οι Γερμανοί προσπάθησαν να βρουν ερείσματα σε παλαιότερες εποχές και ως τέτοια πρέπει να νοηθεί και η ερμηνεία που δίνουν στις επιστολές που περιέχονται στον Codex Carolinus. Η ερμηνεία αυτή στερείται ιστορικής βάσης, αλλά αποτελεί Φράγκικη προπαγάνδα.

Μετά τον θάνατο του Κάρολου Μαρτέλου η διοίκηση του φράγκικου κράτους πέρασε στους γιους του Καρλομάννο (706 μ.Χ. ή 716-754 μ.Χ. Αυστρασία) και Πεπίνο τον Βραχύ (714-768 μ.Χ. Νευστρία) από την πρώτη του γυναίκα Ροτρούδη (= Ερυθρώ, 690-724 μ.Χ.), κόρη του επισκόπου Τρεβήρων (Trier), Λεοτβίνου. Αυτοί περιόρισαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Γκρίφονα (726-753 μ.Χ. από την δεύτερη γυναίκα του Καρόλου, Σουαναχίλδη) και τον έκλεισαν σε μοναστήρι, οπότε και δεν ήγειρε αξιώσεις στην πατρική κληρονομιά για την ώρα.

Η αδελφή τους Χιλτρούδη (π.754 μ.Χ.) παντρεύτηκε τον δούκα της Βαυαρίας Οδίλο. Ο θάνατος του ισχυρού Μαγιορδόμου σήμανε γενική εξέγερση σε όλα τα υποτελή στους Φράγκους Δουκάτα. Η γενική ιδέα ήταν, ότι εφόσον δεν υπήρχε Βασιλιάς στην Φραγκία, δεν όφειλαν σε κανέναν υποτέλεια. Ο Κάρολος είχε επιβάλλει την επικυριαρχία του δια των όπλων. Οι γιοι του έπρεπε ν' αποδείξουν ότι μπορούν να κάνουν το ίδιο, καθώς η νομική τους θέση ήταν αμφίβολη.

Η υποτέλεια δεν περνούσε κληρονομικώ δικαίω στους γιους των Μαγιορδόμων αλλά των βασιλέων. Πεπίνος και Καρλομάννος είχαν μπροστά τους μια σειρά από εκστρατείες για να επαναφέρουν τους γείτονες υπό την Φραγκική επιρροή. Η πρώτη εκστρατεία τους στράφηκε κατά του Ανούλδου, Δούκα της Ρωμαϊκής Ακουϊτανίας. Πέρασαν τον Λίγηρα στο ύψος της Ορλεάνης. Έφθασαν στην Bourges, αλλά δεν διέθεταν τα μέσα για να πολιορκήσουν την πόλη. Ο Ανούλδος διέφυγε, τον καταδίωξαν για λίγο χωρίς να μπορέσουν να τον νικήσουν σε μάχη εκ παρατάξεως.

Έτσι περιορίστηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές λιγότερο οχυρωμένων πόλεων, όπως η Λούκα. Η πιεστική κατάσταση στα δυτικά σύνορα τους ανάγκασε να επιστρέψουν, χωρίς να καταφέρουν να υποτάξουν την Ακουϊτανία. Η επόμενη εκστρατεία ήταν εναντίον των Αλαμαννών επιτυχής, καθώς ο δούκας τους Θεοδοβάλδος δέχθηκε την επικυριαρχία των Φράγκων.

Δεν έχει καταγραφεί κάποια συγκεκριμένη μάχη. Με την επιστροφή τους οι δυο αδελφοί μερίμνησαν για τη άνοδο του Μεροβίγγειου Χιλδέριχου του Γ' στον θρόνο(743 μ.Χ.), καθώς από το θάνατο του Θεοδώριχου Δ' το 737 μ.Χ. δεν υπήρχε βασιλιάς. Την ίδια χρονιά έγινε και η σύνοδος στην πόλη Estinnes της επαρχίας Hennegau (σήμερα στο Βέλγιο) υπό την αιγίδα του Καρλομάννου και υπό την προεδρία του Αγίου Βονιφατίου, για την προπαρασκευή της οποίας διαβάσαμε παραπάνω.

Ακολούθησε συμμαχία του Ανούλδου με τον δούκα της Βαυαρίας Οδίλο και επιδρομή του πρώτου στην Chartres. Το 744 μ.Χ. τα δυο αδέλφια εισέβαλαν στην Βαυαρία με όλη την Φραγκική δύναμη. Τους Βαυαρούς επικουρούσαν Σάξωνες, Αλαμαννοί και Σλάβοι. Επίσης, στο στρατόπεδο του Οδίλο βρισκόταν και κάποιος απεσταλμένος του Πάπα Ζαχαρία, πρεσβύτερος της εκκλησίας της Αγίας Πουδεντιάνα της Ρώμης, ονόματι Σέργιος. Αυτός μετέβη την 15η μέρα της εισβολής στο στρατόπεδο των Φράγκων και ζήτησε ν' απομακρυνθούν από την Βαυαρική επικράτεια στο όνομα του επισκόπου Ρώμης.

Οι Φράγκοι δεν ενέδωσαν και ακολούθησε ολοήμερη μάχη, η οποία τους ανέδειξε νικητές. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο ειρημένος Σέργιος καθώς και ο άρτι τοποθετηθείς επίσκοπος Γερβάλδος του Ρεγενβούργου, φίλος του Αγίου Βονιφατίου. Αυτοί οδηγήθηκαν ενώπιον του Πεπίνου και αυτός σε ένα σύντομο λογύδριο διατύπωσε την άποψη απάντηση στην προηγούμενη αίτηση του Σέργιου, ότι ο Θεός χαρίζει την νίκη στις διαφορές των ανθρώπων, είτε πρόκειται για ιδιωτικές διαμάχες, είτε για πολέμους εθνών, σε αυτόν που έχει δίκιο.

Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται μόνο στο Χρονικό του Μετζ (annales Mettiensis, 743 μ.Χ.). Δεν μας απασχολεί η αυθεντικότητά του ή όχι. Ο λόγος για τον οποίο το αναφέρουμε είναι ότι επ' αυτού στηρίχθηκε το «δίκαιο του ισχυρότερου» που κυριάρχησε ως δικαστική πρακτική τον Μεσαίωνα και κατήργησε στην πράξη κάθε έννοια δικαίου και κάθε προηγούμενη νομική πρόοδο της Ευρώπης.

Ακολούθησαν εκστρατείες στην Σαξωνία και την Ακουϊτανία. Και τα δυο δουκάτα επανήλθαν υπό Φράγκικη κυριαρχία. Παραπέρα ο Ανούλδος ανέθεσε την διοίκηση στον γιο του Waifar και ο ίδιος κλείστηκε σε μοναστήρι και ακολούθησε μοναχικό βίο. Στην συνέχεια ο Καρλομάννος εισέβαλε στην Αλαμαννία και τιμώρησε όσους βοήθησαν τον Οδίλο και τους Βαυαρούς. Πρόκειται για την γνωστή σφαγή στο Cannstatt (Blutgericht zu Cannstatt) και τα θύματα ανήλθαν σε πολλές χιλιάδες Αλαμαννών σύμφωνα με τα annales Mettiensis και Petaviani.

Την συνέχεια διαβάζουμε στα annales regni Francorum: «Ο Καρλομάννος τότε εξομολογήθηκε στον αδελφό του Πεπίνο, ότι επιθυμούσε ν' αποσυρθεί από τον κόσμο. Δεν ανέλαβαν καμιά εκστρατεία εκείνη την χρονιά, αλλά και οι δυο έκαναν προετοιμασίες, ο Καρλομάννος για το ταξίδι και ο Πεπίνος για την αναχώρηση του αδελφού του με δώρα και τιμές». Η αποταγή του Καρλομάννου συνδέεται από μερικούς με τύψεις που μπορεί να είχε για την σφαγή στο Cannstatt.

Δεν βρίσκουμε λόγο να διαφωνήσουμε προς το παρόν. Στις προετοιμασίες του συμπεριλαμβάνεται και η ανέγερση μοναστηριού προς τιμήν του Αγίου Συλβέστρου στο Monte Soretto. Ο ίδιος δεν μόνασε εκεί αλλά στο Monte Cassino. Τον γιο του Drogo άφησε υπό την προστασία του Πεπίνου.

Η αναχώρηση του αδελφού του άνοιξε τον δρόμο για τον θρόνο στον Πεπίνο. Δεν τέθηκε θέμα νομιμότητας. Νόμιμος Βασιλιάς ήταν ο Χιλδέριχος ο Γ'. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Πεπίνος προετοίμασε την μεταφορά του στέμματος από την Μεροβίγγεια στην Καρολίγγεια δυναστεία. Η πράξη του έπρεπε να καλυφθεί ηθικά και πολύτιμος αρωγός του σ' αυτό στάθηκε ο Πάπας. Αρχικά στάλθηκε πρεσβεία για να ρωτήσει αν μπορούσε να γίνει αυτή η αλλαγή.

Η αποστολή αυτή τοποθετείται στο 749 μ.Χ. σύμφωνα με annales regni Francorum και στο 750 μ.Χ. σύμφωνα με τα annals Laurissenses minores. Η διήγηση στα annals regni Francorum έχει ως εξής: «Ο επίσκοπος Βυτεμβούργου Βουρχάρδος και ο εκκλησιάρχης Φουλράδος στάλθηκαν στον Πάπα Ζαχαρία να ερευνήσουν, αν ήταν καλό ή όχι που ο Βασιλιάς των Φράγκων δεν έφερε καμιά βασιλική εξουσία, όπως ήταν τότε.

Ο Πάπας Ζαχαρίας συνέστησε στον Πεπίνο, ότι είναι καλύτερο να καλούν εκείνον Βασιλιά που έχει την βασιλική εξουσία, παρά εκείνον που δεν την έχει˙ και για να μην διασαλεύσει την τάξη όρισε με αποστολική αυθεντία να γίνει Βασιλιάς ο Πεπίνος». Έλαβε, λοιπόν, ο Πεπίνος την ηθική δικαίωση της πράξης του από την Ρώμη. Στέφθηκε βασιλιάς από τον Άγιο Βονιφάτιο στην Σουασσόν το 751 μ.Χ.. Ο Χιλδέριχος εκάρη μοναχός και κλείστηκε σε μοναστήρι.

Ο Πάπας Ζαχαρίας απεβίωσε το 752 μ.Χ. και στην θέση του ανήλθε ο Στέφανος Β' (ή κατ' άλλους Γ'). Ένα χρόνο πριν οι Λογγοβάρδοι είχαν καταλάβει την Ραβέννα και πίεζαν ασφυκτικά την Ρώμη. Ο διάδοχος του Λιουτπράνδου, Ράτσης ύστερα από συνάντησή του με τον Ζαχαρία κλείστηκε σε μοναστήρι και την θέση του έλαβε ο αδελφός του Αϊστούλφος. Η Ραβέννα έπεσε σχεδόν χωρίς αντίσταση και ο τελευταίος Έξαρχος Ευτύχιος κατέφυγε στην Σικελία.

Στην Κωνσταντινούπολη Βασίλευε ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος και απασχολημένος, όπως ήταν με Σαρακηνούς και Βούλγαρους, αδυνατούσε να προσφέρει άμεσα βοήθεια στην Ιταλία. Γι' αυτό εξουσιοδότησε τον Πάπα Στέφανο να έρθει σε άμεση συνεννόηση με τους παλιούς συμμάχους της Αυτοκρατορίας τους Φράγκους. Ο Πάπας ταξίδευσε αυτοπροσώπως στο Πόντιον το 753 μ.Χ. Μαζί του ταξίδευε και ο Καρλομάννος, μοναχός πια. Πρόβλημα δημιουργεί ο σκοπός για τον οποίο ο Καρλομάννος ακολούθησε τον πάπα σε αυτό του το ταξίδι.

Τα annals regni Francorum , στην πρώτη τους μορφή καταγράφουν την αντίθεση του Καρλομάννου σε μια ενδεχόμενη εκστρατεία του Πεπίνου στην Ιταλία. Ο συγγραφέας της αναθεωρημένης του έκδοσης (μέσα του Θ' αι.), για να απαλύνει τις εντυπώσεις, αναφέρει ότι πραγματοποίησε αυτό ταξίδι, λόγω υπακοής στον Ηγούμενό του και δεν αντιτίθονταν ο ίδιος. Όπως και να ‘χει αναρωτιόμαστε για ποιον λόγο ο Πάπας Στέφανος έφερε μαζί του τον αδελφό του Πεπίνου, πρόσωπο με έντονη επιρροή, όπως φαίνεται, την στιγμή που αυτός θα μπορούσε να του ανατρέψει τα σχέδια και όχι να τον βοηθήσει.

Την αντίφαση αυτή ίσως να μας βοηθά να ξεδιαλύνουμε ο Paul Fouracre. Αυτός αναφέρει, ότι η γέννηση του γιου του Πεπίνου Καρλομάγνου στις 2 Απριλίου του 748 μ.Χ. (ένα χρόνο μετά την αποταγή του Καρλομάννου) στάθηκε η αιτία για ν' αλλάξουν τα σχέδια του πατέρα του. Έτσι, αυτός παρέκαμψε την νόμιμη διαδοχή των Μεροβίγγειων και παραμέρισε τον γιο του Καρλομάννου, Drogo.

Στην συνέχεια έστειλε επιστολή στον πάπα Ζαχαρία, στην οποία εντέλλονταν να κρατήσει τον αδελφό του στην Ρώμη, προφανώς για να μην επιστρέψει στην Φραγκία και του χαλάσει τα σχέδια. Συνεπώς ο Ρώμης Ζαχαρίας είχε προσφέρει δύο εκδουλεύσεις στον Πεπίνο, η πρώτη που κράτησε τον Καρλομάννο στην Ιταλία (αυτό ίσως εξηγεί το γιατί αυτός δεν μόνασε στο μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε) και η δεύτερη η αποδοχή της μεταβίβασης της βασιλείας.

Η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Καρλομάννος ταξίδεψε στο Παρίσι για να παρακαλέσει για την αποκατάσταση του γιου του, δεν ευσταθεί για δυο λόγους. Πρώτον, ο Πεπίνος ήταν τώρα Βασιλιάς και ο θεσμός του Μαγιορδόμου εξαφανίσθηκε και δεύτερον δεν επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Καρλομάννος συνελήφθη κρατήθηκε στην Φραγκία και πέθανε το 755 μ.Χ. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε (όχι, όμως να ισχυριστούμε), ότι ο Πάπας Στέφανος έφερε μαζί του τον αδελφό του Βασιλιά, ως μέσο πίεσης, σε περίπτωση που ο Πεπίνος αρνούταν να επέμβει στις υποθέσεις της Ιταλίας.

Τελικά ενέδωσε στις αιτήσεις του Πάπα. Η παρουσία του επισκόπου της Ρώμης στην Φραγκική αυλή, ήταν μια καλή ευκαιρία για την επισημοποίηση της στέψης του Πεπίνου. Στις 6 Ιανουαρίου του 754 μ.Χ. έγινε η στέψη ολόκληρης της Βασιλικής Οικογένειας, του Πεπίνου, της συζύγου του Βέρθας και των γιων του Καρόλου και Καρλομάννου, στην βασιλική του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Παρίστατο όλο το Μεγά Συμβούλιο των Φράγκων. Από αυτούς αποφασίστηκε και εισβολή στην Ιταλία, η οποία πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του ίδιου έτους.

Ο Αϊστούλφος υπετάγη σε δύο εκστρατείες (η δεύτερη το 755-6 μ.Χ.) και το εξαρχάτο ανασυστήθηκε, αλλά αυτή την φορά χωρίς έξαρχο από την Κωνσταντινούπολη. Πολιτικός διοικητής του ορίστηκε ο επίσκοπος Ρώμης που έλαβε και τον τίτλο του πατρίκιου. Αυτός, βέβαια, είναι ένας πολύ ασθενής ισχυρισμός, διότι ο καθ' ύλην αρμόδιος να εκδώσει τέτοιες αποφάσεις, ήταν ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.

Ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος δεν υπέγραψε καμιά συνθήκη, βάσει της οποίας ν' αναγνώριζε την εξουσία των Λογγοβάρδων ή των Φράγκων επί των εδαφών της αυτοκρατορίας, ούτε η ροή των γεγονότων ή η διάρκεια του χρόνου είχαν προσφέρει την βάσει για την de facto αναγνώριση δικαιωμάτων σε αυτούς. Η υπόθεση, κατά την οποία δεν είχε πολιτικά δικαιώματα επί των εδαφών της Ιταλίας, ως αιρετικός, δεν έχει προηγούμενο.

Ακόμα και η έκφραση «respublica Romanorum», που χρησιμοποιούν οι τότε χρονογράφοι, για να περιγράψουν το πολιτικό αυτό μόρφωμα, το διάδοχο του εξαρχάτου, υπονοεί κατά τον Duchesne, την κυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα. O συγγραφέας αρνείται και την χρήση του όρου «patricius Romanorum» από τον Πεπίνο σε επίσημα έγγραφα, καθώς τον διαχωρίζει από τον απλό τίτλο «patricius», τον οποίο κατείχε.

Αξίζει ν' αναφέρουμε, ότι οι πρεσβείες που αντηλλάγησαν μεταξύ Ρωμαίων, Φράγκων και Λογγοβάρδων συμπεριελάμβαναν και θεολογικά ζητήματα. Οδήγησαν σύμφωνα με τα Χρονικά του Lorsch σε σύγκληση συμβουλίου το 767 μ.Χ. στο Gentilly (στα νότια προάστια του Παρισιού) όπου έγινε συζήτηση «inter Romanos et Graecos de sancta Trinitate et de sanctorum imaginibus». Η απορία των καθολικών εκκλησιαστικών συγγραφέων, γιατί αναφέρεται τριαδολογικό θέμα σε αυτό το συμβούλιο, ενώ στο επόμενο του 769 μ.Χ. όχι, καθόσον δεν υπήρχαν δογματικές διαφορές Ανατολής Δύσης την εποχή αυτή, θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του Χρονικού.

Αξίζει να δούμε τις επιστολές που έστειλαν οι πάπες στους Φράγκους βασιλείς ζητώντας την βοήθειά τους στην αποκατάσταση των Ρωμαϊκών εδαφών. Οι επιστολές αυτές περιλαμβάνονται στον Codex Carolinus. Στην επιστολή (Νο 6 στον Κώδικα) που έστειλε ο πάπας Στέφανος Β' στον Πεπίνο το 755 μ.Χ. (μετά την πρώτη ήττα των Λογγοβάρδων), του αναφέρει, ότι η Ρωμαϊκή εκκλησία δεν έχει αποκατασταθεί στα προηγούμενα εδάφη της και τον καλεί ν' αποδώσει ότι υποσχέθηκε με την «δωρεά» του.

Λίγο παρακάτω επικαλείται: «τον ευλογημένο Απόστολο Παύλο που είπε ‘καλύτερο να μην υπόσχεσθε, παρά ενώ έχετε υποσχεθεί να μην αποδίδετε». Δυστυχώς για τον συντάκτη της επιστολής το εδάφιο αυτό είναι Εκκλησιαστής ε',5 και το πλησιέστερο της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στις Πράξεις ε',4. Θα μπορούσε πραγματικά ο επίσκοπος Ρώμης να κάνει τέτοιο μπέρδεμα; Ή μήπως δεν ήταν ο επίσκοπος Ρώμης ο συντάκτης της επιστολής. Και ποια είναι η «δωρεά» που αναφέρεται εδώ; Από αυτή την αναφορά καθώς και από τον βίο του Στεφάνου στο Liber Pontificalis124 μαθαίνουμε για την «Δωρεά του Πεπίνου» του 754 μ.Χ.

Την «δωρεά» αυτή μαζί με τα κλειδιά των πόλεων που παραδόθηκαν στον πάπα, υποτίθεται ότι κατέθεσε ο ηγούμενος Φουλράδος (αναφορά σ' αυτόν είδαμε και παραπάνω) στον τάφο του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Όλοι οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με αυτό το βιβλίο το κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία με τις «ψευδο- ισιδώρειες διατάξεις» και την «δωρεά του Κωνσταντίνου». Εμείς να προσθέσουμε, ότι το σχετικό τμήμα του καταλόγου των παπών αποδίδεται (χωρίς να είναι κοινά αποδεκτό) στον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο.

Το πρόσωπο αυτό θεωρείται εκφραστής της Φράγκικης πολιτικής στην Ρώμη στο δεύτερο μισό του Θ' αι. και εκλέχθηκε ως Αντιπάπας το 855 μ.Χ. από τους Φράγκους, χωρίς να καταφέρει να υποσκελίσει τον κανονικά εκλεγμένο Βενέδικτο Γ'.

Γι' αυτήν την περίφημη «δωρεά του Πεπίνου» εμείς δεν θα πούμε τίποτα. Αφήνουμε τον Ε. Freeman να μιλήσει: «Τώρα ούτε είναι διαθέσιμο (το κείμενο της δωρεάς), ούτε έχει αναπαραχθεί σε μεταγενέστερες εποχές, ούτε έχει τυπωθεί σε κανένα βιβλίο. Ούτε υπάρχουν χειρόγραφα, των οποίων το κείμενο να περιμένουμε να δούμε με ενθουσιασμό. Λόγω της απουσίας τους (στοιχείων ή κειμένων) ό,τι μπορεί να ειπωθεί στην λεπτομερή ιστόρηση των γεγονότων είναι ευρηματική εικασία».

Κι όμως σε αυτήν την «ευρηματική εικασία» η Φράγκικη ιστοριογραφία στηρίζει την γέννηση της Παπικής εξουσίας (Παποκαισαρισμός), την ίδρυση του Παπικού κράτους, την Παπική κοσμική εξουσία και συμπερασματικά τον διοικητικό και εκκλησιαστικό διαχωρισμό της Ρώμης από την Κωνσταντινούπολη.

Ας δούμε πως το διατυπώνει ένας ακόμη θεωρητικός της παραπάνω άποψης, ο Charles Wells: «Έτσι βαθμηδόν, σχεδόν ασυνείδητα, χωρίς χάρτες, διατάγματα ή συνθήκες, ο επίσκοπος Ρώμης αναγνωρίστηκε ηγέτης και διοικητής των πολιτισμένων δυνάμεων της Δύσης, και σχεδόν ασυναίσθητα είχε γίνει ο αυτοδιορισμένος λεγάτος και αντιπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας».

Ο εν λόγω καθηγητής προφανώς απέφυγε να στηρίξει την εξουσία του πάπα σε μια δωρεά-φάντασμα και προτίμησε να πει ότι ο πάπας αυτοδιορίστηκε. Τώρα αν θέλουμε να επιμείνουμε στο ποιες θεωρούσε «πολιτισμένες δυνάμεις της Δύσης», τότε να πούμε ότι σίγουρα η «εξουσία» του πάπα δεν άπτονταν των Φράγκων, του κραταιού Πεπίνου και του αργότερα κραταιότερου Καρλομάγνου.

Εκπληρώθηκαν, όμως, οι υποσχέσεις της Δωρεάς; Στον Codex Carolinus υπάρχουν ακόμα τρεις επιστολές του πάπα Στέφανου για το ίδιο θέμα μέχρι το 756 μ.Χ. Στην επιστολή Νο 9 (8η στην έκδοση του Jaffé) αναφέρεται πολιορκία της Ρώμης από τους Λογγοβάρδους. Η πολιορκία αυτή, σύμφωνα με τα λεγόμενα της επιστολής κράτησε 55 ημέρες και πολλές καταστροφές αναφέρονται, κυρίως εκκλησιών.

Όλη η φρίκη του πολέμου είναι συμπυκνωμένη σ' αυτήν την επιστολή, για να πείσει τους Φράγκους να βοηθήσουν τους Ρωμαίους, έναντι των Λογγοβάρδων. Αλλά τι γράφει ο Freeman για το περιεχόμενο της επιστολής; «Μερικές από τις κατηγορίες του πάπα αυτοαναιρούνται». Και παρακάτω δείχνει, πως οι εκκλησίες που αναφέρονται ως κατεστραμμένες τελικά δεν πάθαν τίποτα και πως μεμονωμένα περιστατικά απολυτοποιήθηκαν.

Οι Λογγοβάρδοι ήταν Ορθόδοξοι και γενικά θεωρείται απίθανο να προέβησαν σε καταστροφές ναών, εικόνων ακόμη και ιεροσυλίες με λείψανα αναφέρει η επιστολή. Αλλά η μεγαλύτερη απορία προκύπτει με το τέλος της πολιορκίας, καθώς πουθενά δεν αναφέρονται οι λόγοι και ο τρόπος που αυτή λύθηκε. Η λύση αυτής της πολιορκίας αποτελεί ένα ακόμη από τα μυστήρια του Κώδικα.

Η επόμενη επιστολή του Κώδικα (Νο 10) είναι η επιστολή που έγραψε ο Απόστολος Πέτρος στους τρεις βασιλείς της Φραγκίας, Πεπίνο, Κάρολο και Καρλομάννο ζητώντας την βοήθειά τους για την Εκκλησία της Ρώμης: «Petrus Vocatus Apostolus a Iesu Christo, Dei vivi filio - ..., viris exellentissimis Pipino, Carolo et Carlomanno, tribus regibus, adque sanctissimis episcopis, abbatibus, presbiteris vel cunctis regiliosis monachis, verum etciam ducibus, comitibus et cunctis generalibus excercitibus et populo Franciae commorantibus».

Μετά από αυτήν την επιστολή υποτίθεται, ξεκίνησε η δεύτερη εκστρατεία του Πεπίνου, επιτυχής, και νέες υποσχέσεις για την αποκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Τελικά ο Αϊστούλφος πεθαίνει χωρίς να έχει αποδώσει στην Ρώμη τις πόλεις που αναφέρονται στην Δωρεά και νέος Βασιλιάς των Λογγοβάρδων επιλέγεται (σύμφωνα με το χρονικό του Metz, 756 μ.Χ. από τον Πεπίνο) ο δούκας της Τοσκάνης, Δεσιδέριος. Τώρα οι πάπες περιμένουν από αυτόν την αποκατάσταση των Ρωμαϊκών πόλεων.

Ο Στέφανος Β' πεθαίνει χωρίς να δει την πραγματοποίηση του ονείρου και τον διαδέχεται ο Παύλος Α'. Αυτός στην επιστολή του στον Πεπίνο (Νο 15, 758 μ.Χ.) γράφει ότι ο Δεσιδέριος δεν παρέδωσε τις πόλεις, ενώ στην επόμενη (Νο 16, 758 μ.Χ.), ότι διαπραγματεύεται την Ιμολά με αντάλλαγμα την επιστροφή των ευγενών που κρατούνται όμηροι από τους Φράγκους.

Το 768 μ.Χ. απεβίωσε ο Πεπίνος και την διοίκηση ανέλαβαν οι γιοί του Κάρολος (ο επονομαζόμενος Μέγας) και Καρλομάννος. Μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών απετράπη το 771 μ.Χ. με τον θάνατο του Καρλομάνου. Με την μετάβαση της εξουσίας στους νέους βασιλείς ξεκίνησε νέα σειρά επαναστάσεων των υποτελών Δουκάτων. Έτσι άρχισε μια σειρά εκστρατειών (40 στο σύνολο) για την επαναφορά των εξεγερμένων στην προηγούμενη κατάσταση. Και όπως πάντα ή πρώτη εκστρατεία ήταν εναντίον των Ρωμαίων της Ακουϊτανίας.

Τα έργα και οι ημέρες του Καρόλου είναι λίγο-πολύ γνωστά. Εμείς θα εστιάσουμε σε συγκεκριμένα σημεία της δράσης του. Το 772 μ.Χ. πάπας Ρώμης αναλαμβάνει ο Ανδριανός ο Α'. Το 773 μ.Χ. ξεκινά η εκστρατεία των Φράγκων στην Λομβαρδία με αφορμή την μη απόδοση των εδαφών στην Ρώμη από τον Δεσιδέριο. Η Παβία, πρωτεύουσα του Λογγοβαρδικού βασιλείου έπεσε το 774 μ.Χ. Το Πάσχα της ίδιας χρονιάς ο Κάρολος εισήλθε στην Ρώμη για πρώτη φορά και έλαβε τον τίτλο του «Πατρίκιου των Ρωμαίων», έναν τίτλο που κατά κοινή ομολογία, μόνο ο αυτοκράτορας μπορούσε να αποδώσει, όχι ο Πάπας. Αυτή η λεπτομέρεια, βέβαια, δεν ενοχλεί κανέναν.

Ενώπιον του τάφου του Αποστόλου Πέτρου, έδωσε ένορκη υπόσχεση να εκπληρώσει την υπόσχεση του πατέρα του Πεπίνου (όπως φαίνεται η Δωρεά του Πεπίνου έμεινε ανεκπλήρωτη). Ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος καταγράφει, λανθασμένα, ότι την επέκτεινε υποσχόμενος τις πόλεις Τοσκάνη, Αιμιλία, Βενετία και την Κορσική. Άραγε αυτήν την φορά οι Φράγκοι κράτησαν την υπόσχεσή τους; Ο Charles Wells γράφει: «Ο Κάρολος δεν βιαζόταν να παραδώσει την επικράτεια που ζητούσε ο Πάπας, την οποία είχε μόλις καταλάβει από τους Λογγοβάρδους, και έτσι να εκπληρώσει την υπόσχεση του πατέρα του, Πεπίνου, όπως αιτούνταν ο πάπας».

Αυτό φαίνεται και από την επιστολή του Ανδριανού προς τον Κάρολο (Νο 6ο, 778 μ.Χ.). Στην επιστολή αυτή γίνεται και πρώτη φορά λόγος για την Δωρεά του Κωνσταντίνου, που βρισκόταν μαζί με άλλες δωρεές στα ιερά αρχεία του Λατεράνου. Η χάλκευση της ψευδο-κωνσταντίνειας Δωρεάς είναι γνωστή. Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι η χρήση της. Η Δωρεά αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους Ποντίφικες για να εγείρουν αξιώσεις έναντι της Κωνσταντινούπολης.

Στην Κωνσταντινούπολη γνώριζαν την αλήθεια, όπως και για τις ψευδο-ισιδώρειες διατάξεις. Χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους Ποντίφικες για να διασφαλίσουν τα δικαιώματα της εκκλησίας έναντι των Φράγκων, να διατηρήσουν, όσο ήταν δυνατό την ανεξαρτησία της Ρωμαϊκής εκκλησίας, από τις επιβουλές των Γερμανών επισκόπων. Τα πρώτα χτυπήματα δέχθηκε η Ρωμαϊκή εκκλησία από τον πρώτο Καρολίδη Βασιλιά Κάρολο Μαρτέλο με την δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Γαλατία.

Αυτή η κίνηση, φαίνεται, ότι δεν άρεσε ούτε στους Φράγκους επισκόπους, διότι ο λύνω-και-δένω Hincmar, επίσκοπος Ρεμς (854-882 μ.Χ.), τον επόμενο αιώνα διέδιδε, ότι ο Κάρολος Μαρτέλος καταδικάστηκε να κολάζεται εξαιτίας αυτής του της πράξης, αναφερόμενος σε ένα όραμα που είχε ο Ευχέριος, επίσκοπος Ορλεάνης. Ο Ευχέριος, όπως και Ουιλλικάριος Βιέννης, ήταν από τους Ρωμαίους επισκόπους που έχασαν τις επισκοπές τους από τον Κάρολο Μαρτέλο, και αντικαταστάθηκαν από Φράγκους ομολόγους τους, ενώ η περιουσία αυτών των επισκοπών πέρασε στα χέρια Φράγκων φεουδαρχών.

Ο δε Hincmar δήλωνε ότι ο Κάρολος ήταν "non rex sed tyrannus" σε ένα ύστερο έργο του, το Vitae Rigoberti (Bίος του Ριγοβέρτου, επισκόπου Ρεμς, που επίσης εξορίσθηκε από τον εν λόγω Καρολίδη). Η χρήση αυτή των ψευδεπίγραφων δωρεών δεν άρεσε, βέβαια, στον Hincmar, αν και δεν φαίνεται να γνώριζαν οι Γερμανοί την εποχή αυτή την αλήθεια. Το πιο πιθανό είναι να την έμαθαν αργότερα, όταν η Ρωμαία πριγκίπισσα Θεοφανώ μετέβη στην Γερμανία (972) και παντρεύτηκε τον Όθωνα Β'.

Οι υποσχέσεις των Φράγκων, τουλάχιστον όπως αυτές διατυπώνονται από τους ίδιους, ώστε να πείσουν για τις καλές προθέσεις τους απέναντι στην Ρώμη, δεν εκπληρώθηκαν για άλλη μια φορά. Πως το δικαιολογούν αυτό; Ανατρέχουμε πάλι στον Charles Wells, ο οποίος λέει, ότι τώρα πια ο Κάρολος ήταν Βασιλιάς των Λογγοβάρδων και πατρίκιος των Ρωμαίων και πρακτικά είχε αντικαταστήσει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα στην Ιταλία. «Από αυτές τις σχέσεις εξαρτιόταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες στον δρόμο για την εκπλήρωση των δωρεών».

Εν ολίγοις ο Κάρολος είχε πραγματοποιήσει τους στόχους του στην Ιταλία με ψεύτικες υποσχέσεις προς τους Ρωμαίους και δεν υπήρχε λόγος να τις εκπληρώσει. Το αντίθετο, μάλιστα. Τώρα είχε δικαιώματα επί της Ρωμαϊκής επικράτειας που συγκρούονταν με αυτά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτό που σκόπευε να κάνει ο Κάρολος στη συνέχεια ήταν να φέρει την ίδια την Εκκλησία σε κατάσταση υποτέλειας, με αυτόν επικυρίαρχο. Ενεργώντας προς αυτήν την κατεύθυνση απέδωσε την επικράτεια του τέως εξαρχάτου στον Αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, θέτοντας τον Πάπα ουσιαστικά σε υποδεέστερη θέση.

Που, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, βρίσκεται η κοσμική εξουσία του πάπα, αυτήν την εποχή; Πως ιδρύεται το Παπικό κράτος; Ποιο είναι τέλος πάντων, αυτό το κράτος; Όχι μόνο Παπικό κράτος δεν ιδρύθηκε, αλλά και όση εξουσία είχε ο πάπας καταλύθηκε. Αλλά ποιος λόγος για ένα τέτοιο ψέμα; Γιατί επιμένουν οι δυτικοί ιστορικοί, ότι «είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Κάρολος αυτήν την εποχή αποκατέστησε στην Ρωμαϊκή Έδρα, έναν αριθμό πόλεων, γαιών και κάστρων, τα οποία οι Λογγοβάρδοι είχαν καταλάβει, αλλά ακριβείς λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές»;

Ας προσπαθήσουμε να ξαναδούμε την εικόνα, ενταγμένη στην εποχή της, χωρίς τις προσφερόμενες ερμηνείες. Ένας Φράγκος Βασιλιάς εισβάλει στην ρωμαϊκή επικράτεια ένοπλος, ακολουθούμενος από τον στρατό του. Αυτό στην πρακτική της εποχής, μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει. Πόλεμο. Την εποχή εκείνη εθιμοτυπικές επισκέψεις μεταξύ βασιλιάδων δεν γίνονταν. Οι συνθήκες κλείνονταν με διπλωματικές αποστολές. Συναντήσεις, πολύ σπάνια γινόταν και επιλέγονταν ουδέτερο έδαφος κοντά στα σύνορα.

Το να μπει κάποιος σε ξένο έδαφος με τον τρόπο που μπήκε ο Κάρολος στην Ρώμη, σήμαινε εισβολή. Και αυτό στην πραγματικότητα έγινε. Η αυτοκρατορία, απασχολημένη σε τρία μέτωπα (Άραβες στην Ανατολή, Βούλγαροι στο Βορρά και εσωτερικά προβλήματα λόγω εικονομαχίας) δεν είχε την δυνατότητα ν' απαντήσει ανάλογα σε αυτήν την πρόκληση. Οι Φράγκοι, όχι μόνο διεκδίκησαν ξένα εδάφη, αλλά σφετερίστηκαν και τίτλους που δεν τους δόθηκαν και που δεν αναγνωρίστηκαν από την αυτοκρατορία.

Ο Κάρολος μπορούσε αυτόκλητα να καλείται όπως ήθελε, αλλά χωρίς διεθνή αναγνώριση οι τίτλοι ήταν κενοί. Έτσι θέλησαν αυτός και οι απόγονοί του να δώσουν τύποις και όχι πραγματική κοσμική εξουσία στον Πάπα, ώστε να υπάρξει μια κάποια αναγνώριση των ισχυρισμών τους. Με αυτό τον τρόπο η εισβολή τους έγινε κατόπιν προσκλήσεως και εν ολίγοις, αντί για κατακτητές παρουσιάζονταν ως σωτήρες.

Ο Κάρολος επιδόθηκε σε μια σειρά πολέμων με όλους τους γείτονές του. Το ίδιο έπραξε και ο Κάρολος Μαρτέλος, το ίδιο έπραξε και ο πατέρας του Πεπίνος. Τι είναι εκείνο που τον καθόρισε ως Μέγα; Είναι η οριστική λύση που έδωσε στα χρόνια προβλήματα των Φράγκων. Η τελεσίδικη υποταγή των γειτόνων του, Ρωμαίων, Σαξόνων, Αλαμαννών, Βαυαρών, Αβάρων και η κατάπνιξη κάθε εσωτερικής αντίδρασης, κυρίως των υποταγμένων Ρωμαίων. Αυτό έγινε με πολύ σκληρό τρόπο.

Όλες οι μεγάλες πόλεις σχεδόν αποψιλώθηκαν και οι πληθυσμοί τους μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις αγροτικές περιοχές, υπό την επίβλεψη των στρατιωτικών ακολούθων του Βασιλιά. Προσδέθηκαν στην γη, στην οποία δούλευαν και μέσω αυτής στον Φράγκο γαιοκτήμονα, μέλους μιας κοινωνικής στρατοκρατικής πυραμίδας. Στην ίδια πυραμίδα εντάσσονταν και οι Φράγκοι επίσκοποι, συγγενείς εξ αίματος των Τευτόνων ευγενών. Μια νέα κοινωνία δημιουργείται.

Κατά τον Jaques Le Goff: «Ανάμεσα στον Η' και Θ' αι. η αριστοκρατία συγκροτείται σε στρατιωτική τάξη, το κατ' εξοχήν μέλος αυτής της τάξης ονομάζεται miles - ιππότης- και αυτό φαίνεται να ισχύει μέχρι τα σύνορα του Χριστιανικού κόσμου... Στην εποχή των Καρολιδών οι κληρικοί μεταβάλλονται σε κάστα και η εξέλιξη της λειτουργίας και της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής εκφράζει τούτη την μεταμόρφωση... Τέλος η κατάσταση των αγροτών τείνει να ομογενοποιηθεί στο κατώτατο επίπεδο: το επίπεδο των δουλοπάροικων».

Το Φεουδαρχικό σύστημα επικρατεί (μερικοί θεωρούν ότι το σύστημα αυτό επικράτησε τον Ι' αι., αλλά εμείς πιστεύουμε, ότι τότε εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο και οι θεσμοί του έγιναν πολυπλοκότεροι) ως μέσο ελέγχου των μη Τευτογενών λαών. Οι εθνικές διακρίσεις, όπως της κατοχύρωνε ο Σαλικός νόμος, έγιναν κοινωνικές διακρίσεις με τα Καπιτουλάρια του Καρόλου.

Σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των υποτελών Ρωμαϊκών πληθυσμών από τους Φράγκους έπαιξε η κατάληψη των υψηλών τουλάχιστον βαθμίδων της ιεραρχίας από αυτούς. Ενδεικτικό παράδειγμα τοποθέτησης Φράγκου επισκόπου βρίσκουμε στην διήγηση της ζωής του Καρόλου από τον ανώνυμο μοναχό της Μονής του Αγίου Γάλλου. Σύμφωνα με την διήγηση αυτή κάποια επισκοπή εχήρευσε (δεν αναφέρεται ποια) και ο Κάρολος την υποσχέθηκε σε έναν εκκλησιαστικό του παλατιού.

Στην συνέχεια ευγενείς που ήρθαν για να παρακαλέσουν τον Βασιλιά να αναδείξει τον δικό τους υποψήφιο, έφυγαν χωρίς να το πετύχουν. «Στο τέλος η Βασίλισσα Χιλδεγάρδη έστειλε κάποιους από τους ευγενείς του βασιλείου και τελικά ήρθε αυτοπροσώπως, να παρακαλέσει για να δοθεί η επισκοπή σε δικό της υποψήφιο. Ο Βασιλιάς έλαβε την αίτησή της με ευγνωμοσύνη, και είπε ότι δεν ήθελε και δεν μπορούσε να της αρνηθεί οτιδήποτε˙ αλλά ότι θεωρούσε ντροπή ν' απογοητεύσει τον μικρό του εκκλησιαστικό.

Αλλά εξακολουθούσε η Βασίλισσα, ως γυναίκα, να πιστεύει πως η γυναικεία άποψη είχε περισσότερο βάρος από τις αποφάσεις των ανδρών. Έτσι απέκρυψε το πάθος που εγείρονταν στην καρδιά της, βύθισε την δυνατή φωνή της σε ψίθυρο, και με χειρονομίες φροντίδας προσπάθησε να μαλακώσει την ανείπωτη γνώμη του Βασιλιά. Κύριέ μου και Βασιλιά, είπε, τι πειράζει αν το αγόρι χάσει την επισκοπή; Και πιο πολύ, σε θερμοπαρακαλώ, γλυκέ Κύριε, δόξα μου και καταφύγιο, δώσε την στον πιστό σου υπηρέτη, τον δικό μου υποψήφιο.

Τότε ο νεαρός άνδρας, που είχε ακούσει τις υποψηφιότητες πίσω από την κουρτίνα (εκεί τον είχε κρύψει ο Κάρολος) έγειρε προς την καρέκλα του Βασιλιά, τον αγκάλιασε μέσα από την κουρτίνα και φώναξε, Ω Κύριε και βασιλιά, μείνε σταθερός και μην αφήσεις κανένα να σου πάρει την δύναμη που σου δόθηκε από τον Θεό». Ιδού, λοιπόν, ποιοι και πως αναδεικνύονταν ποιμένες του δυστυχούς ποιμνίου. Θα ήταν ουτοπία να πιστέψουμε, ότι αυτοί οι επίσκοποι υπάκουαν σε κάποιον άλλο πλην του Τευτονοφράγκου ηγεμόνα.

Ο Ρωμαίος Ποντίφικας δεν είχε καμιά εκκλησιαστική επιρροή στην Φραγκία. Το λεγόμενο παπικό κράτος δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτα παραπάνω, από τον περιορισμό της πνευματικής του καθοδήγησης στην πόλη της Ρώμης και κάποιες ακόμη πόλεις της μέσης Ιταλίας. Η εθναρχική του, όμως καθοδήγηση στους υπόδουλους Ρωμαϊκούς πληθυσμούς φαίνεται να ήταν σημαντική. Γι' αυτό και οι Φράγκοι ξεκίνησαν από την εποχή αυτή να καταλάβουν και την Αγία Έδρα. Δύο εμπόδια συνάντησαν σε αυτή τους την προσπάθεια. Την σθεναρή αντίσταση των Ρωμαίων πολιτών και τις αποφάσεις της Συνόδου του Λατεράνου του 769 μ.Χ.

Η σύνοδος αυτή είχε συγκληθεί από τον πάπα Στέφανο Β' για ν' αποκαταστήσει την Αγία Έδρα εξ αιτίας της κατάληψής της από τον αντιπάπα Κωνσταντίνο. Στην σύνοδο συμμετείχαν και δώδεκα Φράγκοι επίσκοποι. Στην Τρίτη συνεδρίαση αποφασίστηκε, ότι στο εξής στην διαδικασία εκλογής του πάπα θα συμμετείχε όλος ο κλήρος της πόλεως της Ρώμης, και οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι καρδινάλιοι- διάκονοι ή καρδινάλιοι-ιερείς δηλ. διάκονοι ή ιερείς της επισκοπής της Ρώμης.

Στις αποφάσεις αυτές για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος Καρδινάλιος. Στην εφαρμογή της η απόφαση αυτή σήμαινε, ότι δεν μπορούσε να εκλεγεί μη-Ρωμαίος πάπας. Στο μέλλον η Ρωμαϊκή εθνικότητα θα ήταν αποφασιστικός παράγων στην εκλογή του Πάπα. Φράγκοι αποκλείονταν. Οι δώδεκα Φράγκοι επίσκοποι δεν αντιλήφθηκαν σε τι συναινούσαν. Οι προσπάθειες κατάληψης του Πατριαρχείου της Ρώμης δεν ευοδώθηκαν, αλλά και δεν σταμάτησαν. Για τους επόμενους δύο αιώνες η Παπωσύνη πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει.

Ο Λουδοβίκος ο «Ευσεβής» για να ελέγξει όσο μπορούσε τις Παπικές εκλογές εξέδωσε το 824 μ.Χ. διάταγμα βάσει του οποίου η ανάδειξη ενός πάπα έπρεπε να έχει και την Βασιλική αποδοχή.

Η Στέψη του Καρόλου και ο Αυτοκρατορικός Τίτλος 

Αλλά ας επιστρέψουμε στην εποχή του Καρόλου. Ο πάπας Ανδριανός Α' απεβίωσε το 795 μ.Χ. και αμέσως στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ανήλθε ο Λέων Γ'. Αυτός έσπευσε ν' ανακοινώσει την εκλογή του στον Κάρολο (επιστολή νο 10, στην έκδοση του Jaffe) και συνημένα απέστειλε τα κλειδιά του τάφου του Αποστόλου Πέτρου και το έμβλημα της Ρώμης. Ταυτόχρονα ζητούσε την παρουσία απεσταλμένου (οι γνωστοί missi) για να λάβει όρκο υποτέλειας από τον λαό της Ρώμης.

Τέτοιους όρκους συγκέντρωσαν οι missi του Καρόλου δύο φορές στην διάρκεια της βασιλείας του. Την πρώτη φορά όταν στέφθηκε επίσημα Βασιλιάς το 788 μ.Χ. και άλλη μια φορά μετά την αυτοκρατορική του στέψη. Το σχετικό Καπιτουλάριο (Capitulare Missorum Generale, 802 μ.Χ.) βρίσκεται σε πολλές συλλογές πηγών Μεσαιωνικής ιστορίας. Αυτή η πολιτική κίνηση του Πάπα (φαίνεται πως) δυσαρέστησε τους πολίτες και την άρχουσα τάξη της Ρώμης και, ίσως, είναι αιτία για τις ενέργειες που έγιναν εναντίον του.

Η αλήθεια είναι πως ούτε στον Βίο του, ούτε στα Φράγκικα χρονικά αναφέρονται οι αιτίες της γενικής δυσαρέσκειας εναντίον του. Στο Βίο του Καρόλου από τον Εϊνάρδο αναφέρεται, ότι ο όχλος της Ρώμης τον συνέλαβε, τον τύφλωσε και του έκοψε την γλώσσα. Αυτά γενικά θεωρούνται απίθανα, καθώς στην στέψη του Καρόλου, ο ίδιος Πάπας φαίνεται να χαίρει άκρας υγείας, με τον βιογράφο του να μιλά για θαυματουργική ίαση.

Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν τον πάπα στην αγκαλιά του Κάρολου, ο οποίος τον αποκατέστησε άμεσα με την βοήθεια Φράγκικης στρατιωτικής δύναμης το 799 μ.Χ. Σχεδόν ένα χρόνο μετά ήρθε και ο ίδιος στην Ρώμη και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα. Οι κύριες πηγές αυτής της ιστορίας είναι εκτός του πολύ συνοπτικού Εϊνάρδου, η συγκεντρωτική έκδοση των διαφόρων χειρογράφων του Χρονικού του Lorsch ( annals Laureshamenses) και τα annales regni Francorum και τα δυο με σπονδυλωτή χρονολογική σύνταξη.

Είναι περίεργο πως ένα τόσο σημαντικό γεγονός (για την ιστορία της δυτικής Ευρώπης) καταγράφηκε πολύ περιληπτικά από τα διάφορα χρονικά. Το συμπίληρομά τους είναι απαραίτητο για την πλήρη περιγραφή του. Ο Κάρολος έφθασε στην Ρώμη στις 24 Νοεμβρίου του 800 μ.Χ. Την πρώτη Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη. Κατά την διάρκειά της ο Πάπας ορκίστηκε για την αθωώτητά του ενώπιον του Καρόλου. Η φλυαρία περί μη εκδίκασης του Πάπα από κανένα καταρρίπτεται από την παρουσία και μόνο του Φράγκου Βασιλιά.

Στις 25 του μηνός κατά την διάρκεια της Χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας ο Πάπας απίθωσε στο κεφάλι του Καρόλου το χρυσό στέμμα και ο λαός τον ανακήρυξε Αύγουστο και ειρηνικό αυτοκράτορα. Στα παρεπόμενα αυτής της παντομίμας στέψης ο Εϊνάρδος αναφέρει ότι ο Κάρολος δεν γνώριζε τις προθέσεις του Πάπα. Αν τις γνώριζε δεν θα πήγαινε στην Ρώμη. Είναι, όμως οι καταγραφές των χρονικών που προαναφέραμε που διαψεύδουν τον Εϊνάρδο.

Ο Roger Collins στα annals Laureshamenses διαβάζει ότι μια μεγάλη σύναξη των Φράγκων τον Αύγουστο στο Mainz (ο μήνας δίνεται στα annals regni Francorum) και την λήψη της απόφασης να πάει ο Κάρολος στην Ρώμη. Ο ίδιος θεωρεί την άρνηση του Καρόλου, ως δείγμα καλής πολιτικής συμπεριφοράς κατά την αρχαιότητα. Το τυπικό αυτό ακολούθησαν πολιτικοί ηγέτες, από τον Ιουλιανό το 360 μ.Χ. ως τον Βησιγότθο Ουάμπα το 672 μ.Χ. Συνεπώς η καταγραφή του Εϊνάρδου δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν.

Η στέψη του Καρόλου ήταν προσχεδιασμένη και όχι αυθόρμητο γεγονός. Από την πλευρά τους τα βασιλικά χρονικά δεν αναφέρουν την στέψη το 800 μ.Χ. αλλά το 801 μ.Χ. Τα annales Mosellani αναφέρουν ότι κάποιοι άνθρωποι ήρθαν ενώπιον του Καρόλου λέγοντας πως το όνομα του αυτοκράτορα είχε εκλείψει ανάμεσα στους Γραικούς. Τους κυβερνούσε μια γυναίκα, με το όνομα Ειρήνη (επρόκειτο για την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία), η οποία είχε φυλακίσει τον γιο της κατόπιν προδοσίας και σφετερίστηκε τον αυτοκρατορικό τίτλο.

Υποτίθεται, λοιπόν, ότι μόλις τ' άκουσαν αυτά, ο Πάπας και η σύγκλητος της Ρώμης και των Φράγκων, συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να δώσουν στον Κάρολο τον τίτλο του αυτοκράτορα. Οι ιστορικές ανακρίβειες προκαλούν κατάπληξη. Να σταθούμε στην ακριβή γνώση που είχε ο Κάρολος για τα τεκταινόμενα στην Κωνσταντινούπολη. Ήδη από το 781 μ.Χ. γινόταν συνοικέσιο μεταξύ Καρόλου και Ειρήνης για τον γάμο του Κωνσταντίνου Στ' με την κόρη του Καρόλου Ροτρούδη (Ερυθρώ).

Η διάλυση του συνοικεσίου το 787 μ.Χ. έδωσε τροφή σε φήμες για ενδεχόμενο γάμο του Καρόλου και της Ειρήνης. Από την άλλη η αυτοκράτειρα Ειρήνη (σημειωτέον υπέγραφε πάντα ως «βασιλεύς» και όχι ως Βασίλισσα) κυβερνούσε μόνη από το 797 μ.Χ. Αυτά τα ήξερε ο Κάρολος και κατέστρωσε ανάλογα τα σχέδιά του.

Η άνοδος του Νικηφόρου Α' το 802 μ.Χ. στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης έδωσε νέα δυναμική στις σχέσεις των Ρωμαίων με τους Φράγκους. Δεν αναγνώρισαν τον αυτοκρατορικό του τίτλο και πως θα μπορούσαν άλλωστε, εφόσον δεν του είχαν αναγνωρίσει ούτε τον Βασιλικό τίτλο. Η στροφή του δεύτερου προς την Βαγδάτη εγκαινίασε μια νέα εποχή στις διπλωματικές σχέσεις Φράγκων-Αράβων, αλλά εκτός από έναν ελέφαντα και κάποια άλλα μπιχλιμπίδια δεν απέδωσαν κάτι παραπάνω. Ούτε ο χαλίφης αναγνώρισε τον τίτλο του ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων, θέλοντας ν' αποφύγει την ανάμιξη των Φράγκων στις υποθέσεις της Ιερουσαλήμ και του εκεί πατριαρχείου.

Η βασική διαφορά στην πολιτική ιδεολογία των Φράγκων και των Ρωμαίων είναι η ακόλουθη. Ο Φράγκος Βασιλιάς είναι εκ Θεού εστεμμένος (rex a Deo coronatus) και θεωρεί το βασίλειο ιδιοκτησία του, όπως ακριβώς τα γαιοκτήματα ή τους θησαυρούς του. Την εκμετάλλευσή του αναθέτει στους κατόχους τίτλων ευγενείας (δούκες, Κόμητες, Βαρώνους, Μαρκήσιους), μέσω ενός πυραμιδικού ιεραρχικού συστήματος.

Αυτοί σε ανταπόδοση του οφείλουν την πίστη τους. Ως περιουσιακό στοιχείο το βασίλειο κληρονομούν οι άρρενες απόγονοι του μονάρχη. Τα ευεργετήματα του βασιλιά (beneficia) γίνονται επίσης κληρονομικά, ώστε ο όρκος πίστης του γαιοκτήμονα προς τον άρχοντά του, η υποτέλεια, να μεταφέρονται στην επόμενη γενεά. Με τον τρόπο αυτό οι γαιοκτήμονες σφετερίστηκαν την δημόσια αρχή.

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θεωρείται από τους κατοίκους της ως η επί γης βασιλεία των Ουρανών. Σ' αυτήν ο αυτοκράτορας βρίσκεται εις τύπον και τόπον Χριστού, ως αξίωμα, είναι ο εκ Θεού εκλεγμένος (κάποιες φορές κατά παραχώρησιν Θεού) κυβερνήτης. Όπως ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, έτσι και ο αυτοκράτορας είναι η κεφαλή της αυτοκρατορίας. Αυτή δεν είναι κτήμα του. Δεν μπορεί να την παραχωρήσει ή να την κληροδοτήσει. Ο γιος του αυτοκράτορα δεν γίνεται κληρονομικώ δικαίω αυτοκράτορας.

Δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει την άνοδο στην εξουσία ή την διαδοχή. Στην διαδικασία που ακολουθεί ο υποψήφιος για το αυτοκρατορικό αξίωμα στηρίζεται σε πολιτειακούς παράγοντες, που προέρχονται από όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις (στρατός, δήμοι, σύγκλητος, εκκλησία κ.α), όπως και ο ίδιος. Γι' αυτό και καλούνται βάσεις του πολιτεύματος. Στο πολίτευμα αυτό οι κάτοχοι δημόσιων αξιωμάτων, οι δημόσιοι λειτουργοί, είναι βοηθοί του αυτοκράτορα στην διακυβέρνηση της αχανούς αυτοκρατορίας.

Τα αξιώματα αυτά δεν είναι κληρονομικά. Ο αυτοκράτορας διορίζει τους δημόσιους υπαλλήλους κάθε βαθμίδας. Εδώ θέλουμε να επισημάνουμε κάτι. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το οικουμενικό κράτος, που απλώθηκε στα εδάφη που κάποτε ανέτειλαν οι μεγάλες αρχαίες αυτοκρατορίες. Στους κόλπους της συμπεριέλαβε αρχαίους λαούς και τους ανανέωσε με τον Χριστιανισμό.

Το πολίτευμά της ήταν η συνέχεια της συμπυκνωμένης πολιτικής σοφίας των μεγάλων αυτών κρατικών μορφωμάτων. Το σύστημα ανάδειξης αυτοκράτορα εντυπωσιάζει για της αξιοκρατική μέθοδό του, παρά την έλλειψη νομικού πλαισίου, όπως και το σύστημα των προσλήψεων και των προαγωγών του δημόσιου τομέα.

Η παραπάνω εκτεθείσα πολιτική ιδεολογία βρήκε τον καλύτερο τρόπο έκφρασης μέσα από το Προοίμιον (praefatio) των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Αυτό για δυο λόγους.

Πρώτον, τα αυτοκρατορικά διατάγματα εκφωνούνταν ή αναρτιόνταν σε κοινή θέα κι έτσι μπορούσαν να προσεγγίσουν οι αυτοκράτορες τους υπηκόους τους, ν' απευθυνθούν σε αυτούς, σε εποχές που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα.

Δεύτερον, και σημαντικότερον, η αυτοκρατορική νομοθεσία της Νέας Ρώμης ήταν γνήσιος συνεχιστής του Ρωμαϊκού νόμου από την εποχή της Δημοκρατίας. Ενώ διοικητικές και κοινωνικές δομές άλλαξαν με την πάροδο των αιώνων, στο δίκαιο (ius) φαίνεται η αδιάσπαστη συνέχεια της Παλαιάς από την Νέα Ρώμη.

Το μεγάλο επίτευγμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η έννομη τάξη, διατηρήθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ως εκχριστιανισμένη ρωμαϊκή κληρονομιά. Οι μεγάλες κωδικοποιήσεις του Ιουστινιανού, του Λέοντα ΣΤ', του Κωνσταντίνου Ζ', ελάχιστες καταργητικές διατάξεις περιείχαν. Νόμοι που είχαν περιπέσει σε αχρησία από χρόνια παρέμεναν σ' αυτές, με συντομευμένη μορφή. Δεν συνέβη το ίδιο στη Δύση.

Η μελέτη του νομικού συστήματος της αυτοκρατορίας θα μπορούσε από μόνη της να καταλάβει ξεχωριστή έδρα στα πανεπιστήμια. Εμείς θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα απαραίτητα σε λίγες παραγράφους, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει το γιατί δεν ήταν η Φραγκία, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Οι δυτικοί επιστήμονες αρέσκονται να μιλούν για «αποσύνθεση» του Ρωμαϊκού νόμου στις επαρχίες του Ρωμαϊκού κράτους που καταλήφθηκαν από τους βάρβαρους. Αφού περιγράψουμε εν συντομία τα γεγονότα θα εξηγήσουμε το γιατί δεν συμφωνούμε με την χρησιμοποίηση του παραπάνω όρου. Μετά την κατάληψη των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, τρία κύρια νομικά συστήματα επικράτησαν σε αντικατάσταση του Ρωμαϊκού:

α) Το Breviarium Alaricianum ή αλλιώς Lex Romana Visigothorum, επί Αλάριχου Β' το 506 μ.Χ. στις επαρχίες των Βησιγότθων, την Ιβηρική χερσόνησο, την Νότια Γαλατία, ίσως στο Τύρολο και άλλες περιοχές της Β. Ιταλίας,

β) Το Lex Romana Burgundionum, επί Γανδοβαύδου, λίγο πριν το 506 μ.Χ. στην επικράτεια των Βουργουνδών, το οποίο είχε περιορισμένη τοπική ισχύ, γι' αυτό και εξελίχθηκε στο εθνικό τους δίκαιο, μετά την κατάληψή τους από τους Φράγκους,

γ) Και το Edictum Theodorici, επί Θεοδώριχου το 508 μ.Χ. στην Ιταλία των Οστρογότθων, του οποίου η ισχύ καταργήθηκε μετά την απελευθέρωση, επί Ιουστινιανού.

Έκτοτε στις απελευθερωμένες επαρχίες επανήλθε το Ρωμαϊκό σύστημα που ίσχυε στην Ανατολή. Και τα τρία αυτά παράγωγα συστήματα είναι υβριδικά, μείγμα Ρωμαϊκών διατάξεων, με τις περισσότερες παρμένες από τον Θεοδοσιανό Κώδικα και από έργα γνωστών Ρωμαίων νομικών (Παύλος, Γάϊος, Παπινιανός), με βαρβαρικά έθιμα.

Την παρακμή του Ρωμαϊκού δικαίου ακολούθησε και ταυτόχρονη παρακμή της νομικής γραμματείας. Να διευκρινίσουμε ότι αυτό δεν οφείλεται στις βαρβαρικές κατακτήσεις. Ως διαδικασία ξεκίνησε μετά τα χρόνια του Διοκλητιανού και την αντικατάσταση των κλασσικών νομικών από τα αυτοκρατορικά όργανα νομοθεσίας. Τον κλασικισμό στην νομική επιστήμη ακολούθησε η περίοδος του εκλαϊκευμένου δικαίου (Vulgarrecht), περίοδος κατά την οποία τα διατάγματα εκδίδονταν σε γλώσσα κατανοητή από τον λαό.

Ο λαϊκισμός, λόγω της καθαρότητας του λόγου του, προτιμήθηκε στα Γερμανικά εθνικά δίκαια, ενώ οι κλασσικές νομικές συγγραφές παραμερίστηκαν, χάριν του «Κανόνα», συλλογής κλασσικών συγγραμμάτων. Την περίοδο περίοδο που ο πάπυρος αντικαταστάθηκε από την περγαμηνή, μόνο όσα συγγράμματα περιέχονταν στον «Κανόνα» μετεγγράφηκαν στο νέο υλικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά νομικά έργα να χαθούν. Από το Ρωμαϊκό δίκαιο διατηρήθηκαν μόνο όση νόμοι ήταν σε χρήση. Στην Ανατολή δεν συνέβη αυτό.

Την τάση για λαϊκισμό αντιμετώπισαν οι νομικές σχολές της Βηρυτού και την Κωνσταντινουπόλεως με επιτυχία και το κλίμα ανεστράφη. Μεγάλη επιτυχία των νομικών κύκλων θεωρείτε ο «αναφορικός νόμος» (ή νόμος των παραπομπών). Βάσει αυτού του νόμου τα έργα των ύστερων κλασσικών, Παπινιανού, Παύλου, Ουλπιανού, Μοδεστίνου, Γαΐου, μετατράπηκαν σε ισχύον δίκαιο, υπό προϋποθέσεις.

Ως εκ τούτου αναζωπυρώθηκε η αντιγραφή των έργων τους και αυτά τέθηκαν σε ευρεία κυκλοφορία. Η επέμβαση του αναγεννημένου κλασικισμού διέσωσε στην αυτοκρατορία έργα, που διαφορετικά θα είχαν απολεσθεί για πάντα.

Στο κράτος των Φράγκων τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εκεί ισχύον δίκαιο ήταν για τους ίδιους ο Σαλικός Νόμος, όπως είδαμε παραπάνω, ενώ για τους κατακτημένους λαούς, καθένας κρίνονταν βάσει του εθνικού του δικαίου. Ο γνωστός αντι-σημίτης Αγοβάρδος (779-840 μ.Χ.), Αρχιεπίσκοπος Λυών, και ένθερμος υποστηρικτής του Καρόλου, μας μεταφέρει, ότι στην εποχή του ήταν συνηθισμένο, όταν πέντε άνθρωποι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο, καθένας απ' αυτούς να είναι υποκείμενος σε διαφορετικό δίκαιο.

Για την Εκκλησία ίσχυε το Ρωμαϊκό δίκαιο, διότι σ' αυτό υπαγόταν η Αγία Έδρα, και ως εθναρχικό κέντρο μετέδιδε τα δικαιώματά της στις Μητροπόλεις και Επισκοπές της δικαιοδοσίας της. Στον βίο του Αγίου Βενέδικτου διαβάζουμε την εξής ιστορία: σε μια διαμάχη μεταξύ δύο μοναστηριών, του Αγ. Διονυσίου και του Fleury στον Λίγηρα, εκπρόσωποι οδηγούνται ενώπιον Φράγκικου δικαστηρίου για να εκδικαστεί η υπόθεση. Επειδή τα μοναστήρια είναι υποκείμενα του Ρωμαϊκού δικαίου η δίκη αναβάλλεται μέχρι να έρθουν ειδικοί εμπειρογνώμονες.

Στην δεύτερη συνεδρίαση, κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, οι μάρτυρες καλούνται να μονομαχήσουν, για ν' αποδείξουν την αλήθεια των λόγων τους. Ένας εκ των εμπειρογνωμόνων διαμαρτύρεται, διότι αυτή δεν είναι η Ρωμαϊκή πρακτική, αλλά η εξέταση των μαρτύρων και των εγγράφων, διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε τελικά. Η κωδικοποίηση του δικαίου από τον Κάρολο, την οποία ανήγγειλε ο Εϊνάρδος, περιορίστηκε σε κυβερνητικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας.

Δεν ενοποίησε τα εθνικά νομικά συστήματα, πολύ δε περισσότερο, δεν αύξησε την επίδραση του Ρωμαϊκού νομικού συστήματος στην επικράτειά του. Η «αποσύνθεση» του Ρωμαϊκού νόμου στην Δύση, ως διαδικασία συνεχίστηκε σε όλη την βασιλεία των Καρολιδών, και ακόμη περισσότερο, μέχρι το τέλος του ΙΑ' αι., όταν ένα χειρόγραφο του Πανδέκτη (η γνωστή Florentina), ανακαλύφθηκε ή αποκαλύφθηκε στην Πίζα.

 Το κείμενο του Πανδέκτη μελετήθηκε από την σχολή της Μπολόνια, τον Irnerius και τους μαθητές του και αποτέλεσε την βάση του σχολαστικισμού. Ο καιρός ήταν κατάλληλος για την αναβίωση του Ρωμαϊκού νόμου, εφόσον η Αγία Έδρα είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, και αυτοί δεν φοβόταν πλέον την επίδραση που θα είχε αυτός στην εξέλιξη του έθνους τους. Αντίθετα, τον χρειαζόταν για να θεμελιώσουν τις αυτοκρατορικές τους αξιώσεις.

Το ισχυρό πλεονέκτημα της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης ήταν, ότι το νομικό της σύστημα (ποινικό, αστικό, δικονομικό και δημόσια διοίκηση) ήταν γνήσιο τέκνο του Ρωμαϊκού νόμου. Ως τέτοιο σεβάστηκε και διατήρησε την κληρονομιά του. Δεν συνέβη αυτό στην Δύση. Εκεί καμιά αποσύνθεση δεν έλαβε χώρα, καθώς μια τέτοια διαδικασία προβλέπει αυτονομία, αυτοματισμό. Ο νόμος ούτε φυσική υπόσταση έχει, ούτε αυθύπαρκτη οντότητα είναι, αλλά λαμβάνει ύπαρξη από την βούληση των κρατούντων για έννομη τάξη και την επιθυμία τους να τον εφαρμόσουν.

Αυτή η εξάρτηση οδήγησε στην δημιουργία των καταστατικών χαρτών και συνταγμάτων σε μεταγενέστερες εποχές. Από την άλλη το δίκαιο περιέχει και παρέχει την δυνατότητα για την διαμόρφωση κοινωνικών δομών. Αυτό φαίνεται πως κατάλαβαν οι Φράγκοι, οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν θέλησαν να αναμιχθούν με τους κατακτημένους Ρωμαίους, και ν' απορροφηθούν πολιτισμικά από έναν ανώτερο πολιτισμό. Φρόντισαν, λοιπόν, να περιορίσουν στο ελάχιστο το ισχύον Ρωμαϊκό δίκαιο.

Γι' αυτό και δεν συμφωνούμε με τους όρους «αποσύνθεση» και «παρακμή», που συναντήσαμε στην δυτική ιστοριογραφία. Πως, λοιπόν αξιώνουν το κράτος τους να είναι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» και οι ίδιοι αυτοκράτορές της; Πως ο γιος της Άγαρ αξιώνει τα πρωτοτόκια από τον γιο της Σάρα;

Με αυτά υπ' όψιν δεν απορούμε για την άποψη της Δύσης για την θέση της αυτοκράτειρας Ειρήνης. Οι Δυτικοί δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση ν' ανεχθούν να κυβερνώνται από βασίλισσα ή, για να το θέσουμε με φεουδαλιστικούς όρους, δεν θα γίνονταν ποτέ υποτελείς σε καμιά βασίλισσα, όσο γαλαζοαίματη και αν ήταν. Αλλά αυτοί κατοικούσαν στο δικό τους νεότευκτο βασίλειο και όχι στην αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η άποψή τους ήταν απλώς... άποψή τους και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις της Κωνσταντινούπολης.

Η Κωνσταντινούπολη, οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν αυτοκράτορα εξ' αποστάσεως. Λόγω του ισχύοντος τρόπου εκλογής του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, ο Καρλομάγνος θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο με την ψήφο του λαού ή/και της Εκκλησίας της Ρώμης. Για να τον κερδίσει θα έπρεπε να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του υφιστάμενου αυτοκράτορα των Ρωμαίων και να τον εκθρονίσει. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ο Καρλομάγνος δεν είδε ποτέ την Κωνσταντινούπολη ούτε από μακριά. Ο μόνος Ρωμαϊκός τίτλος που κέρδισε ήταν αυτός του σφετεριστή.

Διά της ισχύος των όπλων του συνένωσε μεγάλες εδαφικές εκτάσεις σε ένα ενιαίο κρατικό μόρφωμα. Δεν επανασύστησε την Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Δεν δημιούργησε ούτε καν το κράτος των Φράγκων. Αυτό το είχε κάνει ο Χλωδοβίκος. Είναι αλήθεια, ότι δημιούργησε νέους θεσμούς για την διακυβέρνηση του κράτους αυτού και ότι υπήγαγε σε αυτό τα γειτονικά υποτελή δουκάτα. Κι έτσι, όμως τα Δουκάτα δόθηκαν σε νέους, Φράγκους δούκες με καθεστώς υποτέλειας, που σε κάποιες περιπτώσεις σήμαινε ημι-αυτονομία.

Για παράδειγμα οι Δούκες αυτοί είχαν το δικαίωμα να κόβουν δικά τους νομίσματα. Για να λάβει ο Καρλομάγνος τον τίτλο του δυτικού Ρωμαίου αυτοκράτορα έπρεπε η Κωνσταντινούπολη να του στείλει τα αυτοκρατορικά διάσημα. Αυτά, όπως είδαμε παραπάνω, τα είχε επιστρέψει ο Οδόακρος στην Νέα Ρώμη. Χωρίς αυτά μπορούσε να κατέχει τον τίτλο του αυτοκράτορα, εφόσον έτσι ονόμαζε τον εαυτό του στο εσωτερικό και αν μπορούσε να βρει διεθνή αναγνώριση, αλλά όχι τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων.

Μια συστηματική έρευνα στα διατάγματά του δείχνει, ότι και ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε επίσημα αυτόν τον τίτλο. Δειγματοληπτικά, στην Karoli epistola generalis βρίσκουμε τον τίτλο του πριν την στέψη: «Karolus Dei fretus auxilio rex Francorum et Langobardorum ac patricius Romanorum...». Την πιο επηυξημένη μορφή του τίτλου του βρίσκουμε στην Divisio Regnorum, πιο γνωστή ως ordinatio της Θιονβίλλης (Theodonis villa) του 806 μ.Χ.:

«In nomine Patris et filii et Spiritus Sancti. Karolus serenissimus augustus, a Deo coronatus, magnus pacificus imperator, Romanum gubernans imperium, qui et per misericordiam Dei rex Francorum atque Langobardorum, omnibus fidelibus sanctae Dei aeclaesiae ac nostris praesentibus scilicet et futuris». Η ακριβής ερμηνεία είναι «που κυβερνά την αυτοκρατορία των Ρωμαίων». Και είναι αλήθεια ότι κυβερνούσε Ρωμαίους, αλλά όχι την αυτοκρατορία τους.

Μέσα απ' όλα αυτά βλέπουμε το πόσο συνδεδεμένος ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ήταν τόσο ασίγαστος ο πόθος των Φράγκων για τον τίτλο αυτό, ώστε για να τον σφετερισθούν σκέφθηκαν το εξής παράδοξο. Γι' αυτούς Ρωμαίοι έγιναν οι κάτοικοι της Ιταλικής Ρωμανίας, ενώ η υπόλοιποι Ρωμαίοι στην Ανατολή ονομάσθηκαν Γραικοί. Στο σημείο αυτό ξεκίνησε η περιπέτεια των εθνικών μας ονομάτων, που κατέληξε να ονομάζονται σήμερα οι Ρωμαίοι «Βυζαντινοί».

Αν ένας σημερινός Έλληνας μπορούσε να συναντήσει κάποιον πρόγονό του της εποχής εκείνης και τον αποκαλούσε «Βυζαντινό», το πιο πιθανό είναι ότι ο τελευταίος θα τον κοιτούσε με απορία χωρίς να καταλαβαίνει σε τι αναφέρεται. Αλλά και σε πιο μεταγενέστερες εποχές τα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η Ρωμανία. Ο Μακρυγιάννης για παράδειγμα είχε συνείδηση της Ρωμαϊκότητάς του, της Ρωμηοσύνης του.

Καρλομάγνος και Εκκλησία

Το μεγάλο γεγονός που συντάρασσε την Εκκλησία επί δεκαετίες ήταν η Εικονομαχική έριδα. Η ανάληψη τη εξουσίας από την Ειρήνη την Αθηναία, ως επιτρόπου του ανήλικου Κωνσταντίνου Στ' μετά τον θάνατο του συζύγου της Λέοντα Δ' (780 μ.Χ.), δημιούργησε κλίμα ευνοϊκό για την επίλυση της διαμάχης, με την κατίσχυση των θέσεων των εικονολατρών (αντιμεταρρυθμιστών).

Η σύγκληση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου το 786 μ.Χ., αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, και η ολοκλήρωση των εργασιών το επόμενο έτος στην Νίκαια της Βιθυνίας (24 Σεπτεμβρίου-13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ.), έδωσαν την δογματική λύση στο ζήτημα και προσωρινή ειρήνη στην Εκκλησία μέχρι το 814 μ.Χ.

Την χρονιά αυτή οι εικονομάχοι (μεταρρυθμιστές), έχοντας εκπροσώπους στο στρατιωτικό και πολιτικό κατεστημένο της Ρωμαϊκής πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη), ανακίνησαν την έριδα, μέσω του Λέοντος Ε' του Αρμένιου. Οριστικά το θέμα λύθηκε από την Αυγούστα Θεοδώρα, μητέρα και επίτροπο του ανήλικου Μιχαήλ Γ' το 843 μ.Χ. Μέσα σ' αυτό το χρονολογικό πλαίσιο ας δούμε και της κινήσεις που έγιναν στην Δύση.

Ήδη αναφερθήκαμε στην σύγκληση συμβουλίου στο Gentilly (Gentiliacum) το 767 μ.Χ. όπου συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το θέμα των εικόνων. Επίσης αναφερθήκαμε και στην Σύνοδο του Λατεράνου το 769 μ.Χ. και στα θέματα που αντιμετώπισε. Στην τέταρτη συνεδρίαση της Συνόδου αυτής συζητήθηκε το θέμα της προσκύνησης των εικόνων και η «ακέφαλη σύνοδος» του 754 μ.Χ. αναθεματίσθηκε. Η Δύση τάχθηκε σ' αυτήν την Σύνοδο (του Λατεράνου) υπέρ της προσκύνησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόντες ήταν δώδεκα επίσκοποι των Φράγκων, εκ των οποίων μόνο ο Wilichar της Sens φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου. Ο Hefele ακολουθώντας τον Cajetan Cenni αναφέρει, ότι την εποχή αυτή ο τίτλος του Μητροπολίτη και η οργάνωση της Μητρόπολης δεν υπάρχουν στην Φραγκία. Αυτό θα το δούμε λίγο παρακάτω. Επίσης παρόντες ήταν και επίσκοποι από την Τοσκάνη και την Καμπανία, περιοχές που είχαν υπαχθεί στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης από τον Λέοντα Γ'.

Το 790 μ.Χ. ο Πάπας Ανδριανός απέστειλε στον Κάρολο τα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Ο Φράγκος ηγεμόνας, μέσα στην παντοδυναμία του, θεώρησε υποτιμητικό για την Εκκλησία του ν' αποδεχθεί αποφάσεις που είχαν παρθεί στην Ανατολή. Εξέδωσε, λοιπόν το δικό του μανιφέστο, τα γνωστά Libri Carolini (Opus Caroli Regis Contra Synodum), το οποίο περιείχε την θεολογία που έπρεπε ν' ασπασθεί η δυτική Εκκλησία κατ' εντολήν του «αυτοκράτορα». Σ' αυτά απέρριψε την προσκύνηση των εικόνων, πρακτική που ακολουθούσε η δυτική Εκκλησία και ο Πάπας.

Στην Φραγκία υπήρχαν τώρα πια 19 Μητροπολίτες, έτοιμη να συγκατανεύσουν σε κάθε του επιθυμία (21 στο σύνολο υπολογίζει ο Εϊνάρδος μαζί με την Ρώμη και την Ραβέννα). Το έργο ήταν τετράτομο, αποτελούνταν από 120 ή 121 κεφάλαια, εκ των οποίων μόνο τα 85 εστάλησαν στον πάπα Ανδριανό. Άσχετα με τον τίτλο τους, κανένας δεν αποδίδει την συγγραφή του έργου στον Κάρολο.

Κατά τον Henry Percival συγγραφέας θεωρείται ο Αλκουΐνος, ενώ κατά την Freeman πιθανότερος είναι ο Θεοδούλφος της Ορλεάνης, ένας Βησιγότθος στην καταγωγή κληρικός. Κατά την ίδια στον Πάπα Ανδριανό εστάλη ένα προσχέδιο των Libri Carolini, το Capitulare adversus synodum, γεγονός που δικαιολογεί την διαφορά στον αριθμό των κεφαλαίων. Θεωρεί το εκτενέστερο έργο ως τα πρακτικά της Συνόδου της Φρανκφούρτης του 794 μ.Χ. Ακόμα και αν δεν είναι ο Αλκουΐνος συγγραφέας του έργου, ήταν σίγουρα ένθερμος υποστηρικτής των θέσεων του Καρόλου και τις προώθησε στην Βρετανία, προετοιμάζοντας τον Εθελάρδο,

Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και τους εκεί επισκόπους για την Σύνοδο της Φρανκφούρτης. Σε κάθε περίπτωση, η βαρβαρίζουσα γλώσσα του έργου, με εκφράσεις όπως argumenta insanissima et absurdissima (εντελώς τρελή και εξωφρενική λογική) & derision dignas naenias (κατεβατό άξιο λοιδορίας - αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου), καταδεικνύουν το απαίδευτο του συντάκτη.

Έχει προταθεί η άποψη, ότι η διαφοροποίηση της δυτικής εκκλησίας στο θέμα της προσκύνησης των αγίων εικόνων προέρχεται από κακή απόδοση του όρου «προσκύνησις», που χρησιμοποιήθηκε και στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, με το Λατινικό «adoro», δηλ. «λατρεία». Πρώτος που έδωσε αυτή την εξήγηση είναι ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος με τα εξής λόγια: «ο Μεταφραστής παρεξήγησε το πνεύμα της Ελληνικής γλώσσας καθώς και της Λατινικής, κι έκανε κατά λέξη μετάφραση˙ και με τέτοιο τρόπο ώστε μόλις μετά βίας καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει.

Έκτοτε κανείς δεν διαβάζει την μετάφραση και κανένα αντίγραφό της δεν έχει γίνει». Και αναρωτιέται κανείς - στους τόσους αιώνες που πέρασαν δεν βρέθηκε κάποιος να μεταφράσει σωστά τα πρακτικά της Συνόδου; Η επίσημη θέση της δυτικής εκκλησίας στο θέμα των εικόνων ελάχιστα διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις του Καρόλου, όπως αυτές διατυπώνονται στα Libri Carolini. Έκτοτε ούτε ένας δεν βρέθηκε να εξηγήσει την διαφορά προσκύνησης και λατρείας στους Φράγκους;

Και αν οι δυτικοί δεν θέλουν να λατρεύουν τις εικόνες, όπως δεν θέλουν και οι Ορθόδοξοι, τι τους απαγορεύει να τις προσκυνούν, όπως και οι Ορθόδοξοι; Την εξήγηση νομίζω δίνει ο Henry Percival : «είναι σίγουρο και πέρα από κάθε πιθανότητα αμφιβολίας, ότι ο συγγραφέας ή οι συγγραφείς δεν είχαν διαβάσει ποτέ τις πράξεις και τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Και ακόμα παραπέρα αυτός ή αυτοί αγνοούσαν εντελώς τι συνέβη στο Συμβούλιο (Conciliabulum κατά τον συγγραφέα, ακέφαλη σύνοδος καθ' ημάς) του 754 μ.Χ.».

Εν ολίγοις ο Κάρολος και οι Φράγκοι ή Βησιγότθοι (Θεοδούλφος) ή Νορθούμβριοι (Αλκουΐνος) αυλικοί του δεν ενδιαφέρονταν για την Ορθόδοξη θέση έναντι των εικόνων, αλλά για την διαφορετική. Ήθελαν μέσω της διαφοροποίησής τους από την Ανατολή να σηματοδοτήσουν την οικειοποίηση της Δύσης, να δηλώσουν ότι αυτοί κατείχαν την Ρωμαϊκή Εκκλησία, αποφασίζοντας και επιβάλλοντας ότι θέλουν, και κατ' επέκταση την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πολιτικό, λοιπόν, ήταν το θέμα. Τα Libri Carolini γέμουν παραλογισμών και αντιφάσεων.

Συστηματική καταγραφή και αναίρεσή τους υπάρχει στο έργο του Henry Percival και δεν θεωρούμε εδώ απαραίτητη την αναπαραγωγή τους. Ήδη πρώτος ο Πάπας Ανδριανός είχε καταδείξει στον Κάρολο τα λάθη του, δι' επιστολής του. Στην επιστολή αυτή διαβάζουμε μεταξύ άλλων, ότι ο Πάπας δεν μπορεί να καταδικάσει την αυτοκράτειρα Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο, διότι οι θέσεις τους είναι εμφανώς ορθόδοξες, αλλά μπορεί να τους καταδικάσει διότι κατέχουν παράνομα γαίες του Αποστόλου Πέτρου.

Να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι το ατυχές συνοικέσιο μεταξύ Κωνσταντίνου και Ερυθρώς, υπήρξε αιτία πολιτικής διαμάχης;

Οι υποδείξεις-διορθώσεις του Πάπα Ανδριανού δεν στάθηκαν αρκετές να πείσουν έναν «αυτοκράτορα» που δεν ήθελε να πεισθεί αλλά να επιβάλλει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρώνυμου συγκάλεσε την Σύνοδο της Φρανκφούρτης το καλοκαίρι 794 μ.Χ. Από τους 56 κανόνες της συνόδου ο πρώτος καταδίκασε μια αίρεση της εποχής, Αρειανικής μορφής, η οποία θεωρούσε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως υϊοθετημένο (Adoptionism) Υιό Θεού.

Ο δεύτερος κανόνας της Συνόδου είναι πολύ σύντομος και ασχολείται με το θέμα μας: «Το ερώτημα τέθηκε ενώπιον (της συνόδου) και αφορά της πρόσφατη Σύνοδο των Γραικών, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με την λατρεία των εικόνων, ότι όλοι πρέπει να κριθούν άξιοι αναθέματος, όσοι δεν αποδίδουν στις εικόνες τιμή και λατρεία ισάξια με αυτήν της Αγίας Τριάδος. Οι άγιοι Πατέρες μας απέρριψαν με περιφρόνηση και με κάθε τρόπο τέτοια τιμή και λατρεία και την καταδίκασαν ομόφωνα».

Συμφωνούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες μας (και όχι μόνο ο συντάκτης των Libri Carolini) καταδίκασαν ομόφωνα και με περιφρόνηση τέτοιου είδους τιμή και λατρεία. Συμφωνούμε ότι καμία Σύνοδος δεν συγκλήθηκε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη από τους Γραικούς που να ασχολήθηκε με το θέμα των εικόνων. Η τελευταία ήταν το 754 μ.Χ. Η πρόσφατη (Ζ' Οικουμενική το 787) έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Συμφωνούμε ότι καμία Σύνοδος δεν αποφάσισε ποτέ (όπου και αν έγινε) ν' αποδίδεται στις εικόνες είτε λατρεία, είτε προσκύνηση, ισάξια με αυτήν που αποδίδεται στην Αγία Τριάδα.

Συμφωνούμε με τον Henry Percival, ο οποίος μιλάει για σύγχυση στο μυαλό του συντάκτη του κανόνα. Σε έναν τέτοιο κανόνα που καταδικάζει μια σύνοδο που δεν έγινε και διατυπώνει την θέση της Ορθοδοξίας, όσο αφορά την λατρεία που δεν πρέπει ν' αποδίδεται στις εικόνες, οι λεγάτοι του Πάπα, Στέφανος και Θεοφύλακτος, δεν είχαν λόγο να μην υπογράψουν.

Η υπογραφή τους, με την έγκριση του ποντίφικα, δεν συνιστά απόρριψη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, εκ μέρους του Πατριαρχείου της Ρώμης, ούτε αποδοχή της Φράγκικης θεολογίας για τις εικόνες, όπως θέλουν να το βλέπουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Εξάλλου η ανακρίβεια του κανόνα ενδέχεται να κρύβει υπαναχώρηση των Φράγκων έναντι της σταθερής Ορθόδοξης διδασκαλίας της Ρώμης. Ο Κάρολος δεν είχε στεφθεί ακόμη αυτοκράτορας το 794 μ.Χ. και δεν ήθελε ή δεν τον συνέφερε να κοντράρεται με τον Ανδριανό. Δεν συνέβαινε το ίδιο το 809 μ.Χ.

Αν πάλι ο κανόνας αναφερόταν στην σύνοδο του 754 μ.Χ., αυτή είχε ήδη καταδικαστεί υπό της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αυτή η ασάφεια στις διατυπώσεις, νομίζω ότι απαντά στο ερώτημα των δυτικών ιστορικών (Baronius, Bellarminius κ.α.), πώς είναι δυνατόν οι Λεγάτοι του ίδιου Πάπα να υπογράφουν και στη Νίκαια και στη Φρανκφούρτη. Οι υπόλοιποι 54 κανόνες αναφέρονταν σε θέματα μητροπολιτικής αρμοδιότητας, μοναχικές υποχρεώσεις κ.λ.π.

Είναι εμφανές ότι ο Κάρολος, διά της Συνόδου της Φραγκφούρτης, ήθελε περισσότερο να επιτύχει μια καταδίκη των Γραικών και της Ανατολικής Εκκλησίας και όχι να διατυπώσει κανόνα σχετικά με το θέμα της προσκύνησης των εικόνων. Το δεύτερο το είχε καταφέρει με τα Libri Carolini. Το γιατί το έχουμε εξηγήσει ήδη παραπάνω. Το ερώτημα είναι αν κατάφερε να επιβάλει την βασιλική του άποψη στην συνείδηση της Εκκλησίας. Είναι σίγουρο ότι οι Φράγκοι επίσκοποι για άλλη μια φορά ακολούθησαν άκριτα την πολιτική γραμμή του Βασιλιά τους.

Οι Χριστιανοί δεν ασπάστηκαν αυτές τις αντιλήψεις. Αυτό φαίνεται και από την σύγκληση του Συμβουλίου των Παρισίων το 825 μ.Χ. που χρειάστηκε να επανέλθει στο θέμα, απόντος αυτή την φορά του Πάπα ή των Λεγάτων του. Επίσης Φράγκοι λόγιοι του Θ΄αι. μ.Χ., όπως ο Dungal του Αγ. Διονυσίου (Παρίσι), ο Ιωνάς της Ορλεάνης και ο -πως μπορούσε να λείπει- Ικμαρος (Hincmar) της Ρεμ, προσπάθησαν να στηρίξουν με την δική τους επιχειρηματολογία την θεολογική τους άποψη.

Το 1596 παρουσιάστηκε ένα σπάραγμα από αρχαίο χειρόγραφο που αφορούσε κάποια συνέλευση επισκόπων που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 824 μ.Χ. Η αρχική διαφωνία για την αυθεντικότητα του κειμένου, περιορίστηκε στην χρονολογία και καθορίστηκε, ότι το 825 μ.Χ. ήταν η ορθότερη. Βασιλιάς της Φραγκίας την εποχή εκείνη ήταν ο Διάδοχος του Καρόλου, Λουδοβίκος ο Ευσεβής (778-840 μ.Χ.) και Πάπας ο Ευγένιος ο Β' (824-827 μ.Χ.). Απ' όσα μπορούμε να εξάγουμε από Percival & Hefele, η παραπάνω συνέλευση δεν πρέπει να είχε την έγκριση του Πάπα.

Αυτή αποφάσισε και επικύρωσε την σύνοδο της Φραγκφούρτης του 794 μ.Χ. και όσα θεολογούσαν τα Libri Carolini. Τόλμησε ακόμη να διατάξει τον Πάπα να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του. Αυτές οι αποφάσεις κάνουν τον Henry Percival ν' αναρωτιέται αν μπορεί μια συμμάζωξη επισκόπων να καταργήσει αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, εγκεκριμένων από τον Πάπα και αν μπορεί περαιτέρω να του επιβάλλει να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του.

Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με διαφορετική προοπτική, κινείται η ερώτηση του Αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, την οποία μεταφέρω αυτούσια: «Αι πράξεις αύται της συνόδου των Φράγκων, τη συναινέσει του Πάπα Ευγενίου συγκροτηθείσης και υπό των δυτικών επισκόπων και λεγάτων του Πάπα κυρωθείσης, έχουσι πολλήν σπουδαιότητα, διότι όλη σύνοδος μετά του Πάπα αποκηρύττει τας αποφάσεις και το αλάθητον του Πάπα Ευγενίου και ψέγει τον Πάπα Ανδριανόν διά τας επιστολάς αυτού˙ βεβαίως ουχί, ως εφρόνει, διά τας αληθείας τας εν αυτή.

Ήδη ερωτώμεν τις των δύο Παπών ήτο αλάθητος; Και πως δύνανται αμφότεροι να ώσιν αλάθητοι, πως δε η σύνοδος επελάθετο αμνημονήσασα του αλαθήτου των Παπών, αλλά και πως αύθις η δυτική Εκκλησία και οι λοιποί Πάπαι την ήδη κατακριθείσαν υπό του Πάπα Ευγενίου διά της Φραγκικής Συνόδου Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον αναγνωρίζουσιν; Αποδοκιμάζουσιν άρα οι νυν παπισταί τον Πάπαν Ευγένιον, ως οι τότε τον Ανδριανόν.

Εάν προς ταύτα οι δυτικοί είπωσιν, ότι ο Ευγένιος δεν μετέσχε των αποφάσεων των συνόδων, τότε ομολογούσιν, ότι συνεκροτούντο σύνοδοι, και δη εν τη Δύσει και υπό Φράγκων επισκόπων άνευ της αδείας και της συγκαταθέσεως των Παπών και απεφάσιζον τα ενάντια προς τα των Παπών φρονήματα, αλλ' αμφότερα εισι καταδικαστικά και καθ' έκαστον λίαν αναιρετικά των παπιστικών αξιώσεων, ουδέτερον δε υποστηρίζει τας των Παπιστών αξιώσεις». Ο Άγιος Νεκτάριος εδώ πραγματεύεται το θέμα του αλαθήτου των Παπών, όπως τίθεται σήμερα ως αίρεση της Δυτικής Εκκλησίας.

Όσοι είναι συνηθισμένοι στην φράγκικη αντίληψη περί του Αλαθήτου των Παπών τους, και περί κοσμικής εξουσίας των Ποντίφηκων, και αυτές τις αντιλήψεις τις προβάλουν στο παρελθόν πριν το 1009 και την κατάληψη της Αγίας Έδρας από τους Γερμανούς, δεν μπορούν να διανοηθούν τέτοιες ερωτήσεις. Τίθονται, όμως από τα ίδια τα γεγονότα. Δεν γνωρίζουμε ποιον ιστορικό ακολουθεί ο Άγιος Νεκτάριος, όταν μιλά για έγκριση της συνέλευσης των Παρισίων από τον Πάπα Ευγένιο Β' και των Λεγάτων του.

Όπως και να έχει ακολουθεί την περιορισμένη βιβλιογραφία του ΙΘ' αι. και γι' αυτό θέτει την ημερομηνία στο 826 μ.Χ. Τα λεγόμενα του Αγίου Ανδρός έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και τα συμπεράσματά του (όπως το ότι συνεκροτούντο σύνοδοι χωρίς τη συγκατάθεση του Πάπα), είναι σήμερα αποδεκτά. Προς το παρόν τα ερωτήματα για την παραπάνω συνέλευση θα τ' αφήσουμε ανοικτά και θα τα ξαναδούμε όταν θα μελετήσουμε συνολικά την εκκλησιαστική πολιτική του Λουδοβίκου του Ευσεβή.

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία του Συμβόλου της Πίστεως με την προσθήκη του filioque βρίσκεται καταχωρημένη στα πρακτικά τοπικής συνόδου στην Φριουλία (Forum lulii,Fréjus) το 796 μ.Χ, όπως απαγγέλθηκε από τον Παυλίνο της Ακυηλίας.

Στις αρχές του επόμενου αιώνα (Θ' αι.) ο μοναχός Ιωάννης, ηγούμενος της μονής του Αγίου Σάββα, κατά την διάρκεια της χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας στον Ναό της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ, άκουσε με έκπληξη τους Φράγκους μοναχούς ν' απαγγέλουν το Σύμβολο της Πίστεως με την προσθήκη του filioque. Οι Φράγκοι αυτοί μοναχοί, ήταν μέλη του Congrgatio montis Olivetti Hierosolymitani. Το ορθόδοξο πλήρωμα ανησύχησε όταν άκουσε τον Πάπα Ιωάννη ν' αποκαλεί τους εν λόγω μοναχούς αιρετικούς και θέλησε να τους εκβάλλει του Ναού.

Την επόμενη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα εκλήθησαν οι Φράγκοι μοναχοί στον Ναό της Αναστάσεως, να δώσουν εξηγήσεις για τα πιστεύω τους, ενώπιον κλήρου και λαού. Αυτοί δήλωσαν ότι πιστεύουν, όσα πρεσβεύει και η Ρωμαϊκή Εκκλησία και ότι θεωρούν το filioque, ως μια ασήμαντη διαφορά από τις πολλές μεταξύ της δυτικής και των ανατολικών Εκκλησιών. Μάλιστα, ισχυρίστηκαν (με αρκετή δόση θράσους) ότι, όποιος αποκαλεί αυτούς αιρετικούς, στην ουσία αποκαλεί αιρετική και την Ρωμαϊκή Εκκλησία.

Η συνάθροιση δέχθηκε ως ορθόδοξη την πίστη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ζήτησε από τους Φράγκους να καταδικάσουν δημόσια κάθε αίρεση και να υπογράψουν δήλωση, την οποία ανέγνωσε ο Αρχιδιάκονος του Ναού της Αναστάσεως. Είναι προφανές, ότι ο Πατριάρχης Θωμάς αντιλήφθηκε την πονηριά των Φράγκων, να επιρρίψουν δηλ. την ευθύνη για την κακοδοξία τους στην Εκκλησία της Ρώμης και θέλησε να σταματήσει την προπαγάνδα τους. Απέστειλε ενημερωτική επιστολή για το γεγονός στον Πάπα Λέοντα τον Γ' με τον Ηγούμενο Ιωάννη.

Οι Φράγκοι από την πλευρά τους απευθύνθηκαν στον Πάπα αλλά και στον Κάρολο για εξηγήσεις πάνω στο θέμα του filioque. Ο Κάρολος τότε συγκάλεσε σύνοδο στο Ακυϊσγράνο (Aachen, Αix-la-Capelle) τον Νοέμβριο του 809 μ.Χ. Την έκκληση αυτή των μοναχών, ως αφορμή της εν Ακυϊσγράνω συνόδου, θέτουν τα annals regni francorum (808 μ.Χ.) και το Χρονικό του Άντο, Αρχιεπισκόπου Βιέννης. Η σύνοδος αυτή ανέδειξε το filioque σε απαραίτητο σωτηριολογικό δόγμα για τους Φράγκους.

Η αλήθεια είναι ότι το 809 μ.Χ. ο Κάρολος αισθανόταν αρκετά ισχυρός, ώστε να επιβάλλει τις θεολογικές του απόψεις στην Φραγκία, υποσκελίζοντας την ορθόδοξη θέση του Πάπα και των Γραικών. Η στέψη του Καρόλου από τον Πάπα το 800 μ.Χ. δημιούργησε τις θεωρητικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων ο δεύτερος μπορούσε να αναδειχθεί σε κριτή του πρώτου. Για τον λόγο αυτό ο Κάρολος επανέλαβε την στέψη το 802 μ.Χ. στο Aachen, μόνο που αυτή την φορά έλαβε το στέμμα από τα χέρια του επισκόπου της πόλης και το τοποθέτησε ο ίδιος στο κεφάλι του.

Επίσης στην επιστολή των μοναχών του Όρους των Ελαιών ανταποκρίθηκε ο Λέοντας Γ' στέλνοντάς τους αντίγραφο του Συμβόλου χωρίς την προσθήκη του filioque. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Καρόλου και την σύγκληση της συνόδου, ώστε ν' αντιμετωπίσει την ορθόδοξη θέση του Ποντίφηκα. Η επιλογή του Aachen, ως τόπου συνάντησης, δεν είναι τυχαία, διότι στη συγκεκριμένη τοποθεσία λάμβανε χώρα το ετήσιο συνέδριο των Φράγκων πολέμαρχων-φεουδαρχών.

Εν συνεχεία έφεραν στη Ρώμη τις αποφάσεις της Συνόδου δύο missi, o Berharius, επίσκοπος Wörms (σημειωτέον την αδελφή αυτού νυμφεύθηκε ο Εϊνάρδος, βιογράφος του Καρόλου), και ο Αδαλάρδος, ηγούμενος στο Κορμπαί και ξάδελφος του Καρόλου (βλέπουμε ότι στην Φραγκία πρόσωπα αριστοκρατικής καταγωγής καταλαμβάνουν υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα). Επί δύο μέρες οι απεσταλμένοι του βασιλιά διαλέγονταν με τον Λέοντα. Ο Ποντίφικας δεν υποχώρησε θεολογικά, αλλά υπέκυψε στις απειλές του Καρόλου.

Η αναφορά του H. Davis στην συνάντηση έχει ως εξής: «Αποδεικνύεται από το πρωτόκολλο της συνάντησης με τους missi, ότι θεωρούσε (ο Λέοντας) τον εαυτό του, ως τον τελικό αρμόδιο, κι επίσης αποδεικνύεται, ότι υπαναχώρησε (το ρήμα shrink που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας σημαίνει και ζαρώνω από φόβο) από μια αντιδικία δύναμης με τον πάτρωνά του». Έτσι στην Φραγκία το Σύμβολο της Πίστης καθιερώθηκε ν' απαγγέλλεται με την προσθήκη, ενώ μέχρι τότε αυτό γινόταν μόνο στο παρεκκλήσι του παλατιού, όπου πιθανολογείτε να το είχαν ακούσει οι Φράγκοι μοναχοί των Ιεροσολύμων.

Στην επικράτεια του Πατριαρχείου της Ρώμης θα συνεχιζόταν η χρήση του Ορθόδοξου Συμβόλου χωρίς την προσθήκη. Μπορούμε ν' αντιληφθούμε τον ζήλο του Ορθόδοξου Πάπα, από το ότι διέταξε αμέσως να χαραχθεί το Πιστεύω χωρίς την προσθήκη, σε δυο ασημένιες πλάκες, στα Ελληνικά και στα Λατινικά και αυτές ν' αναρτηθούν στον Ναό του Αγίου Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη.

Σ' αυτές υπήρχε η επιγραφή «Haec Leo posui amore et cautela orthodoxae fidei» δηλ. «Ταύτα Λέων έθηκα δι' αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως». Και όχι μόνο αυτό αλλά επικράτησε να απαγγέλλεται το Σύμβολο της Πίστεως στην Ελληνική γλώσσα, χωρίς την Αιρετική προσθήκη, αντί της Λατινικής. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι και την πατριαρχεία του πάπα Βενέδικτου του Γ' (855 - 858 μ.Χ.).

Αυτά μας τα πληροφορεί ο Μέγας Φώτιος: «... διά δη τούτο ο Θεόσοφος εκείνος ανήρ εις ενθύμιον κατέστη (...), το δε ενθύμιον, Ελλάδι γλώσση πρόσταγμα δούναι το της πίστεως ιερόν μάθημα και τους Ρωμαίους λέγειν». Δεν θέλει να κατονομάσει τον Ποντίφικα που το κατήργησε, αλλά αν τελευταία απαγγέλλονταν στα Ελληνικά επί Βενεδίκτου, τότε αυτός που το κατήργησε, και υπονοείται από τα συμφραζόμενα ως Φραγκόφιλος, πρέπει να ήταν ο Νικόλαος Α' (858-867 μ.Χ.). Επειδή ήταν σύγχρονος του Φωτίου και δεδομένων των σχέσεων Παλαιάς και Νέας Ρώμης, καταλαβαίνουμε γιατί δεν τον κατονομάζει.

Καταλήγοντας θέλουμε να τονίσουμε ότι οι Επίσκοποι Ρώμης της εποχής είναι Ορθόδοξοι, παρά τις προσπάθειες να πεισθούμε για το αντίθετο. Συμμαρτυρεί σε αυτό και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ακριβής τηρητής της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Διαβάζουμε την προσφώνηση της επιστολής του προς τον Πάπα Λέοντα τον Γ' : « Τω αγιωτάτω και κορυφαιοτάτω πατρί πατέρων Λέοντι, τω δεσπότη μου αποστολικώ Πάπα...».

Άγιο και κορυφαίο σε υπερθετικό βαθμό τον αποκαλεί αυτός που δεν υποχώρησε μπροστά σε αυτοκράτορες. Και αν κάποιος επιμείνει ότι πρόκειται για επιστολιμιαία τυπολογία θα συνεχίσει αμέσως παρακάτω ο Άγιος Άνδρας: « Επειδήπερ Πέτρω τω μεγάλω δέδωκε Χριστός ο Θεός μετά τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και το της ποιμνιαρχίας αξίωμα, προς Πέτρον, ήτοι τον αυτού διάδοχον, ο,τι ούν καινοτομούμενον εν τη καθολική Εκκλησία παρά των αποσφαλλομένων της αληθείας, αναγκαίον αναφέρεσθαι».

Δεν τον θεωρεί απλώς Ορθόδοξο τον Λέοντα τον Γ', αλλά και αλάνθαστο κριτή κάθε καινοφανούς διδασκαλίας, όπως ήταν την εποχή το θέμα της εικονομαχίας και το filioque. Παρακάτω του αναφέρει και το θέμα της δικής του επιστολής, δηλαδή τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορα. Στην επόμενη επιστολή του με τον ίδιο αποδέκτη, τον ευχαριστεί θερμά για την απάντηση που έλαβε ως παρηγοριά στις διώξεις του με τα εξής λόγια :

«Αλλ' αυτή μεν Χριστομιμήτως και προσηγόρευκε τους ευτελείς και ανεζωπήρωσεν ημών το πνεύμα, επέρρωσέ τε το ασθενές και εστιβάρωσε το αδρανές, οιωνεί επαλείψασα τοις υπέρ υμάς παρακλητικοίς και νουθετικοίς φθέγμασι, στήκειν τε εν τη ορθοδόξω πίστει ακλινώς μέχρι τέλους παρεγγυώσα».

Άλλη μια επιβεβαίωση της ορθής διδασκαλίας του Λέοντα, ο οποίος παρηγόρησε τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη με λόγια ικανά να τον στηρίξουν ώστε να εμμένει στις Ορθόδοξες θέσεις του εν μέσω πειρασμών, θλίψεων και διώξεων. Ο ίδιος Άγιος Ανήρ, όταν απευθύνεται στον Πασχάλιο Α' (817-824 μ.Χ.) (βιβλ. Β' επ.ΙΒ') δεν φείδεται βιβλικών χωρίων, όχι για να το αλάθητο ή το πρωτείο, αλλά την Ορθοδοξία του: «Άκουε, αποστολική κάρα, θεοπρόβλητε ποιμήν των Χριστού προβάτων, κλειδούχε της ουρανών βασιλείας, πέτρα της πίστεως, εφ' ή ωκοδόμηται η καθολική Εκκλησία. Πέτρος γαρ συ, τον Πέτρου θρόνον κοσμών και διέπων». Θέμα της επιστολής ήταν η αναζωπύρωση της εικονομαχίας και οι νέες διώξεις των Ορθοδόξων.

Και στην επόμενη (ΙΓ'): «Επεσκέψατο υμάς Ανατολή εξ ύψους, Χριστός ο Θεός ημών˙ την σην εν τη Δύσει μακαριότητα της υπ' ουρανών Εκκλησίας, επί τον αποστολικόν πρώτιστον θρόνον θέμενος. Και γαρ ήσθημεν φωτός νοερού οι εν σκότει και σκιά θανάτου ενισχημένοι της πονηράς αιρέσεως και το νέφος της αθυμίας απεθέμεθα, και προς χρηστάς ελπίδας ανενεύσαμεν μεμαθηκότες δι' ων απεστείλαμεν αδελφών ημών και συνδούλων, οια και ηλίκα πέπραχέ τε και λέλεχεν η αγία ημών κορυφαιότης˙ τους μεν αιρετικούς αποκρισαρίους ως λωποδύτας, μηδέ εις ιεράν αυτής θέαν προσηκαμένη, πόρρω δε όντας ενδίκως αποπεμψαμένη...».

Και ενώ η εικονομαχία μαίνεται, πηγάζουσα από τους αυτοκρατορικούς θρόνους Ανατολής και Δύσεως, ο καθήμενος επί του επισκοπικού θρόνου της Ρώμης στέκει: «ως αληθώς η αθόλωτος και ακαπήλευτος πηγή εξ αρχής της ορθοδοξίας». Αυτά στις αρχές του Θ' αι. Πριν κλείσουμε τα θέματα που αφορούν τον Κάρολο θα θέλαμε να σχολιάσουμε σύντομα την λεγόμενη «Καρολίγγεια Αναγέννηση». Ως τέτοια χαρακτηρίζεται η τόνωση της δημιουργικής παραγωγής, που οφείλεται στην θετική στάση της βασιλικής αυλής και στην συγκεκριμένη περίπτωση ξεκίνησε από τον Κάρολο.

Ως κύρια χαρακτηριστικά της είχε την επιμόρφωση του κλήρου, σε συνδυασμό με το προηγούμενο την δημιουργία σχολείων στις επισκοπές και τα μοναστήρια, τις Θεολογικές σπουδές, την αποκατάσταση της άσκησης των ελευθέριων τεχνών, τις οποίες ο Martianus Capella (Καρχηδόνα, 5ος αι.) απαριθμεί στο έργο του Satyrikon (De Nuptiis philologiae et Mercunii et de septem Artibus liberalibus libri novem): γραμματική, ρητορική, λογική, γεωμετρία, αριθμητική, μουσική, αστρονομία.

Αν τα παραπάνω τα επεξηγήσουμε, τότε θα δούμε την λεγόμενη «αναγέννηση» από μια διαφορετική σκοπιά. Την ποιότητα του φράγκικου κλήρου, κατώτερου και ανώτερου, την αντιληφθήκαμε παραπάνω, μέσα από τις επιστολές του Αγ. Βονιφατίου. Στις επισκοπές και τις ενορίες που οι αγράμματοι Φράγκοι αντικατέστησαν Ρωμαίους λειτουργούς, δημιουργήθηκε αυτόχρημα, ένα πνευματικό έλλειμμα, εμφανές, ίσως και σκόπιμο, αρχικά.

Ο οξυδερκής Κάρολος γρήγορα κατάλαβε, ότι τέτοιου είδους ποιμένες δεν μπορούσαν να ποιμάνουν, πολύ περισσότερο να χειραγωγήσουν το ρωμαϊκό ποίμνιό τους, ούτε να εκχριστιανίσουν παγανιστικά φύλα, με ήθη και έθιμα παρόμοια με τα δικά τους. Δανειζόμαστε την φράση του David Nicolas: «Μόνο δια μέσου του κλήρου υπήρχε ελπίδα να εκπληρωθεί το όνειρό του για μια εκχριστιανισμένη Ευρώπη».

Συνεπώς η δημιουργία σχολών εντός των επισκοπών και των μονών ήταν ενδεδειγμένη, διότι απευθύνονταν σε εκκλησιαστικούς άνδρες και διευθύνονταν από άτομα (επισκόπους, ηγουμένους) της αμέσου βασιλικής επιρροής, του αυλικού περιβάλλοντος. Η γνώση δεν ήταν στην διάθεση του λαού. Δεν έχουμε στοιχεία για το αν λειτούργησαν σχολές σε κάθε επισκοπή και μοναστήρι ή σε μερικά από αυτά. Η κορωνίδα ήταν η σχολή στην βασιλική αυλή, της οποίας προΐστατο ο Αλκουΐνος.

Όσον αφορά τις Θεολογικές σπουδές, αυτές είχαν στόχο την στήριξη και την προώθηση της Φράγκικης Θεολογίας, δηλ. της δυτικής εικονομαχίας & του fillioque αρχικά, και στην συνέχεια η παραγωγή όλων των κακοδοξιών που υποστηρίζει μέχρι σήμερα η δυτική εκκλησία. Πρώτο παράγωγο ήταν τα Libri Carolini, ο δε επόμενος αιώνας (9ος ) έδωσε πιο συστηματοποιημένα και καινοτόμα Θεολογικά έργα.

Ενώ, λοιπόν, οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ολοκληρώσει την διατύπωση των δογμάτων μέχρι και τον Η' αι. οι Φράγκοι ξεκινούσαν τότε την δική τους καθυστερημένη και αιρετική Θεολογία. Στο θέμα των ελευθέριων τεχνών, αυτές είχαν απαγορευθεί ήδη από τα τέλη του Στ' αι. από τους Μεροβίγγειους. Επανήλθαν λόγω της προσπάθειας του Καρόλου ν' ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο της ιντελιγκέντσιας της αυλής και να την συνδέσει με την ύστερη αρχαιότητα.

Η συγκέντρωση στην αυλή του Καρόλου πλήθους ακαδημαϊκών είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο έλεγχο της πνευματικής κίνησης σε όλες τις μορφές της. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε ότι επρόκειτο για μια «καρολίγγεια» πνευματική κίνηση. Στο σημείο αυτό θα εκφράσουμε την διαφωνία μας. Δεν υπήρξε «αναγέννηση». Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, πως προέκυψε ο όρος. Από δύο στοιχεία.

- Πρώτον από την υιοθέτηση της λατινικής (στην εκβαρβαρισμένη μορφή της) γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας, αφενός του κράτους και αφετέρου της γραπτής κουλτούρας. Η λατινική δεν ήταν η μητρική γλώσσα των Γερμανών, ούτε και την μιλούσαν στην καθημερινότητά τους. Επιβλήθηκε επί Καρόλου κυρίως ως εκκλησιαστική γλώσσα.

Δεύτερον η επιδίωξη των Φράγκων να εμφανίζονται ως συνεχιστές του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των ακαδημαϊκών τους ως συνεχιστών του έργου των μεγάλων Ρωμαίων κλασσικών.

Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν ψευδώνυμα όπως Φλάκκος (Οράτιος) από τον Αλκουΐνο, Στράβων από τον Βαλαφρέδο (808-849 μ.Χ. παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού και αργότερα ηγούμενος της μονής στο Reichemau). Όμως, πέρα από τους ευσεβείς πόθους και τη χρησιμοποίηση Ρωμαϊκών ψευδωνύμων, τίποτα στα έργα της εποχής δεν θυμίζει τους μεγάλους κλασσικούς και κανένα από αυτά δεν θυμίζει, ούτε μπορεί να συγκριθεί με τα έργα αυτών.

Τα αποτελέσματα είναι κωμικοτραγικά. Δανειζόμαστε από τον Le Goff: «Ο Pierre Riché αποκάλυψε ότι η Καρολίγγεια Αναγέννηση είναι η κατάληξη μιας σειράς από μικρές αναγεννήσεις οι οποίες, μετά το 680 μ.Χ. εκδηλώθηκαν στο Κορμπί, στον Αγίο Μαρτίνο της Τουρ, στο Σαιν Γκαλ, στη Φουλδα, στο Μπόμπιο, στην Υόρκη, στην Παβία και στη Ρώμη. Μας βοηθά να επαναφέρουμε την αναγέννηση που υπερεπαινέθηκε, στις πραγματικές της διαστάσεις.... Η Βασιλική Ακαδημία δεν ξεπερνά τις κοινωνικές συναναστροφές της επαρχιακής λέσχης γύρω από τον πρίγκιπα τον οποίο αρέσκονται να αποκαλούν άλλοτε Δαβίδ και άλλοτε Όμηρο».

Και συμπληρώνει ο D. Nicolas: «Πράγματι, άφθονη δημιουργική ενέργεια αναλωνόταν σε δουλοπρεπείς κολακείες.... Συγγραφείς που το υπόλοιπο έργο τους ήταν πιο εκλεπτυσμένο, όπως ο Παύλος Διάκονος και ο Αλκουΐνος, ξεπερνούν το όριο της γελοιότητας με τις χαμερπείς κολακείες τους προς τον Καρλομάγνο». Αποκορύφωμα της δουλοπρεπούς αυτής κατάστασης είναι το ποίημα του Χουκμπαλντ του Σαιν Αμάν Φαλάκρας Εγκώμιον με αποδέκτη τον Κάρολο τον Φαλακρό.

Δεν σκοπεύουμε βέβαια, να επεκταθούμε σε συστηματική σύγκριση Ρωμαϊκής και Φράγκικης κουλτούρας. Απλώς θα συμπληρώσουμε ότι ο Ρωμαϊκός γραπτός λόγος γεννήθηκε στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υπήρξε γνήσιος απόγονος του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν πια ώριμος να παίξει το υπεύθυνο ρόλο του και να κριθεί και να καταγραφεί στην ιστορία.

Αντίθετα η Φράγκικη γραμματεία γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στο περιβάλλον της αυλής και αναγκαστικά αυτήν υπηρέτησε. Δεν υποτιμούμε και δεν απαξιώνουμε, ούτε λοιδορούμε την προσπάθεια μιας κοινωνίας, μιας φυλής, ενός έθνους, να αναπτυχθεί πολιτιστικά, κι ας χρησιμοποιεί δάνεια από το μεγάλο ταμείο του Ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Το ίδιο έπραξαν όλοι οι βάρβαροι που ήρθαν σε επαφή με αυτόν τον πολιτισμό.

Δεν επιτρέπουμε, όμως, τον σφετερισμό του πολιτισμού μας από κανέναν, πολύ δε περισσότερο από πνευματικά μειράκια, που χρειάστηκαν αιώνες για ν' απογαλακτισθούν. Την εποχή αυτή είναι ορθότερο να μιλάμε για την γένεση της Φράγκικης γραμματείας και όχι για «Αναγέννηση», εφόσον η Ελληνορωμαϊκή γραμματεία δεν έσβησε, αλλά συνεχίστηκε στην Ανατολή. Η Δύση καμιά κληρονομική σχέση δεν είχε με αυτή, όσο και αν το επιθυμούσε.




ΠΗΓΗ greekworldhistory


Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...: Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot    









Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only