Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Ο Κωνσταντίνος Θ Μονομάχος (1042-1055): Ένας μοιραίος αυτοκράτορας

Ο Κωνσταντίνος Θ', ο οποίος από την απομόνωση της εξορίας βρέθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο να συμβασιλεύει με τις δύο γηραλέες αυτοκράτειρες (Ζωή και Θεοδώρα), καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Κατά τον Ζωναρά, ο Μονομάχος υπήρξε την ώραν υπέρλαμπρος, ωραίος σαν τον Αχιλλέα, χωρίς όμως να διαθέτει και κάποια από τις αρετές του ομηρικού ήρωα. Υπήρξε άνθρωπος εύθυμος, ομιλητικός, εκλεπτυσμένος, ευγενικός και συμπαθητικός. Αγαπούσε τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής και διακατέχονταν από τη διακαή επιθυμία να ζήσει βίον φιλήδονον και απολαυστικόν (Μιχαήλ Ψελλός). Προκειμένου να πραγματοποιήσει αυτές τις επιθυμίες του, κατασπαταλούσε το δημόσιο χρήμα με πλήρη ασυνειδησία. Συγχρόνως, διασπάθιζε το δημόσιο χρήμα σε γενναίες παροχές προς τους ευνοούμενους και προς τις ευνοούμενες. Από την άλλη πλευρά, ο μοιραίος για την Ιστορία του Βυζαντίου αυτός αυτοκράτορας, ενδιαφερόταν για τα Γράμματα και τις Τέχνες (ιδιαίτερα τη μουσική) και αντιπαθούσε τη στρατιωτική ζωή εφαρμόζοντας συστηματικά αντιστρατιωτική πολιτική. Γενικά, ο Κωνσταντίνος Θ' ήταν ένας μέτριος αυτοκράτορας, ο οποίος όμως έζησε σε μια πολύ σημαντική εποχή (εμφάνιση Σελτζούκων στα ανατολικά σύνορα, προέλαση των Νορμανδών στην Κάτω Ιταλία, Σχίσμα των Εκκλησιών). Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με τον Μιχαήλ Γ'.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΓΓΑΝΩΝ

Ο Κωνσταντίνος Θ' υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των Γραμμάτων, των Τεχνών και της Παιδείας γενικότερα. Κατά την εποχή του αναδιοργανώθηκε το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ιδρύθηκε η περίφημη Νομική Σχολή ή Σχολή των Μαγγάνων (1045). Η Σχολή αυτή περιλάμβανε δύο τμήματα:

α) Το νομικό τμήμα, του οποίου ο προϊστάμενος ονομαζόταν νομοφύλαξ. Αποστολή του τμήματος τούτου ήταν η μελέτη του Δικαίου και η ερμηνεία των νόμων.
β) Το φιλοσοφικό τμήμα το οποίο χωριζόταν σε δύο κύκλους σπουδών.

Στον πρώτο κύκλο, διδασκόταν η γραμματική, η ρητορική και η διαλεκτική. Στο δεύτερο κύκλο, διδασκόταν η αριθμητική, η γεωμετρία, η μουσική και η αστρονομία. Η φιλοσοφία διαδασκόταν και στους δύο κύκλους. Τη Νομική Σχολή διηύθυνε ως νομοφύλαξ ο μετέπειτα Πατριάρχης, Ιωάννης Ξιφιλίνος, ένας από τους αξιολογότερους λογίους του Βυζαντίου κατά τον 11ο αιώνα. Τη διεύθυνση της Φιλοσοφικής Σχολής ανέλαβε ο φιλόσοφος και ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία του Βυζαντίου κατά τον 11ο αιώνα.
Ψηφιδωτό 11ου αιώνα στην Αγία Σοφία. Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος, η αυτοκράτειρα Ζωή και ο Ιησούς Χριστός.

Η αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης ενίσχυσε τη, σπουδή των κλασικών γραμμάτων και της νομικής επιστήμης, γεγονός που απετέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά επιτεύγματα του Βυζαντίου (G. Ostrogorsky). Η πολιτιστική ανάπτυξη του ενδεκάτου αιώνος προετοίμασε την αναγέννηση της εποχής των Κομνηνών (1081-1185). Στο πρακτικό επίπεδο το καινούργιο πανεπιστήμιο ερχόταν να ικανοποιήσει πρακτικές ανάγκες του κράτους, εκπαιδεύοντας τους μελλοντικούς δικαστές και τους κρατικούς υπαλλήλους.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Θ'

Κατά τον ενδέκατο αιώνα, εμφανίζονται τρεις νέοι εχθροί του Βυζαντινού Κράτους, οι Σελτζούκοι Τούρκοι στα ανατολικά σύνορα, οι Νορμανδοί (άνθρωποι του Βορρά) στη Δύση και συγκεκριμένα στην Κάτω Ιταλία και οι Πατσινάκες ή Πετσενέγοι στην περιοχή του Δούναβη. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι ανήκαν στη φυλή των Ογούζων ή Ούζων Τούρκων, οι οποίοι ονομάζονταν αλλιώς Τουρκομάνοι. Οι Σελτζούκοι οφείλουν το όνομα τους στο γενάρχη τους Selchiik, ο οποίος έζησε στα μέσα του 10ου αιώνα. Αρχική κοιτίδα των Ογούζων ή Ούζων Τούρκων ήταν η σημερινή Μογγολία.
Από εκεί κινήθηκαν (μαζί με άλλες τουρκομογγολικές φυλές) προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές γύρω από την Κασπία Θάλασσα και τη Θάλασσα του Αράλ, αρκετά κοντά δηλαδή στο βορειοανατολικό σύνορο του τότε ισλαμικού κράτους των Αράβων. (Α. Σαββίδης). Η εγκατάσταση αυτή έγινε μετά τα μέσα του 8ου αιώνα. Εκεί ζούσαν νομαδική ζωή και κατά τα μέσα του δεκάτου αιώνα και με αρχηγό τον Selchuk ασπάστηκαν το Μωαμεθανισμό. Στις αρχές του 11ου αιώνα οι Σελτζούκοι και πάλι, με αρχηγό τον Selcuk, κατευθύνθηκαν προς τα νότια και συγκεκριμένα προς τη βορειοανατολική Περσία και το βορειοδυτικό Αφγανιστάν, περιοχές που αυτά τα χρόνια διοικούνταν από το ισλαμικό κράτος των Γασνεβιδών. Πρόκειται για μετακινήσεις νομάδων κτηνοτρόφων που συχνά έπαιρναν τη μορφή επιδρομών άτακτων. Κινούμενοι συνεχώς προς τα δυτικά έφτασαν το 1021 στις παρυφές του βυζαντινού συνόρου. Κατά το 1045-1046, ο στρατηγός Βαασπρακανίας, Στέφανος Λειχούδης τρέπεται σε φυγή και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Τρία χρόνια αργότερα (1048) οι Σελτζούκοι πραγματοποίησαν νέα εκστρατεία στην περιοχή της Βαασπρακανίας. Η εκστρατεία αυτή, παρά τις αρχικές επιτυχίες της (καταστροφή της Θεοδοσιούπολης και του Αρζε) κατέληξε σε δεινή ήττα των Σελτζούκων από τους Βυζαντινούς στρατηγούς Ααρών και Κατακαλών Κεκαυμένο. Στη μάχη αυτή έπεσε ο αρχηγός των Σελτζούκων Ασάν (1049). Λίγα χρόνια αργότερα (το 1054), ο ίδιος ο αρχηγός των Σελτζούκων Tugrul-beg (εγγονός του Selchuk) ανέλαβε την αρχηγία νέας εκστρατείας κατά της Μεγάλης Αρμενίας, η οποία είχε από το 1044 προσαρτηθεί στην Αυτοκρατορία. Προσπάθησε να πολιορκήσει το Μάντζικερτ, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει άπρακτος. Το επόμενο έτος, 1055, ο Tugrul-beg μπήκε στη Βαγδάτη και πήρε από το χαλίφη τον τίτλο του σουλτάνου. Ετσι, λοιπόν, οι Σελτζούκοι αναδεικνύονται νέα δύναμη στην Ανατολή (Δ. Ζακυθηνός), η οποία πρόκειται να απασχολήσει το Βυζάντιο τα επόμενα διακόσια περίπου χρόνια, μέχρι την εμφάνιση των Οθωμανών Τούρκων. Δυστυχώς οι αυτοκράτορες του 11ου αιώνα, εκτός από τη μοναδική περίπτωση του Ρωμανού Δ', δεν είχαν την ικανότητα να συνειδητοποιήσουν και στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο των Σελτζούκων. Αλλά τα σχετικά με την περαιτέρω εξάπλωση των Σελτζούκων, θα τα μελετήσουμε σε επόμενα κεφάλαια. Ενας άλλος λαός που επρόκειτο να απασχολήσει το Βυζάντιο κατά την εποχή αυτή ήταν οι Νορμανδοί. Οι Νορμανδοί (=άνθρωποι του Βορρά) προέρχονταν από τη Σκανδιναβία. Ηταν λαός πολεμικότατος. Υπήρξαν φοβεροί πειρατές. Με τις πειρατικές επιδρομές προκαλούσαν τον τρόμο στους κατοίκους των ακτών της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού. Με τα γρήγορα και ελαφρά πλοία τους έφταναν ώς την Ισλανδία, τη Γροιλανδία, τη Μεσόγειο και μέχρι τις βόρειες ακτές της Βόρειας Αμερικής. Μετά από πολλές επιδρομές ένας κλάδος Νορμανδών εγκαταστάθηκε στην περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας, που ονομάστηκε από αυτούς Νορμανδία. Η εγκατάσταση αυτή πραγματοποιήθηκε το 911 και επισημοποιήθηκε με συνθήκη που συνομολόγησαν με το βασιλιά της Γαλλίας, Κάρολο τον Γ. Εκεί εκχριστιανίστηκαν και σιγά σιγά αφομοιώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό από τους Γάλλους. Ενας άλλος κλάδος Νορμανδών κατέβηκε στη Ρωσία, όπου ίδρυσε το ρωσικό κράτους του Κιέβου. Οι Νορμανδοί της Γαλλίας δεν έμειναν ήσυχοι. Μεγάλες ομάδες από αυτούς έφευγαν να υπηρετήσουν διάφορους κύριους ως μισθοφόροι, λεηλατώντας όμως τα πάντα στο δρόμο τους. Το 1066, ένα μεγάλο τμήμα των Νορμανδών της γαλλικής Νορμανδίας, με αρχηγό τον περίφημο Γουλιέλμο τον Κατακτητή, αποβιβάστηκε στην Αγγλία, νίκησε τους Άγγλους στη μάχη του Αστινγς και κατέλαβε τη χώρα. Αλλες ομάδες Γαλλο-νορμανδών, στην αρχή μικρές, αργότερα πολυπληθέστερες, έφτασαν στις αρχές του 11ου αιώνα στη Νότια Ιταλία ως μισθοφόροι. Το 1016, μια ομάδα Νορμανδών, καθώς πήγαιναν προς τη Ρώμη για να προσκυνήσουν, συνάντησαν έναν πρόκριτο της Βάρης, τον Μελ, που ήταν λογγοβαρδικής καταγωγής και είχε παλαιότερα επιχειρήσει ανταρσία κατά των Βυζαντινών, η οποία όμως είχε αποτύχει. Ο Λογγοβάρδος τυχοδιώκτης προσπάθησε να εκμεταλλευτεί κατά τον καλύτερο τρόπο την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Ζήτησε τη συνεργασία τους, αφού τους έδωσε την υπόσχεση ότι θα τους παραχωρήσει μετά τη νίκη του μεγάλες εκτάσεις γης στην Κάτω Ιταλία (Ι. Καραγιαννόπουλος). Πράγματι, δύο χρόνια αργότερα (1018) επιχείρησαν την πρώτη εκστρατεία κατά των Βυζαντινών. Όμως, ηττήθηκαν από το Βυζαντινό στρατηγό Βασίλειο Βοιωάννη. Επακολούθησαν μερικά χρόνια ησυχίας πατά τη διάρκεια των οποίων οι Νορμανδοί υπηρέτησαν πολλούς τοπικούς άρχοντες, μεταξύ των οποίων ήταν και Βυζαντινοί διοικητές της Ιταλίας. Εν τω μεταξύ, αυξάνονταν και πληθύνονταν με νέες μεταναστεύσεις συμπατριωτών τους, που κατέρχονταν στην Ιταλία. Το 1029, ο δούκας της Νεαπόλεως τους επέτρεψε να εγκατασταθούν ως υποτελείς στην Αβέρσα. Το 1041 κατέλαβαν τη Μέλφη της Απουλίας. Οι Βυζαντινοί διοικητές απέτυχαν να ανακόψουν την προέλαση των Νορμανδών. Ο γενναίος Μανιακής θα μπορούσε, ίσως, να τους δαμάσει αν παρέμενε στην Ιταλία. Ετσι, οι Νορμανδοί κατόρθωσαν όχι μόνο να νικήσουν τους Βυζαντινούς διοικητές των περιοχών της Νότιας Ιταλίας που ελέγχονταν από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και να αναδειχτούν σε υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή αυτή. Η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη τους άρχισε να ανησυχεί και τον Πάπα Λέοντα Θ', ο οποίος οργάνωσε αντινορμανδική συμμαχία με τη συμμετοχή των Βυζαντινών. Στις συγκρούσεις που επακολούθησαν, οι Νορμανδοί νίκησαν τους συμμάχους (Βυζαντινούς -Αγία Εδρα) και μάλιστα, σε μια μάχη που έγινε στις 17 Ιουνίου του 1053 στη Βόρεια Απουλία συνέλαβαν αιχμάλωτο τον ίδιο τον Πάπα. Εν τω μεταξύ, το 1054 συνέβη το οριστικό Σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού διαλύθηκε η αντινορμανδική συμμαχία. Οι διάδοχοι του Πάπα Λέοντα θ' στράφηκαν προς τους Νορμανδούς, τους οποίους, μάλιστα, αναγνώρισαν. Στη Σύνοδο της Μέλφης (23 Αυγούστου 1059) ο περίφημος Ροβέρτος Γισκάρδος ορκίστηκε όρκο πίστεως στον Πάπα Νικόλαο Β', με αντάλλαγμα την αναγνώριση του ως δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας και επίδοξου δούκα της Σικελίας (Δ. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 1977, σελίδα 497). Η αναγνώριση των Νορμανδών από την Εκκλησία της Ρώμης είχε καθοριστική επίδραση στην περαιτέρω κυριαρχία των Ελλήνων στην Κάτω Ιταλία. Οι Νορμανδοί με την ευλογία της Αγίας Έδρας κατακτούσαν καινούργια εδάφη και πόλεις. Το 1060 κατέλαβαν τον Τάραντα και το Βρινδήσιο (Πρίντεζι) και στη συνέχεια το Ρήγιο, τον Υδρούντα (Otranto) και το Σκύλλαιο. Το 1061 πέρασαν στη Σικελία και άρχισαν πόλεμο κατά των Αράβων, οι οποίοι είχαν καταλάβει τη νήσο πριν από δυόμισι αιώνες. Τον Αύγουστο του 1068 οι Νορμανδοί άρχισαν να πολιορκούν τη Βάρη, η οποία έπεσε μετά από τριετή πολιορκία (στις 16 Απριλίου 1071). Το επόμενο έτος (1072) κατέλαβαν ολόκληρη τη Σικελία. Ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, με επιγραμματικό τρόπο περιγράφει ως εξής το τέλος της βυζαντινής Ιταλίας. Διά της αλώσεως της Βάρεως της υπερήφανου ταύτης ελληνικής επάλξεως της Αδριατικής, ηφανίζετο η εν Ιταλία δεσποτεία του Βυζαντίου. Ούτως η αυτοκρατορία υπεχώρη ως δύναμιες ιταλική και εκάμπτετο ως δύναμις θαλάσσια. Ο τρίτος σημαντικός αντίπαλος που είχε να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο κατά την εποχή του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου ήταν οι Πατσινάκες ή Πατζινάκες ή Πετσενέγοι. Ήταν λαός τουρκικής καταγωγής, νομαδικός και πολεμοχαρής. Κατά την πρώιμη περίοδο του ιστορικού του βίου ήταν εγκατεστημένος στη Νότια Ρωσία, δυτικά από την Κασπία Θάλασσα, μεταξύ των ποταμών Ουράλη και Βόλγα. Από εκεί πιεζόμενοι από τους Ούζους που ήταν και αυτοί τουρκικό έθνος, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν δυτικότερα και να εγκατασταθούν στην περιοχή βόρεια από το Δούναβη (10ος αιώνας), αφού απώθησαν τους Ούγγρους. Κατά τη διάρκεια του δέκατου αιώνα, η βυζαντινή διπλωματία χρησιμοποιούσε συχνά τους Πατσινάκες κατά των Βουλγάρων, των Ούγγρων και των Ρώσων. Ομως, από τότε που ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος υπέταξε ολοκληρωτικά τη Βουλγαρία (1018), η κατάσταση ως προς τα βόρεια σύνορα του βυζαντινού κράτους άλλαξε ριζικά γιατί τώρα δεν υπήρχε πια η ενδιάμεση περιοχή που χώριζε το βυζαντινό κράτος από τις ορδές των Πατσινακών. Το 1026 ο άρχοντας του Σιρμίου και δούκας της Βουλγαρίας απέκρουσε τους Πατσινάκες. Το 1033 και το 1036 επιχείρησαν καταστρεπτικές επιδρομές στη Μυσία, στη Θράκη και στη Μακεδονία. Κατά την εποχή της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ', το βυζαντινό κράτος ανέπτυξε σημαντική στρατιωτική και διπλωματική δράση κατά των Πατσινακών. Και ιδού πώς: Ενας από τους στρατιωτικούς ηγέτες των Πατσινακών, ονόματι Κεγένης, επαναστάτησε εναντίον του αρχηγού του Τυράχ, αλλά επειδή ηττήθηκε κατέφυγε με ένα μέρος των ομοφύλων του στον Κωνσταντίνο Θ' προσφέροντας τη φιλία του και υποσχόμενος να βαπτιστεί Χριστιανός και να βοηθήσει τον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Θ' δέχτηκε την ανέλπιστη συμμαχία του Κεγένη και του παραχώρησε εδάφη και τρία φρούρια στο Δούναβη. Συγχρόνως, τον εκάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη όπου του έγινε μεγαλοπρεπής υποδοχή και του απονεμήθηκε ο τίτλος του πατρικίου. Ο Κεγένης, αφού εγκαταστάθηκε στα βυζαντινά εδάφη άρχισε επιδρομές κατά των ομοφύλων του που κατοικούσαν βόρεια από το Δούναβη. Έτσι αποκορυφώθηκε ο εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα στους αρχηγούς αυτού του βαρβαρικού λαού. Κατά το Δεκέμβριο του 1048 ο ηγεμόνας των Πατσινακών, Τυράχ, επωφελούμενος από την αποκρυστάλλωση (πάγωμα) του ποταμού Δούναβη, πέρασε τον ποταμό και άρχισε τη λεηλασία και την καταστροφή της Μυσίας (σημερινής περίπου Βουλγαρίας και της Θράκης). Τότε τα στρατεύματα των θεμάτων Βουλγαρίας και Μακεδονίας μαζί με τον Κεγένη και τους συμπολεμιστές του κατενίκησαν τους επιδρομείς. Ο ίδιος ο Τυράχ συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με δεκάδες χιλιάδες συμπολεμιστές του. Οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου βαπτίστηκε Χριστιανός και έτυχε μεγάλων τιμών και αξιωμάτων. Εν τω μεταξύ, ο αιμοχαρής Κεγένης πρότεινε καθολική σφαγή των αντιπάλων του βαρβάρων, αλλά οι Βυζαντινοί θεώρησαν μια τέτοια πράξη βαρβαρική και ανόσια και προτίμησαν να τους εγκαταστήσουν στις έρημες πεδιάδες της Βουλγαρίας, της Σαρδικής, της Ναϊσσού και της Ευτζαπέλου. Πολλούς Πατσινάκες χρησιμοποίησε η αυτοκρατορία ως μισθοφόρους στη Μικρά Ασία κατά των Σελτζούκων Τούρκων. Οι παραπάνω επιτυχίες των Βυζαντινών δεν κατόρθωσαν να αποσοβήσουν τελικά τη νέα διάβαση των Πατσινακών νότια από το Δούναβη σε πλουσιότερες περιφέρειες. Ο Κωνσταντίνος Θ' αντιλήφθηκε τη σημασία του από Βορρά κινδύνου και προσπάθησε να τον αποτρέψει. Εστειλε τότε εναντίον των ενωμένων τώρα Πατσινακών πολυάριθμο στρατό επικεφαλής του οποίου ήταν ονομαστοί στρατηγοί. Οι Βυζαντινοί παρά τις αρχικές τους επιτυχίες δεν μπόρεσαν, τελικά, να τους αναχαιτίσουν για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί ο αριθμός τους ήταν εξαιρετικά μεγάλος (800.000 κατά τον Κεδρηνό) και δεύτερον γιατί έλειπε από τους Βυζαντινούς η ενιαία καλή διοίκησις (Κ. Αμαντος). Σε τρεις μάχες που έγιναν στη Διάμπολη και στο Διακενέ (το 1049) και στην Αδρια-νούπολη (το 1050) τα βυζαντινά στρατεύματα έπαθαν βαριές απώλειες. Τελικά, το 1053 ο Κωνσταντίνος Θ' αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη έναντι χρηματικών χορηγιών και απονομής τιμητικών τίτλων στους πιο εξέχοντες ηγέτες των Πατσινακών.

ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ - ΣΗΜΑΣΙΑ, ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ (1054)

Κατά το προτελευταίο έτος της μετριότατης βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου, συνέβη το οριστικό Σχίσμα ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες, Ορθόδοξη Ανατολική αφενός, Δυτική Ρωμαιοκαθολική αφετέρου. Το γεγονός αυτό δεν υπήρξε ένα απλό εκκλησιαστικό ή πολιτικό επεισόδιο αλλά μέγα γεγονός πανχριστιανικής, πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας σημασίας. Καθόρισε τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών επί αιώνες, επηρέασε καταλυτικά τις μεταξύ Βυζαντίου και κρατών της Δυτικής Ευρώπης πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις και καθόρισε αρνητικά τις πολιτικές και ιστορικές τύχες του Βυζαντίου και γενικότερα της Ευρώπης, Ανατολικής και Δυτικής. Το σχίσμα του 1054 δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία αλλά το αποκορύφωμα της διαιρέσεως του χριστιανικού κόσμου που υπήρχε από τον 9ο αιώνα. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το πολύπλοκο και δυσερμήνευτο αυτό ιστορικό γεγονός θα πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή τα ποικίλα αίτια που το προκάλεσαν. Μπορούμε να τα διακρίνουμε α) σε θεολογικά (δογματικά), β) σε εκκλησιαστικά (λειτουργικά και διοικητικά), γ) σε πολιτικά και δ) σε ιδεολογικά (πολιτιστικά).

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Το σημαντικότερο θεολογικό αίτιο υπήρξε η διδασκαλία της Δυτικής Εκκλησίας περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του υιού, το γνωστό μας filioque. Η διδασκαλία αυτή πρωτοπαρουσιάζεται σε Λατίνους θεολόγους του 4ου και 5ου αιώνα και μάλιστα στον Αυγουστίνο. Η προσθήκη της φράσεως αυτής έγινε για πρώτη φορά στην Ισπανία όπου οι αγώνες των εντοπίων ορθοδόξων προς τους αρειανούς Βησιγότθους είχον αναγκάσει τους πρώτους διά να τονίσουν την ισότητα θεού-Πατρός, προς τον Υιόν, να προσθέσουν ότι το Αγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ των δύο (Ι. Καραγιαννόπουλος, Τόμος Β', σελ. 531). Κατά τον 9ο αιώνα το filioque πέρασε στη Γερμανία, στη Λωραίνη και σε μερικές γαλλικές Εκκλησίες εκτός από την Εκκλησία των Παρισίων και τέλος στη Ρώμη ανεπίσημα όμως αυτή την εποχή (9ος αιώνας). Όταν ο μέγας Πατριάρχης Φώτιος πληροφορήθηκε αυτόν τον νεωτερισμό διαμαρτυρήθηκε προς τον Πάπα Ιωάννη Η'. Αυτός απάντησε ότι από δογματικής απόψεως δεν αποτελούσε αμάρτημα η προσθήκη του filioque. Μέχρι την εποχή του οριστικού σχίσματος του 1054 το filioque παρέμεινε ως θεολογούμενον ζήτημα, δηλαδή ως ζήτημα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο θεολογικού διαλόγου. Οι δυτικοί πίστευαν ότι ο Πάπας είχε το δικαίωμα να αποφασίζει επί δογματικών ζητημάτων χωρίς να χρειάζονται προς τούτο αποφάσεις οικουμενικών συνόδων. Αντίθετα οι Ανατολικοί πίστευαν ότι μόνο μια οικουμενική σύνοδος ήταν δυνατόν να συμπληρώσει ένα δόγμα που είχε θεσπιστεί ήδη από μια άλλη οικουμενική σύνοδο.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ) ΑΙΤΙΑ

Το σημαντικότερο εκκλησιαστικό αίτιο του Σχίσματος υπήρξε το παπικό πρωτείο. Κατά τον καθηγητή Στεφανίδη (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 344), οι πάπαι εζήτουν να υποτάξωσιν ολόκληρον την Εκκλησίαν. Οι ανατολικοί έτειναν εις την διάσπασιν. Τον Ρώμης ανεγνώριζον μόνον ως έχοντα τα πρεσβεία τιμής ως πρώτον μεταξύ ίσων (πρωτόθρονον). Από της τετάρτης οικουμενικής συνόδου (451) ο Κωνσταντινουπόλεως ανεγνωρίσθη ως έχων ίσα πρεσβεία τιμής προς τον Ρώμης (κανών 28), έκτοτε τα του Ρώμης δεν ήσαν πλέον αυτά καθ' εαυτά ανώτερα, αλλά μόνον ως αρχαιότερα ήρχοντο πρώτα. Διά τούτο η Ανατολική Εκκλησία εξηκολούθει να ονομάζει τον Ρώμης πρωτόθρονον (εν τη 6η οικουμ. συνόδω 680-681). Αλλά παρουσιάσθη το παράδοξον φαινόμενον. Όσον περισσότερον ηλαττούτο η σημασία του Ρώμης εν τη Ανατολή, τόσον περισσότερον ηύξανε και διεμορφούτο καλύτερον το παπικόν πρωτείον. Την τελειοτέραν αυτού ανάπτυξιν έλαβε διά των ψευδοϊσοδωρείων διατάξεων (μέσα της Θ' εκατονταετήρίδος). Πρώτος ο Ρώμης Νικόλαος ο Α' εζήτησε να εφαρμόσει τας διατάξεις ταύτας, διά τούτο επ' αυτού ήρχισε το σχίσμα». Μερικές άλλες εκκλησιαστικές (λειτουργικές διαφορές) που αποτέλεσαν δευτερεύοντα αίτια του σχίσματος ήταν: Η νηστεία του Σαββάτου την οποία οι ανατολικοί χαρακτήριζαν ιουδαϊκό κατάλοιπο, η απαγόρευση του γάμου των ιερέων από την Εκκλησία της Ρώμης καθώς και η χρήση ενζύμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία από τη βυζαντινή Εκκλησία και άζυμου από την Εκκλησία της Ρώμης.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα πολιτικά αίτια, του Σχίσματος θα πρέπει να εξετάσουμε δύο σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στη Δύση κατά τον 8ο και τον 9ο αιώνα. Αυτά ήταν: η ίδρυση του παπικού κράτους το 754 σε εδάφη τα οποία πριν από λίγο ανήκαν στο βυζαντινό κράτος, και η ίδρυση της αυτοκρατορίας του Καρόλου του Μεγάλου (Καρλομάγνου), ο οποίος στέφθηκε στη Ρώμη από τον Πάπα αυτοκράτορας, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των Βυζαντινών (Χριστούγεννα του 800).

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ (ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ) ΑΙΤΙΑ

Τα ιδεολογικά ή πολιτιστικά αίτια συνίστανται στις ιδεολογικές και πολιτιστικές διαφορές ανάμεσα στους Ελληνες και στους Λατίνους με την ευρύτερη έννοια (Ρωμαίους, Ιταλούς, Φράγκους, Γερμανούς). Η διαφορά μεταξύ Λατίνων με την ευρύτερη έννοια και Ελλήνων υπήρχε και παλαιότερα κατά την εποχή της ειδωλολατρείας. Επρόκειτο και παλαιότερα, που ήταν ειδωλολάτρες και τώρα που έχουν εκχριστιανιστεί, για διαφορά πνεύματος, χαρακτήρα, νοοτροπίας, ηθών και εθίμων. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς και σε πολλά αντίθετους κόσμους. Εδώ τίθεται ευλόγως το ερώτημα. Είναι πρέπον και θεάρεστο να υπάρχουν διαφορές, έχθρες και σχίσματα μέσα στο πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού; Η απάντηση είναι βέβαια εύλογη, αλλά εκφεύγει από τα πλαίσια της ιστορικής αυτής έρευνας. Πάντως είναι αναμφισβήτητο ότι με το πέρασμα των χρόνων ο ανατολικός και δυτικός χριστιανικός κόσμος εξελίχτηκαν παράλληλα, αλλά συγχρόνως διαμόρφωσαν και διαφορετικές παραδόσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν κάποτε σε σύγκρουση.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ - ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Θ'

Είναι αναμφισβήτητο ότι το Σχίσμα υπήρξε γεγονός καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για τις εκκλησιαστικές, αλλά και για τις πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας με τα κράτη της Δύσεως και τανάπαλιν. Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις συνέπειες του Σχίσματος

α) σε στενά εκκλησιαστικές και θρησκευτικές
β) σε πολιτικές.

Μια πρώτη σημαντική εκκλησιαστική συνέπεια του Σχίσματος ήταν η ανεξαρτησία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως από τον Πάπα και τη Δύση και η αύξηση της εξουσίας του στο σλαβικό κόσμο και στα ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Το σημαντικότερο όμως αποτέλεσμα του Σχίσματος του 1054, ήταν και εξακολουθεί να είναι η συνεχής και μόνιμη διαίρεση του χριστιανικού κόσμου, η οποία αυτή καθεαυτή αποτελεί παράβαση της θείας εντολής Μία ποίμνη εις ποιμήν. Η διαίρεση αυτή με την πάροδο του χρόνου γέννησε καχυποψίες, μίση και πολεμικές, που διαιωνίστηκαν μέχρι το δέκατο ένατο ακόμη και μέχρι τον εικοστό αιώνα. Εάν οι εκκλησιαστικές συνέπειες του Σχίσματος είχαν καθοριστική σημασία για τις σχέσεις Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, οι πολιτικές συνέπειες ήταν μοιραίες για την πολιτική ζωή και την ιστορική πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και γενικότερα του Ελληνισμού από τον 11ο αιώνα μέχρι σήμερα. Ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε τα πολιτικά αποτελέσματα του Σχίσματος, τα οποία υπήρξαν ολέθρια για το Βυζάντιο και τον Ελληνισμό. Ένα πρώτο άμεσο αποτέλεσμα σφόδρα καταστρεπτικό για το Βυζάντιο, ήταν η οριστική απώλεια της Κάτω Ιταλίας, η οποία κατελήφθη από τους Νορμανδούς, γιατί ο Πάπας δεν συνεργαζόταν πια με τους Βυζαντινούς κατά των Νορμανδών, οι οποίοι μπόρεσαν ανενόχλητοι να περάσουν στη Βαλκανική και να απασχολήσουν επί έναν και πλέον αιώνα την αυτοκρατορία. Το κυριότερο όμως αποτέλεσμα του Σχίσματος υπήρξε η καλλιέργεια αμοιβαίας εχθρότητας μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων με την ευρύτερη έννοια, γεγονός που υπονόμευσε την ίδια την πολιτική ύπαρξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία, αφού πρώτα πολεμήθηκε από τους δυτικούς (με τις νορμανδικές επιδρομές, με τις Σταυροφορίες, με την οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων και τέλος με την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204), στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο. Ο καθηγητής Άμαντος, εξιστορώντας τα του Σχίσματος, καταλήγει με τα εξής: Μέχρι του δεκάτου ενάτου (και κατά τον εικοστόν ενίοτε) εξακολουθούν να ανταλλάσσονται ατελείωτα πολεμικά φιλολογήματα μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών. Πολλοί ορθόδοξοι επροτιμούσαν τους Τούρκους από τους καθολικούς και πολλοί καθολικοί εθεωρούσαν τους σχισματικούς, όπως έλεγαν, Έλληνας, χειρότερους των Τούρκων. Πόση καταστροφή επήλθεν εις τον Ελληνισμόν ένεκα του Σχίσματος, ένεκα της μωράς φιλοδοξίας του Κηρουλαρίου, δεν δύναται να υπολογισθεί. Πράγματι, η καταστροφή για τον Ελληνισμό υπήρξε ανυπολόγιστη. Αλλά συγχρόνως καταστρεπτική υπήρξε η επίδραση του Σχίσματος και για τον Χριστιανισμό και για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Στις 11 Ιανουαρίου του 1055 μετά από μια μέτρια βασιλεία 13 ετών πέθανε ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και τον διαδέχτηκε η Θεοδώρα, η τελευταία αυτοκράτειρα της ένδοξης Μακεδόνικης Δυναστείας




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only