O B' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως μία προσπάθεια των εμπλεκομένων να ξεκαθαρίσουν τα γεωπολιτικά αδιέξοδα που δημιούργησαν το ''ημιτελές'' αποτέλεσμα του A' Π.Π. και το γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον του μεσοπολέμου. Στην πορεία εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή της ιστορίας, με δεκάδες εκατομμυρίων θυμάτων και με τη μισή Ευρώπη παντελώς κατεστραμμένη. Ταυτόχρονα όμως, ο Β' Π.Π. αποτέλεσε ένα μοναδικό εργαστήριο έρευνας και εξέλιξης νέων τεχνολογιών. H οργιαστική εξέλιξη μιας σειράς από τεχνολογίες που γεννήθηκαν μέσα από κοινωνίες που ήταν επιστρατευμένες σε έναν πόλεμο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η ανθρωπότητα, ήταν εκπληκτική και άνευ προηγουμένου...
Οι Γερμανοί είχαν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή επίδοση στον τομέα της τεχνολογικής καινοτομίας κατά τη διάρκεια του B' Π.Π., κάτι που έχει την εξήγησή του. Η Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ ενεπλάκη σε έναν πολυμέτωπο αγώνα, όπου -τουλάχιστον από ένα χρονικό σημείο και μετά- φάνηκε καθαρά ότι υστερεί απελπιστικά σε σχέση με τους αντιπάλους της σε παραγωγικές δυνατότητες και μέγεθος. H μόνη λύση για τους Γερμανούς ήταν η πλήρης αξιοποίηση του πλούσιου επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού που διέθεταν, ώστε να αποκτήσουν όπλα που θα τους επέτρεπαν να ανακτήσουν το πλεονέκτημα σε έναν πόλεμο τον οποίο δεν ήταν δυνατόν να κερδίσουν με συμβατικά μέσα.
Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, που έγιναν τόσο σε κρατικά όσο και σε ιδιωτικά εργαστήρια, ήταν τα Wunderwaffen, τα ''θαυματουργά'' όπλα. Από τους περίφημους πυραύλους V-1 και V-2 μέχρι τα αεριωθούμενα Me 262 και από τα τρομακτικά αέρια νεύρων έως την υποτιθέμενη ''Γερμανική ατομική βόμβα'', οι έρευνες των επιστημόνων του Γ' Ράιχ είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά οπλικών συστημάτων που καθόρισαν το τοπίο στην τεχνολογία του πολέμου για τις επόμενες δεκαετίες. Αυτά τα εντυπωσιακά οπλικά συστήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ο όρος Ναζιστική Γερμανία ή Τρίτο Ράιχ , επίσημο όνομα Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Reich) και αργότερα Μείζων Γερμανική Αυτοκρατορία (Großdeutsches Reich), αναφέρεται στη Γερμανία της περιόδου 1933 - 1945, κατά την οποία το Ναζιστικό Κόμμα με επικεφαλής τον Αδόλφο Χίτλερ, ήταν στην εξουσία. Η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Ναζιστική Γερμανία, βασισμένη κυρίως στην έννοια του "ζωτικού χώρου", (Lebensraum), ήταν ανάμεσα στους κύριους λόγους του ξεσπάσματος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Ναζιστικό καθεστώς άλλαξε ολοσχερώς τις πολιτικές και κοινωνικές δομές στη χώρα, καθιερώνοντας τον "υπέρτατο Ηγέτη" (Φύρερ) και υιοθετώντας φυλετική πολιτική, η οποία οδήγησε στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης και, τελικά, στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. Η ένοπλη σύρραξη που προκλήθηκε από την πολιτική του καθεστώτος είχε ως συνέπεια τη μεταβολή του παγκόσμιου χάρτη. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και, από το 1919, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε εξουθενωτική για τη Γερμανία, επιβάλλοντάς της σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Πολωνία και τη Γαλλία, ασφυκτικούς περιορισμούς στις ένοπλες δυνάμεις (στράτευμα - Ράιχσβερ (Reichswehr) έως 100.000 στελέχη κατ' ανώτατο όριο), υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την περίφημη παράγραφο περί αποκλειστικής ενοχής της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου. Συνθήκες εμφυλίου πολέμου επικράτησαν την περίοδο 1919 - 1923, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, των Φράικορπς.
Από τα πιο αιματηρά επεισόδια αυτής της διαμάχης ήταν και η αιματηρή καταστολή της "Δημοκρατίας των Συμβουλίων" (Räterepublik) στο Μόναχο. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα της οικονομίας, μαστιζόμενης από τον πληθωρισμό, προκάλεσαν κατά το 1922 - 1923, την κατάληψη της Ρηνανίας από Γαλλικά στρατεύματα, καθώς η Γερμανική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει έγκαιρα τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις. Η Γερμανική κυβέρνηση, ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά, υποκίνησε απεργία των εργαζομένων στις βιομηχανίες του Ρουρ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατό εργατών από το πυρ που άνοιξαν τα Γαλλικά στρατεύματα.
Ο στραγγαλισμός του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων της Γερμανίας, λόγω της Συνθήκης, οδήγησε σε πληθωρισμό, ανεργία και οικονομική ανέχεια. Στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του '20 ο πληθωρισμός έφθασε σε πρωτόγνωρα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ύψη. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει. Υπό την ηγεσία του Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ενός έντονα εθνικόφρονα αλλά και ρεαλιστή πολιτικού, η Γερμανία ακολούθησε τη λεγόμενη "πολιτική της εκπλήρωσης" (Erfüllungspolitik) των υποχρεώσεών της.
Της επετράπη, έτσι, η είσοδος στην Κοινωνία των Εθνών (Συνθήκες του Λοκάρνο), που οδήγησε σε άρση του εμπάργκο και βελτίωση των κρατικών οικονομικών, ειδικά με την αθρόα εισροή Αμερικανικών δανείων, καθώς και ελαφρά άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε η συνεργασία με τον έτερο διεθνή παρία, τη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Ραπάλλο). Κατά το διάστημα 1924 - 1929 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνώρισε τη "χρυσή εποχή" της. Ωστόσο, λίγο πριν τον θάνατό του το 1929, ο Στρέζεμαν έκανε την εξής διαπίστωση:
"Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας εμφανίζεται ανθηρή μόνο στην επιφάνεια. Η Γερμανία στην πραγματικότητα βαδίζει επάνω στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Αν κληθεί να εκπληρώσει άμεσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της θα καταρρεύσει". Μέσα σε αυτή την κατάσταση, εμφανίστηκε στη Βαυαρία του 1919 ένα μικρό πολιτικό κόμμα, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Το δημιούργησαν οι Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler), Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckhart) και Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder). Αρχηγός του ορίστηκε ο Άντον Ντρέξλερ. Η Βαυαρία εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα κύρια κέντρα της Γερμανικής άκρας δεξιάς.
Οι Γερμανοί είχαν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή επίδοση στον τομέα της τεχνολογικής καινοτομίας κατά τη διάρκεια του B' Π.Π., κάτι που έχει την εξήγησή του. Η Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ ενεπλάκη σε έναν πολυμέτωπο αγώνα, όπου -τουλάχιστον από ένα χρονικό σημείο και μετά- φάνηκε καθαρά ότι υστερεί απελπιστικά σε σχέση με τους αντιπάλους της σε παραγωγικές δυνατότητες και μέγεθος. H μόνη λύση για τους Γερμανούς ήταν η πλήρης αξιοποίηση του πλούσιου επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού που διέθεταν, ώστε να αποκτήσουν όπλα που θα τους επέτρεπαν να ανακτήσουν το πλεονέκτημα σε έναν πόλεμο τον οποίο δεν ήταν δυνατόν να κερδίσουν με συμβατικά μέσα.
Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, που έγιναν τόσο σε κρατικά όσο και σε ιδιωτικά εργαστήρια, ήταν τα Wunderwaffen, τα ''θαυματουργά'' όπλα. Από τους περίφημους πυραύλους V-1 και V-2 μέχρι τα αεριωθούμενα Me 262 και από τα τρομακτικά αέρια νεύρων έως την υποτιθέμενη ''Γερμανική ατομική βόμβα'', οι έρευνες των επιστημόνων του Γ' Ράιχ είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά οπλικών συστημάτων που καθόρισαν το τοπίο στην τεχνολογία του πολέμου για τις επόμενες δεκαετίες. Αυτά τα εντυπωσιακά οπλικά συστήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ο όρος Ναζιστική Γερμανία ή Τρίτο Ράιχ , επίσημο όνομα Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Reich) και αργότερα Μείζων Γερμανική Αυτοκρατορία (Großdeutsches Reich), αναφέρεται στη Γερμανία της περιόδου 1933 - 1945, κατά την οποία το Ναζιστικό Κόμμα με επικεφαλής τον Αδόλφο Χίτλερ, ήταν στην εξουσία. Η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Ναζιστική Γερμανία, βασισμένη κυρίως στην έννοια του "ζωτικού χώρου", (Lebensraum), ήταν ανάμεσα στους κύριους λόγους του ξεσπάσματος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Ναζιστικό καθεστώς άλλαξε ολοσχερώς τις πολιτικές και κοινωνικές δομές στη χώρα, καθιερώνοντας τον "υπέρτατο Ηγέτη" (Φύρερ) και υιοθετώντας φυλετική πολιτική, η οποία οδήγησε στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης και, τελικά, στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. Η ένοπλη σύρραξη που προκλήθηκε από την πολιτική του καθεστώτος είχε ως συνέπεια τη μεταβολή του παγκόσμιου χάρτη. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και, από το 1919, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε εξουθενωτική για τη Γερμανία, επιβάλλοντάς της σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Πολωνία και τη Γαλλία, ασφυκτικούς περιορισμούς στις ένοπλες δυνάμεις (στράτευμα - Ράιχσβερ (Reichswehr) έως 100.000 στελέχη κατ' ανώτατο όριο), υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την περίφημη παράγραφο περί αποκλειστικής ενοχής της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου. Συνθήκες εμφυλίου πολέμου επικράτησαν την περίοδο 1919 - 1923, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, των Φράικορπς.
Από τα πιο αιματηρά επεισόδια αυτής της διαμάχης ήταν και η αιματηρή καταστολή της "Δημοκρατίας των Συμβουλίων" (Räterepublik) στο Μόναχο. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα της οικονομίας, μαστιζόμενης από τον πληθωρισμό, προκάλεσαν κατά το 1922 - 1923, την κατάληψη της Ρηνανίας από Γαλλικά στρατεύματα, καθώς η Γερμανική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει έγκαιρα τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις. Η Γερμανική κυβέρνηση, ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά, υποκίνησε απεργία των εργαζομένων στις βιομηχανίες του Ρουρ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατό εργατών από το πυρ που άνοιξαν τα Γαλλικά στρατεύματα.
Ο στραγγαλισμός του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων της Γερμανίας, λόγω της Συνθήκης, οδήγησε σε πληθωρισμό, ανεργία και οικονομική ανέχεια. Στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του '20 ο πληθωρισμός έφθασε σε πρωτόγνωρα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ύψη. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει. Υπό την ηγεσία του Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ενός έντονα εθνικόφρονα αλλά και ρεαλιστή πολιτικού, η Γερμανία ακολούθησε τη λεγόμενη "πολιτική της εκπλήρωσης" (Erfüllungspolitik) των υποχρεώσεών της.
Της επετράπη, έτσι, η είσοδος στην Κοινωνία των Εθνών (Συνθήκες του Λοκάρνο), που οδήγησε σε άρση του εμπάργκο και βελτίωση των κρατικών οικονομικών, ειδικά με την αθρόα εισροή Αμερικανικών δανείων, καθώς και ελαφρά άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε η συνεργασία με τον έτερο διεθνή παρία, τη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Ραπάλλο). Κατά το διάστημα 1924 - 1929 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνώρισε τη "χρυσή εποχή" της. Ωστόσο, λίγο πριν τον θάνατό του το 1929, ο Στρέζεμαν έκανε την εξής διαπίστωση:
"Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας εμφανίζεται ανθηρή μόνο στην επιφάνεια. Η Γερμανία στην πραγματικότητα βαδίζει επάνω στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Αν κληθεί να εκπληρώσει άμεσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της θα καταρρεύσει". Μέσα σε αυτή την κατάσταση, εμφανίστηκε στη Βαυαρία του 1919 ένα μικρό πολιτικό κόμμα, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Το δημιούργησαν οι Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler), Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckhart) και Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder). Αρχηγός του ορίστηκε ο Άντον Ντρέξλερ. Η Βαυαρία εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα κύρια κέντρα της Γερμανικής άκρας δεξιάς.
Με την ενεργό υποστήριξη της τοπικής Ράιχσβερ, πληθώρα παραστρατιωτικών ομάδων και πολιτικών σχηματισμών δημιουργήθηκαν από τις τάξεις των Φράικορπς, των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν έντονα αντικομμουνιστικός, παγγερμανικός και αντισημιτικός. Μέλος του κόμματος έγινε τότε και ένας δεκανέας, γεννημένος στο Μπραουνάου αμ Ιν (Braunau am Inn) της Αυστρίας, ο Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler). Ενώ το κόμμα αγωνιζόταν χωρίς ιδιαίτερα ικανό αρχηγό, ο Χίτλερ σύντομα κατάφερε να ξεχωρίσει, χάρη στη δεινή ρητορική του, και να αναλάβει την αρχηγία του (29 Ιουλίου 1921).
Ως αρχηγός πλέον, ο Χίτλερ μετονομάζει το Κόμμα σε Nationalsozialistische Deutsche Arbeiter Partei (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP) ή, συντομογραφικά, Ναζί. Παράλληλα, ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα είκοσι πέντε σημείων, το οποίο και θα αποτελέσει το πολιτικό μανιφέστο του Κόμματος. Η δημοτικότητα του Κόμματος αυξάνεται συνεχώς, καθώς πολλά από τα σημεία του μανιφέστου έχουν ευρεία λαϊκή απήχηση. Αυτό παρασύρει τον Χίτλερ, ο οποίος με την πεποίθηση ότι ο λαός θα ακολουθήσει, προχωρεί με τους συνεργάτες του και την υποστήριξη του στρατηγού και ήρωα του πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ σε πραξικόπημα στο Μόναχο στις 9 Νοεμβρίου 1923.
Με κακό συντονισμό, και αποτυγχάνοντας να εξουδετερώσει ή να συμπαρασύρει τη Ράιχσβερ και την αστυνομία, το πραξικόπημα αποτυγχάνει. Επειδή ως στρατηγείο του ο Χίτλερ είχε επιλέξει τη μπυραρία Bürgerbräukeller στο Μόναχο, το πραξικόπημα παίρνει το προσωνύμιο "Πραξικόπημα της μπιραρίας". Ο Χίτλερ συλλαμβάνεται, όπως και όλοι οι συνεργάτες του, δικάζεται και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση (τελικά έμεινε φυλακισμένος μόνο για 9 μήνες), ενώ το Κόμμα, έχοντας απωλέσει τον ηγέτη του και, παράλληλα, απαγορευτεί από τις αρχές, περιπίπτει στην αφάνεια.
Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ο Χίτλερ συγγράφει (σωστότερα υπαγορεύει) στη φυλακή το γνωστό βιβλίο του "Ο Αγών μου" (Mein Kampf). Σε αυτό εκφράζει το "πιστεύω" τόσο το δικό του όσο και του Κόμματός του. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, οι ιδεολογίες του εκφράζονται και περισσότερο συγκεκριμένα και περισσότερο πρακτικά. Η Ναζιστική ιδεολογία είναι έντονα επηρεασμένη από τον φασισμό που εγκαθίδρυσε ο Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία. Είναι ιδεολογία έντονα διαποτισμένη από αντιλήψεις φυλετικών διακρίσεων, εθνικισμού, στρατοκρατίας αλλά και δημιουργίας και χρήσης παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Παράλληλα, ασκείται πολιτική τρομοκρατίας σε όσους διαφωνούν πολιτικά με το καθεστώς, έντονη προπαγάνδα για τα ιδεώδη και αντιπροπαγάνδα για αντίθετες ιδεολογίες, και, φυσικά, προσωπολατρία για τον Ηγέτη (Φύρερ, Führer). Ο ολοκληρωτισμός είναι από τα βασικά ιδεολογικά σημεία του Ναζισμού. Προορισμός του κάθε πολίτη, του κάθε στρατιώτη, όσο ιεραρχικά ανώτερος και αν είναι, είναι ένας και μοναδικός: Η τυφλή υπακοή στον Ηγέτη. Σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία, δεν έχουν θέση στον κόσμο οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοικαι οι ομοφυλόφιλοι, όπως και κάθε είδους άνθρωποι του περιθωρίου, ενώ θεωρούνται "υπάνθρωποι" (Untermenschen), εκτός από τους Εβραίους, και οι Σλάβοι, με προεξάρχοντες τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Ρώσους.
Οι καθαρόαιμοι Γερμανοί ανήκουν στην Άρια φυλή, η οποία είναι ανώτερη όλων των υπόλοιπων φυλών. Η εθνικιστική και ρατσιστική αυτή ιδεολογία εκφράστηκε με την φράση "Blut und Boden" (Αίμα και Γη), επινόηση του θεωρητικού του Κόμματος (και μετέπειτα Υπουργού) Ρίχαρντ Βάλτερ Νταρέ (Richard Walther Darré). Οι υπόλοιπες φυλές απλώς οφείλουν να υποταχθούν στην ανωτερότητά της άριας φυλής. Ορισμένες, μάλιστα, φυλές, όπως οι Σλάβοι, είναι τόσο κατώτερες, ώστε όσοι ανήκουν σε αυτές να χαρακτηρίζονται απλά ως υπάνθρωποι (Untermenschen) και να είναι κατάλληλοι μόνο ως σκλάβοι των Αρίων.
Μερικοί ερευνητές έχουν αποδώσει αυτή την ιδεολογία σε πολύ κακή κατανόηση των γραπτών του Νίτσε (και ιδιαίτερα του έργου του Also sprach Zarathustra Τάδε έφη Ζαρατούστρα) από μέρους του Χίτλερ, ο οποίος είναι διαπιστωμένο ότι θαύμαζε τον Νίτσε και είχε διαβάσει τα Άπαντά του (τα έστειλε, μάλιστα, δώρο στον Μουσσολίνι στα 60ά του γενέθλια). Στα πλαίσια της ρατσιστικής ιδεολογίας του Χίτλερ και του Κόμματος εφαρμόστηκε το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 ("Aktion T-4") κατά το οποίο περίπου 200.000 Γερμανοί (και μη) πολίτες, οι οποίοι έπασχαν από γενετικές παθήσεις ή και ψυχασθένειες, θανατώθηκαν ή υπέστησαν στείρωση.
Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ και οι υποστηρικτές των φυλετικών θεωριών του πίστευαν ότι θα "καθάριζαν" την Άρια Φυλή από τα "ελαττωματικά" γονίδια. Για την εκκαθάριση των Εβραίων και των Αθίγγανων, εκτός από πογκρόμ, το Ναζιστικό καθεστώς οργάνωσε ολόκληρη επιχείρηση, η οποία επονομάστηκε Επιχείρηση Ράινχαρντ, δημιουργώντας ειδικά στρατόπεδα εξόντωσης, προκαλώντας το Ολοκαύτωμα, δηλαδή την γενοκτονία των Εβραίων και των Αθίγγανων, με θύματα 6.000.000 για τους Εβραίους και περισσότερα από 500.000 για τους Αθίγγανους. Η ιδεολογία των Ναζί δεν έγινε ευρέως αποδεκτή καθ' ολοκληρίαν από τον Γερμανικό λαό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, πληθυσμιακές ομάδες καταφέρθηκαν ανοικτά κατά της δίωξης των Εβραίων, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός ήταν τέτοια, που δεν του άφηναν περιθώρια να αναρωτηθεί τι συνέβαινε στους μεταγόμενους Εβραίους. Το καθεστώς γνώριζε την όχι ευρεία αποδοχή της πολιτικής της εξόντωσης που ακολούθησε, γι' αυτό και περιέβαλε με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα την "Επιχείρηση Ράινχαρντ", (αν και το βιβλίο του Χίτλερ Mein Kampf, στο οποίο αναλύονται οι απόψεις αυτές, ήταν το μεγαλύτερο ευπώλητο της εποχής και του απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη από τις πωλήσεις του).
Έγινε, βέβαια, αποδεκτή από την πλειοψηφία των μελών του Κόμματος (να σημειωθεί ότι αρκετοί Γερμανοί πολίτες αναγκάστηκαν να γίνουν μέλη του Κόμματος επειδή, αν δεν προσχωρούσαν στο Κόμμα, δεν θα τους επιτρεπόταν η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους). Ωστόσο, το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί, όχι μόνον εκκαθάριζε τους αντιφρονούντες, αλλά, ασκώντας παντοιοτρόπως έντονη προπαγάνδα σε συνδυασμό με αυστηρή λογοκρισία, δεν επέτρεπε να γνωστοποιούνται οι πρακτικές που ασκούσε. Είναι γνωστή μία Führerprinzip (αρχή του Ηγέτη), ότι καθένας πρέπει να γνωρίζει μόνον όσα του είναι απαραίτητα για να εκπληρώσει την αποστολή του.
Ο Χίτλερ δεν την παραβίασε ποτέ. Την ακολούθησε απαρέγκλιτα τόσο στους άμεσους συνεργάτες του, όσο και στους συμμάχους του: Συναντώμενος με τον Μουσσολίνι δύο ημέρες πριν την έναρξη εφαρμογής του Σχεδίου Μπαρμπαρόσσα (Εισβολή στη Ρωσία), δεν του επέτρεψε καν να αντιληφθεί τι σχεδίαζε ο ίδιος μόλις δύο ημέρες μετά. Ο ιμπεριαλισμός του καθεστώτος εκφραζόταν με μία και μοναδική λέξη, Lebensraum (ζωτικός χώρος). Ο Γερμανός Άριος είχε ανάγκη από πολύ μεγαλύτερο χώρο, με πολύ περισσότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ώστε να ζει άνετα και να μεγαλουργεί, προς όφελος πρώτα δικό του και ύστερα των (κατώτερων) υπόλοιπων ανθρώπων.
Η εφαρμογή στην πράξη της Ναζιστικής ιδεολογίας δεν επέφερε απλά έναν Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο εκατομμυρίων αντιφρονούντων, αιχμαλώτων πολέμου, ατόμων με αναπηρίες και οδήγησε στο Ολοκαύτωμα, σύνολο από δραστηριότητες που κατέληξαν στον θάνατο έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης, αρκετών, μάλιστα, με ανατριχιαστικούς τρόπους και αποτρόπαιες μεθόδους, και εκατομμυρίων συλληφθέντων και αιχμαλώτων πολέμου από όλες τις κατακτημένες χώρες, μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης.
Παράλληλα, ο Πόλεμος κατέληξε στην κατερείπωση της Γερμανίας και άλλων περιοχών της Ευρώπης και στον διαμελισμό της χώρας σε δύο μπλοκ, που χρειάστηκε να περάσουν περίπου εξήντα χρόνια για να αποκατασταθούν σε ενιαία χώρα. Το σύνολο των θυμάτων υπολογίζεται σε εξήντα περίπου εκατομμύρια, ενώ οι υλικές ζημιές που επέφερε ο Πόλεμος είναι αδύνατο να υπολογιστούν.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Εννιά μήνες ύστερα από την καταδίκη του, ο Χίτλερ αποφυλακίζεται, αναλαμβάνει πάλι την αρχηγία του Κόμματος και το αναδιοργανώνει. Η Γερμανία έχει ως Πρόεδρο Δημοκρατίας τον ήρωα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg), ο οποίος την στρέφει σιγά σιγά σε πιο συντηρητικό δρόμο και είναι ιδεολογικά αντίθετος με τον φιλελευθερισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πολύ αυταρχικός. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται όλες τις συγκυρίες, την άνοδο δημοτικότητας των κομμουνιστικών κομμάτων και τον αυταρχισμό του Χίντενμπουργκ, και στις εκλογές του 1932 το Κόμμα του έρχεται πρώτο σε ψήφους, χωρίς όμως να καταφέρει να πάρει απόλυτη πλειοψηφία.
Ο Πρόεδρος αρνείται να αναθέσει την Καγκελαρία στον Χίτλερ, καθώς δεν τον συμπαθεί καθόλου, και την αναθέτει στον Κουρτ φον Σλάιχερ, του οποίου, όμως, οι προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης αποτυγχάνουν. Ο Χίντενμπουργκ αναγκάζεται να ονομάσει Καγκελάριο τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933 με την υποστήριξη του αρχηγού του Καθολικού Κεντρώου Κόμματος Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen). Με την ανάληψη της εξουσίας το Ναζιστικό Κόμμα δείχνει τις προθέσεις του και διευκρινίζει τι ακριβώς εννοούσε με τον όρο "πολιτιστική επανάσταση" στο πρόγραμμά του:
Αρχίζει τις διώξεις εναντίον Εβραίων "για να καθαρίσει η Γερμανική κουλτούρα από άλλες επιδράσεις", με κυριότερη αυτή της Νύχτας των Κρυστάλλων. Παράλληλα, καθώς τα μέλη του αναλαμβάνουν σημαντικές εξουσίες, εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς απολυταρχικό και τρομοκρατικό, στο οποίο κανείς αντιφρονών δεν έχει θέση. Τις διώξεις των Εβραίων ακολουθούν οι διώξεις κομμουνιστών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων στελεχών και της άρχουσας τάξης γενικότερα. Δημιουργείται το αδιαχώρητο στις φυλακές και το καθεστώς εγκαθιδρύει το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ (Buchenwald).
Αρχικά στα στρατόπεδα αυτά δεν στέλνονται Εβραίοι. Αυτούς το καθεστώς προσπαθεί να τους "πείσει" να εγκαταλείψουν το Γερμανικό έδαφος (εγκαταλείποντας, φυσικά, όλη τους την περιουσία). Χρησιμοποιεί γι' αυτό το σκοπό κυρίως την τρομοκρατία και την ψυχολογική πίεση και όχι, ακόμη, τη φυσική τους εξόντωση. Κατά τον πρώτο χρόνο της Ναζιστικής διακυβέρνησης δεν έχουν αρχίσει να διώκονται μαζικά, να εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να εκτελούνται εν ψυχρώ. Στα στρατόπεδα εγκλείονται, προς το παρόν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στο ναζιστικό καθεστώς. Το Ναζιστικό καθεστώς είναι πλέον μια στυγνή αντισημιτική, αντιφιλελεύθερη, αντικομμουνιστική δικτατορία.
Έχοντας το πρόσχημα του κοινοβουλευτισμού με εξασφαλισμένη πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ, είναι σε θέση να ψηφίζει ολοσχερώς αντιδημοκρατικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, το Ναζιστικό κόμμα -και ο Χίτλερ προσωπικά- έχει να επιδείξει "επιτεύγματα" χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Κατάφερε να καταργήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να εγκαθιδρύσει στυγνή δικτατορία, στα πλαίσια της οποίας καταργούνται οι ατομικές ελευθερίες, η ελευθερία του Τύπου, η ύπαρξη άλλων πολιτικών κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι τοπικές κυβερνήσεις των ως τότε ομοσπονδιακών κρατιδίων.
Καταργούνται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα των Εβραϊκής καταγωγής πολιτών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, ενώ γίνονται δραστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Γερμανού πολίτη. Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξεσπά πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) συλλαμβάνεται στο εσωτερικό του πυρπολημένου κτηρίου. Οι Ναζί έχουν το πρόσχημα που τους χρειάζεται. Αποδίδουν τον εμπρησμό στους κομμουνιστές και την ίδια νύκτα συλλαμβάνονται περίπου 4.000 μέλη και υποστηρικτές τους, οι οποίοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.
Εξαιρέσεις δεν γίνονται ούτε σε γυναίκες ούτε σε εφήβους. Ο Χίτλερ πέτυχε να εξουδετερώσει με ένα κτύπημα έναν από τους πιο μαχητικούς (και μισητούς του) αντιπάλους, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό. Έχοντας πλέον απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταφέρνει να ψηφίσει αρχικά το διάταγμα με το οποίο καταργεί, μεταξύ άλλων, και το θεμελιωδέστερο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το Habeas Corpus. Αυτό το διάταγμα έγινε γνωστό ως "Διάταγμα του εμπρησμού του Κοινοβουλίου". Ακολουθεί ένα άλλο, με το οποίο ο Χίτλερ δίνει στον εαυτό του την απόλυτη εξουσία πάνω σε όλα τα κρατικά θέματα.
Αυτό ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο με 444 ψήφους υπέρ και μόνο 94 κατά - αυτές των σοσιαλδημοκρατών που έχουν απομείνει (Μάρτιος 1933). Ο στενός φίλος του Χίτλερ Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), από την εποχή ήδη του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Μονάχου, είχε δημιουργήσει μια παραστρατιωτική οργάνωση, την Sturmabteilung (SA) (κατά λέξη θυελλώδεις μαχητές, γνωστή και ως "Τάγματα Εφόδου"). Η SA φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη στον Χίτλερ, αφού είχε αναλάβει τη φυσική εξόντωση πολλών πολιτικών του αντιπάλων πριν οι Ναζί πάρουν την εξουσία.
Ωστόσο, η οργάνωση (και ο ηγέτης της) αρχίζει να φαίνεται επικίνδυνη και στον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος έχει αντιληφθεί ότι, αν δεν την εξουδετερώσει, δεν θα μπορέσει να κυριαρχήσει και στο τελευταίο -και ιδιαίτερα σημαντικό- προπύργιο αντίστασης στα σχέδιά του. Τον Γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ). Στις 30 Ιουνίου 1934 ο Ρεμ και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της SA καλούνται σε σύσκεψη σε ένα ξενοδοχείο στα περίχωρα του Μονάχου. Εκεί συλλαμβάνονται, και οι αφοσιωμένοι του Χίτλερ Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ Χίμλερ κατηγορούν τον Ρεμ ως ομοφυλόφιλο. Ο Χίμλερ, ειδικά, φθονεί τον Ρεμ επειδή η οργάνωση την οποία δημιούργησε και διευθύνει, η SS (τότε σωματοφυλακή του Χίτλερ), δεν έχει τη ισχύ και την επιρροή της SA.
Ο Ρεμ υφίσταται ψυχολογικές πιέσεις για να ομολογήσει. Δεν το πράττει και τότε, κατ' εντολή του Χίτλερ, του προσφέρεται ένα πιστόλι για να αυτοκτονήσει. Αρνείται να το πράξει και, τελικά, δολοφονείται από χαμηλόβαθμα στελέχη των SA με ριπές αυτόματων όπλων. Αυτό θα σημάνει και το τέλος της παντοδυναμίας της οργάνωσης SA, η οποία δεν διαλύεται μεν, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο, "παροπλισμένη". Η νύκτα αυτή έχει επονομαστεί "Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών". Με την εξουδετέρωση της SA ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει και τους ευγενούς καταγωγής στρατιωτικούς για τις προθέσεις του σχετικά με την αποκατάσταση της Γερμανίας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό.
Αποσπά, έτσι, από τους αξιωματικούς μια δήλωση αφοσίωσης στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός αυτό, ο Χίτλερ ποτέ δεν συμπάθησε τους αξιωματικούς του, οι οποίοι ήταν όλοι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, πιστοί της Πρωσικής στρατιωτικής παράδοσης και ευγενούς καταγωγής και, φυσικά, κανείς τους δεν ήταν μέλος του Κόμματος. Ως συνέπεια της συνεχώς αυξανόμενης αντιπάθειάς του απέναντί τους, περίπου πενήντα ηγετικές φυσιογνωμίες των Στρατιωτικών δυνάμεων (Βέρμαχτ) θα εκτελεστούν, θα αυτοκτονήσουν "εν διατεταγμένη υπηρεσία" ή θα σφαγιαστούν με φρικτό τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 2 Αυγούστου του 1934 πεθαίνει ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο, με το οποίο συγχωνεύονται Καγκελαρία και Προεδρία. Ο τίτλος και το αξίωμα του Προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα καθήκοντα και των δύο, παίρνοντας τον τίτλο "Führer und Reichskanzler" (Ηγέτης και Καγκελάριος του Ράιχ). Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, ο νόμος έφερε ημερομηνία της προηγούμενης του θανάτου του Προέδρου. Για να μην αφήσει κανένα "παράθυρο" ανοικτό σε πιθανή ανυπακοή προς το πρόσωπό του, ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων να δώσουν νέο όρκο, όχι προς τη χώρα ή προς το Σύνταγμα, αλλά προς τον ίδιο:
''Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του Γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου''
Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός του Ναζιστικού Κόμματος εκφράζονται για πρώτη φορά επίσημα με τη λήψη μέτρων στο Συνέδριό του στη Νυρεμβέργη. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1935 το Συνέδριο υιοθετεί αυτά τα μέτρα, δημιούργημα του Χίτλερ, τα οποία έγιναν γνωστά ως "Νόμοι της Νυρεμβέργης".
- Ο πρώτος, γνωστός ως "νόμος του Γερμανού πολίτη" (Reichsbürgergesetz) αφαιρούσε τη γερμανική υπηκοότητα από τους Εβραίους, αποκαλώντας τους "υποτελείς της Πολιτείας". Ο νόμος εμφανώς απέκλειε κάθε δυνατότητα από τους Εβραίους να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι οποιασδήποτε βαθμίδας.
- Ο δεύτερος, γνωστός ως "Νόμος Προστασίας του Γερμανικού αίματος και της Γερμανικής τιμής" (Gesetz zum Schutze des Deutschen Blutes und der Deutschen Ehre) απαγόρευε τόσο τους γάμους όσο και τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και "Γερμανών πολιτών με ευγενές αίμα".
Οι νόμοι αυτοί περιείχαν εν σπέρματι την ιδέα της τελικής λύσης και του Ολοκαυτώματος. Αποτέλεσαν, επίσης, και το πρότυπο για την επικείμενη δίωξη των Ρομά. Το ίδιο έτος (1935) υιοθετείται και η σημαία με την Σβάστικα ως η επίσημη σημαία του Γερμανικού Ράιχ. Ο Εθνικός Ύμνος της Γερμανίας παραμένει ως είχε ("Deutschland über alles" , που σημαίνει "Η Γερμανία πάνω από όλα"), αλλά το Ναζιστικό Κόμμα του προσαρτά το "Χορστ Βέσελ Λίντ" (Horst-Wessel-Lied), ύμνο του Κόμματος ήδη από το 1930, διατηρώντας μόνο την πρώτη στροφή του παλαιού ύμνου (αυτό έγινε και νομοθετικά το 1933). Οι Εβραίοι απαγορεύεται να φέρουν τη Γερμανική σημαία.
Το 1938 γίνεται προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας των Ναζί να εκδιώξουν τους Εβραίους από τη χώρα. Περίπου 17.000 Εβραίοι Πολωνικής καταγωγής απελαύνονται στη γειτονική Πολωνία. Η χώρα, όμως, αρνείται κατηγορηματικά να τους δεχθεί, έχοντας ψηφίσει ήδη από τον Μάρτιο του 1938 νόμο, με τον οποίο αφαιρούσε την Πολωνική υπηκοότητα από άτομα που ζούσαν στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Αυτό, πίστευαν οι Πολωνοί, θα απέτρεπε την απέλαση των 70.000 Πολωνοεβραίων που ζούσαν στη Γερμανία και στην Αυστρία.
Ανάμεσα στους απελαυνόμενους ήταν και η οικογένεια Γκρίνσπαν (Grynszpan), της οποίας ο δεκαεπτάχρονος γιος Έρσελ (Herschel) ζούσε στο Παρίσι. Περιμένοντας μέσα στο κρύο, κακοντυμένη και πεινασμένη, η μητέρα του Έρσελ τού στέλνει μια καρτ-ποστάλ, εξηγώντας του την κατάσταση και ικετεύοντάς τον να βρει τρόπο να φύγουν όλοι για τις Η.Π.Α. Αυτό ασφαλώς ξεπερνούσε τις δυνατότητες του νεαρού, ο οποίος, μη βρίσκοντας καμία λύση, πυροβολεί τον ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι Ερνστ φομ Ρατ (Ernst vom Rath), δηλώνοντας ότι ενεργεί εξ ονόματος των 17.000 απελαυνόμενων Εβραίων.
Ο Ρατ πεθαίνει στο νοσοκομείο και οι Ναζί έχουν και πάλι την πρόφαση που τους χρειάζεται. Η ενέργεια του νεαρού Γκρίνσπαν ήταν η σκανδάλη της "Νύχτας των Κρυστάλλων" (Kristallnacht), του μεγαλύτερου έως τότε πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 περισσότεροι από 200.000 Εβραίοι έχουν εγκαταλείψει το έδαφος του Ράιχ, αφήνοντας εκεί όλη τους την περιουσία.
TO Γ' ΡΑΪΧ
Γερμανικό Ράιχ (Deutsches Reich, διευκρινιστικά αναφερόμενο ως Kaiserreich), ήταν η επίσημη ονομασία του πρώτου ενιαίου Γερμανικού εθνικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε το 1871 με πρωτοβουλία του τότε καγκελάριου της Πρωσίας, Όττο φον Μπίσμαρκ. Η λέξη Ράιχ (σημαίνει "Βασίλειο" ή "Αυτοκρατορία") είναι παρμένη από το ιστορικό όνομα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (Heiliges Römisches Reich Deutscher Nation), η οποία υπήρξε από το 962 μέχρι το 1806 και αποτελεί το λεγόμενο "Πρώτο Ράιχ".
Ως "Δεύτερο Ράιχ" υπολογίζεται η Αυτοκρατορία της εποχής του Όττο φον Μπίσμαρκ μέχρι την πτώση της μοναρχίας (Kaiserreich), κατ΄ άλλους συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Weimarer Republik), που ακολούθησε, που σαφέστατα και δεν έχει σχέση με αυτοκρατορία. Το "Τρίτο Ράιχ" είναι η προπαγανδιστική ονομασία των εθνικοσοσιαλιστών για την περίοδο της Ναζιστικής Γερμανίας. Το Γερμανικό Ράιχ προήλθε από την Βορειογερμανική Ομοσπονδία, στην οποία κυριαρχούσε η Πρωσία ως μεγαλύτερη δύναμη. Η δημιουργία αυτή του πρώτου εθνικού Γερμανικού κράτους έγινε δυνατή, αφού η Πρωσία κατάφερε να επιβάλλει τα σχέδια της με τον πόλεμο κατά της Δανίας (1864) και της Αυστρίας (1866).
Οπότε καθιερώθηκε ως η κυρίαρχη Γερμανική δύναμη, και στον Γάλλο - Πρωσικό πόλεμο (1870 - 1871). Τις τρεις νίκες αυτές του Πρωσικού στρατού θυμίζει στο Βερολίνο η «Στήλη της Νίκης». Το 1871 κατά την πολιορκία των Παρισίων, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν στα ανάκτορα των Βερσαλλιών την Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία (το Γερμανικό Ράιχ) και πρόσφεραν το στέμμα στον Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας, ο οποίος ονομάστηκε "Γερμανός Αυτοκράτωρ" (Deutscher Kaiser), και όχι "Αυτοκράτωρ της Γερμανίας", λόγω της ομοσπονδιακής δομής της χώρας. O Όττο φον Μπίσμαρκ ονομάστηκε Καγκελάριος της Αυτοκρατορίας. (Reichskanzler)
Το Γερμανικό Ράιχ περιλάμβανε με την ίδρυσή του διάφορες περιοχές, οι οποίες δεν ήταν ποτέ μέρη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, αλλά περιλαμβάνονταν στο κράτος της Πρωσίας. Στα μέρη αυτά συμπεριλαμβάνονται η Ανατολική και η Δυτική Πρωσία, το Ντάντσιχ (Danzig) και μεγάλες εκτάσεις της σημερινής Πολωνίας, καθώς και η Αλσατία - Λωραίνη, που αποσπάστηκε από την Γαλλία το 1871. Κατά τη δεκαετία του 1880, το Γερμανικό Ράιχ εισήλθε στον αποικιακό ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, και απέκτησεαποικίες στην Αφρική και στην Ασία.
Ενώ μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές και οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο, αποτελώντας το πρότυπο για πολλά νέα και αναπτυσσόμενα κράτη, όπως η Ιαπωνία. Η ιστορία του Γερμανικού Ράιχ χωρίζεται σε τρία μέρη:
1) Το Α' Ράιχ
- 1871 - 1918 Η Γερμανική Αυτοκρατορία (Kaiserreich)
- 1871 - 1890 Η εποχή του Μπίσμαρκ
- 1890 - 1918 Η εποχή του Γουλιέλμου Β' και Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
2) Το Β' Ράιχ
- 1918 - 1933 Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης
3) Το Γ' Ράιχ
- 1933 - 1945 Τρίτο Ράιχ και Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Ράιχ είναι μια Γερμανική λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια Αυτοκρατορία ή ένα έθνος. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται παραδοσιακά από μια σειρά κρατών κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας σε πολλές περιόδους της ιστορίας της. Η ίδρυση της ενοποιημένης Γερμανίας που δημιουργήθηκε από τον Καγκελάριο Μπίσμαρκ το 1871, ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία δόθηκε ο τίτλος Ράιχ στο Γερμανικό έθνος και επίσημα ονομάστηκε στα γερμανικά Deutsches Reich (1871 - 1918). Ακολούθησε το δεύτερο Ράιχ ή αλλιώς Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919 - 1933) και η Ναζιστική Γερμανία ή Τρίτο Ράιχ (1933 - 1945)
Ναζιστική Γερμανία, γνωστή όπως αναφέρθηκε προηγουμένως και ως Τρίτο Ράιχ, είναι το όνομα που συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατάσταση της Γερμανίας τη περίοδο 1933 - 1945, κάτω από την ολοκληρωτική δικτατορία του Αδόλφου Χίτλερ και τη ναζιστικής ομάδας του. Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ νόμιμα έγινε Καγκελάριος της Γερμανίας, διοριζόμενος από τον Πρόεδρο Paul von Hindenburg. Αν και αρχικά ήταν επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού, υποβάθμισε γρήγορα την εξουσία του Hindenburg και εξάλειψε τους μη Ναζί συνεργάτες του.
Το Ναζιστικό καθεστώς απεκατέστησε την οικονομική ευημερία, μείωσε τη μεγάλη ανεργία κάνοντας μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες και ταυτόχρονα μείωσε δραστικά τα εργατικά συνδικάτα και τις απεργίες. Η επιστροφή της ευημερίας έδωσε στο καθεστώς τεράστια δημοτικότητα και έδωσε δύναμη στη κυβέρνηση και τον ίδιο τον Χίτλερ. Η Γκεστάπο, υπό τον Heinrich Himmler, κατέστρεψε τη φιλελεύθερη, σοσιαλιστική και κομμουνιστική αντιπολίτευση και εκδίωξε τους Εβραίους, προσπαθώντας να τους εξαναγκάσει στην εξορία, λαμβάνοντας παράλληλα την ιδιοκτησία τους. Το Κόμμα πήρε τον έλεγχο των δικαστηρίων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, και όλων των οργανώσεων πολιτών, εκτός από τις προτεσταντικές και καθολικές εκκλησίες.
Όλες οι εκφράσεις της κοινής γνώμης ελέγχονταν από την προπαγάνδα του υπουργού του Χίτλερ Joseph Goebbels, ο οποίος έκανε αποτελεσματική χρήση ταινιών, συγκεντρώσεων και της επιδέξιας ρητορικής του Χίτλερ. Το Ναζιστικό κράτος λάτρευε τον Χίτλερ ως Φύρερ (Führer - Αρχηγός), συγκεντρώνοντας έτσι όλη τη δύναμη στα χέρια του. Η Ναζιστική προπαγάνδα με επίκεντρο τον Χίτλερ ήταν αρκετά αποτελεσματική για τη δημιουργία αυτό που οι ιστορικοί ονομάζουν "Μύθος του Χίτλερ" - ότι ο Χίτλερ ήταν σοφός σε όλα. Όλοι οι κορυφαίοι αξιωματούχοι αναφέρονταν στον Χίτλερ και ακολουθούσαν τις βασικές πολιτικές του, προϋπόθεση για να υπηρετούν στο επιτελείο του
Η εξωτερική πολιτική του Χίτλερ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 χρησιμοποίησε μια διπλωματική - επιθετική στρατηγική, έχοντας φαινομενικά λογικές απαιτήσεις, απειλώντας όμως με πόλεμο αν δεν τηρούνταν. Όταν οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να τον δελεάσουν, δεχόταν αυτά που του προσφέρονταν και στη συνέχεια προχωρούσε στον επόμενο στόχο του. Αυτή η επιθετική στρατηγική που έχει η Γερμανία, στη πραγματικότητα λειτούργησε προς όφελός της σε πολλές περιπτώσεις. Ο Χίτλερ όμως, είχε ακόμα πιο μεγάλα και φιλόδοξα σχέδια για την επέκταση της Γερμανίας κι έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ξεκίνησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Γερμανία κατέλαβε ή ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, με σκοπό να εδραιώσει τη "Νέα Τάξη" στην Ευρώπη, της πλήρους ηγεμονίας της ναζιστικής Γερμανίας. Η πτώση του Τρίτου Ράιχ έγινε με το τέλος του πολέμου και την ήττα και παράδοση της Γερμανίας. Πολλές περιοχές που ήταν στη κατοχή της, επέστρεψαν στα έθνη που αρχικά ανήκαν. Η χώρα χωρίστηκε σε ζώνες και οι ζώνες αυτές ελέγχονταν από τους Συμμάχους. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης δικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου όσοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι τωνΝαζί είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ ολόκληρη η υφήλιος θρηνούσε εκατομμύρια θύματα και ανυπολόγιστες καταστροφές.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
WUNDERWAFFEN Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ
H λέξη wunderwaffen σημαίνει ''θαυματουργά όπλα''. Εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του B' Π. Π. κυρίως μεταξύ των Γερμανών, που πίστευαν ότι οι επιστήμονες του Γ' Ράιχ ετοίμαζαν όπλα που θα κέρδιζαν τον πόλεμο. Ορισμένα από τα wunderwaffen χρησιμοποιήθηκαν, κάποια έμειναν στις αποθήκες, ενώ άλλα δεν κατασκευάστηκαν ποτέ. H χρήση του όρου ''wunderwaffen'' συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του ''Μεγάλου Πολέμου'' από τους ερευνητές που προσπάθησαν να μελετήσουν το έργο των ερευνητικών εργαστηρίων του Γ' Ράιχ και να προσδιορίσουν πόσο κοντά έφθασαν οι Γερμανοί στην πραγματοποίηση του οράματος του Αδόλφου Χίτλερ για ''Ένα όπλο που θα τελείωνε τον πόλεμο και θα εμπόδιζε τους εχθρούς του Γ' Ράιχ να επιτεθούν ξανά''.
Το ερώτημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι οι ερευνητές είναι μέχρι ποιο σημείο είχε προχωρήσει το πρόγραμμα των wunderwaffen. Τα εργαστήρια στο Πεενεμούντε είχαν παράγει κάποια όπλα που, με τα τεχνολογικά δεδομένα του B' Π. Π., ήταν όντως ''θαυματουργά''. Οι δύο πύραυλοι, ο V-1, που ήταν ο πρώτος κατευθυνόμενος πύραυλος (cruise control missile) στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ο V-2, που ήταν ο πρώτος βαλλιστικός πύραυλος, δεν ήταν φαντασία, αλλά πραγματικότητα, την οποία βίωσαν οι κάτοικοι του Λονδίνου και αρκετών ακόμη Ευρωπαϊκών πόλεων που υπέστησαν εκατοντάδες πλήγματα από τα ''ιπτάμενα βλήματα'' του Βέρνερ φον Μπράουν και των υπόλοιπων ιδιοφυών επιστημόνων που είχε επιστρατεύσει ο Χίτλερ.
Πραγματικότητα ήταν και οι πρώτοι αντιαεροπορικοί πύραυλοι, οι οποίοι όμως είχαν μειωμένη αποτελεσματικότητα, καθώς η σχετική τεχνολογία βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Ακόμη πιο εντυπωσιακή πραγματικότητα ήταν τα αεριωθούμενα μαχητικά που πετούσαν στους ουρανούς του Γ' Ράιχ στον τελευταίο χρόνο του αιματηρού πολέμου, προσπαθώντας μάταια να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία των γεγονότων. Υπήρχαν επίσης τα υπερκανόνια, οι πύραυλοι αέρος - αέρος, τα χημικά ''αέρια νεύρων'' και πολλά ακόμη που είτε χρησιμοποιήθηκαν λίγο και είχαν μειωμένη αποτελεσματικότητα είτε δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου για διάφορους λόγους.
Αλλά αυτά τα όπλα, όσο εξελιγμένα κι αν ήταν για την εποχή τους και όσο αποτελεσματικά (ή μη) κι αν αποδείχθηκαν, δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν ως ''τα όπλα που θα κέρδιζαν τον πόλεμο για τη Γερμανία'', κατά τα λεγόμενα του Αδόλφου Χίτλερ. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό το φοβερό υπερόπλο, για το οποίο ο μεγαλομανής ηγέτης του Γ' Ράιχ μιλούσε ήδη από το 1939; Τη χρονιά εκείνη, μετά την επιτυχημένη πρώτη εφαρμογή των αρχών του ''κεραυνοβόλου πολέμου'' από τις μηχανοκίνητες στρατιές της Γερμανίας ενάντια στην Πολωνία, ο Χίτλερ σε μία συγκέντρωση στελεχών του κόμματος στο Ντάντσιχ (σήμερα Γκντανσκ στην Πολωνία) είπε τα εξής:
'' Ίσως δεν είναι μακριά η στιγμή που θα είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε ένα όπλο που θα εμπόδιζε (τους αντιπάλους μας) από το να μας επιτεθούν ξανά''. Αυτή η αναφορά του χαρισματικού ρήτορα και Φύρερ της Γερμανίας έκανε σιγά-σιγά το γύρο του έθνους. Ακολούθησαν κι άλλες δηλώσει και προβλέψεις, ακόμη πιο οπτιμιστικές και μεγαλεπήβολες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πεποίθηση των Γερμανών ότι δεν μπορούσαν να χάσουν τον πόλεμο διότι η χώρα τους διέθετε ένα όπλο απίστευτης ισχύος, είχε δομηθεί πάνω σε στέρεες βάσεις, με τη βοήθεια πάντα του ''μάγου'' της προπαγάνδας, Γκέμπελς.
Όταν οι τύχες του πολέμου άρχισαν να αντιστρέφονται και οι Γερμανοί βρέθηκαν να υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα, οι αναφορές για υπερόπλα που θα επέτρεπαν στη Γερμανία να ανακάμψει, όχι απλώς δεν σταμάτησαν, αλλά αντίθετα πολλαπλασιάστηκαν και μάλιστα από διάφορες πηγές πέραν του Χίτλερ. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση οι αναφορές αυτές δεν στοιχειοθετούν επαρκές στοιχείο για την ύπαρξη ενός τέτοιου όπλου. Το Γ' Ράιχ ήδη από το 1943 είχε βρεθεί στην άμυνα, ενώ με την έλευση του 1944 φαινόταν ότι πλέον η τύχη της Γερμανίας είχε σφραγιστεί και η ήττα έμοιαζε βέβαιη, παρά τις θρασείς δηλώσεις περί του αντιθέτου από το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας της χώρας.
Ήταν μάλλον φυσική η επιλογή της Γερμανικής ηγεσίας να προσπαθήσει, στο πλαίσιο της εκστρατείας αναστήλωσης του ηθικού του Γερμανικού λαού, να προχωρήσει στην υποδαύλιση της πεποίθησης ότι οι ''ανώτεροι Άρειοι επιστήμονες του Γερμανικού έθνους'' έχουν κατασκευάσει όπλα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να εξαφανίσουν τους αντιπάλους της χώρας από το πρόσωπο του πλανήτη.
Ακόμη και όταν οι τεθωρακισμένες στρατιές της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκονταν στις πύλες του Βερολίνου, οι εξαθλιωμένοι Γερμανοί περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τον Φύρερ να διατάξει τη χρήση των wunderwaffen που θα κονιορτοποιούσαν τους ''untermenschen'' (υπάνθρωποι, ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί για τους Σλάβους) και θα έσωζαν τη Γερμανία. Φυσικά, κανένα τέτοιο όπλο δεν χρησιμοποιήθηκε και η Γερμανία, όπως αναμενόταν, υποτάχθηκε στη θέληση των νικητών του πολέμου.
ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΑΤΟΜΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ένα σε προχωρημένο στάδιο πρόγραμμα αναζήτησης ενός τέτοιου υπερόπλου, αυτό δεν μπορεί παρά να ήταν η ατομική βόμβα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η αίσθηση που είχαν οι ειδήμονες ήταν ότι οι Γερμανοί επιστήμονες όντως εργάζονταν πάνω σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Άλλωστε, οι εκκλήσεις των επιστημόνων που ξεκίνησαν το πρόγραμμα Μανχάταν, το οποίο έφερε ως αποτέλεσμα την ατομική βόμβα των ΗΠΑ, αναφέρονταν σε ένα αντίστοιχο Γερμανικό πρόγραμμα και στην ανάγκη ''του ελεύθερου κόσμου'' να φτιάξει το υπέρτατο όπλο πριν από τους επιστήμονες του Χίτλερ και των Ναζί.
Όμως μετά τον πόλεμο, όλες οι αναφορές υποδείκνυαν ότι το σχετικό Γερμανικό πρόγραμμα τερματίστηκε πολύ νωρίς χωρίς να έχει φθάσει σε κάποιο απτό αποτέλεσμα. Από εκεί και πέρα, δεν υπήρξε ουδεμία αναφορά σε ανάλογο πρόγραμμα των Γερμανών. Για πολλά χρόνια, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η ύπαρξη ενός τέτοιου προγράμματος, που προχώρησε δηλαδή πέρα από τα αρχικά θεωρητικά στάδια, εθεωρείτο από απίθανη έως αδύνατη. Ακόμη και οι πληροφορίες για τους Γερμανικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες που αποδεδειγμένα λειτούργησαν, είτε εξαφανίστηκαν είτε περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Όμως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 ένα έργο του αμφιλεγόμενου (και πρόσφατα καταδικασθέντος ως αρνητή του ολοκαυτώματος) Ντέηβιντ Ιρβινγκ, με τίτλο ''Το όνειρο της Γερμανικής ατομικής βόμβας'', έφερε νέα στοιχεία στο προσκήνιο και προκάλεσε ουκ ολίγες συζητήσεις. Το ατομικό πρόγραμμα της Γερμανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που ήλθαν στο φως, υπήρχε και τα αποτελέσματα που είχε πετύχει ήταν εντυπωσιακά. Βεβαίως, από την εποχή που δημοσιεύτηκε το έργο του Ίρβινγκ μέχρι σήμερα έχουν δει το φως της δημοσιότητας εκατοντάδες βιβλία που είτε υποστηρίζουν είτε απορρίπτουν την άποψη που εξέφρασε ο ιστορικός.
Ορισμένα βιβλία πετυχαίνουν να καταρρίψουν ως ''μυθεύματα'' πολλά από τα σημεία που ο Ίρβινγκ θεωρούσε καθοριστικά για τη ''στήριξη'' της θεωρίας του. Ωστόσο ο διάλογος αυτός φαίνεται ότι δύσκολα θα τερματιστεί, καθώς και οι δύο πλευρές εμμένουν πεισματικά στις απόψεις τους. Ορισμένοι, βεβαίως, έχουν προχωρήσει το όλο θέμα ένα βήμα πιο πέρα: Θεωρούν ότι οι Γερμανοί όχι απλώς εργάζονταν πάνω στη δημιουργία μίας ατομικής βόμβας, αλλά είχαν δημιουργήσει μία καθ’ όλα λειτουργική A-Bomb. Βεβαίως, υπάρχει ένα μεγάλο επιχείρημα ενάντια σε αυτήν τη θέση: αν την είχαν, γιατί δεν την χρησιμοποίησαν;
Το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς σε καμία περίπτωση δεν επέδειξε την ηθική ανωτερότητα που θέλουν ορισμένοι να του προσάψουν και δεν έλειψαν οι από μέρους του προσπάθειες μαζικής εξόντωσης πληθυσμιακών ομάδων και καθολικής τρομοκρατίας του πληθυσμού κατεχόμενων χωρών. Αν και οι ωμότητες των Ναζί έφθασαν στο ύψιστο σημείο τους στη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και η Ελλάδα τις γνώρισε σε πολλές περιπτώσεις και τα δεκάδες μαρτυρικά χωριά με τις δεκάδες χιλιάδων θυμάτων της Ναζιστικής θηριωδίας είναι αδιάψευστοι μάρτυρες.
Οπότε και η χρήση ενός ατομικού όπλου (ακόμη και αν οι Γερμανοί γνώριζαν επακριβώς πόσο καταστρεπτικό ήταν) σε καμία περίπτωση δεν θα θεωρούνταν ηθικώς επιλήψιμη από τους εθνικοσοσιαλιστές φανατικούς. Με λίγα λόγια, το να θεωρούμε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ γνώριζε ότι είχε στα χέρια του ένα λειτουργικό ατομικό όπλο και δεν το χρησιμοποίησε για να αντιστρέψει την πορεία του πολέμου, είναι τουλάχιστον αστείο. Άλλωστε, το ίδιο όπλο το χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί ενάντια σε μη στρατιωτικό στόχο και ενώ βρίσκονταν σε καθαρά πλεονεκτική θέση έναντι των Ιαπώνων.
Απλώς και μόνο για να εξασφαλίσουν την άνευ όρων παράδοσή τους και να περιορίσουν το κόστος σε υλικό και ζωές από μία γενική εισβολή των Ιαπωνικών νήσων. H μόνη περίπτωση που ο Χίτλερ θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το ατομικό όπλο (αν το είχε στην κατοχή του) θα ήταν ο φόβος των αντιποίνων. Γνώριζε από τις αναφορές των πρακτόρων του ότι οι Αμερικανοί είχαν προχωρήσει σημαντικά στο δικό τους ατομικό πρόγραμμα και κάποιοι ήδη έλεγαν ότι οι ΗΠΑ είχαν έτοιμη μία βόμβα σχάσης. Πρόκειται ίσως για μια πρόωρη περίπτωση M.A.D. (Mutual Assured Destruction, Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή), όπως εκείνη που χαρακτήρισε τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ.
Άλλωστε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Γερμανία δεν χρησιμοποίησε το πλούσιο απόθεμα σε προηγμένα αέρια νεύρων που διέθετε, διότι ήταν γενικά αποδεκτό ότι και οι Βρετανοί διέθεταν ανάλογα αέρια. Καθώς οι Γερμανοί δεν είχαν πετύχει να δημιουργήσουν μία αποτελεσματική άμυνα ενάντια στο Sarin και το Tabun, θεώρησαν ότι χρησιμοποιώντας τα, θα υπέγραφαν την εντολή αφανισμού του Γερμανικού έθνους. Πριν όμως περάσουμε στη σφαίρα της υπόθεσης (και, ίσως, ακόμη και της φαντασίας), θα αναφέρουμε πρώτα στα γνωστά wunderwaffen, τα όπλα που ήταν απτή πραγματικότητα και η ύπαρξή τους επιβεβαιώθηκε και από τη χρήση τους κατά τον B' Π. Π.
Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών αποτελούν τα προϊόντα μίας επιστήμης που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, της πυραυλικής.
TO ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΥΡΑΥΛΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Οι ρίζες του Γερμανικού πυραυλικού προγράμματος βρίσκονται αρκετά χρόνια πριν από το B' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ταραγμένη εποχή του ''Μεγάλου Πολέμου'', που στη συνέχεια ονομάστηκε ''A' Παγκόσμιος Πόλεμος'', οι επιστήμονες του Κάιζερ Γουλιέλμου της Γερμανίας είχαν βρεθεί σε μία παρόμοια θέση με εκείνη στην οποία βρέθηκαν οι συνάδελφοί τους που εργάζονταν μερικές δεκαετίες μετά για τον Αδόλφο Χίτλερ: προσπαθούσαν να βρουν τρόπους ώστε η Γερμανία να επικρατήσει σε έναν πόλεμο φθοράς στον οποίο υστερούσε.
Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία μίας συσκευής που θα μπορούσε χωρίς άμεση ανθρώπινη καθοδήγηση να προκαλέσει καταστροφή στον εχθρό με μία από αέρος επίθεση, ανάγονται ήδη στην πρώτη εποχή που διαπιστώθηκε η δυναμική του αεροσκάφους, δηλαδή στις παραμονές του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι σύμμαχοι της Entente Cordiale (Βρετανία και Γαλλία) αλλά και οι Αμερικανοί είχαν ήδη ξεκινήσει τις προσπάθειες για δημιουργία ενός όπλου που θα πληρούσε τις προϋποθέσεις που περιγράψαμε παραπάνω.
Αρχικά οι προσπάθειες κατευθύνονταν προς τη δημιουργία μίας ''ιπτάμενης βόμβας'', στην οποία ωστόσο εξαρχής προσδίδονταν όλα τα χαρακτηριστικά τα οποία θα είχαν στη συνέχεια οι πύραυλοι που δημιουργήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς. Θα επρόκειτο δηλαδή για ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος, με φορτίο εκρηκτικών, το οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί χωρίς άμεση καθοδήγηση προς μία περιοχή - στόχο την οποία και θα προσέβαλλε. Οι πιονέροι του τομέα αυτού πειραματίσθηκαν αρχικά με ανεμόπτερα. Πειράματα που έγιναν από τη Siemens για λογαριασμό της Γερμανικής κυβέρνησης, είχαν να κάνουν με τη χρήση ανεμόπτερων.
Τα οποία θα ρυμουλκούνταν από άλλα αεροσκάφη που θα τα άφηναν από μεγάλο ύψος να ''γλιστρήσουν'' προς τους στόχους τους. Ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς μιλάμε για μη επανδρωμένα ανεμοπλάνα, έμοιαζε καταδικασμένο εκ των προτέρων σε αποτυχία, ωστόσο μέχρι το τέλος του πολέμου η εταιρεία είχε κατορθώσει να αναπτύξει μία σχετικά αξιόπιστη μεθοδολογία όσον αφορά στη δημιουργία των ανεμόπτερων - βομβών. Μάλιστα, το μεγαλύτερο από αυτά που είχε δημιουργηθεί και δοκιμαστεί, έφθανε τη δυνατότητα μεταφοράς 1.000 κιλών. Τα ογκώδη αυτά ανεμόπτερα μεταφέρονταν κοντά στο στόχο με ένα αερόπλοιο τύπου Ζέπελιν και στη συνέχεια αποσπούνταν, ενώ η καθοδήγησή τους προς το στόχο γινόταν ενσύρματα.
Λίγο πριν από την πρόσκρουση στο στόχο, το σύρμα κοβόταν αυτόματα, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο το Ζέπελιν και το πλήρωμά του. Το σύστημα αυτό κάθε άλλο παρά αξιόπιστο ήταν, αλλά σε συνθήκες δοκιμών είχαν επιτευχθεί σχετικά καλά αποτελέσματα, αφού στάθηκε δυνατόν να ''οδηγηθεί'' το ανεμοπλάνο - βόμβα για απόσταση 7 χιλιομέτρων με την ενσύρματη καθοδήγηση από το αερόπλοιο που το μετέφερε. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες πριν από τον πόλεμο η ίδια εταιρεία είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη ενός βελτιωμένου βομβαρδιστικού αεροσκάφους, που θα μπορούσε να μεταφέρει την ιπτάμενη βόμβα και να την ''εκτοξεύει'' προς το στόχο της από μεγάλη απόσταση.
Ωστόσο, η ήττα της Γερμανίας έθεσε τέρμα και σε αυτά τα πολεμικά σχέδια. Οι σύμμαχοι της Αντάντ σταμάτησαν τις εργασίες έρευνας και ανάπτυξης αυτών των πρώιμων προσπαθειών για τη δημιουργία ενός κατευθυνόμενου πυραύλου, επιβάλλοντας ασφυκτικούς όρους στην ηττημένη Γερμανία. Μία αντίστοιχη προσπάθεια γινόταν από τους Γερμανούς την ίδια περίοδο, μέσω της αεροπορίας του Γερμανικού στρατού. H προσπάθεια αφορούσε στην ανάπτυξη ενός συστήματος καθοδήγησης ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους μέσω ραδιοσημάτων.
Το αεροσκάφος, που είχε ονομαστεί Fledermaus, ήταν στην πραγματικότητα ένα μη επανδρωμένο βομβαρδιστικό και κατασκευάστηκαν τουλάχιστον δύο πρωτότυπα (κατ’ άλλες πηγές τέσσερα) πριν η λήξη του πολέμου θέσει τέλος και σε αυτό το επαναστατικό σχέδιο των Γερμανών επιστημόνων. Μία τρίτη προσπάθεια για δημιουργία μη επανδρωμένου κατευθυνόμενου αεροσκάφους γινόταν από τη μεγαλύτερη σχεδιάστρια και κατασκευάστρια αεροσκαφών για τη Γερμανία την περίοδο του A' Π.Π., την Ολλανδική Fokker. Το πρωτότυπο Fokker V-30 είναι ένα αεροσκάφος που θα καθοδηγούνταν με ραδιοσήματα και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε ρόλο ιπτάμενης βόμβας.
Ωστόσο παρότι το εργοστάσιο πήρε την εντολή να προχωρήσει με το σχέδιο το καλοκαίρι του 1918, μέχρι το τέλος του πολέμου μόνο ένα πρωτότυπο είχε κατασκευαστεί. Από τις στάχτες του A' Π.Π. και εξαιτίας των αυστηρότατων περιοριστικών όρων των συνθηκών που καθόριζαν το μεταπολεμικό σκηνικό, ξεπήδησε το νέο Γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα. Μία ομάδα ανθρώπων με ενθουσιασμό, γνώσεις και τεχνική επάρκεια στρατολογήθηκαν αρχικά από το Γερμανικό στρατό και στη συνέχεια από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς για να δημιουργήσουν όπλα τα οποία δεν θα ενέπιπταν στους περιοριστικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι περίφημοι V-1 και V-2, ήταν το αποτέλεσμα της εργασίας αυτών των ανθρώπων.
TO ΜΕΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
H Γερμανία πριν και κατά τη διάρκεια του B' Π.Π ήταν το πρώτο ''έθνος εν όπλοις'' της ιστορίας. Το ολοκληρωτικό καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών είχε κατορθώσει να στρατεύσει όλες τις δυνάμεις του έθνους και όλους τους πόρους του κράτους για μία και μοναδική υπόθεση: τη δημιουργία στρατιωτικής ισχύος ικανής να κερδίσει σε οποιαδήποτε πολεμική αναμέτρηση μεγάλης κλίμακας, με οποιονδήποτε αντίπαλο. Εν πολλοίς τα κατάφεραν - στις παραμονές του B' Π.Π η Γερμανία ήταν ανώτερη στρατιωτικά από οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα. Ωστόσο, η επιλογή των συμμαχιών της Γερμανίας υπήρξε μάλλον ατυχής, όπως ατυχής ήταν και η επιλογή των αντιπάλων. Αυτοί οι δύο παράγοντες έφεραν την ήττα στον πόλεμο στον οποίο ενεπλάκη.
Αντίθετα, καθόλου ατυχής δεν ήταν η επιλογή των κατευθύνσεων για την ανάπτυξη νέων όπλων. H Γερμανία ήδη πριν από τον πόλεμο διέθετε ένα αξιοζήλευτο επιστημονικό δυναμικό, παρά την αφαίμαξη που είχε υποστεί εξαιτίας της δίωξης των Εβραίων (πολλοί και ιδιαίτερα λαμπροί επιστήμονες, Γερμανοί και Αυστριακοί πολίτες με Εβραϊκές ρίζες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία λόγω των διώξεων που υπέστησαν). Αυτό το επιστημονικό δυναμικό, στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού δόγματος της Γερμανίας, στρατεύθηκε στο σκοπό της δημιουργίας πολεμικής ισχύος.
Στον ίδιο στόχο ευθυγραμμίστηκαν και οι βιομηχανικοί κολοσσοί της Γερμανίας, εταιρείες που διέθεταν αξιοζήλευτα καταρτισμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες και προηγμένη τεχνολογία. Το αποτέλεσμα όλων αυτών, αλλά και της εμμονής της ηγεσίας του Γ' Ράιχ να προσπαθεί να επιτύχει την ποιοτική υπεροχή των όπλων της έναντι αυτών των αντιπάλων της, είχαν ως αποτέλεσμα μία οργιώδη παραγωγή νέων, πρωτοποριακών σχεδιάσεων από τα εργαστήρια του Γ' Ράιχ.
Οι περισσότερες από τις μεγάλες καινοτομίες που άλλαξαν την όψη του πολέμου στα μεταπολεμικά χρόνια επιτεύχθηκαν από τους επιστήμονες και τους τεχνικούς της Γερμανίας στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τα wunderwaffen που θα επέτρεπαν στη χώρα τους να επικρατήσει σε έναν πόλεμο που με συμβατικά μέσα ήταν χαμένος από τη στιγμή που αναμείχθηκε σε αυτόν ο βιομηχανικός κολοσσός των Η.Π.Α ή και νωρίτερα, από τη στιγμή που οι Γερμανικές τεθωρακισμένες στρατιές πέρασαν τα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ και κήρυξαν τον πόλεμο στον ''κόκκινο γίγαντα''.
Βεβαίως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος γιατί η Γερμανία, με όλη αυτήν την τεχνολογική υπεροχή, δεν στάθηκε δυνατόν να κερδίσει τον πόλεμο ή, έστω, δεν πέτυχε υπό όρους παράδοση, αφού το σύνολο της χώρας είχε καταληφθεί από εχθρικά στρατεύματα. H ερώτηση είναι εύστοχη, ωστόσο θα πρέπει να δούμε την απάντηση κάτω από ένα πραγματιστικό πρίσμα. Ελάχιστοι πόλεμοι στην ιστορία κρίθηκαν από την τεχνολογική υπεροχή του ενός από τους δύο (ή περισσότερους) εμπόλεμους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που θεωρούμε ότι όντως η τεχνολογική διαφορά έκρινε το αποτέλεσμα, αυτή ήταν τόσο χαώδης, που πραγματικά διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.
Ένα από τα ελάχιστα σχετικά παραδείγματα είναι η απίστευτη κατάκτηση της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής από τους Ισπανούς, όταν μία χούφτα ''Κονκισταδόρες'' κατέλυσαν ολόκληρες Αυτοκρατορίες. Ωστόσο ακόμη και εκεί, που η διαφορά στον οπλισμό ήταν καταλυτική (κανόνια από τη μία, κοκκάλινα και πέτρινα όπλα από την άλλη), χρειάστηκαν πολύ περισσότερα από τα όπλα για να κερδηθεί ο πόλεμος. H έξυπνη διπλωματία, με τον προσεταιρισμό όλων των φυλών ιθαγενών που ανταγωνίζονταν τους εχθρούς των Ισπανών, ήταν ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας. Σε ένα τουλάχιστον πεδίο, οι Γερμανοί ήταν πολύ πίσω από τους συμμάχους, την τεχνολογία ραντάρ, όπου Βρετανοί και Αμερικανοί κατάφεραν να πετύχουν πραγματικά θαύματα.
Αντίθετα, οι Γερμανοί σταμάτησαν το καλοκαίρι του 1940 την ανάπτυξη του δικού τους ραντάρ. Βεβαίως, όταν τα σχετικά προγράμματα μπήκαν ξανά σε εφαρμογή, το 1943, ήταν πλέον πολύ αργά. Τα δύο χρόνια που χάθηκαν δεν ήταν δυνατόν να αναπληρωθούν. H διαθεσιμότητα ενός πραγματικά αξιόλογου συστήματος ραντάρ θα έδινε λόγο ύπαρξης και σε πολλά από τα ''υπερόπλα'', τα οποία είχαν πρόβλημα καθοδήγησης σε μεγάλες αποστάσεις και ταχύτητες, όπου ο χειροκίνητος έλεγχος μέσω οπτικής επαφής αποδείχθηκε τραγικά ανεπαρκής. O B' Π.Π. ήταν γενικώς ένα μεγάλο ερευνητικό εργαστήριο. Οι καινοτομίες που παρουσιάζονταν ήταν καθημερινές και επαναστατικές.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα ραντάρ, οι πύραυλοι, η ατομική βόμβα και εκατοντάδες ακόμη σημαντικές εφευρέσεις, που έχουν διαμορφώσει το πρόσωπο του πλανήτη τα τελευταία 60 χρόνια, γεννήθηκαν μέσα από τα πεδία μαχών του B' Π.Π. Οι επιστήμονες όλων των αντιμαχομένων βρίσκονταν πριν ακόμη ξεκινήσει η σύγκρουση σε έναν τρομερό αγώνα δρόμου, ο οποίος είχε ως έπαθλο την παγκόσμια κυριαρχία. Οι Σύμμαχοι, Η.Π.Α, Βρετανία, Ε.Σ.Σ.Δ, και οι υπόλοιποι που πολέμησαν ενάντια στον Άξονα είχαν με το μέρος τους τη σκληρή λογική των αριθμών: Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία μαζί είχαν το 1/4 του πληθυσμού και το 1/8 της παραγωγικής δυνατότητας των Συμμάχων.
Επίσης, οι Η.Π.Α καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έμειναν μακριά από οποιαδήποτε απειλή, με τον πληθυσμό τους να έχει ακμαιότατο ηθικό και τις κολοσσιαίες παραγωγικές δυνατότητές τους παντελώς άθικτες. Την ίδια ώρα, οι Γερμανικές πόλεις και τα παραγωγικά κέντρα του Γ' Ράιχ δέχονταν σχεδόν καθημερινά τις ''επισκέψεις'' των γιγάντιων βομβαρδιστικών των Συμμάχων και εκατοντάδες τόνους βομβών. Τέλος, υπάρχει και μία ακόμη παράμετρος. Εξαιτίας της πολυδιάσπασης των ανώτερων στρωμάτων της Ναζιστικής ιεραρχίας και της διατήρησης ''στεγανών'' μέσα στην κρατική και κομματική μηχανή (όλα αποτέλεσμα της προσπάθειας του Χίτλερ να πετύχει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο κόμμα και στο κράτος), παρατηρούνταν συχνά μία παρόμοια πολυδιάσπαση στα ερευνητικά και εξοπλιστικά προγράμματα.
Οι δυσκολίες συνεννόησης ήταν τροχοπέδη σε πολλές περιπτώσεις στην ενίσχυση των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς κλάδοι, γραφεία, πρόσωπα και εταιρείες έριζαν συνεχώς για εξουσία, κονδύλια, την προσοχή του Χίτλερ και την ανάθεση παραγγελιών. Σε πολλές περιπτώσεις, 3 και 4 και 5 οργανισμοί και εταιρείες εργάζονταν ταυτόχρονα πάνω σε ένα παρόμοιο οπλικό σύστημα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τα αποτελέσματα των εργασιών του άλλου. O ιδιότυπος κοινωνικός Δαρβινισμός των Ναζί αποδείχτηκε μοιραίος σε αυτόν τον τομέα, αφού ο ''εσωτερικός'' ανταγωνισμός των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων και των εταιρειών δούλεψε αρνητικά για την κοινή υπόθεση.
Στη συνέχεια αυτής της μονογραφίας θα δούμε αναλυτικά όλα τα Γερμανικά wunderwaffen που αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν, ενώ θα ρίξουμε και μία ματιά στα εργαστήρια και στα κέντρα σχεδιασμού για να δούμε μερικά ακόμη πιο ''εξωτικά'' όπλα που, για διάφορους λόγους, ουδέποτε βρήκαν το δρόμο για το πεδίο της μάχης.
ΠΕΕΝΕΜΟΥΝΤΕ
O τόπος που έχει συνδέσει το όνομά του με το Γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα είναι το Πεενεμούντε (Peenemünde), το κέντρο έρευνας και ανάπτυξης πυραυλικής τεχνολογίας, όπου ο Βέρνερ φον Μπράουν και η ομάδα των επιστημόνων του εργάστηκαν για τη δημιουργία των V-2 και και το κέντρο που αποτελούσε το πρώτο ίσως τεχνολογικό χωριό της ιστορίας. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, που παρουσιάζουν και μία σειρά από αποδείξεις για του λόγου το αληθές, στο Πεενεμούντε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Επρόκειτο φυσικά για ένα πρωτόγονο μηχάνημα, το λεγόμενο Z-3 του Κόνραντ Τζούσε.
O Τζούσε είχε δημιουργήσει τον Z-1 ήδη από το 1938, αλλά για πρώτη φορά βρήκε πρακτική εφαρμογή η μεθεπόμενη έκδοση του μηχανήματός του στο Πεενεμούντε, όπου χρησιμοποιήθηκε για βαλλιστικούς υπολογισμούς. Το Πεενεμούντε ήταν απλώς η κεφαλή ενός περίπλοκου πλέγματος, στο οποίο περιλαμβάνονταν εκατοντάδες ερευνητικές εγκαταστάσεις, εργαστήρια, εταιρείες, πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό και απλωνόταν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Μπορούμε να το δούμε σαν τον εγκέφαλο ενός ζώντος οργανισμού - του Γερμανικού προγράμματος ανάπτυξης πρωτοποριακών όπλων.
Ωστόσο, αυτός ο οργανισμός αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υπηρεσίες και τα ιδρύματα που θεωρητικά είχαν τεθεί κάτω από μία σκεπή, στην πραγματικότητα διαγκωνίζονταν και φιλονικούσαν για πόρους, προσοχή και παραγγελίες από την ηγεσία του Γ' Ράιχ. O υδροκεφαλισμός της ηγεσίας του Ράιχ, αποτέλεσμα της προσπάθειας του Χίτλερ να αποφύγει τη συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός του ίδιου, είχε οικτρά αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις.
Σήμερα, στο χώρο όπου βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις του Πεενεμούντε έχει δημιουργηθεί ένα μουσείο, το Ιστορικό και Τεχνολογικό Κέντρο του Πεενεμούντε, όπου στεγάζεται το μοναδικό κτήριο που δεν ισοπεδώθηκε από τους Σοβιετικούς, το κέντρο παραγωγής ενέργειας της εγκατάστασης.
OI ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΕΡΟΠΛΑ
Το Γ' Ράιχ ήταν πρωτοπόρο στη δημιουργία πυραύλων, οι οποίοι ουσιαστικά ξεκίνησαν να αναπτύσσονται τις παραμονές του B' Π.Π. Στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν οι μελλοντικοί αντίπαλοι ''έχτιζαν'' τις δυνάμεις τους για την επερχόμενη σύγκρουση, η πυραυλική τεχνολογία βρισκόταν στα σπάργανα. Σήμερα θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη πυραύλων κάθε είδους, μεγέθους και χρήσης, από τους θηριώδεις βαλλιστικούς πυραύλους που μεταφέρουν το θανάσιμο φορτίο των πυρηνικών κεφαλών τους σε αποστάσεις όσο τα 2/3 της περιμέτρου της γης, έως τους μικρούς αλλά θανάσιμα ακριβείς cruise και από τους μικροσκοπικούς πυραύλους αέρος - αέρος έως τους τιτάνιους πυραύλους που μεταφέρουν στο Διάστημα ανθρώπους και τα δημιουργήματα τους.
Ωστόσο, στις παραμονές του B' Παγκοσμίου Πολέμου οι πύραυλοι ήταν λίγο-πολύ επιστημονική φαντασία και η πυραυλική επιστήμη βρισκόταν ακόμη μόνο στο μυαλό λίγων εμπνευσμένων ανδρών που είχαν ένα μεγάλο όνειρο: Να αποδεσμεύσουν την ανθρωπότητα από τα δεσμά της βαρύτητας και να της επιτρέψουν να βγει στο Διάστημα. Προτού καταφέρουν όμως να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα και αφού προσπάθησαν με τη δημιουργία ιδιωτικών συλλόγων και οργανώσεων να τραβήξουν το ενδιαφέρον των κρατών τους στα πειράματα πυραυλοκίνησης, αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε μία εντελώς διαφορετική προσπάθεια: τη χρήση των πυραύλων ως όπλων.
O άνθρωπος που συνειδητοποίησε τη δυνάμει χρησιμότητα των πυραύλων ως όπλων, ήταν ένας Γερμανός στρατιωτικός, ο Ντορνμπέργκερ. Έχοντας ένα στέρεο επιστημονικό υπόβαθρο ως φυσικός και έχοντας γνωρίσει τους ενθουσιώδεις επιστήμονες που ασχολούνταν με την πυραυλική, ο Ντορνμπέργκερ κατάλαβε ότι η Γερμανία είχε στα χέρια της έναν θησαυρό που θα της επέτρεπε να αγνοήσει τους περιοριστικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλιών. Άλλωστε το ζητούμενο για τη Γερμανία του μεσοπολέμου, που είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα από τις συνθήκες που επέβαλλαν οι νικητές του A' Π.Π., ήταν να αναπτύξει όπλα που δεν θα παραβίαζαν το γράμμα των όρων της συνθήκης.
Φυσικά, όλα αυτά άλλαξαν όταν ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές του ήλθαν στην εξουσία. Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας και της ανάπτυξης των πυραυλικών συστημάτων της Γερμανίας πραγματοποιήθηκε στο περίφημο κέντρο του Πεενεμούντε υπό το χαρισματικό Βέρνερ φον Μπράουν, τον άνθρωπο που θεωρείται ο πρώτος μεγάλος πυραυλικός επιστήμονας στην ιστορία της ανθρωπότητας και εκείνος που όχι μόνο έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης πυραυλικής επιστήμης, αλλά έστειλε και τον άνθρωπο στη Σελήνη, αφού ήταν ο επικεφαλής του σχετικού προγράμματος της NASA.
ΒΕΡΝΕΡ ΦΟΝ ΜΠΡΑΟΥΝ
H σημαντικότερη προσωπικότητα στον τομέα της Αεροδιαστημικής είναι αναμφισβήτητα ο Γερμανός Βέρνερ φον Μπράουν (Wernher Magnus Maximilian freiherr von Braun), ο ''πατέρας'' του V-2, των βαλλιστικών πυραύλων και ολόκληρου του πυραυλικού προγράμματος δύο χωρών, της Γερμανίας αρχικά και των Η.Π.Α στη συνέχεια, ο άνθρωπος που έκανε πραγματικότητα το όνειρο της πρώτης επιτυχούς προσσελήνωσης το 1967. O χαρισματικός οραματιστής επιστήμονας γεννήθηκε τις 23 Μαρτίου του 1912 σε μία πολίχνη του Πόσεν (στην ανατολική Πρωσία), το Βίρσιτζ. Σε μικρή ηλικία μόλις 8 ετών, ο Βέρνερ και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Βερολίνο, αφού το Βίρσιτζ δόθηκε στην Πολωνία με τη συνθήκη των Βερσαλιών.
Στο πλαίσιο της ''εκστρατείας απενοχοποίησης'' του φον Μπράουν αλλά και του συνόλου του προσωπικού των Ναζί που εργάζονταν στην ανάπτυξη των πυραυλικών συστημάτων στο περίφημο κέντρο του Πεενεμούντε, οι Αμερικανοί μεταπολεμικά δημιούργησαν ένα εναλλακτικό παρελθόν για τον χαρισματικό επιστήμονα, που εξωραΐζει την εικόνα του και τον παρουσιάζει ως οραματιστή, τον απόλυτο πρωτοπόρο της έρευνας για το ταξίδι στο Διάστημα, που απλώς αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους Ναζί. Στο πλαίσιο της δημιουργίας αυτού του χαλκευμένου παρελθόντος εξαφανίστηκαν όλα τα στοιχεία που συνέθεταν την εικόνα ενός πιστού εθνικοσοσιαλιστή με επαφές (και ίσως συμμετοχή) με το κόμμα ήδη από το 1932 και αξιωματικού των SS ήδη από το 1940.
Φυσικά, εξαφανίστηκαν και όλες οι φωτογραφίες του φον Μπράουν με τη μαύρη στολή των SS. Μεταξύ των πολλών ανεκδοτολογικών αναφορών σε αυτό το παρελθόν ήταν και το ότι ο φον Μπράουν είχε ως όνειρο την κατάκτηση του Διαστήματος ήδη από την παιδική του ηλικία, όταν η μητέρα του τού χάρισε ένα ερασιτεχνικό τηλεσκόπιο. Με αυτό το τηλεσκόπιο ο φον Μπράουν παρατηρούσε τη Σελήνη και τα αστέρια και ονειρευόταν τη μέρα που θα μπορούσε και ο ίδιος να βοηθήσει για την κατάκτησή τους. Μετά από 5 δεκαετίες και μια μεγάλη καριέρα στη Γερμανία και στις Η.Π.Α, ο φον Μπράουν έμελλε να ζήσει το όνειρό του, με την προσσελήνωση του Αρμστρονγκ.
Άλλη μία ανάλογη ανεκδοτολογική αναφορά που προέρχεται από την περίοδο που ο μελλοντικός επιστήμονας ήταν 12 ετών, φέρει τον φον Μπράουν να έχει προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στο Βερολίνο γεμίζοντας ένα καροτσάκι με βεγγαλικά και βάζοντάς τους φωτιά. Θέλησε να φτιάξει ένα πυραυλοκίνητο όχημα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προσελκύσει την προσοχή της αστυνομίας του Βερολίνου, που συνέλαβε τον άτακτο νεαρό και τον παρέδωσε στον πατέρα του. Στο Βερολίνο ο φον Μπράουν είχε την ευκαιρία να φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία, ωστόσο η πρώτη του επαφή με τη Φυσική και τα Μαθηματικά ήταν αρνητική.
Για αρκετό καιρό ο νεαρός Βέρνερ είχε μέτριες επιδόσεις στους τομείς όπου αργότερα θα διέπρεπε για να δημιουργήσει τους πρώτους λειτουργικούς πυραύλους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σύμφωνα πάντα με την ίδια δεξαμενή ανεκδοτολογικών αναφορών, ο φον Μπράουν δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα μαθήματα αυτά, έως ότου έπεσε στα χέρια του το βιβλίο του Χέρμαν Όμπερθ, του ''παππού'' της πυραυλικής τεχνολογίας, με τίτλο ''O πύραυλος για το διαπλανητικό Διάστημα'' (Die Rakete zum Planetraumen). Για την ακρίβεια, επρόκειτο για την -απορριφθείσα- διδακτορική διατριβή του Όμπερθ, την οποία οι εξεταστές του στο πανεπιστήμιο θεώρησαν μη σοβαρή και ουτοπική.
Καθώς ο φον Μπράουν ήταν μέτριος μαθητής, λίγα μπόρεσε να κατανοήσει από τη διατριβή του ιδιοφυούς Όμπερθ, ωστόσο ενθουσιάστηκε τόσο με τον τίτλο του έργου και τις προοπτικές που αυτό άνοιγε, που αφοσιώθηκε στη μελέτη μαθηματικών και φυσικής, κατανοώντας ότι επρόκειτο για τα κλειδιά που θα άνοιγαν τις πύλες του απείρου για την ανθρωπότητα.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΝ ΜΠΡΑΟΥΝ ME TON ΟΜΠΕΡΘ
H επαφή του φον Μπράουν με το βιβλίο του Όμπερθ τού προκάλεσε έναν βαθύ θαυμασμό για τον πρωτοπόρο επιστήμονα. H γνωριμία των δύο ανδρών θα γινόταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1930, όταν ο φον Μπράουν εγγράφηκε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Εκεί είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε μία ομάδα ενθουσιωδών νεαρών Γερμανών επιστημόνων που ασχολούνταν με την Αεροναυτική και ονειρεύονταν την κατάκτηση του Διαστήματος. Επρόκειτο για το ''Σύνδεσμο για το ταξίδι στο Διάστημα'' (Verein fur Raumshiffart, V.f.R) που είχε συσταθεί το 1927 με πρωτοβουλία του Όμπερθ, που ήταν κατά κάποιον τρόπο ο μέντορας των νεαρών επιστημόνων.
Όπως είναι φυσικό, οι επιστήμονες που μετείχαν στον σύνδεσμο ήταν η μαγιά για το Γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα που δημιουργήθηκε μετά από λίγα χρόνια. Την ίδια περίοδο, το 1930 ή το 1931, φαίνεται ότι ο φον Μπράουν είχε τις πρώτες επαφές του με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, που έγιναν πιο επίσημες το 1933, όταν γράφτηκε στη σχολή ιππασίας των SS. Σύμφωνα ωστόσο με κάποιες πηγές, τις οποίες απορρίπτουν οι ιστορικοί της επίσημης βιογραφίας του φον Μπράουν, ο φέρελπις επιστήμονας είχε γίνει μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ήδη από τον Δεκέμβριο του 1932. Η επίσημη άποψη τον θέλει να ενταχθεί στο κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ μόλις το 1937.
Το 1932, πάντως, ο φον Μπράουν γνώρισε τον δεύτερο, μετά τον Όμπερθ, άνθρωπο που θα τον βοηθούσε να γίνει ο πατέρας της πυραυλικής τεχνολογίας. O τότε λοχαγός πυροβολικού, Βάλτερ Ντορνμπέργκερ, ήταν ένας αξιωματικός καριέρας, που είχε συμμετάσχει στον A' Π.Π. και είχε πλούσια θεωρητική κατάρτιση στη Φυσική (απόφοιτος του Πολυτεχνείου του Σαρλότενμπουργκ). Το 1932 είχε αναλάβει τις έρευνες για την πυραυλική τεχνολογία, καθώς η Γερμανία προσπαθούσε να βρει τρόπους να επανεξοπλιστεί χωρίς να παραβιάζει εμφανώς τους όρους της συνθήκης των Βερσαλιών.
O Ντορνμπέργκερ ήταν εκείνος που προσέγγισαν τα μέλη του V.f.R, που αναζητούσαν πηγή χρηματοδότησης για τα φιλόδοξα σχέδια που είχαν εκπονήσει για κατάκτηση του Διαστήματος. Παρακολούθησε μία αποτυχημένη επίδειξη ενός πρωτόλειου πυραύλου, αλλά εντυπωσιασμένος από την αφοσίωση και το όραμα των νεαρών επιστημόνων, τους πρότεινε να μπουν στην υπηρεσία του Υπουργείου Άμυνας της Γερμανίας για να σχεδιάσουν πυραύλους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πολεμικούς σκοπούς. Όλοι εκτός από τον Βέρνερ φον Μπράουν, που για τα επόμενα χρόνια εργάστηκε στην ανάπτυξη πυραύλων στο κέντρο ερευνών και δοκιμών του Κούμερσντορφ υπό την εποπτεία του Ντορνμπέργκερ, αρνήθηκαν να λάβουν μέρος σε κάτι τέτοιο.
Παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές του και αφού έλαβε το πτυχίο του από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου, πήρε και το ντοκτορά του στην Αεροδιαστημική από το Πολυτεχνείο το 1934. Την ίδια χρονιά οι πύραυλοι που είχε δημιουργήσει η ομάδα στην οποία μετείχε ο φον Μπράουν είχαν τις πρώτες επιτυχείς πτήσεις τους σε ύψος έως και τριάμισι χιλιόμετρα. Οι εθνικοσοσιαλιστές βρίσκονταν ήδη στην εξουσία και οι παραβιάσεις της συνθήκης των Βερσαλιών έγιναν καθημερινότητα. Σύντομα ο νέος ηγέτης της χώρας, Αδόλφος Χίτλερ, έπαψε να τηρεί τα προσχήματα και άρχισε να επανεξοπλίζει, με ταχύτατους ρυθμούς, τη Γερμανία.
Όμως οι εναλλακτικές έρευνες, όπως αυτή για τους πυραύλους, δεν σταμάτησαν, αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις εντάθηκαν. Φυσικά, το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς προχώρησε στην απαγόρευση ανάλογων ερευνών από ιδιώτες και στη διάλυση της VfR, αφού οι Ναζί ιθύνοντες είχαν συνειδητοποιήσει το δυναμικό της πυραυλικής τεχνολογίας.
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΕΕΝΕΜΟΥΝΤΕ
O πρώτος από αυτούς που κατάλαβαν ότι οι πύραυλοι είναι το μέλλον των οπλικών συστημάτων, ο Ντορνμπέργκερ, το 1937 διαπίστωσε ότι το κέντρο στο Κούμερσντορφ ήταν πλέον πολύ μικρό για να καλύψει τις ανάγκες του προγράμματος και ζήτησε μια μεγαλύτερη εγκατάσταση, όπου η ομάδα των λαμπρών επιστημόνων που είχε στρατολογήσει θα είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει απρόσκοπτα στην έρευνα και ανάπτυξη των νέων, ''θαυμαστών'' όπλων. H νέα εγκατάσταση δημιουργήθηκε στις ακτές της Βαλτικής, στο χωριουδάκι του Πεενεμούντε. Μάλιστα, την τοποθεσία είχε προτείνει η μητέρα του φον Μπράουν.
H επιρροή του φον Μπράουν ήταν μεγάλη και όπως ήταν λογικό ορίστηκε τεχνικός διευθυντής του κέντρου αλλά και του προγράμματος, ενώ διοικητής της εγκατάστασης έγινε ο Ντορνμπέργκερ. H φιλία που συνέδεε τους δύο άνδρες παρέμεινε αδιατάρακτη από την εποχή της γνωριμίας τους έως και τις παραμονές της παράδοσης του φον Μπράουν στους Αμερικανούς. Με τη μετακίνησή του στο Πεενεμούντε ξεκινά και η πιο σκοτεινή περίοδος του φον Μπράουν, αφού η επίσημη εκδοχή της βιογραφίας του τον θέλει να γράφεται μέλος στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, τον Νοέμβριο του 1937, αν και ανεπίσημες πηγές επιμένουν να τοποθετούν αυτήν την εξέλιξη ήδη το 1932, πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.
Από εδώ και πέρα η εικόνα για τη ζωή, το έργο και γενικότερα την πορεία του φον Μπράουν στο πλαίσιο της Χιλτερικής Γερμανίας είναι ασαφής. O εξωραϊσμός της περιόδου αυτής της ζωής του φον Μπράουν ξεκίνησε από τους Αμερικανούς ήδη από την ημέρα που μαζί με την πλειονότητα των μελών του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού του Πεενεμούντε παραδόθηκαν στις δυνάμεις του Η.Π.Α. Πάντως, αυτό που δεν θα ήταν δυνατό να εξαφανίσουν είναι τα πειστήρια της ένταξης του φον Μπράουν στα SS. Σε μια περίοδο που βεβαιωμένα ούτε ο Χίμλερ ούτε κανείς άλλος υψηλόβαθμος των SS είχε ενδιαφερθεί για το Πεενεμούντε και τα πειράματα που γίνονταν εκεί.
Ο φον Μπράουν έγινε αξιωματικός των SS, προφανώς σε ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. H ένταξή του στους βαθμοφόρους των SS το 1940 έγινε ως ανθυπολοχαγός (untersturmfuhrer). O φον Μπράουν υποστήριξε ότι εφόσον δεν γινόταν μέλος των SS, δεν θα είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει το έργο του στην πυραυλική, ενώ ανάλογη ήταν και η δικαιολογία που χρησιμοποίησε για την ένταξή του στο κόμμα των Ναζί. Ως ''έργο του'' προφανώς εννοούσε την ανάπτυξη της πυραυλικής τεχνολογίας για την κατάκτηση του Διαστήματος, όπως άλλωστε είναι και η επίσημη θέση της Αμερικανικής προπαγάνδας που τον παρουσιάζει ως έναν ιδεαλιστή επιστήμονα, αφοσιωμένο στη δουλειά του και στο όραμά του.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι μάλλον πολύ πιο πεζή και λιγότερο ένδοξη: στο Πεενεμούντε η έρευνα και η ανάπτυξη αφορούσαν αποκλειστικά σε οπλικά συστήματα. Από τους κινητήρες που στη συνέχεια θα χρησιμοποιούσε η Luftwaffe για να κινήσει τα πρώτα αεριωθούμενα αεροσκάφη, μέχρι τις πρώτες απόπειρες για ένα αντιαεροπορικό σύστημα με πυραύλους (Wasserfall) και από τον πρώτο βαλλιστικό πύραυλο, τον A-4 ή αλλιώς V-2, στα μυθικά υπερόπλα που θα έσωζαν το Γ’ Ράιχ την ύστατη ώρα, όπως οραματιζόταν ο Χίτλερ, ολόκληρο το έργο του B. Φον Μπράουν περιστρεφόταν γύρω από το θάνατο και την καταστροφή.
H ανάπτυξη του A-4 είχε φθάσει σε ικανοποιητικό βαθμό στα μέσα του 1942 και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο Χίτλερ έδωσε την έγκριση για να τεθεί σε επιχειρησιακή δράση με το κωδικό όνομα V-2. Το V είναι το πρώτο γράμμα της λέξης Vergeltungswaffe που σημαίνει “όπλο ανταπόδοσης”. H επιχειρησιακή χρήση των νέων υπερόπλων άργησε αρκετά - μόλις το 1944 χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτοι V-2 εναντίον του Λονδίνου. Οι περισσότεροι από τους πυραύλους που παρήχθησαν και τέθηκαν σε χρήση, κατασκευάστηκαν στο εργοστάσιο των V-2 στο Πεενεμούντε, όπου χρησιμοποιήθηκε -κατόπιν εισήγησης του Χανς Κάμλερ, του ''αρχιτέκτονα'' αρκετών στρατοπέδων συγκέντρωσης- σε πολύ μεγάλο βαθμό εργασία αιχμαλώτων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Φυσικά, τεράστιος αριθμός αιχμαλώτων πέθαναν ενώ εργάζονταν για την κατασκευή των πυραύλων. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που πέθαναν φτιάχνοντας τους V-2 από εκείνους που πέθαναν από πλήγματα των πυραύλων. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο φον Μπράουν μεταπολεμικά αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτή τη σκοτεινή πτυχή των δραστηριοτήτων του Πεενεμούντε, ωστόσο οι μαρτυρίες των επιζησάντων αλλά και στρατιωτικού προσωπικού δεν επαληθεύουν τη δική του εκδοχή. Πάντως, ο φον Μπράουν ήταν ρεαλιστής και αντιλαμβανόταν πολύ καλά τι συνέβαινε γύρω του.
Αυτό είναι φανερό από μία στιχομυθία του με άλλους δύο επιστήμονες που εργάζονταν στο πρόγραμμα περί των δυνατοτήτων του Γ' Ράιχ να κερδίσει τον πόλεμο. Σε αυτήν, που καταγράφηκε από πράκτορες της Sicherheits Dienst (SD), της Υπηρεσίας Ασφαλείας του ναζιστικού καθεστώτος, φαίνεται ότι ήδη από το 1943 ο φον Μπράουν είχε αντιληφθεί ότι η χώρα του δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί. Αυτή η στιχομυθία αποτέλεσε, μαζί με ανάλογα δεδομένα, ένα από τα επιβαρυντικά στοιχεία με τα οποία κατηγορήθηκε από την Γκεστάπο και συνελήφθη τον Μάρτιο του 1944.
Μία άλλη κατηγορία -προφανώς χαλκευμένη - παρουσίαζε τον φον Μπράουν ως ''φιλοκομουνιστή'', κάτι που σαφώς δεν ίσχυε, και ότι είχε προσπαθήσει να σαμποτάρει το πρόγραμμα ανάπτυξης και τελειοποίησης των πυραύλων V-2. Δεν υπήρξε το παραμικρό επιβαρυντικό στοιχείο όσον αφορά σε αυτές τις κατηγορίες, ωστόσο αυτό δεν σταμάτησε τον ισχυρό άνδρα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, Χάινριχ Χίμλερ, να διατάξει τη σύλληψη του λαμπρού επιστήμονα. H πραγματική αιτία για τη σύλληψη ήταν η άρνηση του φον Μπράουν να συνεργαστεί άμεσα με τον Κάμλερ στην εξέλιξη του V-2, θεωρώντας ότι αφενός ο Κάμλερ δεν είχε τίποτε να προσφέρει στο πρόγραμμα και αφετέρου ότι θα διακινδύνευε την πρωτοκαθεδρία του σε αυτό.
O φον Μπράουν έμεινε για δύο βδομάδες στη φυλακή, έως ότου ο Ντορνμπέργκερ κατόρθωσε να πιέσει την έτερη υπηρεσία πληροφοριών του Γ' Ράιχ -και ανταγωνίστρια της SD- Άμπβερ, να τον ελευθερώσει. Στην υπόθεση φαίνεται να ενεπλάκη και ο περίφημος Άλμπερτ Σπέερ, που τον καιρό αυτό ήταν υπουργός αρμόδιος για τον οπλισμό και την παραγωγή και ο οποίος φέρεται να μεσολάβησε στον Χίλτερ για να απελευθερωθεί ο φον Μπράουν.
O ΦΟΝ ΜΠΡΑΟΥΝ ΠΕΡΝΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ
Την πρόοδο του Βέρνερ φον Μπράουν και των συνεργατών του σκίαζε η αρνητική εξέλιξη του πολέμου για τη χώρα του. Όμως ο Γερμανός επιστήμονας είχε απόλυτη συναίσθηση της αξίας του και γνώριζε ότι αν κατόρθωνε να επιβιώσει του πολέμου, θα γινόταν ανάρπαστος μεταξύ των νικητών της αναμέτρησης για τις ικανότητές του. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ο φον Μπράουν βρισκόταν σε επαφή με τους Αμερικανούς μερικούς μήνες πριν παραδοθεί. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι ενώ οι Σοβιετικές τεθωρακισμένες στρατιές βρίσκονταν σε απόσταση μόλις 200 χιλιομέτρων από το Πεενεμούντε, ο φον Μπράουν κάλεσε το προσωπικό του για να συζητήσουν τα διαδικαστικά της παράδοσης, δηλαδή πώς, πότε και κυρίως σε ποιον θα παραδοθούν.
H απάντηση ήταν μάλλον αυτονόητη. Οι ιστορίες για τη φρικτή μοίρα ουκ ολίγων Γερμανών που αιχμαλωτίστηκαν από τους Σοβιετικούς ήταν διαδεδομένες και μεταξύ του προσωπικού του Πεενεμούντε, οπότε υπήρχε μόνο μία εναλλακτική λύση, παράδοση στους Αμερικανούς. Χρησιμοποιώντας τις υψηλές διασυνδέσεις του, ο επικεφαλής του Κέντρου και -εφοδιασμένοι με πλαστά χαρτιά- το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού προσωπικού του προγράμματος, καθώς και άλλοι εργαζόμενοι, συνολικά 500 άνθρωποι, μπήκαν σε ένα τρένο από το Πεενεμούντε.
Ακολούθησε μία μυθιστορηματική απόδραση των φυγάδων, που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποφύγουν τους άνδρες των SS, οι οποίοι μόλις έγινε αντιληπτή η φυγή τους, έλαβαν εντολές να εξοντώσουν τον φον Μπράουν και τους υπόλοιπους επιστήμονες του Πεενεμούντε εφόσον προσπαθούσαν να έλθουν σε επαφή με τον εχθρό. Κάποιοι επιστήμονες δεν έφυγαν με τον φον Μπράουν και παρέμειναν στο Πεενεμούντε ή κατέφυγαν σε γειτονικές περιοχές. Αυτοί συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς και χρησιμοποιήθηκαν όπως ακριβώς και οι συνάδελφοί τους που είχαν συλλάβει οι Αμερικανοί, για την υλοποίηση ενός πυραυλικού προγράμματος για τη Σοβιετική Ένωση.
O φον Μπράουν είχε οργανώσει πολύ καλά την απόδραση και είχε ισχυρούς φίλους. Μαζί με όλα τα σχέδια της δημιουργίας των πυραύλων, τα οποία θα αποτελούσαν πολύτιμο διαπραγματευτικό χαρτί για τους επιστήμονες στη συνέχεια, ο φον Μπράουν και το προσωπικό του έφθασαν στις Αμερικανικές γραμμές και παραδόθηκαν στον πρώτο Αμερικανό στρατιώτη που βρήκαν. Με τις οδηγίες του, οι Αμερικανοί έκαναν μια επιχείρηση αστραπή στο Πεενεμούντε, απ’ όπου συνέλεξαν όλα τα μέρη και ανταλλακτικά των V-2 που εντόπισαν, τα φόρτωσαν σε πάνω από 250 βαγόνια τρένου και τα μετέφεραν πίσω από τις γραμμές τους, ενώ πριν αναχωρήσουν, ανατίναξαν κάποιες από τις εγκαταστάσεις για να μην πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών.
Άλλη μία επιχείρηση αφιερώθηκε στη διάσωση του αρχείου του Κέντρου, που οι φυγάδες είχαν επιμελώς φυλάξει σε ένα ορυχείο. Μέχρι την παράδοσή του ο φον Μπράουν εθεωρείτο εγκληματίας πολέμου από τους Αμερικανούς, για το λόγο αυτό άλλωστε παραδόθηκε παριστάνοντας τον αδελφό του, ενώ αρκετοί από τους συναδέλφους του θεωρούνταν απειλή για την ασφάλεια των Συμμάχων. Ωστόσο, όλα αυτά ξεχάστηκαν με την ''αυθόρμητη'' συνεργασία του. Ήδη τους είχε προσφέρει -με τα σχέδια και τα ανταλλακτικά των V-2- ένα προβάδισμα δύο χρόνων στο πυραυλικό τους πρόγραμμα έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι Αμερικανοί, έχοντας κατανοήσει πόσο πολύτιμη ήταν αυτή η ομάδα των επιστημόνων, τους μετέφεραν στις Η.Π.Α.
Αρκετοί δεν ακολούθησαν αυτό το δρόμο, ωστόσο τα πλέον εξέχοντα μέλη του προγράμματος μαζί με τον επικεφαλής τους πήγαν στις Η.Π.Α. Αρχικά μεταφέρθηκαν -με την ''Επιχείρηση Συνδετήρας'' (Operation Paperclip) όπως έμεινε στην ιστορία- σε μια βάση του Στρατού των ΗΠΑ στο Ντέλαγουερ, στη συνέχεια στη Βοστόνη και από εκεί στο Μέρυλαντ, όπου εργάστηκαν στην αποδελτίωση, καταγραφή και τακτοποίηση του τεράστιου όγκου των πληροφοριών, εγγράφων και σχεδίων τα οποία είχαν καταφέρει να διασώσουν από το Πεενεμούντε. Τον πρώτο καιρό ο φον Μπράουν και οι εναπομείναντες επιστήμονές του ήταν επί της ουσίας αιχμάλωτοι του Αμερικανικού στρατού.
Τους υποχρέωσαν να εκπαιδεύσουν Αμερικανούς τεχνικούς στην πυραυλική τεχνολογία, ενώ ταυτόχρονα εργάζονταν για την παραπέρα προώθηση του προγράμματος που άφησαν ημιτελές στη Γερμανία. H παραμονή τους στο Φορτ Μπλις στο Τέξας όπου μεταφέρθηκαν, τελικά, ήταν μακρά, ωστόσο πολύ σύντομα ο φον Μπράουν είχε αποτινάξει το καθεστώς του ''αιχμαλώτου'' και είχε μετατραπεί σε έναν ενθουσιώδη υπάλληλο της κυβέρνησης των Η.Π.Α. Μάλιστα, βρήκε χρόνο και να παντρευτεί την μόλις 18 ετών εξαδέλφη του, Μαρία φον Κουίστορπ, στην οποία μάλιστα έκανε πρόταση γάμου με επιστολή.
O φον Μπράουν εγκατέλειψε για λίγες εβδομάδες το Τέξας, πήγε στη Γερμανία και στο Λάντσουτ όπου παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του και στη συνέχεια επέστρεψε στο Φορτ Μπλις. Τα επόμενα χρόνια ο ιδιοφυής Γερμανός εργαζόταν στο πυραυλικό πρόγραμμα των Η.Π.Α, αρχικά στο Τέξας, όπου έθεσε τις βάσεις για τους μετέπειτα διηπειρωτικούς πυραύλους των Η.Π.Α, και στη συνέχεια στο Χάντσβιλ στην Αλαμπάμα, όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ανέπτυξε τον πύραυλο Redstone.
Ενώ εργαζόταν στη δημιουργία πυραύλων για πολεμικούς σκοπούς, είχε πάντα στο μυαλό του και το μεγάλο του όνειρο, με το οποίο γαλουχήθηκε τόσο ο ίδιος όσο και ολόκληρη η γενιά των πρωτοπόρων του Γερμανικού πυραυλικού προγράμματος: την κατάκτηση του Διαστήματος.
ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ TOY ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ
Αμερικανός πολίτης από το 1955, ο φον Μπράουν είχε δημοσιεύσει μια σειρά άρθρων στα οποία εξηγούσε το όραμά του για έναν επανδρωμένο διαστημικό σταθμό που θα περιστρεφόταν γύρω από τη Γη. Το όραμα θεωρήθηκε τολμηρό για την εποχή του, ωστόσο λίγες δεκαετίες μετά θα γινόταν πραγματικότητα. Τα στούντιο Ντίσνεϋ του προσέφεραν και μία παράλληλη απασχόληση, την οποία αποδέχτηκε με ενθουσιασμό: να δουλέψει ως τεχνικός διευθυντής για μία σειρά τηλεοπτικών ταινιών με αντικείμενο την εξερεύνηση του Διαστήματος. Από τη θέση αυτή είχε την ευκαιρία να προωθήσει τις ιδέες του και να κάνει ακόμη δημοφιλέστερη την ιδέα της ''απόδρασης'' του ανθρώπου από τα δεσμά της Γης και της επέκτασής του στο Διάστημα.
Παρότι ο φον Μπράουν είχε γίνει διευθυντής της υπηρεσίας βαλλιστικών πυραύλων των Η.Π.Α (ABMA), δηλαδή τα καθήκοντά του είχαν να κάνουν με την ανάπτυξη φορέων για τα πυρηνικά όπλα, εργαζόταν ταυτόχρονα στη δημιουργία πυραύλων που θα διέφευγαν από τα δεσμά της ατμόσφαιρας. O πύραυλος Jupiter-C που έθεσε σε τροχιά τον πρώτο Αμερικανικό δορυφόρο, ήταν δικό του επίτευγμα. Όμως, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση, τον ίδιο καιρό, η εργασία του περιστρεφόταν κυρίως γύρω από βαλλιστικούς πυραύλους και μόνο στο περιθώριο μπορούσε να δουλεύει στο διαστημικό πρόγραμμα.
Όμως αυτό έμελλε να αλλάξει σύντομα, μετά τις επιτυχίες των Σοβιετικών και ιδιαίτερα του προγράμματος Sputnik. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, η κυβέρνηση των Η.Π.Α είδε στο διαστημικό πρόγραμμα -το οποίο μέχρι εκείνη την ώρα είχε παραμελήσει- τεράστιες δυνατότητες. Το βασικότερο όφελος για τις Η.Π.Α από την ανάπτυξη ενός πιο επιτυχημένου διαστημικού προγράμματος από το Σοβιετικό, ήταν το κύρος που θα απολάμβανε στα μάτια των τρίτων χωρών. Υπήρχαν όμως και πολλές λιγότερο ορατές πτυχές της ίδιας υπόθεσης.
Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πόσο σημαντική θα ήταν η δυνατότητα να θέτουν σε τροχιά επαρκείς δορυφόρους, ένα πεδίο στο οποίο η Ε.Σ.Σ.Δ είχε αποκτήσει σαφές προβάδισμα. Μια και το βαλλιστικό πρόγραμμα των Η.Π.Α επί της ουσίας δεν χρειαζόταν πλέον τον φον Μπράουν και την ομάδα του, μετατέθηκαν σύσσωμοι στη NASA, όπου ξεκίνησαν να εργάζονται πυρετωδώς στην ανάπτυξη των πυραύλων που λίγα χρόνια αργότερα θα έφερναν τους πρώτους ανθρώπους στο Φεγγάρι. O φον Μπράουν έγινε διευθυντής του νεοϊδρυθέντος Κέντρου Διαστημικών Πτήσεων Μάρσαλ, στο οποίο παρέμεινε για δέκα χρόνια.
Από τη θέση αυτή υπήρξε ο κατευθυντήριος νους πίσω από το πρόγραμμα Απόλλων, που ξεκίνησε με την ανάπτυξη των πυραύλων Saturn (Κρόνος), οι οποίοι επέτρεψαν τη μεταφορά σημαντικών φορτίων γύρω από τροχιά και στη συνέχεια αποτέλεσαν το όχημα της πρώτης επανδρωμένης πτήσης στη Σελήνη. O φον Μπράουν παρέμεινε στη NASA έως το 1972, όταν αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, κρίνοντας ότι η κατεύθυνση που θα έπαιρνε μελλοντικά το διαστημικό πρόγραμμα των Η.Π.Α δεν συμφωνούσε με τα οράματά του.
Μάλιστα ο ιδιοφυής επιστήμονας θεωρούσε ότι η αεροδιαστημική υπηρεσία των ΗΠΑ έπρεπε να συνεχίσει να αναπτύσσει τον πύραυλο Saturn, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι μέσα σε μιάμιση δεκαετία θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την πρώτη επανδρωμένη πτήση στον Άρη. Ωστόσο οι Η.Π.Α, με την προσσελήνωση του Νηλ Άρμστρονγκ, είχαν κερδίσει τις εντυπώσεις στην ''κούρσα του Διαστήματος'' και δεν σκόπευαν να συνεχίσουν να διαθέτουν υπέρογκα ποσά για επανδρωμένες πτήσεις πέραν της τροχιάς της Γης. Οταν ο φον Μπράουν το αντιλήφθηκε αυτό, εγκατέλειψε τη NASA.
Στη συνέχεια προσελήφθη στη βιομηχανία Φαίρτσαϊλντ, ξεκινώντας μια δεύτερη καριέρα, ενώ πρωτοστάτησε και στη δημιουργία του Εθνικού Ινστιτούτου Διαστήματος των Η.Π.Α. Διασημότητα και καθιερωμένος στο χώρο, ήταν περιζήτητος ως ομιλητής σε πανεπιστήμια, ιδρύματα και εταιρείες, έχοντας πάντα στο επίκεντρο των ομιλιών του το αγαπημένο του θέμα, το ''ταξίδι στο Διάστημα''. Το 1976 προσβλήθηκε από καρκίνο και η κατάστασή του φαινόταν μη αναστρέψιμη, όμως η επάρατη νόσος δεν πρόλαβε να τον καταβάλει. Τον Ιούνιο του 1977 έπεσε θύμα τροχαίου, το οποίο του προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία. Πέθανε στις 16 Ιουνίου του 1977.
ΧΕΡΜΑΝ ΟΜΠΕΡΘ
Αν ο Βέρνερ φον Μπράουν ήταν ο πατέρας του Γερμανικού πυραυλικού προγράμματος και γενικότερα της πυραυλικής, ο Χέρμαν Όμπερθ (Hermann Julius Oberth) ήταν ο ''παππούς'' τους. Γεννημένος τις 25 Ιουνίου του 1894 στην πόλη Χέρμανσταντ της Τρανσυλβανίας (σήμερα Σίμπιου της Ρουμανίας), από την παιδική του ηλικία εντυπωσιάστηκε με το έργο του Ιουλίου Βερν ''Από τη Γη στη Σελήνη'' και αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του για να βρει τρόπους να μετατρέψει τη φαντασία του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα σε πραγματικότητα. Σε ηλικία μόλις 11 ετών άρχισε να καταπιάνεται με τους πύραυλους, που τον καιρό εκείνο ήταν απλώς μια ευφάνταστη πρόβλεψη για το μέλλον.
Στα 14 του είχε ήδη δημιουργήσει ένα μοντέλο πυραύλου. Ωστόσο, δεν έμελλε να ακολουθήσει σχετικές σπουδές. Αντίθετα, το 1912 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Μονάχου, ενώ κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιατρός. Αργότερα θα έλεγε ότι η εμπειρία του στην Ιατρική Σχολή αλλά και στον πόλεμο τον έκανε να καταλάβει ένα και μόνο πράγμα: ότι δεν επιθυμούσε να γίνει γιατρός. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο για να συνεχίσει τις σπουδές του, αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα Φυσικής. H Χέρμανσταντ είχε γίνει τμήμα της Ρουμανίας, αλλά η οικογένειά του είχε παραμείνει εκεί.
O ίδιος όμως μετακόμισε στη Γερμανία και από εκεί άρχισε να μελετά ενθουσιωδώς τις δυνατότητες που του έδινε η φυσική στο να κάνει το όνειρο της ζωής του πραγματικότητα. Όπως αναμενόταν, ξεχώρισε στις σπουδές του και το 1922 υπέβαλε προς έγκριση μία διδακτορική διατριβή 92 σελίδων υπό τον τίτλο ''Die Rakete zu den Planetenraumen'', ήτοι ''O πύραυλος για το διαπλανητικό Διάστημα''. Όμως οι καθηγητές του, δέσμιοι του πνεύματος της εποχής και δίχως τρόπο να αντιληφθούν την επαναστατική θεωρία του Όμπερθ στην ολότητά της, απέρριψαν τη διατριβή του ως ''ουτοπική''.
O νεαρός επιστήμονας δεν πτοήθηκε, αρνήθηκε όμως να υποβάλει νέα διδακτορική εργασία. Αντίθετα, αναζήτησε και βρήκε τρόπο να τη δημοσιεύσει σε βιβλίο, με την ελπίδα να βρει συμπαράσταση και χρηματοδότηση για τις έρευνές του. Πάντως, η διατριβή αυτή έμελλε τελικώς να του δώσει τον τίτλο του Δόκτορα της Φυσικής, αφού την υπέβαλλε λίγα χρόνια μετά στο Πανεπιστήμιο Μπάμπες - Μπολιάϊ της Ρουμανίας. O Όμπερθ και οι ιδέες του έγιναν αρκετά γνωστές στη Γερμανία του μεσοπολέμου.
Παρότι εκπροσωπούσε μια επιστήμη η οποία ουσιαστικά δεν υπήρχε ακόμη, ο Όμπερθ είχε κερδίσει τον τίτλο του ειδικού στους πυραύλους και καρπός αυτής της φήμης ήταν η πρόσληψη από τα περίφημα στούντιο UFA για να δουλέψει ως επιστημονικός σύμβουλος στο πρώτο φιλμ επιστημονικής φαντασίας που γυρίστηκε ποτέ, το ''Γυναίκα στο Φεγγάρι'' του σπουδαίου σκηνοθέτη Φριτζ Λανγκ. Τον ίδιο καιρό έγινε μέλος – στην πραγματικότητα ηγέτης και μέντορας - του ''Συνδέσμου για το ταξίδι στο Διάστημα'' (Verein fur Raumshiffart, V.f.R), στον οποίο συγκεντρώθηκαν όλοι οι νεαροί ενθουσιώδεις επιστήμονες που πίστευαν ότι το διαστημικό ταξίδι είναι εφικτό.
Στον V.f.R συνάντησε και τον άνθρωπο που θα έκανε πράξη τις περισσότερες από τις ιδέες του, τον Βέρνερ φον Μπράουν. Τα πρώτα επιτυχημένα πειράματα του Όμπερθ, που πλέον ήταν καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, έγιναν το 1929, όταν κατάφερε να εκτοξεύσει τον πρώτο πύραυλο υγρών καυσίμων του, τον οποίο κατασκεύασε με τη βοήθεια και των φοιτητών του, μεταξύ των οποίων και ο φον Μπράουν. Λίγα είναι γνωστά για τα κατοπινά πειράματα του Όμπερθ. Αρχικά αρνήθηκε τη “στράτευση” στο σκοπό της δημιουργίας πυραύλων για πολεμικούς σκοπούς και προσπάθησε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, δουλεύοντας στο Πολυτεχνείο της Βιέννης και της Δρέσδης.
Όμως λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου ο τέως μαθητής του, ο φον Μπράουν, τον κάλεσε να εργαστεί κοντά του στο Πεενεμούντε. Για λόγους που δεν έχουν διευκρινισθεί, ο Όμπερθ αποχώρησε σύντομα από το Κέντρο ανάπτυξης των V-2 αλλά συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη χώρα του, που στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εργάστηκε στο κέντρο WASAG στη Βυτεμβέργη για την ανάπτυξη αντιαεροπορικών πυραύλων με σχετική επιτυχία. Μετά τον πόλεμο έφυγε από τη Γερμανία, μετακομίζοντας στην Ελβετία, αλλά το 1950 προσλήφθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό της Ιταλίας, για να συνεχίσει την εργασία του στην ανάπτυξη αντιαεροπορικών πυραύλων.
Το 1953 επέστρεψε στη Γερμανία, όπου δημοσίευσε άλλο ένα βιβλίο ''Οι άνθρωποι στο Διάστημα'' πριν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του φον Μπράουν να μεταβεί στις Η.Π.Α για να εργαστεί στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων. Παρέμεινε για λίγα χρόνια, έως ότου έφυγε από τις Η.Π.Α και επέστρεψε στη Γερμανία, ωστόσο μετακόμισε ξανά πέρα από τον Ατλαντικού το 1960 για να εργαστεί ως τεχνικός σύμβουλος στη δημιουργία του πυραύλου Atlas. To 1962 σταμάτησε να εργάζεται και σε ηλικία 68 ετών επέστρεψε στη Γερμανία, όπου έμελλε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του έως το 1989, όταν και πέθανε στην ιδιαίτερα προχωρημένη ηλικία των 95 ετών στο Φόιχτ, στις 28 Δεκεμβρίου.
O Όμπερθ θεωρείται σήμερα ένας από τους τρεις πρωτοπόρους οραματιστές της πυραυλικής (Τσιολκόφσκι και Γκόνταρντ οι άλλοι δύο), ενώ γενικότερα η προσφορά του στην επιστήμη είναι σημαντική. Το όνομά του έχει δοθεί σε έναν κρατήρα της Σελήνης.
ΒΑΛΤΕΡ ΝΤΟΡΝΜΠΕΡΓΚΕΡ
Ως επιστήμονας ο Ντορνμπέργκερ δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο ύψος με τους προαναφερθέντες, τον φον Μπράουν και τον Όμπερθ. Ωστόσο, η συμβολή του στρατιωτικού στην ανάπτυξη του πυραυλικού προγράμματος της Γερμανίας ήταν καθοριστικότερη απ’ οποιουδήποτε άλλου. Συνέλαβε την ιδέα της χρήσης των πυραύλων ως όπλων, έκανε τις πρώτες επαφές με τους ενθουσιώδεις ερασιτέχνες που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ''τη ρουκέτα για το Διάστημα'' και τους στρατολόγησε στην υπηρεσία του Γερμανικού στρατού. O ίδιος έπεισε την ηγεσία του στρατού ότι άξιζε να διαθέσει κονδύλια και χρόνο για την ανάπτυξη των πυραύλων και λειτούργησε τα πρώτα κέντρα έρευνας και ανάπτυξης πυραυλικών συστημάτων.
O Ντορνμπέργκερ γεννήθηκε στο Γκίσεν της Γερμανίας τις 6 Σεπτεμβρίου του 1895. Σε ηλικία 19 ετών κατατάχθηκε στον γερμανικό στρατό και εντάχθηκε σε μια μονάδα του πυροβολικού, με την οποία πολέμησε κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγο πριν από την εκεχειρία και τη λήξη του πολέμου, συνελήφθη από τους Γάλλους και επέστρεψε στη Γερμανία μόλις δύο χρόνια μετά. Εντασσόμενος ξανά στον -λαβωμένο από τη συνθήκη των Βερσαλιών- Γερμανικό στρατό, ο Ντορνμπέργκερ επιδίωξε να κάνει καριέρα στρατιωτικού, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συμπληρώσει τη θεωρητική κατάρτισή του. Μάλιστα για 5 χρόνια αποσπάστηκε στο Πολυτεχνείο του Σαρλότενμπουργκ, όπου σπούδασε Φυσική.
Ως λοχαγός, το 1931 - 1932 συνέβαλε στις προσπάθειες διακριτικού επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Ως υπεύθυνος του σχετικού γραφείου του Τμήματος Όπλων του Γερμανικού στρατού, ο Ντορνμπέργκερ ήταν ο πρώτος που ήλθε σε επαφή με τους επιστήμονες που μετείχαν στον V.f.R, τον σύνδεσμο για το ταξίδι στο Διάστημα. Προικισμένος με σπάνια διορατικότητα και διαθέτοντας την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση, συνειδητοποίησε πόσο σημαντική ήταν η πυραυλική επιστήμη για χρήση σε πολεμικούς σκοπούς και παρότι η επίδειξη που σχεδίασαν για χάρη του οι επιστήμονες του VfR ήταν αποτυχημένη, ο λοχαγός του πυροβολικού τούς πρότεινε να εργαστούν για τον Γερμανικό στρατό.
Αν και το σύνολο των μελών του συνδέσμου αρνήθηκαν -το δικό τους όνειρο ήταν να πάνε στο Διάστημα, το όνειρο του Ντορνμπέργκερ ήταν τα όπλα καταστροφής- ένας από αυτούς δέχτηκε την πρότασή του. Επρόκειτο βεβαίως για τον Βέρνερ φον Μπράουν. O Ντορνμπέργκερ σύντομα παρουσίασε εντυπωσιακά αποτελέσματα από την ομάδα των επιστημόνων που είχε χτίσει γύρω από τον χαρισματικό φον Μπράουν. Στη συνέχεια, ακόμη και κάποια από τα μέλη του V.f.R θα προσλαμβάνονταν για να δουλέψουν για τον Ντορνμπέργκερ, αρχικά στο κέντρο δοκιμών του Κούμερσντορφ και στη συνέχεια στο νέο, τεράστιο κέντρο του Πεενεμούντε.
Επίσης, ο ''πατριάρχης'' της Γερμανικής πυραυλικής επιστήμης, ο Όμπερθ, πείστηκε να εργαστεί για ένα χρονικό διάστημα μαζί με τον φον Μπράουν. O Ντορνμπέργκερ παρέμεινε επικεφαλής της έρευνας και ανάπτυξης του V-2 έως και το 1944, όταν όλο το πρόγραμμα περιήλθε στη δικαιοδοσία των SS. O στρατηγός Χανς Κάμλερ μπορεί να ήταν επιστήμονας, όμως δεν είχε τα προσόντα να ηγηθεί μιας ομάδας επιστημόνων, αφού του έλειπε τόσο η σε βάθος θεωρητική κατάρτιση όσο και η κουλτούρα των διανοουμένων.
Ήταν ένας στυγνός στρατιωτικός των SS, που λίγο πριν από την κατάρρευση του Γ' Ράιχ θα έφθανε στο ζενίθ της δύναμής του, αφού για ένα χρονικό διάστημα ήταν ο τρίτος ισχυρότερος άνδρας του Ράιχ μετά τον ίδιο τον Χίτλερ και, φυσικά, τον απευθείας προϊστάμενο του Κάμλερ, τον Χάινριχ Χίμλερ. Τόσο ο Ντορνμπέργκερ όσο και οι άνδρες του ασφυκτιούσαν κάτω από την μπότα των SS. O Αλμπερτ Σπέερ, ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της πολιτικής σκηνής του Γ' Ράιχ, κατάφερε να αποσπάσει τον Ντορνμπέργκερ και τους περισσότερους επιστήμονές του από το πρόγραμμα των V-2 και τους επέτρεψε να εργαστούν χωρίς τον ασφυκτικό έλεγχο των SS στην τελειοποίηση του πυραύλου εδάφους - αέρους Wasserfall.
Ωστόσο ο Κάμλερ επανέφερε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού στο πρόγραμμα του V-2. Με τον πόλεμο να βρίσκεται κοντά στο τέλος του, ο Ντορνμπέργκερ και ο φον Μπράουν αναζήτησαν τρόπο να απομακρυνθούν από το Πεενεμούντε, το οποίο σύντομα θα έπεφτε στα χέρια των Σοβιετικών. Μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού προσωπικού, οργάνωσαν μία προσπάθεια διαφυγής, ώστε να παραδοθούν στους Αμερικανούς. Όπερ και εγένετο, όμως ο Ντορνμπέργκερ αντίθετα με τον φον Μπράουν δεν μεταφέρθηκε άμεσα στις Η.Π.Α, αλλά παρέμεινε φυλακισμένος στη Βρετανία για δύο χρόνια.
H αρχική πρόθεση των Βρετανικών αρχών ήταν να τον δικάσουν ως εγκληματία πολέμου, ωστόσο αρνήθηκε σθεναρά ότι είχε συναινέσει στη χρήση των V-2 ενάντια σε μη μάχιμους και τελικώς απαλλάχθηκε - πιθανότατα μετά από παράκληση των Αμερικανών, από τους οποίους είχε ζητήσει την απελευθέρωση του φίλου του ο Βέρνερ φον Μπράουν. Με την απελευθέρωσή του από τη Βρετανία, ακολούθησε το δρόμο που πήρε ο φον Μπράουν και προσελήφθη από την Αμερικανική πολεμική αεροπορία, στην οποία εργάστηκε για τρία χρόνια αναπτύσσοντας κατευθυνόμενους πυραύλους.
Από το 1950 εργάστηκε για 15 ολόκληρα χρόνια στην Bell Aircraft Corporation, στην οποία παρουσίασε σημαντικό έργο. Μετά τη συνταξιοδότησή του ο Ντορνμπέργκερ επέστρεψε στη Γερμανία, όπου πέθανε το 1980. Είχε προλάβει να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματά του υπό τον εύγλωττο τίτλο ''V-2''.
V-1 H ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΒΟΜΒΑ
Σήμερα, οι πύραυλοι Κρουζ (Cruise Control Missiles) θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος του οπλοστασίου όλων των χωρών, εξοπλισμένοι είτε με συμβατικές είτε με πυρηνικές κεφαλές. O πρόγονος όλων αυτών των πυραύλων είναι ο περίφημος V-1 που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί κατά τον B' Π.Π. Το 1944, ένα παράξενο αεροσκάφος άρχισε να σκίζει τους ουρανούς της Βρετανίας, προκαλώντας ρίγη τρόμου στους εμβρόντητους Άγγλους. O Αδόλφος Χίτλερ είχε ρίξει στον αγώνα το πιο ασυνήθιστο όπλο που είχε προκύψει από τους πειραματισμούς και τις δοκιμές των επιστημόνων του μέχρι εκείνη την ώρα.
H όψη του V-1 (το V σημαίνει Vergeltungswaffe, δηλαδή, όπλο ανταπόδοσης) δεν θύμιζε σε τίποτε πύραυλο. Αντίθετα, είχε από τη μία τα χαρακτηριστικά μίας ιπτάμενης βόμβας και από την άλλη ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους, που αποκλειστική αποστολή του ήταν να πλήξει μία συγκεκριμένη περιοχή - στόχο. Μπορεί οι Γερμανοί να ονόμαζαν επίσημα τον πύραυλο V-1 (ήταν η ονομασία που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Χίτλερ για το όπλο που θα έκανε τους Βρετανούς να πληρώσουν - γι’ αυτό και όπλο ανταπόδοσης), αλλά ήταν γνωστός και με πολλές άλλες ονομασίες.
H Luftwaffe είχε επιλέξει ένα παραπλανητικό όνομα: Fliegerabwehrkanonezielgerat 76 (Flakzielgerat 76 και FZG 76 οι συντμήσεις) το οποίο σημαίνει ''συσκευή στόχευσης αντιαεροπορικού όπλου''. Πρόκειται σαφώς για μία ονομασία που είχε στόχο την παραπλάνηση των μυστικών υπηρεσιών του αντιπάλου και τη διατήρηση της μυστικότητας γύρω από το Γερμανικό όπλο - θαύμα. H επίσημη κωδική ονομασία του όπλου ήταν ''Kirschkern'', ενώ σε ορισμένες υπηρεσίες της Γερμανίας ήταν γνωστό ως ''Krahe'' (κοράκι). Τέλος, η εργοστασιακή ονομασία του ήταν Fi 103, ενώ στα εργοστάσια της Fieseler ξεκίνησε τη ζωή του ως P-35.
Από την πλευρά τους, οι Βρετανοί τού είχαν δώσει την κωδική ονομασία Diver (δύτης), ενώ μεταξύ του πληθυσμού ήταν γνωστός με διάφορα ονόματα, όπως Buzz-bomb, P-Plane, Doodlebug. Όλα αυτά τα ονόματα χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τον πρώτο πύραυλο Κρουζ της ιστορίας, στην πραγματικότητα έναν συμβιβασμό μεταξύ ενός κανονικού (βαλλιστικού) πυραύλου και ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους. H μεγαλύτερη διαφορά του σε σχέση με τους βαλλιστικούς πυραύλους ήταν ότι ο V-1 μπορούσε να καθοδηγηθεί στην πορεία του.
O πατέρας του V-1 είναι ο Πάουλ Σμιντ (Paul Schimdt), ένας επιστήμονας ειδικευμένος στην αεροναυπηγική και αεροδυναμική. Το 1928 συνέλαβε την ιδέα ενός κινητήρα τζετ που θα λειτουργεί με παλμούς, ο οποίος στη συνέχεια ονομάστηκε Pulse jet.
O ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Το βασικό πρόβλημα του κινητήρα τον οποίο οραματίστηκε και υλοποίησε ο Πάουλ Σμιντ ήταν ότι καθώς είχε ανάγκη από μία συγκεκριμένη πίεση αέρα για να ξεκινήσει τη λειτουργία του και να είναι αποδοτικός, δεν μπορούσε να εκκινήσει από στάση. Οι μέθοδοι για τη διοχέτευση πεπιεσμένου αέρα δεν είχαν αναπτυχθεί στην εποχή αυτή, παρότι οι Γερμανοί τεχνικοί είχαν δοκιμάσει κάποιες παρόμοιες λύσεις με αρκετή επιτυχία. Ωστόσο, ήταν πολύ πιο απλό και αποτελεσματικό να δώσουν μία υψηλή αρχική ταχύτητα -απαιτούνταν περί τα 300 χλμ./ώρα- στον πύραυλο και μόνο τότε να έπαιρνε μπροστά ο κινητήρας που θα αναλάμβανε να προωθήσει τη συσκευή μέχρι το στόχο της.
H λειτουργία του κινητήρα ήταν απλή. Αποτελείτο από ένα κυλινδρικό διαμέρισμα (θάλαμο) καύσης, όπου με έκχυση διοχετευόταν καύσιμο (ακόμη και πετρέλαιο χαμηλών οκτανίων ήταν κατάλληλο). Το εμπρόσθιο τμήμα του διαμερίσματος έκλεινε με ένα πάνελ με φτερωτές βαλβίδες, ενώ πίσω υπήρχε το ακροφύσιο εξαγωγής. Καθώς ο πύραυλος κινείτο προς τα εμπρός, ο αέρας περνούσε διαμέσου των βαλβίδων μέσα στο θάλαμο του κινητήρα. Καθώς άνοιγαν οι βαλβίδες για να αφήσουν τον αέρα να περάσει μέσα, ενεργοποιούνταν μία άλλη βαλβίδα που έριχνε μία ποσότητα καυσίμου υπό πίεση μέσα στο θάλαμο, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα με τον αέρα.
Την ίδια στιγμή, ενεργοποιούνταν και ένα μπουζί, που δημιουργούσε το σπινθήρα που ήταν απαραίτητος για την ανάφλεξη του μείγματος. Αφού γινόταν η ανάφλεξη, η εκτόνωση των αερίων της καύσης έκλεινε τις φτερωτές βαλβίδες του μπροστινού πάνελ, με αποτέλεσμα να βρίσκει έξοδο μόνο από το πίσω ακροφύσιο, κινώντας προς τα εμπρός όλη τη συσκευή. Το φαινόμενο αυτό επαναλαμβανόταν συνεχώς με κυκλικό τρόπο, αφού η εκτόνωση των αερίων από το πίσω μέρος κατέβαζε την πίεση στο θάλαμο και οι βαλβίδες άνοιγαν ξανά, αφήνοντας περισσότερο αέρα να μπει στο θάλαμο και να ξεκινήσει ξανά ο κύκλος της καύσης.
H διαδικασία βεβαίως ήταν ταχύτατη και χαρακτηριστικό είναι ότι ο κινητήρας που χρησιμοποιήθηκε στους V-1 που εκτοξεύτηκαν κατά στόχων στη Βρετανία και αλλού είχε τη δυνατότητα να επαναλαμβάνει τον κύκλο 47 φορές το δευτερόλεπτο. Το σημαντικότερο πρόβλημα του πυραυλοκινητήρα που χρησιμοποίησε ο V-1 ήταν η αδυναμία του να ξεκινήσει από στάση, ωστόσο δεν ήταν το μόνο. Το δεύτερο βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι σχεδιαστές του ήταν ότι καθώς η ατμοσφαιρική πίεση μειωνόταν, η λειτουργία του καθίστατο παντελώς αναξιόπιστη. Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι σε υψόμετρο άνω των 3.000 μέτρων ο πύραυλος ήταν άχρηστος.
Αυτό το γεγονός δυσχέραινε τις προσπάθειες να φθάσει στο στόχο δίχως να καταρριφθεί, αφού σε χαμηλά ύψη ήταν πολύ ευκολότερο να μπει στο στόχαστρο των αντιαεροπορικών συστημάτων της Βρετανίας. Άλλο ένα πρόβλημα, το οποίο είχε να κάνει με την αξιοπιστία του πυραύλου, ήταν οι αντοχές των βαλβίδων. Εξαιτίας του ταχύτατου κύκλου ανοίγματος και κλεισίματος και των υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων στις οποίες εκτίθεντο, ένα μέρος των βαλβίδων συχνά καταστρεφόταν πριν φθάσει ο πύραυλος στο στόχο του. Αυτό είχε συχνά ως αποτέλεσμα την πτώση του πυραύλου.
Ωστόσο η συσκευή που είχε επινοήσει ο Σμιντ είχε εξαιρετικά πλεονεκτήματα: ήταν λειτουργική, φθηνή και μπορούσε να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς. O Σμιντ δε δυσκολεύτηκε να πείσει το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας (Reichsluftfahrtministerium, RLM), καθώς και το γραφείο Ανάπτυξης Όπλων του Γερμανικού στρατού (Heereswaffenamt) να αποδεχτεί το σχέδιό του και να χρηματοδοτήσει την παραπέρα ανάπτυξή του. Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσει αρκετό χρόνο στα εργαστήρια και σε δοκιμές πριν καταφέρει, το 1940, να παρουσιάσει έναν λειτουργικό κινητήρα που παρείχε ώση 500 κιλών.
Ωστόσο, το υπουργείο ήδη αναζητούσε εναλλακτικές λύσεις στο θέμα της δημιουργίας ενός αξιόπιστου κινητήρα και είχε αναθέσει στην εταιρεία κατασκευής κινητήρων, Argus (Argus Motoren Gesselschaft), τη δημιουργία ενός κινητήρα τζετ στα πρότυπα που είχε καθορίσει ο Σμιντ. O Φριτζ Γκόσλαου και η ομάδα του εργάστηκαν εντατικά και κατάφεραν μέσα στο 1940, δίχως να έχουν δει την ανάλογη μηχανή του Σμιντ, να αναπτύξουν ένα πρωτότυπο που παρείχε ώση 150 κιλών. Αγνωστο γιατί, η μηχανή της Argus πήρε την έγκριση από το Υπουργείο Αεροπορίας και άρχισαν οι εντατικές δοκιμές της. Στην πορεία, ο Γκόσλαου υιοθέτησε τη λύση του Σμιντ για τις εμπρόσθιες βαλβίδες, αλλά κατά τα λοιπά κράτησε το σχέδιο που είχε εκπονήσει η δική του ομάδα.
O V-1 ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Μετά από ενάμιση χρόνο εντατικών δοκιμών, το υπουργείο έδωσε εντολή στο σχεδιαστή Γκέρχαρντ Φίζελερ (Gerhardt Fieseler) να ξεκινήσει την εργασία δημιουργίας του σκάφους-ιπτάμενης βόμβας, τροφοδοτώντας τον παράλληλα με τα στοιχεία του κινητήρα που μέχρι τότε είχε παραμείνει αναξιοποίητος. Στην πραγματικότητα, ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη του πλαισίου και του σκάφους είναι έργο των Ρόμπερτ Λούσερ (Robert Lusser) και Βίλυ Φίντλερ (Willy Fiedler). Όπως συνηθιζόταν, ο στρατός και το Υπουργείο Αεροπορίας έδωσαν σε διαφορετικές εταιρείες εντολή ανάπτυξης (και στη συνέχεια μαζικής παραγωγής) των διαφόρων υποσυστημάτων του όπλου.
Καθώς η Argus εργαζόταν στον κινητήρα και ο Φίζελερ στο καθαυτό σκάφος, η Siemens ανέλαβε να αναπτύξει και να παράγει το σύστημα πλοήγησης, ενώ διαφορετικοί σχεδιαστές και κατασκευαστές είχαν αναλάβει να δημιουργήσουν το σύστημα εκτόξευσης του πυραύλου, ώστε να φθάσει στην επιθυμητή ταχύτητα των 300 χλμ./ώρα πριν ξεκινήσει ο πυραυλοκινητήρας. Τελικώς, η πρώτη δοκιμή ενός λειτουργικού πρωτότυπου, δίχως όμως λειτουργικό κινητήρα, πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, ενώ την παραμονή των Χριστουγέννων στο Πεενεμούντε ακολούθησε η πρώτη εκτόξευση με τον καταπέλτη ενός πρωτοτύπου του πυραύλου.
H πορεία των δοκιμών συνάντησε πολλά εμπόδια και υπολογίζεται ότι μέσα στη διετία της ανάπτυξης και τελειοποίησης του πυραύλου, έως και 350 πρωτότυπα αναλώθηκαν σε δοκιμές. Αιτία των σημαντικότερων προβλημάτων που οδήγησαν στην αποτυχία πολλών πυραύλων στα αρχικά στάδια δοκιμών ήταν το εξαιρετικά ευαίσθητο σύστημα εισαγωγής αέρα και έκχυσης καυσίμου. Χρειάστηκε μία γενναία προσπάθεια επανασχεδιασμού του συστήματος, το οποίο τελικώς κατέστη επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο και πτητικά αξιόπιστο, όχι όμως δίχως να γίνουν θυσίες. H σημαντικότερη από αυτές ήταν ο δραστικός περιορισμός της ταχύτητας του ''ιπτάμενου βλήματος''.
Αν και αρχικά αναμενόταν να φθάνει σε ταχύτητες των 800 και πλέον χλμ./ώρα, στην πραγματικότητα τα πρώτα δείγματα απόλυτα λειτουργικών πυραύλων δεν ξεπερνούσαν τα 600 χλμ./ώρα. Με αυτές τις ταχύτητες, ήταν εύκολος στόχος τόσο για τα αντιαεροπορικά όσο και για τα μαχητικά αεροσκάφη της εποχής, που μπορούσαν να τα καταρρίπτουν κατά το δοκούν. Το βασικό πρόβλημα που καθιστούσε την ''ιπτάμενη βόμβα'' έναν τόσο εύκολο στόχο στον αέρα, ήταν το προφίλ πτήσης της. H πτήση του V-1 ήταν σε χαμηλό υψόμετρο (πάντα κάτω από τα 3.000 μέτρα, συνήθως κάτω από τα 2.500) με σχετικά χαμηλή ταχύτητα.
Δίχως αυξομειώσεις ταχύτητας, ευθεία και δίχως αποκλίσεις (δηλαδή, δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα ελιγμών). Από τα προβλήματα αυτά, οι Γερμανοί μηχανικοί μπορούσαν σε πρώτη φάση να αντιμετωπίσουν μόνο τη χαμηλή ταχύτητα, με τη διαφοροποίηση του μείγματος καυσίμου που χρησιμοποιούσε ο κινητήρας, καθώς και με την υιοθέτηση σταδιακά ισχυρότερων κινητήρων. Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι το τέλος του πολέμου οι V-1 να πετούν με ταχύτητες ελαφρώς άνω των 800 χλμ./ώρα, πιο αργά πάντως από τα ταχύτερα καταδιωκτικά που είχαν αναπτύξει και χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι εκείνη την εποχή.
Βεβαίως, η μεγάλη πλειονότητα των καταρριφθέντων V-1 δεν προέκυψαν από τη δράση των καταδιωκτικών, αλλά από τα πυρά της αεράμυνας. Και για αυτό έφταιγαν τα υπόλοιπα πτητικά χαρακτηριστικά του πυραύλου, που ήταν εύκολο να εντοπιστεί και να καταρριφθεί από διασταυρούμενα πυρά από το έδαφος. Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του νέου υπερόπλου, οι Γερμανοί επιστήμονες είχαν να λύσουν και άλλα σημαντικά προβλήματα. Ορισμένα προήλθαν από οφθαλμοφανή λάθη σχεδιασμού. Είχε επιλεγεί να τοποθετηθεί η μηχανή πάνω από το σκάφος του πυραύλου, συνδεδεμένη με αυτό με μεταλλικές αρθρώσεις.
Ωστόσο, το πλαίσιο της βόμβας είχε προβλήματα με την τοποθέτηση του ακροφυσίου του κινητήρα από πάνω του, καθώς η εξαγωγή του καυσίμου προκαλούσε αύξηση της θερμοκρασίας και ταλαντώσεις πέρα από τα όρια ανοχής του σκάφους. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε σχετικά εύκολα, αφού το μόνο που χρειάστηκε ήταν να μετακινηθεί προς τα πίσω ολόκληρη η μηχανή. Έτσι, ενώ στα πρώτα δοκιμαστικά μοντέλα η εξαγωγή των αερίων βρισκόταν ακριβώς πάνω από το τελευταίο τμήμα του σκάφους, στα επόμενα μοντέλα -και φυσικά στα μοντέλα παραγωγής- η μηχανή προεξείχε στο πίσω μέρος του σκάφους.
Απομακρύνθηκε έτσι η εξαγωγή αερίων και αποφεύχθηκαν οι δυσάρεστες συνέπειες για την ακεραιότητα της ιπτάμενης βόμβας εν πτήσει. Όμως, και η σύνδεση της μηχανής με το σκάφος αποδείχτηκε αιτία αρκετών προβλημάτων. H κύρια αιτία ήταν οι ταλαντώσεις που προκαλούσε η λειτουργία της πανίσχυρης μηχανής και οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ξεκολλούσαν τη μηχανή από τους συνδέσμους. Αν και υιοθετήθηκαν μάλλον απλές λύσεις για το πρόβλημα αυτό, τελικά οι Γερμανοί μηχανικοί κατάφεραν να ξεπεράσουν και αυτό το σκόπελο ενισχύοντας τους συνδέσμους.
Ένα μεγάλο ζήτημα, που θα καθόριζε κατά πόσο η ''ιπτάμενη βόμβα'' θα ήταν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμη στο μέγιστο βαθμό, ήταν το σύστημα κατεύθυνσης που χρησιμοποιήθηκε. H πυραυλική ήταν μία επιστήμη στα σπάργανα την εποχή εκείνη, ενώ και η τεχνολογία που θα επέτρεπε την καθοδήγηση ενός βλήματος εξ αποστάσεως δεν είχε αναπτυχθεί. Παρόλα αυτά, η Siemens που είχε αναλάβει τη δημιουργία του συστήματος διεύθυνσης, είχε προχωρήσει στην υιοθέτηση μίας ιδιοφυούς λύσης που είχε εφαρμοστεί και σε αεροπλάνα ως σύστημα αυτόματου πιλότου.
Στη βάση του συστήματος υπήρχε ένα γυροσκόπιο, το οποίο ήταν συνδεδεμένο σε μία πυξίδα, ενώ για τον έλεγχο του υψομέτρου είχε προσαρμοστεί στο σύστημα ένα βαρόμετρο. Το γυροσκόπιο μετέδιδε μέσω σερβομηχανισμών τις απαραίτητες διορθώσεις κατά τη διάρκεια της πτήσης. O τρόπος με τον οποίο η βόμβα ''καταλάβαινε'' ότι βρισκόταν εγγύς του στόχου και έπρεπε να ξεκινήσει τη βουτιά για να τεθεί σε τροχιά πρόσκρουσης ήταν αρκετά περίπλοκος και περιλάμβανε έναν ειδικό αεραγωγό με έναν έλικα και έναν μετρητή.
O μετρητής είχε προγραμματιστεί όταν φθάσει σε ένα συγκεκριμένο νούμερο - που όριζε τις συντεταγμένες του στόχου - να ενεργοποιήσει δύο μικρούς πυροκροτητές, οι οποίοι ''κλείδωναν'' τα πτερύγια κατεύθυνσης του πυραύλου σε θέση καθόδου. Το σύστημα αυτό δεν αποδείχτηκε αρκετά αξιόπιστο, ωστόσο με την πορεία των δοκιμών βελτιώθηκε σε μεγάλο βαθμό και προσέφερε ικανοποιητική ακρίβεια.
ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΦΟΡΤΙΟ
Βεβαίως, όλα αυτά τα συστήματα εξυπηρετούσαν έναν και μοναδικό σκοπό: να φθάσει η ''ιπτάμενη βόμβα'' στο στόχο και εκεί να εκτονώσει το θανάσιμο φορτίο της. Για να είναι βέβαιη η εκπυρσοκρότηση του εκρηκτικού που κουβαλούσε η βόμβα στον κώνο της, η συσκευή ήταν εξοπλισμένη με τρεις διαφορετικούς πυροκροτητές. O πρώτος ήταν ένας ηλεκτρικός πυροκροτητής επαφής, που διέθετε δύο εναλλακτικά κυκλώματα. Το ένα ήταν συνδεδεμένο με μία μπαταρία, που θα έδινε τον απαραίτητο για την εκπυρσοκρότηση σπινθήρα, ενώ το δεύτερο ήταν ένα αυτόνομο κύκλωμα με φορτίο αρκετό να αναφλέξει το εκρηκτικό υλικό ακόμη και αν η σύνδεση με την μπαταρία είχε διακοπεί.
O δεύτερος πυροκροτητής ήταν μηχανικός με έναν παλμικό διακόπτη και ο τρίτος ένας πυροκροτητής χρονικής υστέρησης με τη χρήση ενός ωρολογιακού μηχανισμού. O βασικός χρηστικός πυροκροτητής ήταν βεβαίως ο πρώτος, ο οποίος μάλιστα διέθετε τρεις αισθητήρες, δύο που λειτουργούσαν με πίεση στον κώνο της βόμβας και στο σκάφος και έναν τρίτο εσωτερικό. Το σύστημα των πυροκροτητών ήταν το πλέον αξιόπιστο από τα υποσυστήματα της βόμβας, καθώς από τις 2.500 V-1 που κατά τη διάρκεια του πολέμου χτύπησαν στόχους στην Βρετανία, μόλις τέσσερις απέτυχαν να εκραγούν.
Επρόκειτο για μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή επίδοση για τους Γερμανούς μηχανικούς, που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν στον τομέα αυτό, που δεν είχε ανάγκη από ''εξωτικές'' λύσεις, αφού η σχετική τεχνολογία ήταν ώριμη, δοκιμασμένες και αξιόπιστες λύσεις, με πολλαπλά επίπεδα ασφαλείας. H λιγότερο δύσκολη επιλογή των ιθυνόντων του Γερμανικού στρατού που λάμβαναν τις αποφάσεις για τη χρήση της ''ιπτάμενης βόμβας'' ήταν αυτή της γόμωσης. O κώνος του V-1 περιείχε μία ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα (περίπου 830 κιλά) εκρηκτικής ύλης Trialen (γνωστή και ως amatol). Αυτό ήταν το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην πρώτη έκδοση του πυραύλου, που είχε την επίσημη ονομασία Fi 103 A-1.
Ενώ στις επόμενες εκδόσεις το φορτίο διαφοροποιήθηκε ελαφρώς, αφού συνηθιζόταν συχνά να συμπληρώνεται το Trialen και με εμπρηστικές βόμβες, που πολλαπλασίαζαν τα καταστρεπτικά αποτελέσματά του. Κυρίως βοηθούσαν στην έναρξη πυρκαγιών, που δημιουργούσαν πολύ περισσότερα προβλήματα στις πόλεις που γίνονταν στόχος των V-1 απ’ ό,τι αυτή καθαυτή η έκρηξη της γόμωσης. Αυτό που είχε προκύψει μετά από εξαντλητικές δοκιμές, αμέτρητα λάθη και διορθώσεις, σκληρή δουλειά επιστημόνων, τεχνικών και δοκιμαστών, υπαναχωρήσεις και αλλαγές πορείας.
Ήταν ένας πύραυλος μήκους περίπου 8,3 μέτρων, με άνοιγμα πτέρυγας 5,3 μέτρα, βάρος κατά την απογείωση 2.180 κιλά, μέγιστη ταχύτητα αρχικά περί τα 600 χλμ./ώρα και επιχειρησιακή ακτίνα 240 χιλιομέτρων, που έφερε μία εκρηκτική κεφαλή με 830 κιλά amatol. H πτητική οροφή του ήταν στα 3.000 μέτρα, αλλά στην πράξη συνήθως πετούσε αρκετά χαμηλότερα. Το κύριο υλικό κατασκευής του ήταν το ατσάλι, ενώ ο κώνος ήταν από αλουμίνιο. H επιλογή αυτή των υλικών -που έμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του πυραύλου- δεν επέτρεψε τη δραστική ελάφρυνση του βάρους, που θα είχε επιτευχθεί με την ευρύτερη χρήση ελαφρύτερων κραμάτων.
Μία τέτοια ελάττωση βάρους θα είχε σοβαρά οφέλη ως προς την αύξηση της ακτίνας δράσης του δίχως την ανάγκη δραστικής αύξησης του αποθέματος καυσίμου και, συνακόλουθα, μείωσης της εκρηκτικής γόμωσης. Αυτή άλλωστε ήταν η λύση που επέλεξαν οι Γερμανοί τεχνικοί στην προσπάθειά τους να αυξήσουν το βεληνεκές: με την αφαίρεση του μισού περίπου εκρηκτικού της γόμωσης, επιτεύχθηκε η αύξηση του διαμερίσματος καυσίμου και ως εκ τούτου η αύξηση της ακτίνας δράσης του V-1 στα 370 χιλιόμετρα. H εξέλιξη του μοντέλου και ιδιαίτερα του κινητήρα στη συνέχεια επέτρεψε την αύξηση της ταχύτητας στα 800 χλμ./ώρα.
H μη χρήση ελαφρών κραμάτων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να κρατηθεί χαμηλά το κόστος παραγωγής του πυραύλου, ενώ είναι αλήθεια ότι τα υλικά αυτά ήταν σπάνια και υπήρχε ανάγκη χρήσης τους σε πολλές από τις νέες σχεδιάσεις όπλων του Γ' Ράιχ. Μια και μιλήσαμε για το χαμηλό κόστος, ο V-1 αν και δεν προκάλεσε τη ζημιά που ίσως να ήθελαν οι εμπνευστές του και αποδείχτηκε περισσότερο ευάλωτος εν πτήσει απ’ ό,τι αναμενόταν, στην πραγματικότητα ήταν ίσως το πλέον συμφέρον, από την άποψη κόστους/απόδοσης, όπλο που κατασκεύασε το Γ' Ράιχ στον B' Π.Π.
Υπολογισμοί δείχνουν ότι το μέσο κόστος μίας μονάδας, από τη στιγμή που μπήκε στη μαζική παραγωγή, δεν ξεπερνούσε τα 5.000 μάρκα, την ώρα που ένα Panzerkampfwagen IV (το βασικό άρμα μάχης του Γερμανικού στρατού για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου) κόστιζε 100.000 μάρκα. Βεβαίως, στον υπολογισμό της απόδοσης του V-1 πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τη μικρή επιτυχία του - το ποσοστό των πυραύλων που εκτοξεύονταν κανονικά και έφθαναν στο στόχο τους δίχως να καταρριφθούν ήταν περίπου 20%.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του νέου κινητήρα που χρησιμοποιούσε και ο οποίος ήταν δυνατό να λειτουργήσει μόνο εφόσον το όχημα κινούνταν ήδη με υψηλή ταχύτητα, υπήρχε ανάγκη για δημιουργία ενός συστήματος που θα εκτόξευε τον πύραυλο και θα τον έφερνε στην επιθυμητή ταχύτητα. Το σύστημα αυτό ανέλαβαν να υλοποιήσουν διάφοροι κατασκευαστές που υπέγραψαν τις σχετικές συμβάσεις με το Υπουργείο Αεροπορίας της Γερμανίας. Το σύστημα ήταν ουσιαστικά ένας καταπέλτης ατμού, με ένα σχετικά περίπλοκο σύστημα ολίσθησης που επέτρεπε στον πύραυλο να εκτοξευθεί στον αέρα με την ιδανική ταχύτητα.
O ατμός παραγόταν από την αντίδραση δύο καυσίμων, του T-Stoff και του Z-Stoff, τα βασικά συστατικά στοιχεία των οποίων ήταν το υπεροξείδιο του υδρογόνου και το ασβέστιο ή το υπερμαγγανικό κάλιο. O πύραυλος καθόταν πάνω σε ένα τρέιλερ, το οποίο με τη σειρά του βρισκόταν αγκιστρωμένο -αλλά με σύστημα ελεύθερης ολίσθησης- πάνω σε μία ράγα μήκους περίπου 40 έως 42 μέτρων. H ίδια η ράγα ήταν ενσωματωμένη σε ένα υπόστρωμα κατασκευασμένο από σκυρόδεμα με ατσάλινο οπλισμό.
O υπόλοιπος εξοπλισμός της εγκατάστασης εκτόξευσης των τρομερών πυραύλων περιλάμβανε το θάλαμο πίεσης, όπου ενώνονταν τα εκρηκτικά καύσιμα ώστε να παράγουν τον απαραίτητο ατμό, ο αυλός που ωθούσε τον ατμό στο σύστημα που ήλεγχε το τρέιλερ όπου βρισκόταν ο πύραυλος και, φυσικά, οι (κινητές) δεξαμενές των εκρηκτικών καυσίμων. Ακόμη υπήρχε η μονάδα που έθετε σε λειτουργία τον κινητήρα του ίδιου του πυραύλου, ο οποίος βεβαίως έμπαινε σε λειτουργία κατά τη φάση της εκτόξευσης, αλλά άρχιζε να λειτουργεί αποδοτικά μόνο από τη στιγμή που ο πύραυλος έπιανε την ταχύτητα που είχε προβλεφθεί.
Αν και αρχικά μία ταχύτητα 300 χλμ./ώρα θεωρούνταν επαρκής, οι τεχνικοί κατέληξαν σε μία λύση που έδινε στον πύραυλο αρχική ταχύτητα 400 χλμ./ώρα. O τρόπος λειτουργίας του καταπέλτη ήταν εξαιρετικά απλός. Αρχικά, οι μηχανικοί εκτόξευσης έβαζαν σε λειτουργία τον πυραυλοκινητήρα του V-1, ο οποίος έπρεπε να έλθει στη βέλτιστη θερμοκρασία πριν εκτοξευτεί ο πύραυλος στον αέρα. Το διάστημα που χρειαζόταν για αυτό ήταν περίπου 7 δευτερόλεπτα. Με το πέρας των 7 δευτερολέπτων, ο χειριστής απελευθέρωνε μία βαλβίδα που με τη χρήση πεπιεσμένου αέρα έριχνε μία ποσότητα (περίπου 60 λίτρα) από T-Stoff μαζί με 5 λίτρα Z-Stoff στο θάλαμο πίεσης.
Με την επαφή των δύο υλικών, δημιουργείτο μία βίαιη αντίδραση που απελευθέρωνε μεγάλες ποσότητες υπερ-θερμού ατμού υπό πίεση. O ατμός με τη σειρά του διοχετευόταν σε ένα σύστημα που απελευθέρωνε ένα έμβολο και το ωθούσε με μία εξαιρετικά βίαιη κίνηση προς τα μπρος. H κίνηση αυτή μεταδιδόταν στο τρέιλερ που έφερε τον πύραυλο, ο οποίος εκτοξευόταν με ταχύτητα 400 χλμ. από την άκρη της ράγας. Είναι εντυπωσιακό ότι η επιτάχυνση που εφαρμοζόταν στο σώμα του πυραύλου ήταν ίση με 16 G. Σε αυτή την ταχύτητα, ο κινητήρας του πύραυλου -που είχε ήδη ζεσταθεί- άρχιζε να δουλεύει και να προωθεί τον πύραυλο προς το προγραμματισμένο για την πτήση υψόμετρο.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Οι παραγωγικές δυνατότητες της Γερμανίας την εποχή αυτή δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο τα προηγούμενα χρόνια, τουλάχιστον σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες που είχε η χώρα, πολεμώντας σε πολλαπλά μέτωπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προγραμματισμός ήταν να ξεκινήσει η μαζική παραγωγή των V-1 το Σεπτέμβριο του 1943 στο εργοστάσιο της Volkswagen στο Φάλερσλεμπεν, με στόχο έως τον Ιανουάριο να έχουν κατασκευαστεί περί τα 1.400 κομμάτια και στη συνέχεια η παραγωγή να μεγαλώνει σταθερά έως ότου φθάσει τις 8.000 μονάδες μηνιαίως κατά το Σεπτέμβριο του 1944.
Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, οι Γερμανοί θα είχαν στη διάθεσή τους στις 15 Φεβρουαρίου του 1944 τα αρχικά 1.400 κομμάτια για να κάνουν την πρώτη επίθεση, ενώ έως τον Μάιο προβλεπόταν να διαθέτουν 10 έως 12.000 V-1, τους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για μία μαζική επίθεση ενάντια στην Βρετανία. Στην πραγματικότητα, όμως, οι καθυστερήσεις ήταν μεγάλες, ορισμένες δυσκολίες ανυπέρβλητες και η έναρξη σφοδρών βομβαρδισμών των Συμμάχων δημιούργησε ακόμη περισσότερα προβλήματα στους Γερμανούς.
Τόσο οι εγκαταστάσεις της Fieseler όσο και το εργοστάσιο στο Φάλερσλεμπεν βρίσκονταν στη λίστα των συμμαχικών βομβαρδισμών και γρήγορα οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι ο στόχος για πραγματοποίηση του πρώτου μαζικού βομβαρδισμού τον Φεβρουάριο ήταν παντελώς ανέφικτος. Μετά τους βομβαρδισμούς των πεδίων δοκιμών στο Πεενεμούντε, ο ίδιος ο Χίτλερ αποφάσισε ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής των V-1 και V-2 θα πρέπει να μεταφερθούν υπόγεια, σε μία νέα τοποθεσία, το Mittelwerke, όπως έγινε γνωστό, κοντά στο Νόρντχάουζεν. Μόλις τον Απρίλιο κατάφεραν οι Γερμανοί να φθάσουν το ζητούμενο νούμερο των 1.000 διαθέσιμων μονάδων.
Στη συνέχεια, οι γραμμές παραγωγής άρχισαν να εργάζονται εντατικά και ο στόχος των 8.000 μονάδων ανά μήνα επιτεύχθηκε όπως είχε προγραμματιστεί, μέσα στο 1944. Μετά από εξαντλητικές δοκιμές, συνεχόμενες αποτυχίες στην αρχή και επιτυχίες στη συνέχεια, οι V-1 ήταν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμοι. Οι Γερμανοί, καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του 1944, βρίσκονταν στην άμυνα στο ανατολικό μέτωπο και η δυνατότητά τους για οποιαδήποτε σοβαρή επιθετική προσπάθεια είχε υπονομευθεί σοβαρά από την αδυναμία τους να αναπληρώσουν τις τρομερές απώλειες που συνεπαγόταν ο αγώνας φθοράς στις αχανείς Ρωσικές στέπες.
Ακόμη χειρότερα, οι δυτικοί Σύμμαχοι μετά από κωλυσιεργία ενός χρόνου, αποφάσισαν να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο που ζητούσε επίμονα ο Στάλιν και αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, στη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση της ιστορίας. H Luftwaffe είχε αναλάβει το κύριο έργο για τη δημιουργία μίας επιχειρησιακής μονάδας που θα έπαιρνε υπό τη σκέπη της τα νέα υπερόπλα. Για λόγους παραπλάνησης, όπως είδαμε παραπάνω, οι V-1 όχι μόνο πήραν τον τίτλο του αντιαεροπορικού όπλου στην ορολογία της Αεροπορίας, αλλά και εντάχθηκαν σε μία νέα μοίρα αντιαεροπορικών, το Flakregiment 155, με διοικητή το συνταγματάρχη Μαξ Βάχτελ (Max Wachtel).
H μοίρα συστάθηκε τον Αύγουστο του 1943 και η έδρα της ήταν η ευρύτερη περιοχή του Καλαί, αλλά χρειάστηκαν 10 μήνες έως ότου κάνει την πρώτη επίθεσή της με τα νέα όπλα. Περίπου 3.500 άτομα ήταν το προσωπικό του Flakregiment 155. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να ξεκινήσουν τη δική τους αντεπίθεση και ένα από τα όπλα που χρησιμοποίησαν ήταν και το Fi 103, το Vergeltungswaffe-1 του Χίτλερ. H πρώτη επίδειξη δύναμης των V-1 έγινε στις 13 Ιουνίου του 1944. Δέκα πύραυλοι χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή την ''πρόβα τζενεράλε''. Εξ αυτών, οι τέσσερις δεν κατάφεραν να πάρουν ύψος, αλλά κατέπεσαν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον καταπέλτη εκτόξευσης.
Άλλοι δύο έπεσαν στα αφρισμένα νερά της θάλασσας της Μάγχης. Οι υπόλοιποι τέσσερις κατέληξαν στον στόχο τους, στις πόλεις της Αγγλίας. O κύριος στόχος ήταν, φυσικά, το Λονδίνο ή μάλλον η ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου. O πρώτος πύραυλος χτύπησε το Σάσεξ, ο δεύτερος το Κεντ, ο τρίτος το νοτιοανατολικό Λονδίνο και ο τέταρτος το Μπέθναλ Γκρην. Οι Βρετανοί περισσότερο εξεπλάγησαν παρά τρόμαξαν, αλλά δύο μόλις μέρες αργότερα, η Γερμανία ήταν έτοιμη για την πρώτη μαζική επίθεση με V-1.
Για αυτή την επίθεση είχαν δεσμευθεί 244 μονάδες, οι οποίες άρχισαν να εκτοξεύονται από τις βάσεις στη B. Γαλλία -που εξασφάλιζαν ότι οι μεγάλες αγγλικές πόλεις του Νότου βρίσκονταν εντός του βεληνεκούς τους- στις 10 το βράδυ, ενώ οι μαζικές εκτοξεύσεις συνεχίστηκαν έως και το μεσημέρι της επομένης. Από τους 244, μόνο οι 144 κατάφεραν να απογειωθούν επιτυχώς και να περάσουν το στενό της Μάγχης. Εξ αυτών οι 34 καταρρίφθηκαν από τη Βρετανική αεράμυνα, αλλά οι υπόλοιποι έφθασαν στους στόχους τους. Στη μεγάλη πλειονότητά τους, οι πύραυλοι στόχευαν στο Λονδίνο.
Ωστόσο ορισμένοι είχαν πορεία προς το Σαουθάμπτον, που τις μέρες εκείνες έπαιζε σημαντικό ρόλο στη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, αφού αποτελούσε μία από τις κύριες βάσεις ανεφοδιασμού του ογκώδους αποβατικού σώματος. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν ακατάπαυστα για τις επόμενες βδομάδες. Καθημερινά, οι ράμπες εκτόξευσης δέχονταν τους πυραύλους, τους εκτόξευαν στον αέρα και οι τεχνικοί έσπευδαν να τις προετοιμάσουν για την επόμενη εκτόξευση. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από 9.000 πύραυλοι να εκτοξευτούν μέσα σε δύο μήνες ενάντια στην Βρετανία, εκ των οποίων περίπου 6.700 πέρασαν τη Μάγχη και κατέληξαν να εκραγούν σε βρετανικό έδαφος.
Περίπου 2.340 πύραυλοι χτύπησαν την ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, σε μία από τις φρικτότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας για την περίφημη μεγαλούπολη. Οι κάτοικοι του Λονδίνου περνούσαν τις μέρες τους μέσα στον τρόμο, περιμένοντας να ακούσουν το χαρακτηριστικό βουητό που σηματοδοτούσε την προσέγγιση μίας ''buzz-bomb'' όπως τις αποκαλούσαν (βόμβα που βουίζει). Στην πραγματικότητα, αν και στόχος των περισσότερων πύραυλων ήταν το Λονδίνο, τα πρωτόγονα συστήματα κατεύθυνσης δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστα και έτσι πολλοί από τους πυραύλους έπεφταν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τους προγραμματισμένους στόχους τους.
Εκτός από τους πυραύλους που εκτοξεύονταν από τους καταπέλτες στο Καλαί, οι υπεύθυνοι της Luftwaffe είχαν ανακαλύψει άλλον έναν πρόσφορο τρόπο να εξαπολύουν τα τρομερά όπλα ανταπόδοσης. Τα εκτόξευαν από ένα αεροσκάφος εν πτήσει. Για το σκοπό αυτό μετασκευάστηκαν με την προσθήκη ενός ειδικού φορέα τα βομβαρδιστικά Heinkel He-111, που από την βάση τους στην Ολλανδία απογειώνονταν με μοναδικό φορτίο έναν ογκώδη V-1 σε έναν πυλώνα στη βάση της δεξιάς πτέρυγας.
Αφού έφθανε σε υψόμετρο 450 μέτρων με την επιθυμητή ταχύτητα (400 χλμ.), ο πιλότος του βομβαρδιστικού ενεργοποιούσε τον κινητήρα του πυραύλου και απελευθέρωνε τον V-1, που ξεκινούσε την πορεία του προς το στόχο του. Τα Γερμανικά βομβαρδιστικά εκτόξευσαν περίπου 400 πυραύλους με τον τρόπο αυτό έως τον Αύγουστο του 1944.
OI V-1 ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ THN ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Καθώς οι Σύμμαχοι πλησίαζαν στο Καλαί, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1944, το Flakregiment 155 αναγκάστηκε να ξηλώσει όλες τις κινητές εγκαταστάσεις και να μεταφέρει τις επιχειρήσεις του στην Ολλανδία, στις εγκαταστάσεις που ήδη είχαν προετοιμαστεί εκεί με σκοπό να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς. Ωστόσο, το χειρότερο για τους Βρετανούς είχε πια περάσει. Άλλη περίοδο μαζικών βομβαρδισμών όπως εκείνη του καλοκαιριού δεν υπήρξε, καθώς οι γΓρμανικές βάσεις βρίσκονταν πλέον οριακά εντός της ακτίνας δράσης των ιπτάμενων βομβών.
Ομως, οι προσπάθειες για βομβαρδισμό της Αγγλίας συνεχίστηκαν και περί τους 1.200 ακόμη πυραύλους εκτοξεύτηκαν μέσα στους επόμενους μήνες για να χτυπήσουν στόχους βόρεια του καναλιού. Από αυτούς, λιγότεροι από 300 βρήκαν στόχο -οι υπόλοιποι κατέπεσαν στο έδαφος ή στη θάλασσα ή καταστράφηκαν από την αεράμυνα και τα Βρετανικά καταδιωκτικά. Το τελευταίο ''σκίρτημα'' των V-1, η τελευταία αναλαμπή ενός επαναστατικού για την εποχή του όπλου, προέκυψε την άνοιξη του 1945. Στις 3 Μαρτίου οι Γερμανοί, ευρισκόμενοι πλέον λίγο πριν από την οριστική κατάρρευση σε όλα τα μέτωπα, προσπαθούσαν με κάθε μέσο να πετύχουν μία αντιστροφή της κατάστασης.
Οι V-1 επιστρατεύθηκαν και αυτή τη φορά. Καθώς οι βάσεις εκτόξευσης βρίσκονταν στη δυτική Ολλανδία, πλέον οι μεγάλες βρετανικές πόλεις βρίσκονταν εκτός βεληνεκούς των παλιών V-1. Όμως, οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην επέμβαση που περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή, στην ελάττωση της εκρηκτικής γόμωσης κατά 50% και στην αντικατάστασή της από ένα μεγαλύτερο ντεπόζιτο καυσίμων, με αποτέλεσμα το βεληνεκές να φθάσει τα 370 χιλιόμετρα και το Λονδίνο να βρεθεί ξανά εντός της ακτίνας δράσης τους. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτών των επιδρομών ήταν περιορισμένη.
Οι Βρετανοί, κάνοντας μετά τον πόλεμο έναν απολογισμό της δράσης των V-1, διαπίστωσαν ότι το Λονδίνο χτυπήθηκε από σχεδόν 2.500 πύραυλους, ενώ συνολικά τα θύματα που προκάλεσαν οι πύραυλοι στη Βρετανία έφθασαν τους 6.148 νεκρούς και τους 17.981 τραυματίες. Την εποχή αυτή, πάντως, ο κύριος στόχος των V-1 δεν ήταν το Λονδίνο αλλά η Βελγική πόλη Αντβέρπ, που ήταν το κομβικό σημείο για τη λογιστική υποστήριξη των στρατιών των Συμμάχων που δραστηριοποιούνταν στο δυτικοευρωπαϊκό μέτωπο. Περίπου 2.400 πύραυλοι που εκτοξεύτηκαν ενάντια στην πόλη του Βελγίου βρήκαν το στόχο τους.
Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων από τη δραστηριότητα των V-1 ήταν 12.000 νεκροί και 34.000 τραυματίες, ενώ ο αριθμός των V-1 που κατασκευάστηκαν έφθασε τους 34.000. Οι υλικές ζημιές που προκάλεσαν οι ''ιπτάμενες βόμβες'' ήταν πολύ σημαντικές, ενώ ακόμη πιο σημαντικός ήταν ο αντίκτυπος στο ηθικό των Βρετανών. Ωστόσο, καθώς το όπλο αυτό δεν είχε τις προδιαγραφές για να πετύχει πραγματικά μεγάλες ζημιές και καθώς οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν, παρά τους σχετικούς φόβους που κυριαρχούσαν μεταξύ κάποιων εκ των ηγετών των Συμμάχων, τους V-1 για να χτυπήσουν με χημικά ή βιολογικά όπλα τη Βρετανία, ο τελικός απολογισμός από τη δράση τους ήταν μάλλον αμελητέος.
Αναφέραμε ότι η κατάρριψη ενός τέτοιου πυραύλου ήταν αρκετά εύκολη. Οι πιλότοι της Βρετανικής βασιλικής αεροπορίας, της RAF, είχαν βρει ένα κόλπο για να καταρρίπτουν τους V-1 δίχως ιδιαίτερο κίνδυνο και δίχως να σπαταλούν πυρομαχικά: έφερναν το αεροσκάφος τους παράλληλα με τον πύραυλο και σε λίγο (μισό μέτρο περίπου) χαμηλότερο υψόμετρο. Σιγά-σιγά ανέβαζαν το αεροσκάφος και με μία κίνηση του φτερού ακουμπούσαν ελαφρά το φτερό του πυραύλου. Αυτή η επαφή ήταν αρκετή για να θέσει τον V-1 σε περιδίνηση και να καταπέσει λίγα δευτερόλεπτα αργότερα.
Μπορεί η μανούβρα αυτή να ακούγεται ριψοκίνδυνη, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν, καθώς ο πύραυλος πετούσε σε σταθερό ύψος και με σταθερή ταχύτητα, οπότε ένας δεξιοτέχνης πιλότος δεν είχε κανένα πρόβλημα να ευθυγραμμιστεί με την πορεία του και να εκτελέσει την κίνηση που θα έφερνε το θανάσιμο όπλο εκτός πορείας. Με αυτό τον τρόπο, οι πιλότοι της RAF έβγαλαν εκτός μάχης μερικές δεκάδες V-1, αλλά πολύ περισσότεροι ήταν οι πύραυλοι που εξουδετερώθηκαν από την αεράμυνα. Με τη μικρή σχετικά ταχύτητά τους και την αδυναμία οποιασδήποτε αυξομείωσης αυτής ή διαφοροποίησης της πορείας τους, οι πύραυλοι αποτελούσαν ιδανικούς στόχους για τους έμπειρους Βρετανούς πολυβολητές.
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ''ΚΑΜΙΚΑΖΙ''
Μία λιγότερο γνωστή παράμετρος της ιστορίας της ''ιπτάμενης βόμβας'' είναι η έκδοση ''αυτοκτονίας'' που αναπτύχθηκε αλλά ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. Έχοντας ζωντανό το παράδειγμα των Ιαπωνικών μονάδων αυτοκτονίας (Καμικάζε), οι Γερμανοί ανέπτυξαν μία έκδοση του Fi 103 -για την ακρίβεια, τέσσερις διαφορετικές εκδόσεις- που είχαν ένα μικρό πιλοτήριο. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί η πρώτη πραγματικά κατευθυνόμενη βόμβα, που θα μπορούσε να διαπεράσει τις αντιαεροπορικές άμυνες, να εκτελέσει ελιγμούς αποφυγής των αντιαεροπορικών πυρών και να κατευθυνθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια σε έναν ελκυστικό στόχο.
Οι τέσσερις επανδρωμένες παραλλαγές του Fi 103 ονομάστηκαν αντίστοιχα Fi 103 I, II, III και IV, ενώ το τελευταίο ήταν το επιχειρησιακό μοντέλο, το οποίο οι Γερμανοί σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν σε απέλπιδες αποστολές αυτοκτονίας τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Συνολικά κατασκευάστηκαν πάνω από 100 τέτοιες ''επανδρωμένες ιπτάμενες βόμβες'' (ορισμένοι ανεβάζουν τον αριθμό στις 150, ακόμη και 175) αλλά δεν υπάρχουν αναφορές για επιχειρησιακή χρήση τους. Κατά πάσα πιθανότητα, οι Γερμανοί ουδέποτε τα χρησιμοποίησαν.
Το πρόγραμμα Selbstopfermanner bomber, όπως ονομάστηκε το πρόγραμμα των ''Γερμανών Καμικάζι'', προσέλκυσε χιλιάδες υποψήφιους, άνδρες και γυναίκες, που έθεσαν τον εαυτό τους στη διάθεση του Ράιχ, έστω και για μία ύστατη αποστολή αυτοκτονίας. Μάλιστα, 70 εξ αυτών έγιναν δεκτοί και εκπαιδεύτηκαν στην πτήση αυτού του παράξενου συνδυασμού αεροσκάφους και βλήματος, ωστόσο ουδέποτε κλήθηκαν να επιβεβαιώσουν και εμπράκτως την αφοσίωσή τους στον Φύρερ και στο Ράιχ, αφού το πρόγραμμα δεν μπήκε σε πράξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπεύθυνοι του προγράμματος έλεγαν στους εκπαιδευόμενους ότι δεν ήταν αναγκαίο να πέσουν μαζί με τη βόμβα στο στόχο.
Αλλά μπορούσαν να εγκαταλείψουν το σκάφος, αφού το είχαν βάλει σε τελική πορεία πρόσκρουσης. Βέβαια, αυτή η παραίνεση μοιάζει αρκούντως κυνική, αφού όποιος γνωρίζει έστω και τα εντελώς στοιχειώδη για την πτήση, καταλαβαίνει ότι η εγκατάλειψη ενός αεροσκάφους όπως αυτό, τη στιγμή που θα έχει προσλάβει ταχύτητα περίπου 1.000 χλμ./ώρα και θα βρίσκεται στη βουτιά προς το στόχο και μάλιστα από το μικρό και πολύ άβολα τοποθετημένο πιλοτήριο (κάτω από την εισαγωγή αέρα του κινητήρα), είναι παντελώς ανέφικτη.
Πάντως, οι υπεύθυνοι του προγράμματος Selbstopfermanner bomber δεν θέλησαν, τελικά, να μιμηθούν τη δόξα των Ιαπώνων καμικάζι, καθώς οι Γερμανοί αποδείχτηκαν πιο ρεαλιστές στον τομέα αυτό από τους συμμάχους τους στην Απω Ανατολή.
ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ TOY V-1
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της ''ιπτάμενης βόμβας'' ήταν η επιχειρησιακή ανάπτυξή της. Όταν το πρόγραμμα του V-1 ήταν έτοιμο να μπει στη φάση της έμπρακτης επιβεβαίωσης της ισχύος του νέου όπλου, ο βασικός στόχος ήταν η Βρετανία. O Χίτλερ εκτιμούσε ότι μία παρατεταμένη καμπάνια τρόμου με τα νέα υπερόπλα του (V-1, V-2) θα είχε σημαντικά αποτελέσματα στο ηθικό των Βρετανών και στη διάθεσή τους να συνεχίσουν τον πόλεμο. Θεωρούσε, πιθανότατα, ότι εφόσον καμπτόταν το ηθικό του πληθυσμού, θα ήταν πιο εύκολο να βρεθεί ένα μορατόριουμ με τους Βρετανούς -και κατ’ επέκταση με τους Αμερικανούς- ώστε να συγκεντρώσει το σύνολο της διαθέσιμης ισχύος του προς Ανατολάς.
Όπου η προέλαση του Κόκκινου Στρατού ήταν ραγδαία και οι γερμανικές άμυνες κατέρρεαν σαν χάρτινος πύργος σε όλα τα μέτωπα. Αφού λοιπόν στόχος ήταν η Βρετανία, η πλέον κατάλληλη περιοχή για τη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής ήταν η Βόρεια Γαλλία. O κύριος χώρος συγκέντρωσης των σχετικών εγκαταστάσεων ήταν το Πα ντε Καλαί. H οργάνωση που είχαν δημιουργήσει οι ιθύνοντες της Luftwaffe προέβλεπε τη δημιουργία:
- Πέντε υπόγειων συγκροτημάτων τα οποία θα περιελάμβαναν εκτεταμένες εγκαταστάσεις αποθήκευσης και συντήρησης πυραύλων V-1, καθώς και εγκαταστάσεις εκτόξευσης. Αυτός ο τύπος εγκατάστασης ήταν ο πλέον ασφαλής για τους Γερμανούς, καθώς οι οχυρώσεις ήταν δυνατό να αντέξουν παρατεταμένους βομβαρδισμούς με ιδιαίτερα ισχυρές βόμβες. Αυτά τα καταφύγια δημιουργήθηκαν στην περιοχή του Καλαί - Σομ (το Σιρακούρ και το Λόθινγκερν) και τα υπόλοιπα στη χερσόνησο του Χερβούργου (τα Κουβίλ, Ταερβίλ και Μπρεκούρ).
- Οκτώ υπέργειων συγκροτημάτων που θα χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί χώροι μεγάλης κλίμακας. Τα τέσσερα από αυτά δημιουργήθηκαν στο Πα ντε Καλαί (Ρενεσκούρ, Σατρικούρ, Μποβουάρ και Ντομλεζέρ), τα τρία στην περιοχή Σομ-Σέιν (Νοβίλ ο Μπουά, Σεντ Μαρτίν λε Ορτιέ και Μπιενέ) και ένα στο Χερβούργο (Βαλόν).
- Εκατό περίπου θέσεων εκτόξευσης, οι περισσότερες εκ των οποίων βρίσκονταν στην κύρια περιοχή συγκέντρωσης των εγκαταστάσεων (από το Καλαί μέχρι το Σέιν), ενώ οι υπόλοιπες ήταν διασκορπισμένες στην περιοχή του Χερβούργου. Οι Σύμμαχοι ονόμαζαν τις εγκαταστάσεις αυτές ''Ski Sites'', δηλαδή, εγκαταστάσεις για σκι, καθώς τα κτήρια που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση και οι ράμπες εκτόξευσης έμοιαζαν με γιγάντια σκι. Το πρώτο από αυτά που ανακαλύφθηκε από τις συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών ήταν μία εγκατάσταση εκτόξευσης στο Μπουά Καρρέ, κοντά στο Υβρένς.
Οι Σύμμαχοι είχαν εντοπίσει τον Δεκέμβριο του 1943 έναν μεγάλο αριθμό από αυτές τις εγκαταστάσεις, εκμεταλλευόμενοι την σχεδόν απόλυτη υπεροχή τους στον αέρα και τις πληροφορίες που έστελνε η Γαλλική Αντίσταση, καθώς τις περισσότερες εγκαταστάσεις κατασκεύαζαν Γάλλοι εργολάβοι, αρκετοί εκ των οποίων συνεργάζονταν με την Αντίσταση. Στις 5 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλης κλίμακας επιχείρηση βομβαρδισμού των εγκαταστάσεων, κατά τη διάρκεια της οποίας μπήκαν στο στόχαστρο περίπου 23 ski sites.
Στις 24 Δεκεμβρίου οι Σύμμαχοι προχώρησαν σε μία ακόμη πιο οργανωμένη προσπάθεια καταστροφής των εγκαταστάσεων εκτόξευσης των V-1, αναθέτοντας σε έναν τεράστιο αεροπορικό στόλο από 672 B-17 το βομβαρδισμό συνολικά 24 ακόμη ski sites. Τα αποτελέσματα αυτών των βομβαρδισμών δεν ήταν εντυπωσιακά, αφού μόλις 7 από τις εγκαταστάσεις καταστράφηκαν ενώ ζημιές υπέστησαν περίπου 12 ακόμη. Εξάλλου, τον Δεκέμβριο του 1943 οι επιθέσεις με τις ''Buzz Bombs'' ενάντια στη Βρετανία δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη και οι Σύμμαχοι δεν γνώριζαν τι ακριβώς εξυπηρετούσαν αυτές οι παράξενες εγκαταστάσεις.
Ωστόσο, καθώς ήταν εμφανώς πολεμικά έργα και οι Γερμανοί έδιναν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στη δημιουργία και φρούρησή τους, οι Σύμμαχοι ξόδευαν πολύτιμους πόρους για να τα βομβαρδίσουν. Οι Γερμανοί με τη σειρά τους αναγνώρισαν ότι ο τύπος της εγκατάστασης που χρησιμοποιούσαν ήταν μεγάλος και εύκολα αναγνωρίσιμος, ενώ η αδυναμία κάλυψης της ράμπας εκτόξευσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις μοιραία. Με την ανάληψη της ευθύνης για το πρόγραμμα V από τα SS, ξεκίνησε η κατασκευή ενός νέου είδους εγκατάστασης, που πλέον διέθετε μόνο ένα κεντρικό κτήριο (αντί τριών ή τεσσάρων που είχε ο προηγούμενος τύπος), ενώ η ράμπα εκτόξευσης στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν λυόμενη και μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί σε διάστημα λίγων ωρών.
Επίσης, οι Γερμανοί σταμάτησαν να χρησιμοποιούν Γάλλους εργολάβους για την κατασκευή των ski sites, φέρνοντας πλέον εργολάβους από τη Γερμανία και αιχμάλωτους πολέμου για να εργάζονται στα έργα κατασκευής. Με τον τρόπο αυτό, εξασφάλιζαν μεγαλύτερο βαθμό μυστικότητας. Οι Γερμανοί είχαν καταφέρει στις πρώτες φάσεις της εκστρατείας βομβαρδισμού των εγκαταστάσεων εκτόξευσης να κρατήσουν μυστικές τις αποθήκες των V-1, τα οκτώ υπέργεια συγκροτήματα που είχαν δημιουργηθεί σε περιοχές της Βορειοανατολικής Γαλλίας.
Ωστόσο, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες των Συμμάχων αξιολογούσαν και αυτές τις εγκαταστάσεις ως πιθανούς στόχους, οι Γερμανοί άρχισαν ένα πρόγραμμα δημιουργίας νέων αποθηκευτικών χώρων, αυτή τη φορά υπόγειων. Τέσσερις μεγάλες υπόγειες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν, στο Ριλί λα Μοντάν, στη Ρεμ και στο Σεντ Λοθ Ντεσσερέν και το Νουκούρ. Οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν ασφαλείς από βομβαρδισμούς και εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν. Με τον τρόπο αυτό, οι Γερμανοί είχαν εξασφαλίσει ότι τα κύρια αποθέματα των V-1 θα μπορούσαν να διοχετευθούν στις εγκαταστάσεις εκτόξευσης, δίχως να κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να γίνουν στόχος συμμαχικών βομβαρδισμών.
Επίσης, από τη στιγμή που οι Αμερικανοί και Αγγλοι πιλότοι άρχισαν να βομβαρδίζουν τις αρχικές οκτώ εγκαταστάσεις, οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη δημιουργία και νέων υπέργειων αποθηκών, τις οποίες όμως φρόντιζαν να κατασκευάζουν με τρόπο που να παραπλανά τις υπηρεσίες εναέριας αναγνώρισης των Συμμάχων. Σιγά-σιγά, κατάφεραν να οργανώσουν ολόκληρο το δίκτυο αποθήκευσης και διανομής V-1 σε υπόγειες εγκαταστάσεις, καθιστώντας το έργο του εντοπισμού και της καταστροφής τους εξαιρετικά δυσχερές για τους Συμμάχους.
Όσον αφορά στις εγκαταστάσεις εκτόξευσης, όταν εντέλει ξεκίνησε ο μαζικός βομβαρδισμός της Βρετανίας με V-1, μόλις επτά από τα 100 περίπου ski sites ήταν επιχειρησιακά και συμμετείχαν. Τα υπόλοιπα είχαν καταστραφεί από βομβαρδισμούς ή εγκαταλείφθηκαν επειδή δεν προσέφεραν ασφάλεια. Αντίθετα, κατασκευάστηκαν 200 περίπου εγκαταστάσεις νέου τύπου, η πλειονότητα των οποίων ουδέποτε εντοπίσθηκε από τους Συμμάχους.
V-2 O ΠΡΩΤΟΣ ΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΥΡΑΥΛΟΣ
H δημιουργία του πρώτου λειτουργικού βαλλιστικού πυραύλου ήταν έργο μίας ομάδας Γερμανών επιστημόνων που είχε ως ιθύνοντα νου τον Βέρνερ φον Μπράουν. O περίφημος V-2 τρομοκράτησε τον πληθυσμό της Βρετανίας τον τελευταίο χρόνο του B' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1927 δημιουργήθηκε στο Βερολίνο από μία ομάδα από ενθουσιώδεις νεαρούς Γερμανούς επιστήμονες, κυρίως φυσικούς και χημικούς, ένας οργανισμός το όνομα του οποίου θα συνδεόταν με τη γέννηση της πυραυλικής επιστήμης.
H ομάδα αυτή των ρομαντικών, που ονομαζόταν Verein fur Raumschiffart (Σύνδεσμος για το ταξίδι στο Διάστημα), είχε ως μέντορα και κύριο ιθύνοντα νου τον Χέρμαν Όμπερθ, που, όπως είδαμε πιο πάνω, είχε ανοίξει το δρόμο για τη γέννηση της πυραυλικής στη Γερμανία. Άλλα μέλη της ήταν ο Κλάους Ρίντελ, ο Ρούντολφ Νίμπελ, ο Μαξ Βάλιερ και ο Βίλλυ Λέι. Στις αρχές του 1930, στην ομάδα θα εισέλθει ένας νεαρός, ιδιαίτερα ενθουσιώδης και ευφυής, φοιτητής στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, ο Βέρνερ φον Μπράουν. H είσοδος του φον Μπράουν στην ομάδα προσέθεσε ακόμη περισσότερο ενθουσιασμό και πίστη για την τελική ευόδωση των φιλόδοξων σχεδίων τους.
Ο απώτερος στόχος όλων ήταν η δημιουργία μίας συσκευής που θα μπορούσε να φέρει τους ανθρώπους στο ''διαπλανητικό Διάστημα''. Βεβαίως οι νεαροί, ως επί το πλείστον, επιστήμονες είχαν ικανότητες και ενθουσιασμό, δεν διέθεταν όμως την απαραίτητη εμπειρία, καθώς η πυραυλική επιστήμη ήταν στα σπάργανα και έλειπε το θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά και τα κονδύλια. Βάζοντας δικά τους χρήματα και ''λεηλατώντας'' τους πόρους του Πολυτεχνείου του Βερολίνου όποτε και όπως μπορούσαν, οι φίλοι του Διαστήματος κατόρθωναν να δημιουργούν κάποια μοντέλα πυραύλων και να τα εκτοξεύουν από το αυτοσχέδιο πεδίο δοκιμών που είχαν στήσει στο προάστιο Ράινικντορφ του Βερολίνου.
Το έργο του Όμπερθ προσέλκυσε την προσοχή του βιομήχανου Φριτζ φον Όπελ, που ανέλαβε να βγάλει το Σύνδεσμο από το οικονομικό αδιέξοδο, ωστόσο και πάλι οι πόροι ήταν ελάχιστοι. Ούτε το βραβείο ύψους 10.000 φράγκων που κέρδισε ο Όμπερθ για το βιβλίο του, ''Wege zur Raumschiffart'' (Δρόμοι για το ταξίδι στο Διάστημα, ουσιαστικά μία επέκταση της διδακτορικής διατριβής του που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια νωρίτερα) και το οποίο διέθεσε εξ ολοκλήρου στον Σύνδεσμο, έλυσε το πρόβλημα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, πριν ακόμη ο Αδόλφος Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές καταλάβουν την εξουσία, ο Γερμανικός στρατός αναζητούσε τρόπους να αποφύγει, ή μάλλον να παρακάμψει, τους περιορισμούς της συνθήκης των Βερσαλιών. Το τμήμα εξοπλισμών του Γραφείου Βαλλιστικής και Όπλων του Γερμανικού στρατού, διοικητής του οποίου ήταν ο στρατηγός Μπέκερ, αναζητούσε συνεχώς νέες λύσεις στο πρόβλημα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Έχοντας ακούσει για τη νέα ''τρέλα'' των φυσικών, τους πυραύλους, σκέφτηκε ότι θα ήταν ίσως δυνατό να χρησιμοποιηθούν και για πολεμικούς σκοπούς.
Ανέθεσε σε έναν ικανό λοχαγό με επιστημονική κατάρτιση, τον Βάλτερ Ντορνμπέργκερ, να διερευνήσει τη δυνατότητα χρήσης τέτοιων αντισυμβατικών μέσων για την αμυντική θωράκιση της Γερμανίας. Όπως ήταν επόμενο, ο Ντορνμπέργκερ πολύ γρήγορα ήλθε σε επαφή με τον V.f.R, που αναζητούσε εναγωνίως χρηματοδότες για τα φιλόδοξα σχέδιά του. Αρχικά, ο ικανός αξιωματικός εξασφάλισε κάποια μικροποσά για τους ενθουσιώδεις επιστήμονες, ώστε να προσελκύσει περισσότερο την προσοχή τους και να τους δείξει ότι θα μπορούσαν να βρουν μία μόνιμη πηγή χρηματοδότησης στο πρόσωπό του.
Τα μέλη του Συνδέσμου οργάνωσαν μία επίδειξη για τον Ντορνμπέργκερ, η οποία πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1932 στο πεδίο βολών του στρατού στο Κούμερσντορφ, έξω από το Βερολίνο. Αν και η επίδειξη δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, ο Ντορνμπέργκερ κατάλαβε ότι το δυναμικό των πυραύλων ήταν ανεξάντλητο, ενώ είδε στα ενθουσιώδη μέλη του Συνδέσμου μία δεξαμενή εξαιρετικών εγκεφάλων που θα μπορούσαν να βάλουν μπροστά τα φιλόδοξα σχέδιά του. Ζήτησε από τα μέλη του Συνδέσμου να εργαστούν για το στρατό, με στόχο την ανάπτυξη πυραύλων για πολεμική χρήση.
Όμως οι πρωτοπόροι των πυραύλων δεν ήθελαν να αναμειχθούν στη δημιουργία εργαλείων βίας και επιβολής, γιατί απλώς ήθελαν να πετάξουν στο Διάστημα, και έτσι απέρριψαν την πρόταση του Ντορνμπέργκερ. Όμως, ο μόλις 20 ετών φον Μπράουν, που ενδεχομένως την εποχή εκείνη είχε ήδη προσεγγιστεί από εθνικοσοσιαλιστικούς κύκλους, δέχτηκε και προσλήφθηκε άμεσα στην ομάδα που σχημάτισε ο Ντορνμπέργκερ. H ομάδα εγκαταστάθηκε στο ίδιο κέντρο όπου είχε γίνει η δοκιμή του πυραύλου, στο Κούμερσντορφ, το οποίο μετασκευάστηκε κατάλληλα για να μπορεί να φιλοξενήσει το κέντρο έρευνας και ανάπτυξης των πυραύλων.
H ομάδα του Ντορνμπέργκερ σύντομα μεγάλωσε και ενισχύθηκε αποφασιστικά από επιστήμονες και τεχνικούς, ενώ άρχισαν να διατίθενται σημαντικά κονδύλια για την πυραυλική έρευνα. Με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, οι έρευνες πάνω στην πυραυλική τεχνολογία ουσιαστικά κρατικοποιήθηκαν και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε τέτοια δραστηριότητα από ιδιώτες. Μόνο ο στρατός και οι κρατικές υπηρεσίες είχαν δικαίωμα ανάλογων ερευνών. Φυσικά, ο V.f.R διαλύθηκε και κάποια από τα μέλη του αναγκάστηκαν εκ των συνθηκών να εργαστούν για τον στρατό του Γ' Ράιχ.
TA ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
H ομάδα του Ντορνμπέργκερ, εκμεταλλευόμενη την πλούσια προκαταρκτική δουλειά που είχαν κάνει οι επιστήμονες του Πολυτεχνείου του Βερολίνου, άρχισε γρήγορα να παράγει αποτελέσματα. Ήδη το 1933, πιθανότατα τον Δεκέμβριο, ήταν έτοιμος ο πρώτος πύραυλος της ομάδας του φον Μπράουν. H κωδική ονομασία του ήταν A1 και ήταν απλώς ένα πρωτότυπο, ούτε δύο μέτρα μήκους. Ωστόσο, αυτός ο πύραυλος ήταν το πεδίο δοκιμών για όλες τις τεχνολογίες που ανέπτυσσε η ομάδα των ιδιοφυών επιστημόνων, κάτω από την επιστημονική διεύθυνση ενός εξαιρετικού ταλέντου, όπως ο Βέρνερ φον Μπράουν, και με τη στιβαρή καθοδήγηση του Ντορνμπέργκερ.
O A1 γρήγορα εξάντλησε τις δυνατότητές του και οι επιστήμονες προχώρησαν στο επόμενο στάδιο των δοκιμών τους, το αποτέλεσμα των οποίων έλαβε το κωδικό όνομα A2. H μόνη σημαντική προσθήκη σε σχέση με τον A1 ήταν ένα σύστημα γυροσκοπίων, που είχαν σχεδιαστεί για να προσφέρουν σταθερότητα στον πύραυλο, κάτι που έλειπε από το πρώτο μοντέλο. Οι δοκιμές ήταν πετυχημένες και ήδη στις αρχές του 1935 οι δύο πρώτοι A2 έκαναν πτήσεις από το νησάκι του Μπόρκουμ στη Βαλτική. H εργασία συνεχίστηκε πιο εντατικά πάνω σε έναν ισχυρότερο πυραυλοκινητήρα που θα ήταν σε θέση να απογειώσει πολύ μεγαλύτερα φορτία από τους μικροσκοπικούς A1 και A2.
Τα μέλη της ομάδας του Ντορνμπέργκερ, που μέχρι το 1936 είχαν φθάσει τα 150 άτομα, κατάφεραν να δημιουργήσουν τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς έναν πυραυλοκινητήρα αρκετά ισχυρό, έτσι ο Ντορνμπέργκερ, που ήθελε να προσελκύσει την προσοχή των ανώτερων κλιμακίων του Γερμανικού καθεστώτος και μαζί με αυτήν ακόμη περισσότερα κονδύλια, οργάνωσε μία επίδειξη της μηχανής μπροστά στον αρχηγό του γερμανικού επιτελείου, στρατηγό Φρις. H επίδειξη, όπου ένας ογκώδης και πανίσχυρος κινητήρας ετίθετο σε λειτουργία απλώς και μόνο με το γύρισμα ενός διακόπτη, εντυπωσίασε τους στρατιωτικούς.
O Ντορνμπέργκερ, με τη βοήθεια των επιστημόνων του, εξήγησε τον απώτερο στόχο του προγράμματος: τη δημιουργία μίας τεράστιας ιπτάμενης βόμβας που θα μπορούσε να χτυπήσει τους ''εχθρούς της Γερμανίας'' όπου κι αν βρίσκονταν. Με όλα αυτά, κατόρθωσε να πετύχει το στόχο του, το πρόγραμμά του μπήκε σε πρώτη προτεραιότητα και έλαβε τεράστια κονδύλια ως χρηματοδότηση. Το σημαντικότερο αίτημα του Ντορνμπέργκερ και των επιστημόνων του ήταν μία νέα εγκατάσταση έρευνας, ανάπτυξης και δοκιμών. Το Κούμερσντορφ ήταν μικρό, είχε προβλήματα ασφαλείας (καθώς ήταν κοντά σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, το Βερολίνο) και βρισκόταν σε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Γερμανίας.
Οι επιστήμονές του, έτοιμοι ήδη να περάσουν στο επόμενο στάδιο και να δημιουργήσουν έναν πύραυλο μακράς ακτίνας, πρότειναν μία εγκατάσταση πάνω στην ακτογραμμή, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση του πυραύλου πάνω από τη θάλασσα. O φον Μπράουν, ενθυμούμενος τα παιδικά χρόνια του στη Βαλτική, πρότεινε το νησάκι του Ούζεντομ.
Μετά τις επιτόπιες έρευνες των υπεύθυνων στρατού και αεροπορίας - καθώς η Luftwaffe είχε γίνει ήδη εταίρος του προγράμματος - η πρόταση του φον Μπράουν υιοθετήθηκε. Το νέο κέντρο, υπό την επίσημη ονομασία Heeresversuchanstalt Peenemünde (κέντρο δοκιμών στρατού του Πεενεμούντε) και υπό την παραπλανητική δημόσια ονομασία Electromechanische Werke (Ηλεκτρομηχανικές Εργασίες) θα δημιουργούνταν στην άκρη του Ούζεντομ, κοντά στο ψαροχώρι του Πεενεμούντε.
ΑΠΟΤΥΧΙΑ KAI ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν να επιλύσουν ο φον Μπράουν και οι συνεργάτες του ήταν η καθοδήγηση του πυραύλου. Τα συστήματα της εποχής ήταν ανεπαρκέστατα και επί της ουσίας οι επιστήμονες στο Πεενεμούντε καθημερινά αναγκάζονταν να εφευρίσκουν νέες λύσεις για τα προβλήματα που ανέκυπταν συνεχώς. Ένα μέρος αυτών των λύσεων ήταν απλώς βελτίωση των υφιστάμενων τεχνολογιών, όπως τα νέα γυροσκόπια που ανέλαβαν να σταθεροποιούν και να κρατούν στην πορεία τους Γερμανικούς πύραυλους.
Με τα συμπεράσματα από τις επιτυχημένες προσπάθειες του A1 και του A2, καθώς και έναν ισχυρότατο κινητήρα στη διάθεσή τους, ο φον Μπράουν και οι συνεργάτες του ήταν πλέον έτοιμοι για να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, τον A3. Πέντε φορές μεγαλύτερος από τον A1, ο A3 ήταν μία παταγώδης αποτυχία. Τρεις δοκιμές πραγματοποιήθηκαν το χειμώνα του 1937 - 1938 και οι τρεις ήταν αποτυχημένες. O εντυπωσιακός πύραυλος, αφού σηκωνόταν στον αέρα, έχανε τη σταθερότητά του μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα πτήσης και κατέπεφτε στο νερό. Το επιστημονικό προσωπικό στο πρόγραμμα είχε ξεπεράσει τα 350 άτομα και ο Ντορνμπέργκερ είχε την άνεση να επιτρέψει στον φον Μπράουν να προχωρά παράλληλα προγράμματα.
Τα δύο επόμενα δοκιμαστικά συστήματα είχαν τις κωδικές ονομασίες A4 και A5 και αναπτύσσονταν επί της ουσίας παράλληλα. Για την ακρίβεια, ο A5 αναπτύχθηκε ως το ''πεδίο δοκιμών'' για τον A4, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για τον A3, που όμως ήταν μία αποτυχία. Δηλαδή, ενώ ο A5 ήταν ένας ανανεωμένος A3, με βελτιωμένα βαλλιστικά χαρακτηριστικά και αλλαγμένες επιφάνειες ελέγχου, ο A4 ήταν μία ελαφρά διαφορετική προσέγγιση, αφού εξαρχής ήταν ο πύραυλος που προοριζόταν να αποτελέσει τον πρώτο επιχειρησιακά λειτουργικό βαλλιστικό πύραυλο του προγράμματος.
Πάντως και στα δύο νέα σχέδια, οι Γερμανοί αυτή τη φορά δεν διακινδύνευσαν μία απευθείας δοκιμή του πλήρους μεγέθους πυραύλου, αλλά ξεκίνησαν με δοκιμές σε μοντέλα υπό κλίμακα. Αυτή τη φορά, η δουλειά ήταν πολύ πιο μεθοδική. Έγιναν εξαντλητικές αεροδυναμικές δοκιμές, ανατέθηκε στη Siemens η δημιουργία ενός αξιόπιστου γυροσκοπίου και δημιουργήθηκαν ειδικές εγκαταστάσεις για την εκτόξευση και παρακολούθηση των πρωτοτύπων. Μέσα στο 1939 ξεκίνησε η εκτόξευση των A5 και στα επόμενα δύο χρόνια εκτοξεύτηκαν τουλάχιστον 25 πύραυλοι, με απόλυτο ποσοστό επιτυχίας. Ταυτόχρονα αναπτυσσόταν ο A4, που ήταν το πλέον φιλόδοξο σχέδιο των επιστημόνων του φον Μπράουν μέχρι εκείνη την ώρα.
O κινητήρας του A4 ανέπτυσσε πολύ μεγαλύτερη ώση από τον αντίστοιχο του A5 και ως εκ τούτου απαιτούσε νέες τεχνολογίες για τη διαχείριση του καυσίμου, αφού η χρήση πεπιεσμένου αζώτου δεν ήταν κατάλληλη. H πρώτη δοκιμή του A4 συγκέντρωσε στο Πεενεμούντε μία σειρά από ανώτερα στελέχη του Γ' Ράιχ, καθώς το πρόγραμμα ήταν ένα από τα πλέον φιλόδοξα και δαπανηρά εξαιτίας των ελπίδων που είχε εναποθέσει ο Χίτλερ στα wunderwaffen του για επικράτηση στον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί. O πλέον εξέχων από τους επισκέπτες του Πεενεμούντε ήταν ο Αλμπερτ Σπέερ, που παρακολούθησε τη δοκιμή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση, ο Ντορνμπέργκερ και ο φον Μπράουν στάθηκαν άτυχοι.
O A4 στην πρώτη δοκιμή του δεν θέλησε καν να εγκαταλείψει την εξέδρα εκτόξευσης - με την έναρξη της πυροδότησης του πυραυλοκινητήρα, το θηρίο των 15 μέτρων έπεσε πίσω και εξερράγη, προσφέροντας πάντως στους υψηλούς προσκεκλημένους ένα μνημειώδες θέαμα, καθώς παρακολουθούσαν την εντυπωσιακή έκρηξη 10 τόνων καυσίμου. H αποτυχημένη δοκιμή έλαβε χώρα στις 13 Ιουνίου του 1942 και δύο μόλις μήνες αργότερα, στις 16 Αυγούστου, ο φον Μπράουν ήταν έτοιμος να δοκιμάσει τον δεύτερο A4. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν ''υψηλοί προσκεκλημένοι'', αλλά και πάλι ο πύραυλος αποδείχτηκε κατώτερος των προσδοκιών, αν και αυτή τη φορά σηκώθηκε από το έδαφος, η πτήση του διήρκεσε μόλις 45 δευτερόλεπτα.
H μηχανή σταμάτησε και ο πύραυλος κατέπεσε στη θάλασσα. O φον Μπράουν και οι επιστήμονές του μάθαιναν όμως από τα λάθη τους. Μόλις ενάμιση μήνα αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου, το τρίτο πρωτότυπο του A4 ήταν έτοιμο και η δοκιμή του στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. O πύραυλος εγκατέλειψε το πεδίο εκτόξευσης με έναν επιβλητικό βρυχηθμό και, σαν να στηριζόταν σε μία κολόνα φωτιάς που δημιουργούσαν τα αέρια από την εκτόνωση του καυσίμου, ανήλθε σε μία κάθετη τροχιά. Μόλις 26 δευτερόλεπτα μετά την απογείωση, ένας τρομερός ήχος έφθασε στα αυτιά των εμβρόντητων παρατηρητών - ο A4 είχε ξεπεράσει την ταχύτητα του ήχου.
Στη συνέχεια τα γυροσκόπια ανέλαβαν δράση και έβαλαν τον πύραυλο στην προγραμματισμένη πορεία του. Μόλις πριν κλείσει ένα λεπτό πτήσης, ο A4 είχε φθάσει στην ανήκουστη για εκείνη την εποχή ταχύτητα των 5 mach, 5 φορές την ταχύτητα του ήχου. Φθάνοντας στα 100.000 πόδια, έξω από την ατμόσφαιρα της Γης πλέον, οι μηχανές του πυραύλου σταμάτησαν και συνέχισε την πορεία του ως ένας βαλλιστικός πύραυλος. Διέγραψε εντυπωσιακά την προδιαγεγραμμένη καμπύλη του, καθώς επανερχόταν στην ατμόσφαιρα και στο προγραμματισμένο σημείο πρόσκρουσης - περί τα 200 χιλιόμετρα μακριά, προς την κατεύθυνση της Βόρειας Θάλασσας.
H εκτόξευση ήταν απόλυτα επιτυχημένη και αυτή τη φορά η Γερμανία μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε στη διάθεσή της τον πρώτο λειτουργικό βαλλιστικό πύραυλο στην ιστορία της ανθρωπότητας. O Ντορνμπέργκερ και ο φον Μπράουν υπολόγισαν ότι με τις εγκαταστάσεις που μπορούσε να θέσει στη διάθεσή τους η ηγεσία του Γ' Ράιχ μπορούσαν να παράγουν μέσα σε έναν χρόνο 4.000 A4, απόλυτα λειτουργικούς και έτοιμους να χτυπήσουν τους στόχους που θα επέλεγε η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του Ράιχ. Τα νέα έφθασαν στα αυτιά του Χίτλερ και του Σπέερ το Νοέμβριο του 1942 και ακούστηκαν σαν το πολυαναμενόμενο θαύμα που έψαχνε η ηγεσία του Γ' Ράιχ.
Με τον πόλεμο στο ανατολικό μέτωπο να μην πηγαίνει πλέον τόσο καλά και με τους Αμερικανούς προ των πυλών στη Δύση, οι Γερμανοί είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν για την τύχη του πολέμου. O Σπέερ έσπευσε να θέσει ως επικεφαλής του προγράμματος μαζικής κατασκευής των A4 έναν άνθρωπο που είχε αποδείξει την αξία του στη βιομηχανία κατασκευής τρένων, όπου είχε εφαρμόσει πρωτοποριακές μεθόδους για την αύξηση της παραγωγικότητας, τον Γκέρχαρντ Ντέγκενκολμπ, ο οποίος έπιασε άμεσα δουλειά και υποσχέθηκε ότι σύντομα θα μπορούσε να φθάσει στο ανώτερο σημείο παραγωγής που προβλεπόταν, δηλαδή, τα 900 κομμάτια ανά μήνα.
VERGELTUNGSWAFFE - 2
O Χίτλερ είχε ήδη βαφτίσει τόσο τον A4 όσο και το άλλο ''wunderwaffe'' που παρήγαγε η Γερμανική πυραυλική έρευνα, τον Fi 103. Το όνομα που διάλεξε ήταν το Vergeltungswaffe, που σημαίνει ''όπλο ανταπόδοσης'' και αντίστοιχα τον αριθμό 1 (για την ιπτάμενη βόμβα) και 2 (για τον A4). H σύντμηση V-2 είναι το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στη συνέχεια ο πύραυλος του φον Μπράουν και σύντομα οι Σύμμαχοι και ιδιαίτερα οι Βρετανοί κάτοικοι του Λονδίνου θα ένιωθαν ρίγη και μόνο στα άκουσμα αυτού του ονόματος.
Στις αρχές του 1943, ενώ το πρόγραμμα μαζικής παραγωγής του V-2 βρισκόταν στα πρώτα του στάδια, ο Χίτλερ είχε δει τις τεθωρακισμένες μεραρχίες του να τσακίζονται μπροστά στο Στάλινγκραντ και μία ολόκληρη στρατιά να αιχμαλωτίζεται από τους Σοβιετικούς, ως συνέπεια της δικής του επιμονής στη μη υποχώρηση. Επίσης, οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί είχαν αρχίσει να εντείνονται σε υπερθετικό βαθμό και οι μοίρες των αμερικανικών και βρετανικών βομβαρδιστικών σχημάτιζαν πλέον τεράστια σμήνη που έριχναν φωτιά και θάνατο στις Γερμανικές πόλεις.
Ούτε το Πεενεμούντε είχε γλιτώσει από τη συμμαχική αεροπορία. Μία εντυπωσιακή αρμάδα σχεδόν 600 βομβαρδιστικών έβαλε στόχο την εγκατάσταση του Πεενεμούντε, το οποίο βομβαρδίστηκε τον Αύγουστο του 1943. Αν και οι ζημιές στις εγκαταστάσεις δεν ήταν μεγάλες και οι απώλειες σε επιστημονικό προσωπικό ελάχιστες, ο βομβαρδισμός προκάλεσε μία καθυστέρηση του προγράμματος τουλάχιστον κατά δύο μήνες.
Όχι βεβαίως για να αντικατασταθούν οι 800 περίπου Πολωνοί και Εβραίοι φυλακισμένοι που χρησιμοποιούνταν ως εργάτες στο εργοστάσιο κατασκευής των V-2 και οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της αεροπορικής επιδρομής, αλλά επειδή αφενός ελήφθη απόφαση για μεταφορά υπογείως ολόκληρης της εγκατάστασης παραγωγής του πυραύλου (καθώς και του V-1), αφετέρου διότι ο μοναδικός από τους επιστήμονες του προγράμματος που έχασε τη ζωή του ήταν ο υπεύθυνος για την εξέλιξη του κινητήρα, ο Δρ Βάλτερ Θίελ. Όσον αφορά στο πώς θα χρησιμοποιούνταν επιχειρησιακά οι νέοι πύραυλοι, παρουσιάστηκε μία διχογνωμία μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων της Γερμανικής ηγεσίας.
H ανώτερη διοίκηση του στρατού (Oberkommando des Heeres, OKH) επιθυμούσε να δημιουργήσει και για τους V-2 μία υποδομή ανάλογη με εκείνη που είχε δημιουργήσει η Luftwaffe για τους V-1 της. Τρεις τοποθεσίες στη Γαλλία, το Σαιντ Ομέρ, το Σιρακούρ και το Βιζέρν, επελέγησαν και άρχισαν να διαμορφώνονται σε πεδία εκτόξευσης των V-2, με τεράστιες υπόγειες αποθήκες, σιλό και άλλες απαραίτητες εγκαταστάσεις. Ωστόσο, πλέον οι συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες -χάρη στη δράση της Γαλλικής αντίστασης αλλά και στο σπάσιμο των Γερμανικών κωδίκων- είχαν τον τρόπο τους να μαθαίνουν για κάθε σημαντική εγκατάσταση που έφτιαχναν οι Γερμανοί στη Γαλλία και, φυσικά, έσπευσαν να βομβαρδίσουν μαζικά και τις τρεις.
Αυτομάτως, προκρίθηκε η άποψη του Ντορνμπέργκερ, ο οποίος υποστήριζε εξαρχής ότι ο πύραυλος θα έπρεπε να μεταφέρεται και να εκτοξεύεται από μία κινητή εξέδρα εκτόξευσης. Για να γίνει αυτό, δημιουργήθηκε μία μεγάλη ακολουθία οχημάτων (που έφθανε συνολικά τα 30 οχήματα) που συνόδευαν το Meilerwagen, το ειδικά διαμορφωμένο φορτηγό που έφερε τον πύραυλο και την εξέδρα εκτόξευσης. Οι ομάδες εκτόξευσης των Γερμανικών πυραύλων αποτελούσαν ένα εντυπωσιακό σύνολο οχημάτων και ανθρώπων, που εργάζονταν πυρετωδώς για να στήσουν όρθιο τον ογκώδη πύραυλο πάνω στην ειδικά διαμορφωμένη και με ανακλαστική επιφάνεια εξέδρα εκτόξευσης.
Έπρεπε να τον προετοιμάσουν τροφοδοτώντας τον με καύσιμο, να κάνουν όλες τις τελικές δοκιμές και στη συνέχεια να τον εκτοξεύσουν προς το στόχο του. Σε σχέση με τον V-1, o V-2 ήταν σαφώς πιο περίπλοκος όσον αφορά στην κατασκευή και ιδιαίτερα στην εκτόξευσή του. Ωστόσο, ήταν πολύ πιο ακριβής και καταστρεπτικός. Ακόμη και στην πρωτόλεια μορφή του είχε τη δυνατότητα μεταφοράς μίας κεφαλής εκρηκτικής γόμωσης βάρους περίπου ενός τόνου (συνήθως 975 κιλά) σε μία απόσταση 330 χιλιομέτρων. Επρόκειτο για μία σαφή βελτίωση των 800 κιλών σε απόσταση 240 χιλιομέτρων του V-1.
Ωστόσο το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του V-2 ήταν ότι, καθώς ήταν βαλλιστικός πύραυλος που ταξίδευε σε μία παραβολική τροχιά και με ταχύτητες από 2 έως 5 Μαχ, ήταν αδύνατο να αναχαιτιστεί με συμβατικά μέσα, αντίθετα με τον V-1, ο οποίος έπεφτε συχνά θύμα των αντιαεροπορικών πυρών. Με την τεράστια ποσότητα καυσίμων που κατανάλωνε - περίπου 5 τόνους υγρό οξυγόνο και 3.8 τόνους υγρή μεθανόλη - ο πύραυλος έφθανε στο στόχο του σε μόλις 3,5 λεπτά από την εκτόξευσή του. Επρόκειτο για μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατασκευή, ένας πύραυλος ύψους 14 μέτρων, διαμέτρου 1,7 μέτρων, βάρους κατά την απογείωση σχεδόν δεκατριών τόνων, βαμμένος συνήθως άσπρος-μαύρος, κίτρινος- μαύρος, χακί ή γκρίζος.
O V-2 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
To πρόγραμμα του V-2 αντιμετώπισε τελικώς πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτό του V-1 και το βασικότερο εξ αυτών ήταν ότι ο πύραυλος αυτός ήταν αρχικά κατασκευασμένος με εντελώς παραδοσιακές μεθόδους και η συναρμολόγησή του απαιτούσε εξειδικευμένα εργατικά χέρια, αντίθετα με τον V-1 που ήταν μία πολύ απλούστερη κατασκευή και μπορούσε να συναρμολογηθεί από ανειδίκευτους εργάτες. Ωστόσο, στη διάθεση των γερμανικών αρχών υπήρχαν μόνο εντελώς ανειδίκευτοι εργάτες, αιχμάλωτοι πολέμου και τρόφιμοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και μάλιστα καθόλου πρόθυμοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο πύραυλοι V σκότωσαν λιγότερους από 25.000 ανθρώπους κατά τις επιθέσεις όπου χρησιμοποιήθηκαν, ωστόσο τουλάχιστον οι διπλάσιοι -ίσως και πολύ περισσότεροι, σύμφωνα με κάποιες πηγές- πέθαναν προσπαθώντας να κατασκευάσουν αυτά τα όπλα στα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, συχνότατα μέχρι τελικής πτώσεως. Από τη στιγμή που ο V-2 είχε δοκιμαστεί επιτυχημένα αρκετές φορές και ήταν επαρκής για τα σχέδια της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, τα SS ανέλαβαν εξ ολοκλήρου την παραγωγή και διάθεσή του και κάθε παραπέρα προσπάθεια εξέλιξής του τέθηκε στο περιθώριο.
Το ζητούμενο ήταν να γίνει εφικτή η μαζική παραγωγή του σε αριθμούς ικανούς να αλλάξουν την τύχη του πολέμου, όχι να βελτιωθεί παραπέρα. O φον Μπράουν, παρότι αξιωματικός των SS και ο ίδιος, τέθηκε διακριτικά στο περιθώριο όσον αφορά στην εξέλιξη του A4 - V-2, αν και φυσικά συνέχισε να εργάζεται πάνω στο πυραυλικό πρόγραμμα του Γ' Ράιχ και σε πιο φιλόδοξους στόχους για τους οποίους θα μιλήσουμε στη συνέχεια. O έλεγχος των SS επί των πυραύλων V έγινε απόλυτος, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα κατά του Χίτλερ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται και ο υπεύθυνος για τα οπλικά συστήματα του στρατού, στρατηγός Φρίντριχ Φρομ, ο οποίος ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή ο ανώτερος επικεφαλής του προγράμματος του V-2.
O έλεγχος των SS έγινε φανερός όταν ο φον Μπράουν συνελήφθη μαζί με δύο ακόμη επιστήμονες του προγράμματος, τους Ρίντλ και Γκότρουπ, κατ’ εντολή του ισχυρού άνδρα της οργάνωσης, του Χάινριχ Χίμλερ, στις 15 Μαρτίου του 1944. Οι τρεις άνδρες αφέθηκαν ελεύθεροι κατόπιν της επίμονης προσπάθειας του Αλμπερτ Σπέερ, που έπεισε τον Χίτλερ ότι συνεχίζουν να είναι πολύτιμοι για την πολεμική προσπάθεια. Στη συνέχεια, η ανάθεση της διοίκησης του προγράμματος στον αξιωματικό των SS, Κάμλερ, παρά τις διαμαρτυρίες του Σπέερ και, φυσικά, του Ντορνμπέργκερ και του φον Μπράουν, επισημοποίησε τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσε πλέον η οργάνωση του Χίμλερ.
Οργανωτικά και επιχειρησιακά, οι V-2 εντάχθηκαν σε πυροβολαρχίες του Γερμανικού στρατού αλλά και των SS. Συγκεκριμένα, πυραύλους διέθεταν οι πυροβολαρχίες 191 Μηχανοκίνητη, 444, 485 και 836 της Wehrmacht, καθώς και η SS-Werfer Batterie 500. H παραγωγή των V-2 γινόταν κυρίως στις εγκαταστάσεις του Νορντχάουζεν, όπου επίσης κατασκευάζονταν άλλα προηγμένα οπλικά συστήματα του Γ' Ράιχ. Οι εγκαταστάσεις αυτές στεγάζονταν σε ένα κολοσσιαίο υπόγειο τούνελ, μήκους περίπου 32 χιλιομέτρων. Για τη δημιουργία του τούνελ εργάστηκαν μέχρι θανάτου περισσότεροι από 40.000 έγκλειστοι του κοντινού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ.
Αν και το πρώτο δίμηνο μόλις 140 V-2 βγήκαν από τη γραμμή παραγωγής, τον Απρίλιο του 1944 φτιάχτηκαν 300 πύραυλοι και έως τον Αύγουστο η μηνιαία παραγωγή είχε ανέβει στους 600 το μήνα. Συνολικά, περίπου 6.000 V-2 εγκατέλειψαν τις γραμμές παραγωγής του Γ' Ράιχ για να τεθούν στη διάθεση των Γερμανικών πυροβολαρχιών που είχαν εξοπλιστεί με τους πυραύλους του φον Μπράουν, ωστόσο κάποιες πηγές υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των V-2 που κατασκευάστηκαν ξεπέρασε τους 10.000.
Πάντως, ενάντια στην Αγγλία χρησιμοποιήθηκαν μόλις 1.120, εκ των οποίων οι 1.054 πέτυχαν τους στόχους τους, οι μισοί εξ αυτών στο Λονδίνο, όπου σκότωσαν περί τους 2.700 ανθρώπους και τραυμάτισαν 6.532, ενώ προκάλεσαν τεράστιες υλικές ζημιές. H επίδραση του V-2 στο ηθικό των Βρετανών ήταν ακόμη μεγαλύτερη απ’ ό,τι του V-1, όχι εξαιτίας της μεγαλύτερης ισχύος του, αλλά επειδή δεν υπήρχε καμία άμυνα ενάντια σε έναν βαλλιστικό πύραυλο. Από τη στιγμή που ακουγόταν ο ανατριχιαστικός ήχος του πυραύλου που επανερχόταν πυρωμένος στην ατμόσφαιρα σε ταχύτητα άνω των 2 Μαχ, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι έντρομοι Βρετανοί ήταν να βρουν κάλυψη και να προσεύχονται να μην πέσει κοντά τους.
Βεβαίως, ο αριθμός των πυραύλων που χρησιμοποιήθηκε ενάντια στη Βρετανία δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να προκαλέσει σοβαρό προβληματισμό ή άλλες επιπτώσεις πέραν αυτής στο ηθικό των κατοίκων. Πέραν των πυραύλων που έπεσαν στην Αγγλία, ο V-2 χρησιμοποιήθηκε ακόμη περισσότερο ενάντια σε στόχους στην ηπειρωτική Ευρώπη. H Αντβερπ, η Λιέγη, οι Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο, ακόμη και το Παρίσι, δέχθηκαν έναν μεγάλο αριθμό πυραύλων, περίπου 1.675 από τις πυροβολαρχίες της Νότιας Ομάδας μόνο. H Αντβερπ δέχτηκε τη μερίδα του λέοντος και από τους V-2, όπως άλλωστε συνέβη και με τους V-1. 1.341 πύραυλοι εκτοξεύτηκαν ενάντια σε στόχους στην πόλη του Βελγίου.
TA ΦΙΛΟΔΟΞΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ TO ΜΕΛΛΟΝ
Πριν ακόμη ο πρώτος A4 πετάξει επιτυχημένα, η ομάδα του φον Μπράουν είχε ξεκινήσει να δουλεύει πάνω σε εναλλακτικά σχέδια. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν οι πρώτοι πύραυλοι που εκτοξεύονταν από υποβρύχιο. Για την ακρίβεια, το σχέδιο Test-Stand XII είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός στεγανού διαμερίσματος που θα προσαρμοζόταν πίσω από ένα υποβρύχιο και το οποίο θα περιείχε έναν πύραυλο V-2 έτοιμο για εκτόξευση, τον οποίο θα εξαπέλυε ενάντια στο στόχο του εν πλω. Οι πρώτες δοκιμές ενός τέτοιου συστήματος ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς και οι άνθρωποι των SS άρχισαν να ονειρεύονται τη μέρα που μία ''αγέλη'' υποβρυχίων εξοπλισμένων με V-2 θα προσέγγιζε τις αμερικανικές ακτές και θα ''έβρεχε φωτιά'' πάνω στη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο, οι πρακτικές δυσκολίες που οδήγησαν στην ακύρωση του σχεδίου ήταν ανυπέρβλητες. Ο πύραυλος θα έπρεπε να είναι έτοιμος για εκτόξευση, δηλαδή, γεμάτος με -ιδιαίτερα εύφλεκτα και ευαίσθητα- καύσιμα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και οι αναταράξεις στον Ατλαντικό καθιστούσαν ανεδαφική μία τέτοια προοπτική. Εθεωρείτο σίγουρο ότι σε περίπτωση έντονης θαλασσοταραχής, οι πύραυλοι θα τινάζονταν στον αέρα μαζί με τα υποβρύχια που τους μετέφεραν.
Ωστόσο, η μεταφορά του πολέμου στη χώρα του βασικού, μετά την Ε.Σ.Σ.Δ, αντιπάλου της Γερμανίας, τις Η.Π.Α, βρισκόταν στο μυαλό των Γερμανών ιθυνόντων, ακόμη και του ίδιου του φον Μπράουν, ο οποίος είχε ξεκινήσει ήδη από το 1943 να προετοιμάζει το διάδοχο του A4, ή για την ακρίβεια, πολλούς διαδόχους του A4. H πρώτη προσπάθεια ήταν μία νέα έκδοση του A4 με πρόσθετα φτερά, που θα του εξασφάλιζαν θεωρητικά μεγαλύτερη ακτίνα δράσης στα 435 χιλιόμετρα, αφού στα τελευταία στάδια της πτήσης του ο πύραυλος -με την κωδική ονομασία A4b- θα γλιστρούσε στον αέρα.
Οι υπολογισμοί αποδείχθηκαν λάθος, αφού τα φτερά ναι μεν επέτρεπαν στον πύραυλο να πλανάρει κατά τη φάση καθόδου, ωστόσο προσέθεταν στην αεροδυναμική αντίστασή του και επί της ουσίας κατέστρεφαν τη σταθερότητά του. Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια των δύο δοκιμών στις οποίες τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Το επόμενο σχέδιο ήταν ο A6, που ήταν ένας A4 με εντελώς διαφορετικό καύσιμο, που θα είχε 20% περισσότερη ώση και ως εκ τούτου μεγαλύτερη ακτίνα δράσης. Το ζητούμενο της αύξησης του δραστικού βεληνεκούς ήταν παρόν και στη σχεδίαση του A7, που ήταν μία έκδοση του A5 με φτερά και ουσιαστικά ήταν απλώς η πλατφόρμα ανάπτυξης για την επόμενη γενιά των A9.
Μεσολαβούσε η γενιά των A8, που δεν ήταν παρά μία διαφοροποίηση του A4, ενώ το A9 ήταν ένας επανασχεδιασμός του A4. Και εδώ υπήρχαν φτερά, αλλά αυτά ξεκινούσαν από τον κώνο του πυραύλου και συνέχιζαν σε μία ομαλή καμπύλη μέχρι το πίσω μέρος του πυραύλου. Με τον τρόπο αυτό, είχε υπολογιστεί ότι θα προσέθεταν σημαντικά στα πτητικά χαρακτηριστικά του πυραύλου, ανεβάζοντας την ακτίνα δράσης στα 600 χιλιόμετρα, δίχως να δρουν αποσταθεροποιητικά όπως στην περίπτωση του A4b. Ωστόσο, το πραγματικά μεγαλεπήβολο σχέδιο του φον Μπράουν ήταν ο A10.
Τα πρώτα σχέδια για τον πρώτο διηπειρωτικό (ICBM) πύραυλο της ιστορίας ήταν έτοιμα ήδη από το 1941 και προβλεπόταν ότι θα ήταν ένας πύραυλος δύο σταδίων, δηλαδή, δύο πύραυλοι ο ένας πάνω στον άλλο. Στην πραγματικότητα, ο πύραυλος που θα έφθανε στο στόχο ήταν μία τροποποιημένη έκδοση του A9. Τα χαρακτηριστικά του νέου πυραύλου, τουλάχιστον στα χαρτιά, ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά: μήκος 26 μέτρα, διάμετρος 4,2 μέτρα, βάρος κατά την εκτόξευση 94 τόνοι και μέγιστη ώση των μηχανών του 200 τόνοι. Συγκρινόμενος μαζί του, ο V-2 ήταν ένας νάνος από κάθε άποψη και αυτό είναι λογικό, καθώς η ηγεσία του προγράμματος σχεδίασε τον A10 / A9 ως την ''Amerika Rokete'', δηλαδή, τον πύραυλο που θα έφθανε στην Αμερική.
Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, ο A10 / A9 ουδέποτε προχώρησε πέραν του σχεδιαστηρίου, ωστόσο αυτή μοιάζει μάλλον απατηλή. Στην πραγματικότητα, μέσα στο 1944 και πριν από την απόβαση των Συμμάχων στη Γαλλία, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να φτιάχνουν νέες εγκαταστάσεις στη Δυτική Γαλλία, σε σημείο όπου η θεωρητική ακτίνα δράσης των A10 / A9 θα τους επέτρεπε να στοχεύσουν στις μεγάλες πόλεις της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α.
Οι εγκαταστάσεις αυτές διέθεταν σιλό και εξοπλισμό ικανά να χειριστούν πυραύλους με το διπλάσιο και πλέον μέγεθος του A4 - V-2 και την εποχή εκείνη θεωρείται μάλλον απίθανο -όταν η Γερμανία έδινε αγώνα με το χρόνο προσπαθώντας να κερδίσει το πλεονέκτημα πριν οι Σύμμαχοι εισβάλουν στην Ευρώπη- να δημιουργεί τεράστιες και πανάκριβες εγκαταστάσεις για πυραύλους που βρίσκονταν ακόμη στη φάση του σχεδιασμού. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι ο διηπειρωτικός πύραυλος της Γερμανίας δεν ήταν απλώς σχέδιο, αλλά είχε ξεκινήσει να δοκιμάζεται στην πράξη.
H απόκρυψη ενός τέτοιου όπλου από την Αμερικανική κοινή γνώμη, που θα πανικοβαλλόταν αν καταλάβαινε ότι οι Η.Π.Α δεν ήταν ασφαλείς στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, είναι απολύτως λογική, όπως και ότι η ύπαρξή του είναι δυνατό να κρατήθηκε μυστική για διαφορετικούς λόγους τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο φον Μπράουν και το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του είχαν ήδη προσληφθεί από τις Η.Π.Α για να δημιουργήσουν το δικό της πυραυλικό πρόγραμμα.
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ V-2
Αναφερθήκαμε παραπάνω στα σχέδια που υπήρχαν ως προς την ανάπτυξη του V-2 και τη δημιουργία εγκαταστάσεων ικανών να τον φιλοξενήσουν. Αν και τελικώς προτιμήθηκε η λύση της εκτόξευσης κατά κύριο λόγο από κινητές μονάδες - πυροβολαρχίες, αρχικά οι Γερμανοί σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν μεγάλες εγκαταστάσεις που θα προσέφεραν εκτός από εξέδρες εκτόξευσης και πολλές ακόμη ευκολίες. Ωστόσο, παρότι οι κινητές πυροβολαρχίες ανέλαβαν το έργο της εκτόξευσης, υπήρχαν κι άλλες ανάγκες για τους V-2. Αντίθετα με τους ιδιαίτερα απλούς V-1, οι V-2 είχαν ανάγκη από ένα εξαιρετικά περίπλοκο δίκτυο υποστήριξης και αποθήκευσης, καθώς και επιτόπιας συντήρησης.
Εξάλλου, οι V-2 θεωρούνταν από την ηγεσία του Γ' Ράιχ μόνο το πρώτο στάδιο στην εξέλιξη των βαλλιστικών πυραύλων. Οι δοκιμές για τον πύραυλο που θα ήταν σε θέση να βομβαρδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο και οι Γερμανοί, προνοητικοί καθώς ήταν, ήθελαν να δημιουργήσουν εγκαταστάσεις που θα ήταν δυνατό να χειριστούν και πυραύλους τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερους από τον V-2. Με τη δεδομένη ''αδυναμία'' της ηγεσίας του Γ' Ράιχ για τις γιγάντιες και μνημειώδεις κατασκευές, δεν είναι παράξενο που οι εγκαταστάσεις των V-2 που δημιουργήθηκαν ή ξεκίνησαν να κατασκευάζονται ήταν πραγματικά τεράστιες.
Οι εγκαταστάσεις που βρίσκονταν στο σχεδιασμό των Γερμανικών αρχών για χρήση με τους V-2, ήταν οι εξής:
- Δύο εκτενή καταφύγια στο Πα ντε Καλαί, στο Βατέν και στο Βιζέρν και δύο ακόμη στη χερσόνησο του Χερβούργου, στο Σοτεβά και στο Μπρεκούρ. Αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν τεράστιας κλίμακας, υπόγειες στο μεγαλύτερο μέρος τους, και διέθεταν εκτατεμένους χώρους αποθήκευσης, μεταφοράς και συντήρησης των πυραύλων, καθώς και πολλαπλές εξέδρες εκτόξευσης.
- Συνολικά, 45 προετοιμασμένες θέσεις εκτόξευσης για τις κινητές πυροβολαρχίες που είχαν αναλάβει το έργο αυτό. Οι 39 από τις θέσεις βρίσκονταν μεταξύ του Καλαί και του Σομ, οι τέσσερις μεταξύ Σέιν και Χερβούργο, ενώ δύο ακόμη βρίσκονταν στη χερσόνησο του Χερβούργου. Βασικά, οι θέσεις αυτές περιελάμβαναν απλώς μία μεγάλη επιφάνεια στρωμένη με τσιμέντο και διάφορες δευτερεύουσες μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις που προσέφεραν την αναγκαία υποδομή και τις απαραίτητες ευκολίες στις πυροβολαρχίες των V-2.
- Μία σειρά από αποθήκες, που περιελάμβαναν επτά κύριους αποθηκευτικούς χώρους, όπου τοποθετούνταν οι V-2 μετά τη μεταφορά τους από τη Γερμανία, τέσσερις χώρους αποθήκευσης κοντά στα βασικά σημεία εκτόξευσης, καθώς και ακόμη έξι προσωρινές αποθήκες, όπου οι πύραυλοι έμεναν για λίγες ώρες ή μέρες, καθ’ οδόν προς τους χώρους μόνιμης αποθήκευσης ή εκτόξευσης.
- Για την εξυπηρέτηση της τροφοδοσίας των πυραύλων με τα καύσιμά τους, δηλαδή, υγρό οξυγόνο και αλκοόλη, κατασκευάστηκαν μία σειρά από εγκαταστάσεις. Οι κυριότερες εξ αυτών ήταν δύο μεγάλες δεξαμενές αποθήκευσης υγρού οξυγόνου, η μία στο Ρινξέν του Καλαί και η άλλη στο Σεν Μάρκ ντ’Ουιλί στη Νορμανδία, καθώς και μία για αποθήκη αλκοόλης στο Τουρκουάνγκ στο Καλαί.
Οι εγκαταστάσεις αυτές σχεδιάστηκαν ως ένα περίπλοκο δίκτυο, το οποίο θα είχε μεγάλο βαθμό αυτονομίας και θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το μεγάλο αριθμό εκτοξεύσεων V-2 που οραματίζονταν οι Γερμανοί ιθύνοντες. Στην κατασκευή τους είχε αναμειχθεί, εκτός των άλλων, και ο Οργανισμός Τοντ και οι Γερμανοί ξεκίνησαν να τις σχεδιάζουν σε μία εποχή που η Luftwaffe διέθετε την αεροπορική υπεροχή πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ωστόσο, τον καιρό που ξεκίνησε η κατασκευή τους, στις αρχές του 1943, αυτή η υπεροχή είχε πλέον εξανεμιστεί, χάρη κυρίως στη συμβολή της Αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας που μαζί με τη RAF αποτελούσαν έναν αντίπαλο που δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί από τους Γερμανούς αεροπόρους.
Φυσικά, έπαιξε ρόλο και η διάθεση τεράστιων πόρων και στον τομέα της αεροπορίας στο ανατολικό μέτωπο την ίδια περίοδο. Με αυτά τα δεδομένα, οι Γερμανοί δοκίμασαν μία ιδιαίτερα δυσάρεστη έκπληξη τον Αύγουστο του 1943, όταν οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν για πρώτη φορά το Πεενεμούντε, το κέντρο έρευνας, ανάπτυξης και συναρμολόγησης των V-2, και δύο βδομάδες μετά, την πλέον φιλόδοξη από τις νέες υπόγειες εγκαταστάσεις, το Βατέν. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Για τους επόμενους 10 μήνες, τα συμμαχικά βομβαρδιστικά, εξοπλισμένα με βόμβες που μπορούσαν να διαπεράσουν μεγάλο πάχος τσιμέντου ή πέτρας και να εκραγούν, όχι κατά την πρόσκρουση, αλλά μετά την ολοκλήρωση της διείσδυσης, βομβάρδιζαν ανελέητα όλες τις εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας που δημιουργούσαν οι Γερμανοί στη Γαλλία. Παρότι τα κύρια κτήρια δεν υπέστησαν σημαντικές ζημιές, οι εγκαταστάσεις δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν, γιατί οι βομβαρδισμοί είχαν διαλύσει το σύνολο της απαραίτητης υποδομής και όλα τα βοηθητικά κτήρια.
Και σε αυτή την περίπτωση, τα SS και ο στρατηγός Κάμλερ αναμείχθηκαν ενεργά από τα μέσα του 1943 στη διαχείριση των εγκαταστάσεων των V-2. Καθώς η αδυναμία προφύλαξης και απόκρυψης των μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεων ήταν πλέον δεδομένες, επιλέχθηκε η πλήρης αποκέντρωση της υποδομής που θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά, διαχείριση και εκτόξευση των V-2. H νέα οργάνωση περιλάμβανε μία σειρά από προστατευμένες θέσεις που είχαν συγκεκριμένους ρόλους (αποθήκευση πυραύλων, έδρα των πυροβολαρχιών, προετοιμασμένη θέση εκτόξευσης, αποθήκευση καυσίμων κλπ.).
Με τον τρόπο αυτό, αλλά και με την κινητικότητα των πυροβολαρχιών όπως είχαν πλέον οργανωθεί, εξασφαλιζόταν ότι κανένα χτύπημα της συμμαχικής αεροπορίας δεν θα ήταν μοιραίο για την ανάπτυξη των V-2 και κανένα μεμονωμένο χτύπημα δεν θα είχε τη δυνατότητα να αχρηστεύσει τη σχετική Γερμανική υποδομή. Ακόμη και οι ελάχιστες εγκαταστάσεις που είχαν σχεδιαστεί ως πλήρη κέντρα διαχείρισης και εκτόξευσης V- 2, μετατράπηκαν υπό το φως των νέων ρυθμίσεων και υπό την απειλή των βομβαρδισμών σε εγκαταστάσεις φιλοξενίας και εξυπηρέτησης των κινητών πυροβολαρχιών εκτόξευσης.
Αυτές οι πυροβολαρχίες ήταν στο σύνολό τους μηχανοκίνητες, διαθέτοντας οχήματα για τη διαχείριση και μεταφορά των πυραύλων, των κεφαλών και των καυσίμων τους, καθώς και του προσωπικού που ήταν απαραίτητο για να λειτουργήσει η πυροβολαρχία. Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι από τις κύριες εγκαταστάσεις που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν οι Γερμανοί για τους V-2, μόνο δύο παρέμειναν άθικτες από τις βόμβες των Συμμάχων πριν αναγκαστούν οι Γερμανοί να αποχωρήσουν από τη Γαλλία.
Μία ενδιαφέρουσα παράμετρος του προγράμματος δημιουργίας εγκαταστάσεων για τους βαλλιστικούς πυραύλους του Γ' Ράιχ ήταν η δημιουργία κέντρων ικανών να διαχειριστούν τους κολοσσιαίους A9 / A10, τους πρώτους διηπειρωτικούς πυραύλους που θα χρησιμοποιούνταν ενάντια στις πυκνοκατοικημένες πόλεις της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α. O A9 / A10 βεβαίως ουδέποτε κατέστη επιχειρησιακός, ωστόσο οι Γερμανοί είχαν ξεκινήσει να δημιουργούν την αναγκαία υποδομή για τη χρησιμοποίησή του. Οπως είδαμε ήδη, η αρχική πρόθεση ήταν να φτιάξουν τις κεντρικές εγκαταστάσεις για τους V-2, με τρόπο ώστε να εξυπηρετούν πολύ μεγαλύτερους πυραύλους.
Ωστόσο οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί κατέστησαν αυτές τις εγκαταστάσεις μη λειτουργικές. Για το λόγο αυτό, οι Γερμανοί προχώρησαν στη διαμόρφωση δύο άλλων εγκαταστάσεων, που δεν είχαν εντοπιστεί αρχικά από τους Συμμάχους, στο Οτ Μενσίλ νότια της Καν και στο Λα Μοφ, αμφότερες στη Νορμανδία, για να φιλοξενήσουν τους γιγάντιους πυραύλους. Βεβαίως, το τέλος του πολέμου βρήκε αυτό τον πύραυλο να μην έχει δοκιμαστεί επαρκώς ώστε να χρησιμοποιηθεί στην πράξη ενάντια στους Αμερικανούς και τις εγκαταστάσεις να πέφτουν στα χέρια των Συμμάχων.
ΒΙΝΤΕΟ
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
https://www.youtube.com/watch?v=FoS3u__jItk
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΠΛΑ TOY Γ' ΡΑΪΧ (ΜΕΡΟΣ Β')
H πτήση με αεριώθηση δεν ήταν κάτι καινούργιο το 1939, όταν ξεκίνησε ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, η Γερμανία ήταν η μοναδική χώρα που για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου είχε στη διάθεσή της αεριωθούμενα μαχητικά, τα οποία όμως δεν στάθηκαν αρκετά για να της δώσουν την υπεροχή στον αέρα. Μία από τις πλέον εντυπωσιακές παραμέτρους του Γερμανικού εξοπλιστικού προγράμματος που εγκαινίασε ο Αδόλφος Χίτλερ αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ήταν η έρευνα για νέα όπλα τα οποία θα ανέτρεπαν τη συμβατική ισορροπία των δυνάμεων. H αγαπημένη του πολεμική αεροπορία, η Luftwaffe, ήταν πάντα στην πρωτοπορία των εξελίξεων, εν μέρει και επειδή ο ίδιος φρόντιζε πάντα να διαθέτει στον αεροπορικό κλάδο τα περισσότερα κονδύλια...
Με την αυξημένη διαθεσιμότητα κονδυλίων, οι επιστήμονες που εργάζονταν για λογαριασμό της Luftwaffe, κυρίως στις εταιρείες που συνεργάζονταν με τη Γερμανική πολεμική αεροπορία, είχαν την άνεση να προχωρήσουν στην εφαρμογή των πρωτοποριακών λύσεων που έβγαιναν από τα ιδιαίτερα δραστήρια εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης. H δεδομένη υστέρηση της Γερμανίας σε πόρους και μέσα σε σχέση με τους αντιπάλους της είχε ως αποτέλεσμα οι Γερμανοί να προσπαθήσουν σε πολλούς κλάδους οπλικών συστημάτων να ανατρέψουν την ισορροπία προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας την ανώτερη ποιότητα και την τεχνολογική υπεροχή.
Αυτό συνέβη στον τομέα των αρμάτων μάχης, όπου οι Γερμανοί παρουσίασαν τα τρία καλύτερα, ίσως, άρματα του πολέμου, αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την τεράστια αριθμητική υπεροχή των T-34 στο ανατολικό μέτωπο και των Αμερικανικών αρμάτων στο δυτικό. Παρόμοια ήταν η πορεία των ερευνών και για τα μαχητικά αεροσκάφη. H Luftwaffe και το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας, το Reichsluftfahrtministerium (RLM), είχαν δώσει την έγκρισή τους για πλείστα όσα προγράμματα προχωρημένης αεροναυπηγικής.
Καρπός των οποίων ήταν -μεταξύ άλλων- τα πρώτα λειτουργικά αεριωθούμενα μαχητικά μαζικής παραγωγής, αεροσκάφη που έφεραν μία πραγματική επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις στον αέρα. Ωστόσο, ούτε αυτά τα wunderwaffen κατόρθωσαν να ανατρέψουν την υπεροχή των Συμμάχων.
OI ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ
Όπως συνέβη και στον τομέα της πυραυλοκίνησης, η αεριώθηση αναπτύχθηκε πρώτα στη Γερμανία. Στην ταραγμένη εποχή του μεσοπολέμου, ένας από τους πρωτοπόρους του αέρα, ο Φριτζ Στάμμερ, κατόρθωσε το 1928 να κάνει την πρώτη πτήση με αεριωθούμενο αεροσκάφος. Επρόκειτο για ένα είδος αεριωθούμενου ανεμοπλάνου και η επιτυχημένη δοκιμή έδειχνε το δρόμο για το μέλλον. Οι δοκιμές για αεροσκάφη που κινούνταν με αεριώθηση και πυραυλοκίνηση ήταν αρκετά δημοφιλείς στη Γερμανία εκείνον τον καιρό και διάσημοι ερευνητές και βιομήχανοι, όπως ο Φριτζ Οπελ, είχαν αναμειχθεί στην έρευνα και ανάπτυξη παρόμοιων κινητήρων και σκαφών.
Οι έρευνες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της 4ης δεκαετίας του 20ού αιώνα, καθώς η Γερμανία ξεκινούσε μία κολοσσιαία προσπάθεια επανεξοπλισμού. O ενθουσιασμός με τον οποίο ο Αδόλφος Χίτλερ ενστερνιζόταν κάθε προσπάθεια για ''εξωτικά'' οπλικά συστήματα, τα οποία όχι μόνο θα καταδείκνυαν ''την υπεροχή των Αρείων επιστημόνων'', αλλά θα έδιναν την αποφασιστική υπεροχή στη Γερμανία σε κρίσιμους τομείς, ευνοούσε αυτά τα πειράματα. Το 1937 η προσπάθεια ανάπτυξης ενός μαχητικού που θα χρησιμοποιούσε τις εξεζητημένες, για την εποχή, μεθόδους κίνησης με αεριώθηση ή με πυραυλοκίνηση, βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σημείο.
Πρωτοπόροι στην προσπάθεια αυτή ήταν τα σχεδιαστικά γραφεία Heinkel και Messerschmitt. To γραφείο του Ερνστ Χάινκελ (Ernst Heinkel), με τους χαρισματικούς σχεδιαστές Σίγκφριντ και Βάλτερ Γκούντερ (ήταν δίδυμα αδέλφια) είχε δημιουργήσει δύο ενδιαφέροντα πρωτότυπα, το He 176 και το He 178. O Χάινκελ είχε δημιουργήσει μία μεγάλη περιουσία με τη σχεδίαση εμβολοφόρων αεροσκαφών, μεταξύ των οποίων ήταν και το καλύτερο βομβαρδιστικό του μεσοπολέμου, το He 111, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι ο εμβολοφόρος κινητήρας βρισκόταν κοντά στα όριά του και ότι το μέλλον ανήκε στην αεριώθηση (Jet) και στους πυραυλοκινητήρες.
Αν και είχε αποδειχθεί ότι οι πυραυλοκινητήρες ήταν απλούστεροι, ευκολότερο να κατασκευαστούν μαζικά και πιο εύκολοι στη χρήση και στη συντήρηση, οι περιορισμοί της πυραυλοκίνησης έγιναν γρήγορα αντιπληπτοί από τους ερευνητές, που στράφηκαν στην αεριώθηση για να ξεπεράσουν αυτά τα προβλήματα και να δημιουργήσουν πλήρως λειτουργικά αεροσκάφη. Ένας χαρισματικός μηχανικός που εργαζόταν για τον Χάινκελ, ο Γιοακίμ Πάμπστ φον Οχάϊν και ο βοηθός του, Μαξ Χαν, ήταν εκείνοι που είχαν τις πρώτες επιτυχίες με τον κινητήρα αεριώθησης.
O πρώτος απολύτως λειτουργικός κινητήρας που ήταν αποτέλεσμα των ερευνών των δύο μηχανικών, ο HeS 3, δημιουργήθηκε το 1938 και αξιοποιήθηκε στο πρώτο πρωτότυπο αεριωθούμενο μαχητικό, το He 178. Αυτό ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος της ιστορίας που έκανε μία επιτυχημένη πτήση, την 27η Αυγούστου του 1939. Το αεροσκάφος αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, τα οποία καθυστέρησαν την επίσημη παρουσίασή του στους εκπρoσώπους του RLM έως την 1η Νοεμβρίου. Ωστόσο, η παρουσίαση αυτή δεν έφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο Χάινκελ, αφού οι υπεύθυνοι του υπουργείου έμειναν παγερά αδιάφοροι μπροστά στην επαναστατική πρόταση του αεριωθούμενου αεροσκάφους.
Ενδεχομένως, αυτό οφειλόταν σε ζητήματα ''εσωτερικών ισορροπιών'' μεταξύ των διαφόρων κατασκευαστών και σχεδιαστικών γραφείων αεροσκαφών, ωστόσο όποια και να ήταν η αιτία, το Γ' Ράιχ έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει ένα πλήρως λειτουργικό αεριωθούμενο πολύ νωρίτερα, εφόσον συνεχιζόταν η εξέλιξη του He 178, το οποίο τελικώς εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, την ίδια ώρα είχε ξεκινήσει η εξέλιξη δύο νέων κινητήρων τζετ, ο ένας από τον Οχαϊν και ο άλλος από το νέο ''απόκτημα'' του Χάινκελ, τον εξαίρετο μηχανικό Μαξ Μούλερ. Οι δύο μηχανές που ανέπτυξαν, η 109-001 και η 109-006, ήταν εκείνες που θα έδιναν κίνηση στο νέο πρωτότυπο της Heinkel, το He 280.
H δοκιμή του αεροσκάφους πραγματοποιήθηκε μετά από εντατικές προσπάθειες εξέλιξης στις 2 Απριλίου του 1941, ενώ τρεις μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε άλλη μία δοκιμή μπροστά σε ανώτερους αξιωματούχους της Luftwaffe και του RLM, η οποία ήταν απόλυτα επιτυχημένη. H ηγεσία του Γ' Ράιχ παρείχε αμέσως γενναία χρηματοδότηση στην Heinkel, με αποτέλεσμα να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της και να αφιερώσει ακόμη περισσότερους πόρους στην ανάπτυξη αεριωθούμενων αεροσκαφών.
Το He 280 φαινόταν ότι θα γίνει το πρώτο επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο αεριωθούμενο μαχητικό του Γ' Ράιχ και το πρώτο που θα εντασσόταν σε πρόγραμμα μαζικής παραγωγής, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έμελλε να συμβεί. Αντ’ αυτού, επελέγη το σχέδιο του ανταγωνιστικού γραφείου της Messerschmitt, υπό το κωδικό όνομα Me 262.
TO ΧΕΛΙΔΟΝΙ TOY ΘΑΝΑΤΟΥ Me 262
Το RLM ήδη από το 1938 είχε ξεκινήσει σε συνεργασία με τον οίκο Messerschmitt το σχεδιασμό ενός αεριωθούμενου αεροσκάφους. Στο σχέδιο εργάζονταν οι μηχανικοί Χανς Μάουχ και Χέλμουτ Σλεπ, καθώς και ο σχεδιαστής Χανς Αντς. Μετά από αρκετές υπαναχωρήσεις και προβλήματα, η τελική εντολή του υπουργείου προς τη Messerschmitt ήταν δραματικά σαφής: να δημιουργήσει ένα αεριωθούμενο αεροσκάφος, το οποίο να μπορεί να διατηρεί για μία ώρα ανώτερη επιχειρησιακή ταχύτητα 850 χλμ./ώρα.
Σε μία εποχή που τα ταχύτερα συμβατικά (εμβολοφόρα) αεροσκάφη δεν ξεπερνούσαν τα 600 χλμ./ώρα, ένα τέτοιο αεροσκάφος θα ήταν πραγματικά ανίκητο στον αέρα, αρκεί να βρίσκονταν λύσεις στα πρακτικά προβλήματα ευελιξίας, σταθερότητας, ακαμψίας και των λοιπών πτητικών χαρακτηριστικών που θα έπρεπε να είχε ένα μαχητικό αεροσκάφος. O σχεδιασμός προχώρησε ομαλά και η Messerschmitt είχε τον Ιούνιο του 1939 δημιουργήσει αναλυτικά σχέδια και ένα ξύλινο πρωτότυπο. Στις 3 Μαρτίου του επόμενου χρόνου το RLM έδωσε την εντολή στην εταιρεία να δημιουργήσει τρία επιχειρησιακά πρωτότυπα του σκάφους για πτητικές δοκιμές και αξιολόγηση.
Το σχέδιο καθυστέρησε δραματικά να φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή του. Αρχικά, η BMW καθυστέρησε την παράδοση των μηχανών που ανέπτυσσε και κατασκεύαζε (BMW P 3302). Στη συνέχεια, η μηχανή της BMW αποδείχτηκε εξαιρετικά ανεπαρκής, αφού προσέφερε μόλις το 1/4 της στατικής ώσης που ήταν αναγκαία. Ακόμη και το καλοκαίρι του 1941, η εταιρεία δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει τη μηχανή που ήταν απαραίτητη για το νέο αεροσκάφος. Τελικώς, η μηχανή ήταν έτοιμη για να απογειώσει το νέο αεροσκάφος μόλις στα μέσα του 1943, ενώ η μαζική παραγωγή της δεν ήταν δυνατόν να αρχίσει παρά στα μέσα του 1944.
Αντίθετα, πολύ καλύτερα πήγε το πρόγραμμα ανάπτυξης της μηχανής από την Junkers Motorwerke (Jumo) που είχε αναλάβει το ίδιο έργο με την BMW. Αποτέλεσμα ήταν να δοθεί η πρώτη παραγγελία για το Me 262s, που θα έφερε τις μηχανές της Jumo, ήδη από το 1942. Την επόμενη χρονιά, στις 22 Απριλίου 1943, μία εντυπωσιακή δοκιμή έλαβε χώρα. O ίδιος ο αρχηγός επιχειρήσεων της Luftwaffe, ο Άντολφ Γκάλαντ, αποφάσισε να δοκιμάσει το νέο αεροσκάφος και ενθουσιάστηκε τόσο ώστε να δηλώσει: ''Ένιωθα σαν να με σπρώχνει ένας άγγελος''. H Messerschmitt, όπως ήταν επόμενο, πήρε την παραγγελία, με εντολή να ξεκινήσει μαζική παραγωγή από τις 5 Ιουνίου.
Υπήρξε μία μικρή καθυστέρηση, ωστόσο μέχρι τις αρχές Ιουλίου η παραγωγή είχε ξεκινήσει, όμως οι Σύμμαχοι θα παρενέβαιναν και σε αυτή την περίπτωση, το εργοστάσιο της Messerschmitt στο Ρέγκενσμπουργκ έγινε στόχος βομβαρδισμών της Αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. H ηγεσία της Luftwaffe περίμενε με ανυπομονησία το νέο αεροσκάφος με την ελπίδα να της χαρίσει ξανά την αεροπορική υπεροχή πάνω από τη Γερμανία, καθώς ήδη από το 1943 οι Σύμμαχοι ήταν οι κυρίαρχοι του αέρα. Όμως λογάριαζε χωρίς τον Αδόλφο Χίτλερ.
Σε μία από τις πλέον λανθασμένες αποφάσεις του, ο Φύρερ αντί να δώσει το πράσινο φως στη μαζική παραγωγή του Me 262 ως μαχητικού, αποφάσισε αψυχολόγητα να διατάξει τη μετασκευή του σε βομβαρδιστικό, ώστε να μπορεί να μεταφέρει μία βόμβα των 500 κιλών σε μεγάλες αποστάσεις - κατά προτίμηση, στην Αγγλία. H καμπάνια ανταπόδοσης του Χίτλερ, στην οποία εντασσόταν η ανάπτυξη των πυραύλων V-1, V-2, θα ενισχυόταν με το εντυπωσιακό υπερταχύ αεροσκάφος της Messerschmitt. Βεβαίως κάτι τέτοιο, όπως προσπάθησαν οι εμβρόντητοι τεχνικοί να εξηγήσουν, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, αφού το αεροσκάφος εξαρχής είχε σχεδιαστεί ως μαχητικό.
Από την πλευρά τους, οι ιθύνοντες της Luftwaffe, που έβλεπαν την τελευταία ελπίδα τους για ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στον αέρα να χάνεται, προσπάθησαν να πείσουν τον Χίτλερ για την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός μαχητικού. Αυτές οι πιέσεις είχαν περιορισμένο αποτέλεσμα, αφού τελικώς η έκδοση Sturmvogel, που ήταν το βομβαρδιστικό, ξεκίνησε να παράγεται σε αναλογία 20 προς 1 με το Schwalbe (το καταδιωκτικό). Το μεγάλο πρόβλημα με το Me 262 δεν ήταν μόνο ότι έγινε προσπάθεια να μετασκευαστεί σε βομβαρδιστικό, κάτι για το οποίο δεν ήταν φτιαγμένο, αλλά και το ότι άρχισε να παράγεται πολύ αργά και σε πολύ μικρούς αριθμούς για να επηρεάσει την έκβαση του πολέμου.
Εκτός από βομβαρδιστικό και καταδιωκτικό, το Me 262 αναπτύχθηκε και ως νυχτερινό καταδιωκτικό. Είχε προγραμματιστεί να βγουν 1.430 αντίτυπα μέσα στους επτά πρώτους μήνες, όμως στην πραγματικότητα κατασκευάστηκαν λιγότερα από 450. Κατάφεραν πάντως να πετύχουν πάμπολλα πλήγματα ενάντια στους Αμερικανούς, κυρίως, αλλά και στους Βρετανούς πιλότους, επιδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο την ανωτερότητα των αεριωθούμενων σε σχέση με τα εμβολοφόρα αεροσκάφη. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή οι Βρετανοί είχαν ετοιμάσει το πρώτο δικό τους αεριωθούμενο, το Gloster Meteor.
O ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΗΣ ARADO
Μία μικρή εταιρεία -τουλάχιστον σε σχέση με τους κολοσσούς Heinkel και Messerschmitt- η Arado ανέπτυξε το δεύτερο αεριωθούμενο που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά από τους Γερμανούς σε ικανούς αριθμούς κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Πρόκειται για το Arado Ar 234 Blitz (κεραυνός), το οποίο ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Arado το 1943, όταν οι πρώτες λειτουργικές μηχανές ήταν διαθέσιμες. Το Υπουργείο Αεροπορίας είχε εκδώσει τις προδιαγραφές για το νέο αεριωθούμενο ήδη από το 1940 και τα δοκιμαστικά πρωτότυπα ήταν έτοιμα το χειμώνα του 1941, όμως, όπως και στην περίπτωση του Me 262, ο καθοριστικός παράγοντας που πήγε πολύ πίσω το πρόγραμμα παραγωγής ήταν η μη διαθεσιμότητα των κινητήρων τζετ που είχαν αναλάβει να αναπτύξουν οι Jumo και BMW.
Ενώ το Me 262 ήταν κατά βάση ένα καθαρόαιμο μαχητικό, το Ar 234 ήταν ένα αεροσκάφος που μπορούσε να φέρει εις πέρας αναγνωριστικές αποστολές σε ύψη όπου ήταν απρόσβλητο από οποιοδήποτε συμμαχικό αεροσκάφος (9.000 έως 12.000 μέτρα), ενώ αναπτύχθηκαν και εκδόσεις του που μπορούσαν να μεταφέρουν περίπου 2 τόνους βομβών, καθιστώντας το ένα αξιόλογο ελαφρύ βομβαρδιστικό, με μεγάλη ακτίνα δράσης (περίπου 1.600 χιλιόμετρα). Άλλη μία έκδοση που αναπτύχθηκε και τέθηκε σε παραγωγή ήταν η έκδοση νυχτερινής δίωξης.
H επιχειρησιακή ταχύτητά του ήταν περίπου 740 χλμ./ώρα, αν και είχε τη δυνατότητα να ανέβει έως και τα 850 χιλιόμετρα την ώρα. Το Ar 234 γνώρισε μέτρια επιτυχία και ήταν, αντίθετα με το πρωτοποριακό Me 262, ένας σχεδιαστικός συμβιβασμός, αφού έφερε αεριωθητήρες σε μία σχεδίαση που θύμιζε έντονα εμβολοφόρα μέσα βομβαρδιστικά.
ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Αυτά τα δύο αεροσκάφη, τα Me 262 και Ar 234, ήταν τα μοναδικά αεριωθούμενα που χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Ωστόσο, οι Γερμανοί σχεδιαστές είχαν αναπτύξει και μία σειρά ακόμη από σχέδια, περισσότερο ή λιγότερο πρωτοποριακά, ενώ ορισμένα από αυτά είχαν φύγει από το σχεδιαστήριο και είχαν φθάσει στη φάση της κατασκευής πρωτοτύπων. Στην πραγματικότητα, ορισμένα από αυτά τα σχέδια ήταν επαναστατικά για την εποχή τους και προκατέλαβαν σε μεγάλο βαθμό τη μεταπολεμική εξέλιξη των μαχητικών αεροσκαφών όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Ας δούμε όμως ορισμένα από αυτά τα επαναστατικά σχέδια και ποια ήταν η τύχη τους.
Το Καταδιωκτικό του Λαού:
Στα τελευταία στάδια του πολέμου, καθώς η Γερμανία έχανε έδαφος σε όλα τα μέτωπα και η αναστροφή της τύχης του πολέμου έμοιαζε σχεδόν αδύνατη, ενώ η χώρα αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα έλλειψης πρώτων υλών, το ζητούμενο ήταν ένα φθηνό και αξιόπιστο όπλο που θα μπορούσε να κατασκευαστεί με ευτελή υλικά. H ευκολία χρήσης, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται από προσωπικό που είχε ελάχιστη ή και καθόλου εκπαίδευση, πόσο μάλλον εμπειρία, ήταν άλλο ένα προαπαιτούμενο, αφού το έμπειρο προσωπικό του Γ' Ράιχ φθειρόταν καθημερινά στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου και συχνά το μόνο διαθέσιμο δυναμικό ήταν ενθουσιώδεις αλλά ακατάλληλοι για υπηρεσία νεαροί.
Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν και οι απαιτήσεις της Luftwaffe και του RLM. Το υπουργείο έδωσε στις εταιρείες σχεδίασης και δημιουργίας αεροσκαφών τις προδιαγραφές για ένα νέο μαχητικό, το Volksjager (το καταδιωκτικό του λαού). Σύμφωνα με αυτές τις προδιαγραφές, αναζητείτο ένα μαχητικό το οποίο θα ήταν ουσιαστικά αναλώσιμο, κατασκευασμένο από ευτελή υλικά και πολύ εύκολο στο χειρισμό από έναν ελάχιστα εκπαιδευμένο πιλότο. Αρκετές εταιρείες κλήθηκαν να υποβάλλουν προτάσεις, όπως οι Focke-Wulf, Junkers, Heinkel, Messerschmitt, Arado, Blohm & Voss. H προθεσμία που δόθηκε στις εταιρείες για να υποβάλουν τα σχέδιά τους ήταν ασφυκτική, μόλις μία βδομάδα.
Μόνο η Messerschmitt δεν υπέβαλε πρόταση. Από τις υπόλοιπες, ξεχώρισαν εκείνη της Blohm & Voss, που θεωρήθηκε μακράν η καλύτερη, και της Heinkel, που τελικώς - για λόγους που δεν έχουν γίνει γνωστοί - ήταν εκείνη που επελέγη. Πάντως, οι μηχανικοί της Heinkel υπερέβαλαν εαυτούς και κατόρθωσαν να ετοιμάσουν το πρωτότυπο σε χρόνο ρεκόρ - λιγότερο από τρεις μήνες. Το He 162 Salamander ή Spatz όπως ονομάστηκε, ήταν κατασκευασμένο κατά κύριο λόγο από ντουραλουμίνιο (η άτρακτος) και από κόντρα πλακέ (τα φτερά και οι κάθετες επιφάνειες) και ήταν ένα εξαιρετικά φθηνό αεροσκάφος, το οποίο όμως ουδέποτε κατόρθωσε να γίνει το ''καταδιωκτικό του λαού'' που ονειρεύονταν οι ιθύνοντες του Υπουργείου Αεροπορίας.
Οι πιλότοι του, εθελοντές της Χιτλερικής νεολαίας κατά κύριο λόγο, είχαν τεράστιες δυσκολίες με το χειρισμό του και τα ατυχήματα κατά τις δοκιμές ήταν σχεδόν καθημερινά. Ωστόσο το αεροσκάφος παρήχθη σε 275 κομμάτια, τα οποία εξόπλισαν όπως-όπως κάποιες μοίρες δίωξης και σε μία περίπτωση ένα αεροσκάφος του τύπου φέρεται να έχει πετύχει μία κατάρριψη, συγκεκριμένα έριξε ένα Typhoon της RAF.
Το Επαναστατικό Ju 287:
Ένα από τα πιο επαναστατικά και ρηξικέλευθα σχέδια αεριωθούμενων που είδαν το φως στο Γ' Ράιχ ήταν αυτό του Junkers Ju 287. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι σχεδιάσεις ευθείας πτέρυγας με την αεροδυναμική αντίσταση στις πολύ υψηλές ταχύτητες (άνω των 800 χλμ./ώρα) είχαν προβληματίσει έντονα την ηγεσία του Γ' Ράιχ και οι δοκιμές στις αεροδυναμικές σήραγγες έδειχναν ότι η λύση ήταν η εφαρμογή ενός σχεδίου κεκλιμένης πτέρυγας. Μία ομάδα σχεδιαστών της Junkers, υπό την ηγεσία του Χανς Βόκε, δοκίμασε μία επαναστατική λύση, φτερά με κλίση όχι προς τα πίσω, αλλά προς τα εμπρός.
O σχεδιασμός αυτός, όπως είχε υπολογιστεί, προσέφερε όλα τα πλεονεκτήματα της κεκλιμένης πτέρυγας όσον αφορά στο μειωμένο συντελεστή οπισθέλκουσας και τη μειωμένη αεροδυναμική αντίσταση, ενώ παράλληλα προσέφερε και μεγαλύτερη σταθερότητα στο αεροσκάφος. Το αεροσκάφος αναμενόταν να είναι ένα πραγματικό θαύμα της Γερμανικής μηχανικής και σχεδιαστικής ιδιοφυΐας. Με τέσσερις μηχανές που η καθεμία παρείχε περίπου 900 κιλά ώσης, καθώς και δύο πυραύλους που θα βοηθούσαν στην απογείωση, το σκάφος είχε σχεδιαστεί εξαρχής ως ένα ακατανίκητο βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης.
Το πρώτο πρωτότυπο είχε αρκετά καλά πτητικά χαρακτηριστικά, αλλά ήταν φανερό ότι η πρωτοποριακή σχεδίαση απαιτούσε πολύ περισσότερες δοκιμές πριν ένα τέτοιο αεροσκάφος καταστεί επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο. Ένα νέο πρωτότυπο άρχισε να κατασκευάζεται, ενώ οι τελικές προδιαγραφές του αεροσκάφους ήταν εντυπωσιακές: Θα έφερε πλήρωμα τριών ανδρών, θα μπορούσε να μεταφέρει βόμβες συνολικού βάρους 4 τόνων και θα κινιόταν με τη βοήθεια τεσσάρων κινητήρων της Heinkel, που προσέφεραν ώση 1.300 κιλών ο καθένας. Το σχέδιο αυτό όμως ουδέποτε μπήκε στην παραγωγή, αφού το τέλος του πολέμου πρόλαβε τις φιλόδοξες προσπάθειες των Γερμανών σχεδιαστών.
Το Ju 287 V1, το πρώτο πρωτότυπο που κατασκευάστηκε, έπεσε στα χέρια των Σοβιετικών, όπως άλλωστε και το V2, το δεύτερο πρωτότυπο. Και τα δύο δοκιμάστηκαν από Σοβιετικούς και μάλιστα το V2 έπιασε την απίστευτη για την εποχή ταχύτητα των 1.000 χλμ./ώρα που ήταν κοντά στο ρεκόρ ταχύτητας που είχε επιτευχθεί από αεριωθούμενο αεροσκάφος. Τα πρωτότυπα της Messerschmitt: Καθώς το Me 262 έδειχνε να έχει αρκετές αδυναμίες, ενώ ουσιαστικά η εξέλιξή του είχε σταματήσει, αφού είχε μπει σε παραγωγή, οι επιστήμονες της Messerschmitt είχαν ξεκινήσει εντατικές έρευνες και δοκιμές για τον αντικαταστάτη του και γενικότερα για τη δημιουργία μίας νέας γενιάς αεριωθούμενων μαχητικών αεροσκαφών.
Το Me P. 1101:
Ήταν ο απευθείας απόγονος του Me 262, αλλά σημαντικά διαφοροποιημένος, ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος μεταβλητής πτέρυγας που είχε κατασκευαστεί ποτέ. Οι πτέρυγές του είχαν τη δυνατότητα να παίρνουν οποιαδήποτε κλίση μεταξύ 35 και 45 μοιρών, με τη χρήση ενός ειδικού μηχανισμού πριν από την απογείωση. Μία άλλη βασική διαφορά σε σχέση με τον προκάτοχό του ήταν ότι την ισχύ για την κίνησή του παρείχε μία μηχανή που ήταν τοποθετημένη εντός της ατράκτου, με την εισαγωγή αέρα στο ρύγχος του αεροσκάφους.
Το πρωτότυπο του αεροσκάφους αυτού έπεσε στα χέρια των Αμερικανών και μετά από πολλές περιπέτειες βρήκε το δρόμο του για την εταιρεία Bell, όπου χρησιμοποιήθηκε ως πρωτότυπο για την ανάπτυξη του Bell X-5, του πρώτου επιχειρησιακά αξιοποιήσιμου αεροσκάφους πτέρυγας μεταβλητής γεωμετρίας. Το επόμενο σχέδιο της Messerschmitt ήταν αρκετά διαφοροποιημένο, αφού το P.1110 είχε τις εισαγωγές αέρα όχι στο ρύγχος αλλά στο σκάφος, ενώ το P. 1111 ήταν ίσως το πιο επαναστατικό σχέδιο όλων.
Ήταν η μία από τις περίφημες ''ιπτάμενες πτέρυγες'' του Γ' Ράιχ, τα φουτουριστικά αεροσκάφη που θεωρούνται ότι αποτελούν τον προπομπό και τον απευθείας πρόγονο ιδιαίτερα εξελιγμένων σχεδιάσεων που κυριαρχούν σήμερα στους ουρανούς, όπως το B1.
TO ΤΑΧΥΤΕΡΟ ΕΜΒΟΛΟΦΟΡΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ
Αν και μοιάζει λιγότερο ''εξωτικό'' ως τεχνολογία σε σχέση με τα αεροσκάφη που είδαμε παραπάνω το Dornier Do 335 Pfeil (Βέλος) ήταν μία από τις πιο επαναστατικές σχεδιάσεις αεροσκαφών που είδαν το φως κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και όχι μόνο αυτό: αντίθετα με τη συντριπτική πλειονότητα των παράξενων αεροσκαφών που αντιμετώπισαν πολλά και σημαντικά προβλήματα που είχαν επίπτωση στην απόδοσή τους, ιδιαίτερα κάτω από συνθήκες μάχης, το ''βέλος'' ήταν ένα αεροσκάφος εξαιρετικό από κάθε άποψη, με ζηλευτές επιδόσεις και πτητική συμπεριφορά.
O Κλάουντιους Ντορνιέ θεωρούνταν μακράν ο συντηρητικότερος των σχεδιαστών αεροσκαφών που είχε στη διάθεσή του το Γ' Ράιχ και αρνήθηκε να υιοθετήσει τους κινητήρες αεριώθησης που είχαν προ πολλού γοητεύσει τους ανταγωνιστές του, αλλά και την ηγεσία της Luftwaffe και της Γερμανίας. Το σχέδιο του Ντορνιέ για ένα βαρύ καταδιωκτικό είχε ως αποτέλεσμα το εξαιρετικά ενδιαφέρον Do 335, το επονομαζόμενο Pfeil ή, ανεπίσημα και λόγω του παράξενου ρύγχους του, Ameisenbar (μυρμηγκοφάγος). Το πρωτότυπο του αεροσκάφους πέταξε τον Σεπτέμβριο του 1943 και οι επιδόσεις του ήταν πραγματικά εκπληκτικές.
Ιδιαίτερα στον τομέα της ταχύτητας, ξεπέρασε κατά πολύ οποιοδήποτε άλλο εμβολοφόρο αεροσκάφος, αφού κατάφερε να πετύχει ταχύτητες κοντά στα 765 χλμ./ώρα, ενώ δεν υστερούσε σε χαρακτηριστικά πτήσης έναντι των υπόλοιπων καταδιωκτικών τελευταίας γενιάς, αντίθετα σε ευελιξία και καλή συμπεριφορά ξεπερνούσε τα περισσότερα, ακόμη και τα μονοκινητήρια. O επαναστατικός σχεδιασμός του Do 335 αφορούσε στην τοποθέτηση των κινητήρων. Όταν όλοι οι κατασκευαστές τοποθετούσαν τους διπλούς κινητήρες στις πτέρυγες, κάνοντας τις ανάλογες παραχωρήσεις όσον αφορά στο μέγεθος των πτερύγων και του αεροσκάφους γενικότερα, οι σχεδιαστές της Dornier επέλεξαν την τοποθέτηση και των δύο κινητήρων στο σκάφος.
Τον ένα, όπως συνηθιζόταν στα μονοκινητήρια καταδιωκτικά, στο ρύγχος και τον άλλο στο πίσω μέρος, στην ουρά. O επαναστατικός αυτός σχεδιασμός σε συνάρτηση με τους ιδιαίτερα ισχυρούς κινητήρες που χρησιμοποιήθηκαν (αρχικά 2x1.800 ίππους και στη συνέχεια 2x2.100 ίππους) χάριζαν στο αεροσκάφος αξιοζήλευτες επιδόσεις στον τομέα της ταχύτητας. H ισχύς πυρός του ήταν επίσης μεγάλη, αφού διέθετε ένα πυροβόλο των 30 χιλ. και δύο πολυβόλα, ενώ ήταν και το πρώτο αεροσκάφος παραγωγής στο οποίο ενσωματώθηκε μηχανισμός εκτινασσόμενου καθίσματος. Ήταν τόσο καλά σχεδιασμένο και υλοποιημένο που είχε τη δυνατότητα να απογειωθεί και να πετάξει μόνο με τη μία από τις δύο μηχανές του.
Δυστυχώς, αυτό το επαναστατικό αεροσκάφος αρχικά δεν υιοθετήθηκε από το Υπουργείο Αεροπορίας, αφού την περίοδο που προτάθηκε οι υπεύθυνοι της γερμανικής αεροπορίας ήταν ''ερωτευμένοι'' με τους κινητήρες αεριώθησης και θεωρούσαν όλες τις σχεδιάσεις που δεν τους ενσωμάτωναν ''οπισθοδρομικές''. Στη συνέχεια και αφού έγιναν επανειλημμένες δοκιμές που έδειξαν την υπεροχή του σε σχέση με τις υπόλοιπες συμβατικές σχεδιάσεις, το αεροσκάφος μπήκε σε παραγωγή, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Μόλις 90 Do 335 κατασκευάστηκαν και μέχρι το τέλος του πολέμου μόλις 20 είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία.
Ελάχιστα είναι γνωστά για τις επιδόσεις του στη μάχη, αφού τον καιρό που εντάχθηκε στις μάχιμες μοίρες η Luftwaffe αντιμετώπιζε αξεπέραστα προβλήματα στην εξεύρεση των απαραίτητων καυσίμων για να πετάξουν τα αεροσκάφη της, καθώς και έντονη έλλειψη έμπειρων και ταλαντούχων πιλότων.
ΠΥΡΑΥΛΟΚΙΝΗΤΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ
Από τα εκατοντάδες σχέδια αεροσκαφών που εμφανίστηκαν και υλοποιήθηκαν από την αυγή της αεροναυπηγικής μέχρι και τον B' Π.Π., κανένα δεν έμοιαζε λιγότερο με αεροπλάνο από το Me 163, πιο γνωστό και ως Komet (Κομήτης). Ηταν ένα κοντόχοντρο κατασκεύασμα, το σχήμα του οποίου μόνο αμυδρά θύμιζε εκείνο των αεροσκαφών. Επίσης ήταν κατασκευασμένο κυρίως από κόντρα πλακέ. Έχοντας κατά νου αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε κατ’ αρχάς ως κάτι επαναστατικό, πόσο μάλλον ως ένα από τα μυστικά όπλα του Γ' Ράιχ.
Όμως το περίεργο κατασκεύασμα της Messerschmitt έκρυβε έναν απρόσμενο άσσο στο μανίκι του: ήταν το πρώτο λειτουργικό αεροσκάφος που κινούνταν με πυραυλωθητή. Αν και η ανάπτυξή του ξεκίνησε από τη Messerschmitt, επί της ουσίας αποτελούσε κυρίως έργο της Luftwaffe. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις δοκιμές και τις εργασίες σε σχέση με το Me 163 πραγματοποιήθηκαν στο κέντρο δοκιμών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας στο δυτικό Πεενεμούντε.
O στόχος του Me 163, ήταν να αποτελέσουν ένα αποφασιστικό αντίμετρο στην αυξανόμενη αεροπορική κυριαρχία των Βρετανών και Αμερικανών πάνω από την Ευρώπη και να έχουν τη δυνατότητα να αναχαιτίζουν τους τεράστιους σχηματισμούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών που κατέστρεφαν ανελέητα τις πόλεις και την παραγωγική δομή της Γερμανίας ήδη από το 1942. Τον Αύγουστο του 1941 η κοντόχοντρη σιλουέτα του ''κομήτη'' εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους Γερμανικούς αιθέρες, αλλά το πρόγραμμα ανάπτυξής του βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο, αφού ενσωμάτωνε πολλές τεχνολογικές καινοτομίες και η εξέλιξή του ήταν δυσχερής.
Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσίαζε ήταν η ταχύτητά του και ο εκπληκτικός ρυθμός ανόδου που πετύχαινε. H ταχύτητα που πέτυχε το Me 163A έφθασε στα 850 χλμ./ώρα, ενώ οι τελευταίες εκδόσεις του έφθασαν έως και τα 910 χλμ./ώρα. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το Me 163 στην έκδοση V1 κατέρριψε και το τότε ρεκόρ με το δοκιμαστή πιλότο Χάινι Ντίτμαρ, φθάνοντας την ταχύτητα των 1.000 χιλιομέτρων την ώρα. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, κατά τη διάρκεια αυτής της επίδειξης επήλθε απώλεια στήριξης του αεροσκάφους όταν ξεπέρασε τα 1.000 χλμ./ώρα και μπήκε σε περιδίνηση, την οποία κατόρθωσε να ελέγξει ο έμπειρος και εξαιρετικά ικανός πιλότος, που το προσγείωσε επιτυχημένα.
Οι ιθύνοντες της Luftwaffe ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν να θέσουν το αεροσκάφος σε μαζική παραγωγή. Όλα αυτά συνέβαιναν το 1942, αλλά οι καθυστερήσεις που παρουσίασε το πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά μεγάλες, αφού, παρά την πτητική συμπεριφορά του, το αεροσκάφος δεν ήταν ακόμη κατάλληλο για το ρόλο του καταδιωκτικού. Έως και τα μέσα του 1943 μόνο ελάχιστα πρωτότυπα είχαν κατασκευαστεί και το αεροσκάφος αποτελούσε πραγματική πρόκληση για τους καλύτερους πιλότους του Γ’ Ράιχ. Μερικοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να προσγειώσουν τον εξαιρετικά δύσχρηστο και ιδιότροπο -όπως αποδείχτηκε- ''κομήτη''.
Το αποτέλεσμα ήταν να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η επιχειρησιακή χρήση του. Μόλις το Μάιο του 1944, τα πρώτα Komet στάλθηκαν στις μοίρες αναχαίτισης και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ενάντια στα βομβαρδιστικά των Συμμάχων. Παρά τον θόρυβο που είχε ξεσηκώσει το αεροσκάφος και τις εντυπωσιακές επιδόσεις του, τα αποτελέσματα του Komet στην πράξη ήταν απογοητευτικά. Μόλις έξι επιβεβαιωμένες καταρρίψεις βομβαρδιστικών για ένα σύνολο 370 Me 163 που πέταξαν με τις μοίρες της Luftwaffe ήταν ένας εξαιρετικά φτωχός απολογισμός, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολόγησε το κόστος ανάπτυξης και κατασκευής αυτού του αεροσκάφους.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Messerschmitt προσπάθησε να πουλήσει στο γερμανικό κράτος και έναν αντιαεροπορικό πύραυλο βασισμένο στο Komet.
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΜΙΚΑΖΙ KAI ''ΟΧΙΕΣ''
Στο κεφάλαιο όπου ασχοληθήκαμε με τον V-1, μιλήσαμε εν τάχει και για την επανδρωμένη έκδοσή του, που ονομάστηκε Fi 103R Reichenberg IV. Βεβαίως, η έκδοση αυτή του V-1 ουσιαστικά ήταν ένα σκάφος αυτοκτονίας, παρόμοιο με τα μετασκευασμένα Ιαπωνικά ZERO που χρησιμοποιήθηκαν από τους πιλότους αυτοκτονίας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τυπικά, ο πιλότος του Fi 103R είχε τη δυνατότητα να βγει από το πιλοτήριο και να σωθεί με αλεξίπτωτο, ωστόσο στην πράξη αυτό ήταν από δύσκολο έως αδύνατο. Μία εξέλιξη αυτής της ιδέας, του επανδρωμένου V1, επεξεργάστηκε ένας μηχανικός που ήταν στο παρελθόν τεχνικός διευθυντής της εταιρείας που δημιούργησε τις ιπτάμενες βόμβες, ο Ερικ Μπάχεμ.
H ιδέα του Μπάχεμ ήταν εξαιρετικά απλή, θα δημιουργούσε μία υβριδική πτητική συσκευή, που θα χρησιμοποιούσε πυραυλοκίνηση στα πρώτα στάδια και στη συνέχεια θα λειτουργούσε βασικά ως ανεμοπλάνο. H τακτική του θα ήταν λίγο ή πολύ παρόμοια με τις τακτικές αυτοκτονίας που χρησιμοποίησαν αργότερα, τον Απρίλιο του 1945, τα μέλη του Sonderkommando Elbe, που σε μία μίμηση των τακτικών των καμικάζι οδηγούσαν τα αεροσκάφη τους καταμεσής των σχηματισμών των βαρέων βομβαρδιστικών των Συμμάχων και “καρφώνονταν” πάνω στον πλησιέστερο στόχο.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1944 που ο Μπάχεμ προώθησε την ιδέα ενός ημικαταδιωκτικού, τέτοιου είδους τακτικές απελπισίας δεν είχαν αρχίσει ακόμη να εφαρμόζονται. Σύμφωνα με τα σχέδια του Μπάχεμ, το αεροπλάνο αυτό θα εκτοξευόταν με τους πυραυλοκινητήρες του. Τα G που θα ανέπτυσσε θα ήταν τόσο επώδυνα ώστε ο πιλότος θα έχανε τις αισθήσεις του αμέσως μετά την εκτόξευση. Όταν θα έφθανε σε ένα ύψος περί τα 12.000 με 14.000 μέτρα, ο πιλότος θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του και ταυτόχρονα ο κινητήρας θα είχε πλέον εξαντλήσει τα καύσιμά του.
Το σκάφος μέχρι εκείνη την ώρα το καθοδηγούσε ένας αυτόματος πιλότος, τον οποίο θα έθετε εκτός λειτουργίας ο πιλότος και θα αναλάμβανε τον έλεγχο του ανεμόπτερου - διότι ο πύραυλος είχε μετατραπεί πλέον σε ανεμόπτερο. Από εκεί και πέρα, θα προσπαθούσε ανεμοπορώντας να “γλιστρήσει” προς το σχηματισμό των εχθρικών αεροσκαφών, διατηρώντας επί της ουσίας μία ιδιαίτερα υψηλή ταχύτητα και θα εκτόξευε εναντίον του σχηματισμού τις ρουκέτες που μετέφερε. Στη συνέχεια, στόχος του ήταν να εγκαταλείψει το αεροσκάφος και με αλεξίπτωτο να πέσει σώος στο έδαφος.
Για λόγους που μπορούμε να υποψιαστούμε, το σχέδιο έτυχε της ενθουσιώδους αποδοχής των SS, που τον καιρό αυτό είχαν πάρει υπό την κηδεμονία τους όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα του Γ' Ράιχ. Μία φθηνή, αποδοτική μηχανή, ένας μοναχικός πιλότος που δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα έμπειρος ή ικανός (δηλαδή, ένας αναλώσιμος πιλότος) και μία προοπτική μεγάλων επιτυχιών με μικρό κόστος, όλα αυτά μαζί συνέτειναν στο να μπει το σχέδιο BP 20 σε πρώτη προτεραιότητα και να λάβει άφθονη χρηματοδότηση. Το εν λόγω αεροσκάφος μετονομάστηκε σε Bachem Ba 349, με την κωδική ονομασία Natter (Οχιά), και διαβαθμίστηκε ως Άκρως Απόρρητο.
Για τα SS αυτό ήταν το νέο όπλο που θα κέρδιζε τον πόλεμο και φρόντισαν να παραμείνει μυστικό. H αφθονία κονδυλίων και υλικών είχε ως κατάληξη το πρώτο πρωτότυπο να πετάξει ήδη από τον Οκτώβριο του 1944, μόλις τρεις μήνες μετά την παρουσίαση των πρώτων σχεδίων από τον Μπάχεμ. Επρόκειτο για ένα παράξενο κατασκεύασμα, μήκους 5,7 μέτρων (στις επόμενες εκδόσεις έφθασε τα 6,1 μέτρα), βάρους περί τους δύο τόνους, με μέγιστη ταχύτητα τα 800 χιλιόμετρα την ώρα, άνοιγμα πτερύγων 3,5 μέτρα (έφθασε τα 3,6 στη συνέχεια) και οπλισμό έναν κάλαθο με 24 ρουκέτες Fohn των 7,3 εκ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ρουκέτες βάλλονταν σε μία ομοβροντία και στη συνέχεια το αεροσκάφος έμενε εντελώς άοπλο και αδύναμο να προστατευθεί ενάντια σε οποιαδήποτε επίθεση. Αυτό βεβαίως δεν απασχολούσε τους SS, που θα ήταν απολύτως ικανοποιημένοι αν με το χαμό ενός άπειρου πιλότου κατόρθωναν να ρίξουν ένα βαρύ συμμαχικό βομβαρδιστικό με το έμπειρο πολυμελές πλήρωμά του. Μετά από τις πρώτες δοκιμές, η επιτυχία των οποίων ήταν σχετικά περιορισμένη, η εξέλιξη του προγράμματος συνεχίστηκε πυρετωδώς και μέχρι τον Δεκέμβριο είχαν πραγματοποιηθεί αρκετές δοκιμές με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Ωστόσο, η έλλειψη πρώτων υλών και άλλων υλικών ήταν μοιραία και για αυτό το πρόγραμμα, αφού μέχρι το Φεβρουάριο του 1945 δεν είχε γίνει ούτε μία επανδρωμένη δοκιμή, η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε μετά από την επίμονη απαίτηση των SS. Το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο, αφού ο δοκιμαστής πιλότος (το όνομά του ήταν Λόταρ Ζήμπερτ) σκοτώθηκε καθώς το αεροσκάφος σταμάτησε να υπακούει στις εντολές του και κατέπεσε από τα 1.500 μέτρα στο έδαφος. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα συνεχίστηκε και αρκετά πρωτότυπα κατασκευάστηκαν - 20 σύμφωνα με κάποιες πηγές, έως και 36 σύμφωνα με κάποιες άλλες.
Όμως, μέχρι το τέλος του πολέμου οι ''Οχιές'' της Luftwaffe δεν κατόρθωσαν να κάνουν τη συμμαχική αεροπορία να αισθανθεί το δηλητήριό τους. Ούτε μία βεβαιωμένη επιχειρησιακή πτήση με Ba 349 δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε. Έτσι το Ναtter προστέθηκε στη μακρά λίστα των σχεδίων του Γ' Ράιχ που έμειναν απλώς στις δοκιμές και δεν κατόρθωσαν να περάσουν στο πεδίο της μάχης, όπως άλλωστε τα περισσότερα από τα σχέδια που θα δούμε στη συνέχεια.
TA ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΤΡΙΒΑΝ ΤΙΣ Η.Π.Α
Μία σοβαρή έλλειψη που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτή ενός πραγματικά βαρέος βομβαρδιστικού μακράς ακτίνας δράσης, ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού. Αυτή η έλλειψη έγινε ακόμη πιο φανερή όταν μπήκαν στον πόλεμο οι Η.Π.Α. Οι Αμερικανοί, δίχως την παραμικρή υποψία απειλής από τις Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, με τις παραγωγικές τους δυνάμεις άθικτες και με το ηθικό του λαού τους στα ύψη, αποτελούσαν έναν παράγοντα που η Γερμανική πολεμική μηχανή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει.
H απειλή που αντιπροσώπευαν τα U-boote για την αμερικανική ναυσιπλοΐα ήταν μικρή, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση πιο προχωρημένων λύσεων ραντάρ και τακτικών νηοπομπών. Έτσι, οι Γερμανοί άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να μεταφέρουν τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου. Επίσης, ένα τέτοιο βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει και στο ανατολικό μέτωπο, χτυπώντας τα εργοστάσια κατασκευής αρμάτων μάχης και αεροσκαφών των Σοβιετικών, τα οποία είχαν μεταφερθεί στα βάθη της Ασίας, μακριά από την ακτίνα δράσης της Luftwaffe.
Οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1935, όμως κάθε σχέδιο προς την κατεύθυνση αυτή σταμάτησε απότομα με το θάνατο του ανθρώπου που ήταν ενθουσιώδης θαυμαστής αυτού του είδους αεροσκάφους, του αρχηγού του επιτελείου της Luftwaffe, Βέβερ, το 1936. Τα βασικότερα σχέδια βαρέων βομβαρδιστικών ήταν τα Heinkel He 177 Greif και Junkers Ju 288C, ενώ στη συνέχεια το πλέον εντυπωσιακό υπόδειγμα ήταν το Junkers Ju 388. Από τα παραπάνω μόνο το μοντέλο της Heinkel παρήχθη σε ικανούς αριθμούς (πάνω από 1.000 κομμάτια) και χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. Μία παραλλαγή του, μάλιστα, επρόκειτο να μεταφέρει τη Γερμανική ατομική βόμβα.
Ωστόσο, κανένα από αυτά τα βομβαρδιστικά δεν ικανοποιούσε το διακαή πόθο της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, δεν είχε, δηλαδή, τη δυνατότητα να βομβαρδίσει τις Αμερικανικές πόλεις. Όταν το Υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε από τις εταιρείες να προτείνουν σχέδια για ένα βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης, τρεις ανταποκρίθηκαν στις αρχές του 1942. H Messerschmitt είχε ήδη κάνει σημαντική προεργασία και βρέθηκε στην αιχμή της προσπάθειας με το Me 264. H Focke-Wulf πρότεινε το Ta 400 και η Junkers το Ju-390. Από αυτά τα τρία σχέδια, τα δύο πέρασαν στη φάση του πρωτοτύπου, ενώ αυτό της Focke-Wulf ουδέποτε προχώρησε.
Το πλέον επιτυχημένο από τα τρία σχέδια ήταν αυτό της Messerschmitt. Το Me 264 κατάφερε στην αρχή του 1943 (όταν ήταν έτοιμο το πρώτο πρωτότυπο) να πετάξει. Ήταν ένα αεροσκάφος έτοιμο για χρήση, αφού μπορούσε να πετάξει μέχρι τη N. Υόρκη και να επιστρέψει με πλήρες φορτίο τριών τόνων βομβών. Για λόγους που δεν έχουν ξεκαθαριστεί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα έχουν να κάνουν με σύγκρουση προτεραιοτήτων και περιορισμούς στη διάθεση κονδυλίων και πόρων, το αεροσκάφος αυτό δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο του πρωτοτύπου.
ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΠΤΕΡΥΓΕΣ KAI ΔΙΣΚΟΙ
H αναζήτηση για το Amerikabomber συνεχιζόταν και τα ιδιοφυή αδέλφια Χόρτεν (Horten), Βάλτερ και Ράιμαρ, πρότειναν ένα επαναστατικό σχέδιο για ένα βομβαρδιστικό μέσης ακτίνας, το Horten Ho IX, που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως Gotha Go 229 και είναι η πρώτη ''ιπτάμενη πτέρυγα'' στην ιστορία της αεροναυπηγικής. Στην αρχική σχεδίασή του Ho IX ήταν ένα εντυπωσιακού σχεδιασμού μονοθέσιο αεροσκάφος, με ταχύτητα 1.000 χλμ./ώρα στα 20.000 πόδια, μέση ακτίνα δράσης και φορτίο βομβών περίπου 2 τόνων.
Όταν το σχέδιο άρχισε να περνά από τη θεωρία στην πράξη, οι αδελφοί Χόρτεν πρότειναν, ανταποκρινόμενοι σε σχετικό αίτημα, μία νέα έκδοση του αεροσκάφους τους για χρήση στο ρόλο ενός υπερατλαντικού βομβαρδιστικού, του Amerikabomber. Επρόκειτο για τη μεγέθυνση (περίπου στο διπλάσιο μέγεθος) ενός Ho IX, το οποίο με τη χρήση νέων μηχανών και συστημάτων θα μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 850 χλμ./ώρα, θα είχε επιχειρησιακή ακτίνα δράσης περίπου 11.000 χιλιόμετρα και τη δυνατότητα να μεταφέρει 4 τόνους βομβών. H επίφοβη ιπτάμενη πτέρυγα των αδελφών Χόρτεν ουδέποτε κατασκευάστηκε, αφού όταν πήραν το OK από την ηγεσία του Γ' Ράιχ, τον Μάρτιο του 1945, ο πόλεμος είχε πρακτικά τελειώσει.
Οι ιπτάμενες πτέρυγες των Χόρτεν είναι ένα από εκείνα τα θέματα που προκαλούν ωστόσο αρκετές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών που ασχολούνται με τον εξοπλισμό και τα όπλα του Γ' Ράιχ και ιδιαίτερα με τα Wunderwaffen. Πέρα από τους γνωστούς τύπους, που όντως ήταν απόλυτα λειτουργικές ''ιπτάμενες πτέρυγες'', υπάρχουν φωτογραφίες -η αυθεντικότητα των οποίων αμφισβητείται- αλλά και αναφορές για ακόμη περισσότερες και πιο ''εξωτικές'' ιπτάμενες πτέρυγες. Από το Horten Ho 9 V1 και V2 μέχρι το Ho 5B, η σχετική παραφιλολογία είναι αρκετά έντονη για να προκαλεί πολλά ερωτηματικά σχετικά με το κατά πόσο υπάρχει ή όχι αλήθεια σε αυτούς τους ισχυρισμούς.
Οι φωτογραφίες μπορεί να είναι πλαστές, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να είναι αυθεντικές. Πάντως, είναι γεγονός ότι αν όντως υπήρχε το Ho 9 και ήταν επιχειρησιακό, κάποιο αντίγραφό του θα εμφανιζόταν σε κάποια χώρα (Η.Π.Α, Ε.Σ.Σ.Δ ή έστω Βρετανία) μετά τον B' Π.Π. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και χρειάστηκε να περιμένουμε τέσσερις δεκαετίες για να δούμε την πρώτη ''ιπτάμενη πτέρυγα'' των Η.Π.Α, το περίφημο B-2 της Northrop, αλλιώς γνωστό και ως Stealth. Βεβαίως, η σχετική παραφιλολογία δε σταματά εδώ, καθώς υπάρχει μία μερίδα ερευνητών που είναι πεπεισμένοι ότι η Γερμανία του B' Π.Π. είχε αναπτύξει -ή, έστω, ερευνήσει διεξοδικά- και έναν ''ιπτάμενο δίσκο''.
H σχετική συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το -υπαρκτό- πειραματικό αεροσκάφος Sack AS 6. Το εν λόγω αεροσκάφος φέρει μία σχεδόν κυκλική πτέρυγα, η οποία αν ιδωθεί από κατάλληλη γωνία, μοιάζει με ''δίσκο''. Ωστόσο, κατά τα λοιπά ήταν λίγο ή πολύ ένα συμβατικό αεροσκάφος, το οποίο μάλιστα ήταν εμβολοφόρο και έφερε έλικα, απλώς διέθετε και μία ''παράξενη'' πτέρυγα. Καθώς υπήρχε παράλληλα και μία μαρτυρία από κάποιον Ρούντολφ Σρήβερ για έρευνες προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αεροσκάφους - δίσκου, ξεκίνησε μία αναζήτηση για τα μυστικά σχέδια του Γ' Ράιχ για ιπτάμενους δίσκους.
Όταν, στα χρόνια της δεκαετίας του '50, ξεκίνησε στις Η.Π.Α η υστερία με τα Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (A.T.I.A, τα γνωστότερα ως UFO), πολλοί θυμήθηκαν τις αναφορές περί Γερμανικών ''ιπτάμενων δίσκων'' και από τότε η σχετική παραφιλολογία είναι ιδιαίτερα έντονη. Έχουν παρουσιαστεί μάλιστα διάφορα σχέδια υποθετικών ιπτάμενων δίσκων του Γ' Ράιχ, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένα που θεωρείται ότι ήταν δημιούργημα της γνωστής εταιρείας (που σήμερα κατασκευάζει αυτοκίνητα) BMW, με την ονομασία BMW Flugelrad-I και II.
H λέξη Flugelrad σημαίνει ''ιπτάμενη ρόδα'' και ανταποκρίνεται στην πραγματική εικόνα του σχεδίου που μοιάζει με ρόδα, το οποίο πάντως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Δεν υπάρχει όμως η παραμικρή απόδειξη ότι αυτό το σχέδιο όντως υπήρχε ή ότι, αν υπήρχε, είχε προχωρήσει πέρα από το τραπέζι του σχεδιαστηρίου. Ακόμη πιο ''εξωτικό'' είναι το σχέδιο του Omega Diskus, που προσομοιάζει απόλυτα στα πλέον αξιοπερίεργα A.T.I.A που έχουν θεαθεί στους ουρανούς.
TA ΑΛΛΑ WUNDERWAFFEN
ΤΙΤΑΝΙΑ ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΚΑΙ ΘΩΡΗΚΤΑ ΞΗΡΑΣ
Οι εξελίξεις στα Γερμανικά όπλα υψηλής τεχνολογίας δεν περιορίστηκαν, φυσικά, στους πυραύλους και στα αεριωθούμενα. H βελτίωση και περαιτέρω αξιοποίηση των συμβατικών όπλων και η ενσωμάτωση τεχνολογικών καινοτομιών σε αυτά αποτελούσαν έναν τομέα στον οποίο οι επιστήμονες του Χίτλερ πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι Γερμανοί, ήδη από τον 19ο αιώνα, είχαν σε ιδιαίτερα μεγάλη εκτίμηση το πυροβολικό, θεωρούσαν δε τα πυροβόλα ως τον καθοριστικότερο ίσως παράγοντα στην κρίση των πολεμικών αναμετρήσεων.
Αν και το δόγμα αυτό έμοιαζε ίσως παρωχημένο την εποχή του ''Bewegungskrieg'' (Πολέμου Κινήσεων) και του ''Blitz'', η αλήθεια είναι ότι κατά βάση δεν είχαν και τόσο άδικο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Όμως μαζί με τη λατρεία των ανώτερων στελεχών του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (μια τάση που εκπορεύονταν από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ) για τις εξαιρετικά μεγάλες έως μνημειώδεις κατασκευές και υλοποιήσεις, αυτή η άποψη οδήγησε στη δημιουργία διάφορων ''τερατουργημάτων'', για τα οποία σπαταλήθηκαν εξαιρετικά πολύτιμοι πόροι οι οποίοι θα ήταν δυνατό να διατεθούν αλλού, χωρίς να επιτευχθούν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Το πλέον πρωτότυπο από όλα τα σχέδια που συνέλαβαν και υλοποίησαν στον τομέα του πυροβολικού οι Γερμανοί επιστήμονες και τεχνικοί ήταν το Hochdruckpumpe (Αντλία Υψηλής Πιέσεως, HDP), το πιο ''εξωτικό'' κανόνι που είχε εμφανιστεί μέχρι τότε. H ιστορία του ξεκινάει πολλά χρόνια πίσω και μάλιστα όχι στη Γερμανία αλλά στις ΗΠΑ, το 1885. Δύο τεχνικοί, οι Λίμαν και Χάσκελ, υπέβαλλαν στο Γραφείο Εξοπλισμού του Αμερικανικού στρατού μία πρόταση η οποία εκ πρώτης όψεως έμοιαζε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Είχαν συλλάβει την ιδέα της δημιουργίας ενός πυροβόλου το οποίο δεν θα είχε ένα διαμέρισμα με προωθητικό (μπαρούτι) αλλά πολύ περισσότερα, τα οποία θα ήταν διατεταγμένα κατά μήκος του.
Το σκεπτικό τους ήταν απλό, αφού το βλήμα θα προωθούνταν από την εκτόνωση του αρχικού προωθητικού, θα περνούσε κατά μήκος της κάννης, πυροδοτώντας τα υπόλοιπα γεμίσματα, τα οποία με τη σειρά τους θα δημιουργούσαν ακόμη μεγαλύτερη ισχύ που θα προωθούσε το βλήμα ακόμη ταχύτερα. Αυτή η διαδικασία θα επαναλαμβανόταν καθώς το βλήμα θα περνούσε δίπλα από κάθε γέμισμα. Θεωρητικά, το αποτέλεσμα θα ήταν το βλήμα να δέχεται την πλήρη ισχύ όλων των γεμισμάτων προωθητικού και κατά την έξοδό του από την κάννη να έχει επιτύχει αρχική ταχύτητα εξόδου ασύλληπτη σε σχέση με τα συμβατικά πυροβόλα.
Οι Λίμαν και Χάσκελ έλαβαν χρηματοδότηση και την εντολή να δημιουργήσουν άμεσα ένα πρωτότυπο για δοκιμές και αξιολόγηση. Καθώς η ιδέα ήταν ιδιαίτερα απλή και η υλοποίησή της δεν παρουσίασε προβλήματα, το πειραματικό πυροβόλο πολλαπλών διαμερισμάτων προωθητικού ήταν έτοιμο μέσα στο 1885. Δοκιμάστηκε περίπου για έναν χρόνο από τους εφευρέτες του και από ειδικούς του Αμερικανικού στρατού, όμως σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά. Όχι μόνο δεν επιτεύχθηκαν οι εξωπραγματικές ταχύτητες που είχαν υπολογίσει οι δύο εφευρέτες, αλλά η ταχύτητα εξόδου του βλήματος ήταν στην πραγματικότητα μικρότερη από εκείνη ενός συμβατικού κανονιού.
Μετά από πολλές δοκιμές -στις οποίες επαναλαμβανόταν το ίδιο πρόβλημα- και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους, οι ειδικοί του στρατού κατάλαβαν τι ήταν εκείνο που δεν πήγαινε καλά. Το βλήμα, καθώς κινούνταν στην κάννη, δεν ''σφήνωνε'' αποτελεσματικά στις ραβδώσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν του βλήματος να προηγούνται τα (ελαφρύτερα) αέρια καύσης από την αρχική εκτόνωση του πρώτου γεμίσματος προωθητικού, τα οποία περνούσαν από τα κενά μεταξύ των ραβδώσεων και του βλήματος.
Τα έμπυρα αυτά αέρια πυροδοτούσαν τα γεμίσματα που βρίσκονταν κατά μήκος της κάννης πριν ακόμη το βλήμα φθάσει σε αυτά. Έτσι, αντί να προσθέτουν την ισχύ τους σε αυτήν της αρχικής έκρηξης, τα γεμίσματα επενεργούσαν ανάποδα, καθυστερώντας το βλήμα και μειώνοντας την ταχύτητά του.
O ΧΙΤΛΕΡ ΕΓΚΡΙΝΕΙ THN ΙΔΕΑ
H ίδια ιδέα που δοκιμάστηκε στις Η.Π.Α και απορρίφθηκε στη Βρετανία βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Γερμανία το 1943, τον καιρό που ο Χίτλερ είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι χωρίς μέσα για να μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου (στα Βρετανικά νησιά) δεν είχε ελπίδες να νικήσει. Καθώς η Luftwaffe είχε χάσει κατά κράτος τη μάχη των αιθέρων και οι Σύμμαχοι βομβάρδιζαν τις γερμανικές πόλεις, ο Χίτλερ προσπαθούσε να προωθήσει μία σειρά από προγράμματα τα οποία θα εξασφάλιζαν την ''ανταπόδοση'', τα λεγόμενα Vergeltungswaffen (όπως ήταν οι V-1 και V-2 που είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια).
Σε αυτό το γόνιμο έδαφος έπεσε ο σπόρος της ιδέας ενός υπερκανονιού, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να βομβαρδίσει το Λονδίνο από αποστάσεις μεγαλύτερες των 200 χιλιομέτρων. Εμπνευστής του ήταν ο μηχανικός της Rochling Eisen und Stahlwehrke, Κόεντερς, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Άλμπρεχτ Σπέερ και του πρότεινε ένα τέτοιο κανόνι. H πρόταση μεταφέρθηκε από τον Σπέερ στον Χίτλερ, ο οποίος κάλεσε το μηχανικό για να του παρουσιάσει αναλυτικά το σχέδιό του. O Χίτλερ ενθουσιάστηκε, συλλαμβάνοντας την ιδέα του να υποβάλλει το Λονδίνο σε έναν συνεχή, καταιγιστικό βομβαρδισμό από τεράστια απόσταση, που δεν θα ήταν δυνατό να απαντηθεί από τους Βρετανούς.
Το όπλο θα ονομαζόταν Vergeltungswaffe-3 ή V-3 όπως έγινε γνωστό στους Συμμάχους και στους ελάχιστους που είχαν ενημερωθεί για την ύπαρξή του. Έδωσε εντολή στον Κόεντερς να ετοιμάσει ένα πρωτότυπο για δοκιμές και αξιολόγηση. Οι πρώτες δοκιμές του πρωτότυπου ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, έτσι ο Χίτλερ όχι μόνο διέταξε να ξεκινήσει η παραγωγή του, αλλά και να δημιουργηθούν 50 από αυτά τα υπερόπλα που ''θα εξαφάνιζαν το Λονδίνο από το χάρτη''. Τα πυροβόλα ήταν ιδιαίτερα ογκώδεις κατασκευές. H κάννη, διαμετρήματος 150 χιλιοστών, είχε μήκος 150 μέτρα.
Κατά μήκος αυτής της κάννης θα τοποθετούνταν 24 έως 28 ειδικοί θύλακες με προωθητικό γέμισμα . Φυσικά, με τέτοιο μήκος δεν ήταν δυνατόν να στηριχθεί οπουδήποτε παρά μόνο στο έδαφος. Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό έμελλε να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο, ίσως, φιάσκο από όλα τα αντίστοιχα προγράμματα υπερόπλων του Γ' Ράιχ. O Κόεντερς προχωρούσε τον ίδιο καιρό στην ανάπτυξη ενός πρωτοτύπου που θα είχε τις διαστάσεις του επιχειρησιακού κανονιού, δηλαδή διαμέτρημα 150 χιλιοστών και προσδοκώμενο δραστικό βεληνεκές άνω των 150 χιλιομέτρων. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πολλά και ιδιαιτέρως μεγάλα.
Το πρώτο ήταν η έναυση των προωθητικών γεμισμάτων κατά μήκος της κάννης πριν περάσει το βλήμα. Ήταν το ίδιο πρόβλημα που είχαν αντιμετωπίσει οι Αμερικανοί μηχανικοί και το οποίο ο Κόεντερς είχε προσπαθήσει να παρακάμψει πυροδοτώντας το προωθητικό με ηλεκτρονικό σύστημα ανάφλεξης και όχι με τα αέρια που θα άφηνε πίσω του το βλήμα, όπως ήταν τα σχέδια των Λίμαν και Χάσκελ. Παρόλα αυτά, κάποιες γομώσεις πυροδοτούνταν έτσι και αλλιώς, κάτι που προκαλούσε δισεπίλυτα προβλήματα. Ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα προκαλούσε η δυσκολία στην επιλογή της ακριβούς στιγμής πυροδότησης των γεμισμάτων.
Αφού πλέον δεν ήταν ''υπεύθυνο'' το βλήμα, καθίστατο εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί το ακριβές μικροδευτερόλεπτο που ήταν κατάλληλο για να πυροδοτηθεί το γέμισμα και να προσθέσει την ισχύ του στην κινητική ενέργεια του βλήματος. Το τρίτο πρόβλημα είχε να κάνει με το ίδιο το βλήμα αφού συμπεριφερόταν παντελώς αλλοπρόσαλλα και σε κανένα σημείο των δοκιμών δεν κατόρθωσε να επιτύχει αποτελέσματα που να δικαιολογούν την υιοθέτησή του γι’ αυτό το πρόγραμμα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, το βλήμα ουδέποτε κατάφερε να πετύχει την ταχύτητα εξόδου που απαιτείτο για να φθάσει στο Λονδίνο.
O στρατηγός φον Λέεμπ είχε την ατυχία να παρακολουθήσει μια τέτοια επίδειξη του υπεκανονιού και να παρακολουθήσει τα βλήματα να διασκορπίζονται τυχαία, χωρίς την παραμικρή ακρίβεια βολής. O φον Λέεμπ, που εκπροσωπούσε το Γραφείο Οπλισμού του Γερμανικού στρατού, κατέληξε στον ορισμό μιας επιτροπής από ειδικούς, τεχνικούς και επιστήμονες, οι οποίοι κατέληξαν στο πόρισμα ότι υπάρχει τρόπος να περισωθεί κάτι από το πρόγραμμα ανάπτυξης του κανονιού, αν και οι υπερφιλόδοξοι στόχοι που είχαν τεθεί δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Αρχικά ανατέθηκε σε έξι εταιρείες να κατασκευάσουν ένα καταλληλότερο βλήμα.
Και οι έξι -μεταξύ αυτών η Krupp κι η Skoda- είχαν τεράστια εμπειρία στη δημιουργία βλημάτων πυροβολικού, έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν λειτουργικά βλήματα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της πρόωρης ανάφλεξης υιοθετήθηκε μια ιδιοφυής λύση: στην κάννη τοποθετήθηκε ένα έμβολο, το οποίο προωθούνταν από την έκρηξη των αερίων και με τη σειρά του προωθούσε το βλήμα. Το έμβολο επίσης ''σφήνωνε''στις γραμμώσεις της κάννης και εμπόδιζε τα αέρια να προωθούνται ταχύτερα από το βλήμα. Με τον τρόπο αυτό λύθηκε εμμέσως και το πρόβλημα της έγκαιρης ανάφλεξης των προωθητικών γεμισμάτων.
Αφού ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη ακρίβεια που απαιτούσε η ταχύτατη κίνηση του βλήματος, οι ειδικοί του στρατού επανήλθαν στη μέθοδο ανάφλεξης των πρόσθετων γεμισμάτων κατά μήκος της κάννης από τα αέρια που ακολουθούσαν το βλήμα. Βεβαίως, τα πειράματα απέδειξαν ότι πέραν των 6 πλευρικών γομώσεων, δεν υπήρχε ουσιαστικό όφελος ως προς την επίτευξη μεγαλύτερης αρχικής ταχύτητας. Κι αυτό διότι το βλήμα κινούνταν υπερβολικά γρήγορα για να προλάβουν τα αέρια των εκρήξεων να σχηματίσουν πίεση ικανή να το προωθήσει παραπέρα.
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ KAI ΑΠΟΤΥΧΙΑ
H Αντλία Υψηλής Πιέσεως δεν έμελλε να χρησιμοποιηθεί στον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις προσπάθειες των Γερμανών τεχνικών. Μέχρι να αρχίσουν να ξεπερνιούνται τα προβλήματα σχεδίασης και λειτουργίας του όπλου, η συμμαχική αεροπορία είχε αποκτήσει την απόλυτη εναέρια υπεροχή πάνω από την Ευρώπη. Οι αποστολές αναγνώρισης αποκάλυψαν κάποιες ''ύποπτες'' εγκαταστάσεις στο Μιμογιέ. Επρόκειτο, φυσικά, για τις κατασκευαζόμενες εγκαταστάσεις φιλοξενίας του νέου κανονιού, οι εργασίες των οποίων προχωρούσαν κανονικά. Μια σειρά από βομβαρδισμούς της RAF το χειμώνα του 1943 προκάλεσαν προβλήματα στη συνέχιση των εργασιών.
Το πρόγραμμα της δημιουργίας του V-3 εγκαταλείφθηκε και επίσημα όταν οι Σύμμαχοι προωθήθηκαν στη Γαλλία και κατέλαβαν την περιοχή του Καλαί απ’ όπου θα βομβαρδιζόταν -σύμφωνα με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του Χίτλερ- το Λονδίνο με τα V-3 του. Οι Σύμμαχοι ανακάλυψαν τις ημιτελείς εγκαταστάσεις και απόρησαν, όμως οι μαρτυρίες των μελών του προσωπικού της εγκατάστασης που συνελήφθησαν, άρχισαν να ρίχνουν φως στο μυστήριο των V-3. H τελευταία πράξη της ιλαροτραγωδίας του V-3 παίχτηκε στο Πεενεμούντε.
O στρατηγός Ντόρνμπεργκερ, ο προϊστάμενος του προγράμματος του V-2, διατάχθηκε από το στρατηγό των SS Κάμλερ να βρει τρόπο να μετατρέψει την Αντλία Υψηλής Πίεσης σε λειτουργικό κανόνι για να βάλλει εναντίον συμβατικών στόχων. Το αίτημα ήταν αστείο, ωστόσο ο Ντόρνμπεργκερ, που γνώριζε ότι η απαίτηση προερχόταν από τον τρίτο ισχυρότερο άνδρα του Ράιχ, ούτε καν σκέφθηκε να γελάσει. Αντίθετα, απελπίστηκε από το ανέφικτο του εγχειρήματος, αν και διέθεσε άνδρες και πόρους για να πετύχει τη μετασκευή του “εξωτικού” κανονιού σε ένα λειτουργικό όπλο.
TA ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Το V-3 ήταν σαφώς το πλέον φιλόδοξο από τα σχέδια για δημιουργία υπερπυροβόλων του Γ' Ράιχ, όμως δεν ήταν το μοναδικό. Κατά τη διάρκεια του A' Π.Π οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει το περίφημο Kaiser Wilhelm Geshutz, το θηριώδες κανόνι που οι Γάλλοι ονόμασαν ''το πυροβόλο του Παρισιού'' επειδή είχε δημιουργηθεί για να βομβαρδίζει το Παρίσι από μία απόσταση 100 χιλιομέτρων. Το κανόνι αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έβαλε μόλις 300 βλήματα, εκ των οποίων τα 180 κατέληξαν στο Παρίσι, όπου προκάλεσαν ελάχιστες ζημιές και θύματα.
Όμως αυτό δεν απέτρεψε τους επόμενους Γερμανούς υποψήφιους κοσμοκράτορες, τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ, να κυνηγήσουν την υπεροχή σε βάρος των Συμμάχων με παρόμοια μέσα. Αρχικά, βεβαίως, η ιδέα πίσω από τη δημιουργία πραγματικά μεγάλων κανονιών ήταν να χρησιμεύσουν για την εκπόρθηση βαριών οχυρώσεων και για τον βομβαρδισμό και την καταπόνηση μεγάλων θυλάκων αντίστασης (λ.χ. πόλεων υπό πολιορκία). O Γερμανικός στρατός μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ και την καταστρατήγηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών που ακολούθησε, απευθύνθηκε στην Krupp, την κατασκευάστρια που είχε τις περισσότερες επιτυχίες με κανόνια κατά το παρελθόν, για να δημιουργήσει τα νέα ''τέρατα'' του Γ' Ράιχ.
Κατά τη διάρκεια του A' Π.Π η Krupp είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει τον μεγαλύτερο επιχειρησιακό όλμο του πολέμου, την Grosse Bertha (Μεγάλη Μπέρθα, όπου Μπέρθα ήταν το όνομα της εγγονής του ιδρυτή της εταιρείας, Φρειδερίκου-Αλφρέδου Κρουπ). H πρόταση που κατέθεσε η Krupp ήταν κυριολεκτικά εξωπραγματική: μιλούσε για πυροβόλα διαμέτρου 70, 80 και 100 εκατοστών. H πρόταση για το πυροβόλο των 80 εκ. θεωρήθηκε η πλέον υλοποιήσιμη, αλλά οι προδιαγραφές του όπλου προσέγγιζαν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας: το σύστημα του κανονιού θα είχε βάρος 1.350 τόνους, θα χρειαζόταν ένα άγημα υπηρετών δύναμης 2.000 ανδρών.
Θα έβαλλε βλήματα βάρους 7 τόνων και για την κίνησή του θα χρειαζόταν διπλή σιδηροδρομική τροχιά. Αν και προσωρινά το σχέδιο είχε αποσυρθεί, μετά το προσωπικό ενδιαφέρον του Χίτλερ ανασύρθηκε και η Krupp έλαβε παραγγελία για τη δημιουργία τριών τέτοιων γιγάντιων πυροβόλων, τα οποία ο Χίτλερ σκόπευε να χρησιμοποιήσει για να εκπορθήσει την γραμμή Μαζινό. Ήταν 1936 και οι τακτικές του πολέμου κινήσεων που τελειοποίησαν στη συνέχεια οι Γερμανοί επιτελείς βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα. Ετσι, η ηγεσία της Γερμανίας θεωρούσε ότι χρειαζόταν ισχυρά πυροβόλα για να καταβληθούν οι γιγάντιες γαλλικές οχυρώσεις που έκλειναν το δρόμο προς το Παρίσι.
Γι’ αυτό και η προθεσμία που δόθηκε στην Krupp ήταν ο Ιανουάριος του 1940. Αν και η εταιρεία ξεκίνησε αμέσως τις σχετικές εργασίες, η δημιουργία καννών αυτού του διαμετρήματος, που να είναι ικανές να αντέξουν τις τρομακτικές πιέσεις, ήταν ένα εγχείρημα που αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο. Όταν οι Γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες συνέτριψαν τις Γαλλικές άμυνες και κατέλαβαν τη γραμμή Μαζινό χωρίς να χρειαστεί να εκπορθήσουν τα οχυρά της, η Krupp ακόμη δεν είχε τελειώσει με την κατασκευή των πυροβόλων. Τελικώς, το πρώτο από τα γιγάντια πυροβόλα ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1942.
H πρώτη αναμέτρηση στην οποία δοκιμάστηκε εμπράκτως το Gustav ήταν η πολιορκία της Σεβαστούπολης. Αν και κατά την πολιορκία έβαλε μόλις 48 βλήματα, συνέβαλε καταλυτικά στην κατάληψη της Σεβαστούπολης. Κατά τη διάρκεια αυτής της αναμέτρησης, όμως, φάνηκε και η πρώτη μεγάλη αδυναμία αυτών των κανονιών: Η κάννη και ειδικότερα οι ραβδώσεις στο εσωτερικό της φθείρονταν με ταχύτατο ρυθμό. Έτσι, μετά τις 48 βολές, το Gustav έπρεπε να μεταφερθεί στη Γερμανία, ώστε οι τεχνικοί της Krupp να δημιουργήσουν ξανά τις ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης.
H Dora αντικατέστησε το Gustav στη Σεβαστούπολη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά, αφού σύντομα οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν την πόλη.
TO ΠΟΝΤΙΚΙ ΠΟΥ ΒΡΥΧΑΤΑΙ
Τα Γερμανικά άρματα μάχης κατά γενική ομολογία ήταν τα καλύτερα του B' Π.Π. Ωστόσο, οι Γερμανοί σχεδιαστές δεν παρέμειναν σε αυτά τα πανίσχυρα άρματα. Επικεφαλής της Γερμανικής επιτροπής αρμάτων αλλά και ταυτόχρονα σχεδιαστής και κατασκευαστής αρμάτων, ο Φερδινάνδος Πόρσε, προσωπικός φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, εκπόνησε ένα σχέδιο για ένα βαρύ άρμα που θα έκανε ακόμη και το Konigs Tiger να μοιάζει μικρό μπροστά του. Μοιάζει ειρωνικό -και μάλλον αυτή ήταν η πρόθεση του Δρος Πόρσε- που αυτό το θηρίο των 190 τόνων επιλέχθηκε να ονομαστεί Maus (ποντίκι). O βρυχηθμός του ήταν εντυπωσιακός.
Οπλισμένο με ένα πυροβόλο των 150 χιλιοστών (εναλλακτικά, των 120 χιλιοστών), με δευτερεύοντα οπλισμό ένα ακόμη πυροβόλο των 75 χιλιοστών και δύο βαριά πολυβόλα, με εμπρόσθια θωράκιση πάχους 350 χιλιοστών, επρόκειτο για έναν πραγματικό κολοσσό, ένα γιγάντιο άρμα μάχης μπροστά στο οποίο δεν μπορούσε να σταθεί κανένα συμβατικό άρμα. Με προσωπική παρέμβαση του Χίτλερ παραγγέλθηκαν έξι πρωτότυπα του τερατώδους άρματος. Αν και λίγοι περίμεναν ότι τα θηρία αυτά θα περνούσαν οποιαδήποτε διαδικασία δοκιμών, ο Πόρσε τούς εξέπληξε πετυχαίνοντας ταχύτητες 20 χλμ./ώρα με το Maus.
Ενώ ιδιαίτερα επιτυχημένη αποδείχθηκε η ανάρτηση του οχήματος, που ήταν μια παραλλαγή της λύσης που είχε προτείνει ο ίδιος σχεδιαστής για το Tiger. Ωστόσο, το άρμα ήταν υπερβολικά μεγάλο για οποιαδήποτε πρακτική χρήση. Το βάρος του με πλήρες φορτίο μάχης, συμπεριλαμβανομένου του εξαμελούς πληρώματος, έφθανε τους 190 τόνους. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι ο Γενικό Επιτελείο, παρά την αντίθεσή του στο Maus, το οποίο θεωρούσε επιχειρησιακά μη αξιοποιήσιμο, υιοθέτησε ένα παρόμοιο σχέδιο για ένα υπερβαρύ τανκ, το E100. Για το σκοπό αυτό ανέθεσαν στη Henschel, που είχε ήδη την επιτυχία των Tiger στο ενεργητικό της, να διερευνήσει τη δυνατότητα για ένα υπερβαρύ άρμα.
Και αν το Maus και το E100 μοιάζουν υπερφιλόδοξα και μη ρεαλιστικά, το επόμενο σχέδιο φθάνει στα σύνορα της επιστημονικής φαντασίας. H πρόταση ανήκε στον Ίνγκεμαρ Γκρότε, που το 1942 ήταν υπεύθυνος της παραγωγής των υποβρυχίων (U-boote) του Γερμανικού Υπουργείου Εξοπλισμών, και αφορούσε στη δημιουργία ενός ''άρματος μάχης'' (μόνο σε πολύ γενικά πλαίσια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ την έκφραση αυτή) βάρους 1.000 τόνων. Το σχέδιο -όπως αναμενόταν- ενθουσίασε τον Αδόλφο Χίτλερ και δόθηκε εντολή στην Krupp να προχωρήσει στον σχεδιασμό του ''θωρηκτού ξηράς'' όπως ονόμασαν οι Σύμμαχοι το P 1000, που η μητρική εταιρεία του βάφτισε Ratte (Αρουραίος).
Οι προδιαγραφές αυτού του Λεβιάθαν κόβουν την ανάσα: μήκος 35 μέτρα, πλάτος 14 και ύψος 11, πλάτος ερπύστριας 3.6 μέτρα σε κάθε πλευρά. Την κινητήρια δύναμη θα προσέφεραν είτε δύο 24κύλινδροι MAN V12Z32/44 με συνολική ισχύ 17.000 ίππων ή 8 20κύλινδροι Daimler-Benz MB501 που θα απέδιδαν συνολικά 16.000 ίππους. Οι αρχικοί υπολογισμοί έδειχναν ότι το μεγαθήριο αυτό θα μπορούσε να κινηθεί με 40 χιλιόμετρα την ώρα με τους κινητήρες της MAN. Με δεδομένο ότι επρόκειτο για ένα θωρηκτό ξηράς, ο οπλισμός του έπρεπε να είναι ανάλογος.
Στα σχέδια υιοθετήθηκε ένας τροποποιημένος πυργίσκος θωρηκτού (θαλάσσης), με μόνη διαφορά ότι θα έφερε δύο αντί για τρία κανόνια των 280 χιλιοστών, τα ίδια που είχαν τοποθετηθεί στα Sharnhorst και Gneisenau. Προφανώς οι σχεδιαστές της Krupp είχαν ξεφύγει πλέον εντελώς από την πραγματικότητα όταν, ενώ το Ratte προχωρούσε από το σχεδιαστήριο στην κατασκευή του πρωτοτύπου (σύμφωνα με κάποιους ερευνητές ο πυργίσκος του είχε ήδη κατασκευαστεί, αλλά αυτό παραμένει ανεπιβεβαίωτο), παρουσίασαν ένα ακόμη πιο εξωφρενικό σχέδιο.
Το P 1500, όπως δήλωνε και το όνομά του, θα ήταν ένα ''άρμα μάχης'' 1.500 τόνων. Θα ήταν οπλισμένο με ένα υπερβαρύ ολμοβόλο των 800 χιλιοστών (το πυροβόλο Dora) και θα διέθετε δύο πυροβόλα των 150 χιλιοστών ως δευτερεύοντα οπλισμό. H φωνή της λογικής σε ζητήματα εξοπλισμού του Γ' Ράιχ, ο Αλμπερτ Σπέερ, ήταν εκείνος που ακύρωσε και τα δύο προγράμματα στις αρχές του 1943.
OI ΑΛΛΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ
ΜΙΑ ΠΡΟΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Καθώς η πυραυλική επιστήμη αναπτυσσόταν, οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι τα κατευθυνόμενα, αυτοκινούμενα βλήματα ήταν το μέλλον των οπλικών συστημάτων. Οι έρευνές τους έθεσαν τη βάση για την ανάπτυξη πυραύλων αέρος-αέρος, εδάφους-αέρος και αέρος-εδάφους. Καθώς η επιστήμη του πολέμου έμπαινε σε μία νέα φάση, ως συνέπεια των ραγδαίων εξελίξεων που προκαλούσε ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι επιστήμονες του Γ' Ράιχ άρχισαν να αντιλαμβάνονται πρώτοι από όλους τους εμπόλεμους τους περιορισμούς κάποιων παραδοσιακών συστημάτων.
Το ότι τους αντιλήφθηκαν πρώτοι δεν είχε να κάνει με οποιαδήποτε ''ανωτερότητα'' των Γερμανών τεχνικών και επιστημόνων σε σχέση με τους συναδέλφους τους των άλλων χωρών, αλλά με την αναγκαιότητα που προέκυψε, καθώς η Γερμανία βρέθηκε να αντιμετωπίζει χώρες στην παραγωγική ικανότητα την οποία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιπαρέλθει με συμβατικά μέσα. Για παράδειγμα, από μία τέτοια ανάγκη γεννήθηκαν οι πρώτοι πύραυλοι αέρος-αέρος, που σήμερα είναι το βασικό και κύριο μέσο προσβολής που χρησιμοποιούν τα καταδιωκτικά αεροσκάφη.
Οι Γερμανοί είχαν διαπιστώσει ότι οι μαζικοί σχηματισμοί συμμαχικών βομβαρδιστικών, ανεξαρτήτως συνοδείας καταδιωκτικών, προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στα Γερμανικά μαχητικά που προσπαθούσαν να τους αναχαιτίσουν, καθώς διέθεταν μεγάλη συγκεντρωμένη ισχύ πυρός. Γενικότερα, στα μέσα του πολέμου, περίπου στα τέλη του 1942, οι περιορισμοί των συμβατικών όπλων με τα οποία ήταν οπλισμένα τα αεροσκάφη, δηλαδή, πολυβόλα ή μικρού διαμετρήματος πυροβόλα, ήταν πλέον εμφανείς σε όλους. Ιδιαίτερα όταν τα καταδιωκτικά αντιμετώπιζαν τα βομβαρδιστικά, η διαφορά στην ισχύ πυρός - κυρίως όταν τα βομβαρδιστικά ήταν σε σχηματισμό - ήταν τρομακτική.
Οι Γερμανοί βρήκαν αρκετές ενδιαφέρουσες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους σχηματισμούς των βαρέων βομβαρδιστικών, ωστόσο καμία από αυτές δεν εφαρμόστηκε επιχειρησιακά σε κάποια αξιόλογη κλίμακα. Μεταξύ αυτών ήταν ο βομβαρδισμός των βομβαρδιστικών με βόμβες διασποράς από αεροσκάφη που θα πετούσαν ψηλότερα, η δημιουργία ενός ''εναέριου ναρκοπεδίου'' με τη χρήση βομβών που θα έπεφταν αργά με αλεξίπτωτο και άλλες, περισσότερο ή λιγότερο εφαρμόσιμες, λύσεις. H εφαρμογή όλο και μεγαλύτερων όπλων στα αεροσκάφη -ακόμη και αντιαρματικά πυροβόλα των 75 χιλιοστών χρησιμοποιήθηκαν κάποια στιγμή- δεν ήταν σοβαρή λύση.
Ναι μεν αύξανε το δραστικό βεληνεκές των όπλων του αεροσκάφους, ούτως ώστε να βάλλει έξω από την ακτίνα δράσης των πολυβόλων των βομβαρδιστικών, ωστόσο, τα προβλήματα που προκαλούσε η οπισθοδρόμηση τέτοιων όπλων στην πτητική ικανότητα και τη σταθερότητα του αεροσκάφους ήταν τεράστια. Βεβαίως, λόγω της αύξησης της αποστάσεως, η σκόπευση καθίστατο δυσχερής και γενικά τα αποτελέσματα αυτών των όπλων ήταν φτωχά. Ωστόσο, ορισμένοι σκέφτηκαν ότι έχοντας στη διάθεσή τους μία αρκετά προηγμένη πυραυλική τεχνολογία, θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να λύσουν το πρόβλημα.
H πρώτη από τις λύσεις που προτάθηκαν δεν είχε όμως άμεσα να κάνει με τους πυραύλους κάθε είδους, αλλά με μία τεχνολογία που είχε ανακαλυφθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, το Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως (ΠΑΟ) που έβαλλε ένα και μοναδικό βλήμα μεγάλου διαμετρήματος, δίχως να προκαλεί τα προβλήματα των συμβατικών πυροβόλων. Καθώς όμως ένα και μοναδικό βλήμα δεν ήταν αποτελεσματικό, υιοθετήθηκε η λύση της τοποθέτησης ''καλάθων'' με ΠΑΟ, έως και πάνω από 40, τα οποία έβαλαν τα βλήματά τους σε μία ή περισσότερες ομοβροντίες.
Ένα άλλο ζήτημα που έμελλε να λυθεί ήταν αυτό της σκόπευσης, αφού όπως είδαμε σε μεγάλες αποστάσεις και με τις ιδιαίτερα υψηλές ταχύτητες των σύγχρονων μαχητικών (το Me 262, όπως είδαμε, ξεπερνούσε τα 800 χλμ./ώρα) η σκόπευση καθίστατο προβληματική δίχως μηχανικά βοηθήματα. Οι Γερμανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα σύστημα, τη λεγόμενη ''Συσκευή Zossen'', που περιλάμβανε μία πηγή και ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο που βοηθούσε στην αυτόματη σκόπευση. Πολλά διαφορετικά σχέδια και υλοποιήσεις με ΠΑΟ εφαρμόσθηκαν, ωστόσο τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά φτωχά και οι Γερμανοί συνέχισαν να αναζητούν μία καλύτερη λύση.
ΑΥΤΟΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΒΛΗΜΑΤΑ
Ένα από τα συστήματα που αποτελούσαν ένα συμβιβασμό μεταξύ μίας ''κανονικής'' ρουκέτας αέρος-αέρος και ενός ΠΑΟ, αποτελούσε το R4M. Το σύστημα αυτό αποτελούνταν από ένα κάνιστρο που διέθετε έναν αριθμό βλημάτων (συνήθως 12) και το οποίο κατά κανόνα προσαρμοζόταν κάτω από τα φτερά. Στην περίπτωση του Me 262, π.χ., τοποθετούσαν από ένα κάνιστρο με 12 ''ρουκέτες'' κάτω από κάθε φτερό. Οι πύραυλοι δεν πυροδοτούνταν όλοι μαζί, αλλά σε σειρά, με διαστήματα ενός δευτερολέπτου μεταξύ τους. Αυτό επέτρεπε μεγαλύτερη διασπορά των βλημάτων και αύξανε την πιθανότητα να πετύχουν το στόχο τους.
H συσκευή αυτή δεν είχε τίποτε το επαναστατικό, ωστόσο αποτέλεσε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης ενός συστήματος αυτοκινούμενων βλημάτων αντί πυροβόλων στον οπλισμό των αεροπλάνων. H εμπειρία από τη μέτρια επιτυχία (κατ’ άλλους την αποτυχία) του συστήματος R4M έκανε τους Γερμανούς τεχνικούς να κατανοήσουν ότι ένα πραγματικά αποτελεσματικό όπλο που θα επέτρεπε εμπλοκή των αεροσκαφών σε αποστάσεις όπου δεν θα κινδύνευαν από τα εχθρικά πυρά και θα ήταν αποτελεσματικό ενάντια σε ιπτάμενους στόχους, θα ήταν ένα βλήμα το οποίο θα κατευθυνόταν στο στόχο με ''ίδια μέσα''. H πρώτη εταιρεία που ανέπτυξε ένα βλήμα αέρος-αέρος ήταν η Henschel.
H ανάπτυξή του ξεκίνησε το 1939, από ένα τμήμα της εταιρείας που είχε αφιερώσει τις εργασίες του στην ανάπτυξη συστημάτων πτήσης για μη επανδρωμένα αεροσκάφη. H επιλογή να στραφούν σε ένα κατευθυνόμενο βλήμα έμοιαζε σχεδόν φυσική και το αποτέλεσμα των εργασιών τους ήταν το Hs 293H. Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα ευφυές σχέδιο, αν και οι περιορισμοί που συνεπαγόταν η σχετική τεχνολογία είχαν ωθήσει τους μηχανικούς της Henschel να το κατασκευάσουν ως βλήμα διασποράς. Συγκεκριμένα, το βλήμα θα εκτοξευόταν από ένα αεροσκάφος και θα καθοδηγούνταν προς την περιοχή στόχου, που προσδιοριζόταν ως ένας σχηματισμός εχθρικών βομβαρδιστικών.
Εκεί θα οδηγούνταν στο μέσο μίας πυκνής συγκέντρωσης αεροσκαφών και η εκρηκτική κεφαλή του θα πυροδοτούνταν. H καθοδήγηση του πυραύλου γινόταν από το αεροσκάφος που τον εκτόξευε, μέσω ενός χειριστηρίου και μίας κεραίας ραδιοσημάτων, τα οποία ενεργοποιούσαν τις επιφάνειες ελέγχου του πυραύλου. Αυτό το σύστημα τελικώς εφαρμόστηκε και σε άλλα κατευθυνόμενα βλήματα που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πύραυλος διέθετε μία ιδιαίτερα ογκώδη κεφαλή με εκρηκτική γόμωση βάρους 295 κιλών.
Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν πολύ μεγάλο πύραυλο και οι προϋποθέσεις επιτυχίας του ήταν μάλλον περιορισμένες, παρά τις προηγμένες τεχνολογικές λύσεις τις οποίες ενσωμάτωνε. Κάποιες εκδόσεις του που προτάθηκαν από την Henschel περιλάμβαναν ακόμη και μία τηλεοπτική κάμερα, η οποία ήταν τοποθετημένη στο ρύγχος και επέτρεπε στο χειριστή -από το αεροσκάφος που την εκτόξευσε- να παρακολουθεί την πορεία της και να στοχεύει σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, στην πράξη αυτό το σύστημα ουδέποτε στάθηκε δυνατό να λειτουργήσει, λόγω περιορισμών στην τεχνολογία της εποχής.
Τελικώς, η ηγεσία του Υπουργείου Αεροπορίας της Γερμανίας δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με τις προδιαγραφές αυτού του βλήματος. Αντίθετα, ένας άλλος πύραυλος που ανέπτυσσε η Henschel, ο Hs 117H, είχε αρχικά σχεδιαστεί ως εδάφους-αέρος και στη συνέχεια προσαρμόστηκε για να χρησιμοποιηθεί σε ρόλο αέρος-αέρος. Αυτός ο πύραυλος ήταν μία σαφής βελτίωση σε σχέση με τον Hs 293, καθώς η κεφαλή του είχε βάρος 100 κιλών, είχε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα δράσης (6 χιλιόμετρα, με στόχο να φθάσει έως και τα 10).
Ενώ και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ήταν σαφώς ανώτερα από αυτά του ''προγόνου'' του, παρά την αντισυμβατική και μάλλον παράξενη σχεδίασή του. Ωστόσο, αυτός ο πύραυλος δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά μέχρι το τέλος του πολέμου. H ανάπτυξή του συνεχιζόταν στα εργαστήρια της Henschel, όμως ούτε ένας Hs 117H δεν εξόπλισε τα αεροσκάφη της Luftwaffe κατά τη διάρκεια των απελπισμένων μαχών που έδινε τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Μία τρίτη προσπάθεια της ίδιας εταιρείας είχε άδοξο τέλος, αφού η ανάπτυξή της διακόπηκε τον Ιανουάριο του 1945.
Επρόκειτο για τον Hs 298, έναν πύραυλο καθαρά αέρος-αέρος, που ήταν εξαρχής σχεδιασμένος για να προσβάλει ένα αεροσκάφος, διαθέτοντας μία εκρηκτική κεφαλή με γόμωση από 25 έως 48 κιλά εκρηκτικής ύλης.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
H καλύτερη από τις πολλές προσπάθειες των Γερμανών για δημιουργία ενός πυραύλου αέρος-αέρος ήταν ο Ruhrstahl X-4. Αποτελούσε μέλος της οικογένειας των πυραύλων της σειράς X που ανέπτυξε η Ruhrstahl A.G. σε συνεργασία με τον Μαξ Κράμερ. Τα άλλα δύο μέλη αυτής της ιδιότυπης οικογένειας ήταν ο Fritz-X ή X-1, ουσιαστικά μία κατευθυνόμενη βόμβα, και ο X-7 Rottkappchen, ένας αντιαρματικός πύραυλος. O X-4 σχεδιάστηκε εξαρχής ως ένας πύραυλος αέρος-αέρος και μάλιστα για χρήση από μαχητικά αεροσκάφη με αεριώθηση και όχι με τα συμβατικά εμβολοφόρα.
Επίσης, είχε σχεδιαστεί εξαρχής για να καθοδηγείται ενσύρματα και είχαν ληφθεί οι απαραίτητες προφυλάξεις για την ομαλή λειτουργία του ενσύρματου συστήματος. Για την εποχή του, ήταν ένα σχέδιο σχεδόν επαναστατικό. Ενσωμάτωνε πολλές εξαιρετικά έξυπνες ιδέες και κατά τη διάρκεια των δοκιμών του είχε πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. H μηχανή του παρήγαγε ώση 140 κιλών, υπεραρκετή για το βάρος και το μέγεθος του μικρού πυραύλου, ενώ προσέφερε ώση για συνολικά 17 δευτερόλεπτα, που ήταν και ο χρόνος πτήσης του πυραύλου.
H παραγωγή του Ruhrstahl X-4 είχε εγκριθεί από τα ανώτερα κλιμάκια της Γερμανικής ηγεσίας και είχε δοθεί ήδη από τον Αύγουστο του 1944 μία παραγγελία για τα 1.000 πρώτα κομμάτια που θα εξόπλιζαν τα αεριωθούμενα του Γ' Ράιχ - πιθανότατα τα Me 262. Ωστόσο, δεν έμελλε ούτε αυτός ο πύραυλος να γνωρίσει επιχειρησιακή χρήση. Αν και τα σκάφη και οι κεφαλές των πυραύλων είχαν ετοιμαστεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944, παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην κατασκευή των κινητήρων. H BMW, που είχε αναλάβει το συμβόλαιο, είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα που εμπόδιζαν τη μαζική παραγωγή τους.
Πάνω που αυτά τα προβλήματα λύθηκαν και είχε αρχίσει η μαζική παραγωγή των κινητήρων, μία αεροπορική επιδρομή των Συμμάχων προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο εργοστάσιο που παρήγαγε τους κινητήρες και κατέστρεψε ολοκληρωτικά τα λίγες δεκάδες κομμάτια που ήταν ήδη έτοιμα. Με αυτό τον τρόπο, έληξε άδοξα η σύντομη ιστορία του πρώτου λειτουργικού πυραύλου αέρος-αέρος.
ΑΝΤΙΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ
H ανεπάρκεια των συμβατικών αντιαεροπορικών συστημάτων είχε γίνει προφανής από νωρίς. Παρά την υπερεπάρκεια αντιαεροπορικών πολυβόλων και πυροβόλων όλων των τύπων και των διαμετρημάτων, αποδεικνυόταν ιδιαίτερα δύσκολο να χτυπηθούν αεροσκάφη, ακόμη και τα σχετικά αργά και δυσκίνητα βαριά βομβαρδιστικά. Το μεγάλο πρόβλημα των Γερμανών είχε να κάνει βεβαίως με τους τεράστιους σχηματισμούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών, που κατέστρεφαν τη μία μετά την άλλη τις Γερμανικές πόλεις και τα παραγωγικά κέντρα, σχεδόν ανενόχλητοι από τις απόπειρες της Luftwaffe να τους αναχαιτίσει.
Καθώς ο ενθουσιασμός για τις προοπτικές των κατευθυνόμενων βλημάτων ήταν διαδεδομένος ανάμεσα στους κορυφαίους τεχνικούς της Γερμανίας, αλλά και μεταξύ της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, δεν είναι παράξενο που και εδώ ξεκίνησαν προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου βλήματος, δηλαδή, ενός πυραύλου εδάφους-αέρος που θα ήταν σε θέση να καταρρίψει ένα αεροσκάφος που πετούσε σε μεγάλο υψόμετρο. Οι προσπάθειες των Γερμανών ξεκίνησαν αρκετά νωρίς και σε αυτόν τον τομέα, από το 1941, ωστόσο, όπως και στα άλλα ανάλογα προγράμματα οι καθυστερήσεις δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ουσιαστική πρόοδος μέχρι τον τελευταίο χρόνο του πολέμου.
Οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονταν σε μία σειρά από παράγοντες, ο κυριότερος εκ των οποίων ήταν η στενότητα των διαθέσιμων πόρων και η ανάγκη να διοχετευθούν οι περισσότεροι εξ αυτών σε σχέδια τα οποία θα είχαν αποδεδειγμένα πρακτική χρησιμότητα και θα συνέβαλαν, ει δυνατόν άμεσα, στην πολεμική προσπάθεια του Γ' Ράιχ. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα από τα τολμηρά σχέδια των πρωτοπόρων επιστημόνων βρήκαν πρόσφορο έδαφος και υιοθετήθηκαν από τα ανώτερα κλιμάκια της ηγεσίας των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, η ανάπτυξή τους δεν στάθηκε δυνατό να γίνει έγκαιρα, αφού συχνά παραγκωνίζονταν προς όφελος πιο βατών και άμεσα υλοποιήσιμων σχεδίων.
Οι Γερμανικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι ήταν ένα σχέδιο που ενέπιπτε στην παραπάνω κατηγορία, καθυστέρησε, δηλαδή, σημαντικά, παρότι οι έρευνες είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Μία προσπάθεια που αξίζει να αναφερθεί διότι κατά πάσα πιθανότητα είναι ο μοναδικός εκ των πυραύλων εδάφους-αέρος που γνώρισε επιχειρησιακή χρήση, είναι ο Taifun (Τυφώνας). Παρότι επρόκειτο για έναν πύραυλο δίχως σύστημα ενεργούς καθοδήγησης, το αντιαεροπορικό αυτό βλήμα ήταν ιδιαίτερα απλό στην παραγωγή, ωστόσο οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικά φτωχές. Όμως το μέλλον -και αυτό το είχαν αντιληφθεί οι Γερμανοί- ήταν τα κατευθυνόμενα βλήματα.
H Henschel, η εταιρεία που στάθηκε πρωτοπόρα και στον τομέα των πυραύλων αέρος-αέρος, είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη του Hs 117 ως ένα κατευθυνόμενο βλήμα εδάφους-αέρος. O ίδιος πύραυλος, όπως είδαμε προηγουμένως, μετασκευάστηκε για χρήση ως αέρος-αέρος, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόλαβε να χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά ούτε στον έναν ρόλο ούτε στον άλλο. O Hs 117 με το κωδικό όνομα Schmetterling (πεταλούδα) ήταν ένας σχετικά ογκώδης πύραυλος, βάρους κατά την απογείωση περί τα 440 κιλά, με μία κεφαλή εκρηκτικών 25 κιλών, με μήκος 4,29 μ. και διάμετρο 350 mm. Είχε θεωρητική ακτίνα δράσης τα 32 χιλιόμετρα και μπορούσε να χτυπήσει στόχους σε ύψος έως και 11.000 μέτρα.
H απογείωσή του επιτυγχανόταν με τη χρήση δύο πλευρικών πυραύλων, που έκαιγαν για 4 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια αποσπώντο για να ξεκινήσει ο κύριος κινητήρας. H καθοδήγησή του προς το στόχο γινόταν με τη χρήση ραδιοσημάτων, παρά την ευπάθεια που είχε αυτή η μέθοδος στη ραδιοπαρεμβολή που είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν οι Σύμμαχοι. Το σύστημα καθοδήγησης που χρησιμοποιείτο ήταν το ''Parsival'' (FuG203/230) και ο χειριστής εδάφους παρακολουθούσε την πρόοδο του βλήματος, παρατηρώντας μία φωτοβολίδα που άναβε στην ουρά του όταν βρισκόταν σε πτήση.
Γενικά, το Schmetterling στις δοκιμές πήγε αρκετά καλά και αποδείχτηκε αξιόπιστο και αρκετά εύστοχο, ωστόσο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. H τελική εντολή για την παραγωγή του δόθηκε το Δεκέμβριο του 1944. Αντίθετα με τα προσδοκώμενα, ούτε ένας από αυτούς τους πυραύλους δεν διατέθηκε για επιχειρησιακή χρήση.
ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Το ένα από τα δύο πιο φιλόδοξα σχέδια που είχαν να κάνουν με την αντιαεροπορική εφαρμογή της Γερμανικής πυραυλικής τεχνολογίας ήταν το σχέδιο Wasserfall (καταρράκτης), στην ανάπτυξη του οποίου πρωτοστάτησε ο ίδιος ο Βέρνερ φον Μπράουν με την ομάδα του. Καθώς η Γερμανία αναζητούσε εναγωνίως ένα αποτελεσματικό σύστημα αντιαεροπορικής προστασίας, κάποιοι σκέφτηκαν ότι ο δημιουργός του V-2 ίσως να μπορεί να λύσει το πρόβλημα. H ευκαιρία για την απόσπαση του φον Μπράουν δόθηκε όταν ο στρατηγός Κάμλερ των SS ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για τα προγράμματα των πυραύλων V, παραμερίζοντας επί της ουσίας τον φον Μπράουν και τον προϊστάμενό του, Βάλτερ Ντορνμπέργκερ.
O φον Μπράουν μετατέθηκε προσωρινά στο πρόγραμμα Wasserfall και ξεκίνησε τις προσπάθειες δημιουργίας ενός αποτελεσματικού συστήματος αντιαεροπορικής προστασίας, βασισμένου στη δοκιμασμένη πυραυλική τεχνολογία του. Βρήκε αρκετή δουλειά έτοιμη από τους προκατόχους του, οι οποίοι είχαν βασιστεί με τη σειρά τους στη δουλειά του φον Μπράουν στον V-2. O πύραυλος τον οποίο δημιούργησε ήταν ένα πραγματικό θηρίο. Με μήκος σχεδόν 8 μέτρα (7,84 μ. για την ακρίβεια) και βάρος σχεδόν 3,5 τόνους κατά την απογείωση, ο ''καταρράκτης'' ήταν ένας ιδιαίτερα ογκώδης πύραυλος για το ρόλο που του είχε επιφυλαχθεί.
Πρόδιδε έτσι την καταγωγή του, καθώς ουσιαστικά ήταν μία εξέλιξη του A4 (του γνωστού V-2). Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που χρειάστηκε να λύσουν οι τεχνικοί ήταν αυτό του προωθητικού υλικού. Καθώς ο V-2 ήταν επί της ουσίας ένα στρατηγικό όπλο, το οποίο αναπτυσσόταν και χρησιμοποιούνταν βάσει σχεδίου, το ότι χρησιμοποιούσε ένα εξαιρετικά δύσχρηστο και προβληματικό ως προς τη συντήρησή του καύσιμο, το υγρό οξυγόνο, δεν ήταν πρόβλημα. Όμως αντίθετα, ο Wasserfall θα ήταν ένα όπλο συνεχούς ετοιμότητας, το οποίο θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή για να ανταποκριθεί στις ανάγκες αναχαίτισης ενός νέου κύματος εχθρικών βομβαρδιστικών.
Το υγρό οξυγόνο δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις, οπότε η πρώτη εργασία που χρειάστηκε να γίνει ήταν η τροποποίηση του κινητήρα ώστε να χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό καύσιμο, έναν συνδυασμό Salbei και Visol. Συνεπεία της καταγωγής του από τον A4, ο Wasserfall ξεπερνούσε κατά πολύ τους υπόλοιπους αντιαεροπορικούς πυραύλους σε βεληνεκές και επιχειρησιακό ύψος. Συγκεκριμένα, ο πανίσχυρος κινητήρας του τού έδινε ώση 8.000 κιλών για ένα διάστημα 40 δευτερολέπτων. Αυτό του επέτρεπε να έχει ακτίνα δράσης 50 χιλιόμετρα, ενώ μπορούσε να φθάσει στα 20.000 μέτρα ύψος, πολύ υψηλότερα από την επιχειρησιακή οροφή οποιουδήποτε αεροσκάφους της εποχής.
Αντίθετα με τους υπόλοιπους αντιαεροπορικούς πυραύλους που εκτοξεύονταν υπό κλίση, ο Wasserfall εκτοξευόταν κάθετα. Όπως και στους υπόλοιπους πυραύλους, όμως, το πρόβλημα και εδώ ήταν η καθοδήγηση προς το στόχο. O πύραυλος ανέπτυσσε εντυπωσιακές ταχύτητες και το χειροκίνητο οπτικό σύστημα διεύθυνσης (με χειριστήρια εδάφους) αποδείχτηκε ανεπαρκές. Ωστόσο, τα περισσότερα προβλήματα είχαν ξεπεραστεί μέχρι τις αρχές του 1945 και πάνω από 30 επιτυχημένες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις είχαν πείσει την ηγεσία του Γ’ Ράιχ ότι αυτός ήταν ο αντιαεροπορικός πύραυλος που χρειάζονταν.
Μάλιστα, ο προγραμματισμός ήταν η παραγωγή του να ξεκινήσει άμεσα μόλις ήταν έτοιμο το μεγαλύτερο υπόγειο εργοστάσιο της Γερμανίας, στο Μπλάιχροντε. Μέχρι τον Μάιο του 1945, όταν οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Βερολίνο, το εργοστάσιο δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί...
ΠΥΡΑΥΛΟΣ ΑΠΟ ΚΟΝΤΡΑ ΠΛΑΚΕ
H ένδεια πρώτων υλών που ταλαιπωρούσε τη Γερμανία, ιδιαίτερα την τελευταία διετία του καταστρεπτικού πολέμου, ανάγκασε τους Γερμανούς σχεδιαστές να εφευρίσκουν απίθανες λύσεις για να διαθέσουν την παραγωγή ευτελών υλικών - όπως, για παράδειγμα, το κόντρα πλακέ. H παραγωγή κόντρα πλακέ στη Γερμανία ήταν τεράστια την εποχή αυτή, αντίθετα με την παραγωγή χάλυβα που αφενός ήταν περιορισμένη, αφετέρου είχε πολλούς πελάτες σε ολόκληρο το φάσμα της πολεμικής βιομηχανίας. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, η Messerschmitt κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αντιαεροπορικό πύραυλο από κόντρα πλακέ.
Για την ακρίβεια, το σκάφος του πυραύλου ήταν κατασκευασμένο από το υλικό αυτό, ενώ αντίθετα τα μηχανικά μέρη συνέχιζαν να είναι κατασκευασμένα από μέταλλο. Το Enzian, όπως ονομάστηκε ο πύραυλος της Messerschmitt, ήταν βασισμένο στο πρώτο πυραυλοκίνητο αεροσκάφος, το Komet (Me 160). H παραλλαγή του Komet που πρότεινε η εταιρεία για αντιαεροπορικό πύραυλο ήταν μάλλον υπερβολικά μεγάλος και αναξιόπιστος για να παίξει έναν τέτοιο ρόλο με κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Παρόλα αυτά, η πρόταση έκανε μία αξιομνημόνευτη σταδιοδρομία μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων της Γερμανικής ηγεσίας, που είχε τον καιρό που παρουσιάστηκε να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της ανεπάρκειας μετάλλων.
Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός λόγος που το σχέδιο αυτό προχώρησε πέρα από το σχεδιαστήριο ήταν ακριβώς ότι ήταν κατασκευασμένο κατά κύριο λόγο από ξύλο. Παρόλα αυτά, το βάρος του πυραύλου ήταν πολύ μεγάλο και έφθανε τα 1.800 κιλά, εκ των οποίων 300 ζύγιζε η πανίσχυρη εκρηκτική γόμωση της κεφαλής του. Για την εκτόξευση του Enzian φρόντιζαν τέσσερις πυραυλωθητές, παρόμοιοι με εκείνους που διέθετε ο Hs 117 (μόνο που σε αυτόν υπήρχαν δύο).
Ενώ μόλις εξαντλούσαν τα καύσιμά τους αναλάμβανε η κυρίως μηχανή, μία Walter R1-210B στις δοκιμαστικές εκδόσεις, που θα αντικαθίστατο στις επιχειρησιακές εκδόσεις από μία λιγότερο δαπανηρή που αναπτυσσόταν παράλληλα. Οι επιδόσεις του πυραύλου δεν ήταν εντυπωσιακές, αφού το ανώτερο ύψος στο οποίο μπορούσε να φθάσει ήταν τα 12.000 μέτρα, ενώ το δραστικό βεληνεκές έφθανε στα 24 περίπου χιλιόμετρα.
H ''KOPH TOY ΡΗΝΟΥ''
H Rheinmetall είχε αποκτήσει αξιοσημείωτη εμπειρία στη δημιουργία πυραύλων με την κατασκευή του Rheinbote, αν και αυτός ο πύραυλος δεν είχε σύστημα ενεργητικής διεύθυνσης, ενώ διέθετε περιορισμένο σύστημα παθητικής διεύθυνσης. Παρόλα αυτά, η εταιρεία ήδη από το 1941 είχε αρχίσει να ερευνά τις δυνατότητες δημιουργίας ενός κατευθυνόμενου αντιαεροπορικού πυραύλου, ξεκινώντας αρχικά το σχέδιο Hecht και στη συνέχεια, αφού αυτό εγκαταλείφθηκε, το σχέδιο Feuerlilie.
Το Hecht εγκαταλείφθηκε νωρίς, πριν καν περάσει από το σχεδιαστήριο στα εργαστήριο, αλλά το Feuerlilie προχώρησε περισσότερο και μάλιστα μία σειρά πρωτοτύπων κατασκευάστηκαν και δοκιμάστηκαν, δίχως ωστόσο αξιοσημείωτα αποτελέσματα, ενώ ουδέποτε δόθηκε εντολή για προμήθεια του συγκεκριμένου συστήματος από τις Γερμανικές αρχές. Αυτά τα συστήματα ήταν πάντως πρωτόγονα συγκρινόμενα με το επόμενο, ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο της ίδιας εταιρείας. Αφού λοιπόν καθιέρωσε τον ''Αγγελιοφόρο του Ρήνου'' (αυτό σημαίνει το Rheinbote) αποφάσισε να δημιουργήσει και τη ''Θυγατέρα του Ρήνου'', τον πύραυλο με την κωδική ονομασία Rheintochter.
O πύραυλος ήταν στερεών καυσίμων και δύο σταδίων. Το πρώτο στάδιο περιείχε μόνο έναν πυραυλωθητή στερεών καυσίμων και στόχευε να δώσει στον πύραυλο υψηλή αρχική ταχύτητα. Στη συνέχεια, κατέπεφτε και αναλάμβανε ο πύραυλος του δεύτερου σταδίου, που θα προωθούσε το βλήμα με την κεφαλή των 100 κιλών στο στόχο. H σταθεροποίηση του πυραύλου εξασφαλιζόταν με δύο σειρές πτερυγίων, μία στο εμπρόσθιο τμήμα και μία στο οπίσθιο, ενώ χρησιμοποιείτο επίσης ένα απλό σύστημα γυροσκοπίου. O πύραυλος προβλεπόταν να ξεπερνά την ταχύτητα των 1.300 χλμ./ώρα, ενώ το δραστικό βεληνεκές του υπολογιζόταν στα 40 χιλιόμετρα.
O μόνος τομέας όπου υστερούσε ήταν η επιχειρησιακή οροφή, αφού έφθανε μόλις στα 6.000 μέτρα ύψος και οι σχεδιαστές του συνέχισαν να εργάζονται για να βελτιώσουν αυτό το νούμερο σε σημαντικό βαθμό. Τα παραπάνω αφορούν στην πρώτη έκδοση του πυραύλου, το Rheintochter I, ενώ το επόμενο στάδιο δοκιμών θα διεξαγόταν με την έκδοση II. H έκδοση παραγωγής προβλεπόταν να είναι η III, ωστόσο φαίνεται ότι μόλις ένα ή δύο πρωτότυπα της έκδοσης αυτής κατασκευάστηκαν. Αντίθετα, οι εκδόσεις I και II παρήχθησαν σε περίπου 50 αντίτυπα, τα οποία δοκιμάστηκαν σε διάφορες περιόδους από το 1942 έως το 1944. Ούτε και αυτός ο τύπος χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά.
ΠΥΡΑΥΛΟΙ ΑΕΡΟΣ - ΕΔΑΦΟΥΣ
H εκμετάλλευση της πυραυλικής τεχνολογίας δε σταμάτησε εδώ, αφού οι Γερμανοί ήθελαν να εκμεταλλευτούν το σύνολο των δυνατοτήτων που τους δίνονταν από τη θαυμαστή, νέα εφεύρεση των αυτοκινούμενων βλημάτων. H εμπειρία από τρία χρόνια πολέμου έδειξε ότι ο μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί βομβαρδισμός ακριβείας ενός στόχου που δεν έχει το μέγεθος μίας πόλης, ήταν με κάθετη εφόρμηση, με χρήση ενός μικρού βομβαρδιστικού κατάλληλα διαμορφωμένου. Τα περίφημα Stuka ήταν αυτού του είδους αεροσκάφη, που είχαν ως μοναδική αποστολή το βομβαρδισμό εχθρικών στόχων με υψηλό επίπεδο ακρίβειας.
Βεβαίως, με την εξέλιξη των αντιαεροπορικών συστημάτων και την υψηλή διαθεσιμότητα εχθρικών καταδιωκτικών, ο βομβαρδισμός καθέτου εφορμήσεως άρχισε σύντομα να μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας και τα ποσοστά απωλειών σε τέτοιες αποστολές μετά τα μέσα του πολέμου ήταν τεράστια. Τέτοιου είδους απώλειες, τουλάχιστον από την αεράμυνα εδάφους, δεν ήταν δυνατές αν εφαρμόζονταν οι μαζικοί βομβαρδισμοί (αυτό που οι Αμερικανοί ονόμασαν carpet bombing) από μεγάλο υψόμετρο.
Ωστόσο, εδώ χανόταν οποιαδήποτε ακρίβεια και, αν ο στόχος ήταν μικρός (ένα μεμονωμένο κτίσμα, ένα πλοίο επιφανείας ή ακόμη και συγκεντρώσεις πεζικού, αρμάτων κλπ.), υπήρχε μεγάλη σπατάλη βομβών με ελάχιστο ή και καθόλου αποτέλεσμα. H λύση που από τα πρώτα ήδη στάδια του πολέμου είχε πέσει στο τραπέζι, ήταν η δημιουργία κατευθυνόμενων βλημάτων που θα μπορούσαν να βληθούν από ένα αεροσκάφος εκτός του βεληνεκούς των αντιαεροπορικών και θα είχαν αρκετή ακρίβεια, ώστε να πετυχαίνουν μεμονωμένους στόχους. H πρώτη προσπάθεια που πέρασε από το σχεδιαστήριο στην εφαρμογή ήταν αυτή του πρώτου πυραύλου της σειράς X της Ruhrstahl, του X-1 ή ''Fritz-X''.
Το ''Fritz-X'' ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν για αυτή την καθοδηγούμενη βόμβα οι ιθύνοντες της Luftwaffe, ενώ σε άλλες υπηρεσίες ήταν γνωστή με άλλα ονόματα: PC-1400X, FX 1400 ή απλώς FX. O αριθμός 1.400 δεν είναι τυχαίος ούτε και η ονομασία ''Fritz''. H Luftwaffe παρήγγειλε τη βόμβα αυτή για να είναι το καθοδηγούμενο ανάλογο της ιδιαίτερα αποτελεσματικής βόμβας των 1.400 κιλών που διέθετε και η οποία είχε τον κωδικό SD 1.400, αλλά μεταξύ των πληρωμάτων της Γερμανικής αεροπορίας ήταν γνωστή ως ''Fritz''.
Προφανώς, για λόγους συμβατότητας με τους υπάρχοντες φορείς οπλισμού, η Ruhrstahl κράτησε το ίδιο σχήμα της βόμβας της Luftwaffe, προσθέτοντας όμως ακόμη ένα μικρό κύλινδρο στο πίσω μέρος με ειδικά πτερύγια, ενώ ακόμη ένα σετ πτερυγίων στη μέση του κυλίνδρου συμπλήρωναν την εικόνα. Αυτό που δεν φαινόταν ήταν ο δέκτης ραδιοσημάτων και οι μηχανισμοί κίνησης των πτερύγων, που καθιστούσαν αυτή τη βόμβα ένα ημικατευθυνόμενο αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό -όπως αποδείχθηκε στην πράξη- όπλο. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι τεχνικά το Fritz-X δεν ήταν αυτοκινούμενο βλήμα.
Ήταν όμως κατευθυνόμενο βλήμα και καθώς είναι το πρώτο του είδους που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία, αξίζει εκτενούς αναφοράς. H βόμβα αφηνόταν από μεγάλο υψόμετρο (από 4.000 έως 8.000 μέτρα) και οι χειριστές της από το αεροσκάφος άφεσης την καθοδηγούσαν μέσω ραδιοσημάτων. Τα ραδιοσήματα ενεργοποιούσαν τους μηχανισμούς κίνησης, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέβαλλαν τη θέση των πτερυγίων, ούτως ώστε να κατευθύνουν το βλήμα προς το στόχο που είχαν επιλέξει οι χειριστές του. Αυτό το απλό και πρωτόγονο σύστημα αποδείχτηκε εντυπωσιακά αποτελεσματικό σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το αυξημένο βεληνεκές, που προέκυπτε από το ότι η βόμβα ανεμοπορούσε για μεγάλη απόσταση, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όταν χρησιμοποιούνταν ενάντια σε στόχους που είχαν αξιοσημείωτη αντιαεροπορική προστασία. Αυτά φάνηκαν ολοκάθαρα όταν ο Fritz-X χρησιμοποιούνταν εναντίον των κατεξοχήν στόχων που είχαν αναγκάσει τη γερμανική αεροπορία να αναπτύξει τα βλήματα αυτού του τύπου, το συμμαχικά πλοία επιφανείας. H πρώτη μεγάλη επιτυχία του Fritz-X προέκυψε όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και εγκατέλειψαν τον Αξονα. H Luftwaffe προσπαθούσε να αχρηστεύσει τον Ιταλικό στόλο πριν παραδοθεί στους Συμμάχους, όταν μία μοίρα αεροσκαφών Dornier Do 217 τον εντόπισε στις 9 Σεπτεμβρίου.
Ένα από αυτά, το Do 217 του Χάινριχ Σμετς, εξοπλισμένο με δύο τέτοιες βόμβες, βύθισε το Ιταλικό θωρηκτό ''Roma'', χτυπώντας το με δύο πλήγματα ακριβείας από τις ισάριθμες βόμβες Fritz-X που εξαπέλυσε, ενώ ένα άλλο αεροσκάφος του ίδιου τύπου χτύπησε το θωρηκτό ''Italia'', το οποίο υπέστη σοβαρότατες ζημιές και αχρηστεύτηκε για το υπόλοιπου του πολέμου. Το ισοζύγιο των επιτυχιών του X-1 μετά από αυτό, διαμορφώθηκε ιδιαίτερα εντυπωσιακά: μεταξύ άλλων, τα αεροσκάφη της Luftwaffe βύθισαν, χρησιμοποιώντας την κατευθυνόμενη βόμβα, τα Βρετανικά καταδρομικά ''Janus'' και ''Spartan'', το Αμερικανικό ''Philadelphia''.
Ενώ προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές και έθεσαν εκτός μάχης για περισσότερο από έναν χρόνο το Αμερικανικό ''Savannah'' και τo Βρετανικό ''Uganda'', ενώ παρόμοια τύχη είχε και το Βρετανικό θωρηκτό ''Warspite''.
H ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ HENSCHEL
Είδαμε παραπάνω την παραλλαγή του Hs 293 της Henschel, που δοκιμάστηκε ως πύραυλος εδάφους-αέρος, όμως η σχεδίαση αυτή αφορούσε αρχικά έναν πύραυλο αέρος-εδάφους (ή αέρος-επιφανείας). Το Υπουργείο Αεροπορίας της Γερμανίας αναζητούσε πυραύλους που θα ήταν αποτελεσματικοί εναντίον πλοίων επιφανείας των Συμμάχων και είχε παραγγείλει στον κατασκευαστή έναν πύραυλο ο οποίος, αφού εκτοξευόταν από το αεροσκάφος, θα είχε τη δυνατότητα είτε να οριζοντιώνεται ακριβώς πάνω από την επιφάνεια του νερού είτε να βουτά στο νερό και να δρα ως πυραυλοκίνητη τορπίλη.
Τέτοιες ιδέες ήταν μάλλον μπροστά από την εποχή τους και όχι ιδιαίτερα πρακτικές με δεδομένο το επίπεδο της τεχνολογίας που ήταν διαθέσιμο, οπότε ο κατασκευαστής αρνήθηκε, αντιπροτείνοντας μία κατευθυνόμενη βόμβα, στο πρότυπο του Fritz-X (που δεν είχε, βέβαια, ακόμη καταστεί επιχειρησιακός, καθώς μιλάμε για το 1940). Λίγους μήνες μετά, δοκιμάστηκε η πρώτη έκδοση της βόμβας, ενώ μέχρι το τέλος του έτους η Henschel, χτίζοντας πάνω στο αρχικό σχέδιο, προσέθεσε έναν πυραυλωθητή, που άλλαζε τα δεδομένα, αφού θα επέτρεπε να χαμηλώσει δραστικά το ύψος από το οποίο θα έπρεπε να γίνει η άφεση του πυραύλου, το οποίο στην έκδοση χωρίς κινητήρα ήταν τα 1.000 περίπου μέτρα.
Το σχέδιο που σιγά-σιγά υλοποιούνταν είχε εντυπωσιακές προδιαγραφές. Από μία κατευθυνόμενη βόμβα είχε μετατραπεί πλέον σε έναν πύραυλο αέρος-επιφανείας, που διέθετε σύστημα ενεργητικής διεύθυνσης με χρήση ραδιοσημάτων, τα οποία ενεργοποιούσαν τις κάθετες επιφάνειες στα πτερύγια και την ουρά, που με τη σειρά τους κατηύθυναν τον πύραυλο προς το στόχο του. O πυραυλοκινητήρας δεν προσέφερε αρκετή ώση για να καταστήσει τον Hs 293 έναν ''πραγματικό'' πύραυλο. Για την ακρίβεια, έδινε 600 κιλά ώσης για 10 μόλις δευτερόλεπτα.
Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό ξεπερνιόταν το σημαντικότερο πρόβλημα του Fritz-X, που του ''στοίχισε'' πολλές επιτυχίες, ο χειριστής του αεροσκάφους, από τη στιγμή που εκτόξευε τη βόμβα, έπρεπε να αποκτήσει άμεσα οπτική επαφή με το βλήμα για να μπορέσει να το καθοδηγήσει. Όμως, λόγω της πορείας που ακολουθούσαν βλήμα και αεροσκάφος, αυτό θα ήταν αδύνατο αν δεν υπάρχει μία σημαντική διαφοροποίηση στην ταχύτητα του ενός εκ των δύο. Καθώς ο Fritz δεν διέθετε κινητήρα, αυτός που έπρεπε να καθυστερήσει για να δει το βλήμα να ξεπροβάλλει μπροστά του και χαμηλότερα ήταν ο πιλότος του αεροσκάφους.
Και επειδή όλα αυτά έπρεπε να γίνουν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, οι Γερμανοί πιλότοι είχαν υιοθετήσει μία παράτολμη τακτική, που προέβλεπε τη δραστική μείωση της ταχύτητας του αεροσκάφους, σχεδόν μέχρι του σημείου να υπάρξει απώλεια στήριξης. Ηταν μία επικίνδυνη και δύσκολη μανούβρα, που δεν ήταν πάντοτε επιτυχημένη, ενώ η μείωση της ταχύτητας εξέθετε το αεροσκάφος σε κινδύνους τόσο από την αντιαεροπορική άμυνα του στόχου (κατά κανόνα ο Fritz-X χρησιμοποιούνταν εναντίον πλοίων επιφανείας) όσο και από τυχόν καταδιωκτικά του εχθρού που βρίσκονταν στην περιοχή.
H μικρή ώθηση που έδινε ο πυραυλοκινητήρας του Hs 293 για λίγα δευτερόλεπτα αφαιρούσε την ανάγκη οποιουδήποτε περίπλοκου ελιγμού, αφού έφερνε το βλήμα μπροστά από το αεροσκάφος και σε οπτική επαφή με τον πιλότο, που μπορούσε πλέον να αφοσιωθεί στο χειρισμό του. H Henschel συνέχισε να εξελίσσει τον πύραυλο - βόμβα της στους επόμενους μήνες. H χρήση ραδιοσημάτων για την κατεύθυνση του πυραύλου από τον χειριστή του σύντομα εγκαταλείφθηκε προς χάρη της ασφαλέστερης ενσύρματης κατεύθυνσης, για την οποία δεν υπήρχαν διαθέσιμα αντίμετρα. Αντίθετα, τα ραδιοσήματα ήταν ιδιαίτερα ευπαθή σε ραδιοπαρεμβολές.
Με αυτό τον τρόπο, το βεληνεκές του βλήματος, αν εκτοξευόταν από το ανώτερο επιχειρησιακό ύψος που συνηθιζόταν (τα 2.000 μέτρα), έφθανε στα 30 χιλιόμετρα, ενώ το βλήμα ταξίδευε με μία ταχύτητα περίπου 900 χλμ/ώρα. Αντίθετα, από το χαμηλότερο δυνατό ύψος, τα 400 μέτρα, το βεληνεκές περιοριζόταν στα 3,5 χιλιόμετρα και η ανώτερη ταχύτητα έφθανε μόλις τα 435 χιλιόμετρα. Στη συνέχεια, η Henschel τοποθέτησε και μία μικροκάμερα με έναν τηλεοπτικό πομπό στο ρύγχος του βλήματος, ώστε ο χειριστής να παρακολουθεί την πορεία του και να τη διορθώνει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι επέτρεπε η οπτική επαφή από το σκάφος.
Επρόκειτο για άλλη μία ''εξωτική'' λύση, που τελικώς εγκαταλείφθηκε. H καριέρα του Hs 293 ήταν παράξενη. Αν και στις δοκιμές το όπλο είχε αποδώσει αρκετά καλά, η ένταξή του σε παραγωγή καθυστέρησε και τελικά το μεγαλύτερο μέρος των 1.500 περίπου βλημάτων που κατασκευάστηκαν αναλώθηκαν σε δοκιμές και για εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, ο πύραυλος της Henschel έλαβε το βάπτισμα του πυρός νωρίς, τον Αύγουστο του 1943, από αεροσκάφη Do 217, ενώ στις 27 του ίδιου μήνα πέτυχαν την πρώτη καταστροφή πλοίου, όταν χτύπησαν την Βρετανική κορβέτα ''Egret''.
Μέχρι το πέρας του πολέμου, οι σποραδικές επιθέσεις που έγιναν με τον πύραυλο αυτό απέφεραν συνολικά ακόμη πέντε επιτυχίες σε βάρος αντιτορπιλικών, ενώ Hs 293 χτύπησαν έναν αδιευκρίνιστο αριθμό από εμπορικά πλοία. Οι Σύμμαχοι κατάφεραν να βρουν αρκετά σύντομα μία τακτική που τους επέτρεπε να αντιμετωπίζουν τις πρώιμες εκδόσεις του Hs 293, αυτή της δημιουργίας ραδιοπαρεμβολών που εξουδετέρωναν το σήμα που καθοδηγούσε τον πύραυλο προς το στόχο. Χρειάστηκε αρκετός καιρός μέχρις ότου εφαρμοστεί στα βλήματα ένα σύστημα καθοδήγησης με σύρμα, οπότε οι Σύμμαχοι άλλαξαν τακτική, άρχισαν να στοχεύουν το αεροσκάφος - φορέα του πυραύλου αμέσως μετά την εκτόξευσή του.
Ήταν το στάδιο που το αεροσκάφος έπρεπε να πετά σε σχετικά ομαλή πορεία και δίχως αυξομειώσεις της ταχύτητας, ώστε ο πιλότος να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του βλήματος και να μη διακινδυνεύσει τυχόν σπάσιμο του καλωδίου κατεύθυνσης. Οι τελευταίες επιτυχίες του Hs 293 καταγράφηκαν τον Απρίλιο του 1945, όταν χρησιμοποιήθηκαν από αεροσκάφη της Luftwaffe ενάντια στις προελαύνουσες Σοβιετικές μεραρχίες στην περιοχή του ποταμού Όντερ.
ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΤΟΡΠΙΛΕΣ
H Henschel, όπως είδαμε παραπάνω, είχε αρχικά θεωρήσει ανεφάρμοστη την ιδέα μίας ''ιπτάμενης καθοδηγούμενης τορπίλης'' που είχε ζητήσει το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας, ωστόσο οι τεχνικοί της εταιρείας άρχισαν να ασχολούνται εντατικά με το πρόβλημα και κάποια στιγμή ήταν έτοιμοι να παρουσιάσουν στο RLM μία σειρά από προτάσεις για αυτό το όπλο. Για κάποιο λόγο, η ηγεσία του υπουργείου θεωρούσε ότι μία λειτουργική τορπίλη αυτού του είδους θα ήταν το απόλυτο όπλο ενάντια στα μεγάλα πλοία επιφανείας των Συμμάχων και ιδιαίτερα ενάντια στα θωρηκτά και τα υπόλοιπα μεγάλα, θωρακισμένα πλοία που έδιναν στους Βρετανούς τη ναυτική υπεροχή στις θάλασσες.
Το 1943 η Henschel είχε έτοιμη την πρότασή της, καθώς και τα πρωτότυπα του νέου πυραύλου, τον οποίο ονόμασε Hs 294. Αν και με παρόμοιο όνομα με τον 293, ο 294 ήταν ένας πολύ διαφορετικός πύραυλος. Επρόκειτο για ένα ιδιοφυές σχέδιο ενός πυραύλου μήκους 6,1 μέτρων, με δύο αρκετά μεγάλες πτέρυγες ανοίγματος 4 περίπου μέτρων, βάρος που ξεπερνούσε τα 2.170 κιλά και μία εντυπωσιακή εκρηκτική κεφαλή με γόμωση 656 κιλών. Από το μέγεθος και την ισχύ της γόμωσης καταλαβαίνουμε ότι στόχος αυτού του πυραύλου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τα μεγάλα πλοία επιφανείας του συμμαχικού στόλου.
Εκτός από το βασικό πυραυλοκινητήρα του που ήταν τοποθετημένος μέσα στην άτρακτο, ο Hs 294 έφερε και έναν πρόσθετο στο κάτω μέρος αυτής. O τρόπος με τον οποίο προβλεπόταν να χρησιμοποιηθεί ήταν εντυπωσιακός. Το αεροσκάφος θα έπρεπε να εκτοξεύσει τον πύραυλο με μία σχετικά ρηχή καμπύλη (η ιδανική κλίση για την πρόσκρουσή του στο νερό ήταν περίπου στις 22 μοίρες). Με την είσοδο στο νερό, ο κινητήρας και τα φτερά θα αποσπώνταν και η εκρηκτική κεφαλή θα συνέχιζε το σύντομο ταξίδι της μέχρι τα ίσαλα του πλοίου που ήταν ο στόχος. Τα αποτελέσματα των δοκιμών ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αλλά η παραγγελία που τελικώς έγινε -περίπου 1.500 κομμάτια- ουδέποτε παραδόθηκε.
ΔΟΚΙΜΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια είναι το πυρηνικό πρόγραμμα του Γ' Ράιχ και τα αποτελέσματά του. Τελικώς, μέχρι ποιου σημείου έφθασε το ''Σχέδιο Μανχάταν της Θουριγγίας''; Ένα μεγάλο ζήτημα όσον αφορά στην προετοιμασία της Ναζιστικής Γερμανίας για τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι το κεφάλαιο ''ατομικά όπλα''. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι Γερμανοί επιστήμονες, κατ’ εντολή του Χίτλερ, είχαν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για να δημιουργήσουν ένα ''υπερόπλο''.
Ωστόσο, η επίσημη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι τον Ιούνιο του 1942 επί της ουσίας το ατομικό πρόγραμμα της Γερμανίας σταμάτησε να αποτελεί προτεραιότητα και οι προσπάθειες έκτοτε ήταν σπασμωδικές και σποραδικές και δεν είχαν ως στόχο τη δημιουργία μιας πραγματικής βόμβας σχάσης. Τι συνέβη όμως στ’ αλήθεια; H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών που είχαν την εποχή εκείνη τη δυνατότητα για να προχωρήσουν την έρευνα στον τομέα της ατομικής ενέργειας και ειδικότερα για τη δημιουργία μιας ατομικής βόμβας ήταν, φυσικά, Ευρωπαίοι, όπως και οι περισσότεροι φυσικοί που εργάστηκαν στο ''Σχέδιο Μανχάταν'', που είχε ως αποτέλεσμα την Αμερικανική ατομική βόμβα.
Για να είμαστε ακριβέστεροι, οι περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνταν με την ατομική ενέργεια ήταν Γερμανοί, όπως ο νομπελίστας Όττο Χαν, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πυρηνική σχάση. Πριν από το ξέσπασμα του B' Π.Π. υπήρχαν πολλά εργαστήρια και κέντρα ερευνών ανά την Ευρώπη που ασχολούνταν με την έρευνα της ατομικής ενέργειας. Παρότι η ιδέα της δημιουργίας μιας βόμβας σχάσης δεν φαίνεται να ήταν δημοφιλής παρά μεταξύ μιας μικρής μειοψηφίας των φυσικών της εποχής, είναι βέβαιο ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν σε κάποιο χρονικό σημείο με το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών.
H Γερμανία, μάλιστα, ήταν ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο που τις παραμονές του B' Π.Π διέθετε ένα ειδικό τμήμα -υπό τον Δρα Ντίμπνερ- που είχε ως κύριο αντικείμενο την έρευνα της εφαρμογής της ατομικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς. Δεν έχουμε στοιχεία για κάποια ουσιώδη πρόοδο αυτού του γραφείου ερευνών μέχρι το 1941, οπότε συνέβη κάτι που έμελλε να βάλει τη Γερμανία πιο δυναμικά στον αγώνα για τη δημιουργία του πρώτου λειτουργικού ατομικού όπλου. Γερμανοί κατάσκοποι στις Η.Π.Α είχαν συγκεντρώσει στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν ότι οι Αμερικανοί εργάζονταν πυρετωδώς πάνω στα μυστικά της ατομικής ενέργειας.
Κάποιοι υπέθεταν ότι οι Η.Π.Α ενδέχεται να αναπτύξουν σχετικά γρήγορα ένα ''νέο όπλο'', που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από την ατομική βόμβα. Οι Γερμανοί είχαν ήδη ξεκινήσει πολύ νωρίτερα τις δικές τους έρευνες και υπό το φως των νέων στοιχείων, πραγματοποιήθηκε μια άκρως απόρρητη συνάντηση στο Γραφείο Εξοπλισμών του Γερμανικού Επιτελείου Στρατού. Το κύριο ερευνητικό κέντρο του επιτελείου εκείνη την περίοδο ήταν το Kaiser Wilhelm Institut που βρισκόταν κοντά στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η εργασία των επιστημόνων που μετείχαν στο πρόγραμμα του ινστιτούτου εντατικοποιήθηκε, προσελήφθησαν ακόμη περισσότεροι φυσικοί και οι εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν σημαντικά, συνεπεία της συνάντησης που περιγράψαμε παραπάνω.
H APXH TO 1938
H ιστορία του Γερμανικού πυρηνικού προγράμματος όμως ξεκινά λίγο παλιότερα. Τον Δεκέμβριο του 1938 δύο Γερμανοί καθηγητές, οι Φριτς και Χαν Στράσμαν, πέτυχαν τη σχάση του ουρανίου 235. Απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα, αυτή η επιτυχία ήταν το ''κλειδί'' για τη δημιουργία μιας βόμβας σχάσης, όπως αυτή που προέκυψε από το Σχέδιο Μανχάταν των Η.Π.Α. Το Γερμανικό επιστημονικό κατεστημένο, μία ιδιαίτερα αξιοσέβαστη ομάδα ανθρώπων ακόμη και στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, απευθύνθηκε στην κυβέρνηση του Χίτλερ και προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της γερμανική ηγεσίας στις έρευνές τους.
Πραγματικά, το Γραφείο Όπλων του Στρατού ξεκίνησε επαφές στρατιωτικών με επιστήμονες και μέσα από τις αλλεπάλληλες συζητήσεις ένα ερώτημα άρχισε να ανακύπτει: Πώς θα ήταν δυνατή η αξιοποίηση της ατομικής ενέργειας και ειδικότερα της αντίδρασης της σχάσης για τη δημιουργία ενός όπλου; Μια ομάδα ερευνητικών κέντρων δεσμεύτηκαν από τη Γερμανική κυβέρνηση και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο ισάριθμες ομάδες λαμπρών επιστημόνων συνεργάστηκαν με το Γερμανικό στρατό, κάνοντας πειράματα που επιχειρούσαν να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα, αλλά και να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις, το χρόνο και το κόστος μιας προσπάθειας δημιουργίας ενός ατομικού όπλου.
Στην κεφαλή της Γερμανικής ερευνητικής προσπάθειας βρέθηκε ο λαμπρότερος ίσως φυσικός της εποχής, ο νομπελίστας Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. Έχοντας επιστρέψει στη Γερμανία την περίοδο που ξεκινούσε τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χάιζενμπεργκ επιθυμούσε να προσφέρει στην πατρίδα του τις γνώσεις του, παρότι ο ίδιος δεν ήταν Ναζί και σε πολλές περιπτώσεις είχε επισύρει τη μήνη των εθνικοσοσιαλιστών λόγω των απόψεών του για την πολιτική και τα φυλετικά θέματα. H έρευνα πλέον, στις αρχές του 1942, είχε περάσει σε ένα νέο στάδιο.
Οι Γερμανοί επιστήμονες προσπαθούσαν να θέσουν τις προδιαγραφές για τη δημιουργία ενός αντιδραστήρα, τον οποίο θεωρούσαν (και σωστά) απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του υλικού που θα χρησιμοποιούνταν ως σχάσιμη ύλη σε ένα ατομικό όπλο. Το θεωρητικό υπόβαθρο των ερευνών ήταν στέρεο και το συμπέρασμα ήταν ότι ο αντιδραστήρας ήταν δυνατόν να κατασκευαστεί και να παράγει υλικό αξιοποιήσιμο σε όπλο. Αυτό που έμενε ήταν να τεθεί σε λειτουργία ο αντιδραστήρας και στη συνέχεια να προσδιοριστεί με ακρίβεια πώς θα χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό σε ένα ατομικό όπλο. Από το σημείο αυτό όμως και μετά, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν με αργό ρυθμό.
Οι Γερμανοί επιστήμονες ήταν κατά τεκμήριο ανώτεροι από τους συναδέλφους τους παγκοσμίως στο αντικείμενο αυτό, είχαν συλλάβει την ιδέα της ατομικής σχάσης, είχαν ετοιμάσει το περίπλοκο πλέγμα του θεωρητικού υπόβαθρου και είχαν προτείνει τη δημιουργία δύο πυρηνικών αντιδραστήρων που θα δημιουργούσαν το σχάσιμο υλικό. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα της ανάπτυξης της Γερμανικής ατομικής βόμβας ''βάλτωσε'' ήδη από το καλοκαίρι του 1942. H επίσημη εκδοχή είναι ότι οι Γερμανοί επιστήμονες και ειδικότερα ο Χάιζενμπεργκ και οι συνεργάτες του, παρότι είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός ατομικού όπλου, δεν το έκαναν για ηθικούς λόγους.
Όσο κι αν μια τέτοια ρομαντική άποψη είναι ενδιαφέρουσα, δεν τεκμηριώνεται απόλυτα από τα γεγονότα. Δύο αντιδραστήρες δημιουργήθηκαν αλλά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιστημόνων που τους εξέτασαν μεταπολεμικά, δεν ήταν σε θέση να παράγουν υλικό για σχάση, παρά μόνο ραδιενεργό υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ''βρόμικες βόμβες'', δηλαδή συμβατικά βλήματα, τα οποία θα διέσπειραν ραδιενεργά υλικά με την πρόσκρουσή τους στο στόχο. Μάλιστα, θεωρείται βέβαιο ότι οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην ανάπτυξή τους, πιθανότατα σε μορφή βομβών αλλά και εκρηκτικών κεφαλών για πυραύλους.
Αλλά και εδώ το ερώτημα που ανακύπτει είναι απλό και συνάμα ουσιώδες: Αν όντως είχαν τέτοια όπλα, γιατί δεν τα χρησιμοποίησαν; Όχι ότι μερικές ''βρόμικες βόμβες'' θα άλλαζαν οτιδήποτε στην πορεία του πολέμου, απλώς θα αύξαναν τις απώλειες των Συμμάχων και το κόστος της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν θα ίσχυε αν υπήρχε η ''Γερμανική ατομική βόμβα'', η πραγματική βόμβα σχάσης όπως εκείνη που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι το καλοκαίρι του 1945.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ KAI ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το Γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα δεν ήταν τόσο πίσω όσο ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν. Επίσης, σύμφωνα με ενδείξεις ορισμένα από τα ''υπερόπλα'' του Γ Ράιχ ενδεχομένως είχαν σχεδιαστεί έχοντας κατά νου την αξιοποίησή τους για τη μεταφορά μη συμβατικών γομώσεων - ίσως ακόμη και μιας ατομικής βόμβας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο V-2. Αρκετά δαπανηρή και περίπλοκη κατασκευή, ο V-2 (σε αντίθεση με τον φθηνό και αναλώσιμο V-1) δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικός ως τακτικό όπλο.
Ωστόσο, την εποχή που τέθηκε σε υπηρεσία, οι μόνες μη συμβατικές κεφαλές που μπορούσαν να κατασκευαστούν, αφορούσαν σε χημικά όπλα, τα οποία καθώς φαίνεται είχε αποφασιστεί να μη χρησιμοποιηθούν. Οι απαιτήσεις του Χίτλερ για άμεση ανάπτυξη 5.000 V-2 ήταν σίγουρα ανεδαφικές, κάτι που υπογράμμισε και ένας από τους αξιόλογους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με το Γ' Ράιχ, ο πρόεδρος της γνωστής βιομηχανίας χημικών IG Farben, Καρλ Κράουχ. Ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα του Άλμπερτ Σπέερ, ο Κράουχ συνέταξε μια αναφορά στην οποία υπογράμμιζε κατηγορηματικά ότι ο V-2 δεν ήταν κατάλληλος για τακτική χρήση και για ανάπτυξη ως συμβατικό όπλο σε μεγάλους αριθμούς.
Ανάλογες ήταν οι αιτιάσεις και άλλων παραγόντων του Γ' Ράιχ, οπότε μέχρι τις αρχές του 1943 είχε δημιουργηθεί μία γενική αίσθηση μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων του Γ' Ράιχ που μπορούσε να περιγραφεί με τα εξής λόγια: ''Με τα υπάρχοντα εκρηκτικά γεμίσματα, η απόδοση των V-2 και των V-1 δεν μπορούσε να φθάσει σε υψηλά επίπεδα και η επίδρασή τους στην πορεία του πολέμου δεν μπορούσε παρά να είναι αμελητέα''. Την άνοιξη του 1944, οπότε τα όπλα ανταπόδοσης του Χίτλερ αναπτύχθηκαν σε ικανούς αριθμούς, υπήρχε η έμπρακτη επιβεβαίωση των παραπάνω διαπιστώσεων.
Τα Vergeltungswaffen ήταν πολύ λίγα (και, τουλάχιστον στην περίπτωση του V-1, πολύ λίγο αξιόπιστα) για να έχουν μία αποφασιστική συμβολή στην αίσια, για τους Γερμανούς, έκβαση του πολέμου. Παρόλα αυτά, στα ηγετικά κλιμάκια του Γ' Ράιχ συνέχιζε να υπάρχει ένας ανεξήγητος ενθουσιασμός και μία πίστη στη δυνατότητα των V-2 να επηρεάσουν αποφασιστικά το αποτέλεσμα του πολέμου, που δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Ένα περίεργο στοιχείο που ήλθε στο φως μόλις το 2001, προσελκύοντας την προσοχή ερευνητών από όλο τον κόσμο, είναι ένα παράρτημα του περιοδικού ''Signal'', που κυκλοφορούσε στη Γερμανία την εποχή του B' Π.Π.
Το περιοδικό σε ένα από τα τεύχη που κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1945 περιλάμβανε είναι μια απεικόνιση των (θεωρητικών) αποτελεσμάτων ενός χτυπήματος από έναν πύραυλο V-2 σε μία υποθετική πόλη των Συμμάχων. H εικονογράφηση, που ανήκει στον Χανς Λίσκα, έναν γνωστό εικονογράφο της εποχής, παρουσιάζει μια τεράστια στήλη φωτιάς στην περιοχή πρόσκρουσης και μια σειρά από ομόκεντρους κύκλους σε μεγάλη απόσταση από το σημείο αυτό. Μάλιστα, υπάρχει συγκεκριμένη σήμανση για αυτές τις ζώνες (Ζώνη 1, Ζώνη 2, Ζώνη 3 κ.λπ.), που υποδεικνύει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της υπερ-έκρηξης που υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούνταν με την πρόσκρουση του πυραύλου.
H εικόνα αυτή, που συμπληρωνόταν από ένα διάγραμμα κάτοψης, αποτελούσε την εικονογράφηση ενός άρθρου που είχε ως ερώτημα το γιατί αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι V-2, ενώ ο τίτλος της εικονογράφησης ήταν ''Σαν σκηνή από εφιάλτη''. Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του στοιχείο, ωστόσο η ομοιότητα των απεικονιζόμενων αποτελεσμάτων με αυτά μιας ατομικής βόμβας είναι εντυπωσιακή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ''Signal'' ήταν το περιοδικό των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
ΜΥΣΤΙΚΑ KAI ΣΙΩΠΗ
Μία δήλωση ενός εκ των επιστημόνων που εργάστηκαν υπό τον φον Μπράουν και τον Ντορνμπέργκερ στο Πεενεμούντε για την ανάπτυξη του V-2 έχει ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για τον Μπέρνχαρντ Τέσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι είχε υποσχεθεί στον Ντορνμπέργκερ ότι μετά τον πόλεμο δεν θα έλεγε σε κανέναν για τους πραγματικούς στόχους του προγράμματος πάνω στο οποίο εργάζονταν. Επίσης, ο ίδιος ο Αδόλφος είχε ακουστεί πολλές φορές να μιλά για υπερόπλα που ''θα κέρδιζαν τον πόλεμο'', ενώ αναφερόμενος ειδικά στους πυραύλους V.
Είχε δηλώσει σε μια συνομιλία του με τον Βάλτερ Ντορνμπέργκερ στις 7 Ιουλίου του 1943, ότι ''δεν θα είχε γίνει καν πόλεμος αν οι πύραυλοί μας ήταν έτοιμοι το 1939. Με αυτά τα όπλα, η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να μας πολεμήσει''. Ένας άλλος διάλογος του Χίτλερ με τον Ντορνμπέργκερ είναι εξίσου αποκαλυπτικός ως προς τις προθέσεις του φύρερ για τους V-2. O Χίτλερ αναζητούσε ένα όπλο μαζικής καταστροφής, το οποίο θα μπορούσε να έχει καθοριστική επίδραση στην έκβαση του πολέμου. Τον Ιούνιο του 1943, ο Χίτλερ ζήτησε από τον Ντορνμπέργκερ να αυξήσει τη δυνατότητα των πυραύλων του στη μεταφορά εκρηκτικών γομώσεων από 1.000 κιλά στους 10 τόνους,
Ενώ παράλληλα απαίτησε την αύξηση της παραγωγής των V-2 στα 2.000 κομμάτια το μήνα. Και οι δύο απαιτήσεις ήταν, βάσει των υπαρχόντων δεδομένων, εντελώς παράλογες και ο Ντορνμπέργκερ του είπε ότι ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν. O Χίτλερ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: ''Εγώ όμως ήθελα να πετύχω μαζική καταστροφή''. O Ντορνμπέργκερ αποκρίθηκε ότι ''με έναν τόνο εκρηκτικών θα πρέπει να περιορισθούμε στην καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει ένας τόνος εκρηκτικών. Άλλωστε, όταν ξεκινήσαμε αυτό το πρόγραμμα, δεν είχαμε σκεφτεί τη δυνατότητα χρήσης του ως όπλου μαζικής καταστροφής''. O Χίτλερ τον διέκοψε απότομα και του είπε: ''Φυσικά εσύ δεν σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Όχι όμως και εγώ''.
O παραπάνω διάλογος περιέχεται στο βιβλίο που κυκλοφόρησε ο Ντορνμπέργκερ μετά τον πόλεμο, το οποίο επιγράφεται απλά ''V-2''. Στη συνέχεια προχωρά στην περιγραφή των σκέψεών του γι’ αυτό τον διάλογο, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι για να πετύχει τα αποτελέσματα που επιθυμούσε ο Χίτλερ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια εντελώς διαφορετική μορφή ενέργειας από τα απλά εκρηκτικά και αναφέρει: ''δεν είχε καν σκεφτεί την ατομική ενέργεια ως εναλλακτική λύση μέχρι εκείνη την ώρα''. Ένας άλλος διάλογος που επίσης διασώζεται σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μεταπολεμικά ένας Γερμανός αξιωματούχος, είναι πιο διαφωτιστικός.
O σμήναρχος της Luftwaffe Χανς-Ούλριχ Ρούντελ στο βιβλίο του ''Trotzdem'' μιλά για τη συνάντηση που είχε με τον Χίτλερ κατά την παρασημοφόρησή του στις 29 Μαρτίου 1944. O Χίτλερ μιλούσε με ενθουσιασμό για τους V-2, που παρά το πέπλο μυστικότητας, ήταν εκείνο τον καιρό αρκετά γνωστοί μεταξύ των ανώτερων στελεχών των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Οι άνθρωποι, έλεγε ο Χίτλερ, δεν θα πρέπει να υπερεκτιμούν την απόδοση των V-2, διότι ακόμη δεν έχουν τελειοποιηθεί και η ακρίβειά τους δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Αλλά αυτό δεν θα αποτελεί πρόβλημα σε λίγο, συνέχισε ο ηγέτης του Γ' Ράιχ.
Αφού για την ώρα το μόνο που χρειαζόταν είναι πύραυλοι που να πετάνε προς την κατεύθυνση του στόχου χωρίς πρόβλημα. Σύντομα, πρόσθεσε, θα υπάρχει διαθέσιμο ένα εκρηκτικό που δεν έχει τίποτε κοινό με τα συμβατικά εκρηκτικά και το οποίο είναι πανίσχυρο. Δεν θα έχει σημασία πόσο ακριβείς θα είναι οι πύραυλοι τότε, κατέληξε ο Χίτλερ. O Ρούντελ, που δεν είχε ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε για κάποιο ''υπερεκρηκτικό'', προβληματίστηκε και συζήτησε το θέμα με κάποιους συναδέλφους του, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι το ''νέο εκρηκτικό'' δεν θα είναι τίποτε άλλο από μία συσκευή που θα ''λειτουργεί με ατομική ενέργεια''.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ
Υπέρ των ερευνητών που υποστηρίζουν ότι το Γερμανικό ατομικό πρόγραμμα είχε πετύχει πιο αξιόλογα αποτελέσματα από αυτά που έχουν δημοσιευτεί, συνηγορούν και κάποιες αναφορές των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τις εργασίες στο Πεενεμούντε και τις δοκιμές όπλων που διεξάγονταν στο μυστικό κέντρο ερευνών του Γ' Ράιχ. Μία από τις αναφορές αυτές μιλούσε, το καλοκαίρι του 1943 σε μια περίοδο που είχαν ολοκληρωθεί οι δοκιμές του A4 (μετέπειτα V-2) και ο πύραυλος του φον Μπράουν έμπαινε σε μαζική παραγωγή, για έναν πύραυλο με θεωρητικό βεληνεκές 800 χιλιομέτρων και πρακτικό βεληνεκές 500 χιλιομέτρων, ο οποίες είχε μια κεφαλή ''σχάσιμου ατομικού τύπου''.
Το ίδιο φθινόπωρο, οι Βρετανοί διαπίστωσαν ότι οι Γερμανοί έχουν αναπτύξει και δοκιμάζουν στο Πεενεμούντε ένα όπλο με βεληνεκές 500 - 600 χιλιομέτρων και καταστροφική δύναμη τέτοια που θα σκότωνε οποιονδήποτε βρισκόταν σε ακτίνα 700 μέτρων από την έκρηξη της γομώσεως του όπλου. Άλλη μία σχετική αναφορά προέρχεται από τους Σοβιετικούς και αφορά στα μετά τον πόλεμο. Οι Σοβιετικοί αναζητούσαν επιστήμονες και τεχνικούς των γερμανικών εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ των χιλιάδων αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει.
Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο υπό σοβιετικό έλεγχο (στο έδαφος της μετέπειτα Ανατολικής Γερμανίας) Σαχσενχάουζεν, εντοπίστηκε ένας από αυτούς τους επιστήμονες, ο Χορστ Κίρφες, που είχε εργαστεί στο πρόγραμμα ανάπτυξης του V-1 και του V-2. O Κίρφες, ανακρινόμενος από τους Σοβιετικούς, ομολόγησε ότι τα Vergeltungswaffen του Χίτλερ επρόκειτο σε κάποια στιγμή να εξοπλιστούν με ατομικά όπλα. Ανάλογη ήταν η μαρτυρία, σύμφωνα πάντα με έγγραφα των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, του διευθυντή παραγωγής του Πεενεμούντε, Άλμπερτ Σαβάτσκι, ο οποίος αυτοκτόνησε ενώ βρισκόταν φυλακισμένος σε Αμερικανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
ΧΗΜΙΚΑ KAI ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ
Ο ΤΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΙΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ
Κατά τη διάρκεια του A' Π. Π. μία από τις πλέον τρομακτικές εμπειρίες των στρατιωτών που ζούσαν και πέθαιναν στην κόλαση των χαρακωμάτων ήταν τα χημικά. Αέρια μουστάρδας, υπερίτης (χλώριο), φωσγένιο ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα που προκαλούσαν τρόμο. H Γερμανία διέθετε και κατά το B' Π.Π., δίχως όμως να τα χρησιμοποιήσει ποτέ, ικανά αποθέματα ακόμη πιο προηγμένων χημικών όπλων. Αν και τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του A' Π.Π. είχαν μικρό αριθμό θυμάτων σε σχέση με το θόρυβο που ξεσήκωσε η χρήση τους (ευθύνονται για μόλις 100.000 από τα 10.000.000 των απωλειών στρατιωτικού προσωπικού), η ανάπτυξή τους συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Βεβαίως, αναλογιζόμενοι ότι οι 125.000 τόνοι χημικών που χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο πλευρές είχαν μόλις 100.000 θύματα, γίνεται κατανοητό ότι στην πραγματικότητα η τακτική χρησιμότητά τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτό πάντως ουδόλως πτόησε τις παγκόσμιες δυνάμεις. Η.Π.Α και Βρετανία συνέχισαν να αναπτύσσουν αέρια για χρήση κατά προσωπικού, παρά τη σχετική απαγόρευση από τη συνθήκη της Γενεύης. Ωστόσο, στη Γερμανία, δια μίας διαφορετικής οδού, ανακαλύφθηκαν πολύ πιο προηγμένα και θανατηφόρα αέρια. H διαφορετική οδός ήταν η ανάγκη δημιουργίας νέων εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων, καθώς και η ανάπτυξη νέων τύπων λιπασμάτων.
Το πρώτο δραστικό παρασιτοκτόνο που στη συνέχεια τυποποιήθηκε και ως χημικό αέριο για πολεμική χρήση ήταν το γνωστό Tabun, το αιθυλικό διμεθυλικό-αμιδοφωσφορικό κυάνιο. Το επόμενο αέριο, της ίδιας οικογένειας των οργανοφωσφορούχων ουσιών, που πιστοποιήθηκε για πολεμική χρήση, ήταν το περίφημο Sarin, το ισοπροπύλιο του μεθυλικού φθοριούχου φωσφόρου. Μία τρίτη ουσία που επέφερε ακόμη πιο άμεσα και θανατηφόρα αποτελέσματα από τις δύο προηγούμενες, ανακαλύφθηκε στα γερμανικά εργαστήρια κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Πρόκειται για το Soman, ένα υλικό με την επιστημονική ονομασία φθοριούχος μεθυλανθρακικός φώσφορος.
Τα αέρια του φωσφόρου αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετικά θανατηφόρα, αν και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν σε μάχη. H γενική ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για αυτά τα αέρια ήταν ''παράγοντας G'' και οι Σύμμαχοι όταν τα ανακάλυψαν και τα ανέλυσαν τα ονόμασαν ''αέρια νεύρων''. H θανατηφόρα δράση τους είναι ασύγκριτα πιο τρομακτική από εκείνη των αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του A' Π.Π. στη μάχη των χαρακωμάτων. Ενώ τα προγενέστερα αέρια είτε προσέβαλλαν το αναπνευστικό σύστημα (οπότε η ύπαρξη αντιασφυξιογόνου μάσκας προστάτευε από αυτά σε ικανοποιητικό βαθμό).
Ή δηλητηρίαζαν τον οργανισμό μέσω της πρόσληψής τους από τους πόρους του δέρματος (σωρευτικό φαινόμενο), τα αέρια νεύρων χρειαζόταν μόνο να έλθουν σε επαφή σε ελάχιστη ποσότητα με το θύμα τους για να το καταβάλουν. Αυτό οφείλεται στο ότι ο στόχος τους ήταν το νευρικό σύστημα του ανθρώπου, το οποίο αδρανοποιούσαν σε διάστημα που κυμαινόταν από μερικά δευτερόλεπτα έως ελάχιστα λεπτά, προκαλώντας τελικά έναν αγωνιώδη θάνατο στον άνθρωπο που προσβαλλόταν. Καθώς δεν χρειάζεται η εισπνοή ή η επαφή με το δέρμα παρά μίας απειροελάχιστης ποσότητας, τα αέρια αυτά είναι ασύγκριτα πιο αποτελεσματικά από οποιοδήποτε προγενέστερο αέριο.
Οι Βρετανοί επιστήμονες που εξέτασαν το Sarin και το Soman δήλωσαν ότι είναι ''30 φορές πιο θανάσιμα από το φωσγένιο'', που εθεωρείτο το πλέον θανατηφόρο από τα χημικά όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι εμπόλεμοι πριν από την έναρξη του B' Π.Π.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ
Οι Σύμμαχοι δοκίμασαν μία τεράστια έκπληξη όταν, προελαύνοντας στη Γερμανία και καταλαμβάνοντας αποθήκες πυρομαχικών της Βέρμαχτ, εντόπιζαν παράξενα πυρομαχικά. H πρώτη ένδειξη παρουσιάστηκε τον Απρίλιο, έναν μήνα περίπου πριν ο πόλεμος στην Ευρώπη φθάσει στο τέλος του. Οι Βρετανοί σε μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη ανακάλυψαν μεγάλη ποσότητα βλημάτων πυροβόλου των 105 χιλ. τα οποία έφεραν μία σήμανση που δεν είχαν δει ξανά σε Γερμανικά βλήματα: έναν πράσινο δακτύλιο και τα γράμματα GA. H εξέταση των βλημάτων αποκάλυψε το θανάσιμο περιεχόμενο, ένα αέριο νεύρων το οποίο ήταν πολύ δραστικότερο και πιο θανατηφόρο απ’ οτιδήποτε είχε παραχθεί μέχρι εκείνη την ώρα, το Tabun.
Από την ώρα εκείνη μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ανακαλύφθηκαν περίπου μισό εκατομμύριο βλήματα με την πράσινη λωρίδα και τα γράμματα GA, ενώ ακόμη 100.000 βόμβες αεροσκαφών γεμάτες με Tabun βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Luftwaffe. Οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν να ανακαλύψουν έναν μικρότερο αριθμό από βλήματα με Sarin, ενώ το Soman δεν είχε φθάσει ακόμη στο στάδιο της μαζικής παραγωγής. Από Γερμανικής πλευράς, η ύπαρξη αυτών των βλημάτων με τα θανάσιμα χημικά αέρια αποδόθηκε στην ανάγκη να γίνει εκμετάλλευση του αποθέματος που υπήρχε στα εργοστάσια, πριν αυτά καταληφθούν από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό.
H κύρια εγκατάσταση παραγωγής του Tabun βρισκόταν στο εργοστάσιο Anorganawerk, το οποίο βρισκόταν στις ανατολικές παρυφές της Γερμανικής επικράτειας και για την ακρίβεια στο Ντίχενφουρθ της ανατολικής Σιλεσίας, σήμερα Μπρζεγκ Ντόλνι στην Πολωνία. Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: για ποιο λόγο οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν στις τελευταίες φάσεις ενός πολέμου ο οποίος φαινόταν πλέον χαμένος, όπλα αυτού του είδους που θα μπορούσαν να δώσουν μία ευκαιρία στις ταλαιπωρημένες ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας;
H ρομαντική άποψη ότι ο Χίτλερ, έχοντας εμπειρία και ο ίδιος ως στρατιώτης στα χαρακώματα του A' Π.Π. από την τρομερή δράση των αερίων και γι’ αυτό δεν προτίμησε να τα χρησιμοποιήσει ως ηγέτης, είναι παντελώς αστήρικτη και απορρίπτεται ασυζητητί. Άλλωστε, σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα είχαν διατεθεί οι τεράστιοι πόροι που απαιτήθηκαν για να δημιουργηθεί το πρόγραμμα κατασκευής χημικών όπλων και δεν θα διετίθεντο κονδύλια για την παραγωγή βλημάτων και βομβών γεμάτων με αυτά. Παρομοίως, αστήρικτη είναι και η άποψη που μιλά για σεβασμό των διεθνών συνθηκών που απαγόρευαν τα χημικά όπλα.
Σε πολλές περιπτώσεις η Γερμανία έδρασε εντελώς εκτός του πνεύματος και του γράμματος των υφιστάμενων συνθηκών. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η Γερμανία δεν χρησιμοποίησε τα όπλα αυτά για έναν απλό λόγο: δεν διέθετε και η ίδια κάποιο αντίμετρο ή κάποια αποτελεσματική άμυνα ενάντια στα νέα αέρια νεύρων. Ευρεία χρήση τους θα προκαλούσε αντίδραση και από την άλλη πλευρά και οι Σύμμαχοι θα προχωρούσαν επίσης στη χρήση αερίων νεύρων.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την υποτιθέμενη βιολογική απειλή που συνιστούσαν τα αποτελέσματα των προσπαθειών των Γερμανών βιολόγων. Καθώς τα σχετικά προγράμματα ουδέποτε ήλθαν στο φως της δημοσιότητας, ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Σύμμαχοι είχαν ήδη από την έναρξη του πολέμου ενεργά προγράμματα αναζήτησης βιολογικών όπλων. Οι Γερμανοί ήδη κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν προχωρήσει σημαντικά στην προσπάθεια ανάπτυξης βιολογικών όπλων.
Την εποχή αυτή, θα λέγαμε ότι οι Γερμανοί οραματίζονταν τη διοχέτευση βιολογικών όπλων στον πληθυσμό των χωρών των αντιπάλων τους, ώστε να προκαλέσουν πανδημίες και να ''γονατίσουν'' τις παραγωγικές δυνατότητες των εθνών που τους αντιτάσσονταν, ενώ παράλληλα θα έριχναν στο ναδίρ και το ηθικό των πληθυσμών. Ωστόσο υπάρχει μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Το Γερμανικό επιτελείο, που στον A' Π.Π. αποτελούσαν αξιωματικοί της Πρωσικής σχολής, είχε απαγορεύσει την ανάπτυξη βιολογικών όπλων που θα στρέφονταν ενάντια στους ανθρώπους. Αντίθετα, στόχος των σχετικών παθογόνων ήταν η ζωική και φυτική παραγωγή των χωρών - στόχων.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου οι έρευνες στη Γερμανία συνεχίστηκαν αλλά καθώς η παλιά φρουρά είχε αποσυρθεί και οι νέοι αξιωματικοί δεν είχαν τις ηθικές αναστολές των προηγούμενων, η έρευνα αφορούσε κατά βάση σε παθογόνα που είχαν ως στόχο τους ανθρώπους. Οι περισσότερες αναφορές συμφωνούν ότι ουδέποτε η Γερμανία διοχέτευσε σημαντικά κονδύλια στην έρευνα για παθογόνα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επιθετικά. Αντίθετα, έγιναν σημαντικές έρευνες για να βρεθούν άμυνες που θα προφύλασσαν το Γερμανικό έθνος σε περίπτωση που θα δεχόταν αντίστοιχες επιθέσεις από τους Συμμάχους.
Στο πλαίσιο αυτά, ωστόσο, οι Ναζί στερούμενοι οποιασδήποτε ηθικής αναστολής, προχώρησαν στην πραγματοποίηση εκτεταμένων πειραμάτων, χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωα τους έγκλειστους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχουν διαθέσιμες πολλές πραγματικά φρικτές περιγραφές από στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου δεκάδες ή και εκατοντάδες κρατούμενοι μολύνονταν με παθογόνους οργανισμούς, από ηπατίτιδα έως και βουβωνική πανώλη και πέθαιναν αργά και βασανιστικά, με τους Γερμανούς επιστήμονες να προσπαθούν να καταγράψουν τις αντιδράσεις του οργανισμού τους και να δοκιμάζουν διάφορα σκευάσματα προκειμένου να βρουν αποτελεσματικά εμβόλια κατά αυτών των ασθενειών.
Ανάλογα πειράματα με εξίσου απάνθρωπες μεθόδους και σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα διεξήγαγαν Ιάπωνες επιστήμονες πάνω σε αιχμάλωτους στην Κίνα.
ΤΟΡΠΙΛΕΣ KAI ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ
Αν και τα επιτεύγματα των Γερμανών επιστημόνων και τεχνικών στον κατά θάλασσα πόλεμο δεν έχουν λάβει την ίδια δημοσιότητα με τα αντίστοιχα στον αέρα, στην πραγματικότητα ήταν εξίσου εντυπωσιακά. H Γερμανία -και η πρόγονός της, η Πρωσία- δεν ήταν παραδοσιακή θαλάσσια δύναμη. Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, όταν εγκαινιάστηκε ένας εντυπωσιακός θαλάσσιος ανταγωνισμός με τη Βρετανία. O ακήρυχτος "πόλεμος των θωρηκτών" ήταν το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης της Γερμανίας του Κάιζερ.
Ωστόσο οι θαλασσοκράτορες Βρετανοί, που είχαν τους πόρους μίας παγκόσμιας Αυτοκρατορίας στη διάθεσή τους, υπερίσχυσαν αποφασιστικά των στεριανών Γερμανών. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η Γερμανία αρχικά δεν είχε τη δυνατότητα να ναυπηγήσει μεγάλα σκάφη επιφανείας, συνεπεία της συνθήκης των Βερσαλιών. Οι ναυπηγοί και ερευνητές άρχισαν να αναζητούν άλλους τρόπους για την εξασφάλιση του ελέγχου των θαλασσών, αν και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ ξεκίνησε ένα υπερεντατικό πρόγραμμα ναυπήγησης πανίσχυρων θωρηκτών και καταδρομικών.
Όμως, οι Βρετανοί είχαν ένα προβάδισμα δύο δεκαετιών και ειδικά αφότου μπήκαν και οι Αμερικανοί στον πόλεμο, τα πράγματα έγιναν απελπιστικά για τους Γερμανούς. Άλλωστε, η αλήθεια ήταν ότι ο Χίτλερ και η ηγεσία του Γ' Ράιχ γενικότερα, ουδέποτε είχε ελπίσει ότι μπορεί να αφαιρέσει την κυριαρχία των θαλασσών από τους Βρετανούς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό λάμβανε ελάχιστους πόρους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ακόμη και αυτοί οι λίγοι πόροι κατευθύνονταν συνήθως προς το μόνο όπλο όπου η Γερμανία υπερτερούσε στη θάλασσα με την έναρξη του πολέμου, τα υποβρύχια.
Το κύριο όπλο του Γερμανικού ναυτικού (Kriegsmarine) κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. ήταν το υποβρύχιο. Σχετικά πρόσφατη εφεύρεση την εποχή αυτή, το υποβρύχιο αποδείχτηκε μία τεράστια απειλή για τους Συμμάχους και στα χέρια των καλά εκπαιδευμένων και αποφασισμένων πληρωμάτων τους, οι "αγέλες των λύκων" (όπως ονομάστηκαν τα Γερμανικά U-boote, καθώς "κυνηγούσαν" σε αγέλες, με την ίδια επιμονή και προσήλωση στο θύμα τους, όπως οι λύκοι) αποτέλεσαν πραγματικό φόβητρο για τους Συμμάχους, μέχρις ότου επινοήθηκαν τεχνικές και η ανάλογη τεχνολογία που επέτρεψε την αντιμετώπισή τους.
Το κύριο όπλο ενός υποβρυχίου ήταν οι τορπίλες, βλήματα που κινούνταν υποθαλάσσια και χτυπούσαν το στόχο τους με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Οι τορπίλες όμως αντιμετώπιζαν ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα, τα οποία περιόριζαν την επιτυχία τους. Κατ' αρχάς, ήταν ιδιαίτερα αργές. O εντοπισμός της τορπίλης -και αυτό ήταν το δεύτερο μειονέκτημά της- ήταν αρκετά εύκολος, λόγω των φυσαλίδων που παρήγαγε ο κινητήρας της και του έντονου ίχνους που άφηνε στην επιφάνεια του νερού.
Το τρίτο πρόβλημα ήταν ότι από τη στιγμή της άφεσής της από τους τορπιλοσωλήνες του υποβρυχίου, η τορπίλη δεν ήταν δυνατό να αλλάξει πορεία, απλώς συνέχιζε να κινείται σε ευθεία μέχρι να βρει στόχο ή να εξαντληθούν τα καύσιμά της.
''ΕΞΥΠΝΕΣ'' ΤΟΡΠΙΛΕΣ
Οι Γερμανοί μηχανικοί εργάζονταν εντατικά στην λύση αυτών των προβλημάτων, τα οποία περιόριζαν δραματικά τα ποσοστά επιτυχίας των U-boote, και σύντομα άρχισαν να παρουσιάζουν αποτελέσματα. Το πιο εντυπωσιακό απ' όλα, που έλυνε τα δύο από τα τρία παραπάνω προβλήματα, προτάθηκε από τη Jumo. Επρόκειτο για έναν επαναστατικό νέο κινητήρα, τον Jumo KM8, ο οποίος αφενός άφηνε ελάχιστο "ίχνος" αφού κατανάλωνε τα ίδια τα υπολλείμματά του, αφετέρου μπορούσε να κινήσει μία τορπίλη 2 τόνων με την εντυπωσιακή ταχύτητα των 40 κόμβων. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν τα υποβρύχια και η εντολή για τελειοποίηση του κινητήρα και ένταξη σε μαζική παραγωγή όσο το δυνατόν ταχύτερα δόθηκε άμεσα.
Ωστόσο, ο KM8 δεν έμελλε να χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά. H έλλειψη κατάλληλων πρώτων υλών, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε το πρόγραμμα μαζικής παραγωγής του πριν καν ξεκινήσει, σε συνδυασμό με τις ταχύτατες αλλαγές προτεραιοτήτων της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, δεν επέτρεψαν στον Jumo KM8 να παραχθεί. Πάντως, οι προσπάθειες για δημιουργία ισχυρότερων κινητήρων και ως εκ τούτου ταχύτερων τορπιλών και με λιγότερο ορατό ίχνος, ήταν μόνο η μία όψη του νομίσματος. H άλλη ήταν η δημιουργία τορπιλών που θα ακολουθούσαν το στόχο τους και δεν θα κινούνταν απλώς σε ευθεία γραμμή.
O πρώτος τρόπος που προτάθηκε ήταν να δημιουργηθεί μία τορπίλη που θα ανίχνευε το μαγνητικό πεδίο του πλοίου - στόχου, με την τοποθέτηση ενός πυροσωλήνα μαγνητικού εντοπισμού. Ως ιδέα ήταν λαμπρή και αρκετός χρόνος και χρήμα ξοδεύτηκαν για την υλοποίησή της, έως ότου οι Γερμανοί τεχνικοί καταλάβουν ότι ματαιοπονούσαν, αφού ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιούσαν ευρέως από την αρχή του πολέμου, η μαγνητική νάρκη, είχε ωθήσει τους Συμμάχους να υιοθετήσουν αντίμετρα προστασίας των πλοίων από μαγνητικά μέσα. Δηλαδή, οι μαγνητικές τορπίλες θα ήταν παντελώς άχρηστες.
O δεύτερος τρόπος που προτάθηκε και τελικώς μπήκε σε εφαρμογή, ήταν ο εντοπισμός του στόχου μέσω του ήχου των μηχανών του. H περίφημη τορπίλη Falke ("Γεράκι") που εξόπλιζε το σύνολο των μονάδων του στόλου των υποβρυχίων του ναυάρχου Νταίνιτς μέχρι το 1943, ήταν μία τέτοια τορπίλη. Είχε ενσωματωμένη μία ακουστική συσκευή Zaunkönig, με την οποία μπορούσε να εντοπίσει το θόρυβο από τις μηχανές και τις προπέλες του πλοίου και να ενεργοποιήσει τα πτερύγια που κατηύθυναν την τορπίλη προς το στόχο. Αρχικά, η Falke αποδείχτηκε αποτελεσματική, έως ότου τα Βρετανικά πλοία υιοθέτησαν ένα εξαιρετικά απλό και ταυτόχρονα δραματικά αποτελεσματικό αντίμετρο.
Δύο ογκώδεις σιδηροσωλήνες (ένα σύστημα που οι Βρετανοί ονόμασαν "Foxer") ποντίζονταν με ένα απλό σύστημα σε απόσταση πίσω από τα πλοίο, σε συνεχή επαφή μαζί τους ώστε να δημιουργούν έναν έντονο θόρυβο, που υπερκέραζε το θόρυβο της μηχανής του πλοίου, με αποτέλεσμα οι "ακουστικές" τορπίλες να κατευθύνονται προς τους σωλήνες αντί για το σκάφος. Τόσο αυτή η τορπίλη -η FAT- όσο και ο διάδοχός της που ονομάστηκε LUT και που επιπρόσθετα είχε τη δυνατότητα αυξομείωσης της ταχύτητας πλεύσης της, είχαν μέτρια επιτυχία. Το σύστημα αυτό δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα αξιόπιστο στην πράξη.
H τελευταία από τις Γερμανικές προσπάθειες στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των τορπιλών ήταν η διάταξη Schnee-Orgel, που αποτελούνταν από μία συστοιχία έξι τορπιλοσωλήνων, οι οποίοι έβαλαν ισάριθμες τορπίλες σε μία ομοβροντία. Το μυστικό ήταν ότι κάθε τορπίλη έφευγε με απόκλιση 1/6 της μοίρας από τη διπλανή της. Το αποτέλεσμα ήταν μία θανατηφόρος βεντάλια έξι τορπιλών, που ήταν πρακτικά αδύνατον να αστοχήσουν εφόσον βάλλονταν στοιχειωδώς προς τη γενική κατεύθυνση του πλοίου - στόχου.
ΑΠΟΚΡΥΨΗ KAI ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ
Με την εφεύρεση των συσκευών ηχοβολισμού (σόναρ) οι Σύμμαχοι απέκτησαν ένα πανίσχυρο όπλο ενάντια στα Γερμανικά υποβρύχια. Οι Γερμανοί αυτό που αναζητούσαν ήταν ένα σύστημα απόκρυψης του υποβρυχίου από τους εξελιγμένους αισθητήρες των συμμαχικών πλοίων. Μία συσκευή απόκρυψης που χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους Γερμανούς ήταν το Pillenwerfer ή Bold, το οποίο ήταν ένα κάνιστρο γεμάτο με ένα ειδικό χημικό, βασισμένο στο καρβίδιο του ασβεστίου.
Όταν το χημικό απελευθερωνόταν από το κάνιστρο, δημιουργούσε ένα πυκνό στρώμα από φυσαλίδες, που καθιστούσε πρακτικά αδύνατο τον εντοπισμό από συσκευή σόναρ, αφού αντανακλούσε τα σήματα δημιουργώντας θόρυβο και μη επιτρέποντας την ταυτοποίηση του υποβρυχίου. Οι Γερμανοί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν το Pillenwerfer αμέσως μετά από κάποια επίθεσή τους ή όταν αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σχετικά κοντά σε συμμαχικά σκάφη και κινδύνευαν να εντοπιστούν.
TO ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΕΡΔΙΖΕ TON ΠΟΛΕΜΟ
H Γερμανία το 1942 έφθασε πολύ κοντά στο να φέρει τη Βρετανία σε αδιέξοδο. Οι Αμερικανικές νηοπομπές, το κύριο μέσο εφοδιασμού των Βρετανικών νησιών με τα απαραίτητα τρόφιμα και υλικά, υφίσταντο τρομακτικές απώλειες από τη δράση των Γερμανικών υποβρυχίων και οι ελλείψεις που δημιουργούνταν είχαν δραματικές επιπτώσεις τόσο στην πολεμική ετοιμότητα της Βρετανίας όσο και στο ηθικό του πληθυσμού.
Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, όταν εξελίχθηκαν οι συσκευές εντοπισμού, οι τεχνικές εναέριας παρατήρησης και δίωξης των υποβρυχίων και οι τακτικές συνοδείας των εμπορικών πλοίων, οι Βρετανοί ανάσαναν και οι "λύκοι" του Νταίνιτς έπαψαν να αποτελούν το φόβο και τον τρόμο των νηοπομπών που διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Οι Γερμανοί είχαν φθάσει στην πηγή αλλά δεν μπορούσαν να πιουν νερό. Τα υποβρύχιά τους ήταν πλέον ανεπαρκή για το ρόλο που είχαν κληθεί να παίξουν στο συνεχώς μεταβαλλόμενο -και μάλιστα με θεαματική ταχύτητα- θαλάσσιο πεδίο μάχης του B' Π.Π. Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήταν η εξαιρετικά χαμηλή ταχύτητά τους σε κατάδυση.
Έτσι τα ανάγκαζε να διανύουν μεγάλες αποστάσεις σε ανάδυση, αποτελώντας έτσι εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη, καθώς και η περιορισμένη δυνατότητα αυτονομίας υπό κατάδυση (αφού οι βασικές μηχανές τους χρειάζονταν οξυγόνο). Άλλα προβλήματα είχαν να κάνουν με τα συστήματα εντοπισμού απειλών (είτε από πλοία επιφανείας είτε από αεροσκάφη), την αδυναμία κάλυψης του ίχνους τους κ.ά. Το βασικό σχέδιο των Γερμανικών υποβρυχίων προέρχεται από μελέτες που είχαν γίνει στα μέσα της δεκαετίας του '30 και στο εξαιρετικά ρευστό θαλάσσιο πεδίο μάχης του B' Π.Π., καμία σχεδίαση 10ετίας δεν μπορούσε να επιβιώσει.
Εφευρέσεις όπως το σνόρκελ, παρότι βοήθησαν τα Γερμανικά υποβρύχια να αποδώσουν καλύτερα, δεν ήταν από μόνες τους αρκετές για να ξαναδώσουν στα U-boote την αποτελεσματικότητα που είχαν πριν οι Σύμμαχοι βρουν τρόπους να τα αντιμετωπίσουν. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειαζόταν η Γερμανία ήταν ένας νέος τύπος υποβρυχίου, που θα δημιουργούσε στους Σύμμαχους παρόμοια προβλήματα με αυτά που προκάλεσαν οι ''αγέλες των λύκων'' τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και οι επαναστατικές αλλαγές που απαιτούσε το νέο υπερυποβρύχιο των Γερμανών δεν είχαν ακόμη συνδυαστεί σε μία κατασκευή ενός σκάφους που θα μπορούσε να ξαναδώσει στο Γ' Ράιχ την κυριαρχία στις θάλασσες.
Οι δοκιμές για έναν νέο τύπο υποβρυχίου ξεκίνησαν αρκετά αργά, μόλις το 1940, όταν ο ιδιοφυής καθηγητής Χέλμουτ Βάλτερ, ο εφευρέτης του φερώνυμου κινητήρα, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο υποβρύχιο, εξοπλισμένο με έναν δικό του κινητήρα. Το πειραματικό V80, ένα σκάφος εκτοπίσματος 75 τόνων, χρησιμοποιώντας έναν ατμοστρόβιλο, που τροφοδοτούνταν από έναν υβριδικό κινητήρα χημικής αντίδρασης, κατόρθωσε να πετύχει ήδη από τις πρώτες δοκιμές του ένα απίστευτο ρεκόρ ταχύτητας σε κατάδυση: 30 κόμβους, σχεδόν τρεις φορές την ανώτερη ταχύτητα που επιτύγχαναν τα συμβατικά υποβρύχια που κινούνταν με μπαταρίες (11 κόμβους).
Φυσικά, ο Βάλτερ πρότεινε το σχέδιό του στο Kriegsmarine, αλλά συνάντησε μάλλον χλιαρές αντιδράσεις. O σημαντικότερος προβληματισμός των μελών της επιτροπής ήταν η ανάγκη εκτεταμένων χώρων αποθήκευσης των χημικών που ήταν απαραίτητα στον κινητήρα για να παράγει τον ατμό που θα κινούσε τον ατμοστρόβιλο. O Βάλτερ πρότεινε την κατασκευή ενός ειδικού διαμερίσματος κάτω από το κυρίως σώμα του υποβρυχίου, το οποίο θα λειτουργούσε ως δεξαμενή καυσίμου. Ωστόσο η αποθήκευση του καυσίμου δεν ήταν το μόνο πρόβλημα.
Τα ίδια τα καύσιμα ήταν μάλλον δύσκολο να βρεθούν και το ότι ήταν τα ίδια που χρησιμοποιούνταν για την λειτουργία των καταπελτών που εκτόξευαν τους V-1 δεν διευκόλυνε ιδιαίτερα την κατάσταση.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ
Όμως, οι Γερμανοί ερευνητές αναζητούσαν και από άλλους δρόμους τη λύση στο πρόβλημα της κίνησης των υποβρυχίων και της εξαφάνισης των αδυναμιών που είχαν καταστήσει τα παλιότερα U-boote περίπου άχρηστα. Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν το ωκεανοπόρο XXI και το παράκτιο ΧΧΙΙΙ. Το δεύτερο υποβρύχιο είχε αρκετές αδυναμίες, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ότι είχε τη δυνατότητα να φέρει μόλις δύο τορπίλες, προεγκατεστημένες στους ισάριθμους τορπιλοσωλήνες του και έτοιμες για βολή. Αφού εκτόξευε τις δύο αυτές τορπίλες, το υποβρύχιο έπρεπε να επιστρέψει στη βάση του για ανεφοδιασμό.
Βεβαίως, στην πραγματικότητα ο ρόλος που επιφυλασσόταν στο υποβρύχιο αυτό καθιστούσε ίσως περιττό μεγαλύτερο φορτίο τορπιλών, καθώς η αυτονομία του σε κατάδυση ήταν 325 χιλιόμετρα, ενώ στην πραγματικότητα προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί μόνο σε ρόλους παράκτιου φύλακα. Όσον αφορά στις δυνατότητές του, το "μικρό" της Kriegsmarine (που στην πραγματικότητα δεν ήταν ιδιαίτερα μικρό) ήταν ένα πραγματικό διαμάντι. Με κίνηση από μία ισχυρή μηχανή MWM Diesel, που κινούσε δύο ηλεκτροκινητήρες, μπορούσε να πιάσει σε κατάδυση 22 κόμβους, διπλάσιο από τα υποβρύχια της προηγούμενης γενιάς.
Είχε ειδική λειτουργία με τη δευτερεύουσα, παντελώς αθόρυβη μηχανή του, που του έδινε τη δυνατότητα να κινείται σε κατάδυση με ταχύτητα 4-5 κόμβων για 40 ολόκληρες ώρες. Αυτή η δευτερεύουσα μηχανή έμπαινε σε ενέργεια όταν το υποβρύχιο κινδύνευε να γίνει αντιληπτό και έπρεπε να ξεφύγει από τους διώκτες του. Να σημειώσουμε ότι το μήκος του ΧΧΙΙΙ ήταν 34,7 μέτρα, το εκτόπισμά του σε κατάδυση 256 τόνοι και είχε πλήρωμα 14 ανδρών. Αντίθετα με το συμμαζεμένο σε διαστάσεις ΧΧΙΙΙ, το δεύτερο υπερυποβρύχιο που ανέπτυξε η Γερμανία για χρήση στον B' Π.Π. ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Το XXI έφερε μία μικρή επανάσταση στο θαλάσσιο πόλεμο και πολλοί εκτιμούν ότι αν είχε προλάβει να μπει σε υπηρεσία μερικούς μήνες πριν από την λήξη του πολέμου, θα είχε πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το XXI εκτόπιζε 1.819 τόνους σε κατάδυση, είχε μήκος 76,7 μέτρα, πλήρωμα 57 ανδρών και πετύχαινε ταχύτητα 17 κόμβων σε κατάδυση. H σχεδίασή του ήταν εξαιρετική και ενσωμάτωνε τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, σε έναν συνδυασμό που θα το καθιστούσε, αν ήταν δυνατό να παραχθεί έγκαιρα και σε ικανούς αριθμούς, πραγματικό κυρίαρχο των θαλασσών.
Το XXI μπορούσε να παραμείνει σε κατάδυση ακόμη περισσότερες ώρες απ’ ό,τι το ΧΧΙΙΙ, κινούμενο με ταχύτητα 5-6 κόμβους και σε απόλυτη σιωπή. O οπλισμός του, αντίθετα με το ΧΧΙΙΙ, ήταν υπερπλήρης, αφού διέθετε 6 τορπιλοσωλήνες, ενώ το πλήρες φορτίο του ήταν 23 τορπίλες. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο, χαρακτηριστικό τόσο του XXI όσο και του ΧΧΙΙΙ, ήταν ότι πετύχαινε μεγαλύτερες ταχύτητες σε κατάδυση απ' ό,τι στην επιφάνεια της θάλασσας, κάτι πρωτόγνωρο για υποβρύχιο την εποχή εκείνη. Το XXI είχε προγραμματιστεί να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς, όμως μόλις δύο υποβρύχια του τύπου παραδόθηκαν στις μονάδες τους και μετείχαν σε περιπολίες τις τελευταίες μέρες του πολέμου.
Είναι ευρέως διαδεδομένη -και πιθανόν αληθινή- η ιστορία για το ένα από τα δύο αυτά XXI, που ως U-2521 πέρασε δίπλα (ή μάλλον κάτω) από το σύνολο των Βρετανικών στολίσκων που αναζητούσαν Γερμανικά υποβρύχια δίχως να εντοπιστεί, ενώ σε μία επίδειξη θάρρους ο κυβερνήτης του το οδήγησε σε έναν εικονικό τορπιλισμό (έκανε δηλαδή όλες τις ενέργειες τορπιλισμού εκτός από την πυροδότηση των τορπιλών) ενός Βρετανικού καταδρομικού, πριν αναδυθεί και παραδοθεί. Ήταν μία μικρή επίδειξη των δυνατοτήτων ενός υποβρυχίου που άλλαξε ολόκληρη την ιστορία των υποβρυχίων.
Η ΠΕΜΠΤΗ ΦΑΛΑΓΞ
Η 5η Φάλαγγα ήταν ένα νέο όπλο που εμφανίσθηκε στον Β' Π.Π. Η Προπαγάνδα που ως τότε ασκείτο χωρίς μέθοδο από τις κυβερνήσεις αποτέλεσε μια νέα διάσταση του πολέμου εκείνου και αιφνιδίασε τους Συμμάχους. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας αυτή είχε ενταχθεί από τον Χίτλερ ως μέσον πολέμου. Σπονδυλική στήλη αποτέλεσαν τα Γερμανικά μέσα προπαγάνδας και ενημερώσεως της κοινής γνώμης, που ενεργούσαν με απόλυτη επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου. Πρωτοπόρο μέσον προπαγάνδας εκείνη την εποχή ήταν το Ραδιόφωνο, που τότε έκανε μαζικά την εμφάνιση του.
Επίσης ήταν και οι στρατιές των Ναζιστών και φιλοναζιστών πρακτόρων που αλώνιζαν τις χώρες - στόχους της Βέρμαχτ και παρέλυαν την προς άμυνα αντίσταση των αντιπάλων πριν από κάθε στρατιωτική εισβολή. Παράλληλα ήταν και οι σαμποτέρ και προβοκάτορες που δημιουργούσαν τα αρνητικά αποτελέσματα, προκειμένου να τα εκμεταλλευθεί η Γερμανική προπαγάνδα. Ήταν δε τόση η επιτυχία του Ψυχολογικού Όπλου ώστε η άμυνα της Ευρώπης κατέρρευσε (πλην της Ελλάδος) κυριολεκτικά σαν χαρταετός σε ελάχιστες ημέρες:
Ελλάς: 219
Νορβηγία 61
Γαλλία 43 (Η υπερδύναμη της εποχής)
Πολωνία 30
Βέλγιο 18
Ολλανδία 4
Γιουγκοσλαβία 3
Δανία 0 μέρες.
(Οι Δανοί παραδόθηκαν σε έναν μοτοσικλετιστή του Χίτλερ ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του Χίτλερ για διέλευση των Ναζιστικών στρατευμάτων, ο Δανός βασιλιάς σε ένδειξη υποταγής παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο Βερολίνο και στον Χίτλερ).
Τσεχοσλοβακία 0
Λουξεμβούργο 0
Η 5η Φάλαγγα του Χίτλερ είχε την δύναμη να παραλύει την άμυνα των λαών πριν ακόμη δώσουν την μάχη . Πατέρας της προπαγάνδας είναι το δαιμόνιος Γκαίμπελς . Το σύνθημα του ήταν ''πέσε πέσε κάτι θα μείνει''. Η επανάληψη και το ψεύδος διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Από αρχαιοτάτης εποχής βέβαια υπήρχε η προπαγάνδα σαν μέσον επηρεασμού της κοινής γνώμης. Όμως ο Γκαίμπελς την έβαλε σε σωστές επιστημονικές και τεχνολογικές βάσεις και την έκανε εφηρμοσμένη τέχνη και ''εργαλείο'' με αρχές και κανόνες, που προηγείτο του πολέμου και άνοιγε ψυχολογικά ρήγματα στην γραμμή αμύνης του αντιπάλου.
Προσβάλλει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου και ελέγχει την σκέψη, μειώνει την δράση και δημιουργεί χάος και αμφιβολία. Έτσι καθιστά απρόθυμο το άτομο για αντίσταση. Το αήττητο του Άξονος ήταν το κυριαρχούν σλόγκαν που έκαμπτε το ηθικόν των μαχητών . Τους υπέβαλε την ιδέα ότι κάθε αντίσταση ήταν άπελπις και καταδικασμένη. Επομένως η παράδοση ήταν η περισσότερο σώφρων λύση. Με διάφορα συνθήματα (η Γερμανία υπεράνω όλων) , προϊστορικά σύμβολα (σβάστικα), και με διάφορα εκφοβιστικά τεχνάσματα, όπως λ.χ, τα αεροπλάνα στούκας καθέτου εφορμήσεως, τα ''θαυματουργά όπλα'', οι τεθωρακισμένες στρατιές, το αγέρωχο ύφος.
Το βήμα της χήνας, η σιδηρά πειθαρχία και αυστηρότης μέχρι ωμότητας των Γερμανικών στρατευμάτων κ.α. έκαμπτε το ηθικό του αντιπάλου. Με την μέθοδο του μονοδρόμου των επιλογών ο Γκαίμπελς είχε κερδίσει αναίμακτες νίκες σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και οι Γερμανοί στρατηγοί, όπως λ.χ ο Ρόμελ, είχαν δημιουργήσει ένα φωτοστέφανο γύρω τους, που παρέλυε την διάθεση προς αντίσταση της συμμαχικής 8ης Στρατιάς της Αφρικής. Έκτοτε την ανάγκη του Ψυχολογικού Πολέμου αντελήφθησαν πλήρως και οι Σύμμαχοι, οι οποίοι ενέταξαν τον Πόλεμο τούτο στα σχέδια τους κατά τον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον του Κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης με απόλυτη επιτυχία.
Η προπαγάνδα βασίζεται στην μισή αλήθεια ή στην αποσιώπηση αυτής και συνήθως στο ψέμα και στην διαστρέβλωση της αλήθειας. Και ως ένα βαθμό η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται και στην καλύτερη και πιο διεισδυτική και λογικοφανή προπαγάνδα των δυτικών. Και τούτο διότι το ΝΑΤΟ μελέτησε με επιστημονικό τρόπο τον ψυχολογικό έλεγχο της γνώσεως και της σκέψεως των μαζών και τα εφήρμοσε δια των Μ.Μ.Ε και ιδιαίτερα μέσω της μικρής οθόνης. Η ενημέρωση και ψυχαγωγία της κοινής γνώμης, είναι σήμερα τα εργαλεία της προπαγάνδας.
Τα Μ.Μ.Ε έγιναν η Τετάρτη Εξουσία (Τύπος, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση, Ψυχαγωγία - Κινηματογράφος, εκδόσεις - βιβλίο κ.α) και διαμορφώνουν και ελέγχουν την πολιτική εξουσία, την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Με τον ''Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας'' η Προπαγάνδα έγινε ένα τρομερότατο όπλο στα χέρια των ολίγων και σε βάρος των πολλών. Έχει καταθλιπτική επίδραση στο άτομο που νοιώθει αδύναμο να αντιδράσει ενάντια στις παγκόσμιες εξουσιαστικές δυνάμεις. Ο Γκαίμπελς σε σύγκριση με τους σημερινούς επιστήμονες προπαγανδιστές μοιάζει με ερασιτέχνη.
Σήμερα με την βοήθεια των πιο σύγχρονων τεχνολογικών και επιστημονικών μεθόδων κάνουν σωστή πλύση του εγκεφάλου του ατόμου. Έχουν την δύναμη να βάζουν στην σκέψη του ατόμου εκείνο που αυτοί θέλουν να σκεφθεί. Με τον τρόπο αυτό έχουν αποβλακώσει τις κοινωνίες ώστε να μην αντιδρούν ακόμη και μπρος στην καταστροφή τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το ερώτημα που θέτουν πολλοί είναι αν ο Χίτλερ διέθετε μυστικά όπλα και τι είδους όπλα ήσαν αυτά; Και τούτο διότι έχουν κυκλοφορήσει φανταστικές ιστορίες που αντί να φωτίσουν την αλήθεια την συσκότισαν ακόμη περισσότερα μεταξύ του μύθου και της φαντασίας. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν από τον Α' Π.Π ο οποίος εξέθρεψε το Ναζιστικό καθεστώς. Βρισκόμαστε ολίγον μετά την ταπεινωτική και εξουθενωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών που σφράγισε τον Α' Π.Π. Αυτή και η οικονομική καταστροφή που έπληξε την Γερμανία ήταν η κυριότερη αιτία της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
Η υπόσχεση του Χίτλερ προς τον ταπεινωμένο και πεινασμένο Γερμανικό λαό ήταν ψωμί, δουλειά και η Εθνική Ανόρθωση της Γερμανίας. Αλλά πως; Η κυριότερη διάσταση εθνικής ισχύος είναι η Ένοπλες Δυνάμεις (Ε.Δ). Μόνον όταν ένα κράτος έχει ισχυρές Ε.Δ μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά την εξωτερική του πολιτική, να εξασφαλίσει την εθνική του άμυνα και ασφάλεια και να ικανοποιήσει τους εθνικούς του στόχους. Ο Χίτλερ λοιπόν εκ των πρώτων του έργων ήταν η ενίσχυση στο έπακρον των Ε.Δ.
Επειδή η Γερμανία ήταν σχετικά ολιγάριθμο έθνος, σε σχέση με τους αντιπάλους της (Γαλλία, Βρετανία, Σοβιετική Ένωση κ.α) και δεν διέθετε άφθονες πρώτες ύλες, οι Γερμανικές Ε.Δ έπρεπε να στηριχθούν στην ποιοτική αναβάθμιση έναντι της ποσότητος των αντιπάλων της. Άρα ήταν ανάγκη να επιτύχουν επαναστατικές τεχνολογικές καινοτομίες στα οπλικά συστήματα, στην στρατηγική και στην τακτική του πολέμου. Έτσι έφτασαν στον Αστραπιαίο Πόλεμο (Blitz Krieg) ο οποίος βασίστηκε στον τολμηρό ελιγμό με βάση το τριώνυμο:
α) Τεθωρακισμένες Δυνάμεις, (με τα περίφημα Πάντσερ).
β) Αεροπορία Υποστηρίξεως (τα τρομερά Στούκας).
γ) Τα Υποβρύχια (U-Boote) για την αποκοπή του ανεφοδιασμού των αντιπάλων του.
Ο συνδυασμός τούτων έδωσε τις πρώτες νικηφόρες εκστρατείες εναντίον της Πολωνίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Σοβιετικής Ενώσεως κ.α και απομόνωσε την Βρετανία. Από το 1936 ο Χίτλερ είχε δώσει εντολή να αναπτύξουν τα ''θαυματουργά όπλα'' (Wunderwaffen). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έρευνα επί των νέων οπλικών συστημάτων δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Οι Γερμανοί μηχανικοί αναζήτησαν νέες επαναστατικές ενεργειακές πηγές, νέα συστήματα προωθήσεως, νέα άνευ πιλότου καθοδηγούμενα οχήματα, νέα εκρηκτικά κ.α.
Η έρευνα τούτων ανατέθηκαν ερευνητικά κέντρα, σε εργαστήρια εταιρειών και τεχνολογικά ιδρύματα. Οι δοκιμές γίνονταν σε ειδικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, η κυριότερη εκ των οποίων ήταν το Πεενεμούντε. Τα πραγματικά όπλα είναι τα εξής :
Από αυτά άλλα μεν τέθηκαν σε επιχειρησιακή χρήση, χρησιμοποιηθέντα προς το τέλος του πολέμου, άλλα παρήχθησαν στα εργοστάσια αλλά δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης, μερικά έμειναν στα πρωτότυπα και δεν πρόλαβαν να δοκιμασθούν, ενώ άλλα έμειναν στα σχέδια. Ο Χίτλερ δεν ήταν έτοιμος την εποχή του 1939, να διεξάγει ένα νικηφόρο πόλεμο ιδιαίτερα εναντίον του πανίσχυρου βιομηχανικού κολοσσού των Η.Π.Α, διότι ακόμη δεν είχε παράγει τα νέα του όπλα . Μερικά από τα θαυματουργά όπλα ετέθησαν σε επιχειρησιακή χρήση το τελευταίο ή προτελευταίο έτος του πολέμου, ενώ άλλα δεν μπόρεσαν να βγουν από τα εργοστάσια, τα πεδία δοκιμών ή και τα σχεδιαστήρια των εργαστηρίων.
Ήταν τόσο πολλά τα σχέδια και τόσο επαναστατικές και καινοτομικές οι μακέτες που δεν ήταν κατορθωτό όλα να τύχουν ικανοποιητικής προτεραιότητος και χρηματοδότησης για την τελική ανάπτυξη τους. Και τούτο για πολλούς και ποικίλους λόγους εκ των οποίων οι κυριότεροι ήταν :
Στα τελευταία στάδια του πολέμου η ευαίσθητη πολεμική βιομηχανία των θαυματουργών όπλων είχε μεταφερθεί σε υπόγειες στοές για ν’ αποφεύγει τα τρομακτικά χτυπήματα της Αμερικανικής Αεροπορίας. Τα πρώτα επιχειρησιακά όπλα που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο τελευταίο έτος του πολέμου ήταν οι Πύραυλοι, πρώτα ο V-1 και μετά ο V-2. Συνολικά ως τον Φεβρουάριο 1944 κατασκευάσθηκαν 1400 κομμάτια και αν όλα έβαιναν καλώς έως τον Μάιο 1944, προβλεπόταν η κατασκευή 10.000 - 12.000 V-1. Τότε θα γίνονταν μαζική επίθεση κατά της Βρετανίας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Με την αυξημένη διαθεσιμότητα κονδυλίων, οι επιστήμονες που εργάζονταν για λογαριασμό της Luftwaffe, κυρίως στις εταιρείες που συνεργάζονταν με τη Γερμανική πολεμική αεροπορία, είχαν την άνεση να προχωρήσουν στην εφαρμογή των πρωτοποριακών λύσεων που έβγαιναν από τα ιδιαίτερα δραστήρια εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης. H δεδομένη υστέρηση της Γερμανίας σε πόρους και μέσα σε σχέση με τους αντιπάλους της είχε ως αποτέλεσμα οι Γερμανοί να προσπαθήσουν σε πολλούς κλάδους οπλικών συστημάτων να ανατρέψουν την ισορροπία προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας την ανώτερη ποιότητα και την τεχνολογική υπεροχή.
Αυτό συνέβη στον τομέα των αρμάτων μάχης, όπου οι Γερμανοί παρουσίασαν τα τρία καλύτερα, ίσως, άρματα του πολέμου, αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την τεράστια αριθμητική υπεροχή των T-34 στο ανατολικό μέτωπο και των Αμερικανικών αρμάτων στο δυτικό. Παρόμοια ήταν η πορεία των ερευνών και για τα μαχητικά αεροσκάφη. H Luftwaffe και το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας, το Reichsluftfahrtministerium (RLM), είχαν δώσει την έγκρισή τους για πλείστα όσα προγράμματα προχωρημένης αεροναυπηγικής.
Καρπός των οποίων ήταν -μεταξύ άλλων- τα πρώτα λειτουργικά αεριωθούμενα μαχητικά μαζικής παραγωγής, αεροσκάφη που έφεραν μία πραγματική επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις στον αέρα. Ωστόσο, ούτε αυτά τα wunderwaffen κατόρθωσαν να ανατρέψουν την υπεροχή των Συμμάχων.
OI ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ
Όπως συνέβη και στον τομέα της πυραυλοκίνησης, η αεριώθηση αναπτύχθηκε πρώτα στη Γερμανία. Στην ταραγμένη εποχή του μεσοπολέμου, ένας από τους πρωτοπόρους του αέρα, ο Φριτζ Στάμμερ, κατόρθωσε το 1928 να κάνει την πρώτη πτήση με αεριωθούμενο αεροσκάφος. Επρόκειτο για ένα είδος αεριωθούμενου ανεμοπλάνου και η επιτυχημένη δοκιμή έδειχνε το δρόμο για το μέλλον. Οι δοκιμές για αεροσκάφη που κινούνταν με αεριώθηση και πυραυλοκίνηση ήταν αρκετά δημοφιλείς στη Γερμανία εκείνον τον καιρό και διάσημοι ερευνητές και βιομήχανοι, όπως ο Φριτζ Οπελ, είχαν αναμειχθεί στην έρευνα και ανάπτυξη παρόμοιων κινητήρων και σκαφών.
Οι έρευνες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της 4ης δεκαετίας του 20ού αιώνα, καθώς η Γερμανία ξεκινούσε μία κολοσσιαία προσπάθεια επανεξοπλισμού. O ενθουσιασμός με τον οποίο ο Αδόλφος Χίτλερ ενστερνιζόταν κάθε προσπάθεια για ''εξωτικά'' οπλικά συστήματα, τα οποία όχι μόνο θα καταδείκνυαν ''την υπεροχή των Αρείων επιστημόνων'', αλλά θα έδιναν την αποφασιστική υπεροχή στη Γερμανία σε κρίσιμους τομείς, ευνοούσε αυτά τα πειράματα. Το 1937 η προσπάθεια ανάπτυξης ενός μαχητικού που θα χρησιμοποιούσε τις εξεζητημένες, για την εποχή, μεθόδους κίνησης με αεριώθηση ή με πυραυλοκίνηση, βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σημείο.
Πρωτοπόροι στην προσπάθεια αυτή ήταν τα σχεδιαστικά γραφεία Heinkel και Messerschmitt. To γραφείο του Ερνστ Χάινκελ (Ernst Heinkel), με τους χαρισματικούς σχεδιαστές Σίγκφριντ και Βάλτερ Γκούντερ (ήταν δίδυμα αδέλφια) είχε δημιουργήσει δύο ενδιαφέροντα πρωτότυπα, το He 176 και το He 178. O Χάινκελ είχε δημιουργήσει μία μεγάλη περιουσία με τη σχεδίαση εμβολοφόρων αεροσκαφών, μεταξύ των οποίων ήταν και το καλύτερο βομβαρδιστικό του μεσοπολέμου, το He 111, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι ο εμβολοφόρος κινητήρας βρισκόταν κοντά στα όριά του και ότι το μέλλον ανήκε στην αεριώθηση (Jet) και στους πυραυλοκινητήρες.
Αν και είχε αποδειχθεί ότι οι πυραυλοκινητήρες ήταν απλούστεροι, ευκολότερο να κατασκευαστούν μαζικά και πιο εύκολοι στη χρήση και στη συντήρηση, οι περιορισμοί της πυραυλοκίνησης έγιναν γρήγορα αντιπληπτοί από τους ερευνητές, που στράφηκαν στην αεριώθηση για να ξεπεράσουν αυτά τα προβλήματα και να δημιουργήσουν πλήρως λειτουργικά αεροσκάφη. Ένας χαρισματικός μηχανικός που εργαζόταν για τον Χάινκελ, ο Γιοακίμ Πάμπστ φον Οχάϊν και ο βοηθός του, Μαξ Χαν, ήταν εκείνοι που είχαν τις πρώτες επιτυχίες με τον κινητήρα αεριώθησης.
O πρώτος απολύτως λειτουργικός κινητήρας που ήταν αποτέλεσμα των ερευνών των δύο μηχανικών, ο HeS 3, δημιουργήθηκε το 1938 και αξιοποιήθηκε στο πρώτο πρωτότυπο αεριωθούμενο μαχητικό, το He 178. Αυτό ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος της ιστορίας που έκανε μία επιτυχημένη πτήση, την 27η Αυγούστου του 1939. Το αεροσκάφος αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, τα οποία καθυστέρησαν την επίσημη παρουσίασή του στους εκπρoσώπους του RLM έως την 1η Νοεμβρίου. Ωστόσο, η παρουσίαση αυτή δεν έφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο Χάινκελ, αφού οι υπεύθυνοι του υπουργείου έμειναν παγερά αδιάφοροι μπροστά στην επαναστατική πρόταση του αεριωθούμενου αεροσκάφους.
Ενδεχομένως, αυτό οφειλόταν σε ζητήματα ''εσωτερικών ισορροπιών'' μεταξύ των διαφόρων κατασκευαστών και σχεδιαστικών γραφείων αεροσκαφών, ωστόσο όποια και να ήταν η αιτία, το Γ' Ράιχ έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει ένα πλήρως λειτουργικό αεριωθούμενο πολύ νωρίτερα, εφόσον συνεχιζόταν η εξέλιξη του He 178, το οποίο τελικώς εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, την ίδια ώρα είχε ξεκινήσει η εξέλιξη δύο νέων κινητήρων τζετ, ο ένας από τον Οχαϊν και ο άλλος από το νέο ''απόκτημα'' του Χάινκελ, τον εξαίρετο μηχανικό Μαξ Μούλερ. Οι δύο μηχανές που ανέπτυξαν, η 109-001 και η 109-006, ήταν εκείνες που θα έδιναν κίνηση στο νέο πρωτότυπο της Heinkel, το He 280.
H δοκιμή του αεροσκάφους πραγματοποιήθηκε μετά από εντατικές προσπάθειες εξέλιξης στις 2 Απριλίου του 1941, ενώ τρεις μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε άλλη μία δοκιμή μπροστά σε ανώτερους αξιωματούχους της Luftwaffe και του RLM, η οποία ήταν απόλυτα επιτυχημένη. H ηγεσία του Γ' Ράιχ παρείχε αμέσως γενναία χρηματοδότηση στην Heinkel, με αποτέλεσμα να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της και να αφιερώσει ακόμη περισσότερους πόρους στην ανάπτυξη αεριωθούμενων αεροσκαφών.
Το He 280 φαινόταν ότι θα γίνει το πρώτο επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο αεριωθούμενο μαχητικό του Γ' Ράιχ και το πρώτο που θα εντασσόταν σε πρόγραμμα μαζικής παραγωγής, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έμελλε να συμβεί. Αντ’ αυτού, επελέγη το σχέδιο του ανταγωνιστικού γραφείου της Messerschmitt, υπό το κωδικό όνομα Me 262.
TO ΧΕΛΙΔΟΝΙ TOY ΘΑΝΑΤΟΥ Me 262
Το RLM ήδη από το 1938 είχε ξεκινήσει σε συνεργασία με τον οίκο Messerschmitt το σχεδιασμό ενός αεριωθούμενου αεροσκάφους. Στο σχέδιο εργάζονταν οι μηχανικοί Χανς Μάουχ και Χέλμουτ Σλεπ, καθώς και ο σχεδιαστής Χανς Αντς. Μετά από αρκετές υπαναχωρήσεις και προβλήματα, η τελική εντολή του υπουργείου προς τη Messerschmitt ήταν δραματικά σαφής: να δημιουργήσει ένα αεριωθούμενο αεροσκάφος, το οποίο να μπορεί να διατηρεί για μία ώρα ανώτερη επιχειρησιακή ταχύτητα 850 χλμ./ώρα.
Σε μία εποχή που τα ταχύτερα συμβατικά (εμβολοφόρα) αεροσκάφη δεν ξεπερνούσαν τα 600 χλμ./ώρα, ένα τέτοιο αεροσκάφος θα ήταν πραγματικά ανίκητο στον αέρα, αρκεί να βρίσκονταν λύσεις στα πρακτικά προβλήματα ευελιξίας, σταθερότητας, ακαμψίας και των λοιπών πτητικών χαρακτηριστικών που θα έπρεπε να είχε ένα μαχητικό αεροσκάφος. O σχεδιασμός προχώρησε ομαλά και η Messerschmitt είχε τον Ιούνιο του 1939 δημιουργήσει αναλυτικά σχέδια και ένα ξύλινο πρωτότυπο. Στις 3 Μαρτίου του επόμενου χρόνου το RLM έδωσε την εντολή στην εταιρεία να δημιουργήσει τρία επιχειρησιακά πρωτότυπα του σκάφους για πτητικές δοκιμές και αξιολόγηση.
Το σχέδιο καθυστέρησε δραματικά να φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή του. Αρχικά, η BMW καθυστέρησε την παράδοση των μηχανών που ανέπτυσσε και κατασκεύαζε (BMW P 3302). Στη συνέχεια, η μηχανή της BMW αποδείχτηκε εξαιρετικά ανεπαρκής, αφού προσέφερε μόλις το 1/4 της στατικής ώσης που ήταν αναγκαία. Ακόμη και το καλοκαίρι του 1941, η εταιρεία δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει τη μηχανή που ήταν απαραίτητη για το νέο αεροσκάφος. Τελικώς, η μηχανή ήταν έτοιμη για να απογειώσει το νέο αεροσκάφος μόλις στα μέσα του 1943, ενώ η μαζική παραγωγή της δεν ήταν δυνατόν να αρχίσει παρά στα μέσα του 1944.
Αντίθετα, πολύ καλύτερα πήγε το πρόγραμμα ανάπτυξης της μηχανής από την Junkers Motorwerke (Jumo) που είχε αναλάβει το ίδιο έργο με την BMW. Αποτέλεσμα ήταν να δοθεί η πρώτη παραγγελία για το Me 262s, που θα έφερε τις μηχανές της Jumo, ήδη από το 1942. Την επόμενη χρονιά, στις 22 Απριλίου 1943, μία εντυπωσιακή δοκιμή έλαβε χώρα. O ίδιος ο αρχηγός επιχειρήσεων της Luftwaffe, ο Άντολφ Γκάλαντ, αποφάσισε να δοκιμάσει το νέο αεροσκάφος και ενθουσιάστηκε τόσο ώστε να δηλώσει: ''Ένιωθα σαν να με σπρώχνει ένας άγγελος''. H Messerschmitt, όπως ήταν επόμενο, πήρε την παραγγελία, με εντολή να ξεκινήσει μαζική παραγωγή από τις 5 Ιουνίου.
Υπήρξε μία μικρή καθυστέρηση, ωστόσο μέχρι τις αρχές Ιουλίου η παραγωγή είχε ξεκινήσει, όμως οι Σύμμαχοι θα παρενέβαιναν και σε αυτή την περίπτωση, το εργοστάσιο της Messerschmitt στο Ρέγκενσμπουργκ έγινε στόχος βομβαρδισμών της Αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. H ηγεσία της Luftwaffe περίμενε με ανυπομονησία το νέο αεροσκάφος με την ελπίδα να της χαρίσει ξανά την αεροπορική υπεροχή πάνω από τη Γερμανία, καθώς ήδη από το 1943 οι Σύμμαχοι ήταν οι κυρίαρχοι του αέρα. Όμως λογάριαζε χωρίς τον Αδόλφο Χίτλερ.
Σε μία από τις πλέον λανθασμένες αποφάσεις του, ο Φύρερ αντί να δώσει το πράσινο φως στη μαζική παραγωγή του Me 262 ως μαχητικού, αποφάσισε αψυχολόγητα να διατάξει τη μετασκευή του σε βομβαρδιστικό, ώστε να μπορεί να μεταφέρει μία βόμβα των 500 κιλών σε μεγάλες αποστάσεις - κατά προτίμηση, στην Αγγλία. H καμπάνια ανταπόδοσης του Χίτλερ, στην οποία εντασσόταν η ανάπτυξη των πυραύλων V-1, V-2, θα ενισχυόταν με το εντυπωσιακό υπερταχύ αεροσκάφος της Messerschmitt. Βεβαίως κάτι τέτοιο, όπως προσπάθησαν οι εμβρόντητοι τεχνικοί να εξηγήσουν, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, αφού το αεροσκάφος εξαρχής είχε σχεδιαστεί ως μαχητικό.
Από την πλευρά τους, οι ιθύνοντες της Luftwaffe, που έβλεπαν την τελευταία ελπίδα τους για ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στον αέρα να χάνεται, προσπάθησαν να πείσουν τον Χίτλερ για την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός μαχητικού. Αυτές οι πιέσεις είχαν περιορισμένο αποτέλεσμα, αφού τελικώς η έκδοση Sturmvogel, που ήταν το βομβαρδιστικό, ξεκίνησε να παράγεται σε αναλογία 20 προς 1 με το Schwalbe (το καταδιωκτικό). Το μεγάλο πρόβλημα με το Me 262 δεν ήταν μόνο ότι έγινε προσπάθεια να μετασκευαστεί σε βομβαρδιστικό, κάτι για το οποίο δεν ήταν φτιαγμένο, αλλά και το ότι άρχισε να παράγεται πολύ αργά και σε πολύ μικρούς αριθμούς για να επηρεάσει την έκβαση του πολέμου.
Εκτός από βομβαρδιστικό και καταδιωκτικό, το Me 262 αναπτύχθηκε και ως νυχτερινό καταδιωκτικό. Είχε προγραμματιστεί να βγουν 1.430 αντίτυπα μέσα στους επτά πρώτους μήνες, όμως στην πραγματικότητα κατασκευάστηκαν λιγότερα από 450. Κατάφεραν πάντως να πετύχουν πάμπολλα πλήγματα ενάντια στους Αμερικανούς, κυρίως, αλλά και στους Βρετανούς πιλότους, επιδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο την ανωτερότητα των αεριωθούμενων σε σχέση με τα εμβολοφόρα αεροσκάφη. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή οι Βρετανοί είχαν ετοιμάσει το πρώτο δικό τους αεριωθούμενο, το Gloster Meteor.
O ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΗΣ ARADO
Μία μικρή εταιρεία -τουλάχιστον σε σχέση με τους κολοσσούς Heinkel και Messerschmitt- η Arado ανέπτυξε το δεύτερο αεριωθούμενο που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά από τους Γερμανούς σε ικανούς αριθμούς κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Πρόκειται για το Arado Ar 234 Blitz (κεραυνός), το οποίο ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Arado το 1943, όταν οι πρώτες λειτουργικές μηχανές ήταν διαθέσιμες. Το Υπουργείο Αεροπορίας είχε εκδώσει τις προδιαγραφές για το νέο αεριωθούμενο ήδη από το 1940 και τα δοκιμαστικά πρωτότυπα ήταν έτοιμα το χειμώνα του 1941, όμως, όπως και στην περίπτωση του Me 262, ο καθοριστικός παράγοντας που πήγε πολύ πίσω το πρόγραμμα παραγωγής ήταν η μη διαθεσιμότητα των κινητήρων τζετ που είχαν αναλάβει να αναπτύξουν οι Jumo και BMW.
Ενώ το Me 262 ήταν κατά βάση ένα καθαρόαιμο μαχητικό, το Ar 234 ήταν ένα αεροσκάφος που μπορούσε να φέρει εις πέρας αναγνωριστικές αποστολές σε ύψη όπου ήταν απρόσβλητο από οποιοδήποτε συμμαχικό αεροσκάφος (9.000 έως 12.000 μέτρα), ενώ αναπτύχθηκαν και εκδόσεις του που μπορούσαν να μεταφέρουν περίπου 2 τόνους βομβών, καθιστώντας το ένα αξιόλογο ελαφρύ βομβαρδιστικό, με μεγάλη ακτίνα δράσης (περίπου 1.600 χιλιόμετρα). Άλλη μία έκδοση που αναπτύχθηκε και τέθηκε σε παραγωγή ήταν η έκδοση νυχτερινής δίωξης.
H επιχειρησιακή ταχύτητά του ήταν περίπου 740 χλμ./ώρα, αν και είχε τη δυνατότητα να ανέβει έως και τα 850 χιλιόμετρα την ώρα. Το Ar 234 γνώρισε μέτρια επιτυχία και ήταν, αντίθετα με το πρωτοποριακό Me 262, ένας σχεδιαστικός συμβιβασμός, αφού έφερε αεριωθητήρες σε μία σχεδίαση που θύμιζε έντονα εμβολοφόρα μέσα βομβαρδιστικά.
ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Αυτά τα δύο αεροσκάφη, τα Me 262 και Ar 234, ήταν τα μοναδικά αεριωθούμενα που χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Ωστόσο, οι Γερμανοί σχεδιαστές είχαν αναπτύξει και μία σειρά ακόμη από σχέδια, περισσότερο ή λιγότερο πρωτοποριακά, ενώ ορισμένα από αυτά είχαν φύγει από το σχεδιαστήριο και είχαν φθάσει στη φάση της κατασκευής πρωτοτύπων. Στην πραγματικότητα, ορισμένα από αυτά τα σχέδια ήταν επαναστατικά για την εποχή τους και προκατέλαβαν σε μεγάλο βαθμό τη μεταπολεμική εξέλιξη των μαχητικών αεροσκαφών όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Ας δούμε όμως ορισμένα από αυτά τα επαναστατικά σχέδια και ποια ήταν η τύχη τους.
Το Καταδιωκτικό του Λαού:
Στα τελευταία στάδια του πολέμου, καθώς η Γερμανία έχανε έδαφος σε όλα τα μέτωπα και η αναστροφή της τύχης του πολέμου έμοιαζε σχεδόν αδύνατη, ενώ η χώρα αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα έλλειψης πρώτων υλών, το ζητούμενο ήταν ένα φθηνό και αξιόπιστο όπλο που θα μπορούσε να κατασκευαστεί με ευτελή υλικά. H ευκολία χρήσης, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται από προσωπικό που είχε ελάχιστη ή και καθόλου εκπαίδευση, πόσο μάλλον εμπειρία, ήταν άλλο ένα προαπαιτούμενο, αφού το έμπειρο προσωπικό του Γ' Ράιχ φθειρόταν καθημερινά στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου και συχνά το μόνο διαθέσιμο δυναμικό ήταν ενθουσιώδεις αλλά ακατάλληλοι για υπηρεσία νεαροί.
Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν και οι απαιτήσεις της Luftwaffe και του RLM. Το υπουργείο έδωσε στις εταιρείες σχεδίασης και δημιουργίας αεροσκαφών τις προδιαγραφές για ένα νέο μαχητικό, το Volksjager (το καταδιωκτικό του λαού). Σύμφωνα με αυτές τις προδιαγραφές, αναζητείτο ένα μαχητικό το οποίο θα ήταν ουσιαστικά αναλώσιμο, κατασκευασμένο από ευτελή υλικά και πολύ εύκολο στο χειρισμό από έναν ελάχιστα εκπαιδευμένο πιλότο. Αρκετές εταιρείες κλήθηκαν να υποβάλλουν προτάσεις, όπως οι Focke-Wulf, Junkers, Heinkel, Messerschmitt, Arado, Blohm & Voss. H προθεσμία που δόθηκε στις εταιρείες για να υποβάλουν τα σχέδιά τους ήταν ασφυκτική, μόλις μία βδομάδα.
Μόνο η Messerschmitt δεν υπέβαλε πρόταση. Από τις υπόλοιπες, ξεχώρισαν εκείνη της Blohm & Voss, που θεωρήθηκε μακράν η καλύτερη, και της Heinkel, που τελικώς - για λόγους που δεν έχουν γίνει γνωστοί - ήταν εκείνη που επελέγη. Πάντως, οι μηχανικοί της Heinkel υπερέβαλαν εαυτούς και κατόρθωσαν να ετοιμάσουν το πρωτότυπο σε χρόνο ρεκόρ - λιγότερο από τρεις μήνες. Το He 162 Salamander ή Spatz όπως ονομάστηκε, ήταν κατασκευασμένο κατά κύριο λόγο από ντουραλουμίνιο (η άτρακτος) και από κόντρα πλακέ (τα φτερά και οι κάθετες επιφάνειες) και ήταν ένα εξαιρετικά φθηνό αεροσκάφος, το οποίο όμως ουδέποτε κατόρθωσε να γίνει το ''καταδιωκτικό του λαού'' που ονειρεύονταν οι ιθύνοντες του Υπουργείου Αεροπορίας.
Οι πιλότοι του, εθελοντές της Χιτλερικής νεολαίας κατά κύριο λόγο, είχαν τεράστιες δυσκολίες με το χειρισμό του και τα ατυχήματα κατά τις δοκιμές ήταν σχεδόν καθημερινά. Ωστόσο το αεροσκάφος παρήχθη σε 275 κομμάτια, τα οποία εξόπλισαν όπως-όπως κάποιες μοίρες δίωξης και σε μία περίπτωση ένα αεροσκάφος του τύπου φέρεται να έχει πετύχει μία κατάρριψη, συγκεκριμένα έριξε ένα Typhoon της RAF.
Το Επαναστατικό Ju 287:
Ένα από τα πιο επαναστατικά και ρηξικέλευθα σχέδια αεριωθούμενων που είδαν το φως στο Γ' Ράιχ ήταν αυτό του Junkers Ju 287. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι σχεδιάσεις ευθείας πτέρυγας με την αεροδυναμική αντίσταση στις πολύ υψηλές ταχύτητες (άνω των 800 χλμ./ώρα) είχαν προβληματίσει έντονα την ηγεσία του Γ' Ράιχ και οι δοκιμές στις αεροδυναμικές σήραγγες έδειχναν ότι η λύση ήταν η εφαρμογή ενός σχεδίου κεκλιμένης πτέρυγας. Μία ομάδα σχεδιαστών της Junkers, υπό την ηγεσία του Χανς Βόκε, δοκίμασε μία επαναστατική λύση, φτερά με κλίση όχι προς τα πίσω, αλλά προς τα εμπρός.
O σχεδιασμός αυτός, όπως είχε υπολογιστεί, προσέφερε όλα τα πλεονεκτήματα της κεκλιμένης πτέρυγας όσον αφορά στο μειωμένο συντελεστή οπισθέλκουσας και τη μειωμένη αεροδυναμική αντίσταση, ενώ παράλληλα προσέφερε και μεγαλύτερη σταθερότητα στο αεροσκάφος. Το αεροσκάφος αναμενόταν να είναι ένα πραγματικό θαύμα της Γερμανικής μηχανικής και σχεδιαστικής ιδιοφυΐας. Με τέσσερις μηχανές που η καθεμία παρείχε περίπου 900 κιλά ώσης, καθώς και δύο πυραύλους που θα βοηθούσαν στην απογείωση, το σκάφος είχε σχεδιαστεί εξαρχής ως ένα ακατανίκητο βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης.
Το πρώτο πρωτότυπο είχε αρκετά καλά πτητικά χαρακτηριστικά, αλλά ήταν φανερό ότι η πρωτοποριακή σχεδίαση απαιτούσε πολύ περισσότερες δοκιμές πριν ένα τέτοιο αεροσκάφος καταστεί επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο. Ένα νέο πρωτότυπο άρχισε να κατασκευάζεται, ενώ οι τελικές προδιαγραφές του αεροσκάφους ήταν εντυπωσιακές: Θα έφερε πλήρωμα τριών ανδρών, θα μπορούσε να μεταφέρει βόμβες συνολικού βάρους 4 τόνων και θα κινιόταν με τη βοήθεια τεσσάρων κινητήρων της Heinkel, που προσέφεραν ώση 1.300 κιλών ο καθένας. Το σχέδιο αυτό όμως ουδέποτε μπήκε στην παραγωγή, αφού το τέλος του πολέμου πρόλαβε τις φιλόδοξες προσπάθειες των Γερμανών σχεδιαστών.
Το Ju 287 V1, το πρώτο πρωτότυπο που κατασκευάστηκε, έπεσε στα χέρια των Σοβιετικών, όπως άλλωστε και το V2, το δεύτερο πρωτότυπο. Και τα δύο δοκιμάστηκαν από Σοβιετικούς και μάλιστα το V2 έπιασε την απίστευτη για την εποχή ταχύτητα των 1.000 χλμ./ώρα που ήταν κοντά στο ρεκόρ ταχύτητας που είχε επιτευχθεί από αεριωθούμενο αεροσκάφος. Τα πρωτότυπα της Messerschmitt: Καθώς το Me 262 έδειχνε να έχει αρκετές αδυναμίες, ενώ ουσιαστικά η εξέλιξή του είχε σταματήσει, αφού είχε μπει σε παραγωγή, οι επιστήμονες της Messerschmitt είχαν ξεκινήσει εντατικές έρευνες και δοκιμές για τον αντικαταστάτη του και γενικότερα για τη δημιουργία μίας νέας γενιάς αεριωθούμενων μαχητικών αεροσκαφών.
Το Me P. 1101:
Ήταν ο απευθείας απόγονος του Me 262, αλλά σημαντικά διαφοροποιημένος, ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος μεταβλητής πτέρυγας που είχε κατασκευαστεί ποτέ. Οι πτέρυγές του είχαν τη δυνατότητα να παίρνουν οποιαδήποτε κλίση μεταξύ 35 και 45 μοιρών, με τη χρήση ενός ειδικού μηχανισμού πριν από την απογείωση. Μία άλλη βασική διαφορά σε σχέση με τον προκάτοχό του ήταν ότι την ισχύ για την κίνησή του παρείχε μία μηχανή που ήταν τοποθετημένη εντός της ατράκτου, με την εισαγωγή αέρα στο ρύγχος του αεροσκάφους.
Το πρωτότυπο του αεροσκάφους αυτού έπεσε στα χέρια των Αμερικανών και μετά από πολλές περιπέτειες βρήκε το δρόμο του για την εταιρεία Bell, όπου χρησιμοποιήθηκε ως πρωτότυπο για την ανάπτυξη του Bell X-5, του πρώτου επιχειρησιακά αξιοποιήσιμου αεροσκάφους πτέρυγας μεταβλητής γεωμετρίας. Το επόμενο σχέδιο της Messerschmitt ήταν αρκετά διαφοροποιημένο, αφού το P.1110 είχε τις εισαγωγές αέρα όχι στο ρύγχος αλλά στο σκάφος, ενώ το P. 1111 ήταν ίσως το πιο επαναστατικό σχέδιο όλων.
Ήταν η μία από τις περίφημες ''ιπτάμενες πτέρυγες'' του Γ' Ράιχ, τα φουτουριστικά αεροσκάφη που θεωρούνται ότι αποτελούν τον προπομπό και τον απευθείας πρόγονο ιδιαίτερα εξελιγμένων σχεδιάσεων που κυριαρχούν σήμερα στους ουρανούς, όπως το B1.
TO ΤΑΧΥΤΕΡΟ ΕΜΒΟΛΟΦΟΡΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ
Αν και μοιάζει λιγότερο ''εξωτικό'' ως τεχνολογία σε σχέση με τα αεροσκάφη που είδαμε παραπάνω το Dornier Do 335 Pfeil (Βέλος) ήταν μία από τις πιο επαναστατικές σχεδιάσεις αεροσκαφών που είδαν το φως κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και όχι μόνο αυτό: αντίθετα με τη συντριπτική πλειονότητα των παράξενων αεροσκαφών που αντιμετώπισαν πολλά και σημαντικά προβλήματα που είχαν επίπτωση στην απόδοσή τους, ιδιαίτερα κάτω από συνθήκες μάχης, το ''βέλος'' ήταν ένα αεροσκάφος εξαιρετικό από κάθε άποψη, με ζηλευτές επιδόσεις και πτητική συμπεριφορά.
O Κλάουντιους Ντορνιέ θεωρούνταν μακράν ο συντηρητικότερος των σχεδιαστών αεροσκαφών που είχε στη διάθεσή του το Γ' Ράιχ και αρνήθηκε να υιοθετήσει τους κινητήρες αεριώθησης που είχαν προ πολλού γοητεύσει τους ανταγωνιστές του, αλλά και την ηγεσία της Luftwaffe και της Γερμανίας. Το σχέδιο του Ντορνιέ για ένα βαρύ καταδιωκτικό είχε ως αποτέλεσμα το εξαιρετικά ενδιαφέρον Do 335, το επονομαζόμενο Pfeil ή, ανεπίσημα και λόγω του παράξενου ρύγχους του, Ameisenbar (μυρμηγκοφάγος). Το πρωτότυπο του αεροσκάφους πέταξε τον Σεπτέμβριο του 1943 και οι επιδόσεις του ήταν πραγματικά εκπληκτικές.
Ιδιαίτερα στον τομέα της ταχύτητας, ξεπέρασε κατά πολύ οποιοδήποτε άλλο εμβολοφόρο αεροσκάφος, αφού κατάφερε να πετύχει ταχύτητες κοντά στα 765 χλμ./ώρα, ενώ δεν υστερούσε σε χαρακτηριστικά πτήσης έναντι των υπόλοιπων καταδιωκτικών τελευταίας γενιάς, αντίθετα σε ευελιξία και καλή συμπεριφορά ξεπερνούσε τα περισσότερα, ακόμη και τα μονοκινητήρια. O επαναστατικός σχεδιασμός του Do 335 αφορούσε στην τοποθέτηση των κινητήρων. Όταν όλοι οι κατασκευαστές τοποθετούσαν τους διπλούς κινητήρες στις πτέρυγες, κάνοντας τις ανάλογες παραχωρήσεις όσον αφορά στο μέγεθος των πτερύγων και του αεροσκάφους γενικότερα, οι σχεδιαστές της Dornier επέλεξαν την τοποθέτηση και των δύο κινητήρων στο σκάφος.
Τον ένα, όπως συνηθιζόταν στα μονοκινητήρια καταδιωκτικά, στο ρύγχος και τον άλλο στο πίσω μέρος, στην ουρά. O επαναστατικός αυτός σχεδιασμός σε συνάρτηση με τους ιδιαίτερα ισχυρούς κινητήρες που χρησιμοποιήθηκαν (αρχικά 2x1.800 ίππους και στη συνέχεια 2x2.100 ίππους) χάριζαν στο αεροσκάφος αξιοζήλευτες επιδόσεις στον τομέα της ταχύτητας. H ισχύς πυρός του ήταν επίσης μεγάλη, αφού διέθετε ένα πυροβόλο των 30 χιλ. και δύο πολυβόλα, ενώ ήταν και το πρώτο αεροσκάφος παραγωγής στο οποίο ενσωματώθηκε μηχανισμός εκτινασσόμενου καθίσματος. Ήταν τόσο καλά σχεδιασμένο και υλοποιημένο που είχε τη δυνατότητα να απογειωθεί και να πετάξει μόνο με τη μία από τις δύο μηχανές του.
Δυστυχώς, αυτό το επαναστατικό αεροσκάφος αρχικά δεν υιοθετήθηκε από το Υπουργείο Αεροπορίας, αφού την περίοδο που προτάθηκε οι υπεύθυνοι της γερμανικής αεροπορίας ήταν ''ερωτευμένοι'' με τους κινητήρες αεριώθησης και θεωρούσαν όλες τις σχεδιάσεις που δεν τους ενσωμάτωναν ''οπισθοδρομικές''. Στη συνέχεια και αφού έγιναν επανειλημμένες δοκιμές που έδειξαν την υπεροχή του σε σχέση με τις υπόλοιπες συμβατικές σχεδιάσεις, το αεροσκάφος μπήκε σε παραγωγή, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Μόλις 90 Do 335 κατασκευάστηκαν και μέχρι το τέλος του πολέμου μόλις 20 είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία.
Ελάχιστα είναι γνωστά για τις επιδόσεις του στη μάχη, αφού τον καιρό που εντάχθηκε στις μάχιμες μοίρες η Luftwaffe αντιμετώπιζε αξεπέραστα προβλήματα στην εξεύρεση των απαραίτητων καυσίμων για να πετάξουν τα αεροσκάφη της, καθώς και έντονη έλλειψη έμπειρων και ταλαντούχων πιλότων.
ΠΥΡΑΥΛΟΚΙΝΗΤΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ
Από τα εκατοντάδες σχέδια αεροσκαφών που εμφανίστηκαν και υλοποιήθηκαν από την αυγή της αεροναυπηγικής μέχρι και τον B' Π.Π., κανένα δεν έμοιαζε λιγότερο με αεροπλάνο από το Me 163, πιο γνωστό και ως Komet (Κομήτης). Ηταν ένα κοντόχοντρο κατασκεύασμα, το σχήμα του οποίου μόνο αμυδρά θύμιζε εκείνο των αεροσκαφών. Επίσης ήταν κατασκευασμένο κυρίως από κόντρα πλακέ. Έχοντας κατά νου αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε κατ’ αρχάς ως κάτι επαναστατικό, πόσο μάλλον ως ένα από τα μυστικά όπλα του Γ' Ράιχ.
Όμως το περίεργο κατασκεύασμα της Messerschmitt έκρυβε έναν απρόσμενο άσσο στο μανίκι του: ήταν το πρώτο λειτουργικό αεροσκάφος που κινούνταν με πυραυλωθητή. Αν και η ανάπτυξή του ξεκίνησε από τη Messerschmitt, επί της ουσίας αποτελούσε κυρίως έργο της Luftwaffe. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις δοκιμές και τις εργασίες σε σχέση με το Me 163 πραγματοποιήθηκαν στο κέντρο δοκιμών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας στο δυτικό Πεενεμούντε.
O στόχος του Me 163, ήταν να αποτελέσουν ένα αποφασιστικό αντίμετρο στην αυξανόμενη αεροπορική κυριαρχία των Βρετανών και Αμερικανών πάνω από την Ευρώπη και να έχουν τη δυνατότητα να αναχαιτίζουν τους τεράστιους σχηματισμούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών που κατέστρεφαν ανελέητα τις πόλεις και την παραγωγική δομή της Γερμανίας ήδη από το 1942. Τον Αύγουστο του 1941 η κοντόχοντρη σιλουέτα του ''κομήτη'' εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους Γερμανικούς αιθέρες, αλλά το πρόγραμμα ανάπτυξής του βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο, αφού ενσωμάτωνε πολλές τεχνολογικές καινοτομίες και η εξέλιξή του ήταν δυσχερής.
Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσίαζε ήταν η ταχύτητά του και ο εκπληκτικός ρυθμός ανόδου που πετύχαινε. H ταχύτητα που πέτυχε το Me 163A έφθασε στα 850 χλμ./ώρα, ενώ οι τελευταίες εκδόσεις του έφθασαν έως και τα 910 χλμ./ώρα. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το Me 163 στην έκδοση V1 κατέρριψε και το τότε ρεκόρ με το δοκιμαστή πιλότο Χάινι Ντίτμαρ, φθάνοντας την ταχύτητα των 1.000 χιλιομέτρων την ώρα. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, κατά τη διάρκεια αυτής της επίδειξης επήλθε απώλεια στήριξης του αεροσκάφους όταν ξεπέρασε τα 1.000 χλμ./ώρα και μπήκε σε περιδίνηση, την οποία κατόρθωσε να ελέγξει ο έμπειρος και εξαιρετικά ικανός πιλότος, που το προσγείωσε επιτυχημένα.
Οι ιθύνοντες της Luftwaffe ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν να θέσουν το αεροσκάφος σε μαζική παραγωγή. Όλα αυτά συνέβαιναν το 1942, αλλά οι καθυστερήσεις που παρουσίασε το πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά μεγάλες, αφού, παρά την πτητική συμπεριφορά του, το αεροσκάφος δεν ήταν ακόμη κατάλληλο για το ρόλο του καταδιωκτικού. Έως και τα μέσα του 1943 μόνο ελάχιστα πρωτότυπα είχαν κατασκευαστεί και το αεροσκάφος αποτελούσε πραγματική πρόκληση για τους καλύτερους πιλότους του Γ’ Ράιχ. Μερικοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να προσγειώσουν τον εξαιρετικά δύσχρηστο και ιδιότροπο -όπως αποδείχτηκε- ''κομήτη''.
Το αποτέλεσμα ήταν να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η επιχειρησιακή χρήση του. Μόλις το Μάιο του 1944, τα πρώτα Komet στάλθηκαν στις μοίρες αναχαίτισης και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ενάντια στα βομβαρδιστικά των Συμμάχων. Παρά τον θόρυβο που είχε ξεσηκώσει το αεροσκάφος και τις εντυπωσιακές επιδόσεις του, τα αποτελέσματα του Komet στην πράξη ήταν απογοητευτικά. Μόλις έξι επιβεβαιωμένες καταρρίψεις βομβαρδιστικών για ένα σύνολο 370 Me 163 που πέταξαν με τις μοίρες της Luftwaffe ήταν ένας εξαιρετικά φτωχός απολογισμός, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολόγησε το κόστος ανάπτυξης και κατασκευής αυτού του αεροσκάφους.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Messerschmitt προσπάθησε να πουλήσει στο γερμανικό κράτος και έναν αντιαεροπορικό πύραυλο βασισμένο στο Komet.
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΜΙΚΑΖΙ KAI ''ΟΧΙΕΣ''
Στο κεφάλαιο όπου ασχοληθήκαμε με τον V-1, μιλήσαμε εν τάχει και για την επανδρωμένη έκδοσή του, που ονομάστηκε Fi 103R Reichenberg IV. Βεβαίως, η έκδοση αυτή του V-1 ουσιαστικά ήταν ένα σκάφος αυτοκτονίας, παρόμοιο με τα μετασκευασμένα Ιαπωνικά ZERO που χρησιμοποιήθηκαν από τους πιλότους αυτοκτονίας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τυπικά, ο πιλότος του Fi 103R είχε τη δυνατότητα να βγει από το πιλοτήριο και να σωθεί με αλεξίπτωτο, ωστόσο στην πράξη αυτό ήταν από δύσκολο έως αδύνατο. Μία εξέλιξη αυτής της ιδέας, του επανδρωμένου V1, επεξεργάστηκε ένας μηχανικός που ήταν στο παρελθόν τεχνικός διευθυντής της εταιρείας που δημιούργησε τις ιπτάμενες βόμβες, ο Ερικ Μπάχεμ.
H ιδέα του Μπάχεμ ήταν εξαιρετικά απλή, θα δημιουργούσε μία υβριδική πτητική συσκευή, που θα χρησιμοποιούσε πυραυλοκίνηση στα πρώτα στάδια και στη συνέχεια θα λειτουργούσε βασικά ως ανεμοπλάνο. H τακτική του θα ήταν λίγο ή πολύ παρόμοια με τις τακτικές αυτοκτονίας που χρησιμοποίησαν αργότερα, τον Απρίλιο του 1945, τα μέλη του Sonderkommando Elbe, που σε μία μίμηση των τακτικών των καμικάζι οδηγούσαν τα αεροσκάφη τους καταμεσής των σχηματισμών των βαρέων βομβαρδιστικών των Συμμάχων και “καρφώνονταν” πάνω στον πλησιέστερο στόχο.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1944 που ο Μπάχεμ προώθησε την ιδέα ενός ημικαταδιωκτικού, τέτοιου είδους τακτικές απελπισίας δεν είχαν αρχίσει ακόμη να εφαρμόζονται. Σύμφωνα με τα σχέδια του Μπάχεμ, το αεροπλάνο αυτό θα εκτοξευόταν με τους πυραυλοκινητήρες του. Τα G που θα ανέπτυσσε θα ήταν τόσο επώδυνα ώστε ο πιλότος θα έχανε τις αισθήσεις του αμέσως μετά την εκτόξευση. Όταν θα έφθανε σε ένα ύψος περί τα 12.000 με 14.000 μέτρα, ο πιλότος θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του και ταυτόχρονα ο κινητήρας θα είχε πλέον εξαντλήσει τα καύσιμά του.
Το σκάφος μέχρι εκείνη την ώρα το καθοδηγούσε ένας αυτόματος πιλότος, τον οποίο θα έθετε εκτός λειτουργίας ο πιλότος και θα αναλάμβανε τον έλεγχο του ανεμόπτερου - διότι ο πύραυλος είχε μετατραπεί πλέον σε ανεμόπτερο. Από εκεί και πέρα, θα προσπαθούσε ανεμοπορώντας να “γλιστρήσει” προς το σχηματισμό των εχθρικών αεροσκαφών, διατηρώντας επί της ουσίας μία ιδιαίτερα υψηλή ταχύτητα και θα εκτόξευε εναντίον του σχηματισμού τις ρουκέτες που μετέφερε. Στη συνέχεια, στόχος του ήταν να εγκαταλείψει το αεροσκάφος και με αλεξίπτωτο να πέσει σώος στο έδαφος.
Για λόγους που μπορούμε να υποψιαστούμε, το σχέδιο έτυχε της ενθουσιώδους αποδοχής των SS, που τον καιρό αυτό είχαν πάρει υπό την κηδεμονία τους όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα του Γ' Ράιχ. Μία φθηνή, αποδοτική μηχανή, ένας μοναχικός πιλότος που δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα έμπειρος ή ικανός (δηλαδή, ένας αναλώσιμος πιλότος) και μία προοπτική μεγάλων επιτυχιών με μικρό κόστος, όλα αυτά μαζί συνέτειναν στο να μπει το σχέδιο BP 20 σε πρώτη προτεραιότητα και να λάβει άφθονη χρηματοδότηση. Το εν λόγω αεροσκάφος μετονομάστηκε σε Bachem Ba 349, με την κωδική ονομασία Natter (Οχιά), και διαβαθμίστηκε ως Άκρως Απόρρητο.
Για τα SS αυτό ήταν το νέο όπλο που θα κέρδιζε τον πόλεμο και φρόντισαν να παραμείνει μυστικό. H αφθονία κονδυλίων και υλικών είχε ως κατάληξη το πρώτο πρωτότυπο να πετάξει ήδη από τον Οκτώβριο του 1944, μόλις τρεις μήνες μετά την παρουσίαση των πρώτων σχεδίων από τον Μπάχεμ. Επρόκειτο για ένα παράξενο κατασκεύασμα, μήκους 5,7 μέτρων (στις επόμενες εκδόσεις έφθασε τα 6,1 μέτρα), βάρους περί τους δύο τόνους, με μέγιστη ταχύτητα τα 800 χιλιόμετρα την ώρα, άνοιγμα πτερύγων 3,5 μέτρα (έφθασε τα 3,6 στη συνέχεια) και οπλισμό έναν κάλαθο με 24 ρουκέτες Fohn των 7,3 εκ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ρουκέτες βάλλονταν σε μία ομοβροντία και στη συνέχεια το αεροσκάφος έμενε εντελώς άοπλο και αδύναμο να προστατευθεί ενάντια σε οποιαδήποτε επίθεση. Αυτό βεβαίως δεν απασχολούσε τους SS, που θα ήταν απολύτως ικανοποιημένοι αν με το χαμό ενός άπειρου πιλότου κατόρθωναν να ρίξουν ένα βαρύ συμμαχικό βομβαρδιστικό με το έμπειρο πολυμελές πλήρωμά του. Μετά από τις πρώτες δοκιμές, η επιτυχία των οποίων ήταν σχετικά περιορισμένη, η εξέλιξη του προγράμματος συνεχίστηκε πυρετωδώς και μέχρι τον Δεκέμβριο είχαν πραγματοποιηθεί αρκετές δοκιμές με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Ωστόσο, η έλλειψη πρώτων υλών και άλλων υλικών ήταν μοιραία και για αυτό το πρόγραμμα, αφού μέχρι το Φεβρουάριο του 1945 δεν είχε γίνει ούτε μία επανδρωμένη δοκιμή, η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε μετά από την επίμονη απαίτηση των SS. Το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο, αφού ο δοκιμαστής πιλότος (το όνομά του ήταν Λόταρ Ζήμπερτ) σκοτώθηκε καθώς το αεροσκάφος σταμάτησε να υπακούει στις εντολές του και κατέπεσε από τα 1.500 μέτρα στο έδαφος. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα συνεχίστηκε και αρκετά πρωτότυπα κατασκευάστηκαν - 20 σύμφωνα με κάποιες πηγές, έως και 36 σύμφωνα με κάποιες άλλες.
Όμως, μέχρι το τέλος του πολέμου οι ''Οχιές'' της Luftwaffe δεν κατόρθωσαν να κάνουν τη συμμαχική αεροπορία να αισθανθεί το δηλητήριό τους. Ούτε μία βεβαιωμένη επιχειρησιακή πτήση με Ba 349 δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε. Έτσι το Ναtter προστέθηκε στη μακρά λίστα των σχεδίων του Γ' Ράιχ που έμειναν απλώς στις δοκιμές και δεν κατόρθωσαν να περάσουν στο πεδίο της μάχης, όπως άλλωστε τα περισσότερα από τα σχέδια που θα δούμε στη συνέχεια.
TA ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΤΡΙΒΑΝ ΤΙΣ Η.Π.Α
Μία σοβαρή έλλειψη που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτή ενός πραγματικά βαρέος βομβαρδιστικού μακράς ακτίνας δράσης, ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού. Αυτή η έλλειψη έγινε ακόμη πιο φανερή όταν μπήκαν στον πόλεμο οι Η.Π.Α. Οι Αμερικανοί, δίχως την παραμικρή υποψία απειλής από τις Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, με τις παραγωγικές τους δυνάμεις άθικτες και με το ηθικό του λαού τους στα ύψη, αποτελούσαν έναν παράγοντα που η Γερμανική πολεμική μηχανή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει.
H απειλή που αντιπροσώπευαν τα U-boote για την αμερικανική ναυσιπλοΐα ήταν μικρή, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση πιο προχωρημένων λύσεων ραντάρ και τακτικών νηοπομπών. Έτσι, οι Γερμανοί άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να μεταφέρουν τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου. Επίσης, ένα τέτοιο βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει και στο ανατολικό μέτωπο, χτυπώντας τα εργοστάσια κατασκευής αρμάτων μάχης και αεροσκαφών των Σοβιετικών, τα οποία είχαν μεταφερθεί στα βάθη της Ασίας, μακριά από την ακτίνα δράσης της Luftwaffe.
Οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1935, όμως κάθε σχέδιο προς την κατεύθυνση αυτή σταμάτησε απότομα με το θάνατο του ανθρώπου που ήταν ενθουσιώδης θαυμαστής αυτού του είδους αεροσκάφους, του αρχηγού του επιτελείου της Luftwaffe, Βέβερ, το 1936. Τα βασικότερα σχέδια βαρέων βομβαρδιστικών ήταν τα Heinkel He 177 Greif και Junkers Ju 288C, ενώ στη συνέχεια το πλέον εντυπωσιακό υπόδειγμα ήταν το Junkers Ju 388. Από τα παραπάνω μόνο το μοντέλο της Heinkel παρήχθη σε ικανούς αριθμούς (πάνω από 1.000 κομμάτια) και χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. Μία παραλλαγή του, μάλιστα, επρόκειτο να μεταφέρει τη Γερμανική ατομική βόμβα.
Ωστόσο, κανένα από αυτά τα βομβαρδιστικά δεν ικανοποιούσε το διακαή πόθο της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, δεν είχε, δηλαδή, τη δυνατότητα να βομβαρδίσει τις Αμερικανικές πόλεις. Όταν το Υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε από τις εταιρείες να προτείνουν σχέδια για ένα βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης, τρεις ανταποκρίθηκαν στις αρχές του 1942. H Messerschmitt είχε ήδη κάνει σημαντική προεργασία και βρέθηκε στην αιχμή της προσπάθειας με το Me 264. H Focke-Wulf πρότεινε το Ta 400 και η Junkers το Ju-390. Από αυτά τα τρία σχέδια, τα δύο πέρασαν στη φάση του πρωτοτύπου, ενώ αυτό της Focke-Wulf ουδέποτε προχώρησε.
Το πλέον επιτυχημένο από τα τρία σχέδια ήταν αυτό της Messerschmitt. Το Me 264 κατάφερε στην αρχή του 1943 (όταν ήταν έτοιμο το πρώτο πρωτότυπο) να πετάξει. Ήταν ένα αεροσκάφος έτοιμο για χρήση, αφού μπορούσε να πετάξει μέχρι τη N. Υόρκη και να επιστρέψει με πλήρες φορτίο τριών τόνων βομβών. Για λόγους που δεν έχουν ξεκαθαριστεί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα έχουν να κάνουν με σύγκρουση προτεραιοτήτων και περιορισμούς στη διάθεση κονδυλίων και πόρων, το αεροσκάφος αυτό δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο του πρωτοτύπου.
ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΠΤΕΡΥΓΕΣ KAI ΔΙΣΚΟΙ
H αναζήτηση για το Amerikabomber συνεχιζόταν και τα ιδιοφυή αδέλφια Χόρτεν (Horten), Βάλτερ και Ράιμαρ, πρότειναν ένα επαναστατικό σχέδιο για ένα βομβαρδιστικό μέσης ακτίνας, το Horten Ho IX, που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως Gotha Go 229 και είναι η πρώτη ''ιπτάμενη πτέρυγα'' στην ιστορία της αεροναυπηγικής. Στην αρχική σχεδίασή του Ho IX ήταν ένα εντυπωσιακού σχεδιασμού μονοθέσιο αεροσκάφος, με ταχύτητα 1.000 χλμ./ώρα στα 20.000 πόδια, μέση ακτίνα δράσης και φορτίο βομβών περίπου 2 τόνων.
Όταν το σχέδιο άρχισε να περνά από τη θεωρία στην πράξη, οι αδελφοί Χόρτεν πρότειναν, ανταποκρινόμενοι σε σχετικό αίτημα, μία νέα έκδοση του αεροσκάφους τους για χρήση στο ρόλο ενός υπερατλαντικού βομβαρδιστικού, του Amerikabomber. Επρόκειτο για τη μεγέθυνση (περίπου στο διπλάσιο μέγεθος) ενός Ho IX, το οποίο με τη χρήση νέων μηχανών και συστημάτων θα μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 850 χλμ./ώρα, θα είχε επιχειρησιακή ακτίνα δράσης περίπου 11.000 χιλιόμετρα και τη δυνατότητα να μεταφέρει 4 τόνους βομβών. H επίφοβη ιπτάμενη πτέρυγα των αδελφών Χόρτεν ουδέποτε κατασκευάστηκε, αφού όταν πήραν το OK από την ηγεσία του Γ' Ράιχ, τον Μάρτιο του 1945, ο πόλεμος είχε πρακτικά τελειώσει.
Οι ιπτάμενες πτέρυγες των Χόρτεν είναι ένα από εκείνα τα θέματα που προκαλούν ωστόσο αρκετές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών που ασχολούνται με τον εξοπλισμό και τα όπλα του Γ' Ράιχ και ιδιαίτερα με τα Wunderwaffen. Πέρα από τους γνωστούς τύπους, που όντως ήταν απόλυτα λειτουργικές ''ιπτάμενες πτέρυγες'', υπάρχουν φωτογραφίες -η αυθεντικότητα των οποίων αμφισβητείται- αλλά και αναφορές για ακόμη περισσότερες και πιο ''εξωτικές'' ιπτάμενες πτέρυγες. Από το Horten Ho 9 V1 και V2 μέχρι το Ho 5B, η σχετική παραφιλολογία είναι αρκετά έντονη για να προκαλεί πολλά ερωτηματικά σχετικά με το κατά πόσο υπάρχει ή όχι αλήθεια σε αυτούς τους ισχυρισμούς.
Οι φωτογραφίες μπορεί να είναι πλαστές, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να είναι αυθεντικές. Πάντως, είναι γεγονός ότι αν όντως υπήρχε το Ho 9 και ήταν επιχειρησιακό, κάποιο αντίγραφό του θα εμφανιζόταν σε κάποια χώρα (Η.Π.Α, Ε.Σ.Σ.Δ ή έστω Βρετανία) μετά τον B' Π.Π. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και χρειάστηκε να περιμένουμε τέσσερις δεκαετίες για να δούμε την πρώτη ''ιπτάμενη πτέρυγα'' των Η.Π.Α, το περίφημο B-2 της Northrop, αλλιώς γνωστό και ως Stealth. Βεβαίως, η σχετική παραφιλολογία δε σταματά εδώ, καθώς υπάρχει μία μερίδα ερευνητών που είναι πεπεισμένοι ότι η Γερμανία του B' Π.Π. είχε αναπτύξει -ή, έστω, ερευνήσει διεξοδικά- και έναν ''ιπτάμενο δίσκο''.
H σχετική συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το -υπαρκτό- πειραματικό αεροσκάφος Sack AS 6. Το εν λόγω αεροσκάφος φέρει μία σχεδόν κυκλική πτέρυγα, η οποία αν ιδωθεί από κατάλληλη γωνία, μοιάζει με ''δίσκο''. Ωστόσο, κατά τα λοιπά ήταν λίγο ή πολύ ένα συμβατικό αεροσκάφος, το οποίο μάλιστα ήταν εμβολοφόρο και έφερε έλικα, απλώς διέθετε και μία ''παράξενη'' πτέρυγα. Καθώς υπήρχε παράλληλα και μία μαρτυρία από κάποιον Ρούντολφ Σρήβερ για έρευνες προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αεροσκάφους - δίσκου, ξεκίνησε μία αναζήτηση για τα μυστικά σχέδια του Γ' Ράιχ για ιπτάμενους δίσκους.
Όταν, στα χρόνια της δεκαετίας του '50, ξεκίνησε στις Η.Π.Α η υστερία με τα Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (A.T.I.A, τα γνωστότερα ως UFO), πολλοί θυμήθηκαν τις αναφορές περί Γερμανικών ''ιπτάμενων δίσκων'' και από τότε η σχετική παραφιλολογία είναι ιδιαίτερα έντονη. Έχουν παρουσιαστεί μάλιστα διάφορα σχέδια υποθετικών ιπτάμενων δίσκων του Γ' Ράιχ, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένα που θεωρείται ότι ήταν δημιούργημα της γνωστής εταιρείας (που σήμερα κατασκευάζει αυτοκίνητα) BMW, με την ονομασία BMW Flugelrad-I και II.
H λέξη Flugelrad σημαίνει ''ιπτάμενη ρόδα'' και ανταποκρίνεται στην πραγματική εικόνα του σχεδίου που μοιάζει με ρόδα, το οποίο πάντως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Δεν υπάρχει όμως η παραμικρή απόδειξη ότι αυτό το σχέδιο όντως υπήρχε ή ότι, αν υπήρχε, είχε προχωρήσει πέρα από το τραπέζι του σχεδιαστηρίου. Ακόμη πιο ''εξωτικό'' είναι το σχέδιο του Omega Diskus, που προσομοιάζει απόλυτα στα πλέον αξιοπερίεργα A.T.I.A που έχουν θεαθεί στους ουρανούς.
TA ΑΛΛΑ WUNDERWAFFEN
ΤΙΤΑΝΙΑ ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΚΑΙ ΘΩΡΗΚΤΑ ΞΗΡΑΣ
Οι εξελίξεις στα Γερμανικά όπλα υψηλής τεχνολογίας δεν περιορίστηκαν, φυσικά, στους πυραύλους και στα αεριωθούμενα. H βελτίωση και περαιτέρω αξιοποίηση των συμβατικών όπλων και η ενσωμάτωση τεχνολογικών καινοτομιών σε αυτά αποτελούσαν έναν τομέα στον οποίο οι επιστήμονες του Χίτλερ πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι Γερμανοί, ήδη από τον 19ο αιώνα, είχαν σε ιδιαίτερα μεγάλη εκτίμηση το πυροβολικό, θεωρούσαν δε τα πυροβόλα ως τον καθοριστικότερο ίσως παράγοντα στην κρίση των πολεμικών αναμετρήσεων.
Αν και το δόγμα αυτό έμοιαζε ίσως παρωχημένο την εποχή του ''Bewegungskrieg'' (Πολέμου Κινήσεων) και του ''Blitz'', η αλήθεια είναι ότι κατά βάση δεν είχαν και τόσο άδικο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Όμως μαζί με τη λατρεία των ανώτερων στελεχών του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (μια τάση που εκπορεύονταν από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ) για τις εξαιρετικά μεγάλες έως μνημειώδεις κατασκευές και υλοποιήσεις, αυτή η άποψη οδήγησε στη δημιουργία διάφορων ''τερατουργημάτων'', για τα οποία σπαταλήθηκαν εξαιρετικά πολύτιμοι πόροι οι οποίοι θα ήταν δυνατό να διατεθούν αλλού, χωρίς να επιτευχθούν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Το πλέον πρωτότυπο από όλα τα σχέδια που συνέλαβαν και υλοποίησαν στον τομέα του πυροβολικού οι Γερμανοί επιστήμονες και τεχνικοί ήταν το Hochdruckpumpe (Αντλία Υψηλής Πιέσεως, HDP), το πιο ''εξωτικό'' κανόνι που είχε εμφανιστεί μέχρι τότε. H ιστορία του ξεκινάει πολλά χρόνια πίσω και μάλιστα όχι στη Γερμανία αλλά στις ΗΠΑ, το 1885. Δύο τεχνικοί, οι Λίμαν και Χάσκελ, υπέβαλλαν στο Γραφείο Εξοπλισμού του Αμερικανικού στρατού μία πρόταση η οποία εκ πρώτης όψεως έμοιαζε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Είχαν συλλάβει την ιδέα της δημιουργίας ενός πυροβόλου το οποίο δεν θα είχε ένα διαμέρισμα με προωθητικό (μπαρούτι) αλλά πολύ περισσότερα, τα οποία θα ήταν διατεταγμένα κατά μήκος του.
Το σκεπτικό τους ήταν απλό, αφού το βλήμα θα προωθούνταν από την εκτόνωση του αρχικού προωθητικού, θα περνούσε κατά μήκος της κάννης, πυροδοτώντας τα υπόλοιπα γεμίσματα, τα οποία με τη σειρά τους θα δημιουργούσαν ακόμη μεγαλύτερη ισχύ που θα προωθούσε το βλήμα ακόμη ταχύτερα. Αυτή η διαδικασία θα επαναλαμβανόταν καθώς το βλήμα θα περνούσε δίπλα από κάθε γέμισμα. Θεωρητικά, το αποτέλεσμα θα ήταν το βλήμα να δέχεται την πλήρη ισχύ όλων των γεμισμάτων προωθητικού και κατά την έξοδό του από την κάννη να έχει επιτύχει αρχική ταχύτητα εξόδου ασύλληπτη σε σχέση με τα συμβατικά πυροβόλα.
Οι Λίμαν και Χάσκελ έλαβαν χρηματοδότηση και την εντολή να δημιουργήσουν άμεσα ένα πρωτότυπο για δοκιμές και αξιολόγηση. Καθώς η ιδέα ήταν ιδιαίτερα απλή και η υλοποίησή της δεν παρουσίασε προβλήματα, το πειραματικό πυροβόλο πολλαπλών διαμερισμάτων προωθητικού ήταν έτοιμο μέσα στο 1885. Δοκιμάστηκε περίπου για έναν χρόνο από τους εφευρέτες του και από ειδικούς του Αμερικανικού στρατού, όμως σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά. Όχι μόνο δεν επιτεύχθηκαν οι εξωπραγματικές ταχύτητες που είχαν υπολογίσει οι δύο εφευρέτες, αλλά η ταχύτητα εξόδου του βλήματος ήταν στην πραγματικότητα μικρότερη από εκείνη ενός συμβατικού κανονιού.
Μετά από πολλές δοκιμές -στις οποίες επαναλαμβανόταν το ίδιο πρόβλημα- και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους, οι ειδικοί του στρατού κατάλαβαν τι ήταν εκείνο που δεν πήγαινε καλά. Το βλήμα, καθώς κινούνταν στην κάννη, δεν ''σφήνωνε'' αποτελεσματικά στις ραβδώσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν του βλήματος να προηγούνται τα (ελαφρύτερα) αέρια καύσης από την αρχική εκτόνωση του πρώτου γεμίσματος προωθητικού, τα οποία περνούσαν από τα κενά μεταξύ των ραβδώσεων και του βλήματος.
Τα έμπυρα αυτά αέρια πυροδοτούσαν τα γεμίσματα που βρίσκονταν κατά μήκος της κάννης πριν ακόμη το βλήμα φθάσει σε αυτά. Έτσι, αντί να προσθέτουν την ισχύ τους σε αυτήν της αρχικής έκρηξης, τα γεμίσματα επενεργούσαν ανάποδα, καθυστερώντας το βλήμα και μειώνοντας την ταχύτητά του.
O ΧΙΤΛΕΡ ΕΓΚΡΙΝΕΙ THN ΙΔΕΑ
H ίδια ιδέα που δοκιμάστηκε στις Η.Π.Α και απορρίφθηκε στη Βρετανία βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Γερμανία το 1943, τον καιρό που ο Χίτλερ είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι χωρίς μέσα για να μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου (στα Βρετανικά νησιά) δεν είχε ελπίδες να νικήσει. Καθώς η Luftwaffe είχε χάσει κατά κράτος τη μάχη των αιθέρων και οι Σύμμαχοι βομβάρδιζαν τις γερμανικές πόλεις, ο Χίτλερ προσπαθούσε να προωθήσει μία σειρά από προγράμματα τα οποία θα εξασφάλιζαν την ''ανταπόδοση'', τα λεγόμενα Vergeltungswaffen (όπως ήταν οι V-1 και V-2 που είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια).
Σε αυτό το γόνιμο έδαφος έπεσε ο σπόρος της ιδέας ενός υπερκανονιού, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να βομβαρδίσει το Λονδίνο από αποστάσεις μεγαλύτερες των 200 χιλιομέτρων. Εμπνευστής του ήταν ο μηχανικός της Rochling Eisen und Stahlwehrke, Κόεντερς, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Άλμπρεχτ Σπέερ και του πρότεινε ένα τέτοιο κανόνι. H πρόταση μεταφέρθηκε από τον Σπέερ στον Χίτλερ, ο οποίος κάλεσε το μηχανικό για να του παρουσιάσει αναλυτικά το σχέδιό του. O Χίτλερ ενθουσιάστηκε, συλλαμβάνοντας την ιδέα του να υποβάλλει το Λονδίνο σε έναν συνεχή, καταιγιστικό βομβαρδισμό από τεράστια απόσταση, που δεν θα ήταν δυνατό να απαντηθεί από τους Βρετανούς.
Το όπλο θα ονομαζόταν Vergeltungswaffe-3 ή V-3 όπως έγινε γνωστό στους Συμμάχους και στους ελάχιστους που είχαν ενημερωθεί για την ύπαρξή του. Έδωσε εντολή στον Κόεντερς να ετοιμάσει ένα πρωτότυπο για δοκιμές και αξιολόγηση. Οι πρώτες δοκιμές του πρωτότυπου ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, έτσι ο Χίτλερ όχι μόνο διέταξε να ξεκινήσει η παραγωγή του, αλλά και να δημιουργηθούν 50 από αυτά τα υπερόπλα που ''θα εξαφάνιζαν το Λονδίνο από το χάρτη''. Τα πυροβόλα ήταν ιδιαίτερα ογκώδεις κατασκευές. H κάννη, διαμετρήματος 150 χιλιοστών, είχε μήκος 150 μέτρα.
Κατά μήκος αυτής της κάννης θα τοποθετούνταν 24 έως 28 ειδικοί θύλακες με προωθητικό γέμισμα . Φυσικά, με τέτοιο μήκος δεν ήταν δυνατόν να στηριχθεί οπουδήποτε παρά μόνο στο έδαφος. Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό έμελλε να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο, ίσως, φιάσκο από όλα τα αντίστοιχα προγράμματα υπερόπλων του Γ' Ράιχ. O Κόεντερς προχωρούσε τον ίδιο καιρό στην ανάπτυξη ενός πρωτοτύπου που θα είχε τις διαστάσεις του επιχειρησιακού κανονιού, δηλαδή διαμέτρημα 150 χιλιοστών και προσδοκώμενο δραστικό βεληνεκές άνω των 150 χιλιομέτρων. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πολλά και ιδιαιτέρως μεγάλα.
Το πρώτο ήταν η έναυση των προωθητικών γεμισμάτων κατά μήκος της κάννης πριν περάσει το βλήμα. Ήταν το ίδιο πρόβλημα που είχαν αντιμετωπίσει οι Αμερικανοί μηχανικοί και το οποίο ο Κόεντερς είχε προσπαθήσει να παρακάμψει πυροδοτώντας το προωθητικό με ηλεκτρονικό σύστημα ανάφλεξης και όχι με τα αέρια που θα άφηνε πίσω του το βλήμα, όπως ήταν τα σχέδια των Λίμαν και Χάσκελ. Παρόλα αυτά, κάποιες γομώσεις πυροδοτούνταν έτσι και αλλιώς, κάτι που προκαλούσε δισεπίλυτα προβλήματα. Ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα προκαλούσε η δυσκολία στην επιλογή της ακριβούς στιγμής πυροδότησης των γεμισμάτων.
Αφού πλέον δεν ήταν ''υπεύθυνο'' το βλήμα, καθίστατο εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί το ακριβές μικροδευτερόλεπτο που ήταν κατάλληλο για να πυροδοτηθεί το γέμισμα και να προσθέσει την ισχύ του στην κινητική ενέργεια του βλήματος. Το τρίτο πρόβλημα είχε να κάνει με το ίδιο το βλήμα αφού συμπεριφερόταν παντελώς αλλοπρόσαλλα και σε κανένα σημείο των δοκιμών δεν κατόρθωσε να επιτύχει αποτελέσματα που να δικαιολογούν την υιοθέτησή του γι’ αυτό το πρόγραμμα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, το βλήμα ουδέποτε κατάφερε να πετύχει την ταχύτητα εξόδου που απαιτείτο για να φθάσει στο Λονδίνο.
O στρατηγός φον Λέεμπ είχε την ατυχία να παρακολουθήσει μια τέτοια επίδειξη του υπεκανονιού και να παρακολουθήσει τα βλήματα να διασκορπίζονται τυχαία, χωρίς την παραμικρή ακρίβεια βολής. O φον Λέεμπ, που εκπροσωπούσε το Γραφείο Οπλισμού του Γερμανικού στρατού, κατέληξε στον ορισμό μιας επιτροπής από ειδικούς, τεχνικούς και επιστήμονες, οι οποίοι κατέληξαν στο πόρισμα ότι υπάρχει τρόπος να περισωθεί κάτι από το πρόγραμμα ανάπτυξης του κανονιού, αν και οι υπερφιλόδοξοι στόχοι που είχαν τεθεί δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Αρχικά ανατέθηκε σε έξι εταιρείες να κατασκευάσουν ένα καταλληλότερο βλήμα.
Και οι έξι -μεταξύ αυτών η Krupp κι η Skoda- είχαν τεράστια εμπειρία στη δημιουργία βλημάτων πυροβολικού, έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν λειτουργικά βλήματα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της πρόωρης ανάφλεξης υιοθετήθηκε μια ιδιοφυής λύση: στην κάννη τοποθετήθηκε ένα έμβολο, το οποίο προωθούνταν από την έκρηξη των αερίων και με τη σειρά του προωθούσε το βλήμα. Το έμβολο επίσης ''σφήνωνε''στις γραμμώσεις της κάννης και εμπόδιζε τα αέρια να προωθούνται ταχύτερα από το βλήμα. Με τον τρόπο αυτό λύθηκε εμμέσως και το πρόβλημα της έγκαιρης ανάφλεξης των προωθητικών γεμισμάτων.
Αφού ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη ακρίβεια που απαιτούσε η ταχύτατη κίνηση του βλήματος, οι ειδικοί του στρατού επανήλθαν στη μέθοδο ανάφλεξης των πρόσθετων γεμισμάτων κατά μήκος της κάννης από τα αέρια που ακολουθούσαν το βλήμα. Βεβαίως, τα πειράματα απέδειξαν ότι πέραν των 6 πλευρικών γομώσεων, δεν υπήρχε ουσιαστικό όφελος ως προς την επίτευξη μεγαλύτερης αρχικής ταχύτητας. Κι αυτό διότι το βλήμα κινούνταν υπερβολικά γρήγορα για να προλάβουν τα αέρια των εκρήξεων να σχηματίσουν πίεση ικανή να το προωθήσει παραπέρα.
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ KAI ΑΠΟΤΥΧΙΑ
H Αντλία Υψηλής Πιέσεως δεν έμελλε να χρησιμοποιηθεί στον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις προσπάθειες των Γερμανών τεχνικών. Μέχρι να αρχίσουν να ξεπερνιούνται τα προβλήματα σχεδίασης και λειτουργίας του όπλου, η συμμαχική αεροπορία είχε αποκτήσει την απόλυτη εναέρια υπεροχή πάνω από την Ευρώπη. Οι αποστολές αναγνώρισης αποκάλυψαν κάποιες ''ύποπτες'' εγκαταστάσεις στο Μιμογιέ. Επρόκειτο, φυσικά, για τις κατασκευαζόμενες εγκαταστάσεις φιλοξενίας του νέου κανονιού, οι εργασίες των οποίων προχωρούσαν κανονικά. Μια σειρά από βομβαρδισμούς της RAF το χειμώνα του 1943 προκάλεσαν προβλήματα στη συνέχιση των εργασιών.
Το πρόγραμμα της δημιουργίας του V-3 εγκαταλείφθηκε και επίσημα όταν οι Σύμμαχοι προωθήθηκαν στη Γαλλία και κατέλαβαν την περιοχή του Καλαί απ’ όπου θα βομβαρδιζόταν -σύμφωνα με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του Χίτλερ- το Λονδίνο με τα V-3 του. Οι Σύμμαχοι ανακάλυψαν τις ημιτελείς εγκαταστάσεις και απόρησαν, όμως οι μαρτυρίες των μελών του προσωπικού της εγκατάστασης που συνελήφθησαν, άρχισαν να ρίχνουν φως στο μυστήριο των V-3. H τελευταία πράξη της ιλαροτραγωδίας του V-3 παίχτηκε στο Πεενεμούντε.
O στρατηγός Ντόρνμπεργκερ, ο προϊστάμενος του προγράμματος του V-2, διατάχθηκε από το στρατηγό των SS Κάμλερ να βρει τρόπο να μετατρέψει την Αντλία Υψηλής Πίεσης σε λειτουργικό κανόνι για να βάλλει εναντίον συμβατικών στόχων. Το αίτημα ήταν αστείο, ωστόσο ο Ντόρνμπεργκερ, που γνώριζε ότι η απαίτηση προερχόταν από τον τρίτο ισχυρότερο άνδρα του Ράιχ, ούτε καν σκέφθηκε να γελάσει. Αντίθετα, απελπίστηκε από το ανέφικτο του εγχειρήματος, αν και διέθεσε άνδρες και πόρους για να πετύχει τη μετασκευή του “εξωτικού” κανονιού σε ένα λειτουργικό όπλο.
TA ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Το V-3 ήταν σαφώς το πλέον φιλόδοξο από τα σχέδια για δημιουργία υπερπυροβόλων του Γ' Ράιχ, όμως δεν ήταν το μοναδικό. Κατά τη διάρκεια του A' Π.Π οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει το περίφημο Kaiser Wilhelm Geshutz, το θηριώδες κανόνι που οι Γάλλοι ονόμασαν ''το πυροβόλο του Παρισιού'' επειδή είχε δημιουργηθεί για να βομβαρδίζει το Παρίσι από μία απόσταση 100 χιλιομέτρων. Το κανόνι αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έβαλε μόλις 300 βλήματα, εκ των οποίων τα 180 κατέληξαν στο Παρίσι, όπου προκάλεσαν ελάχιστες ζημιές και θύματα.
Όμως αυτό δεν απέτρεψε τους επόμενους Γερμανούς υποψήφιους κοσμοκράτορες, τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ, να κυνηγήσουν την υπεροχή σε βάρος των Συμμάχων με παρόμοια μέσα. Αρχικά, βεβαίως, η ιδέα πίσω από τη δημιουργία πραγματικά μεγάλων κανονιών ήταν να χρησιμεύσουν για την εκπόρθηση βαριών οχυρώσεων και για τον βομβαρδισμό και την καταπόνηση μεγάλων θυλάκων αντίστασης (λ.χ. πόλεων υπό πολιορκία). O Γερμανικός στρατός μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ και την καταστρατήγηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών που ακολούθησε, απευθύνθηκε στην Krupp, την κατασκευάστρια που είχε τις περισσότερες επιτυχίες με κανόνια κατά το παρελθόν, για να δημιουργήσει τα νέα ''τέρατα'' του Γ' Ράιχ.
Κατά τη διάρκεια του A' Π.Π η Krupp είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει τον μεγαλύτερο επιχειρησιακό όλμο του πολέμου, την Grosse Bertha (Μεγάλη Μπέρθα, όπου Μπέρθα ήταν το όνομα της εγγονής του ιδρυτή της εταιρείας, Φρειδερίκου-Αλφρέδου Κρουπ). H πρόταση που κατέθεσε η Krupp ήταν κυριολεκτικά εξωπραγματική: μιλούσε για πυροβόλα διαμέτρου 70, 80 και 100 εκατοστών. H πρόταση για το πυροβόλο των 80 εκ. θεωρήθηκε η πλέον υλοποιήσιμη, αλλά οι προδιαγραφές του όπλου προσέγγιζαν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας: το σύστημα του κανονιού θα είχε βάρος 1.350 τόνους, θα χρειαζόταν ένα άγημα υπηρετών δύναμης 2.000 ανδρών.
Θα έβαλλε βλήματα βάρους 7 τόνων και για την κίνησή του θα χρειαζόταν διπλή σιδηροδρομική τροχιά. Αν και προσωρινά το σχέδιο είχε αποσυρθεί, μετά το προσωπικό ενδιαφέρον του Χίτλερ ανασύρθηκε και η Krupp έλαβε παραγγελία για τη δημιουργία τριών τέτοιων γιγάντιων πυροβόλων, τα οποία ο Χίτλερ σκόπευε να χρησιμοποιήσει για να εκπορθήσει την γραμμή Μαζινό. Ήταν 1936 και οι τακτικές του πολέμου κινήσεων που τελειοποίησαν στη συνέχεια οι Γερμανοί επιτελείς βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα. Ετσι, η ηγεσία της Γερμανίας θεωρούσε ότι χρειαζόταν ισχυρά πυροβόλα για να καταβληθούν οι γιγάντιες γαλλικές οχυρώσεις που έκλειναν το δρόμο προς το Παρίσι.
Γι’ αυτό και η προθεσμία που δόθηκε στην Krupp ήταν ο Ιανουάριος του 1940. Αν και η εταιρεία ξεκίνησε αμέσως τις σχετικές εργασίες, η δημιουργία καννών αυτού του διαμετρήματος, που να είναι ικανές να αντέξουν τις τρομακτικές πιέσεις, ήταν ένα εγχείρημα που αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο. Όταν οι Γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες συνέτριψαν τις Γαλλικές άμυνες και κατέλαβαν τη γραμμή Μαζινό χωρίς να χρειαστεί να εκπορθήσουν τα οχυρά της, η Krupp ακόμη δεν είχε τελειώσει με την κατασκευή των πυροβόλων. Τελικώς, το πρώτο από τα γιγάντια πυροβόλα ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1942.
H πρώτη αναμέτρηση στην οποία δοκιμάστηκε εμπράκτως το Gustav ήταν η πολιορκία της Σεβαστούπολης. Αν και κατά την πολιορκία έβαλε μόλις 48 βλήματα, συνέβαλε καταλυτικά στην κατάληψη της Σεβαστούπολης. Κατά τη διάρκεια αυτής της αναμέτρησης, όμως, φάνηκε και η πρώτη μεγάλη αδυναμία αυτών των κανονιών: Η κάννη και ειδικότερα οι ραβδώσεις στο εσωτερικό της φθείρονταν με ταχύτατο ρυθμό. Έτσι, μετά τις 48 βολές, το Gustav έπρεπε να μεταφερθεί στη Γερμανία, ώστε οι τεχνικοί της Krupp να δημιουργήσουν ξανά τις ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης.
H Dora αντικατέστησε το Gustav στη Σεβαστούπολη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά, αφού σύντομα οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν την πόλη.
TO ΠΟΝΤΙΚΙ ΠΟΥ ΒΡΥΧΑΤΑΙ
Τα Γερμανικά άρματα μάχης κατά γενική ομολογία ήταν τα καλύτερα του B' Π.Π. Ωστόσο, οι Γερμανοί σχεδιαστές δεν παρέμειναν σε αυτά τα πανίσχυρα άρματα. Επικεφαλής της Γερμανικής επιτροπής αρμάτων αλλά και ταυτόχρονα σχεδιαστής και κατασκευαστής αρμάτων, ο Φερδινάνδος Πόρσε, προσωπικός φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, εκπόνησε ένα σχέδιο για ένα βαρύ άρμα που θα έκανε ακόμη και το Konigs Tiger να μοιάζει μικρό μπροστά του. Μοιάζει ειρωνικό -και μάλλον αυτή ήταν η πρόθεση του Δρος Πόρσε- που αυτό το θηρίο των 190 τόνων επιλέχθηκε να ονομαστεί Maus (ποντίκι). O βρυχηθμός του ήταν εντυπωσιακός.
Οπλισμένο με ένα πυροβόλο των 150 χιλιοστών (εναλλακτικά, των 120 χιλιοστών), με δευτερεύοντα οπλισμό ένα ακόμη πυροβόλο των 75 χιλιοστών και δύο βαριά πολυβόλα, με εμπρόσθια θωράκιση πάχους 350 χιλιοστών, επρόκειτο για έναν πραγματικό κολοσσό, ένα γιγάντιο άρμα μάχης μπροστά στο οποίο δεν μπορούσε να σταθεί κανένα συμβατικό άρμα. Με προσωπική παρέμβαση του Χίτλερ παραγγέλθηκαν έξι πρωτότυπα του τερατώδους άρματος. Αν και λίγοι περίμεναν ότι τα θηρία αυτά θα περνούσαν οποιαδήποτε διαδικασία δοκιμών, ο Πόρσε τούς εξέπληξε πετυχαίνοντας ταχύτητες 20 χλμ./ώρα με το Maus.
Ενώ ιδιαίτερα επιτυχημένη αποδείχθηκε η ανάρτηση του οχήματος, που ήταν μια παραλλαγή της λύσης που είχε προτείνει ο ίδιος σχεδιαστής για το Tiger. Ωστόσο, το άρμα ήταν υπερβολικά μεγάλο για οποιαδήποτε πρακτική χρήση. Το βάρος του με πλήρες φορτίο μάχης, συμπεριλαμβανομένου του εξαμελούς πληρώματος, έφθανε τους 190 τόνους. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι ο Γενικό Επιτελείο, παρά την αντίθεσή του στο Maus, το οποίο θεωρούσε επιχειρησιακά μη αξιοποιήσιμο, υιοθέτησε ένα παρόμοιο σχέδιο για ένα υπερβαρύ τανκ, το E100. Για το σκοπό αυτό ανέθεσαν στη Henschel, που είχε ήδη την επιτυχία των Tiger στο ενεργητικό της, να διερευνήσει τη δυνατότητα για ένα υπερβαρύ άρμα.
Και αν το Maus και το E100 μοιάζουν υπερφιλόδοξα και μη ρεαλιστικά, το επόμενο σχέδιο φθάνει στα σύνορα της επιστημονικής φαντασίας. H πρόταση ανήκε στον Ίνγκεμαρ Γκρότε, που το 1942 ήταν υπεύθυνος της παραγωγής των υποβρυχίων (U-boote) του Γερμανικού Υπουργείου Εξοπλισμών, και αφορούσε στη δημιουργία ενός ''άρματος μάχης'' (μόνο σε πολύ γενικά πλαίσια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ την έκφραση αυτή) βάρους 1.000 τόνων. Το σχέδιο -όπως αναμενόταν- ενθουσίασε τον Αδόλφο Χίτλερ και δόθηκε εντολή στην Krupp να προχωρήσει στον σχεδιασμό του ''θωρηκτού ξηράς'' όπως ονόμασαν οι Σύμμαχοι το P 1000, που η μητρική εταιρεία του βάφτισε Ratte (Αρουραίος).
Οι προδιαγραφές αυτού του Λεβιάθαν κόβουν την ανάσα: μήκος 35 μέτρα, πλάτος 14 και ύψος 11, πλάτος ερπύστριας 3.6 μέτρα σε κάθε πλευρά. Την κινητήρια δύναμη θα προσέφεραν είτε δύο 24κύλινδροι MAN V12Z32/44 με συνολική ισχύ 17.000 ίππων ή 8 20κύλινδροι Daimler-Benz MB501 που θα απέδιδαν συνολικά 16.000 ίππους. Οι αρχικοί υπολογισμοί έδειχναν ότι το μεγαθήριο αυτό θα μπορούσε να κινηθεί με 40 χιλιόμετρα την ώρα με τους κινητήρες της MAN. Με δεδομένο ότι επρόκειτο για ένα θωρηκτό ξηράς, ο οπλισμός του έπρεπε να είναι ανάλογος.
Στα σχέδια υιοθετήθηκε ένας τροποποιημένος πυργίσκος θωρηκτού (θαλάσσης), με μόνη διαφορά ότι θα έφερε δύο αντί για τρία κανόνια των 280 χιλιοστών, τα ίδια που είχαν τοποθετηθεί στα Sharnhorst και Gneisenau. Προφανώς οι σχεδιαστές της Krupp είχαν ξεφύγει πλέον εντελώς από την πραγματικότητα όταν, ενώ το Ratte προχωρούσε από το σχεδιαστήριο στην κατασκευή του πρωτοτύπου (σύμφωνα με κάποιους ερευνητές ο πυργίσκος του είχε ήδη κατασκευαστεί, αλλά αυτό παραμένει ανεπιβεβαίωτο), παρουσίασαν ένα ακόμη πιο εξωφρενικό σχέδιο.
Το P 1500, όπως δήλωνε και το όνομά του, θα ήταν ένα ''άρμα μάχης'' 1.500 τόνων. Θα ήταν οπλισμένο με ένα υπερβαρύ ολμοβόλο των 800 χιλιοστών (το πυροβόλο Dora) και θα διέθετε δύο πυροβόλα των 150 χιλιοστών ως δευτερεύοντα οπλισμό. H φωνή της λογικής σε ζητήματα εξοπλισμού του Γ' Ράιχ, ο Αλμπερτ Σπέερ, ήταν εκείνος που ακύρωσε και τα δύο προγράμματα στις αρχές του 1943.
OI ΑΛΛΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ
ΜΙΑ ΠΡΟΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Καθώς η πυραυλική επιστήμη αναπτυσσόταν, οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι τα κατευθυνόμενα, αυτοκινούμενα βλήματα ήταν το μέλλον των οπλικών συστημάτων. Οι έρευνές τους έθεσαν τη βάση για την ανάπτυξη πυραύλων αέρος-αέρος, εδάφους-αέρος και αέρος-εδάφους. Καθώς η επιστήμη του πολέμου έμπαινε σε μία νέα φάση, ως συνέπεια των ραγδαίων εξελίξεων που προκαλούσε ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι επιστήμονες του Γ' Ράιχ άρχισαν να αντιλαμβάνονται πρώτοι από όλους τους εμπόλεμους τους περιορισμούς κάποιων παραδοσιακών συστημάτων.
Το ότι τους αντιλήφθηκαν πρώτοι δεν είχε να κάνει με οποιαδήποτε ''ανωτερότητα'' των Γερμανών τεχνικών και επιστημόνων σε σχέση με τους συναδέλφους τους των άλλων χωρών, αλλά με την αναγκαιότητα που προέκυψε, καθώς η Γερμανία βρέθηκε να αντιμετωπίζει χώρες στην παραγωγική ικανότητα την οποία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιπαρέλθει με συμβατικά μέσα. Για παράδειγμα, από μία τέτοια ανάγκη γεννήθηκαν οι πρώτοι πύραυλοι αέρος-αέρος, που σήμερα είναι το βασικό και κύριο μέσο προσβολής που χρησιμοποιούν τα καταδιωκτικά αεροσκάφη.
Οι Γερμανοί είχαν διαπιστώσει ότι οι μαζικοί σχηματισμοί συμμαχικών βομβαρδιστικών, ανεξαρτήτως συνοδείας καταδιωκτικών, προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στα Γερμανικά μαχητικά που προσπαθούσαν να τους αναχαιτίσουν, καθώς διέθεταν μεγάλη συγκεντρωμένη ισχύ πυρός. Γενικότερα, στα μέσα του πολέμου, περίπου στα τέλη του 1942, οι περιορισμοί των συμβατικών όπλων με τα οποία ήταν οπλισμένα τα αεροσκάφη, δηλαδή, πολυβόλα ή μικρού διαμετρήματος πυροβόλα, ήταν πλέον εμφανείς σε όλους. Ιδιαίτερα όταν τα καταδιωκτικά αντιμετώπιζαν τα βομβαρδιστικά, η διαφορά στην ισχύ πυρός - κυρίως όταν τα βομβαρδιστικά ήταν σε σχηματισμό - ήταν τρομακτική.
Οι Γερμανοί βρήκαν αρκετές ενδιαφέρουσες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους σχηματισμούς των βαρέων βομβαρδιστικών, ωστόσο καμία από αυτές δεν εφαρμόστηκε επιχειρησιακά σε κάποια αξιόλογη κλίμακα. Μεταξύ αυτών ήταν ο βομβαρδισμός των βομβαρδιστικών με βόμβες διασποράς από αεροσκάφη που θα πετούσαν ψηλότερα, η δημιουργία ενός ''εναέριου ναρκοπεδίου'' με τη χρήση βομβών που θα έπεφταν αργά με αλεξίπτωτο και άλλες, περισσότερο ή λιγότερο εφαρμόσιμες, λύσεις. H εφαρμογή όλο και μεγαλύτερων όπλων στα αεροσκάφη -ακόμη και αντιαρματικά πυροβόλα των 75 χιλιοστών χρησιμοποιήθηκαν κάποια στιγμή- δεν ήταν σοβαρή λύση.
Ναι μεν αύξανε το δραστικό βεληνεκές των όπλων του αεροσκάφους, ούτως ώστε να βάλλει έξω από την ακτίνα δράσης των πολυβόλων των βομβαρδιστικών, ωστόσο, τα προβλήματα που προκαλούσε η οπισθοδρόμηση τέτοιων όπλων στην πτητική ικανότητα και τη σταθερότητα του αεροσκάφους ήταν τεράστια. Βεβαίως, λόγω της αύξησης της αποστάσεως, η σκόπευση καθίστατο δυσχερής και γενικά τα αποτελέσματα αυτών των όπλων ήταν φτωχά. Ωστόσο, ορισμένοι σκέφτηκαν ότι έχοντας στη διάθεσή τους μία αρκετά προηγμένη πυραυλική τεχνολογία, θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να λύσουν το πρόβλημα.
H πρώτη από τις λύσεις που προτάθηκαν δεν είχε όμως άμεσα να κάνει με τους πυραύλους κάθε είδους, αλλά με μία τεχνολογία που είχε ανακαλυφθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, το Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως (ΠΑΟ) που έβαλλε ένα και μοναδικό βλήμα μεγάλου διαμετρήματος, δίχως να προκαλεί τα προβλήματα των συμβατικών πυροβόλων. Καθώς όμως ένα και μοναδικό βλήμα δεν ήταν αποτελεσματικό, υιοθετήθηκε η λύση της τοποθέτησης ''καλάθων'' με ΠΑΟ, έως και πάνω από 40, τα οποία έβαλαν τα βλήματά τους σε μία ή περισσότερες ομοβροντίες.
Ένα άλλο ζήτημα που έμελλε να λυθεί ήταν αυτό της σκόπευσης, αφού όπως είδαμε σε μεγάλες αποστάσεις και με τις ιδιαίτερα υψηλές ταχύτητες των σύγχρονων μαχητικών (το Me 262, όπως είδαμε, ξεπερνούσε τα 800 χλμ./ώρα) η σκόπευση καθίστατο προβληματική δίχως μηχανικά βοηθήματα. Οι Γερμανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα σύστημα, τη λεγόμενη ''Συσκευή Zossen'', που περιλάμβανε μία πηγή και ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο που βοηθούσε στην αυτόματη σκόπευση. Πολλά διαφορετικά σχέδια και υλοποιήσεις με ΠΑΟ εφαρμόσθηκαν, ωστόσο τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά φτωχά και οι Γερμανοί συνέχισαν να αναζητούν μία καλύτερη λύση.
ΑΥΤΟΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΒΛΗΜΑΤΑ
Ένα από τα συστήματα που αποτελούσαν ένα συμβιβασμό μεταξύ μίας ''κανονικής'' ρουκέτας αέρος-αέρος και ενός ΠΑΟ, αποτελούσε το R4M. Το σύστημα αυτό αποτελούνταν από ένα κάνιστρο που διέθετε έναν αριθμό βλημάτων (συνήθως 12) και το οποίο κατά κανόνα προσαρμοζόταν κάτω από τα φτερά. Στην περίπτωση του Me 262, π.χ., τοποθετούσαν από ένα κάνιστρο με 12 ''ρουκέτες'' κάτω από κάθε φτερό. Οι πύραυλοι δεν πυροδοτούνταν όλοι μαζί, αλλά σε σειρά, με διαστήματα ενός δευτερολέπτου μεταξύ τους. Αυτό επέτρεπε μεγαλύτερη διασπορά των βλημάτων και αύξανε την πιθανότητα να πετύχουν το στόχο τους.
H συσκευή αυτή δεν είχε τίποτε το επαναστατικό, ωστόσο αποτέλεσε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης ενός συστήματος αυτοκινούμενων βλημάτων αντί πυροβόλων στον οπλισμό των αεροπλάνων. H εμπειρία από τη μέτρια επιτυχία (κατ’ άλλους την αποτυχία) του συστήματος R4M έκανε τους Γερμανούς τεχνικούς να κατανοήσουν ότι ένα πραγματικά αποτελεσματικό όπλο που θα επέτρεπε εμπλοκή των αεροσκαφών σε αποστάσεις όπου δεν θα κινδύνευαν από τα εχθρικά πυρά και θα ήταν αποτελεσματικό ενάντια σε ιπτάμενους στόχους, θα ήταν ένα βλήμα το οποίο θα κατευθυνόταν στο στόχο με ''ίδια μέσα''. H πρώτη εταιρεία που ανέπτυξε ένα βλήμα αέρος-αέρος ήταν η Henschel.
H ανάπτυξή του ξεκίνησε το 1939, από ένα τμήμα της εταιρείας που είχε αφιερώσει τις εργασίες του στην ανάπτυξη συστημάτων πτήσης για μη επανδρωμένα αεροσκάφη. H επιλογή να στραφούν σε ένα κατευθυνόμενο βλήμα έμοιαζε σχεδόν φυσική και το αποτέλεσμα των εργασιών τους ήταν το Hs 293H. Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα ευφυές σχέδιο, αν και οι περιορισμοί που συνεπαγόταν η σχετική τεχνολογία είχαν ωθήσει τους μηχανικούς της Henschel να το κατασκευάσουν ως βλήμα διασποράς. Συγκεκριμένα, το βλήμα θα εκτοξευόταν από ένα αεροσκάφος και θα καθοδηγούνταν προς την περιοχή στόχου, που προσδιοριζόταν ως ένας σχηματισμός εχθρικών βομβαρδιστικών.
Εκεί θα οδηγούνταν στο μέσο μίας πυκνής συγκέντρωσης αεροσκαφών και η εκρηκτική κεφαλή του θα πυροδοτούνταν. H καθοδήγηση του πυραύλου γινόταν από το αεροσκάφος που τον εκτόξευε, μέσω ενός χειριστηρίου και μίας κεραίας ραδιοσημάτων, τα οποία ενεργοποιούσαν τις επιφάνειες ελέγχου του πυραύλου. Αυτό το σύστημα τελικώς εφαρμόστηκε και σε άλλα κατευθυνόμενα βλήματα που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πύραυλος διέθετε μία ιδιαίτερα ογκώδη κεφαλή με εκρηκτική γόμωση βάρους 295 κιλών.
Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν πολύ μεγάλο πύραυλο και οι προϋποθέσεις επιτυχίας του ήταν μάλλον περιορισμένες, παρά τις προηγμένες τεχνολογικές λύσεις τις οποίες ενσωμάτωνε. Κάποιες εκδόσεις του που προτάθηκαν από την Henschel περιλάμβαναν ακόμη και μία τηλεοπτική κάμερα, η οποία ήταν τοποθετημένη στο ρύγχος και επέτρεπε στο χειριστή -από το αεροσκάφος που την εκτόξευσε- να παρακολουθεί την πορεία της και να στοχεύει σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, στην πράξη αυτό το σύστημα ουδέποτε στάθηκε δυνατό να λειτουργήσει, λόγω περιορισμών στην τεχνολογία της εποχής.
Τελικώς, η ηγεσία του Υπουργείου Αεροπορίας της Γερμανίας δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με τις προδιαγραφές αυτού του βλήματος. Αντίθετα, ένας άλλος πύραυλος που ανέπτυσσε η Henschel, ο Hs 117H, είχε αρχικά σχεδιαστεί ως εδάφους-αέρος και στη συνέχεια προσαρμόστηκε για να χρησιμοποιηθεί σε ρόλο αέρος-αέρος. Αυτός ο πύραυλος ήταν μία σαφής βελτίωση σε σχέση με τον Hs 293, καθώς η κεφαλή του είχε βάρος 100 κιλών, είχε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα δράσης (6 χιλιόμετρα, με στόχο να φθάσει έως και τα 10).
Ενώ και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ήταν σαφώς ανώτερα από αυτά του ''προγόνου'' του, παρά την αντισυμβατική και μάλλον παράξενη σχεδίασή του. Ωστόσο, αυτός ο πύραυλος δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά μέχρι το τέλος του πολέμου. H ανάπτυξή του συνεχιζόταν στα εργαστήρια της Henschel, όμως ούτε ένας Hs 117H δεν εξόπλισε τα αεροσκάφη της Luftwaffe κατά τη διάρκεια των απελπισμένων μαχών που έδινε τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Μία τρίτη προσπάθεια της ίδιας εταιρείας είχε άδοξο τέλος, αφού η ανάπτυξή της διακόπηκε τον Ιανουάριο του 1945.
Επρόκειτο για τον Hs 298, έναν πύραυλο καθαρά αέρος-αέρος, που ήταν εξαρχής σχεδιασμένος για να προσβάλει ένα αεροσκάφος, διαθέτοντας μία εκρηκτική κεφαλή με γόμωση από 25 έως 48 κιλά εκρηκτικής ύλης.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
H καλύτερη από τις πολλές προσπάθειες των Γερμανών για δημιουργία ενός πυραύλου αέρος-αέρος ήταν ο Ruhrstahl X-4. Αποτελούσε μέλος της οικογένειας των πυραύλων της σειράς X που ανέπτυξε η Ruhrstahl A.G. σε συνεργασία με τον Μαξ Κράμερ. Τα άλλα δύο μέλη αυτής της ιδιότυπης οικογένειας ήταν ο Fritz-X ή X-1, ουσιαστικά μία κατευθυνόμενη βόμβα, και ο X-7 Rottkappchen, ένας αντιαρματικός πύραυλος. O X-4 σχεδιάστηκε εξαρχής ως ένας πύραυλος αέρος-αέρος και μάλιστα για χρήση από μαχητικά αεροσκάφη με αεριώθηση και όχι με τα συμβατικά εμβολοφόρα.
Επίσης, είχε σχεδιαστεί εξαρχής για να καθοδηγείται ενσύρματα και είχαν ληφθεί οι απαραίτητες προφυλάξεις για την ομαλή λειτουργία του ενσύρματου συστήματος. Για την εποχή του, ήταν ένα σχέδιο σχεδόν επαναστατικό. Ενσωμάτωνε πολλές εξαιρετικά έξυπνες ιδέες και κατά τη διάρκεια των δοκιμών του είχε πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. H μηχανή του παρήγαγε ώση 140 κιλών, υπεραρκετή για το βάρος και το μέγεθος του μικρού πυραύλου, ενώ προσέφερε ώση για συνολικά 17 δευτερόλεπτα, που ήταν και ο χρόνος πτήσης του πυραύλου.
H παραγωγή του Ruhrstahl X-4 είχε εγκριθεί από τα ανώτερα κλιμάκια της Γερμανικής ηγεσίας και είχε δοθεί ήδη από τον Αύγουστο του 1944 μία παραγγελία για τα 1.000 πρώτα κομμάτια που θα εξόπλιζαν τα αεριωθούμενα του Γ' Ράιχ - πιθανότατα τα Me 262. Ωστόσο, δεν έμελλε ούτε αυτός ο πύραυλος να γνωρίσει επιχειρησιακή χρήση. Αν και τα σκάφη και οι κεφαλές των πυραύλων είχαν ετοιμαστεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944, παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην κατασκευή των κινητήρων. H BMW, που είχε αναλάβει το συμβόλαιο, είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα που εμπόδιζαν τη μαζική παραγωγή τους.
Πάνω που αυτά τα προβλήματα λύθηκαν και είχε αρχίσει η μαζική παραγωγή των κινητήρων, μία αεροπορική επιδρομή των Συμμάχων προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο εργοστάσιο που παρήγαγε τους κινητήρες και κατέστρεψε ολοκληρωτικά τα λίγες δεκάδες κομμάτια που ήταν ήδη έτοιμα. Με αυτό τον τρόπο, έληξε άδοξα η σύντομη ιστορία του πρώτου λειτουργικού πυραύλου αέρος-αέρος.
ΑΝΤΙΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ
H ανεπάρκεια των συμβατικών αντιαεροπορικών συστημάτων είχε γίνει προφανής από νωρίς. Παρά την υπερεπάρκεια αντιαεροπορικών πολυβόλων και πυροβόλων όλων των τύπων και των διαμετρημάτων, αποδεικνυόταν ιδιαίτερα δύσκολο να χτυπηθούν αεροσκάφη, ακόμη και τα σχετικά αργά και δυσκίνητα βαριά βομβαρδιστικά. Το μεγάλο πρόβλημα των Γερμανών είχε να κάνει βεβαίως με τους τεράστιους σχηματισμούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών, που κατέστρεφαν τη μία μετά την άλλη τις Γερμανικές πόλεις και τα παραγωγικά κέντρα, σχεδόν ανενόχλητοι από τις απόπειρες της Luftwaffe να τους αναχαιτίσει.
Καθώς ο ενθουσιασμός για τις προοπτικές των κατευθυνόμενων βλημάτων ήταν διαδεδομένος ανάμεσα στους κορυφαίους τεχνικούς της Γερμανίας, αλλά και μεταξύ της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, δεν είναι παράξενο που και εδώ ξεκίνησαν προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου βλήματος, δηλαδή, ενός πυραύλου εδάφους-αέρος που θα ήταν σε θέση να καταρρίψει ένα αεροσκάφος που πετούσε σε μεγάλο υψόμετρο. Οι προσπάθειες των Γερμανών ξεκίνησαν αρκετά νωρίς και σε αυτόν τον τομέα, από το 1941, ωστόσο, όπως και στα άλλα ανάλογα προγράμματα οι καθυστερήσεις δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ουσιαστική πρόοδος μέχρι τον τελευταίο χρόνο του πολέμου.
Οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονταν σε μία σειρά από παράγοντες, ο κυριότερος εκ των οποίων ήταν η στενότητα των διαθέσιμων πόρων και η ανάγκη να διοχετευθούν οι περισσότεροι εξ αυτών σε σχέδια τα οποία θα είχαν αποδεδειγμένα πρακτική χρησιμότητα και θα συνέβαλαν, ει δυνατόν άμεσα, στην πολεμική προσπάθεια του Γ' Ράιχ. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα από τα τολμηρά σχέδια των πρωτοπόρων επιστημόνων βρήκαν πρόσφορο έδαφος και υιοθετήθηκαν από τα ανώτερα κλιμάκια της ηγεσίας των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, η ανάπτυξή τους δεν στάθηκε δυνατό να γίνει έγκαιρα, αφού συχνά παραγκωνίζονταν προς όφελος πιο βατών και άμεσα υλοποιήσιμων σχεδίων.
Οι Γερμανικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι ήταν ένα σχέδιο που ενέπιπτε στην παραπάνω κατηγορία, καθυστέρησε, δηλαδή, σημαντικά, παρότι οι έρευνες είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Μία προσπάθεια που αξίζει να αναφερθεί διότι κατά πάσα πιθανότητα είναι ο μοναδικός εκ των πυραύλων εδάφους-αέρος που γνώρισε επιχειρησιακή χρήση, είναι ο Taifun (Τυφώνας). Παρότι επρόκειτο για έναν πύραυλο δίχως σύστημα ενεργούς καθοδήγησης, το αντιαεροπορικό αυτό βλήμα ήταν ιδιαίτερα απλό στην παραγωγή, ωστόσο οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικά φτωχές. Όμως το μέλλον -και αυτό το είχαν αντιληφθεί οι Γερμανοί- ήταν τα κατευθυνόμενα βλήματα.
H Henschel, η εταιρεία που στάθηκε πρωτοπόρα και στον τομέα των πυραύλων αέρος-αέρος, είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη του Hs 117 ως ένα κατευθυνόμενο βλήμα εδάφους-αέρος. O ίδιος πύραυλος, όπως είδαμε προηγουμένως, μετασκευάστηκε για χρήση ως αέρος-αέρος, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόλαβε να χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά ούτε στον έναν ρόλο ούτε στον άλλο. O Hs 117 με το κωδικό όνομα Schmetterling (πεταλούδα) ήταν ένας σχετικά ογκώδης πύραυλος, βάρους κατά την απογείωση περί τα 440 κιλά, με μία κεφαλή εκρηκτικών 25 κιλών, με μήκος 4,29 μ. και διάμετρο 350 mm. Είχε θεωρητική ακτίνα δράσης τα 32 χιλιόμετρα και μπορούσε να χτυπήσει στόχους σε ύψος έως και 11.000 μέτρα.
H απογείωσή του επιτυγχανόταν με τη χρήση δύο πλευρικών πυραύλων, που έκαιγαν για 4 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια αποσπώντο για να ξεκινήσει ο κύριος κινητήρας. H καθοδήγησή του προς το στόχο γινόταν με τη χρήση ραδιοσημάτων, παρά την ευπάθεια που είχε αυτή η μέθοδος στη ραδιοπαρεμβολή που είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν οι Σύμμαχοι. Το σύστημα καθοδήγησης που χρησιμοποιείτο ήταν το ''Parsival'' (FuG203/230) και ο χειριστής εδάφους παρακολουθούσε την πρόοδο του βλήματος, παρατηρώντας μία φωτοβολίδα που άναβε στην ουρά του όταν βρισκόταν σε πτήση.
Γενικά, το Schmetterling στις δοκιμές πήγε αρκετά καλά και αποδείχτηκε αξιόπιστο και αρκετά εύστοχο, ωστόσο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. H τελική εντολή για την παραγωγή του δόθηκε το Δεκέμβριο του 1944. Αντίθετα με τα προσδοκώμενα, ούτε ένας από αυτούς τους πυραύλους δεν διατέθηκε για επιχειρησιακή χρήση.
ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Το ένα από τα δύο πιο φιλόδοξα σχέδια που είχαν να κάνουν με την αντιαεροπορική εφαρμογή της Γερμανικής πυραυλικής τεχνολογίας ήταν το σχέδιο Wasserfall (καταρράκτης), στην ανάπτυξη του οποίου πρωτοστάτησε ο ίδιος ο Βέρνερ φον Μπράουν με την ομάδα του. Καθώς η Γερμανία αναζητούσε εναγωνίως ένα αποτελεσματικό σύστημα αντιαεροπορικής προστασίας, κάποιοι σκέφτηκαν ότι ο δημιουργός του V-2 ίσως να μπορεί να λύσει το πρόβλημα. H ευκαιρία για την απόσπαση του φον Μπράουν δόθηκε όταν ο στρατηγός Κάμλερ των SS ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για τα προγράμματα των πυραύλων V, παραμερίζοντας επί της ουσίας τον φον Μπράουν και τον προϊστάμενό του, Βάλτερ Ντορνμπέργκερ.
O φον Μπράουν μετατέθηκε προσωρινά στο πρόγραμμα Wasserfall και ξεκίνησε τις προσπάθειες δημιουργίας ενός αποτελεσματικού συστήματος αντιαεροπορικής προστασίας, βασισμένου στη δοκιμασμένη πυραυλική τεχνολογία του. Βρήκε αρκετή δουλειά έτοιμη από τους προκατόχους του, οι οποίοι είχαν βασιστεί με τη σειρά τους στη δουλειά του φον Μπράουν στον V-2. O πύραυλος τον οποίο δημιούργησε ήταν ένα πραγματικό θηρίο. Με μήκος σχεδόν 8 μέτρα (7,84 μ. για την ακρίβεια) και βάρος σχεδόν 3,5 τόνους κατά την απογείωση, ο ''καταρράκτης'' ήταν ένας ιδιαίτερα ογκώδης πύραυλος για το ρόλο που του είχε επιφυλαχθεί.
Πρόδιδε έτσι την καταγωγή του, καθώς ουσιαστικά ήταν μία εξέλιξη του A4 (του γνωστού V-2). Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που χρειάστηκε να λύσουν οι τεχνικοί ήταν αυτό του προωθητικού υλικού. Καθώς ο V-2 ήταν επί της ουσίας ένα στρατηγικό όπλο, το οποίο αναπτυσσόταν και χρησιμοποιούνταν βάσει σχεδίου, το ότι χρησιμοποιούσε ένα εξαιρετικά δύσχρηστο και προβληματικό ως προς τη συντήρησή του καύσιμο, το υγρό οξυγόνο, δεν ήταν πρόβλημα. Όμως αντίθετα, ο Wasserfall θα ήταν ένα όπλο συνεχούς ετοιμότητας, το οποίο θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή για να ανταποκριθεί στις ανάγκες αναχαίτισης ενός νέου κύματος εχθρικών βομβαρδιστικών.
Το υγρό οξυγόνο δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις, οπότε η πρώτη εργασία που χρειάστηκε να γίνει ήταν η τροποποίηση του κινητήρα ώστε να χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό καύσιμο, έναν συνδυασμό Salbei και Visol. Συνεπεία της καταγωγής του από τον A4, ο Wasserfall ξεπερνούσε κατά πολύ τους υπόλοιπους αντιαεροπορικούς πυραύλους σε βεληνεκές και επιχειρησιακό ύψος. Συγκεκριμένα, ο πανίσχυρος κινητήρας του τού έδινε ώση 8.000 κιλών για ένα διάστημα 40 δευτερολέπτων. Αυτό του επέτρεπε να έχει ακτίνα δράσης 50 χιλιόμετρα, ενώ μπορούσε να φθάσει στα 20.000 μέτρα ύψος, πολύ υψηλότερα από την επιχειρησιακή οροφή οποιουδήποτε αεροσκάφους της εποχής.
Αντίθετα με τους υπόλοιπους αντιαεροπορικούς πυραύλους που εκτοξεύονταν υπό κλίση, ο Wasserfall εκτοξευόταν κάθετα. Όπως και στους υπόλοιπους πυραύλους, όμως, το πρόβλημα και εδώ ήταν η καθοδήγηση προς το στόχο. O πύραυλος ανέπτυσσε εντυπωσιακές ταχύτητες και το χειροκίνητο οπτικό σύστημα διεύθυνσης (με χειριστήρια εδάφους) αποδείχτηκε ανεπαρκές. Ωστόσο, τα περισσότερα προβλήματα είχαν ξεπεραστεί μέχρι τις αρχές του 1945 και πάνω από 30 επιτυχημένες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις είχαν πείσει την ηγεσία του Γ’ Ράιχ ότι αυτός ήταν ο αντιαεροπορικός πύραυλος που χρειάζονταν.
Μάλιστα, ο προγραμματισμός ήταν η παραγωγή του να ξεκινήσει άμεσα μόλις ήταν έτοιμο το μεγαλύτερο υπόγειο εργοστάσιο της Γερμανίας, στο Μπλάιχροντε. Μέχρι τον Μάιο του 1945, όταν οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Βερολίνο, το εργοστάσιο δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί...
ΠΥΡΑΥΛΟΣ ΑΠΟ ΚΟΝΤΡΑ ΠΛΑΚΕ
H ένδεια πρώτων υλών που ταλαιπωρούσε τη Γερμανία, ιδιαίτερα την τελευταία διετία του καταστρεπτικού πολέμου, ανάγκασε τους Γερμανούς σχεδιαστές να εφευρίσκουν απίθανες λύσεις για να διαθέσουν την παραγωγή ευτελών υλικών - όπως, για παράδειγμα, το κόντρα πλακέ. H παραγωγή κόντρα πλακέ στη Γερμανία ήταν τεράστια την εποχή αυτή, αντίθετα με την παραγωγή χάλυβα που αφενός ήταν περιορισμένη, αφετέρου είχε πολλούς πελάτες σε ολόκληρο το φάσμα της πολεμικής βιομηχανίας. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, η Messerschmitt κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αντιαεροπορικό πύραυλο από κόντρα πλακέ.
Για την ακρίβεια, το σκάφος του πυραύλου ήταν κατασκευασμένο από το υλικό αυτό, ενώ αντίθετα τα μηχανικά μέρη συνέχιζαν να είναι κατασκευασμένα από μέταλλο. Το Enzian, όπως ονομάστηκε ο πύραυλος της Messerschmitt, ήταν βασισμένο στο πρώτο πυραυλοκίνητο αεροσκάφος, το Komet (Me 160). H παραλλαγή του Komet που πρότεινε η εταιρεία για αντιαεροπορικό πύραυλο ήταν μάλλον υπερβολικά μεγάλος και αναξιόπιστος για να παίξει έναν τέτοιο ρόλο με κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Παρόλα αυτά, η πρόταση έκανε μία αξιομνημόνευτη σταδιοδρομία μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων της Γερμανικής ηγεσίας, που είχε τον καιρό που παρουσιάστηκε να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της ανεπάρκειας μετάλλων.
Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός λόγος που το σχέδιο αυτό προχώρησε πέρα από το σχεδιαστήριο ήταν ακριβώς ότι ήταν κατασκευασμένο κατά κύριο λόγο από ξύλο. Παρόλα αυτά, το βάρος του πυραύλου ήταν πολύ μεγάλο και έφθανε τα 1.800 κιλά, εκ των οποίων 300 ζύγιζε η πανίσχυρη εκρηκτική γόμωση της κεφαλής του. Για την εκτόξευση του Enzian φρόντιζαν τέσσερις πυραυλωθητές, παρόμοιοι με εκείνους που διέθετε ο Hs 117 (μόνο που σε αυτόν υπήρχαν δύο).
Ενώ μόλις εξαντλούσαν τα καύσιμά τους αναλάμβανε η κυρίως μηχανή, μία Walter R1-210B στις δοκιμαστικές εκδόσεις, που θα αντικαθίστατο στις επιχειρησιακές εκδόσεις από μία λιγότερο δαπανηρή που αναπτυσσόταν παράλληλα. Οι επιδόσεις του πυραύλου δεν ήταν εντυπωσιακές, αφού το ανώτερο ύψος στο οποίο μπορούσε να φθάσει ήταν τα 12.000 μέτρα, ενώ το δραστικό βεληνεκές έφθανε στα 24 περίπου χιλιόμετρα.
H ''KOPH TOY ΡΗΝΟΥ''
H Rheinmetall είχε αποκτήσει αξιοσημείωτη εμπειρία στη δημιουργία πυραύλων με την κατασκευή του Rheinbote, αν και αυτός ο πύραυλος δεν είχε σύστημα ενεργητικής διεύθυνσης, ενώ διέθετε περιορισμένο σύστημα παθητικής διεύθυνσης. Παρόλα αυτά, η εταιρεία ήδη από το 1941 είχε αρχίσει να ερευνά τις δυνατότητες δημιουργίας ενός κατευθυνόμενου αντιαεροπορικού πυραύλου, ξεκινώντας αρχικά το σχέδιο Hecht και στη συνέχεια, αφού αυτό εγκαταλείφθηκε, το σχέδιο Feuerlilie.
Το Hecht εγκαταλείφθηκε νωρίς, πριν καν περάσει από το σχεδιαστήριο στα εργαστήριο, αλλά το Feuerlilie προχώρησε περισσότερο και μάλιστα μία σειρά πρωτοτύπων κατασκευάστηκαν και δοκιμάστηκαν, δίχως ωστόσο αξιοσημείωτα αποτελέσματα, ενώ ουδέποτε δόθηκε εντολή για προμήθεια του συγκεκριμένου συστήματος από τις Γερμανικές αρχές. Αυτά τα συστήματα ήταν πάντως πρωτόγονα συγκρινόμενα με το επόμενο, ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο της ίδιας εταιρείας. Αφού λοιπόν καθιέρωσε τον ''Αγγελιοφόρο του Ρήνου'' (αυτό σημαίνει το Rheinbote) αποφάσισε να δημιουργήσει και τη ''Θυγατέρα του Ρήνου'', τον πύραυλο με την κωδική ονομασία Rheintochter.
O πύραυλος ήταν στερεών καυσίμων και δύο σταδίων. Το πρώτο στάδιο περιείχε μόνο έναν πυραυλωθητή στερεών καυσίμων και στόχευε να δώσει στον πύραυλο υψηλή αρχική ταχύτητα. Στη συνέχεια, κατέπεφτε και αναλάμβανε ο πύραυλος του δεύτερου σταδίου, που θα προωθούσε το βλήμα με την κεφαλή των 100 κιλών στο στόχο. H σταθεροποίηση του πυραύλου εξασφαλιζόταν με δύο σειρές πτερυγίων, μία στο εμπρόσθιο τμήμα και μία στο οπίσθιο, ενώ χρησιμοποιείτο επίσης ένα απλό σύστημα γυροσκοπίου. O πύραυλος προβλεπόταν να ξεπερνά την ταχύτητα των 1.300 χλμ./ώρα, ενώ το δραστικό βεληνεκές του υπολογιζόταν στα 40 χιλιόμετρα.
O μόνος τομέας όπου υστερούσε ήταν η επιχειρησιακή οροφή, αφού έφθανε μόλις στα 6.000 μέτρα ύψος και οι σχεδιαστές του συνέχισαν να εργάζονται για να βελτιώσουν αυτό το νούμερο σε σημαντικό βαθμό. Τα παραπάνω αφορούν στην πρώτη έκδοση του πυραύλου, το Rheintochter I, ενώ το επόμενο στάδιο δοκιμών θα διεξαγόταν με την έκδοση II. H έκδοση παραγωγής προβλεπόταν να είναι η III, ωστόσο φαίνεται ότι μόλις ένα ή δύο πρωτότυπα της έκδοσης αυτής κατασκευάστηκαν. Αντίθετα, οι εκδόσεις I και II παρήχθησαν σε περίπου 50 αντίτυπα, τα οποία δοκιμάστηκαν σε διάφορες περιόδους από το 1942 έως το 1944. Ούτε και αυτός ο τύπος χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά.
ΠΥΡΑΥΛΟΙ ΑΕΡΟΣ - ΕΔΑΦΟΥΣ
H εκμετάλλευση της πυραυλικής τεχνολογίας δε σταμάτησε εδώ, αφού οι Γερμανοί ήθελαν να εκμεταλλευτούν το σύνολο των δυνατοτήτων που τους δίνονταν από τη θαυμαστή, νέα εφεύρεση των αυτοκινούμενων βλημάτων. H εμπειρία από τρία χρόνια πολέμου έδειξε ότι ο μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί βομβαρδισμός ακριβείας ενός στόχου που δεν έχει το μέγεθος μίας πόλης, ήταν με κάθετη εφόρμηση, με χρήση ενός μικρού βομβαρδιστικού κατάλληλα διαμορφωμένου. Τα περίφημα Stuka ήταν αυτού του είδους αεροσκάφη, που είχαν ως μοναδική αποστολή το βομβαρδισμό εχθρικών στόχων με υψηλό επίπεδο ακρίβειας.
Βεβαίως, με την εξέλιξη των αντιαεροπορικών συστημάτων και την υψηλή διαθεσιμότητα εχθρικών καταδιωκτικών, ο βομβαρδισμός καθέτου εφορμήσεως άρχισε σύντομα να μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας και τα ποσοστά απωλειών σε τέτοιες αποστολές μετά τα μέσα του πολέμου ήταν τεράστια. Τέτοιου είδους απώλειες, τουλάχιστον από την αεράμυνα εδάφους, δεν ήταν δυνατές αν εφαρμόζονταν οι μαζικοί βομβαρδισμοί (αυτό που οι Αμερικανοί ονόμασαν carpet bombing) από μεγάλο υψόμετρο.
Ωστόσο, εδώ χανόταν οποιαδήποτε ακρίβεια και, αν ο στόχος ήταν μικρός (ένα μεμονωμένο κτίσμα, ένα πλοίο επιφανείας ή ακόμη και συγκεντρώσεις πεζικού, αρμάτων κλπ.), υπήρχε μεγάλη σπατάλη βομβών με ελάχιστο ή και καθόλου αποτέλεσμα. H λύση που από τα πρώτα ήδη στάδια του πολέμου είχε πέσει στο τραπέζι, ήταν η δημιουργία κατευθυνόμενων βλημάτων που θα μπορούσαν να βληθούν από ένα αεροσκάφος εκτός του βεληνεκούς των αντιαεροπορικών και θα είχαν αρκετή ακρίβεια, ώστε να πετυχαίνουν μεμονωμένους στόχους. H πρώτη προσπάθεια που πέρασε από το σχεδιαστήριο στην εφαρμογή ήταν αυτή του πρώτου πυραύλου της σειράς X της Ruhrstahl, του X-1 ή ''Fritz-X''.
Το ''Fritz-X'' ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν για αυτή την καθοδηγούμενη βόμβα οι ιθύνοντες της Luftwaffe, ενώ σε άλλες υπηρεσίες ήταν γνωστή με άλλα ονόματα: PC-1400X, FX 1400 ή απλώς FX. O αριθμός 1.400 δεν είναι τυχαίος ούτε και η ονομασία ''Fritz''. H Luftwaffe παρήγγειλε τη βόμβα αυτή για να είναι το καθοδηγούμενο ανάλογο της ιδιαίτερα αποτελεσματικής βόμβας των 1.400 κιλών που διέθετε και η οποία είχε τον κωδικό SD 1.400, αλλά μεταξύ των πληρωμάτων της Γερμανικής αεροπορίας ήταν γνωστή ως ''Fritz''.
Προφανώς, για λόγους συμβατότητας με τους υπάρχοντες φορείς οπλισμού, η Ruhrstahl κράτησε το ίδιο σχήμα της βόμβας της Luftwaffe, προσθέτοντας όμως ακόμη ένα μικρό κύλινδρο στο πίσω μέρος με ειδικά πτερύγια, ενώ ακόμη ένα σετ πτερυγίων στη μέση του κυλίνδρου συμπλήρωναν την εικόνα. Αυτό που δεν φαινόταν ήταν ο δέκτης ραδιοσημάτων και οι μηχανισμοί κίνησης των πτερύγων, που καθιστούσαν αυτή τη βόμβα ένα ημικατευθυνόμενο αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό -όπως αποδείχθηκε στην πράξη- όπλο. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι τεχνικά το Fritz-X δεν ήταν αυτοκινούμενο βλήμα.
Ήταν όμως κατευθυνόμενο βλήμα και καθώς είναι το πρώτο του είδους που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία, αξίζει εκτενούς αναφοράς. H βόμβα αφηνόταν από μεγάλο υψόμετρο (από 4.000 έως 8.000 μέτρα) και οι χειριστές της από το αεροσκάφος άφεσης την καθοδηγούσαν μέσω ραδιοσημάτων. Τα ραδιοσήματα ενεργοποιούσαν τους μηχανισμούς κίνησης, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέβαλλαν τη θέση των πτερυγίων, ούτως ώστε να κατευθύνουν το βλήμα προς το στόχο που είχαν επιλέξει οι χειριστές του. Αυτό το απλό και πρωτόγονο σύστημα αποδείχτηκε εντυπωσιακά αποτελεσματικό σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το αυξημένο βεληνεκές, που προέκυπτε από το ότι η βόμβα ανεμοπορούσε για μεγάλη απόσταση, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όταν χρησιμοποιούνταν ενάντια σε στόχους που είχαν αξιοσημείωτη αντιαεροπορική προστασία. Αυτά φάνηκαν ολοκάθαρα όταν ο Fritz-X χρησιμοποιούνταν εναντίον των κατεξοχήν στόχων που είχαν αναγκάσει τη γερμανική αεροπορία να αναπτύξει τα βλήματα αυτού του τύπου, το συμμαχικά πλοία επιφανείας. H πρώτη μεγάλη επιτυχία του Fritz-X προέκυψε όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και εγκατέλειψαν τον Αξονα. H Luftwaffe προσπαθούσε να αχρηστεύσει τον Ιταλικό στόλο πριν παραδοθεί στους Συμμάχους, όταν μία μοίρα αεροσκαφών Dornier Do 217 τον εντόπισε στις 9 Σεπτεμβρίου.
Ένα από αυτά, το Do 217 του Χάινριχ Σμετς, εξοπλισμένο με δύο τέτοιες βόμβες, βύθισε το Ιταλικό θωρηκτό ''Roma'', χτυπώντας το με δύο πλήγματα ακριβείας από τις ισάριθμες βόμβες Fritz-X που εξαπέλυσε, ενώ ένα άλλο αεροσκάφος του ίδιου τύπου χτύπησε το θωρηκτό ''Italia'', το οποίο υπέστη σοβαρότατες ζημιές και αχρηστεύτηκε για το υπόλοιπου του πολέμου. Το ισοζύγιο των επιτυχιών του X-1 μετά από αυτό, διαμορφώθηκε ιδιαίτερα εντυπωσιακά: μεταξύ άλλων, τα αεροσκάφη της Luftwaffe βύθισαν, χρησιμοποιώντας την κατευθυνόμενη βόμβα, τα Βρετανικά καταδρομικά ''Janus'' και ''Spartan'', το Αμερικανικό ''Philadelphia''.
Ενώ προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές και έθεσαν εκτός μάχης για περισσότερο από έναν χρόνο το Αμερικανικό ''Savannah'' και τo Βρετανικό ''Uganda'', ενώ παρόμοια τύχη είχε και το Βρετανικό θωρηκτό ''Warspite''.
H ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ HENSCHEL
Είδαμε παραπάνω την παραλλαγή του Hs 293 της Henschel, που δοκιμάστηκε ως πύραυλος εδάφους-αέρος, όμως η σχεδίαση αυτή αφορούσε αρχικά έναν πύραυλο αέρος-εδάφους (ή αέρος-επιφανείας). Το Υπουργείο Αεροπορίας της Γερμανίας αναζητούσε πυραύλους που θα ήταν αποτελεσματικοί εναντίον πλοίων επιφανείας των Συμμάχων και είχε παραγγείλει στον κατασκευαστή έναν πύραυλο ο οποίος, αφού εκτοξευόταν από το αεροσκάφος, θα είχε τη δυνατότητα είτε να οριζοντιώνεται ακριβώς πάνω από την επιφάνεια του νερού είτε να βουτά στο νερό και να δρα ως πυραυλοκίνητη τορπίλη.
Τέτοιες ιδέες ήταν μάλλον μπροστά από την εποχή τους και όχι ιδιαίτερα πρακτικές με δεδομένο το επίπεδο της τεχνολογίας που ήταν διαθέσιμο, οπότε ο κατασκευαστής αρνήθηκε, αντιπροτείνοντας μία κατευθυνόμενη βόμβα, στο πρότυπο του Fritz-X (που δεν είχε, βέβαια, ακόμη καταστεί επιχειρησιακός, καθώς μιλάμε για το 1940). Λίγους μήνες μετά, δοκιμάστηκε η πρώτη έκδοση της βόμβας, ενώ μέχρι το τέλος του έτους η Henschel, χτίζοντας πάνω στο αρχικό σχέδιο, προσέθεσε έναν πυραυλωθητή, που άλλαζε τα δεδομένα, αφού θα επέτρεπε να χαμηλώσει δραστικά το ύψος από το οποίο θα έπρεπε να γίνει η άφεση του πυραύλου, το οποίο στην έκδοση χωρίς κινητήρα ήταν τα 1.000 περίπου μέτρα.
Το σχέδιο που σιγά-σιγά υλοποιούνταν είχε εντυπωσιακές προδιαγραφές. Από μία κατευθυνόμενη βόμβα είχε μετατραπεί πλέον σε έναν πύραυλο αέρος-επιφανείας, που διέθετε σύστημα ενεργητικής διεύθυνσης με χρήση ραδιοσημάτων, τα οποία ενεργοποιούσαν τις κάθετες επιφάνειες στα πτερύγια και την ουρά, που με τη σειρά τους κατηύθυναν τον πύραυλο προς το στόχο του. O πυραυλοκινητήρας δεν προσέφερε αρκετή ώση για να καταστήσει τον Hs 293 έναν ''πραγματικό'' πύραυλο. Για την ακρίβεια, έδινε 600 κιλά ώσης για 10 μόλις δευτερόλεπτα.
Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό ξεπερνιόταν το σημαντικότερο πρόβλημα του Fritz-X, που του ''στοίχισε'' πολλές επιτυχίες, ο χειριστής του αεροσκάφους, από τη στιγμή που εκτόξευε τη βόμβα, έπρεπε να αποκτήσει άμεσα οπτική επαφή με το βλήμα για να μπορέσει να το καθοδηγήσει. Όμως, λόγω της πορείας που ακολουθούσαν βλήμα και αεροσκάφος, αυτό θα ήταν αδύνατο αν δεν υπάρχει μία σημαντική διαφοροποίηση στην ταχύτητα του ενός εκ των δύο. Καθώς ο Fritz δεν διέθετε κινητήρα, αυτός που έπρεπε να καθυστερήσει για να δει το βλήμα να ξεπροβάλλει μπροστά του και χαμηλότερα ήταν ο πιλότος του αεροσκάφους.
Και επειδή όλα αυτά έπρεπε να γίνουν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, οι Γερμανοί πιλότοι είχαν υιοθετήσει μία παράτολμη τακτική, που προέβλεπε τη δραστική μείωση της ταχύτητας του αεροσκάφους, σχεδόν μέχρι του σημείου να υπάρξει απώλεια στήριξης. Ηταν μία επικίνδυνη και δύσκολη μανούβρα, που δεν ήταν πάντοτε επιτυχημένη, ενώ η μείωση της ταχύτητας εξέθετε το αεροσκάφος σε κινδύνους τόσο από την αντιαεροπορική άμυνα του στόχου (κατά κανόνα ο Fritz-X χρησιμοποιούνταν εναντίον πλοίων επιφανείας) όσο και από τυχόν καταδιωκτικά του εχθρού που βρίσκονταν στην περιοχή.
H μικρή ώθηση που έδινε ο πυραυλοκινητήρας του Hs 293 για λίγα δευτερόλεπτα αφαιρούσε την ανάγκη οποιουδήποτε περίπλοκου ελιγμού, αφού έφερνε το βλήμα μπροστά από το αεροσκάφος και σε οπτική επαφή με τον πιλότο, που μπορούσε πλέον να αφοσιωθεί στο χειρισμό του. H Henschel συνέχισε να εξελίσσει τον πύραυλο - βόμβα της στους επόμενους μήνες. H χρήση ραδιοσημάτων για την κατεύθυνση του πυραύλου από τον χειριστή του σύντομα εγκαταλείφθηκε προς χάρη της ασφαλέστερης ενσύρματης κατεύθυνσης, για την οποία δεν υπήρχαν διαθέσιμα αντίμετρα. Αντίθετα, τα ραδιοσήματα ήταν ιδιαίτερα ευπαθή σε ραδιοπαρεμβολές.
Με αυτό τον τρόπο, το βεληνεκές του βλήματος, αν εκτοξευόταν από το ανώτερο επιχειρησιακό ύψος που συνηθιζόταν (τα 2.000 μέτρα), έφθανε στα 30 χιλιόμετρα, ενώ το βλήμα ταξίδευε με μία ταχύτητα περίπου 900 χλμ/ώρα. Αντίθετα, από το χαμηλότερο δυνατό ύψος, τα 400 μέτρα, το βεληνεκές περιοριζόταν στα 3,5 χιλιόμετρα και η ανώτερη ταχύτητα έφθανε μόλις τα 435 χιλιόμετρα. Στη συνέχεια, η Henschel τοποθέτησε και μία μικροκάμερα με έναν τηλεοπτικό πομπό στο ρύγχος του βλήματος, ώστε ο χειριστής να παρακολουθεί την πορεία του και να τη διορθώνει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι επέτρεπε η οπτική επαφή από το σκάφος.
Επρόκειτο για άλλη μία ''εξωτική'' λύση, που τελικώς εγκαταλείφθηκε. H καριέρα του Hs 293 ήταν παράξενη. Αν και στις δοκιμές το όπλο είχε αποδώσει αρκετά καλά, η ένταξή του σε παραγωγή καθυστέρησε και τελικά το μεγαλύτερο μέρος των 1.500 περίπου βλημάτων που κατασκευάστηκαν αναλώθηκαν σε δοκιμές και για εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, ο πύραυλος της Henschel έλαβε το βάπτισμα του πυρός νωρίς, τον Αύγουστο του 1943, από αεροσκάφη Do 217, ενώ στις 27 του ίδιου μήνα πέτυχαν την πρώτη καταστροφή πλοίου, όταν χτύπησαν την Βρετανική κορβέτα ''Egret''.
Μέχρι το πέρας του πολέμου, οι σποραδικές επιθέσεις που έγιναν με τον πύραυλο αυτό απέφεραν συνολικά ακόμη πέντε επιτυχίες σε βάρος αντιτορπιλικών, ενώ Hs 293 χτύπησαν έναν αδιευκρίνιστο αριθμό από εμπορικά πλοία. Οι Σύμμαχοι κατάφεραν να βρουν αρκετά σύντομα μία τακτική που τους επέτρεπε να αντιμετωπίζουν τις πρώιμες εκδόσεις του Hs 293, αυτή της δημιουργίας ραδιοπαρεμβολών που εξουδετέρωναν το σήμα που καθοδηγούσε τον πύραυλο προς το στόχο. Χρειάστηκε αρκετός καιρός μέχρις ότου εφαρμοστεί στα βλήματα ένα σύστημα καθοδήγησης με σύρμα, οπότε οι Σύμμαχοι άλλαξαν τακτική, άρχισαν να στοχεύουν το αεροσκάφος - φορέα του πυραύλου αμέσως μετά την εκτόξευσή του.
Ήταν το στάδιο που το αεροσκάφος έπρεπε να πετά σε σχετικά ομαλή πορεία και δίχως αυξομειώσεις της ταχύτητας, ώστε ο πιλότος να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του βλήματος και να μη διακινδυνεύσει τυχόν σπάσιμο του καλωδίου κατεύθυνσης. Οι τελευταίες επιτυχίες του Hs 293 καταγράφηκαν τον Απρίλιο του 1945, όταν χρησιμοποιήθηκαν από αεροσκάφη της Luftwaffe ενάντια στις προελαύνουσες Σοβιετικές μεραρχίες στην περιοχή του ποταμού Όντερ.
ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΤΟΡΠΙΛΕΣ
H Henschel, όπως είδαμε παραπάνω, είχε αρχικά θεωρήσει ανεφάρμοστη την ιδέα μίας ''ιπτάμενης καθοδηγούμενης τορπίλης'' που είχε ζητήσει το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας, ωστόσο οι τεχνικοί της εταιρείας άρχισαν να ασχολούνται εντατικά με το πρόβλημα και κάποια στιγμή ήταν έτοιμοι να παρουσιάσουν στο RLM μία σειρά από προτάσεις για αυτό το όπλο. Για κάποιο λόγο, η ηγεσία του υπουργείου θεωρούσε ότι μία λειτουργική τορπίλη αυτού του είδους θα ήταν το απόλυτο όπλο ενάντια στα μεγάλα πλοία επιφανείας των Συμμάχων και ιδιαίτερα ενάντια στα θωρηκτά και τα υπόλοιπα μεγάλα, θωρακισμένα πλοία που έδιναν στους Βρετανούς τη ναυτική υπεροχή στις θάλασσες.
Το 1943 η Henschel είχε έτοιμη την πρότασή της, καθώς και τα πρωτότυπα του νέου πυραύλου, τον οποίο ονόμασε Hs 294. Αν και με παρόμοιο όνομα με τον 293, ο 294 ήταν ένας πολύ διαφορετικός πύραυλος. Επρόκειτο για ένα ιδιοφυές σχέδιο ενός πυραύλου μήκους 6,1 μέτρων, με δύο αρκετά μεγάλες πτέρυγες ανοίγματος 4 περίπου μέτρων, βάρος που ξεπερνούσε τα 2.170 κιλά και μία εντυπωσιακή εκρηκτική κεφαλή με γόμωση 656 κιλών. Από το μέγεθος και την ισχύ της γόμωσης καταλαβαίνουμε ότι στόχος αυτού του πυραύλου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τα μεγάλα πλοία επιφανείας του συμμαχικού στόλου.
Εκτός από το βασικό πυραυλοκινητήρα του που ήταν τοποθετημένος μέσα στην άτρακτο, ο Hs 294 έφερε και έναν πρόσθετο στο κάτω μέρος αυτής. O τρόπος με τον οποίο προβλεπόταν να χρησιμοποιηθεί ήταν εντυπωσιακός. Το αεροσκάφος θα έπρεπε να εκτοξεύσει τον πύραυλο με μία σχετικά ρηχή καμπύλη (η ιδανική κλίση για την πρόσκρουσή του στο νερό ήταν περίπου στις 22 μοίρες). Με την είσοδο στο νερό, ο κινητήρας και τα φτερά θα αποσπώνταν και η εκρηκτική κεφαλή θα συνέχιζε το σύντομο ταξίδι της μέχρι τα ίσαλα του πλοίου που ήταν ο στόχος. Τα αποτελέσματα των δοκιμών ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αλλά η παραγγελία που τελικώς έγινε -περίπου 1.500 κομμάτια- ουδέποτε παραδόθηκε.
ΔΟΚΙΜΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια είναι το πυρηνικό πρόγραμμα του Γ' Ράιχ και τα αποτελέσματά του. Τελικώς, μέχρι ποιου σημείου έφθασε το ''Σχέδιο Μανχάταν της Θουριγγίας''; Ένα μεγάλο ζήτημα όσον αφορά στην προετοιμασία της Ναζιστικής Γερμανίας για τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι το κεφάλαιο ''ατομικά όπλα''. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι Γερμανοί επιστήμονες, κατ’ εντολή του Χίτλερ, είχαν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για να δημιουργήσουν ένα ''υπερόπλο''.
Ωστόσο, η επίσημη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι τον Ιούνιο του 1942 επί της ουσίας το ατομικό πρόγραμμα της Γερμανίας σταμάτησε να αποτελεί προτεραιότητα και οι προσπάθειες έκτοτε ήταν σπασμωδικές και σποραδικές και δεν είχαν ως στόχο τη δημιουργία μιας πραγματικής βόμβας σχάσης. Τι συνέβη όμως στ’ αλήθεια; H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών που είχαν την εποχή εκείνη τη δυνατότητα για να προχωρήσουν την έρευνα στον τομέα της ατομικής ενέργειας και ειδικότερα για τη δημιουργία μιας ατομικής βόμβας ήταν, φυσικά, Ευρωπαίοι, όπως και οι περισσότεροι φυσικοί που εργάστηκαν στο ''Σχέδιο Μανχάταν'', που είχε ως αποτέλεσμα την Αμερικανική ατομική βόμβα.
Για να είμαστε ακριβέστεροι, οι περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνταν με την ατομική ενέργεια ήταν Γερμανοί, όπως ο νομπελίστας Όττο Χαν, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πυρηνική σχάση. Πριν από το ξέσπασμα του B' Π.Π. υπήρχαν πολλά εργαστήρια και κέντρα ερευνών ανά την Ευρώπη που ασχολούνταν με την έρευνα της ατομικής ενέργειας. Παρότι η ιδέα της δημιουργίας μιας βόμβας σχάσης δεν φαίνεται να ήταν δημοφιλής παρά μεταξύ μιας μικρής μειοψηφίας των φυσικών της εποχής, είναι βέβαιο ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν σε κάποιο χρονικό σημείο με το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών.
H Γερμανία, μάλιστα, ήταν ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο που τις παραμονές του B' Π.Π διέθετε ένα ειδικό τμήμα -υπό τον Δρα Ντίμπνερ- που είχε ως κύριο αντικείμενο την έρευνα της εφαρμογής της ατομικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς. Δεν έχουμε στοιχεία για κάποια ουσιώδη πρόοδο αυτού του γραφείου ερευνών μέχρι το 1941, οπότε συνέβη κάτι που έμελλε να βάλει τη Γερμανία πιο δυναμικά στον αγώνα για τη δημιουργία του πρώτου λειτουργικού ατομικού όπλου. Γερμανοί κατάσκοποι στις Η.Π.Α είχαν συγκεντρώσει στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν ότι οι Αμερικανοί εργάζονταν πυρετωδώς πάνω στα μυστικά της ατομικής ενέργειας.
Κάποιοι υπέθεταν ότι οι Η.Π.Α ενδέχεται να αναπτύξουν σχετικά γρήγορα ένα ''νέο όπλο'', που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από την ατομική βόμβα. Οι Γερμανοί είχαν ήδη ξεκινήσει πολύ νωρίτερα τις δικές τους έρευνες και υπό το φως των νέων στοιχείων, πραγματοποιήθηκε μια άκρως απόρρητη συνάντηση στο Γραφείο Εξοπλισμών του Γερμανικού Επιτελείου Στρατού. Το κύριο ερευνητικό κέντρο του επιτελείου εκείνη την περίοδο ήταν το Kaiser Wilhelm Institut που βρισκόταν κοντά στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η εργασία των επιστημόνων που μετείχαν στο πρόγραμμα του ινστιτούτου εντατικοποιήθηκε, προσελήφθησαν ακόμη περισσότεροι φυσικοί και οι εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν σημαντικά, συνεπεία της συνάντησης που περιγράψαμε παραπάνω.
H APXH TO 1938
H ιστορία του Γερμανικού πυρηνικού προγράμματος όμως ξεκινά λίγο παλιότερα. Τον Δεκέμβριο του 1938 δύο Γερμανοί καθηγητές, οι Φριτς και Χαν Στράσμαν, πέτυχαν τη σχάση του ουρανίου 235. Απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα, αυτή η επιτυχία ήταν το ''κλειδί'' για τη δημιουργία μιας βόμβας σχάσης, όπως αυτή που προέκυψε από το Σχέδιο Μανχάταν των Η.Π.Α. Το Γερμανικό επιστημονικό κατεστημένο, μία ιδιαίτερα αξιοσέβαστη ομάδα ανθρώπων ακόμη και στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, απευθύνθηκε στην κυβέρνηση του Χίτλερ και προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της γερμανική ηγεσίας στις έρευνές τους.
Πραγματικά, το Γραφείο Όπλων του Στρατού ξεκίνησε επαφές στρατιωτικών με επιστήμονες και μέσα από τις αλλεπάλληλες συζητήσεις ένα ερώτημα άρχισε να ανακύπτει: Πώς θα ήταν δυνατή η αξιοποίηση της ατομικής ενέργειας και ειδικότερα της αντίδρασης της σχάσης για τη δημιουργία ενός όπλου; Μια ομάδα ερευνητικών κέντρων δεσμεύτηκαν από τη Γερμανική κυβέρνηση και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο ισάριθμες ομάδες λαμπρών επιστημόνων συνεργάστηκαν με το Γερμανικό στρατό, κάνοντας πειράματα που επιχειρούσαν να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα, αλλά και να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις, το χρόνο και το κόστος μιας προσπάθειας δημιουργίας ενός ατομικού όπλου.
Στην κεφαλή της Γερμανικής ερευνητικής προσπάθειας βρέθηκε ο λαμπρότερος ίσως φυσικός της εποχής, ο νομπελίστας Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. Έχοντας επιστρέψει στη Γερμανία την περίοδο που ξεκινούσε τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χάιζενμπεργκ επιθυμούσε να προσφέρει στην πατρίδα του τις γνώσεις του, παρότι ο ίδιος δεν ήταν Ναζί και σε πολλές περιπτώσεις είχε επισύρει τη μήνη των εθνικοσοσιαλιστών λόγω των απόψεών του για την πολιτική και τα φυλετικά θέματα. H έρευνα πλέον, στις αρχές του 1942, είχε περάσει σε ένα νέο στάδιο.
Οι Γερμανοί επιστήμονες προσπαθούσαν να θέσουν τις προδιαγραφές για τη δημιουργία ενός αντιδραστήρα, τον οποίο θεωρούσαν (και σωστά) απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του υλικού που θα χρησιμοποιούνταν ως σχάσιμη ύλη σε ένα ατομικό όπλο. Το θεωρητικό υπόβαθρο των ερευνών ήταν στέρεο και το συμπέρασμα ήταν ότι ο αντιδραστήρας ήταν δυνατόν να κατασκευαστεί και να παράγει υλικό αξιοποιήσιμο σε όπλο. Αυτό που έμενε ήταν να τεθεί σε λειτουργία ο αντιδραστήρας και στη συνέχεια να προσδιοριστεί με ακρίβεια πώς θα χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό σε ένα ατομικό όπλο. Από το σημείο αυτό όμως και μετά, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν με αργό ρυθμό.
Οι Γερμανοί επιστήμονες ήταν κατά τεκμήριο ανώτεροι από τους συναδέλφους τους παγκοσμίως στο αντικείμενο αυτό, είχαν συλλάβει την ιδέα της ατομικής σχάσης, είχαν ετοιμάσει το περίπλοκο πλέγμα του θεωρητικού υπόβαθρου και είχαν προτείνει τη δημιουργία δύο πυρηνικών αντιδραστήρων που θα δημιουργούσαν το σχάσιμο υλικό. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα της ανάπτυξης της Γερμανικής ατομικής βόμβας ''βάλτωσε'' ήδη από το καλοκαίρι του 1942. H επίσημη εκδοχή είναι ότι οι Γερμανοί επιστήμονες και ειδικότερα ο Χάιζενμπεργκ και οι συνεργάτες του, παρότι είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός ατομικού όπλου, δεν το έκαναν για ηθικούς λόγους.
Όσο κι αν μια τέτοια ρομαντική άποψη είναι ενδιαφέρουσα, δεν τεκμηριώνεται απόλυτα από τα γεγονότα. Δύο αντιδραστήρες δημιουργήθηκαν αλλά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιστημόνων που τους εξέτασαν μεταπολεμικά, δεν ήταν σε θέση να παράγουν υλικό για σχάση, παρά μόνο ραδιενεργό υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ''βρόμικες βόμβες'', δηλαδή συμβατικά βλήματα, τα οποία θα διέσπειραν ραδιενεργά υλικά με την πρόσκρουσή τους στο στόχο. Μάλιστα, θεωρείται βέβαιο ότι οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην ανάπτυξή τους, πιθανότατα σε μορφή βομβών αλλά και εκρηκτικών κεφαλών για πυραύλους.
Αλλά και εδώ το ερώτημα που ανακύπτει είναι απλό και συνάμα ουσιώδες: Αν όντως είχαν τέτοια όπλα, γιατί δεν τα χρησιμοποίησαν; Όχι ότι μερικές ''βρόμικες βόμβες'' θα άλλαζαν οτιδήποτε στην πορεία του πολέμου, απλώς θα αύξαναν τις απώλειες των Συμμάχων και το κόστος της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν θα ίσχυε αν υπήρχε η ''Γερμανική ατομική βόμβα'', η πραγματική βόμβα σχάσης όπως εκείνη που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι το καλοκαίρι του 1945.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ KAI ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το Γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα δεν ήταν τόσο πίσω όσο ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν. Επίσης, σύμφωνα με ενδείξεις ορισμένα από τα ''υπερόπλα'' του Γ Ράιχ ενδεχομένως είχαν σχεδιαστεί έχοντας κατά νου την αξιοποίησή τους για τη μεταφορά μη συμβατικών γομώσεων - ίσως ακόμη και μιας ατομικής βόμβας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο V-2. Αρκετά δαπανηρή και περίπλοκη κατασκευή, ο V-2 (σε αντίθεση με τον φθηνό και αναλώσιμο V-1) δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικός ως τακτικό όπλο.
Ωστόσο, την εποχή που τέθηκε σε υπηρεσία, οι μόνες μη συμβατικές κεφαλές που μπορούσαν να κατασκευαστούν, αφορούσαν σε χημικά όπλα, τα οποία καθώς φαίνεται είχε αποφασιστεί να μη χρησιμοποιηθούν. Οι απαιτήσεις του Χίτλερ για άμεση ανάπτυξη 5.000 V-2 ήταν σίγουρα ανεδαφικές, κάτι που υπογράμμισε και ένας από τους αξιόλογους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με το Γ' Ράιχ, ο πρόεδρος της γνωστής βιομηχανίας χημικών IG Farben, Καρλ Κράουχ. Ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα του Άλμπερτ Σπέερ, ο Κράουχ συνέταξε μια αναφορά στην οποία υπογράμμιζε κατηγορηματικά ότι ο V-2 δεν ήταν κατάλληλος για τακτική χρήση και για ανάπτυξη ως συμβατικό όπλο σε μεγάλους αριθμούς.
Ανάλογες ήταν οι αιτιάσεις και άλλων παραγόντων του Γ' Ράιχ, οπότε μέχρι τις αρχές του 1943 είχε δημιουργηθεί μία γενική αίσθηση μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων του Γ' Ράιχ που μπορούσε να περιγραφεί με τα εξής λόγια: ''Με τα υπάρχοντα εκρηκτικά γεμίσματα, η απόδοση των V-2 και των V-1 δεν μπορούσε να φθάσει σε υψηλά επίπεδα και η επίδρασή τους στην πορεία του πολέμου δεν μπορούσε παρά να είναι αμελητέα''. Την άνοιξη του 1944, οπότε τα όπλα ανταπόδοσης του Χίτλερ αναπτύχθηκαν σε ικανούς αριθμούς, υπήρχε η έμπρακτη επιβεβαίωση των παραπάνω διαπιστώσεων.
Τα Vergeltungswaffen ήταν πολύ λίγα (και, τουλάχιστον στην περίπτωση του V-1, πολύ λίγο αξιόπιστα) για να έχουν μία αποφασιστική συμβολή στην αίσια, για τους Γερμανούς, έκβαση του πολέμου. Παρόλα αυτά, στα ηγετικά κλιμάκια του Γ' Ράιχ συνέχιζε να υπάρχει ένας ανεξήγητος ενθουσιασμός και μία πίστη στη δυνατότητα των V-2 να επηρεάσουν αποφασιστικά το αποτέλεσμα του πολέμου, που δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Ένα περίεργο στοιχείο που ήλθε στο φως μόλις το 2001, προσελκύοντας την προσοχή ερευνητών από όλο τον κόσμο, είναι ένα παράρτημα του περιοδικού ''Signal'', που κυκλοφορούσε στη Γερμανία την εποχή του B' Π.Π.
Το περιοδικό σε ένα από τα τεύχη που κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1945 περιλάμβανε είναι μια απεικόνιση των (θεωρητικών) αποτελεσμάτων ενός χτυπήματος από έναν πύραυλο V-2 σε μία υποθετική πόλη των Συμμάχων. H εικονογράφηση, που ανήκει στον Χανς Λίσκα, έναν γνωστό εικονογράφο της εποχής, παρουσιάζει μια τεράστια στήλη φωτιάς στην περιοχή πρόσκρουσης και μια σειρά από ομόκεντρους κύκλους σε μεγάλη απόσταση από το σημείο αυτό. Μάλιστα, υπάρχει συγκεκριμένη σήμανση για αυτές τις ζώνες (Ζώνη 1, Ζώνη 2, Ζώνη 3 κ.λπ.), που υποδεικνύει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της υπερ-έκρηξης που υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούνταν με την πρόσκρουση του πυραύλου.
H εικόνα αυτή, που συμπληρωνόταν από ένα διάγραμμα κάτοψης, αποτελούσε την εικονογράφηση ενός άρθρου που είχε ως ερώτημα το γιατί αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι V-2, ενώ ο τίτλος της εικονογράφησης ήταν ''Σαν σκηνή από εφιάλτη''. Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του στοιχείο, ωστόσο η ομοιότητα των απεικονιζόμενων αποτελεσμάτων με αυτά μιας ατομικής βόμβας είναι εντυπωσιακή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ''Signal'' ήταν το περιοδικό των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
ΜΥΣΤΙΚΑ KAI ΣΙΩΠΗ
Μία δήλωση ενός εκ των επιστημόνων που εργάστηκαν υπό τον φον Μπράουν και τον Ντορνμπέργκερ στο Πεενεμούντε για την ανάπτυξη του V-2 έχει ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για τον Μπέρνχαρντ Τέσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι είχε υποσχεθεί στον Ντορνμπέργκερ ότι μετά τον πόλεμο δεν θα έλεγε σε κανέναν για τους πραγματικούς στόχους του προγράμματος πάνω στο οποίο εργάζονταν. Επίσης, ο ίδιος ο Αδόλφος είχε ακουστεί πολλές φορές να μιλά για υπερόπλα που ''θα κέρδιζαν τον πόλεμο'', ενώ αναφερόμενος ειδικά στους πυραύλους V.
Είχε δηλώσει σε μια συνομιλία του με τον Βάλτερ Ντορνμπέργκερ στις 7 Ιουλίου του 1943, ότι ''δεν θα είχε γίνει καν πόλεμος αν οι πύραυλοί μας ήταν έτοιμοι το 1939. Με αυτά τα όπλα, η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να μας πολεμήσει''. Ένας άλλος διάλογος του Χίτλερ με τον Ντορνμπέργκερ είναι εξίσου αποκαλυπτικός ως προς τις προθέσεις του φύρερ για τους V-2. O Χίτλερ αναζητούσε ένα όπλο μαζικής καταστροφής, το οποίο θα μπορούσε να έχει καθοριστική επίδραση στην έκβαση του πολέμου. Τον Ιούνιο του 1943, ο Χίτλερ ζήτησε από τον Ντορνμπέργκερ να αυξήσει τη δυνατότητα των πυραύλων του στη μεταφορά εκρηκτικών γομώσεων από 1.000 κιλά στους 10 τόνους,
Ενώ παράλληλα απαίτησε την αύξηση της παραγωγής των V-2 στα 2.000 κομμάτια το μήνα. Και οι δύο απαιτήσεις ήταν, βάσει των υπαρχόντων δεδομένων, εντελώς παράλογες και ο Ντορνμπέργκερ του είπε ότι ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν. O Χίτλερ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: ''Εγώ όμως ήθελα να πετύχω μαζική καταστροφή''. O Ντορνμπέργκερ αποκρίθηκε ότι ''με έναν τόνο εκρηκτικών θα πρέπει να περιορισθούμε στην καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει ένας τόνος εκρηκτικών. Άλλωστε, όταν ξεκινήσαμε αυτό το πρόγραμμα, δεν είχαμε σκεφτεί τη δυνατότητα χρήσης του ως όπλου μαζικής καταστροφής''. O Χίτλερ τον διέκοψε απότομα και του είπε: ''Φυσικά εσύ δεν σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Όχι όμως και εγώ''.
O παραπάνω διάλογος περιέχεται στο βιβλίο που κυκλοφόρησε ο Ντορνμπέργκερ μετά τον πόλεμο, το οποίο επιγράφεται απλά ''V-2''. Στη συνέχεια προχωρά στην περιγραφή των σκέψεών του γι’ αυτό τον διάλογο, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι για να πετύχει τα αποτελέσματα που επιθυμούσε ο Χίτλερ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια εντελώς διαφορετική μορφή ενέργειας από τα απλά εκρηκτικά και αναφέρει: ''δεν είχε καν σκεφτεί την ατομική ενέργεια ως εναλλακτική λύση μέχρι εκείνη την ώρα''. Ένας άλλος διάλογος που επίσης διασώζεται σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μεταπολεμικά ένας Γερμανός αξιωματούχος, είναι πιο διαφωτιστικός.
O σμήναρχος της Luftwaffe Χανς-Ούλριχ Ρούντελ στο βιβλίο του ''Trotzdem'' μιλά για τη συνάντηση που είχε με τον Χίτλερ κατά την παρασημοφόρησή του στις 29 Μαρτίου 1944. O Χίτλερ μιλούσε με ενθουσιασμό για τους V-2, που παρά το πέπλο μυστικότητας, ήταν εκείνο τον καιρό αρκετά γνωστοί μεταξύ των ανώτερων στελεχών των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Οι άνθρωποι, έλεγε ο Χίτλερ, δεν θα πρέπει να υπερεκτιμούν την απόδοση των V-2, διότι ακόμη δεν έχουν τελειοποιηθεί και η ακρίβειά τους δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Αλλά αυτό δεν θα αποτελεί πρόβλημα σε λίγο, συνέχισε ο ηγέτης του Γ' Ράιχ.
Αφού για την ώρα το μόνο που χρειαζόταν είναι πύραυλοι που να πετάνε προς την κατεύθυνση του στόχου χωρίς πρόβλημα. Σύντομα, πρόσθεσε, θα υπάρχει διαθέσιμο ένα εκρηκτικό που δεν έχει τίποτε κοινό με τα συμβατικά εκρηκτικά και το οποίο είναι πανίσχυρο. Δεν θα έχει σημασία πόσο ακριβείς θα είναι οι πύραυλοι τότε, κατέληξε ο Χίτλερ. O Ρούντελ, που δεν είχε ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε για κάποιο ''υπερεκρηκτικό'', προβληματίστηκε και συζήτησε το θέμα με κάποιους συναδέλφους του, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι το ''νέο εκρηκτικό'' δεν θα είναι τίποτε άλλο από μία συσκευή που θα ''λειτουργεί με ατομική ενέργεια''.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ
Υπέρ των ερευνητών που υποστηρίζουν ότι το Γερμανικό ατομικό πρόγραμμα είχε πετύχει πιο αξιόλογα αποτελέσματα από αυτά που έχουν δημοσιευτεί, συνηγορούν και κάποιες αναφορές των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τις εργασίες στο Πεενεμούντε και τις δοκιμές όπλων που διεξάγονταν στο μυστικό κέντρο ερευνών του Γ' Ράιχ. Μία από τις αναφορές αυτές μιλούσε, το καλοκαίρι του 1943 σε μια περίοδο που είχαν ολοκληρωθεί οι δοκιμές του A4 (μετέπειτα V-2) και ο πύραυλος του φον Μπράουν έμπαινε σε μαζική παραγωγή, για έναν πύραυλο με θεωρητικό βεληνεκές 800 χιλιομέτρων και πρακτικό βεληνεκές 500 χιλιομέτρων, ο οποίες είχε μια κεφαλή ''σχάσιμου ατομικού τύπου''.
Το ίδιο φθινόπωρο, οι Βρετανοί διαπίστωσαν ότι οι Γερμανοί έχουν αναπτύξει και δοκιμάζουν στο Πεενεμούντε ένα όπλο με βεληνεκές 500 - 600 χιλιομέτρων και καταστροφική δύναμη τέτοια που θα σκότωνε οποιονδήποτε βρισκόταν σε ακτίνα 700 μέτρων από την έκρηξη της γομώσεως του όπλου. Άλλη μία σχετική αναφορά προέρχεται από τους Σοβιετικούς και αφορά στα μετά τον πόλεμο. Οι Σοβιετικοί αναζητούσαν επιστήμονες και τεχνικούς των γερμανικών εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ των χιλιάδων αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει.
Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο υπό σοβιετικό έλεγχο (στο έδαφος της μετέπειτα Ανατολικής Γερμανίας) Σαχσενχάουζεν, εντοπίστηκε ένας από αυτούς τους επιστήμονες, ο Χορστ Κίρφες, που είχε εργαστεί στο πρόγραμμα ανάπτυξης του V-1 και του V-2. O Κίρφες, ανακρινόμενος από τους Σοβιετικούς, ομολόγησε ότι τα Vergeltungswaffen του Χίτλερ επρόκειτο σε κάποια στιγμή να εξοπλιστούν με ατομικά όπλα. Ανάλογη ήταν η μαρτυρία, σύμφωνα πάντα με έγγραφα των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, του διευθυντή παραγωγής του Πεενεμούντε, Άλμπερτ Σαβάτσκι, ο οποίος αυτοκτόνησε ενώ βρισκόταν φυλακισμένος σε Αμερικανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
ΧΗΜΙΚΑ KAI ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ
Ο ΤΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΙΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ
Κατά τη διάρκεια του A' Π. Π. μία από τις πλέον τρομακτικές εμπειρίες των στρατιωτών που ζούσαν και πέθαιναν στην κόλαση των χαρακωμάτων ήταν τα χημικά. Αέρια μουστάρδας, υπερίτης (χλώριο), φωσγένιο ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα που προκαλούσαν τρόμο. H Γερμανία διέθετε και κατά το B' Π.Π., δίχως όμως να τα χρησιμοποιήσει ποτέ, ικανά αποθέματα ακόμη πιο προηγμένων χημικών όπλων. Αν και τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του A' Π.Π. είχαν μικρό αριθμό θυμάτων σε σχέση με το θόρυβο που ξεσήκωσε η χρήση τους (ευθύνονται για μόλις 100.000 από τα 10.000.000 των απωλειών στρατιωτικού προσωπικού), η ανάπτυξή τους συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Βεβαίως, αναλογιζόμενοι ότι οι 125.000 τόνοι χημικών που χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο πλευρές είχαν μόλις 100.000 θύματα, γίνεται κατανοητό ότι στην πραγματικότητα η τακτική χρησιμότητά τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτό πάντως ουδόλως πτόησε τις παγκόσμιες δυνάμεις. Η.Π.Α και Βρετανία συνέχισαν να αναπτύσσουν αέρια για χρήση κατά προσωπικού, παρά τη σχετική απαγόρευση από τη συνθήκη της Γενεύης. Ωστόσο, στη Γερμανία, δια μίας διαφορετικής οδού, ανακαλύφθηκαν πολύ πιο προηγμένα και θανατηφόρα αέρια. H διαφορετική οδός ήταν η ανάγκη δημιουργίας νέων εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων, καθώς και η ανάπτυξη νέων τύπων λιπασμάτων.
Το πρώτο δραστικό παρασιτοκτόνο που στη συνέχεια τυποποιήθηκε και ως χημικό αέριο για πολεμική χρήση ήταν το γνωστό Tabun, το αιθυλικό διμεθυλικό-αμιδοφωσφορικό κυάνιο. Το επόμενο αέριο, της ίδιας οικογένειας των οργανοφωσφορούχων ουσιών, που πιστοποιήθηκε για πολεμική χρήση, ήταν το περίφημο Sarin, το ισοπροπύλιο του μεθυλικού φθοριούχου φωσφόρου. Μία τρίτη ουσία που επέφερε ακόμη πιο άμεσα και θανατηφόρα αποτελέσματα από τις δύο προηγούμενες, ανακαλύφθηκε στα γερμανικά εργαστήρια κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Πρόκειται για το Soman, ένα υλικό με την επιστημονική ονομασία φθοριούχος μεθυλανθρακικός φώσφορος.
Τα αέρια του φωσφόρου αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετικά θανατηφόρα, αν και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν σε μάχη. H γενική ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για αυτά τα αέρια ήταν ''παράγοντας G'' και οι Σύμμαχοι όταν τα ανακάλυψαν και τα ανέλυσαν τα ονόμασαν ''αέρια νεύρων''. H θανατηφόρα δράση τους είναι ασύγκριτα πιο τρομακτική από εκείνη των αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του A' Π.Π. στη μάχη των χαρακωμάτων. Ενώ τα προγενέστερα αέρια είτε προσέβαλλαν το αναπνευστικό σύστημα (οπότε η ύπαρξη αντιασφυξιογόνου μάσκας προστάτευε από αυτά σε ικανοποιητικό βαθμό).
Ή δηλητηρίαζαν τον οργανισμό μέσω της πρόσληψής τους από τους πόρους του δέρματος (σωρευτικό φαινόμενο), τα αέρια νεύρων χρειαζόταν μόνο να έλθουν σε επαφή σε ελάχιστη ποσότητα με το θύμα τους για να το καταβάλουν. Αυτό οφείλεται στο ότι ο στόχος τους ήταν το νευρικό σύστημα του ανθρώπου, το οποίο αδρανοποιούσαν σε διάστημα που κυμαινόταν από μερικά δευτερόλεπτα έως ελάχιστα λεπτά, προκαλώντας τελικά έναν αγωνιώδη θάνατο στον άνθρωπο που προσβαλλόταν. Καθώς δεν χρειάζεται η εισπνοή ή η επαφή με το δέρμα παρά μίας απειροελάχιστης ποσότητας, τα αέρια αυτά είναι ασύγκριτα πιο αποτελεσματικά από οποιοδήποτε προγενέστερο αέριο.
Οι Βρετανοί επιστήμονες που εξέτασαν το Sarin και το Soman δήλωσαν ότι είναι ''30 φορές πιο θανάσιμα από το φωσγένιο'', που εθεωρείτο το πλέον θανατηφόρο από τα χημικά όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι εμπόλεμοι πριν από την έναρξη του B' Π.Π.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ
Οι Σύμμαχοι δοκίμασαν μία τεράστια έκπληξη όταν, προελαύνοντας στη Γερμανία και καταλαμβάνοντας αποθήκες πυρομαχικών της Βέρμαχτ, εντόπιζαν παράξενα πυρομαχικά. H πρώτη ένδειξη παρουσιάστηκε τον Απρίλιο, έναν μήνα περίπου πριν ο πόλεμος στην Ευρώπη φθάσει στο τέλος του. Οι Βρετανοί σε μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη ανακάλυψαν μεγάλη ποσότητα βλημάτων πυροβόλου των 105 χιλ. τα οποία έφεραν μία σήμανση που δεν είχαν δει ξανά σε Γερμανικά βλήματα: έναν πράσινο δακτύλιο και τα γράμματα GA. H εξέταση των βλημάτων αποκάλυψε το θανάσιμο περιεχόμενο, ένα αέριο νεύρων το οποίο ήταν πολύ δραστικότερο και πιο θανατηφόρο απ’ οτιδήποτε είχε παραχθεί μέχρι εκείνη την ώρα, το Tabun.
Από την ώρα εκείνη μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ανακαλύφθηκαν περίπου μισό εκατομμύριο βλήματα με την πράσινη λωρίδα και τα γράμματα GA, ενώ ακόμη 100.000 βόμβες αεροσκαφών γεμάτες με Tabun βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Luftwaffe. Οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν να ανακαλύψουν έναν μικρότερο αριθμό από βλήματα με Sarin, ενώ το Soman δεν είχε φθάσει ακόμη στο στάδιο της μαζικής παραγωγής. Από Γερμανικής πλευράς, η ύπαρξη αυτών των βλημάτων με τα θανάσιμα χημικά αέρια αποδόθηκε στην ανάγκη να γίνει εκμετάλλευση του αποθέματος που υπήρχε στα εργοστάσια, πριν αυτά καταληφθούν από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό.
H κύρια εγκατάσταση παραγωγής του Tabun βρισκόταν στο εργοστάσιο Anorganawerk, το οποίο βρισκόταν στις ανατολικές παρυφές της Γερμανικής επικράτειας και για την ακρίβεια στο Ντίχενφουρθ της ανατολικής Σιλεσίας, σήμερα Μπρζεγκ Ντόλνι στην Πολωνία. Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: για ποιο λόγο οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν στις τελευταίες φάσεις ενός πολέμου ο οποίος φαινόταν πλέον χαμένος, όπλα αυτού του είδους που θα μπορούσαν να δώσουν μία ευκαιρία στις ταλαιπωρημένες ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας;
H ρομαντική άποψη ότι ο Χίτλερ, έχοντας εμπειρία και ο ίδιος ως στρατιώτης στα χαρακώματα του A' Π.Π. από την τρομερή δράση των αερίων και γι’ αυτό δεν προτίμησε να τα χρησιμοποιήσει ως ηγέτης, είναι παντελώς αστήρικτη και απορρίπτεται ασυζητητί. Άλλωστε, σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα είχαν διατεθεί οι τεράστιοι πόροι που απαιτήθηκαν για να δημιουργηθεί το πρόγραμμα κατασκευής χημικών όπλων και δεν θα διετίθεντο κονδύλια για την παραγωγή βλημάτων και βομβών γεμάτων με αυτά. Παρομοίως, αστήρικτη είναι και η άποψη που μιλά για σεβασμό των διεθνών συνθηκών που απαγόρευαν τα χημικά όπλα.
Σε πολλές περιπτώσεις η Γερμανία έδρασε εντελώς εκτός του πνεύματος και του γράμματος των υφιστάμενων συνθηκών. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η Γερμανία δεν χρησιμοποίησε τα όπλα αυτά για έναν απλό λόγο: δεν διέθετε και η ίδια κάποιο αντίμετρο ή κάποια αποτελεσματική άμυνα ενάντια στα νέα αέρια νεύρων. Ευρεία χρήση τους θα προκαλούσε αντίδραση και από την άλλη πλευρά και οι Σύμμαχοι θα προχωρούσαν επίσης στη χρήση αερίων νεύρων.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την υποτιθέμενη βιολογική απειλή που συνιστούσαν τα αποτελέσματα των προσπαθειών των Γερμανών βιολόγων. Καθώς τα σχετικά προγράμματα ουδέποτε ήλθαν στο φως της δημοσιότητας, ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Σύμμαχοι είχαν ήδη από την έναρξη του πολέμου ενεργά προγράμματα αναζήτησης βιολογικών όπλων. Οι Γερμανοί ήδη κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν προχωρήσει σημαντικά στην προσπάθεια ανάπτυξης βιολογικών όπλων.
Την εποχή αυτή, θα λέγαμε ότι οι Γερμανοί οραματίζονταν τη διοχέτευση βιολογικών όπλων στον πληθυσμό των χωρών των αντιπάλων τους, ώστε να προκαλέσουν πανδημίες και να ''γονατίσουν'' τις παραγωγικές δυνατότητες των εθνών που τους αντιτάσσονταν, ενώ παράλληλα θα έριχναν στο ναδίρ και το ηθικό των πληθυσμών. Ωστόσο υπάρχει μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Το Γερμανικό επιτελείο, που στον A' Π.Π. αποτελούσαν αξιωματικοί της Πρωσικής σχολής, είχε απαγορεύσει την ανάπτυξη βιολογικών όπλων που θα στρέφονταν ενάντια στους ανθρώπους. Αντίθετα, στόχος των σχετικών παθογόνων ήταν η ζωική και φυτική παραγωγή των χωρών - στόχων.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου οι έρευνες στη Γερμανία συνεχίστηκαν αλλά καθώς η παλιά φρουρά είχε αποσυρθεί και οι νέοι αξιωματικοί δεν είχαν τις ηθικές αναστολές των προηγούμενων, η έρευνα αφορούσε κατά βάση σε παθογόνα που είχαν ως στόχο τους ανθρώπους. Οι περισσότερες αναφορές συμφωνούν ότι ουδέποτε η Γερμανία διοχέτευσε σημαντικά κονδύλια στην έρευνα για παθογόνα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επιθετικά. Αντίθετα, έγιναν σημαντικές έρευνες για να βρεθούν άμυνες που θα προφύλασσαν το Γερμανικό έθνος σε περίπτωση που θα δεχόταν αντίστοιχες επιθέσεις από τους Συμμάχους.
Στο πλαίσιο αυτά, ωστόσο, οι Ναζί στερούμενοι οποιασδήποτε ηθικής αναστολής, προχώρησαν στην πραγματοποίηση εκτεταμένων πειραμάτων, χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωα τους έγκλειστους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχουν διαθέσιμες πολλές πραγματικά φρικτές περιγραφές από στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου δεκάδες ή και εκατοντάδες κρατούμενοι μολύνονταν με παθογόνους οργανισμούς, από ηπατίτιδα έως και βουβωνική πανώλη και πέθαιναν αργά και βασανιστικά, με τους Γερμανούς επιστήμονες να προσπαθούν να καταγράψουν τις αντιδράσεις του οργανισμού τους και να δοκιμάζουν διάφορα σκευάσματα προκειμένου να βρουν αποτελεσματικά εμβόλια κατά αυτών των ασθενειών.
Ανάλογα πειράματα με εξίσου απάνθρωπες μεθόδους και σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα διεξήγαγαν Ιάπωνες επιστήμονες πάνω σε αιχμάλωτους στην Κίνα.
ΤΟΡΠΙΛΕΣ KAI ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ
Αν και τα επιτεύγματα των Γερμανών επιστημόνων και τεχνικών στον κατά θάλασσα πόλεμο δεν έχουν λάβει την ίδια δημοσιότητα με τα αντίστοιχα στον αέρα, στην πραγματικότητα ήταν εξίσου εντυπωσιακά. H Γερμανία -και η πρόγονός της, η Πρωσία- δεν ήταν παραδοσιακή θαλάσσια δύναμη. Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, όταν εγκαινιάστηκε ένας εντυπωσιακός θαλάσσιος ανταγωνισμός με τη Βρετανία. O ακήρυχτος "πόλεμος των θωρηκτών" ήταν το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης της Γερμανίας του Κάιζερ.
Ωστόσο οι θαλασσοκράτορες Βρετανοί, που είχαν τους πόρους μίας παγκόσμιας Αυτοκρατορίας στη διάθεσή τους, υπερίσχυσαν αποφασιστικά των στεριανών Γερμανών. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η Γερμανία αρχικά δεν είχε τη δυνατότητα να ναυπηγήσει μεγάλα σκάφη επιφανείας, συνεπεία της συνθήκης των Βερσαλιών. Οι ναυπηγοί και ερευνητές άρχισαν να αναζητούν άλλους τρόπους για την εξασφάλιση του ελέγχου των θαλασσών, αν και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ ξεκίνησε ένα υπερεντατικό πρόγραμμα ναυπήγησης πανίσχυρων θωρηκτών και καταδρομικών.
Όμως, οι Βρετανοί είχαν ένα προβάδισμα δύο δεκαετιών και ειδικά αφότου μπήκαν και οι Αμερικανοί στον πόλεμο, τα πράγματα έγιναν απελπιστικά για τους Γερμανούς. Άλλωστε, η αλήθεια ήταν ότι ο Χίτλερ και η ηγεσία του Γ' Ράιχ γενικότερα, ουδέποτε είχε ελπίσει ότι μπορεί να αφαιρέσει την κυριαρχία των θαλασσών από τους Βρετανούς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό λάμβανε ελάχιστους πόρους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ακόμη και αυτοί οι λίγοι πόροι κατευθύνονταν συνήθως προς το μόνο όπλο όπου η Γερμανία υπερτερούσε στη θάλασσα με την έναρξη του πολέμου, τα υποβρύχια.
Το κύριο όπλο του Γερμανικού ναυτικού (Kriegsmarine) κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. ήταν το υποβρύχιο. Σχετικά πρόσφατη εφεύρεση την εποχή αυτή, το υποβρύχιο αποδείχτηκε μία τεράστια απειλή για τους Συμμάχους και στα χέρια των καλά εκπαιδευμένων και αποφασισμένων πληρωμάτων τους, οι "αγέλες των λύκων" (όπως ονομάστηκαν τα Γερμανικά U-boote, καθώς "κυνηγούσαν" σε αγέλες, με την ίδια επιμονή και προσήλωση στο θύμα τους, όπως οι λύκοι) αποτέλεσαν πραγματικό φόβητρο για τους Συμμάχους, μέχρις ότου επινοήθηκαν τεχνικές και η ανάλογη τεχνολογία που επέτρεψε την αντιμετώπισή τους.
Το κύριο όπλο ενός υποβρυχίου ήταν οι τορπίλες, βλήματα που κινούνταν υποθαλάσσια και χτυπούσαν το στόχο τους με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Οι τορπίλες όμως αντιμετώπιζαν ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα, τα οποία περιόριζαν την επιτυχία τους. Κατ' αρχάς, ήταν ιδιαίτερα αργές. O εντοπισμός της τορπίλης -και αυτό ήταν το δεύτερο μειονέκτημά της- ήταν αρκετά εύκολος, λόγω των φυσαλίδων που παρήγαγε ο κινητήρας της και του έντονου ίχνους που άφηνε στην επιφάνεια του νερού.
Το τρίτο πρόβλημα ήταν ότι από τη στιγμή της άφεσής της από τους τορπιλοσωλήνες του υποβρυχίου, η τορπίλη δεν ήταν δυνατό να αλλάξει πορεία, απλώς συνέχιζε να κινείται σε ευθεία μέχρι να βρει στόχο ή να εξαντληθούν τα καύσιμά της.
''ΕΞΥΠΝΕΣ'' ΤΟΡΠΙΛΕΣ
Οι Γερμανοί μηχανικοί εργάζονταν εντατικά στην λύση αυτών των προβλημάτων, τα οποία περιόριζαν δραματικά τα ποσοστά επιτυχίας των U-boote, και σύντομα άρχισαν να παρουσιάζουν αποτελέσματα. Το πιο εντυπωσιακό απ' όλα, που έλυνε τα δύο από τα τρία παραπάνω προβλήματα, προτάθηκε από τη Jumo. Επρόκειτο για έναν επαναστατικό νέο κινητήρα, τον Jumo KM8, ο οποίος αφενός άφηνε ελάχιστο "ίχνος" αφού κατανάλωνε τα ίδια τα υπολλείμματά του, αφετέρου μπορούσε να κινήσει μία τορπίλη 2 τόνων με την εντυπωσιακή ταχύτητα των 40 κόμβων. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν τα υποβρύχια και η εντολή για τελειοποίηση του κινητήρα και ένταξη σε μαζική παραγωγή όσο το δυνατόν ταχύτερα δόθηκε άμεσα.
Ωστόσο, ο KM8 δεν έμελλε να χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά. H έλλειψη κατάλληλων πρώτων υλών, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε το πρόγραμμα μαζικής παραγωγής του πριν καν ξεκινήσει, σε συνδυασμό με τις ταχύτατες αλλαγές προτεραιοτήτων της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, δεν επέτρεψαν στον Jumo KM8 να παραχθεί. Πάντως, οι προσπάθειες για δημιουργία ισχυρότερων κινητήρων και ως εκ τούτου ταχύτερων τορπιλών και με λιγότερο ορατό ίχνος, ήταν μόνο η μία όψη του νομίσματος. H άλλη ήταν η δημιουργία τορπιλών που θα ακολουθούσαν το στόχο τους και δεν θα κινούνταν απλώς σε ευθεία γραμμή.
O πρώτος τρόπος που προτάθηκε ήταν να δημιουργηθεί μία τορπίλη που θα ανίχνευε το μαγνητικό πεδίο του πλοίου - στόχου, με την τοποθέτηση ενός πυροσωλήνα μαγνητικού εντοπισμού. Ως ιδέα ήταν λαμπρή και αρκετός χρόνος και χρήμα ξοδεύτηκαν για την υλοποίησή της, έως ότου οι Γερμανοί τεχνικοί καταλάβουν ότι ματαιοπονούσαν, αφού ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιούσαν ευρέως από την αρχή του πολέμου, η μαγνητική νάρκη, είχε ωθήσει τους Συμμάχους να υιοθετήσουν αντίμετρα προστασίας των πλοίων από μαγνητικά μέσα. Δηλαδή, οι μαγνητικές τορπίλες θα ήταν παντελώς άχρηστες.
O δεύτερος τρόπος που προτάθηκε και τελικώς μπήκε σε εφαρμογή, ήταν ο εντοπισμός του στόχου μέσω του ήχου των μηχανών του. H περίφημη τορπίλη Falke ("Γεράκι") που εξόπλιζε το σύνολο των μονάδων του στόλου των υποβρυχίων του ναυάρχου Νταίνιτς μέχρι το 1943, ήταν μία τέτοια τορπίλη. Είχε ενσωματωμένη μία ακουστική συσκευή Zaunkönig, με την οποία μπορούσε να εντοπίσει το θόρυβο από τις μηχανές και τις προπέλες του πλοίου και να ενεργοποιήσει τα πτερύγια που κατηύθυναν την τορπίλη προς το στόχο. Αρχικά, η Falke αποδείχτηκε αποτελεσματική, έως ότου τα Βρετανικά πλοία υιοθέτησαν ένα εξαιρετικά απλό και ταυτόχρονα δραματικά αποτελεσματικό αντίμετρο.
Δύο ογκώδεις σιδηροσωλήνες (ένα σύστημα που οι Βρετανοί ονόμασαν "Foxer") ποντίζονταν με ένα απλό σύστημα σε απόσταση πίσω από τα πλοίο, σε συνεχή επαφή μαζί τους ώστε να δημιουργούν έναν έντονο θόρυβο, που υπερκέραζε το θόρυβο της μηχανής του πλοίου, με αποτέλεσμα οι "ακουστικές" τορπίλες να κατευθύνονται προς τους σωλήνες αντί για το σκάφος. Τόσο αυτή η τορπίλη -η FAT- όσο και ο διάδοχός της που ονομάστηκε LUT και που επιπρόσθετα είχε τη δυνατότητα αυξομείωσης της ταχύτητας πλεύσης της, είχαν μέτρια επιτυχία. Το σύστημα αυτό δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα αξιόπιστο στην πράξη.
H τελευταία από τις Γερμανικές προσπάθειες στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των τορπιλών ήταν η διάταξη Schnee-Orgel, που αποτελούνταν από μία συστοιχία έξι τορπιλοσωλήνων, οι οποίοι έβαλαν ισάριθμες τορπίλες σε μία ομοβροντία. Το μυστικό ήταν ότι κάθε τορπίλη έφευγε με απόκλιση 1/6 της μοίρας από τη διπλανή της. Το αποτέλεσμα ήταν μία θανατηφόρος βεντάλια έξι τορπιλών, που ήταν πρακτικά αδύνατον να αστοχήσουν εφόσον βάλλονταν στοιχειωδώς προς τη γενική κατεύθυνση του πλοίου - στόχου.
ΑΠΟΚΡΥΨΗ KAI ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ
Με την εφεύρεση των συσκευών ηχοβολισμού (σόναρ) οι Σύμμαχοι απέκτησαν ένα πανίσχυρο όπλο ενάντια στα Γερμανικά υποβρύχια. Οι Γερμανοί αυτό που αναζητούσαν ήταν ένα σύστημα απόκρυψης του υποβρυχίου από τους εξελιγμένους αισθητήρες των συμμαχικών πλοίων. Μία συσκευή απόκρυψης που χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους Γερμανούς ήταν το Pillenwerfer ή Bold, το οποίο ήταν ένα κάνιστρο γεμάτο με ένα ειδικό χημικό, βασισμένο στο καρβίδιο του ασβεστίου.
Όταν το χημικό απελευθερωνόταν από το κάνιστρο, δημιουργούσε ένα πυκνό στρώμα από φυσαλίδες, που καθιστούσε πρακτικά αδύνατο τον εντοπισμό από συσκευή σόναρ, αφού αντανακλούσε τα σήματα δημιουργώντας θόρυβο και μη επιτρέποντας την ταυτοποίηση του υποβρυχίου. Οι Γερμανοί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν το Pillenwerfer αμέσως μετά από κάποια επίθεσή τους ή όταν αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σχετικά κοντά σε συμμαχικά σκάφη και κινδύνευαν να εντοπιστούν.
TO ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΕΡΔΙΖΕ TON ΠΟΛΕΜΟ
H Γερμανία το 1942 έφθασε πολύ κοντά στο να φέρει τη Βρετανία σε αδιέξοδο. Οι Αμερικανικές νηοπομπές, το κύριο μέσο εφοδιασμού των Βρετανικών νησιών με τα απαραίτητα τρόφιμα και υλικά, υφίσταντο τρομακτικές απώλειες από τη δράση των Γερμανικών υποβρυχίων και οι ελλείψεις που δημιουργούνταν είχαν δραματικές επιπτώσεις τόσο στην πολεμική ετοιμότητα της Βρετανίας όσο και στο ηθικό του πληθυσμού.
Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, όταν εξελίχθηκαν οι συσκευές εντοπισμού, οι τεχνικές εναέριας παρατήρησης και δίωξης των υποβρυχίων και οι τακτικές συνοδείας των εμπορικών πλοίων, οι Βρετανοί ανάσαναν και οι "λύκοι" του Νταίνιτς έπαψαν να αποτελούν το φόβο και τον τρόμο των νηοπομπών που διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Οι Γερμανοί είχαν φθάσει στην πηγή αλλά δεν μπορούσαν να πιουν νερό. Τα υποβρύχιά τους ήταν πλέον ανεπαρκή για το ρόλο που είχαν κληθεί να παίξουν στο συνεχώς μεταβαλλόμενο -και μάλιστα με θεαματική ταχύτητα- θαλάσσιο πεδίο μάχης του B' Π.Π. Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήταν η εξαιρετικά χαμηλή ταχύτητά τους σε κατάδυση.
Έτσι τα ανάγκαζε να διανύουν μεγάλες αποστάσεις σε ανάδυση, αποτελώντας έτσι εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη, καθώς και η περιορισμένη δυνατότητα αυτονομίας υπό κατάδυση (αφού οι βασικές μηχανές τους χρειάζονταν οξυγόνο). Άλλα προβλήματα είχαν να κάνουν με τα συστήματα εντοπισμού απειλών (είτε από πλοία επιφανείας είτε από αεροσκάφη), την αδυναμία κάλυψης του ίχνους τους κ.ά. Το βασικό σχέδιο των Γερμανικών υποβρυχίων προέρχεται από μελέτες που είχαν γίνει στα μέσα της δεκαετίας του '30 και στο εξαιρετικά ρευστό θαλάσσιο πεδίο μάχης του B' Π.Π., καμία σχεδίαση 10ετίας δεν μπορούσε να επιβιώσει.
Εφευρέσεις όπως το σνόρκελ, παρότι βοήθησαν τα Γερμανικά υποβρύχια να αποδώσουν καλύτερα, δεν ήταν από μόνες τους αρκετές για να ξαναδώσουν στα U-boote την αποτελεσματικότητα που είχαν πριν οι Σύμμαχοι βρουν τρόπους να τα αντιμετωπίσουν. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειαζόταν η Γερμανία ήταν ένας νέος τύπος υποβρυχίου, που θα δημιουργούσε στους Σύμμαχους παρόμοια προβλήματα με αυτά που προκάλεσαν οι ''αγέλες των λύκων'' τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και οι επαναστατικές αλλαγές που απαιτούσε το νέο υπερυποβρύχιο των Γερμανών δεν είχαν ακόμη συνδυαστεί σε μία κατασκευή ενός σκάφους που θα μπορούσε να ξαναδώσει στο Γ' Ράιχ την κυριαρχία στις θάλασσες.
Οι δοκιμές για έναν νέο τύπο υποβρυχίου ξεκίνησαν αρκετά αργά, μόλις το 1940, όταν ο ιδιοφυής καθηγητής Χέλμουτ Βάλτερ, ο εφευρέτης του φερώνυμου κινητήρα, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο υποβρύχιο, εξοπλισμένο με έναν δικό του κινητήρα. Το πειραματικό V80, ένα σκάφος εκτοπίσματος 75 τόνων, χρησιμοποιώντας έναν ατμοστρόβιλο, που τροφοδοτούνταν από έναν υβριδικό κινητήρα χημικής αντίδρασης, κατόρθωσε να πετύχει ήδη από τις πρώτες δοκιμές του ένα απίστευτο ρεκόρ ταχύτητας σε κατάδυση: 30 κόμβους, σχεδόν τρεις φορές την ανώτερη ταχύτητα που επιτύγχαναν τα συμβατικά υποβρύχια που κινούνταν με μπαταρίες (11 κόμβους).
Φυσικά, ο Βάλτερ πρότεινε το σχέδιό του στο Kriegsmarine, αλλά συνάντησε μάλλον χλιαρές αντιδράσεις. O σημαντικότερος προβληματισμός των μελών της επιτροπής ήταν η ανάγκη εκτεταμένων χώρων αποθήκευσης των χημικών που ήταν απαραίτητα στον κινητήρα για να παράγει τον ατμό που θα κινούσε τον ατμοστρόβιλο. O Βάλτερ πρότεινε την κατασκευή ενός ειδικού διαμερίσματος κάτω από το κυρίως σώμα του υποβρυχίου, το οποίο θα λειτουργούσε ως δεξαμενή καυσίμου. Ωστόσο η αποθήκευση του καυσίμου δεν ήταν το μόνο πρόβλημα.
Τα ίδια τα καύσιμα ήταν μάλλον δύσκολο να βρεθούν και το ότι ήταν τα ίδια που χρησιμοποιούνταν για την λειτουργία των καταπελτών που εκτόξευαν τους V-1 δεν διευκόλυνε ιδιαίτερα την κατάσταση.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ
Όμως, οι Γερμανοί ερευνητές αναζητούσαν και από άλλους δρόμους τη λύση στο πρόβλημα της κίνησης των υποβρυχίων και της εξαφάνισης των αδυναμιών που είχαν καταστήσει τα παλιότερα U-boote περίπου άχρηστα. Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν το ωκεανοπόρο XXI και το παράκτιο ΧΧΙΙΙ. Το δεύτερο υποβρύχιο είχε αρκετές αδυναμίες, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ότι είχε τη δυνατότητα να φέρει μόλις δύο τορπίλες, προεγκατεστημένες στους ισάριθμους τορπιλοσωλήνες του και έτοιμες για βολή. Αφού εκτόξευε τις δύο αυτές τορπίλες, το υποβρύχιο έπρεπε να επιστρέψει στη βάση του για ανεφοδιασμό.
Βεβαίως, στην πραγματικότητα ο ρόλος που επιφυλασσόταν στο υποβρύχιο αυτό καθιστούσε ίσως περιττό μεγαλύτερο φορτίο τορπιλών, καθώς η αυτονομία του σε κατάδυση ήταν 325 χιλιόμετρα, ενώ στην πραγματικότητα προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί μόνο σε ρόλους παράκτιου φύλακα. Όσον αφορά στις δυνατότητές του, το "μικρό" της Kriegsmarine (που στην πραγματικότητα δεν ήταν ιδιαίτερα μικρό) ήταν ένα πραγματικό διαμάντι. Με κίνηση από μία ισχυρή μηχανή MWM Diesel, που κινούσε δύο ηλεκτροκινητήρες, μπορούσε να πιάσει σε κατάδυση 22 κόμβους, διπλάσιο από τα υποβρύχια της προηγούμενης γενιάς.
Είχε ειδική λειτουργία με τη δευτερεύουσα, παντελώς αθόρυβη μηχανή του, που του έδινε τη δυνατότητα να κινείται σε κατάδυση με ταχύτητα 4-5 κόμβων για 40 ολόκληρες ώρες. Αυτή η δευτερεύουσα μηχανή έμπαινε σε ενέργεια όταν το υποβρύχιο κινδύνευε να γίνει αντιληπτό και έπρεπε να ξεφύγει από τους διώκτες του. Να σημειώσουμε ότι το μήκος του ΧΧΙΙΙ ήταν 34,7 μέτρα, το εκτόπισμά του σε κατάδυση 256 τόνοι και είχε πλήρωμα 14 ανδρών. Αντίθετα με το συμμαζεμένο σε διαστάσεις ΧΧΙΙΙ, το δεύτερο υπερυποβρύχιο που ανέπτυξε η Γερμανία για χρήση στον B' Π.Π. ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Το XXI έφερε μία μικρή επανάσταση στο θαλάσσιο πόλεμο και πολλοί εκτιμούν ότι αν είχε προλάβει να μπει σε υπηρεσία μερικούς μήνες πριν από την λήξη του πολέμου, θα είχε πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το XXI εκτόπιζε 1.819 τόνους σε κατάδυση, είχε μήκος 76,7 μέτρα, πλήρωμα 57 ανδρών και πετύχαινε ταχύτητα 17 κόμβων σε κατάδυση. H σχεδίασή του ήταν εξαιρετική και ενσωμάτωνε τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, σε έναν συνδυασμό που θα το καθιστούσε, αν ήταν δυνατό να παραχθεί έγκαιρα και σε ικανούς αριθμούς, πραγματικό κυρίαρχο των θαλασσών.
Το XXI μπορούσε να παραμείνει σε κατάδυση ακόμη περισσότερες ώρες απ’ ό,τι το ΧΧΙΙΙ, κινούμενο με ταχύτητα 5-6 κόμβους και σε απόλυτη σιωπή. O οπλισμός του, αντίθετα με το ΧΧΙΙΙ, ήταν υπερπλήρης, αφού διέθετε 6 τορπιλοσωλήνες, ενώ το πλήρες φορτίο του ήταν 23 τορπίλες. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο, χαρακτηριστικό τόσο του XXI όσο και του ΧΧΙΙΙ, ήταν ότι πετύχαινε μεγαλύτερες ταχύτητες σε κατάδυση απ' ό,τι στην επιφάνεια της θάλασσας, κάτι πρωτόγνωρο για υποβρύχιο την εποχή εκείνη. Το XXI είχε προγραμματιστεί να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς, όμως μόλις δύο υποβρύχια του τύπου παραδόθηκαν στις μονάδες τους και μετείχαν σε περιπολίες τις τελευταίες μέρες του πολέμου.
Είναι ευρέως διαδεδομένη -και πιθανόν αληθινή- η ιστορία για το ένα από τα δύο αυτά XXI, που ως U-2521 πέρασε δίπλα (ή μάλλον κάτω) από το σύνολο των Βρετανικών στολίσκων που αναζητούσαν Γερμανικά υποβρύχια δίχως να εντοπιστεί, ενώ σε μία επίδειξη θάρρους ο κυβερνήτης του το οδήγησε σε έναν εικονικό τορπιλισμό (έκανε δηλαδή όλες τις ενέργειες τορπιλισμού εκτός από την πυροδότηση των τορπιλών) ενός Βρετανικού καταδρομικού, πριν αναδυθεί και παραδοθεί. Ήταν μία μικρή επίδειξη των δυνατοτήτων ενός υποβρυχίου που άλλαξε ολόκληρη την ιστορία των υποβρυχίων.
Η ΠΕΜΠΤΗ ΦΑΛΑΓΞ
Η 5η Φάλαγγα ήταν ένα νέο όπλο που εμφανίσθηκε στον Β' Π.Π. Η Προπαγάνδα που ως τότε ασκείτο χωρίς μέθοδο από τις κυβερνήσεις αποτέλεσε μια νέα διάσταση του πολέμου εκείνου και αιφνιδίασε τους Συμμάχους. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας αυτή είχε ενταχθεί από τον Χίτλερ ως μέσον πολέμου. Σπονδυλική στήλη αποτέλεσαν τα Γερμανικά μέσα προπαγάνδας και ενημερώσεως της κοινής γνώμης, που ενεργούσαν με απόλυτη επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου. Πρωτοπόρο μέσον προπαγάνδας εκείνη την εποχή ήταν το Ραδιόφωνο, που τότε έκανε μαζικά την εμφάνιση του.
Επίσης ήταν και οι στρατιές των Ναζιστών και φιλοναζιστών πρακτόρων που αλώνιζαν τις χώρες - στόχους της Βέρμαχτ και παρέλυαν την προς άμυνα αντίσταση των αντιπάλων πριν από κάθε στρατιωτική εισβολή. Παράλληλα ήταν και οι σαμποτέρ και προβοκάτορες που δημιουργούσαν τα αρνητικά αποτελέσματα, προκειμένου να τα εκμεταλλευθεί η Γερμανική προπαγάνδα. Ήταν δε τόση η επιτυχία του Ψυχολογικού Όπλου ώστε η άμυνα της Ευρώπης κατέρρευσε (πλην της Ελλάδος) κυριολεκτικά σαν χαρταετός σε ελάχιστες ημέρες:
Ελλάς: 219
Νορβηγία 61
Γαλλία 43 (Η υπερδύναμη της εποχής)
Πολωνία 30
Βέλγιο 18
Ολλανδία 4
Γιουγκοσλαβία 3
Δανία 0 μέρες.
(Οι Δανοί παραδόθηκαν σε έναν μοτοσικλετιστή του Χίτλερ ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του Χίτλερ για διέλευση των Ναζιστικών στρατευμάτων, ο Δανός βασιλιάς σε ένδειξη υποταγής παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο Βερολίνο και στον Χίτλερ).
Τσεχοσλοβακία 0
Λουξεμβούργο 0
Η 5η Φάλαγγα του Χίτλερ είχε την δύναμη να παραλύει την άμυνα των λαών πριν ακόμη δώσουν την μάχη . Πατέρας της προπαγάνδας είναι το δαιμόνιος Γκαίμπελς . Το σύνθημα του ήταν ''πέσε πέσε κάτι θα μείνει''. Η επανάληψη και το ψεύδος διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Από αρχαιοτάτης εποχής βέβαια υπήρχε η προπαγάνδα σαν μέσον επηρεασμού της κοινής γνώμης. Όμως ο Γκαίμπελς την έβαλε σε σωστές επιστημονικές και τεχνολογικές βάσεις και την έκανε εφηρμοσμένη τέχνη και ''εργαλείο'' με αρχές και κανόνες, που προηγείτο του πολέμου και άνοιγε ψυχολογικά ρήγματα στην γραμμή αμύνης του αντιπάλου.
Προσβάλλει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου και ελέγχει την σκέψη, μειώνει την δράση και δημιουργεί χάος και αμφιβολία. Έτσι καθιστά απρόθυμο το άτομο για αντίσταση. Το αήττητο του Άξονος ήταν το κυριαρχούν σλόγκαν που έκαμπτε το ηθικόν των μαχητών . Τους υπέβαλε την ιδέα ότι κάθε αντίσταση ήταν άπελπις και καταδικασμένη. Επομένως η παράδοση ήταν η περισσότερο σώφρων λύση. Με διάφορα συνθήματα (η Γερμανία υπεράνω όλων) , προϊστορικά σύμβολα (σβάστικα), και με διάφορα εκφοβιστικά τεχνάσματα, όπως λ.χ, τα αεροπλάνα στούκας καθέτου εφορμήσεως, τα ''θαυματουργά όπλα'', οι τεθωρακισμένες στρατιές, το αγέρωχο ύφος.
Το βήμα της χήνας, η σιδηρά πειθαρχία και αυστηρότης μέχρι ωμότητας των Γερμανικών στρατευμάτων κ.α. έκαμπτε το ηθικό του αντιπάλου. Με την μέθοδο του μονοδρόμου των επιλογών ο Γκαίμπελς είχε κερδίσει αναίμακτες νίκες σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και οι Γερμανοί στρατηγοί, όπως λ.χ ο Ρόμελ, είχαν δημιουργήσει ένα φωτοστέφανο γύρω τους, που παρέλυε την διάθεση προς αντίσταση της συμμαχικής 8ης Στρατιάς της Αφρικής. Έκτοτε την ανάγκη του Ψυχολογικού Πολέμου αντελήφθησαν πλήρως και οι Σύμμαχοι, οι οποίοι ενέταξαν τον Πόλεμο τούτο στα σχέδια τους κατά τον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον του Κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης με απόλυτη επιτυχία.
Η προπαγάνδα βασίζεται στην μισή αλήθεια ή στην αποσιώπηση αυτής και συνήθως στο ψέμα και στην διαστρέβλωση της αλήθειας. Και ως ένα βαθμό η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται και στην καλύτερη και πιο διεισδυτική και λογικοφανή προπαγάνδα των δυτικών. Και τούτο διότι το ΝΑΤΟ μελέτησε με επιστημονικό τρόπο τον ψυχολογικό έλεγχο της γνώσεως και της σκέψεως των μαζών και τα εφήρμοσε δια των Μ.Μ.Ε και ιδιαίτερα μέσω της μικρής οθόνης. Η ενημέρωση και ψυχαγωγία της κοινής γνώμης, είναι σήμερα τα εργαλεία της προπαγάνδας.
Τα Μ.Μ.Ε έγιναν η Τετάρτη Εξουσία (Τύπος, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση, Ψυχαγωγία - Κινηματογράφος, εκδόσεις - βιβλίο κ.α) και διαμορφώνουν και ελέγχουν την πολιτική εξουσία, την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Με τον ''Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας'' η Προπαγάνδα έγινε ένα τρομερότατο όπλο στα χέρια των ολίγων και σε βάρος των πολλών. Έχει καταθλιπτική επίδραση στο άτομο που νοιώθει αδύναμο να αντιδράσει ενάντια στις παγκόσμιες εξουσιαστικές δυνάμεις. Ο Γκαίμπελς σε σύγκριση με τους σημερινούς επιστήμονες προπαγανδιστές μοιάζει με ερασιτέχνη.
Σήμερα με την βοήθεια των πιο σύγχρονων τεχνολογικών και επιστημονικών μεθόδων κάνουν σωστή πλύση του εγκεφάλου του ατόμου. Έχουν την δύναμη να βάζουν στην σκέψη του ατόμου εκείνο που αυτοί θέλουν να σκεφθεί. Με τον τρόπο αυτό έχουν αποβλακώσει τις κοινωνίες ώστε να μην αντιδρούν ακόμη και μπρος στην καταστροφή τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το ερώτημα που θέτουν πολλοί είναι αν ο Χίτλερ διέθετε μυστικά όπλα και τι είδους όπλα ήσαν αυτά; Και τούτο διότι έχουν κυκλοφορήσει φανταστικές ιστορίες που αντί να φωτίσουν την αλήθεια την συσκότισαν ακόμη περισσότερα μεταξύ του μύθου και της φαντασίας. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν από τον Α' Π.Π ο οποίος εξέθρεψε το Ναζιστικό καθεστώς. Βρισκόμαστε ολίγον μετά την ταπεινωτική και εξουθενωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών που σφράγισε τον Α' Π.Π. Αυτή και η οικονομική καταστροφή που έπληξε την Γερμανία ήταν η κυριότερη αιτία της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
Η υπόσχεση του Χίτλερ προς τον ταπεινωμένο και πεινασμένο Γερμανικό λαό ήταν ψωμί, δουλειά και η Εθνική Ανόρθωση της Γερμανίας. Αλλά πως; Η κυριότερη διάσταση εθνικής ισχύος είναι η Ένοπλες Δυνάμεις (Ε.Δ). Μόνον όταν ένα κράτος έχει ισχυρές Ε.Δ μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά την εξωτερική του πολιτική, να εξασφαλίσει την εθνική του άμυνα και ασφάλεια και να ικανοποιήσει τους εθνικούς του στόχους. Ο Χίτλερ λοιπόν εκ των πρώτων του έργων ήταν η ενίσχυση στο έπακρον των Ε.Δ.
Επειδή η Γερμανία ήταν σχετικά ολιγάριθμο έθνος, σε σχέση με τους αντιπάλους της (Γαλλία, Βρετανία, Σοβιετική Ένωση κ.α) και δεν διέθετε άφθονες πρώτες ύλες, οι Γερμανικές Ε.Δ έπρεπε να στηριχθούν στην ποιοτική αναβάθμιση έναντι της ποσότητος των αντιπάλων της. Άρα ήταν ανάγκη να επιτύχουν επαναστατικές τεχνολογικές καινοτομίες στα οπλικά συστήματα, στην στρατηγική και στην τακτική του πολέμου. Έτσι έφτασαν στον Αστραπιαίο Πόλεμο (Blitz Krieg) ο οποίος βασίστηκε στον τολμηρό ελιγμό με βάση το τριώνυμο:
α) Τεθωρακισμένες Δυνάμεις, (με τα περίφημα Πάντσερ).
β) Αεροπορία Υποστηρίξεως (τα τρομερά Στούκας).
γ) Τα Υποβρύχια (U-Boote) για την αποκοπή του ανεφοδιασμού των αντιπάλων του.
Ο συνδυασμός τούτων έδωσε τις πρώτες νικηφόρες εκστρατείες εναντίον της Πολωνίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Σοβιετικής Ενώσεως κ.α και απομόνωσε την Βρετανία. Από το 1936 ο Χίτλερ είχε δώσει εντολή να αναπτύξουν τα ''θαυματουργά όπλα'' (Wunderwaffen). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έρευνα επί των νέων οπλικών συστημάτων δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Οι Γερμανοί μηχανικοί αναζήτησαν νέες επαναστατικές ενεργειακές πηγές, νέα συστήματα προωθήσεως, νέα άνευ πιλότου καθοδηγούμενα οχήματα, νέα εκρηκτικά κ.α.
Η έρευνα τούτων ανατέθηκαν ερευνητικά κέντρα, σε εργαστήρια εταιρειών και τεχνολογικά ιδρύματα. Οι δοκιμές γίνονταν σε ειδικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, η κυριότερη εκ των οποίων ήταν το Πεενεμούντε. Τα πραγματικά όπλα είναι τα εξής :
- V-1 Καθοδηγούμενος Πύραυλος (Cruise Missile)
- V-2 Βαλλιστικός Πύραυλος(Ballistic Missile)
- Ατομική Βόμβα
- Ελικόπτερο
- Αεριωθούμενα Αεροσκάφη
- Πυροβόλα Μαμούθ
- Πυραυλικά Αντιαεροπορικά Όπλα (Βλήματα Αέρος-Αέρος και Αέρος-Εδάφους)
- V-3 Υπερ-Πυροβόλα
- Υποβρύχια (U-Boote) - Τορπίλες - Σνόκερλ και άλλες θαλάσσιες καινοτομίες
- Χημικά - Βιολογικά (Αέρια Νεύρων)
Από αυτά άλλα μεν τέθηκαν σε επιχειρησιακή χρήση, χρησιμοποιηθέντα προς το τέλος του πολέμου, άλλα παρήχθησαν στα εργοστάσια αλλά δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης, μερικά έμειναν στα πρωτότυπα και δεν πρόλαβαν να δοκιμασθούν, ενώ άλλα έμειναν στα σχέδια. Ο Χίτλερ δεν ήταν έτοιμος την εποχή του 1939, να διεξάγει ένα νικηφόρο πόλεμο ιδιαίτερα εναντίον του πανίσχυρου βιομηχανικού κολοσσού των Η.Π.Α, διότι ακόμη δεν είχε παράγει τα νέα του όπλα . Μερικά από τα θαυματουργά όπλα ετέθησαν σε επιχειρησιακή χρήση το τελευταίο ή προτελευταίο έτος του πολέμου, ενώ άλλα δεν μπόρεσαν να βγουν από τα εργοστάσια, τα πεδία δοκιμών ή και τα σχεδιαστήρια των εργαστηρίων.
Ήταν τόσο πολλά τα σχέδια και τόσο επαναστατικές και καινοτομικές οι μακέτες που δεν ήταν κατορθωτό όλα να τύχουν ικανοποιητικής προτεραιότητος και χρηματοδότησης για την τελική ανάπτυξη τους. Και τούτο για πολλούς και ποικίλους λόγους εκ των οποίων οι κυριότεροι ήταν :
- Οι ρεαλιστικές ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν την παραγωγή των δοκιμασμένων επιχειρησιακών οπλικών συστημάτων για την διεξαγωγή του πολέμου. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα τον παραμερισμό των καινοτομιών σε βραδύτερο χρόνο. Παράδειγμα η αναβολή της αναπτύξεως της ατομικής βόμβας ως την ημέρα ενάρξεως του πολέμου, οπότε ο Χίτλερ έδωσε εντολή για την εντατικοποίηση των ερευνών. Ένα από τα εργαστήρια παραγωγής του ''Βαρέως Ύδατος'' (Διοξειδίου του Δευτερίου) ήταν στο Vemok της Νορβηγίας, όπου διεξήχθη μυστική επιχείρηση κομάντος με την υποστήριξη της συμμαχικής βομβαρδιστικής αεροπορίας για την καταστροφή της.
- Η Γερμανία είχε περιορισμένες πρώτες ύλες και στερείτο ορισμένων στρατηγικών υλών διότι αυτές εισαγόταν από το εξωτερικό. Παράδειγμα η κατασκευή του Πυραύλου V-1 γινόταν ο σκελετός του από σίδηρο και τα τοιχώματα από κόντρα πλακέ διότι δεν υπήρχε αλουμίνιο. Και φυσικά δεν είναι ακόμη γνωστό ότι η επιχείρηση καταστροφής της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβριο 1942 έγινε για την διακοπή της ροής του Αλουμινίου από την Στερεά Ελλάδα στην Γερμανία. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο ''YIANNIS'' του Γιάννη Γιάνναρη από το Σικάγο ο οποίος ήταν διοικητής των Αμερικανών κομάντος (OSS) που συμμετείχαν στην επιχείρηση εκείνη.
- Ο ανταγωνισμός των εταιρειών μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των Γενικών Επιτελείων για το ποιος θα λάβει τα περισσότερα προγράμματα και κονδύλια.
- Οι παλινωδίες συχνά του δικτάτορα χάλασαν τα σχέδια και επέφεραν αλλαγή των προγραμμάτων. Παράδειγμα η αναβολή της μαζικής κατασκευής του πρώτου στον κόσμο αεριωθούμενου Me-262 του οποίου η επιτυχής δοκιμή έγινε στις 22 / 04 / 1943. Τότε ο Χίτλερ έδωσε διαταγή να τροποποιηθεί σε βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να εμφανισθεί στο πεδίο της μάχης στο δυτικό μέτωπο την άνοιξη του 1944.
- Οι σαρωτικοί βομβαρδισμοί των Συμμάχων -και ιδιαίτερα των Αμερικανικών βομβαρδιστικών Β-17- κατέστρεφαν συστηματικά την βιομηχανική βάση των Γερμανικών πόλεων, κατέστρεφαν το συγκοινωνιακό δίκτυο και διέλυαν τις θέσεις δοκιμών και εκτοξεύσεως των Πυραύλων V-1 και V-2 στο Πεενεμούντε, στην Γαλλία και Ολλανδία.
Στα τελευταία στάδια του πολέμου η ευαίσθητη πολεμική βιομηχανία των θαυματουργών όπλων είχε μεταφερθεί σε υπόγειες στοές για ν’ αποφεύγει τα τρομακτικά χτυπήματα της Αμερικανικής Αεροπορίας. Τα πρώτα επιχειρησιακά όπλα που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο τελευταίο έτος του πολέμου ήταν οι Πύραυλοι, πρώτα ο V-1 και μετά ο V-2. Συνολικά ως τον Φεβρουάριο 1944 κατασκευάσθηκαν 1400 κομμάτια και αν όλα έβαιναν καλώς έως τον Μάιο 1944, προβλεπόταν η κατασκευή 10.000 - 12.000 V-1. Τότε θα γίνονταν μαζική επίθεση κατά της Βρετανίας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΗΓΗ greekworldhistory.blogspot
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας http://www.tapantareinews.gr, για περισσότερη ενημέρωση. ⭐Εγγραφείτε - SUBSCRIBE: http://bit.ly/2lX5gsJ Website —►http://bit.ly/2lXX2k7 SOCIAL - Follow us...:
Facebook...► http://bit.ly/2kjlkot
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.